Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ελένη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ελένη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 18 Μαρτίου 2017

πιστεύω...(αναδημοσίευση)

για μιαν ανάσα....

ευγενική χορηγία από
Χρώσεις-Αποχρώσεις και Στιγμές


ΠΙΣΤΕΥΩ εις έναν Άγιο Ελεύθερο Άνθρωπο, αποφυλακισμένο από τα δεσμά του φόβου

και στον άγνωστο παράγοντα που γεννάει την Φαντασία του ΠΙΣΤΕΥΩ

ΠΙΣΤΕΥΩ σε μια γυναίκα που μπορεί δαγκώνοντας το μήλο, στην κόλαση να δει έναν παράδεισο

και στο κάθετι που βλέπω που ακούω που μαντεύω που αγαπώ ΠΙΣΤΕΥΩ

και με χρώματα που κάνουν αντίθεση στο σκούρο φόντο του ρεαλισμού, τι σημαίνει Κυριακή ΠΙΣΤΕΥΩ

και σε μια φωτιά που σιγοκαίει στην καρδιά στον αιώνα τον άπαντα ΠΙΣΤΕΥΩ

Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2016

Κάθε μέρα προσπαθώ να μπω στη θέση σου (αναδημοσίευση)

φωτο: μπουγάδα στην Αγ.Παύλου (Βάθεια)

3pointmagazine
Της Μάριας Μπονοβόλια

Αναρωτιέμαι μερικές φορές: είμαι εγώ που σκέφτομαι καθημερινά πως η ζωή μου είναι μία; Όλοι οι υπόλοιποι το ξεχνούν; Ή πιστεύουν πως θα έχουν κι άλλες, πολλές ζωές, για να κερδίσουν τον χρόνο που σπαταλούν;

Μούτρα. Ν’ αντικρίζεις τη ζωή με μούτρα. Τη μέρα, την κάθε σου μέρα. Να περιμένεις την Παρασκευή που θα φέρει το Σάββατο και την Κυριακή για να ζήσεις. Κι ύστερα να μη φτάνει ούτε κι αυτό, να χρειάζεται να περιμένεις τις διακοπές. Και μετά ούτε κι αυτές να είναι αρκετές. Να περιμένεις μεγάλες στιγμές. Να μην τις επιδιώκεις, να τις περιμένεις. Κι ύστερα να λες πως είσαι άτυχος και πως η ζωή ήταν άδικη μαζί σου.

Και να μη βλέπεις πως ακριβώς δίπλα σου συμβαίνουν αληθινές δυστυχίες που η ζωή κλήρωσε σε άλλους ανθρώπους. Σ’ εκείνους που δεν το βάζουν κάτω και αγωνίζονται. Και να μην μαθαίνεις από το μάθημά τους. Και να μη νιώθεις καμία φορά ευλογημένος που μπορείς να χαίρεσαι τρία πράγματα στη ζωή σου, την καλή υγεία, δυο φίλους, μια αγάπη, μια δουλειά, μια δραστηριότητα που σε κάνει να αισθάνεσαι ότι δημιουργείς, ότι έχει λόγο η ύπαρξή σου.

Να κλαίγεσαι που δεν έχεις πολλά. Που κι αν τα είχες, θα ήθελες περισσότερα. Να πιστεύεις ότι τα ξέρεις όλα και να μην ακούς. Να μαζεύεις λύπες και απελπισίες, να ξυπνάς κάθε μέρα ακόμη πιο βαρύς. Λες και ο χρόνος σου είναι απεριόριστος.

Κάθε μέρα προσπαθώ να μπω στη θέση σου. Κάθε μέρα αποτυγχάνω. Γιατί αγαπάω εκείνους που αγαπούν τη ζωή. Και που η λύπη τους είναι η δύναμή τους. Που κοιτάζουν με μάτια άδολα και αθώα, ακόμα κι αν πέρασε ο χρόνος αδυσώπητος από πάνω τους. Που γνωρίζουν ότι δεν τα ξέρουν όλα, γιατί δεν μαθαίνονται όλα. Που στύβουν το λίγο και βγάζουν το πολύ. Για τους εαυτούς τους και για όσους αγαπούν. Και δεν κουράζονται να αναζητούν την ομορφιά στην κάθε μέρα, στα χαμόγελα των ανθρώπων, στα χάδια των ζώων, σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, σε μια πολύχρωμη μπουγάδα.

Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2016

κάποτε ήταν μόνο χειμώνας...(αναδημοσίευση)

από  χρώσεις, αποχρώσεις και στιγμές



ξέρω...
είν' χρόνια στο δισάκι σου
που κουβαλάς χειμώνες...

σπλαχνήσου όμως τα χρώματα
που πλέκουνε γαϊτάνι
στου κόσμου την γυροβολιά
για την ματιά σου μόνο

κι αυτό κάποιοι το λένε θάμα...


(μουσική: Waiting for the miracle - Leonard Cohen)

Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2016

Αξία δεν έχει το «νέο», έχει το Αιώνιο (αναδημοσίευση)



Ξέχνα τις (αναμενόμενες) πράξεις, 
τα πάντα βρίσκονται μέσα στις λέξεις !, 
ούρλιαζε η ηρωίδα στην 'Ιστορία της Σόνετσκα 
της Τσβιτάγιεβα.

Κάθε Πρωτοχρονιά, κυοφορώντας την γύμνια της λέξης της, ρετουσάρει το γερασμένο της πρόσωπο πίσω από την μάσκα μυριάδων βεγγαλικών στις πρωτεύουσες του κόσμου. Όσο περισσότερο οι κοινωνίες απογυμνώνονται εσωτερικά παράγοντας απόκληρους και πεινασμένους, όσο περισσότερο οι κοινωνίες μένουν το άδειο κέλυφος ώστε να ασκήσει η παγκόσμια κυριαρχία τις βουλιμικές επιδιώξεις της, όσο περισσότερο απομονωμένο και κυνικό είναι το κοινωνικό υποκείμενο που δημιουργούν και που τις συν-δημιουργεί, τόσο μεγαλύτερη η ανάγκη για μια σύνθετη κι υπερπολυτελή θεατρικη επίδειξη με μας μετόχους ως καταναλωτές και φευγαλέους (του δίωρου) συναισθηματικούς αποστάτες της “πραγματικότητας” μας, που θα ξεχνά ποιοί είμαστε και θα συσκοτίζει που έχουμε ανάγκη να πάμε.

Στην πραγματικότητα ο χρόνος, αδιάφορος παίχτης ενός συμπαντικού παιχνιδιού που εξελλίσεται δίχως προκαθυορισμούς στ' αλήθεια, δεν γνωρίζει την ύπαρξη της 'πρώτης μέρας', ούτε της 'νέας χρονιάς'. Όπως και δεν αναγνωρίζει την σύμβαση της ημερολογιακής μας ταυτότητας που τσουβαλιάζει τους πιο διαφορετικούς, συναισθηματικά, βιολογικά και γνωστικά, ρυθμούς ωρίμανσης τους οποίους βιώνουμε εύθραυστα, μοναδικά και όμως τελεσίδικα όλοι, κι ο καθενας κι η καθεμιά μας.

Η “ομορφιά” των στολιδιών μέσα από τα οποία σερβίρεται εύγευστα και 'λαχταριστά' ο πολιτισμός μας κι οι νέες ευκαιρίες που δήθεν μας δίνει μέσα από βαρετά επαναλαμβανόμενες 'αρχές', μετουσιώνει στην πραγματικότητα, στο τόσο πρόσφορο πεδίο της κατανάλωσης, δηλαδή της "βρώσης", την γενικευμένη πρόσκληση αλληλοφαγώματος από την επόμενη κιόλας ημέρα. 

Όπως η βία πάνω στην οποία στηρίζεται ο ίδιος πολιτισμός (για να θυμηθούμε τα Minima Moralia) 'σημαίνει καταδίωξη όλων από όλους, και όποιος έχει μανία καταδίωξης, μειονεκτεί μόνο στο ότι κατηγορεί τον γείτονα του γι' αυτό που διαπράττει το σύνολο, σε μια απελπισμένη προσπάθεια να κάνει σύμμετρο το ασύμμετρο'. Όλοι που δραπετεύουν από τα όρια δίχως να χάνουν όμως την συναίσθηση της ανθρώπινης φύσης τους, καίγονται γιατί γυρεύουν να τσακώσουν με γυμνά χέρια τον βαθύ παραλογισμό και την απαράμιλλη κυνικότητα του 'φυσιολογικού' της 'προόδου' και της 'τάξης' που στηρίζονται ακριβώς στην τελειοποιημένη τους 'μεσολάβηση', το σύνθετο και πολυεπίπεδο κρυφτό από μια γύμνια που δεν θ' αντέχαμε ούτε λεπτό πριν και μετά από κάθε ίδια με την προηγούμενη Πρωτοχρονιά. 

Ε ψιτ! Το Σημαντικό δεν είναι ν' Αλλάξει ο Χρόνος αλλά ν' Αλλάξεις Εσύ! 'όπως γελιογράφησε ο Quino.

Την ίδια στιγμή, ακριβώς γιατί είναι εύθραυστη, η ιστορία του κάθε ανθρώπου, η δική σου κι η δική μου ιστορία, μέσα από τις διαφορετικές ανάγκες και τον ίδιο νόστο, μπορεί να είναι κλειδαρότρυπα για να δούμε φευγαλέα μια κουκίδα από το παλίμψηστο του αιώνιου, ακόμη και τις φευγαλέες μέρες των γιορτών. Εκεί που το στοίχημα για την πλήρωση ενός ταξιδιού που στο βάθος δεν κάναμε ποτέ, κι ας το μεταμφιέσαμε άτεχνα κι αβανταδόρικα, βολικά και μαγικά, παράλογα κι αναγκαία μες στους αιώνες σε πόλεμο κι εξερεύνηση κι αγώνα για μια δίκαιη κοινωνία ή για προσωπική ευτυχία ή για αρπακτική επιτυχία ως μέσο 'πλήρωσης', δεν τελειώνει ποτέ. Και όντως δεν τελειώνει ποτέ: “Είναι βέβαιο γιατί είναι αδύνατο'' όπως έγραψε ο Τερτυλιανός.

Έτσι η Πρωτοχρονιά, με το ψέμα της υπόσχεσης της (μια μεσολάβηση κι αυτή των υποσχέσεων της πολιτικής ή της θρησκείας) μετατρέπεται σε μια Διονυσιακή μέθεξη ψεύτικης και διαρκώς επανερχόμενης νιότης, σε υπερπολυτελή τελετή ενός μοναδικά απροσπέλαστου 'τώρα ή ποτέ', που αργά ή γρήγορα θα μας απογοητεύσει ξανά. Κι όμως η δημιουργική, η εύθραυστη κι επικίνδυνη μα μυστικά συμπαγής πλευρά μας, που τόσο σχηματικά μα και βαθιά κρύβουμε πίσω από μια λέξη πάλι, την λέξη ´ο ποιητής', γράφει πάντα για το μέλλον που, διαρκώς συντελεσμένο καθόλου δεν χάνει από τις αντιφατικές και πολύκροτες επαναλήψεις του.. 

Που να καταλάβετε όλοι εσείς γιατί εγώ όρθιος στων χλευασμών την μπόρα μέσα στο πιάτο την ψυχή μου αποθέτω. Στο γεύμα μιας επερχόμενης εποχής; έγραψε ο Μαγιακόβσκι. Δεν υπάρχει τελικά, όπως έχει επισημανθεί, κατασκευή ούτε του μέλλοντος ούτε της μνήμης που να μην μετέχει στο παρόν. Εάν, μέσα από εορταστικές τελετές ή εκπομπές χλιδής, η καθημαγμένη παγκόσμια κοινωνία ενός κόσμου σε μετάβαση ή θανάτωση διαπραγματεύεται συλλογικά της τραύματα ελπίδες και μνήμες, αναζητεί την ίδια στιγμή θεραπευτικές προσεγγίσεις ενάντια σ'ένα παρόν που φαντάζει πολύπλοκο όσο και απειλητικό. Και που πρόχειρα προσπαθεί να το καλύψει μέσα από εξωτερικά γιορτινά φώτα που καλύπτουν ιδιωτικές δυστυχίες αποτυχιών στο βάθος περισσότερο συλλογικών.

“Δεν πιστεύω στην λέξη μοίρα, είναι το καταφύγιο κάθε αυτοκαταναλούμενης αποτυχίας” Andrew Soutar.

Υπάρχει η ανάγκη η Πρωτοχρονιά να παλιώσει, δίχως να χάνει την συμβατική έτσι κι αλλιώς, ορμή μιας αρχής που δεν έχει να κάνει με την προσθήκη ενός χρόνου στην ηλικία μας αλλά με την άρση της τυπικής, άλλοτε άβολης κι άλλοτε βολικής, αριθμητικής του χρόνου: Το πρωϊνό του 186 μΧ που ένας Ύπατος, τελειώνοντας ουσιαστικά την 'αρχαία Αθήνα' στην εκδοχή της Ρώμης, ανακοίνωνε στους Ρωμαίους 'πολίτες' τα μέτρα με τα οποία η Σύγκλητος σκόπευε να απαγορεύσει τα Βακανάλλια, τις γιορτές υπερ του Διονύσου που τόσο αντίθετα από τον 'άρτο και τα θεάματα' διοργάνωναν οι ίδιοι οι πολίτες και θεωρήθηκαν απειλή για την τάξη και το καθεστώς, έχει επαναληφθεί χιλιάδες φορές μέσα στους χρόνους, σε χώρους ιδιωτικούς και δημόσιους, σε σχέσεις διοαπροσωπικές ή διακρατικές, όποτε η επιδίωξη της ελευθερίας και της αυτοπραγμάτωσης, δλδ το Αιώνιο, έπρεπε να ζυγιστεί με το διαρκώς παρόν μα πρόσκαιρο στις εκδοχές του, δλδ με τους ηγεμόνες και τις δικές τους γιορτές. Και να φυλακιστε, αιώνια και πρόσκαιρα, σαν το πουλί.

Ο Μύθος του Φυλακισμένου πουλιού έχει παίξει έναν ρόλο στην ιστορία και στην λογοτεχνία. Ο Ησίοδος χρησιμοποίησε τον μύθο του φυλακισμένου από το γεράκι αηδονιού για να δείξει πόσο οι αδύναμοι πρέπει να υπακούν στους δυνατούς, πόσο δίχως αντίκρυσμα (όμοια με κάθε συμβατική ημερομηνία πρώτης ημέρας) κάθε πέταγμα προς τον ουρανό είναι. Λέγεται ότι το κείμενο αυτό υπήρξε η αφορμή ώστε ο Σολωμός, έπειτα από αιώνες, να αποδώσει “δια της ποιήσεως” δικαιοσύνη. “Άκου, ω γεράκι, το φτωχό αηδόνι... ” ξεκινά ο Επτανήσιος.

Το πέταγμα, η προσπάθεια για ό,τι αληθινά καλό, μπορεί να χλευάζεται από τους δυνατούς ή του κυνικούς κάθε χώρου, μα το αηδόνι τραγουδά. Ίσως αυτή να είναι η δυναμική μέσα στις αντιφάσεις μας μα πάντοτε παρούσα “ανάπτυξις του στίλβοντος ποδηλάτου” ή αλλιώς η αγωνιώδης μας ισορροπία, που ύμνησε ο Εμπειρίκος. Ίσως αυτό να είναι το Αιώνιο που ξεπερνά το προσωρινό. Γιατί, όπως έχει επισημανθεί, μπορεί ο Οιδίποδας να μη νικά την Σφίγγα και να μην λύνει ποτέ το αίνιγμα (μας), ο Άμλετ δεν βρίσκει την απάντηση ποτέ στην υπαρξιακή του (μας) αγωνία, οι Δαναίδες, οι μικρές του Δαναού κόρες που βλεπαν το νερό να χύνεται από τα τρύπια τους πυθάρια, νικιούνται ως μετανάστριες στους Ικέτες τελικά, κι η Αντιγόνη θανατώνεται πάντοτε στη Σπηλιά. Αλλά από όλους αυτούς τους ήρωες ανά τους αιώνες δεν έχει σημασία τι χάνεται (έτσι κι αλλιώς χαμένο μέσα στην βεβαιότητα του θανάτου μας) αλλά τι διασώζεται: Από την ανάστροφη λοιπόν.

Ο Οιδίποδας θα τολμά πάντα την κρίσιμη στιγμή να πει το “ακουστέον”, ο Άμλετ θα τολμά να κρατήσει το κρανίο μας στα χέρια, οι κόρες του Δαναού θ' ανακαλύπτουν ότι δεν ξεδίψασαν μα φύτρωσαν στην έρημο λουλούδια ξερικά από τις στάλες του “χαμένου” τους φορτίου, κι η Αντιγόνη θα στέκεται όρθια στους αιώνες μπροστά από την άδικη εξουσία του Κρέοντα, επιβιώνοντας όλοι αυτοί από τις δήθεν νεωτερικές τους αναγνώσεις. Κι επιβιώνουν κι έρχονται να μας φέρουν το μήνυμα μέσα από τον λόγο, την γραφή. Αφήνοντας ανοιχτό το στοίχημα της ουσιαστικής πράξης. Αυτής που θυμίζει πως το αιώνιο είναι η μόνη πραγματική νιότη. Και δεν χρειάζεται βεγγαλικά, φωτάκια ή τυπικά ημερολόγια... Δεν χρειάζεται καταναλωτές. Εμάς χρειάζεται. Για να γίνει πραγματικά μια “Πρώτη Ημέρα” κάποια μέρα.

Πάμε μαζί κι ας μας λιθοβολούν
Κι ας μας φωνάζουν αεροβάτες
Φίλε μου όσοι δεν ένιωσαν ποτέ με τι Σίδερο 
με τι πέτρες τι αίμα τι φωτιά
Χτίζουμε ονειρευόμαστε και τραγουδάμε!
Οδ. Ελύτης

Σάββατο 2 Μαΐου 2015

Tο χαμένο όνειρο του Μάη (αναδημοσίευση)



Γεννήθηκα μια άνοιξη. Κι από τότε πέρασα πολλούς χειμώνες ωριμάζοντας. Κι είδαν πολλά τα μάτια μου κι ακούσανε πολλά τα αυτιά μου. Και τα χέρια μου κι οι ώμοι μου, ακόμη σηκώνουν τα βάρη του κόσμου ετούτου, της κτίσης όλης.

Το μυαλό μου βρίσκεται εγκλωβισμένο ανάμεσα στο μεταίχμιο ενός ονείρου και του ζωντανού εφιάλτη. Μα ούτε στιγμή δεν πρέπει να βαστήξω. Μιά στάλα πίκρας κάθε τόσο και λιγάκι κι ύστερα πάλι στον αγώνα. Πέτρα η καρδιά, ατσάλι η ψυχή.

Να καταπίνει όλη την τρέλα και την αδικία, σαν χοάνη ενός κόσμου που σε στίβει και σε πετά στα αζήτητα των πολιτειών.

Και σύ να θές να ουρλιάξεις και να μην σε ακούει κανείς. Η καταραμένη Βαβυλώνα όσο πολύβουη κι αν είναι άλλο τόσο μέσα της κρύβει μια παγερή σιωπή, μια εκλεπτυσμένη κανονικότητα και μια υποκριτική ευγένεια που εκ των προτέρων σου σκοτώνει οποιαδήποτε αντίθετη βούληση.

Και έγινε η ζωή μας τόσο προβλέψιμη. Που τώρα πια φαίνεται κανονικό το παλαβό, και το διαφορετικό τιμωρείται αυστηρά από μια κοινωνία που δεν συγχωρεί κανένα εξωπραγματικό λάθος.

Η καθημερινότητα ορίζεται από τις ίδιες επαναλαμβανόμενες κινήσεις. Και οι άνθρωποι δεν ξεχωρίζουν πλέον από τις μηχανές και τα ρολόγια. Η μόνη διαφορά είναι πως η καρδιά συνεχίζει να πονά, να πληγώνεται χωρίς κανείς να μπορεί να δώσει εξήγηση. Μονάχα να αποδεχόμαστε αυτό που είναι, χωρίς να μιλάμε.

Μα μιλάμε μέσα μας και τα νοητικά γρανάζια δουλεύουν. Ξέρω πως προσπαθούν να μας κάνουν να μή σκεφτόμαστε. Η ελεύθερη σκέψη είναι το πρώτο βήμα. Κι ας πιέζει ο χρόνος…

Μέρα-νύχτα, ανατολή-δύση. Και τα χρόνια περνούν. Το σώμα εξασθενεί και το μυαλό κουράζεται. Κι ύστερα μόνο χώμα. Ποιός θα θυμάται άραγε τα βήματά μας στα λασπωμένα χώματα, τον ιδρώτα που πότισε τη γη και ως πότε θ’αντηχούν τα χτυπήματα των σφυριών στις επαύλεις και στα μπουντρούμια;

Αποστειρωμένες εικόνες αμέτρητων γενεών, από τα πέρατα του κόσμου. Κυνηγάμε όλοι το ίδιο όνειρο. Κοιμόμαστε και ξυπνάμε άραγε όλοι μας με τον ίδιο εφιάλτη;

Kρατάμε ο καθένας από μια υπόσχεση. Για ένα καινούριο κόσμο που πρέπει αλλά ποτέ δεν ξημερώνει. Και το όνειρο ξεθωριάζει μέρα με τη μέρα, χρόνο με το χρόνο.’ Ωσπου μια στιγμή δεν θα είναι παρά μια μακρινή ανάμνηση μιας φλεγόμενης καρδιάς που κρατούσε μέσα της την υπόσχεση, το λόγο ενός πληγωμένου κόσμου που μάτωσε και πέθανε για κάτι ξένο και άσχημο.

Για να παραμείνει ζωντανό το όνειρο, δεν φτάνει να ελπίζουμε. Μα πρέπει να σκοτώνουμε ό,τι μας σκοτώνει. Το δεύτερο βήμα. Πρέπει να αρνηθούμε τον αργό θάνατο, το καθημερινό δηλητήριο που μας επιβάλλουν.

Η επιβαλλόμενη κυριαρχία βρίσκεται πολύ πιο κοντά απ’όσο φανταζόμαστε. Όσοι ακόμη αισθάνονται και θέλουν να γεννηθεί το αύριο, πρέπει να θέσουν σε λειτουργία τους δείκτες του ρολογιού.

Το ρολόι του κόσμου σταματά και ξεκινά. Έτσι κυλάει η ιστορία. Ο νικητής στην μάχη από την αρχή του χρόνου, είναι πάντα αυτός που μπορεί και γυρνά τους δείκτες…

Αυτός που κοιτά και στέκει φοβισμένος, μπροστά στο τρομερό γύρισμα του χρόνου και του χώρου, αυτός που μένει απαθής στην κανονισμένη μοίρα του, πρώτα σκοτώνει ο ίδιος το δικό του όνειρο κι ύστερα ανασταίνει τον εφιάλτη που πρέπει να πεθάνει και ποτέ δεν πεθαίνει.

Γεννήθηκα μια άνοιξη. Σε κάθε γύρισμα του χρόνου και του χώρου, εκεί που οι μνήμες ανακατώνονται, εκεί οπου ακόμη ακούγονται από τα βάθη των αιώνων οι κραυγές και οι αγωνίες των εκατομμυρίων, κρατώ σφιχτά στην υψωμένη μου γροθιά, την φλογισμένη μου καρδιά, την υπόσχεση που έδωσαν πρίν από εμένα και που θα δώσουν αυτοί που θ’ακολουθήσουν μετά από εμένα τον δρόμο της μάχης, ενάντια στον θάνατο, αυτοί που τολμούν να ονειρευτούν το αύριο.

Πείτε στον κόσμο πως είμαστε ακόμη ζωντανοί. Πως το όνειρο δεν πέθανε. Κι ακόμη και τώρα που όλα φαίνονται τόσο δύσκολα, τώρα είναι η στιγμή που πρέπει να γυρίσουμε τον τροχό της ιστορίας. Εμείς που τόσο καιρό ακούμε τους αχόρταγους, να τους κάνουμε να μας ακούσουν αυτοί.

ΑΝΩΝΥΜΟς & ΜΑΥΡΗ ΛΙΣΤΑ

Δευτέρα 12 Ιανουαρίου 2015

Λεύκιος Ανναίος Σενέκας: "Η Ζωή Είναι Μικρή"

Αποσπάσματα από το έργο του Λεύκιου Ανναίου Σενέκα  Η Ζωή Είναι Μικρή
(De brevitate vitae). Διάλογος που απευθύνεται στον Παουλίνο, έναν υπάλληλο του δημοσίου (49) όπου γίνεται λόγος για την αξία του χρόνου και την ανάγκη να τον χρησιμοποιεί κανείς με σοφία και φειδώ για τη βελτίωση του εαυτού του, για φιλοσοφικές σκέψεις, για επικοινωνία με τους μεγάλους στοχαστές του παρελθόντος και όχι για πολυτελή βίο και ανήθικες απολαύσεις.
(Εκδόσεις Περίπλους)

Ελαιογραφία του Ζακ-Λουί Νταβίντ που απεικονίζει το θάνατο του Σενέκα, Παρίσι, Petit Palais



- Όσο δηλαδή μικρή κι αν είναι η ζωή, που μάς έχει παραχωρηθεί, φτάνει και περισσεύει για να πετύχουμε έργα σπουδαία. Αρκεί να τη διαχειριζόμαστε σωστά από την αρχή μέχρι το τέλος. Όμως τη στιγμή που τη σπαταλάμε μεταξύ χλιδής και απερισκεψίας, χωρίς να μάς νοιάζει να δημιουργήσουμε κάτι που έχει αξία, είναι επόμενο να διαπιστώνουμε κάποια στιγμή πώς έφυγε χωρίς καν να έχουμε προλάβει να το συνειδητοποιήσουμε.

- Το βάσανό μας δεν είναι η μικρή διάρκεια της ζωής μας.
Εμείς την κάνουμε να φαίνεται σύντομη με την απληστία μας.

- Κι αν τη ζωή σου ξέρεις να την αξιοποιήσεις, διαρκεί πολύ.
Όμως δυστυχώς, τον έναν τον πιάνει ανικανοποίητη φιλαργυρία, τον άλλον μια τρελή τάση να φτιάχνει σε όλη τη διάρκειά της άχρηστα πράγματα. Κάποιον άλλον να γεμίζει την κοιλιά του με κρασί κι ένα άλλον να αποβλακώνεται από την απραξία. Αυτός εδώ το έχει βάλει σκοπό να σχολιάζει συνεχώς τα στραβά των άλλων, ο άλλος εκεί, ο έμπορος, δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να γυροφέρνει το δόλωμα που λέγεται κέρδος, παραδέρνοντας σε στεριές και θάλασσες σε όλον τον κόσμο. Άλλοι, που τους κατατρέχει το πάθος της δόξας του πολέμαρχου, ζουν συνέχεια με το φόβο για τους κινδύνους που παραμονεύουν τους στρατιώτες τους ή με την αγωνία για την ίδια τους τη ζωή.

Υπάρχουν και άνθρωποι, που ψάχνουν να βρούν ανώτερους για να λατρέψουν και ξοδεύουν τη ζωή τους μέσα στην εκούσια δουλοπρέπεια. Άλλοι, που όλη μέρα είτε φροντίζουν την ομορφιά τους είτε ψάχνουν για κάλλη στους άλλους. Άλλοι, έρμαια ενός ανόητου τυχοδιωκτισμού, κι αυτοί είναι οι περισσότεροι, που είναι ανίκανοι να καταπιαστούν με κάτι σταθερό και συνέχεια ασχολούνται με το να κάνουν όλο και καινούργια σχέδια. 

- Άσε τους άλλους που, διαθέτοντας κάποιας μορφής εξουσία, πασχίζουν εναγωνίως να ποδηγετήσουν μια πλειάδα ακολούθων, χωρίς να τους αφήνουν την παραμικρή ελευθερία! Δες τους έναν έναν από τον πιό ταπεινό μέχρι τον πιό σπουδαίο. Ο ένας ζητάει εξυπηρέτηση, ο άλλος παρέχει εξυπηρέτηση, ο τρίτος βρίσκεται σε δύσκολη θέση, ο τέταρτος τον υπερασπίζεται, ένας άλλος κατακρίνει. Και το ωραίο είναι ότι κανένας δεν παραδέχεται πως δουλεύουν για την πάρτη τους. Όλοι λένε πως τάχα μου αγωνίζονται για το κοινό καλό. Αν ρωτάς δε και για αυτούς τους διάσημους, που το όνομά τους βρίσκεται στα χείλη όλων μας καθημερινά, ο ένας είναι αυλικός του άλλου, ο οποιος είναι με τη σειρά του ενός τρίτου. Και το περίεργο είναι πως κανένας δεν είναι αυλικός του εαυτού του.

Συμβαίνει δε το παράλογο να παραπονιούνται κάποιοι ότι οι ανώτεροί τους δεν τους δίνουν σημασία, μόνο και μόνο επειδή τους λένε πως δεν έχουν χρόνο να τους κλείσουν την ακρόαση που τους ζήτησαν!

Πώς είναι όμως δυνατόν να παραπονιέται κανείς για την υπεροψία των άλλων, όταν αυτός ο ίδιος δε βρίσκει χρόνο να παραχωρήσει στον ίδιο του τον εαυτό; Γιατί ενδέχεται μεν αυτός ο ανώτερος να κράτησε αυτή τη φορά απέναντί σου μια στάση υπεροπτική, αλλά το πιθανότερο είναι ότι, κάποτε στο παρελθόν, όλο και θα σε έχει ακούσει, όλο και θα σε έχει καλέσει να καθίσεις δίπλα του, όλο και κάποια σημασία θα έχει δώσει στα λόγια σου. Εσύ, όμως, στον εαυτό σου ποτέ δεν έχεις κάνει την τιμή να τον κοιτάξεις και να τον ακούσεις. Και, φυσικά, δεν έχεις το δικαίωμα να απαιτείς από οποιονδήποτε να σου ανταποδίδει την ευγενική συμπεριφορά που του επέδειξες, τη στιγμή που δε το έκανες αυτό από επιθυμία να αισθάνεσαι καλά μαζί του, αλλά από αδυναμία να είσαι καλά με τον εαυτό σου.

- Ενώ δηλαδή δεν υπάρχει κανείς που να θέλει να μοιραστεί με τους άλλους τα χρήματά του, όλοι μας λίγο-πολύ βάζουμε τους άλλους να κάνουν κουμάντο στην ίδια τη ζωή μας. Μίζεροι όταν πρόκειται για την περιουσία μας, σπάταλοι, όμως, όταν πρόκειται για το χρόνο μας.
Και το κωμικοτραγικό είναι ότι είμαστε σπάταλοι στη μοναδική περίπτωση που η τσιγγουνιά δεν είναι κατακριτέα.

- Μα τι ανοησία είναι αυτή που κάνουμε, θνητοί άνθρωποι, και αφήνουμε για τα πενήντα ή τα εξήντα μας να ζήσουμε τις πιό καλές στιγμές της ζωής μας, σαν να περιμένουμε, δηλαδή, να αρχίζουμε να ζούμε την ομορφιά της ζωής, σε μια ηλικία που λίγοι μας καταφέρνουμε να φτάσουμε.

- Κακόμοιροι, ζείτε με τέτοιο τρόπο, λες και η ζωή μας θα διαρκέσει χίλια χρόνια κι ακόμη παραπάνω. Που κι έτσι να ήταν, όλο και καλύτερα θα αξιοποιούσατε το χρόνο σας. Δεν υπάρχουν άνθρωποι που να μην έχουν κατασπαταλήσει τα καλύτερα χρόνια της ζωής τους εξαιτίας αυτού του ελαττώματος της ανθρώπινης φύσης. Κι είναι, δυστυχώς, αναπόφευκτο τα καλύτερα αυτά χρόνια μας να περνούν πολύ γρήγορα. Γιατί, ακόμα κι αν η λογική επιδιώκει να επιβραδύνει την πορεία τους, είναι η ίδια φύση που τα ωθεί να προχωρούν ταχύτατα. Κι εσείς δε το αντιλαμβάνεσθε και δεν προσπαθείτε να διασώσετε κάτι από αυτά τα χρόνια, ούτε να ζήσετε όσο πιό καλά μπορείτε ό,τι από αυτά είναι πιό φευγαλέο, αλλά αντίθετα τα αφήνετε να περάσουν και να φύγουν σαν να ήταν κάτι άχρηστο, σαν να μπορούσατε να το επανακτήσετε ανά πάσα στιγμή.

- Όλοι επίσης συμφωνούμε πως τίποτα σωστό δεν μπορεί να κάνεις ένας άνθρωπος φαντασμένος, έστω κι αν είναι ρήτορας ή και επιστήμονας, αν το υπερφίαλο πνεύμα του δεν είναι σε θέση να αποκομίσει το υψηλό και, απλώς, το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να ξεράσει τις γνώσεις του σαν τον είχαν παραγεμίσει με αυτές με τη βία.

Δεν υπάρχει τίποτα που να απασχολεί τον άνθρωπο λιγότερο από το να μάθει την τέχνη του ζην, όπως επίσης και δεν υπάρχει τίποτα πιό δύσκολο να μάθει. Για τις άλλες τέχνες υπάρχουν παντού ένα σωρό δάσκαλοι. Μερικοί μάλιστα από αυτούς έχουν διαπρέψει από τόσο νωρίς, ώστε κατάφεραν να εξελιχθούν σε δασκάλους της από πολύ μικρή ηλικία. Χρειάζεται όμως ολόκληρη η ζωή μας για να μάθουμε πώς να τη ζούμε και, το πιό περίεργο από όλα, χρειάζεται ολόκληρη η ζωή μας για να μάθουμε πώς να πεθαίνουμε.

- Όποιος όμως διαθέτει όλο του τον καιρό για τον εαυτό του και έχει υιοθετήσει ένα πρότυπο ανθρώπινης ζωής, ούτε εύχεται για το αύριο, αλλά και ούτε το φοβάται. Γιατί τί, στα αλήθεια, θα μπορούσε να τον ευχαριστήσει, από ό,τι μπορεί να του φέρει η επόμενη στιγμή;
Όλα όσα τον ενδιαφέρουν τα γνωρίζει και τα έχει χορτάσει.

- Δεν είναι λοιπόν τα άσπρα μαλλιά και οι ρυτίδες που θα μάς κάνουν να καταλάβουμε αν κάποιος έχει ζήσει πολύ, επειδή αυτά απλώς και μόνο δείχνουν αν κάποιος έχει υπάρξει πολύ. 

- Περιφρονούμε το πιό πολύτιμο πράγμα, επειδή ξεγελιόμαστε από το ότι ο χρόνος δεν είναι υλικό αγαθό, μιας και δεν μπορούμε να τον βλέπουμε μπροστά στα μάτια μας, και έτσι θεωρούμε ότι έχει ευτελή αξία, και ότι διατίθεται δωρεάν.

- Η αλήθεια είναι πως κανένας δεν μπορεί να βάλει στη θέση τους τα χρόνια που έχασες και κανένας δεν μπορεί να σου δώσει πίσω τη ζωή σου. Η ηλικία σου θα ακολουθήσει τη ροή της όπως ακριβώς ξεκίνησε, χωρίς επιστροφή, ούτε στάση, αθόρυβα και χωρίς τίποτα να μπορεί να επιβραδύνει την ταχύτητά της. Τίποτα δε θα μπορέσει να επιμηκύνει την πορεία της, είτε είσαι βασιλιάς είτε ο τελευταίος υπήκοος. Με το που θα ξεκινήσει, καμία δύναμη δε θα μπορέσει να την κάνει να προχωρεί πιό αργά ή να παρεκκλίνει της πορείας της.

- Και πώς μπορείς, απαθής και ήρεμος ενώ δίπλα σου ο χρόνος κυλά με ιλιγγιώδη ταχύτητα, να κάθεσαι και να φαντάζεσαι τη ζωή σου ως μια προοπτική μακράς αλληλουχίας μηνών και ετών, όταν κάτι τέτοιο δεν μπορεί να απηχεί παρά την επιθυμία σου και μόνο;
Μόνο για μια και μοναδική μέρα μπορούμε να μιλάμε, αυτή ακριβώς που κυλά σήμερα.
Νομίζεις πως μπορούμε, εμείς οι ταλαίπωροι θνητοί, οι φορτωμένοι με τόσες τάχα σημαντικές ασχολίες, να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο αυτή η μέρα που ολοένα φεύγει να είναι η πιό σημαντική και ωραία μέρα της ζωής μας;

- Όπως μια συζήτηση, ένα ενδιαφέρον βιβλίο ή κάποια συναρπαστική ονειροπόληση κάνουν τους ταξιδιώτες να φτάνουν στον προορισμό τους χωρίς καλά καλά να το καταλάβουν, έτσι και η αδιάκοπη και αγχώδης πορεία της ζωής, που όλοι μας ακολουθούμε, κοιμισμένοι ή ξυπνητοί με ίδιο γοργό βήμα, δε γίνεται αντιληπτή από τους πολυάσχολους παρά μονάχα όταν φτάσει στο τέλος της.

- Η ζωή μπορεί να διαιρεθεί σε τρεις περιόδους:
Στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον.
Από αυτές εκείνη που ζούμε τώρα έχει κιόλας φύγει, εκείνη που θα ζήσουμε επαφίεται στο τυχαίο και η μόνη σίγουρη είναι εκείνη που έχουμε ζήσει.

- Κανένας δεν επιστρέφει οικειοθελώς στο παρελθόν, εκτός από εκείνον που μπορεί και ασκεί αντικειμενικό αυτοέλεγχο. Αυτός που κάποτε καιγόταν από φιλοδοξίες, που περιφρονούσε τους πάντες με έπαρση, αυτός που νικούσε με αλαζονεία και εξαπατούσε με κυνισμό, εξοικονομούσε με φιλαργυρία και ξόδευε με ασωτία, είναι φυσικό να φοβάται τη μνήμη του. Η μνήμη, βλέπεις, είναι εκείνος ο βωμός, αυτό το ιερό κομμάτι του χρόνου μας, στο οποίο υποτάσσεται η παντοδυναμία της μοίρας, όπου όλες οι ανθρώπινες κακοτυχίες έχουν ξεπεραστεί, που ούτε η πενία, ούτε ο φόβος, ούτε οι επιδημίες θα μπορούσαν να τη διαταράξουν. Δεν μπορεί ούτε να παραβιασθεί ούτε να κλαπεί.
Την κατέχουμε σταθερά και διαρκώς.

- Θέλεις τώρα να μάθεις ποιούς αποκαλώ "πολυάσχολους";
Όχι μόνο, όπως φαντάζεσαι, αυτούς μόνο αν βάλουμε τα σκυλιά να τους κυνηγήσουν, υπάρχει περίπτωση να τους ξεκουνήσουμε από κει που ρητορεύουν ή για εκείνους που κατασπαράζονται εν μέσω ακολούθων και μέσα στην αλαζονεία ή εκείνους που δεν έχουν δική τους προσωπικότητα και κάνουν τους ακολούθους των άλλων, ούτε αυτούς που οι υποχρεώσεις τους στέλνουν σε καυγάδες μακριά από το σπίτι τους ούτε και εκείνους που η μυρουδιά, αργά ή γρήγορα μολυσματική, κάποιου αισχρού κέρδους τους τραβάει εκεί όπου ξεπουλιέται νόμιμα η περιουσία κάποιου δυστυχή.

- Μπορείς να αποκαλείς ευτυχείς όλους αυτούς που περιμένουν υπομονετικά ατελείωτες ώρες στον κομμωτή τους, μέχρι να τους κουρέψει όποια τρίχα πρόλαβε να βγει στη διάρκεια της νύχτας, καθώς η παραμικρή τρίχα μεταβάλλεται σε αντικείμενο περισπούδαστης σκέψης, να κάνει τις απαραίτητες διορθώσεις στον κόμμωση, ή να καλύψει, εδώ κι εκεί τα κενά στο μέτωπο;
Τους έχεις δει πώς εξοργίζονται όταν ο κομμωτής, που θεωρούν μάστορα στο ξύρισμα, έχει την ατυχία να επιδείξει λιγότερη δεξιοτεχνία από ό,τι συνήθως; Και πώς φουντώνουν αν τους κάνουν στη χαίτη καμιά ψαλιδιά παραπάνω, αν ξεφύγει μια ατίθαση τούφα ή αν το όλο σύνολο δεν πέφτει σε ομοιόμορφες μπούκλες;
Ποιός από όλους αυτούς δε θα προτιμούσε να διαταραχθεί η Δημοκρατία ολόκληρη αντί το μαλλί του; Ποιός δε θα νοιαζόταν περισσότερο να στολίσει το κεφάλι του από το να το σώσει;

- Αυτοί που περιφέρονται σε κοσμικότητες ενοχλώντας και τους άλλους και τους εαυτούς τους, όταν θα έλθει ή στιγμή που θα έχουν χορτάσει για τα καλά από την ανοησία τους, που δε θα έχουν αφήσει κατώφλι και πόρτα για πόρτα που να μην έχουν δρασκελίσει, που θα έχουν μοιράσει κολακείες και υποκλίσεις στα πιό ετερόκλητα σπίτια, πόσους το πολύ κατοίκους αυτής της μεγάλης και ξέχειλης από πάθη πόλης θα έχουν καταφέρει να δουν;

- Συνηθίζουμε να λέμε ότι δεν είναι στη δικαιοδοσία μας να διαλέγουμε τους γονείς μας.
Στην πραγματικότητα, μάς επιτρέπεται να γεννηθούμε στη ζωή από οικογένειες που θα επιλέξουμε εμείς και υπάρχουν οικογένειες πολύ ευγενών πνευμάτων. Διάλεξε αυτή που θα ήθελες να σε δεχτεί.
Δε θα υιοθετηθείς μόνο όσον αφορά το όνομα αλλά και όσον αφορά αγαθά, τα οποία δε θα είναι ανάγκη να τσιγκουνευτείς για να τα κρατήσεις. Θα είναι τόσα πολλά, που θα μπορείς να τα μοιράζεις σε όσα περισσότερα άτομα γίνεται.
Θα σου ανοίξουν ένα μονοπάτι προς την αιωνιότητα και θα σε εξυψώσουν μέχρι ένα επίπεδο από όπου ποτέ κανένας δεν εκδιώχθηκε. Κανένας άλλος τρόπος δεν υπάρχει για να ξεπεράσουμε τη θνητή μας υπόσταση, ή καλύτερα, για να τη μετατρέψουμε σε αθανασία.
Τιμές, μνημεία κι όλα αυτά που η ματαιοδοξία επέβαλε με κρατικά διατάγματα και ανέγειρε με ανθρώπινα έργα πολύ γρήγορα καταστρέφονται. Δεν υπάρχει τίποτα που να μην κατεδαφίζεται ή να μην υπόκειται στην προϊούσα φθορά.
Εκείνα όμως που η σοφία έχει καταστήσει αθάνατα, το γήρας δεν μπορεί να τα βλάψει, καμία εποχή δε θα τα καταργήσει, καμία δε θα αλλοιώσει και η επόμενη, και η μεθεπόμενη γενιά θα καταθέσουν τον ακόμα μεγαλύτερο σεβασμό τους, γιατί ό,τι βρίσκεται κοντά μας προκαλεί το φθόνο, ενώ είμαστε λιγότερο κακόπιστοι σε ό,τι βρίσκεται σε απόσταση.
Κατά συνέπεια, ο βίος του σοφού προσφέρει ευρύτατες προοπτικές.
Τα περίφημα όρια που εγκλωβίζουν τους υπόλοιπους ανθρώπους, δεν υπάρχουν για αυτόν. Μόνο αυτός ειναι αποδεσμευμένος από τους ανθρώπινους νόμους. Όλοι οι αιώνες τον υπακούουν σαν θεό.
Μια εποχή προσπερνάει; Την αιχμαλωτίζει με τη μνήμη.
Είναι παρούσα; Την αξιοποιέί με τον καλύτερο τρόπο.
Πρόκειται να έρθει; Την προλαβαίνει.
Επιμηκύνει τη ζωή του συμπυκνώνοντας όλες τις εποχές σε μία μόνο.

- Όταν λοιπόν θα συναντήσεις κάποιον κάτω από τη μεγαλοπρέπεια της τηβέννου, ή άλλον διάσημο πολιτικό στην Αγορά, μη ζηλέψεις.
Όλα αυτά τα απέκτησαν με αντίτιμο την ίδια τη ζωή τους.
Προκειμένου να πάρει ένα ρωμαϊκό έτος το όνομά τους θυσίασαν όλα τα έτη της ζωής τους.
Μερικοί, είχαν χάσει τη ζωή τους πολύ πριν φτάσουν στο απόγειο των φιλοδοξιών τους.
Μερικοί, αφού σκαρφάλωσαν στο βάθρο των τιμών τους, με τίμημα χίλιες ατιμίες, συνειδητοποίησαν αίφνης, μέσα στη δυστυχία, ότι αυτό για το οποίο κόπιασαν δεν ήταν παρά το επιτύμβιο μνημείο τους.

- Ο ζήλος στο να διατηρήσουμε υψηλές αρμοδιότητες διαρκεί πολύ περισσότερο από την ικανότητα να τις εκπληρώσουμε.
Παλεύουμε τη φύση και το ίδιο το γήρας το θεωρούμε επίπονο μόνο όταν μάς θέτει στο περιθώριο.

-... μερικοί μάλιστα φτάνουν μέχρι του σημείου να προετοιμάζονται για πράγματα που είναι πέρα από τη ζωή, τάφοι επιβλητικών διαστάσεων και αφιερώσεις σε δημόσια μνημεία, παιχνίδια γύρω από την επικήδεια πυρά και εξεζητημένες εκφορές. Έχουν ζήσει στα αλήθεια τόσο λίγο που θα έπρεπε να τους συνοδεύουμε στην επικήδεια πομπή με πυρσούς και λαμπάδες, κηδεύοντάς τους νύκτα, όπως κάνουμε στα παιδιά.

Τρίτη 6 Ιανουαρίου 2015

Επιστροφή (αναδημοσίευση)


Επιστροφή
Μα ας επιστρέψουμε
Στον τόπο του ονείρου λοιπόν.
Στη λήψη του προσώπου μας στον ήλιο.

Το κενό ήταν οικείο στο φως.
Τα φυτά ήταν διάχυτα.
Τα μαλλιά μας ανέπνεαν σε κάποιον ελάχιστο κυματισμό.
Η λύπη μας είχε μετασχηματιστεί
με τη συμμετοχή του φωτός
σ’ένα αδιάφορο τρόπο.

Ήταν χαμένα τα μάτια μας
Απέρρεαν από κάποια πολύ παλιά θύμηση.
Ενός άλλου κόσμου.

Νανά Ησαΐα
Από τη συλλογή Μορφή, εκδ. Μικρή Εγνατία, 1980
Επιμέλεια-επιλογή Νίκος Λέκκας

Κυριακή 4 Ιανουαρίου 2015

Η έμφυτη δειλία του μέσου ανθρώπινου μυαλού (αναδημοσίευση)


Γράφει: Μαριάνθη Πελεβάνη
από το Περιοδικό

Μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα; Μπορεί να αλλάξει ο κόσμος; Μπορούμε να αλλάξουμε; Στο βάθος, αυτά αντιλαμβάνομαι ότι είναι τα ερωτήματα που προκύπτουν μέσα στον καθένα, αυτές τις παράξενες, πολιτικά, μέρες. Μπορεί να ανατραπεί το μνημόνιο; Μπορούν να σταματήσουν να πληρώνουν οι πολλοί, οι «από κάτω»; Μπορούν να υπάρξουν θέσεις εργασίας, αύξηση μισθών; Μπορεί να υπάρξει δικαιοσύνη, άμεση δημοκρατία; 

Όχι, πιστεύουν οι περισσότεροι. Είτε ψηφίσουν συντηρητική διακυβέρνηση, ως φανατικοί πιστοί της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων – ακόμη κι αν αυτή είναι άρρωστη και σάπια – φοβούμενοι κάθε αλλαγή, κάθε κίνηση, είτε ψηφίσουν αριστερή διακυβέρνηση, ελπίζοντας σε κάποια ευρώ παραπάνω κι ένα κράτος πιο «ευαίσθητο», βρισκόμαστε πολύ μακριά από το πέρασμα της διακυβέρνησης των ανθρώπων στη διαχείριση των πραγμάτων, όπως οραματίστηκε ο θείος Μαρξ. 

Η κοινή γνώμη, ο μέσος άνθρωπος, οι πιο πολλοί, τέλος πάντων, δεν επιθυμούν μάλλον την αλλαγή και σίγουρα δεν την πιστεύουν. Γιατί μπορεί βιώνοντας σκληρά τα χρόνια της οικονομικής κρίσης να μετατοπίζεται προς τα αριστερά η ψήφος τους, δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με τη συνείδησή τους. Και βέβαια δεν είναι απαραίτητο. Μπορεί να έχει επαναστατήσει η τσέπη μας, αλλά το πνεύμα μας ακόμη όχι.

Η επιθυμία της εξουσίας νικά τον πόθο της αλληλοβοήθειας αιώνες τώρα στην ιστορία της ανθρώπινης φύσης. Έτσι τίποτα δεν αλλάζει. Ακόμη κι όταν υψηλά ιδανικά κι αξίες δεν τις καταπολεμούμε, τις αγνοούμε, αρνούμενοι να τις υλοποιήσουμε, αρνούμενοι να αλλάξουμε, έτσι τις νικούμε.

Αυτή η έμφυτη δειλία του μέσου ανθρώπινου μυαλού είναι και η φυλακή του. Αυτήν ταϊζουν και οι μηχανισμοί εξουσίας, εξωτερικοί και εσωτερικοί. Αυτόν τον φόβο μάς εμφυσούν από τα πρώτα βήματά μας. Δεν διδασκόμαστε να ζούμε ελεύθεροι. Η αλλαγή δεν είναι ζωή, η αλλαγή είναι φόβος.

Αυτό φοβάμαι με τη σειρά μου πως είναι και το πρόβλημα μιας αριστερής, μεταρρυθμιστικής ή ριζοσπαστικής, κυβέρνησης. Πώς να διακυβερνήσεις αριστερά, δεξιό λαό; Μπορεί ο πολιτικός πολιτισμός, ο αξιακός κόσμος των συντηρητικών να ανατραπεί, να αλλάξει; Δύσκολο αλλά πιθανόν, αν συμμετέχουν οι ίδιοι, δίνοντας μάχες εντός κι εκτός τους. Μπορεί η αριστερή κυβέρνηση να μετατοπίζεται αυτή δεξιότερα, ώστε να παραμένει και κυβέρνηση; Εύκολο και το πιο πιθανόν, σύμφωνα και με την έως τώρα πορεία. Μπορεί ένα αριστερό κόμμα να κυβερνήσει ή μόνο ένας αριστερός λαός γράφει ιστορία αλλαγής κι εξέλιξης;

Από τα χρόνια της καπιταλιστικής ακόμη ευημερίας κάποιες αριστερές μειοψηφίες ξαναμίλησαν για αντίστροφη ιεράρχηση των αξιών, για τις έμφυτες συγκρουόμενες τάσεις της υποταγής και της χειραφέτησης στην ανθρώπινη φύση και ο λόγος τους επανατοποθετούνταν στον κοινό αιώνιο τόπο του ανθρώπινου στοχασμού που αναζητεί την απελευθέρωσή του ανθρώπου. Στο σημείο όπου ήρωες, ιστορικοί, φιλόσοφοι, μαθηματικοί και ποιητές συναντήθηκαν, όπου και η γεωμετρία και η ηθική συμπεριλήφθησαν, εκεί που ο άνθρωπος σπάει τον τοίχο και βλέπει ολόκληρη τη ζωή. Κι όμως, οι μειοψηφίες μένουν μειοψηφίες, οι ιδέες μένουν ιδέες και οι άνθρωποι μένουν ίδιοι.

Όσο δεν υπάρχει πράξη, όπου να μην υπεισέρχεται το κέρδος, ο φόβος της απώλειας, η επιθυμία για δύναμη, όσο δεν μπορείς να συμπεριφερθείς ελεύθερα κι ισότιμα στους άλλους ανθρώπους, αλλά είσαι αναγκασμένος να τους μεταχειριστείς ή να τους διατάξεις ή να τους υπακούσεις ή να τους κοροϊδέψεις, όσο φοβόμαστε την αλλαγή… ο κόσμος μας θα είναι ένα κουτί, ένα πακέτο τυλιγμένο με το ωραίο χαρτί του γαλανού ουρανού, των κάμπων, των δασών, των μεγάλων πόλεων. Κι όταν ανοίγεις το κουτί, θα βλέπεις μέσα ένα σκοτεινό υπόγειο γεμάτο σκόνη, έναν άνθρωπο νεκρό.

Σε έναν άλλον κόσμο, για τον οποίο γράφει η βραβευμένη Ούρσουλα Λε Γκεν στον «Αναρχικό των δύο κόσμων», στην Ανάρες δεν έχουνε παρά μόνο την ελευθερία τους. Έχουνε νόμο την αρχή της αλληλοβοήθειας των ανθρώπων. Έχουνε κυβέρνηση την ελεύθερη ένωση. Δεν έχουνε κράτη, έθνη, προέδρους, πρωθυπουργούς, αρχηγούς, στρατηγούς, αφεντικά, τραπεζίτες, φεουδάρχες, μεροκαματιάρηδες, ελεημοσύνη, αστυνομία, στρατιώτες, πολέμους. Ούτε κι έχουνε σε τίποτα περίσσευμα. Δεν κατέχουνε, μοιράζονται. Δεν ευημερούνε. Κανένας τους δεν είναι πλούσιος. Κανένας τους δεν είναι παντοδύναμος… Αν θέλετε την Ανάρες, αν θέλετε να στραφείτε στο μέλλον, τότε πρέπει να βαδίσετε μπροστά με άδεια χέρια. Πρέπει να προχωρήσετε μόνοι, γυμνοί, σαν παιδί που έρχεται στον κόσμο, που μπαίνει στο μέλλον του, χωρίς παρελθόν, χωρίς να κατέχει τίποτα, που η ζωή του εξαρτάται εξ ολοκλήρου απ’ τους άλλους. Δεν μπορείτε να πάρετε ό,τι δεν έχετε δώσει, και είστε εσείς που πρέπει να δοθείτε. Δεν μπορείτε να αγοράσετε την Επανάσταση. Δεν μπορείτε να κάνετε την Επανάσταση. Μπορείτε μόνο να είστε η Επανάσταση. Είτε η επανάσταση θα είναι στο πνεύμα σας είτε πουθενά.

Ω φως της ανατολής, αφύπνισε
Όσους κοιμήθηκαν!
Θα διαλυθούν τα σκοτάδια
Θα τηρηθεί η υπόσχεση.

Eduardo Galeano - El miedo manda (greek subs)

Πέμπτη 1 Ιανουαρίου 2015

Ο ύμνος της αγάπης (αναδημοσίευση)



Οι μετανάστες ελπίζουν. 
Ανοίγουν τις γρίλιες του κορμιού τους για να
μπει φως. 
Για να μπει ο έξω κόσμος μέσα τους. 
Το ζεστό ψωμάκι και το γάλα. 
Το γλυκοχάραμα και το αεράκι.
Οι γυναίκες που βογκάνε.

Οι μετανάστες ελπίζουν, 
προσεύχονται και κατρακυλούν ξανά προς τον ύπνο.
Έχουν τα καθρεφτάκια τους γύρω.
Τσουκάλια και αφρό ξυρίσματος.
Ξυραφάκια και διαφημιστικά φυλλάδια.
Αυτοσχέδιες στρώσεις για τα λιωμένα παπούτσια. 
Αγρύπνια και γαύγισμα τού σκύλου. 

Οι μετανάστες ελπίζουν.
Ομιλούν μια διάλεκτο που λίγοι καταλαβαίνουν. 
Η ανάσα τους με βήμα σημειωτόν 
διασχίζει την Έρημη Χώρα
με τους νεωτερισμούς, τα ωραία νησιά,
τα φροντιστήρια, τα είδη προικός,
τα ζαχαροπλαστεία, τη διανόηση, τα φαρμακεία. 

Οι μετανάστες ελπίζουν.
Λατρεύουν τα σύκα και τους αγρούς.
Τα χόρτα, το τυρί, τις γκαζόζες.
Τη δύση του ήλιου, τα λαγκάδια, τις οξιές. 

Οι μετανάστες ελπίζουν.
Πληρώνουν χίλια ευρώ για να βγουν στον παράδεισο. 
Στη Μανωλάδα, στο Βέλγιο, στις Κάννες, στο Σχιστό,
στα βαμβάκια, στα καπνά,
στα θερμοκήπια της Ισπανίας,
σε αποθήκες στο Αγγελόκαστρο,
σε φορτηγά για το Μπρίντιζι,
σε λιμάνια για τον άλλο κόσμο.

Οι μετανάστες ελπίζουν, 
στο χριστό, στο Μωάμεθ, στο βούδα, 
στις αλογόμυγες, στα μαμούνια. 
Με το καρτοκινητό
στέλνουν χαμόγελα στη μανούλα.

Οι μετανάστες ελπίζουν. 
Ψάχνουν το μέλλον στους καμένους χάρτες
και στις ρουφηγμένες ψυχές. 
Ψάχνουν για μεροκάματα στα χωράφια. 
Για φαί στα σκουπίδια. 
Για σάπια φρούτα στις λαϊκές. 

Οι μετανάστες ελπίζουν.
Λουφάζουν στους σταθμούς των τραίνων. 
Δεν τρώνε φασολάκια χλωρά.
Δεν πηγαίνουν σχολείο. 
Παρά μαζεύουν καμπανούλες 
που φυτρώνουν στις ράγες
που οδηγούν στην πατρίδα.

υγ. πρόσθετο.
μου το δώρησε η σημερινή μου διάθεση 
Καλή Χρονιά κι από 'δώ.

Τετάρτη 30 Ιουλίου 2014

του χώματος και τ'ουρανού (αναδημοσίευση)

από τον COSTINHO
  
ξουθᾶν τε πόνημα μελισσᾶν
Ιφιγένεια εν Ταύροις, στ.166


Καθώς τριγυρίζω στον τόπο των μνημάτων, εδώ που μια ψυχή με ξαναφέρνει πάντα, αργώ πάντα το βήμα μου για να κοντοσταθώ όσο γίνεται -χωρίς να σταματήσω κανονικά- στα μνήματα των αγνώστων, στις φωτογραφίες τους και στις ηλικίες τους. Στέκομαι λίγο παραπάνω σαν δω μικρή ηλικία, κάνω τις πράξεις, φαντάζομαι μια ιστορία· ποια ιστορία έγραψε λίγα χρόνια στη φωτογραφία και μεγάλο πόνο σε όσους συνέχισαν και δεν έγιναν ακόμα φωτογραφίες. Ένας ήσυχος τόπος, μνήματα και πράξεις, ένας τόπος της αριθμητικής. Η μνήμη είναι αριθμητική· προσθέτεις αφαιρείς υπολογίζεις. Πόσα χρόνια μαζί, πόσα χρόνια καλά, πόσα χρόνια από τότε. Μετράω ασπούμε πόσα έζησα με τον παππού και είναι σχεδόν όσα δεν τον έζησα, όσα μεγάλωνα χωρίς αυτόν. Αφαιρώ απ'όσα έχω ζήσει μέχρι τώρα, έτσι γίνονται οι πράξεις. Αφαιρείς έναν άνθρωπο από σένα, τα χρόνια του από τις δικές σου μνήμες· αφαιρείς για να βγάλεις ταμείο. Ξέρεις ότι ταμείο δεν είναι αυτό που έμεινε, αλλά αυτό που έχεις για να τη βγάζεις, τα ψιλά· με αυτούς ζεις μαζί, με αυτούς μιλάς κάθε μέρα. Πριν ξυπνήσεις ή καθώς αποκοιμιέσαι. Στη μέρα μέσα σε κερδίζουν άλλες πράξεις. 

Εκείνοι που φύγαν δεν μετράνε τώρα, δεν κάνουν αριθμητική· εμείς κάνουμε, εμείς που ζούμε. Έτσι ζούμε. Ανάμεσα σε χρόνια, μετρώντας, υπολογίζοντας, ξεχνώντας. Εγώ ασπούμε όλα τα μετρούσα με το '96, που τελείωσα το σχολείο, που πήγα σε κείνη τη συναυλία που όρισε την εφηβεία μου και κάποιο χαρακτήρα να'χω για μετά. Τώρα που μεγαλώνω -όσο μεγαλώνω- τα μετράω με το '08, πριν και μετά χωρίζονται όλα. Έξι χρόνια πριν· από τότε, Ιούλιοι μαχαιριές στα καλοκαίρια που νόμιζες πως κυλάνε ερήμην, πως περνάνε σαν κύμα. Από τότε δουλεύει η μνήμη, έμαθες τις αντοχές της, τις μαθαίνεις ακόμα· νιώθεις αφόρητα ευλογημένος που τις μαθαίνεις ακόμα, όσες πληγές κι αν στρίβουν. Μιλάω για κάποια που αγαπούσε πολύ τα πράγματα, όλα τα πράγματα, τα πάντα γύρω· αγωνιούσε μόνο, με πολλά λάθη. Μόνο λάθη ίσως. Όποιος αγαπάει, κάνει λάθη. Όποιος αγαπάει πολύ, κάνει τα περισσότερα. Από αυτά δεν μαθαίνει· άμαθος πορεύεται και ανεπίδεκτος, αφοσιωμένος πάντα σε ό,τι μοιάζει με δίκιο, σε ό,τι τον πνίγει, σε ό,τι τον αγάπησε και του'ριξε ένα σκοινί να πιαστεί, σε ό,τι αγάπησε και το'δεσε με σκοινί και άγκυρα, για να έχει βυθό μαζί του, να'χει και στεριά αντάμα. Συλλογή από λάθη, από συνεχόμενα λάθη, που έμαθε να αφήνει πίσω. Πίσω, αλλά όχι σε μας· σε μας άφησε μόνο δρόμους να θυμόμαστε, να επιστρέφουμε, να συναντάμε τις άκρες του, να πιάνουμε το σκοινί και να βρίσκουμε στεριά, να βουτάμε στο βυθό και να κλέβουμε μια μορφή του με φιλί, με χάδι που άφησε κάποτε στον ύπνο μας, στα μαλλιά μας, μικροί ίσως εμείς μεγαλωμένος εκείνος, έμπειρος στα χάδια, με νανουρίσματα που μας μεγάλωσαν. Ή δεν μας μεγάλωσαν, μας κράτησαν πάντα παιδιά, πάντα παιδιά για κείνους. Στο ένα τραπέζι οι μεγάλοι, στο άλλο τα παιδιά. Πόσα καλοκαίρια έτσι.

Λέω εκείνος και εννοώ εκείνη. Εκείνες, ίσως. Θηλυκές είναι πάντα οι μορφές, οι σκιές, οι μνήμες, οι θείες, οι αγάπες, οι στιγμές, οι ανάσες, οι φωτογραφίες, οι λέξεις. Αρσενικός μόνο ο θάνατος, αυτός που δεν πιστεύουμε. Γι'αυτό επιστρέφουμε και αφήνουμε λουλούδια, γι'αυτό επιστρέφουμε και το λέμε σπίτι, σπίτι του αγαπημένου μας -τελευταίο, αλλά σπίτι. Σπίτι είναι εκεί που μπορούμε να επιστρέψουμε· ή να φιλοξενήσουμε, να φιλήσουμε έναν άγνωστο και να τον κεράσουμε κάτι. Μιλάω για εκείνη λοιπόν που τώρα είναι ξαπλωμένη, μάλλον κοιμάται βαθιά. Στα πόδια της έχει παραπέσει ένα βιβλίο, δεν θυμάμαι ποιο, κάποιο παλιό που'χε βρει κάποτε σε παλαιοπωλείο -όλο κάτι τέτοια ξεσκόνιζε- της το έδωσε ο Γιάννης λίγο πιο πέρα, μην πας για ύπνο χωρίς το βιβλίο σου. Κοιμάται, κάτω από τα αεροπλάνα, στα εκατό μέτρα είναι ο αεροδιάδρομος, απογειώνονται εκεί, απογειώνονται ζωές, πολλή φασαρία, οι τουρμπίνες μπορούν να σε πάρουν και να σε σηκώσουν, εκείνη δεν ενοχλείται διόλου, τίποτα δεν μπορεί να αναταράξει αυτή τη γαλήνη της. Θαρρείς κιόλας πως επίτηδες πήγε και ξάπλωσε εκεί, δίπλα στη φυγή, να της τη δώσει καμιά μέρα και να πάρει το πρώτο αεροπλάνο, να έχει αυτή τη δυνατότητα. Ποτέ δεν έφευγε βέβαια, ήταν πάντα εκεί. Και το εκεί ήταν το πιο σταθερό πράγμα του κόσμου. Αδύνατο όμως μου φαίνεται και να κοιμάται τόσο, δεν την θυμάμαι να την παίρνει τόσο εύκολα ο ύπνος, δεν αφηνόταν, δεν έφευγε· εκεί, ξάγρυπνη. Είχε τ'όνομα του ουρανού, αλλά το αεροπλάνο το'παιρνε μόνο για να ξαναγυρίσει εκεί. Εκεί ήταν ο προορισμός της. Εδώ δηλαδή. Και μιλάω σε παρελθόντα χρόνο, λες και έχει φύγει. Δεν έχει φύγει. Κοιμάται ασυνήθιστα βαθιά, με ένα βιβλίο στα πόδια. Δεν λέει να το τελειώσει. Καμιά φορά σκέφτομαι ότι μας κάνει πλάκα. Έτσι κι αλλιώς, ποτέ της δεν τελείωνε τα βιβλία, τα άφηνε όλα στη μέση· όλα τ'αφήνει στη μέση. Εμάς πρώτα απ'όλα, εμάς με τα βιβλία της. Τον παρελθόντα χρόνο και τον παρόντα τόπο, τον πάντα παρόντα τόπο, πάντα παρόντες στον τόπο. Για κείνη και για κάθε αγαπημένο, μόνο μέλι από ξανθές μέλισσες και ἃ νεκροῖς θελκτήρια κεῖται, όλα αυτά που αναπαύουν τους πεθαμένους, όπως παραγγέλνει ο Ευριπίδης. Ποια άλλη "αθανασία" και "τρυφή" να ευχηθεί κανείς στους νεκρούς εκτός από εκείνη που χαρίζει το γάλα και το μέλι, συνεχίζει κι αναρωτιέται ο Παπαγιώργης.

Μιλάω για το βαθύ πηγάδι που μέσα κατοικούν οι ψυχές που σ'αγαπούν. Που σ'αγαπούν.


Μια μικρούλα, μια τόση δα μέλισσα εδώ που έχει τ'όνομά της -αυτό τ'ουρανού- είναι ξύπνια, πως το λένε, ξυπνητή. Εντελώς. Μεγαλώνει με ζωή και, κάθε μέρα, γίνεται πιο ζωή. Τη χαζεύω κι όταν κοιμάται, που και που σκάει χαμόγελα -έτσι, ασυνείδητα, αδέξια- και τότε καταλαβαίνεις ότι ο κόσμος μπορεί και να είναι το πιο παρήγορο μέρος του σύμπαντος, ότι οι άνθρωποι στον ύπνο τους μπορούν να υποσχεθούν πράγματα. Ότι δεν είμαστε μόνο αριθμητική, αλλά ζωή στα χαμόγελα των παιδιών που κοιμούνται, στο φτερούγισμα των μελισσών που χωράνε τα αυτιά μας. Ότι δεν κάνουμε μόνο πράξεις υπολογισμών για να βρούμε πόσο ζήσαμε κοντά στους αγαπημένους ή πόσο κοντά τους ζήσαμε, ότι είμαστε μνήμη κι εμείς, χωρίς προσθαφαίρεση, μνήμη στο χώμα και στις ψυχές που το κρατάνε. Ότι κάπου πατάμε και είναι αυτό ευλογία. Ότι από το πηγάδι κι εμείς τραγουδάμε, στα βαθιά κολυμπάμε.
Μιλάω για το βαθύ πηγάδι που μέσα κατοικούν οι ψυχές που σ'αγαπούν. Που σ'αγαπούν.

αφιερωμένο στην Ελένη

Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2014

Η τελευταία μας ευκαιρία (αναδημοσίευση)


Πρωί κινήσαμε παρέα με τον μπάρμπα Θωμά να σημαδέψουμε τις ελιές για το κλάδεμα. Δικό του ήτανε το χωράφι, χρόνια πολλά το φρόντιζε, το καθάριζε, το φρεζάριζε για να ‘ναι το χώμα αφράτο, μάζευε τον καρπό, μπόλιαζε και τα δέντρα ύστερα από καμιά καλοκαιρινή πυρκαγιά που λάχαινε να περάσει από μέσα του, να κάψει τις ελιές και να ξανασκάσουνε αγρέλοι από τα αποκαϊδια. Χρόνια πολλά τον έθρεψε τον Θωμά το χωράφι εκείνο με το λάδι που του ‘δινε μα τώρα πια εκείνος γέρασε και δε μπορεί να το ‘χει, αγριέψανε τα δέντρα, φουντώσανε και έτσι, μιας και η ελιά θέλει λωλό αφεντικό, όπως λένε στα χωριά μας, το πήρα του λόγου μου για να του πάω παρακάτω το βίο του, μαζί και τον δικό μου. 

Πήγαμε λοιπόν σήμερα πρωί πρωί να κάνουμε το σχέδιο. Με κόκκινη μπογιά ανά χείρας σημάδευα τα κλαδιά που μου υποδείκνυε ο Θωμάς πως πρέπει να κλαδέψω. Να καθαρίσω τις ελιές, να τις κάνω νυφούλες, να χαίρεσαι να τις βλέπεις. Να καθαρίσω και τους αγρέλους για να τους μπολιάσουμε παρέα τον Μάρτη, να μαθαίνω. Γυρνούσαμε εδώ κι εκεί και παρακεί και σημαδεύαμε λοιπόν, μπρος ο Θωμάς και από πίσω εγώ να βλέπω και ν’ ακούω, μα αντιλήφθηκα άξαφνα πως με κάποια δέντρα που ήτανε καταφανώς μες στο δικό μας κτήμα δεν ασχολιότανε καθόλου, τα προσπερνούσε κι έφευγε δίχως να τα κοιτάζει. 

Αυτά δεν είναι δικά μας, μου είπε σαν τον ρώτησα και έμεινα να τον κοιτώ γεμάτος απορία. Είδε τα μάτια μου που είχανε γραμμένο ξεκάθαρα το ερώτημα και μου ‘δειξε μια πέτρα. Μια κοτρόνα ήτανε στα ριζά μιας παλιάς ελιάς που έδειχνε τα όρια. Κι άλλη μια στην άλλη άκρη του αγρού. Κι ένας δρυς στην παραπέρα άκρη, εκεί που το σύνορο ήτανε για μένα πια ξεκάθαρο αφού υπήρχε και ξερολιθιά πέρα πέρα να το ορίζει. 

Και τίνος είναι οι ελιές που δεν είναι δικές μας, τον ρώτησα. 

Αλλονών, απάντησε ξερά, πεθαμένοι είναι πια όλοι. Τα παιδιά, τα εγγόνια τους, τα ανίψια τους, όλοι οι κληρονόμοι δεν έχουνε φανεί ποτές τόσα χρόνια εδώ, ούτε και ξέρουνε τα χωράφια των παππούδων τους. 

Δηλαδή περιτριγυριζόμαστε από πεθαμένους, συνέχισα και το μυαλό μου δούλευε προς ύπουλη κατεύθυνση. 

Ναι, μου απάντησε το ίδιο ξερά. 

Κι άμα πεθάνουμε κι εμείς οι δυο μπάρμπα Θωμά, ποιος θα ξέρει τότε τίνος είναι τα χωράφια και τα δέντρα; 

Κανένας. Τώρα μονάχα εγώ τα ξέρω πια, και όχι όλα. Να, έχει ένα χωράφι από κει, που συνορεύει με το δικό μας και δεν ξέρω τίνος είναι. Πενήντα χρόνια δεν έχω δει κανέναν να ‘ρθει. Ζούγκλα έγινε. 

Και γιατί δεν τις κλαδεύουμε και τις ελιές των πεθαμένων, να τις μπολιάσουμε, να δώσουνε καρπό, βγήκε από μέσα μου τελικά η πονηρή μου σκέψη. 

Δεν είναι δικές μας σου λέω. Ποτέ δεν θα αγγίζεις ότι δεν είναι δικό σου, κατάλαβες; 

Κατάλαβα, πώς δεν κατάλαβα. Αφού είδα τις δυο πέτρες που ορίζανε τα σύνορα απείραχτες για χρόνια. Ο αφέντης άνθρωπος δεν υπήρχε πια ούτε ως ανάμνηση αλλά τα όρια που είχε συμφωνημένα με τους διπλανούς του μαρτυρούσανε ακόμα πως κάποτε υπήρξε. Κι όσοι απομείνανε πίσω, τον περιμένουνε, δεν αγγίζουνε τίποτα δικό του. Μήπως ξαναϋπάρξει περιμένουνε ή φοβούνται πως όταν σαν θα πάνε κι αυτοί να τον βρούνε κάποτε, θα τους ζητήσει εκεί απάνω την ευθύνη για την κλεψιά. 

Δεν ξαναμίλησα. Ακολουθούσα τον Θωμά και σημάδευα με την μπογιά όποιο κλαδί μου έδειχνε πως πρέπει να κοπεί, για να ρθω άλλη μέρα με το αλυσσοπρίονο να κάνω τη δουλειά. Ώσπου φτάσαμε στον δρυ και στην ξερολιθιά που χώριζε το κτήμα μας από του αποθαμένου. 

Ο άγραφτος νόμος της αγροτικής ζωής λέει πως ο όποιο χωράφι είναι πιο ψηλά από το άλλο, σ’ αυτό ανήκει ο τοίχος, είπε ο Θωμάς και μου τον έδειξε πέρα πέρα με το δάχτυλο. 

Κούνησα το κεφάλι μου πως κατάλαβα και χαμογέλασα με ικανοποίηση επειδή ο τοίχος θεωρούνταν δικός μας. Μα πάλι προς το συμφέρον μου τα είχα καταλάβει. Πρώην αστός, μεγαλωμένος μες στην σύγχρονη κοινωνία των συμφερόντων και της ιδιώτευσης. Δεν πρόλαβα να χαρώ όμως για πολύ την ιδιοκτησία μου. 

Άμα ο διπλανός σού πει “μάζεψε τον τοίχο σου που γκρέμισε κι έπεσε μες στο χωράφι μου”, είσαι υποχρεωμένος δίχως δεύτερη κουβέντα να πας να τον φτιάξεις, συνέχισε το σκεπτικό του ο Θωμάς σαν να μην είχε τελειώσει τα λόγια του τα πρώτερα και έμεινα πάλι ενεός με τη σοφία των παλιών ανθρώπων αλλά κυρίως με τη διαφορά νοοτροπίας μεταξύ εμού και του γηραιού μου φίλου. Μεταξύ των ανθρώπων της γης και των ανθρώπων της πόλης. 

Γύρω μας όλοι νεκροί, τα δέντρα τους παρατημένα για μισόν αιώνα και βάλε, παρ’ όλα αυτά εγώ, ο νέος αφέντης του χωραφιού, έπαιρνα μαθήματα καλής γειτονίας από τον παλιό, που έλεγε ό,τι είχε να πει για να αποσυρθεί με τη συνείδησή του ήσυχη, να μη φέρει ευθύνη. 

Αφού τελειώσαμε μετά από λίγη ώρα τη δουλειά, κινήσαμε να φύγουμε για το χωριό. Περνώντας από την Κοινοτική γεώτρηση, μου ‘δειξε το ρολόι. Εδώ θα ‘ρχεσαι κάθε φορά πριν βάλεις μπρος να ποτίσεις άμα τύχει και βάλεις ποτέ μπαχτσέ μες στο χωράφι, μου είπε, θα γράφεις το νούμερο, θα πηγαίνεις ύστερα να ανοίγεις το νερό, θα κάνεις τη δουλειά σου, θα ποτίζεις τον κήπο σου και όταν τελειώνεις θα ξανάρχεσαι να γράφεις το νέο νούμερο για να πεις στην υπηρεσία της κοινότητας πόσο νερό έκαψες, κατάλαβες; 

Τώρα πια είχα μείνει τελείως εμβρόντητος. Όλα επαφείονταν εδώ και χρόνια στον λόγο των ανθρώπων κι ακόμα αυτή η κατάσταση δεν είχε αλλάξει διόλου στο χωριό. 

Κι άμα κάποιος δεν πάει να σημειώσει πόσο νερό έκαψε, τον ρώτησα μόνο και μόνο για ν’ ακούσω την απάντηση. 

Ε, αυτός θα κλέψει το νερό, αλλά κανένας δεν το κάνει αυτό το πράμα, αποκρίθηκε πάλι κοφτά και με μια βεβαιότητα που δεν χωρούσε αντίρρηση. 

Τον πήγα με το τζιπ ως το σπίτι του. 

Πού πήγε αυτή η Ελλάδα, πού πήγε αυτός ο λεβέντης λαός που ο λόγος του ήτανε συμβόλαιο, που έβαζε μια πέτρα πανω στην άλλη και μένανε κι οι δυο εκεί για αιώνες να ορίζουνε, αναρωτήθηκα καθώς οδηγούσα μόνος μετά από λίγα λεπτά. Πώς καταντήσαμε έτσι εμείς οι νεώτεροι; Πως μας μετάλλαξε μέσα σε δυο γενιές η θεωρεία της ιδιώτευσης και η πρακτική της κατανάλωσης, η ευκολία με την οποία μάθαμε να κατακτούμε τον βίο μας. 

Μα καθώς είχα απομείνει έτσι συνοφρυωμένος και σκεπτικός, μια λάμψη ξαφνικά διαπέρασε τα μάτια μου. Εδώ είναι ακόμα αυτός ο λαός, αυτή η Ελλάδα. Μόλις την είχα συναντήσει και με δίδαξε τόσα πράγματα μέσα σε μισή ώρα! Πνέει τα λοίσθια αλλά υπάρχει ακόμα, χαμογέλασα. Το μόνο που έχουμε να κάνουμε εμείς, τα θύματα μιας κατασκευασμένης κρίσης καπιταλισμού, είναι να ξαναβρούμε σύντομα τους τελευταίους εκπροσώπους της και να είμαστε δεκτικοί σ’ αυτά που θα μας δείξουν. Δεν είναι αργά για να το πράξουμε αυτό, είναι όμως η τελευταία μας ευκαιρία για να σωθούμε. Διότι, όταν σε λίγο καιρό αποδημήσουν κι οι τελευταίοι εκπρόσωποί του τσαγανού μας, τότε θα απομείνουμε πια ορφανοί. Θ’ απομείνουμε να παλεύουμε δίχως κανένα παρελθόν με τα νύχια των αρπακτικών της νέας τάξης. Τότε θα πάμε χαμένοι. Γρηγορείτε λοιπόν. 

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2014

Βύρων Λεοντάρης: Η Σιωπή που ακολουθεί (αναδημοσίευση)"


Η ΣΙΩΠΗ ΠΟΥ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ 

Όχι μόνο τ” αθώα παράπονα,
που αναποδογυρίζουνε με μια κλωτσιά στο στήθος,
όχι μόνο οι φωνές, που τις ξαπλώνουν στις πλατείες,
όχι μόνο οι ανύποπτοι ενθουσιασμοί.
Πιο δυνατή είναι, πιότερο βαραίνει
η σιωπή που ακολουθεί,
η σιωπή των πεισμωμένων δρόμων, των κλειστών παραθυριών,
η σιωπή των παιδιών μπροστά στον πρώτο σκοτωμένο,
η σιωπή μπροστά στην ξαφνική ατιμία,
η σιωπή του δάσους,
η σιωπή του αλόγου δίπλα στο ποτάμι,
η σιωπή ανάμεσα σε δυο στόματα, που δεν μπορούν να φιληθούν,
κι εκείνη η «ενός λεπτού σιγή»,
που παρατείνεται και γιγαντώνεται
μες στις καρδιές, μες στους αιώνες,
η σιωπή που αποφασίζει
τι είναι να μείνει, τι είναι να χαθεί.

Βύρων Λεοντάρης

Από την ποιητική συλλογή »Ψυχοστασία» (1949-1976), Εκδόσεις Ύψιλον (2006)

Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2014

Μόνο οι εραστές μένουν (αναδημοσίευση)



Μου έδωσε το χέρι της. Ή έτσι νόμιζα. Καθόμασταν απέναντι στο λεωφορείο, σε αυτές τις τέσσερις πίσω θέσεις που είναι τοποθετημένες αντικριστά – δεν κατάφερα ποτέ να βρω μια λογική εξήγηση για την χρησιμότητά τους, ο μόνος κάπως πειστικός λόγος θα ήταν ίσως για να μπλέκονται τα πόδια σας ανυπόμονα, σαν προετοιμασία μέχρι να φτάσετε σπίτι και να μπλεχτούν τα σώματα κανονικά, όπως πρέπει. Εγώ ως συνήθως κοιτούσα έξω από το παράθυρο τις γκρίζες πολυκατοικίες με τις πολύχρωμες τέντες, όσο πιο γκρίζα η πολυκατοικία, τόσο πιο χρωματιστή η τέντα, στις πολύ παλιές φαίνεται ακόμα το ξεθωριασμένο σχέδιο μιας συστάδας λουλουδιών ή ενός εμπριμέ σύμπαντος.

Και εκείνη μου έδωσε το χέρι της. Στην αρχή νόμιζα ότι ζητούσε κάποιου είδους βοήθεια, χρήματα ή τσιγάρο ή ίσως ένα εισιτήριο. Μετά παρατήρησα ότι η χούφτα της ήταν κλειστή, κάτι κρατούσε στην παλάμη της και ήθελε να μου το δώσει. Έβγαλα τα ακουστικά και ψέλλισα ένα συγγνώμη; Είναι τα μάτια σου κόκκινα, μήπως θέλεις λίγο ορό; Χαμογέλασα. Όχι, δεν χαμογέλασα απλά, ένιωσα και το τελευταίο μου κύτταρο να χαμογελάει, γιατί ακόμα και τώρα, ακόμα και σήμερα, που στα λεωφορεία κυκλοφορούν υπάλληλοι με μηνιάτικο 420 ευρώ, που ξυπνούν στις 6 το πρωί και επιστρέφουν στις 7 το βράδυ, ακόμα και σήμερα, υπάρχει κόσμος που σε κοιτάει στα μάτια και όταν τα βλέπει κόκκινα ή θολά, τα νοιάζεται. 

******

Με τα χίλια ζόρια κατάφερα να την πείσω να δούμε το “Only lovers left alive“, Όχι, δεν είναι μια κλασική ταινία για ζόμπι σου λέω, είναι άλλα ζόμπι αυτά, κουρασμένα, έχουν περάσει μπροστά από τα μάτια τους ολόκληροι αιώνες ανθρωπότητας και λύγισαν, τους απογοήτευσε η αντιμετώπιση που επιφύλαξαν στον Νεύτωνα και τον Τέσλα, το πάρτι τέλειωσε και τώρα πληρώνουν όσο όσο για λίγο καθαρό, νοσοκομειακό αίμα, το ανθρώπινο που ρέει στις φλέβες μας δεν τους λέει τίποτα γιατί είναι μολυσμένο. Κυκλοφορούν τα βράδια φορώντας μαύρα γυαλιά για να μην φαίνονται τα κόκκινα μάτια τους, γράφουν μουσικές πένθιμες για αυτόν τον κόσμο που δεν τελειώνει ποτέ. Βγήκαμε από το σινεμά κουρασμένοι κι εμείς, με την ανθρωπότητα να λυγίζει τα γόνατά μας, αλλά χαρούμενοι που ζούμε λίγο, ίσα για να πάρουμε μια τζούρα απαγορευμένου τσιγάρου, ευτυχείς που καταλάβαμε ότι δεν χρειάζεσαι καμία αιωνιότητα, σου αρκεί η ψευδαίσθησή της, αυτή που συμπυκνώνεται σε πέντε δευτερόλεπτα κάβλας.

Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2014

Ο καλύτερος τρόπος να πεις κάτι, είναι να το κάνεις! (Ernesto Che Guevara)


Η παρακάτω ιστορική ομιλία εκφωνήθηκε από τον Τσε σε κουβανούς φοιτητές της Ιατρικής, στις 20 Αυγούστου 1960. Όλοι σχεδόν ξέρετε ότι ξεκίνησα τη σταδιοδρομία μου ως γιατρός πριν από αρκετά χρόνια. Όταν ξεκίνησα, όταν άρχισα να σπουδάζω ιατρική, οι περισσότερες από τις ιδέες που έχω σήμερα ως επαναστάτης απουσίαζαν από το οπλοστάσιο των ιδανικών μου. Ήθελα να πετύχω, όπως θέλουν όλοι.

Το όνειρο μου ήταν να γίνω διάσημος ερευνητής. Το όνειρο μου ήταν να δουλεύω ακούραστα για να πετύχω κάτι που θα μπορούσε πραγματικά να τεθεί στην υπηρεσία της ανθρωπότητας, αλλά, την ίδια στιγμή, θα αποτελούσε κι έναν προσωπικό θρίαμβο. Ήμουν, όπως όλοι μας, ένα παιδί του περιβάλλοντος μου. Μέσα από κάποιες ειδικές περιστάσεις, ίσως και εξαιτίας του χαρακτήρα μου επίσης, αφού πήρα το πτυχίο μου, άρχισα να ταξιδεύω στη Λατινική Αμερική και τη γνώρισα πολύ καλά. Με εξαίρεση την Αϊτή και τη Δομινικανή Δημοκρατία, επισκέφτηκα -με τον έναν ή τον άλλο τρόπο- όλες τις άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής. Έτσι όπως ταξίδευα, πρώτα ως φοιτητής και ύστερα ως γιατρός, άρχισα να έρχομαι σε στενή επαφή με τη φτώχεια, την πείνα, τις αρρώστιες, την αδυναμία να θεραπευτεί ένα παιδί από έλλειψη μέσων, με το μούδιασμα που προκαλούν η πείνα και οι τιμωρίες, ώσπου φτάνουμε σ’ ένα σημείο που φαντάζει ασήμαντο γεγονός να χάνει ένας γονιός το παιδί του, όπως συχνά συμβαίνει στις σκληρά δοκιμαζόμενες κοινωνικές τάξεις στην πατρίδα μας, τη Λατινική Αμερική. Κι άρχισα να βλέπω ότι υπήρχε κάτι που μου φαινόταν τότε σχεδόν εξίσου σημαντικό με την καριέρα μου ή με τη συμβολή μου στην ιατρική επιστήμη, και αυτό ήταν να βοηθήσω εκείνουςτους ανθρώπους.

Εξακολούθησα όμως να είμαι, όπως όλοι μας εξακολουθούμε να είμαστε, ένα παιδί τουπεριβάλλοντος μου και ήθελα να βοηθήσω εκείνους τους ανθρώπους με τις προσωπικές μου προσπάθειες. Είχα ήδη ταξιδέψει πολύ – βρισκόμουν τότε στη Γουατεμάλα, στη Γουατεμάλα του [δημοκρατικά εκλεγμένου Γιάκομπο] Άρμπενς – και είχα αρχίσει να κρατάω κάποιες σημειώσεις γιατη συμπεριφορά ενός επαναστάτη γιατρού. Άρχισα να εξετάζω τι χρειαζόμουν για να γίνω έναςεπαναστάτης γιατρός. Η επίθεση εξαπολύθηκε, ωστόσο: το πραξικόπημα [του 1954] οργανώθηκε από τη Γιουνάιτεντ Φρουιτ Κόμπανι, το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ, τον [διευθυντή της CIA] Φόστερ Ντάλες-στην πραγματικότητα, ήταν όλοι τους ένα και το αυτό – και το ανδρείκελο Καστίγιο Άρμας [με τον οποίο αντικατέστησαν τον Άρμπενς]. Η επίθεση ήταν πετυχημένη, δεδομένου ότι ο λαός δεν είχεφτάσει ακόμα στο επίπεδο ωριμότητας που έχει σήμερα ο λαός της Κούβας. Και μια ωραία μέρα εγώ,όπως πολλοί άλλοι, πήρα το δρόμο της εξορίας, ή πάντως το δρόμο της φυγής από τη Γουατεμάλα, αφού δεν ήταν αυτή η πατρίδα μου. Τότε συνειδητοποίησα κάτι βασικό: για να γίνω επαναστάτης γιατρός ή απλώς επαναστάτης, έπρεπε πρώτα να υπάρξει επανάσταση. Η μεμονωμένη προσπάθεια, η προσωπική προσπάθεια, η καθαρότητατων ιδανικών, η επιθυμία για θυσία μιας ολόκληρης ζωής στο πιο ευγενικό ιδανικό δε σημαίνουν τίποτα αν αυτή η προσπάθεια γίνεται μεμονωμένα, απόμερα, σε μια γωνιά της Λατινικής Αμερικής, απέναντι σε εχθρικές κυβερνήσεις και κοινωνικές συνθήκες που δεν επιτρέπουν την πρόοδο. Η επανάσταση έχει ανάγκη αυτό που γίνεται στην Κούβα: την κινητοποίηση ενός ολόκληρου λαού, που έχει μάθει να χρησιμοποιεί τα όπλα και να είναι ενωμένος στη μάχη, που ξέρει τι αξία έχει ένα όπλο και τι αξία έχει η ενότητα του λαού. Ερχόμαστε λοιπόν στην καρδιά του προβλήματος που έχουμε σήμερα μπροστά μας. Έχουμε ήδη το δικαίωμα και την υποχρέωση ακόμα να είμαστε, πρώτα απ’ όλα, επαναστάτες γιατροί, δηλαδή άτομα που θέτουν τις τεχνικές γνώσεις του επαγγέλματος τους στην υπηρεσία της επανάστασης και του λαού.

Επιστρέφουμε τώρα στα αρχικά ερωτήματα: Πώς δουλεύει κανείς αποτελεσματικά για την κοινωνική ευημερία; Πώς συμβιβάζει κανείς την ατομική προσπάθεια με τις ανάγκες της κοινωνίας; Πρέπει να ξαναφέρουμε στο νου μας πώς ήταν η ζωή του καθενός από εμάς, τι έκανε και τι πίστευε καθένας από εμάς, ως γιατρός ή λειτουργός της δημόσιας υγείας από άλλη θέση, πριν από την επανάσταση. Πρέπει να το κάνουμε με βαθύ κριτικό ενθουσιασμό. Θα συμπεράνουμε τότε ότι σχεδόν όλα όσα πιστεύαμε και νιώθαμε εκείνη την παλιά εποχή πρέπει να παραμεριστούν και ότι ένας νέοςτύπος ανθρώπου πρέπει να δημιουργηθεί. Αν ο καθένας από εμάς γίνει ο αρχιτέκτονας αυτού του νέου τύπου ανθρώπου για τον εαυτό του, τότε η δημιουργία αυτού του νέου τύπου ανθρώπου που θα αντιπροσωπεύει τη νέα Κούβα θα είναι πολύ ευκολότερη.

Είναι καλό για σας – τους παρόντες, τους κατοίκους της Αβάνας – να βάλετε καλά στο μυαλό σας αυτήν την ιδέα: ότι στην Κούβα γεννιέται ένας νέος τύπος ανθρώπου, που δεν μπορεί να εκτιμηθεί πλήρως στην πρωτεύουσα, αλλά μπορεί κανείς να τον δει σε κάθε άλλη γωνιά της χώρας. Όσοι από εσάς πήγατε στη Σιέρρα Μαέστρα στις 26 Ιουλίου θα είδατε κάτι πολύ σημαντικό… Θα είδατε παιδιά που από το ανάστημα τους φαίνονται οχτώ ή εννιά χρονών, αλλά παρ’ όλα αυτά είναι σχεδόν όλα δεκατριών ή δεκατεσσάρων. Είναι τα γνήσια τέκνα της Σιέρρα Μαέστρα, τα γνήσια παιδιά της πείνας και της φτώχειας σε όλες τις μορφές της. Είναι τα πλάσματα του υποσιτισμού. Στη μικρή μας Κούβα, με τα τέσσερα ή πέντε τηλεοπτικά κανάλια, με τους εκατοντάδες ραδιοφωνικούς σταθμούς, με την πρόοδο της σύγχρονης επιστήμης, όταν ένα βράδυ εκείνα τα παιδιά έφτασαν στο σχολείο και είδαν για πρώτη φορά ηλεκτρικό φως, αναφώνησαν ότι τα αστέρια ήταν πολύ χαμηλά εκείνη τη νύχτα. Εκείνα τα παιδιά, τα οποία κάποιοι από εσάς θα είδατε, σπουδάζουν τώρα στα σχολεία, από τις πρώτες τάξεις μέχρι την επαγγελματική κατάρτιση, μέχρι την πολύδύσκολη επιστήμη της επανάστασης. Αυτό είναι το νέο είδος ανθρώπων που γεννιέται στην Κούβα. Γεννιούνται σε απομονωμένους τόπους, σε απόμερες περιοχές της Σιέρα Μαέστρα και επίσης στις κολεκτίβες και στους χώρους εργασίας. Όλα αυτά συνδέονται στενά με το θέμα της σημερινής μας συζήτησης: την ενσωμάτωση στοεπαναστατικό κίνημα των γιατρών και των άλλων εργαζομένων στον τομέα της υγείας. Γιατί το καθήκον της επανάστασης – το καθήκον της μόρφωσης και διατροφής των παιδιών, το καθήκον της εκπαίδευσης του στρατού, το καθήκον της διανομής της γης των παλιών απόντων γαιοκτημόνων σ’εκείνους που έχυναν τον ιδρώτα τους κάθε μέρα στην ίδια γη χωρίς να δρέπουν τους καρπούς της- είναι το σπουδαιότερο έργο κοινωνικής ιατρικής που έχει γίνει στην Κούβα.

Η μάχη κατά της αρρώστιας πρέπει να βασίζεται στην αρχή της δημιουργίας ενός γερού σώματος, όχι μέσω της περίτεχνης εργασίας ενός γιατρού πάνω σ’ έναν αδύναμο οργανισμό, αλλά δημιουργώντας ένα γερό σώμα μέσω της δουλειάς ολόκληρου του συνόλου, ιδιαίτερα ολόκληρου του κοινωνικούσυνόλου.Μια μέρα η ιατρική θα πρέπει να γίνει μια επιστήμη που θα προλαμβάνει τις ασθένειες, που θα προσανατολίζει το κοινό προς τις ιατρικές υποχρεώσεις του και η οποία θα χρειάζεται να παρεμβαίνει μόνο σε περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσες για να πραγματοποιήσει μια χειρουργική επέμβαση ή να αντιμετωπίσει κάτι εξαιρετικά ασυνήθιστο στη νέα κοινωνία που δημιουργούμε… Εκείνο που απαιτείται γι’ αυτό το οργανωτικό έργο, όπως και για όλα τα επαναστατικά έργα, είναι το άτομο. Η επανάσταση δεν τυποποιεί, όπως ισχυρίζονται κάποιοι, τη συλλογική βούληση, τη συλλογική πρωτοβουλία. Το αντίθετο, απελευθερώνει τις ατομικές ικανότητες των ανθρώπων. Αυτό που πράγματι κάνει η επανάσταση είναι να κατευθύνει αυτή την ικανότητα. Αποστολή μας σήμερα είναι να προσανατολίσουμε το δημιουργικό ταλέντο όλων των επαγγελματιών του τομέα της υγείας προς το έργο της κοινωνικής ιατρικής. Βρισκόμαστε στο τέλος μιας εποχής, και όχι μόνο εδώ στην Κούβα. Αντίθετα με όσα λέγονται καιπαρά τις ελπίδες κάποιων ανθρώπων, οι μορφές του καπιταλισμού που γνωρίσαμε, κάτω από τιςοποίες μεγαλώσαμε και υποφέραμε, νικιούνται σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Τα μονοπώλια νικιούνται. Η σοσιαλιστική επιστήμη σημειώνει κάθε μέρα νέους, σημαντικούς θριάμβους. Έχουμε την περηφάνια και το καθήκον να βρισκόμαστε στην πρωτοπορία ενός κινήματος απελευθέρωσης στη Λατινική Αμερική, το οποίο ξεκίνησε πριν από καιρό στις άλλες υποδουλωμένες ηπείρους της Αφρικής και της Ασίας. Αυτή η βαθιά κοινωνική αλλαγή απαιτεί επίσης πολύ βαθιές αλλαγές στη νοοτροπία των ανθρώπων.

Ο ατομικισμός ως τέτοιος, ως η μεμονωμένη δράση ενός προσώπου στο κοινωνικό περιβάλλον, πρέπει να εκλείψει στην Κούβα. Αύριο ο ατομικισμός θα πρέπει να είναι η σωστή χρησιμοποίηση όλων των ατόμων προς όφελος της κοινότητας. Αλλά, αν και όλα αυτά, όλα όσα λέω, γίνονται κατανοητά σήμερα, αν και όλοι είναι πρόθυμοι να σκεφτούν λίγο το παρόν, το παρελθόν και το πώς θα πρέπει να είναι το μέλλον, η αλλαγή του τρόπου σκέψης απαιτεί βαθιές εσωτερικές αλλαγές και συμβολή στην πραγματοποίηση βαθιών εξωτερικών αλλαγών, κυρίως κοινωνικών. Αυτές οι εξωτερικές αλλαγές πραγματοποιούνται στην Κούβα καθημερινά. Ένας τρόπος να μάθετε γι’αυτή την επανάσταση, να γνωρίζετε τις δυνάμεις που κρύβουν μέσα τους οι άνθρωποι, δυνάμεις που ήταν λανθάνουσες για τόσο καιρό, είναι να επισκεφτείτε όλη την Κούβα, να επισκεφτείτε τις κολεκτίβες και όλους τους χώρους δουλειάς που δημιουργούνται. Κι ένας τρόπος για να φτάσετεστην καρδιά του ιατρικού ζητήματος είναι όχι μόνο να γνωρίσετε, όχι μόνο να επισκεφτείτε αυτά ταμέρη, αλλά να γνωρίσετε και τους ανθρώπους που συνθέτουν αυτές τις κολεκτίβες και τα κέντρα εργασίας. Πηγαίνετε εκεί και μάθετε τι αρρώστιες έχουν, από τι πάσχουν, από πόση φτώχεια υπέφεραν σ’ όλη τους τη ζωή, φτώχεια που κληρονόμησαν από αιώνες καταπίεσης και απόλυτης υποταγής. Ο γιατρός, ο νοσοκόμος, θα φτάσουν τότε στην καρδιά της νέας δουλειάς τους, δηλαδή ως άτομα μέσα στις μάζες, άτομα μέσα στην κοινότητα. Ό,τι κι αν συμβαίνει στον κόσμο, μένοντας πάντα κοντά στον άρρωστο, γνωρίζοντας καλά την ψυχολογία του, εκπροσωπώντας εκείνους που έρχονται κοντά στον πόνο και τον ανακουφίζουν, ο γιατρός έχει πάντα πολύ σημαντικό έργο, ένα έργο μεγάλης ευθύνης στην κοινωνική ζωή. Πριν από λίγο καιρό, λίγους μήνες, συνέβη εδώ στην Αβάνα μια ομάδα φοιτητών που μόλις είχανπάρει το πτυχίο της ιατρικής να μη θέλουν να πάνε στην ύπαιθρο και ζητούσαν επιπλέον πληρωμή για να το κάνουν. Από την οπτική γωνία του παρελθόντος είναι περισσότερο από λογικό να συμβαίνειαυτό- έτσι τουλάχιστον μου φαίνεται και το καταλαβαίνω.

Θυμάμαι πως έτσι ήταν τα πράγματα, έτσι σκέφτονταν οι άνθρωποι πριν από μερικά χρόνια. Για ακόμα μια φορά είναι ο μονομάχος στην επανάσταση, ο μοναχικός πολεμιστης αυτός που θέλει να εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον, καλύτερες συνθήκες, και να κερδίσει την αναγνώριση για αυτό που κάνει. Τι θα συνέβαινε όμως αν δεν ήταν αυτά τα άτομα – οι οικογένειες των οποίων στην πλειονότητα τους μπορούσαν να πληρώσουν για τις σπουδές τους – εκείνα που ολοκλήρωσαν τα μαθήματα τους και αρχίζουν τώρα να ασκούν το επάγγελμα τους; Τι θα συνέβαινε αν στη θέση τους ήταν διακόσιοι, τριακόσιοι χωρικοί αυτοί που θα ξεπρόβαλλαν – σαν από θαύμα, ας πούμε – από τις αίθουσες διαλέξεων του πανεπιστημίου; Αυτό που απλώς θα συνέβαινε είναι ότι αυτοί οι χωρικοί θα έτρεχαν αμέσως και με μεγάλο ενθουσιασμό να φροντίσουν τα αδέρφια τους. Θα ζητούσαν τις θέσεις με τη μεγαλύτερη ευθύνη και την περισσότερη δουλειά, για να δείξουν ότι τα χρόνια σπουδών δε σπαταλήθηκαν άσκοπα. Αυτό θα συμβεί σε έξι εφτά χρόνια, όταν οι νέοι φοιτητές, παιδιά της εργατικής τάξης και της αγροτιάς, θα πάρουν τα πτυχία τους. Δεν πρέπει όμως να βλέπουμε το μέλλον μοιρολατρικά και να χωρίζουμε τους ανθρώπους σε παιδιά της εργατικής τάξης ή της αγροτιάς και σε αντεπαναστάτες. Αυτό είναι απλουστευτικό, δεν είναι αλήθεια, και τίποτα δε διαπαιδαγωγεί περισσότερο έναν έντιμο άνθρωπο από το να βιώσει την επανάσταση. Κανένας από εμάς, απ’ όσους φτάσαμε πρώτοι με το Granma, εγκατασταθήκαμε στη Σιέρα Μαέστρα και μάθαμε να σεβόμαστε τον αγρότη και τον εργάτη, ζώντας μαζί τους, κανένας από εμάς δεν ήταν εργάτης ή αγρότης στο παρελθόν. Φυσικά, υπήρχαν εκείνοι που είχε χρειαστεί να δουλέψουν, που είχαν γνωρίσει ορισμένες ανάγκες σαν παιδιά.

Την πείνα όμως, την αληθινή πείνα, κανείς μας δεν την είχε γνωρίσει και αρχίσαμε να μαθαίνουμε τι θα πει πείνα, προσωρινά, τα δύο χρόνια πάνω στη Σιέρρα Μαέστρα. Και τότε πολλά πράγματα έγιναν ξεκάθαρα… Μάθαμε ότι η ζωή ενός ανθρώπου αξίζει εκατομμύρια φορές περισσότερο απ’ όλη την περιουσία του πλουσιότερου ανθρώπου στη γη. Το μάθαμε εκεί εμείς, που δεν ήμαστε παιδιά της εργατικής τάξης ή της αγροτιάς. Γιατί λοιπόν να διαλαλήσουμε τώρα ότι είμαστε οι προνομιούχοι και ότι ο υπόλοιπος λαός της Κούβας δεν μπορεί κι αυτός να μάθει; Ναι, μπορούν, να μάθουν.Σήμερα μάλιστα η επανάσταση απαιτεί να μάθουν, απαιτεί να καταλάβουν καλά ότι η περηφάνια που πηγάζει από την εξυπηρέτηση του συνανθρώπου μας είναι πολύ σημαντικότερη από ένα καλό εισόδημα· ότι η ευγνωμοσύνη των ανθρώπων είναι μονιμότερη, διαρκεί πολύ περισσότερο απ’ όσο χρυσάφι μπορεί να συσσωρεύσει κάποιος. Κάθε γιατρός, στη σφαίρα της δραστηριότητας του, μπορεί και πρέπει να συγκεντρώσει αυτό τον πολύτιμο θησαυρό, την ευγνωμοσύνη των ανθρώπων. Πρέπει τότε να αρχίσουμε να διαγράφουμε τις παλιές αντιλήψεις μας και να ερχόμαστε όλο και πιο κοντά στο λαό με κριτικό πνεύμα. Όχι με τον τρόπο που τον πλησιάζαμε πριν, γιατί όλοι θα πείτε: «Όχι, εγώ είμαι φίλος του λαού. Μου αρέσει να μιλάω με εργάτες και αγρότες και τις Κυριακές πηγαίνω στο τάδε μέρος για να δω το τάδε πράγμα». Όλοι το έκαναν αυτό. Αλλά το έκαναν υπό τύπον ελεημοσύνης και αυτό που πρέπει να προωθήσουμε σήμερα είναι η αλληλεγγύη. Δεν πρέπει να πλησιάζουμε το λαό για να λέμε: «Να’ μαστε. Ερχόμαστε να σας ελεήσουμε με την παρουσία μας, να σας διδάξουμε την επιστήμη μας, να καταδείξουμε τα λάθη σας, την έλλειψη λεπτότητας και στοιχειώδους γνώσης που σας διακρίνει».

Πρέπει να τον πλησιάζουμε με ερευνητικό ζήλο και ταπεινό πνεύμα, για να μαθαίνουμε από αυτή τη μεγάλη πηγή σοφίας που είναι ο λαός. Συχνά συνειδητοποιούμε πόσο λανθασμένες ήταν κάποιες αντιλήψεις μας, οι οποίες είχαν γίνει κομμάτι του εαυτού μας και, αυτόματα, της συνείδησης μας. Κάθε τόσο έπρεπε να αλλάζουμε όλεςτις αντιλήψεις μας, όχι μόνο τις γενικές, κοινωνικές ή φιλοσοφικές αντιλήψεις, αλλά πότε πότε και τιςαντιλήψεις μας για την ιατρική. Θα δούμε ότι οι ασθένειες δε θεραπεύονται πάντα όπως θεραπεύεται μια αρρώστια στο νοσοκομείο μιας μεγάλης πόλης. Θα δούμε ότι ο γιατρός πρέπει να είναι και αγρότης, ότι πρέπει να μάθει να καλλιεργεί νέα τρόφιμα και, με το παράδειγμα του, να καλλιεργεί τηνεπιθυμία για κατανάλωση νέων τροφίμων, για διαφοροποίηση της διατροφικής δομής στην Κούβα -τόσο μικρής και τόσο φτωχής σε μια αγροτική χώρα που είναι εν δυνάμει η πλουσιότερη στη γη. Θα δούμε τότε ότι κάτω από αυτές τις περιστάσεις θα πρέπει να είμαστε και παιδαγωγοί, ότι θα πρέπει επίσης να είμαστε και πολιτικοί – ότι το πρώτο που θα πρέπει να κάνουμε δεν είναι να προσφέρουμε τη σοφία μας, αλλά να δείξουμε άτι είμαστε έτοιμοι να μάθουμε με το λαό, να φέρουμε σε πέρας αυτή τη σπουδαία και όμορφη κοινή εμπειρία – να χτίσουμε μια νέα Κούβα.

Έχουμε ήδη κάνει πολλά βήματα και η απόσταση από την 1η Ιανουαρίου 1959 μέχρισήμερα δεν μπορεί να μετρηθεί με συμβατικό τρόπο. Πριν από καιρό οι άνθρωποι καταλάβαιναν ότι εδώ είχε καταρρεύσει όχι μόνο ένας δικτάτορας, αλλά κι ένα σύστημα. Τώρα ο λαός πρέπει να μάθει ότι πάνω στα ερείπια ενός γκρεμισμένου συστήματος πρέπει να οικοδομήσουμε ένα νέο, το οποίο θα οδηγεί στην απόλυτη ευτυχία του λαού….Πειστήκαμε οριστικά ότι υπάρχει ένας κοινός εχθρός. Ξέρουμε ότι όλοι κοιτάζουν πίσω τους για να δουν μήπως τους ακούει κανείς, μήπως κρυφακούει κανείς από κάποια πρεσβεία και μεταδώσει όσα ακούει, πριν πουν ξεκάθαρα τη γνώμη τους κατά των μονοπωλίων, πριν πουν ξεκάθαρα: «Εχθρός μας και εχθρός ολόκληρης της Λατινικής Αμερικής είναι η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, που στηρίζει τα μονοπώλια». Αν όλοι ξέρουν ήδη ότι αυτός είναι ο εχθρός και αν έχουμε ως αφετηρία μας τη γνώση ότι όποιος παλεύει εναντίον αυτού του εχθρού έχει κάτι κοινό με εμάς, τότε προχωρούμε παρακάτω. Ποιοι είναι οι στόχοι μας εδώ στην Κούβα; Τι θέλουμε; Θέλουμε την ευτυχία του λαού ή όχι; Παλεύουμε για την απόλυτη οικονομική απελευθέρωση της Κούβας ή όχι; Δεν παλεύουμε για να είμαστε μια ελεύθερη χώρα ανάμεσα σε ελεύθερες χώρες, χωρίς να ανήκουμε σε κανένα στρατιωτικό συνασπισμό, χωρίς να πρέπει να συμβουλευόμαστε την πρεσβεία οποιασδήποτε μεγάλης δύναμης για κάθε απόφαση που παίρνουμε για εσωτερικά και διεθνή θέματα; Δε σκεφτόμαστε να ανακατανείμουμε τον πλούτο εκείνων που έχουν πάρα πολλά για να δώσουμε σ’ εκείνους που δεν έχουν τίποτα; Δε σκεφτόμαστε εδώ να προσφέρουμε δημιουργικό έργο, μια δυναμική καθημερινή πηγή ευτυχίας; Αν ναι, τότε έχουμε ήδη τους στόχους στους οποίους αναφερθήκαμε…

Σε καιρούς μεγάλου κίνδυνου, σε καιρούς μεγάλης έντασης και μεγάλης δημιουργίας, αυτό που έχει σημασία είναι ο μεγάλος εχθρός και οι μεγάλοι στόχοι. Αν συμφωνούμε, αν όλοι μας ξέρουμε ήδη πού πηγαίνουμε, τότε, ό,τι κι αν συμβεί, πρέπει να αρχίσουμε τη δουλειά μας. Σας έλεγα ότι για να είναι κανείς επαναστάτης πρέπει να υπάρχει επανάσταση. Την έχουμε ήδη. Κι ένας επαναστάτης πρέπει επίσης να γνωρίζει τους ανθρώπους με τους οποίους πρόκειται να δουλέψει .Πιστεύω ότι δε γνωρίζουμε ακόμα καλά ο ένας τον άλλο. Πιστεύω ότι έχουμε ακόμα πολύ δρόμο μπροστά μας… [Ωστόσο] αν γνωρίζουμε τους στόχους, αν γνωρίζουμε τον εχθρό και αν γνωρίζουμε προς ποια κατεύθυνση πρέπει να κινηθούμε, τότε το μόνο που μας απομένει είναι να μάθουμε πόση απόσταση πρέπει να διανύουμε κάθε μέρα και να το κάνουμε. Κανένας δεν μπορεί να πει πόση είναι αυτή η απόσταση· η απόσταση αυτή είναι η προσωπική πορεία κάθε ανθρώπου – είναι αυτό που θακάνει κάθε μέρα, αυτό που θα κερδίζει από την προσωπική του εμπειρία και αυτό που θα δίνει απότον εαυτό του ασκώντας το επάγγελμα του, αφοσιωμένος στην ευημερία του λαού. Αν διαθέτουμε ήδη όλα τα στοιχεία για να βαδίσουμε προς το μέλλον, ας θυμηθούμε τη φράση του Χοσέ Μαρτί, την οποία πρέπει να εφαρμόζουμε διαρκώς: «Ο καλύτερος τρόπος να πεις κάτι είναι νατο κάνεις».
Ας βαδίσουμε λοιπόν προς το μέλλον της Κούβας.

Πηγή: Ημερολόγια Μοτοσικλέτας, Latinoamericana, Εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη, 2004.