Παρκάρισα δίπλα στο κολυμβητήριο. Μυρωδιά από χλώριο με μια ιδέα φυκιάδας από το Σαρωνικό. Εκεί ακριβώς που φυλάγαμε σκοπιά κάποτε, στην πύλη της Ναυτικών Δοκίμων.
«Θυμάσαι ρε μαλάκα;»
«Θυμάμαι»
«Θυμάσαι εκείνο το βράδυ που έσερνα το χέρι μου κόντρα στον αδρό τοίχο μέχρι να ματώσει;»
«Θυμάμαι»
Ο ναύτης, που τώρα είχε βάρδια, σε τίποτα δεν θύμιζε τις προσωπογραφίες του Τσαρούχη. Ούτε καν εμάς. Ήταν ξινός και ασουλούπωτος μέσα στο φαρδύ παντελόνι και τον επενδύτη, παλιάτσος με το ζόρι.
Έβαλα κρασί στα ποτήρια και τον χτύπησα στην πλάτη, με το λιγδωμένο χέρι μου. Πριν καθάριζα τηγανητές γαρίδες.
«Στην υγεία σου. Το άξιζες ρε. Σου γάμησα και το ακριβό πουκάμισο.»
Γελάσαμε. Ο Αχιλλέας κι εγώ. Από το δημοτικό μαζί. Όταν ακόμα στις γειτονιές παίζαμε στη μέση του δρόμου ξεχτένιστοι, τάπες, μήλα και κυνηγητό. Ύστερα, μια ζωή παρέα. Πάντα μαζί. Έστριβα τη γωνία και με ρωτούσαν που είναι. Ήταν πιο κάτω, στο περίπτερο κι αγόραζε τσιγάρα, κρυφά. Αυτός πιο γρήγορος σε όλα, πιο συνεπής. Εγώ μια ιδέα κωλοπαιδαράς. Ή έτσι με βόλευε να πιστεύουν.
Από το βάθος του στενού δρόμου, εκείνου που η μπουγάδα του ενός χαιρετάει τις κιλότες της αντροχωρίστρας απέναντι, λες κι είμαστε στη Νάπολη, ή έτσι ακριβώς, ακουγόταν η Μοσχολιού. Τραγουδούσε τα Δειλινά. Καθώς έπλενα τα χέρια μου, στάθηκα παγωμένος για λίγο στον χτύπο του ρολογιού, πίστεψα ότι τον χάνω. Εγώ εδώ, εκείνος ένα τσικ πιο ψηλά. Σαν το καλοκαίρι που γυρίσαμε από το ναυτικό. Η Ελένη με το άσπρο φουστάνι. Ένα τίναγμα στο παρθένο καστανόξανθο μαλλί της και τον μάγκωσε για πάντα. Αχ, Ελένη.
Εκείνος παντρεμένος, εγώ στη γύρα. Ποτά, ξενύχτια, κωλόμπαρα, γκόμενες.
«Συμμαζέψου ρε μαλάκα. Για τη μάνα σου. Βρες ένα καλό κορίτσι.»
Ποτέ δεν γούσταρα τα καλά κορίτσια. Πάταγα στα άκρα. Είτε πουτάνα, εντελώς, του σχοινιού και του παλουκιού, λαϊκιά και μοιραία ταυτόχρονα, να μη ξέρεις ποιος μπαινοβγαίνει σπίτι της, ή της αριστερής διανόησης, λίγο ξιπασμένη, λίγο στο κόμμα, λίγο αγώνας, λίγο μεταμοντέρνα τέχνη, λίγο είσαι πολύ ρηχός για μένα.
Στην εταιρεία είχα ακούσει, συχνά πυκνά, κάτι γλοιώδη ανθρωπάκια να ψιθυρίζουν στις γωνίες:
«Ο Αχιλλέας έβαλε πλάτη να έρθει»
Η αλήθεια είναι ότι μίλησε για μένα, όχι ότι μου έλειπε πτυχίο ή γλώσσες ή εμπειρία. Εγώ ήμουν και Βιολόγος, είχα και μια σχέση με το αντικείμενο. Αυτοί που με έθαβαν, δεν είχαν κανένα χαρτί στο χέρι. Κομπλεξικά υπαλληλάκια με μπόνους, ταξίδια σε συνέδρια και κάνα μουνί, όλο τουπέ, στα νοσοκομεία, να τους κουνιέται. Τώρα που ο Αχιλλέας έγινε προϊστάμενος, κανείς δεν τόλμαγε να σχολιάσει τη συνεργασία μας. Τη φιλία μας. Τα βλέμματα πέταγαν στιλέτα, αλλά η γλώσσα έγλειφε, κρύβοντας με επιμέλεια, τα δόντια που διοχετεύουν δηλητήριο, όπως στα σωληνόγλυφα φίδια.
Οι μέρες πριν τις γιορτές έτρεχαν κατοστάρι. Να πιάσουμε τους στόχους, να πιάσουμε όλους τους στόχους. Το βράδυ έξω από τα γραφεία της εταιρείας, έστριβα ένα τσιγάρο, κοίταγα τον ουρανό, το φεγγάρι είχε στεφάνι, χιονιάς, θυμόμουν τον ψαρά παππού μου. Κούμπωνα το παλτό και πίσω σπίτι, τα μάτια μου πιο θολά από ανακατεμένο βυθό, το πουλί μου πεθαμένο, εκεί ανάμεσα στα σκέλια, κουλουριασμένο αδιάφορα. Καμιά διάθεση να γλεντήσω την κούραση. Αντίλαλος που σου τρυπάει το τύμπανο η φωνή του:
«Να πιάσουμε τους στόχους»
Ούτε που πρόσεξα την αλλαγή στο βλέμμα του, τη ματιά του αφεντικού που μας έπαιρνε τα μέτρα, όπως ο νεκροθάφτης. Ούτε που άκουσα το αρχικό τρέμουλο στη φωνή, στις συναντήσεις της Δευτέρας, έχουμε μείνει πίσω στους στόχους, τα κεντρικά μας πιέζουν, δεν τρέχετε αρκετά, τρέχουμε τώρα. Ούτε που θυμάμαι, πότε η φωνή αυτή σκλήρυνε και ήχησε στην γενική βουβαμάρα σα μαστίγιο που σκίζει τη σιωπή, δεν θα ανεχτώ άλλο αυτή την αδράνεια, την έλλειψη κινητοποίησης, την έλλειψη πρωτοβουλίας, δεν έχετε φιλοδοξία μέσα σας, δεν έχετε αίμα να κυλάει στις φλέβες σας, δεν ξέρω αν σας αξίζει να βρίσκεστε εδώ, γαμώ την πολυεθνική μου μέσα. Χτύπησε το χέρι πάνω στο καρυδένιο, πανάκριβο, χειροποίητο τραπέζι απ’ το Σαρίδη, μέσα στο μαυσωλείο των εταιρικών συναντήσεων. Ένα κρυστάλλινο ποτήρι έσκασε με φόρα στο πάτωμα κι έγινε χίλια κομμάτια. Στο μαυσωλείο οι πεθαμένοι κατάπιαν την φωνή τους. Τα μάτια μου καρφώθηκαν στο πρόσωπό του. Μπροστά μου είχα έναν ξένο άνθρωπο. Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Ανάσαινα το λιγοστό οξυγόνο, προσπαθώντας να νιώσω τη γη κάτω απ’ τα πόδια μου. Έπεφτα και έπεφτα από το Έβερεστ τουλάχιστον, εκεί δεν είναι που το οξυγόνο είναι αραιό; Έπεφτα στο απροσδιόριστο κενό μιας γκρίζας απαρχής. Ο χαρταετός στον πίνακα του Βασιλείου που κεντράριζα, μήπως με συνεφέρει, είχε κοπεί και βυθιζόταν, σε ένα απεγνωσμένο μακροβούτι, εκεί, μπροστά στα μάτια μου.
Παραμονή Χριστουγέννων, χωρίς προσκλήσεις ιδιαίτερες, για φαγητό και χαρτί, σπίτι του. Ανάμεσα σε ‘κείνον και μένα μια ηχηρή ανοικειότητα. Πως πάγωνα τη συμπεριφορά μου όταν ήθελα να χωρίσω σε μια σχέση που πέρναγα γενικά καλά; E κάπως έτσι. Δυο τρεις κουβέντες τυπικές περί ανέμων και υδάτων. Μικρές παύσεις που σου σφίγγουν το στομάχι. Στο τρίτο ουίσκι, μου είπε στο αυτί:
«Τώρα που έχεις άδεια, να πούμε δυο λόγια, οι δυο μας, εκτός γραφείου, όπως παλιά»
«Παίδες, κουράστηκα, την κάνω» είπα απότομα.
«Κάτσε ρε, είσαι καλά, που πας, χαλάς το παιχνίδι»
«Κουράστηκα, σώνει, πάω για ύπνο. Εμείς οι δύο, αύριο, Χριστούγεννα ανήμερα. Ελενίτσα καληνύχτα και καλή μας τύχη.»
Σήκωσα το ποτήρι κι ήπια δυο, τρεις γουλιές μαζεμένα. Πέταξα τα χαρτιά πάνω στην τσόχα. Ήταν άσσος, ρήγας, ντάμα, βαλές, δέκα, κούπα.
Το σούρουπο στο λιμανάκι, μπροστά στο ξωκλήσι του Αη Νικόλα στην Ηλεκτρική, είχα σούρει τα βήματα μου, βήματα κατάδικου, όχι εορταστικά, βήματα που σκόνταψαν στις πέτρες τα δετά ιταλικά μποτάκια μου. Βήματα πικρά, που δεν ξεπλένει ούτε το ξερό κρύο, ούτε τα χίλια κινέζικα λαμπιόνια του βλαχοδήμαρχου, ούτε ο ήλιος που ξεπέφτει πίσω απ’ την Ψυττάλεια. Βήματα προς το ικρίωμα της ιστορίας, το τέλος της αθωότητας, το νυν τελεία και παύλα. Βήματα που το ένα αναιρεί το άλλο, σε σημείο να βλαστημάς την ώρα και τη στιγμή που ξεκίνησες, που έφτασες στο ξύλινο παγκάκι, που καρφώθηκες στον τύπο που ψαρεύει, ψαρεύει μέσα στο ψοφόκρυο ο ψυχάκιας Χριστουγεννιάτικα στο βρωμολίμανο, να βλαστημάς την ώρα που δεν έστειλες ένα μήνυμα, άκυρο μαν τα λέμε άλλη μέρα, χρόνια πολλά, από ψυχής, ξέρεις αυτή τη μαύρη, μέσα βαθιά μέσα μου.
Έπειτα το μόνο που θυμάμαι είναι τα άδεια μάτια του, μάτια νεκρά, μάτια που σκότωσαν ό,τι είχαν από ευαισθησία για να πουν μερικές σάπιες από καιρό κουβέντες, αυτές που έπρεπε να ειπωθούν, μηχανικά, για λόγους περικοπών κάποιος θα έφευγε, δεν μπορείς να φανταστείς πόσο δύσκολο ήταν, βασανίζομαι καιρό, διάλεξα εσένα, είμαστε φίλοι τόσα χρόνια, εσύ θα καταλάβεις, δεν θα μου κρατήσεις κακία, είσαι μόνος σου Πάτροκλε, δεν έχεις ανάγκη, είσαι δυνατός, θα τα καταφέρεις, πάντα τα κατάφερνες, πάντα ήσουν ο πιο μάγκας, θαυμάζω πως είσαι μόνος σου, τον τρόπο που στέκεσαι αγέρωχος, που ζεις τη ζωή σου, που είσαι ελεύθερος.
Τα άδεια μάτια του με κρατάνε ακίνητο να υπομένω μια γλώσσα που παραληρεί. Το μόνο που θυμάμαι, είναι τα χέρια μου στο λαιμό του. Η έκφραση στα μάτια ίδια. Το στόμα σωπαίνει πια. Τίποτα, τίποτα, πέρα από ένα γλάρο που κρώζει μίλια πέρα, δεν ακούγεται. Τα μάτια του νεκρά με κοιτάνε σα να μην είμαι εκεί. Δεν υπάρχω. Ξεσφίγγω τα χέρια και τρέχω μακριά, στο σκοτάδι μιας νύχτας μεταλλικής, χωρίς ελπίδα, λίγη σκουριά μόνο, η γεύση στο απελπισμένο στόμα μου.
Αχ, Ελένη.!
Αχ, Ελένη.!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για οποιαδήποτε πληροφορία ή ερώτηση στείλτε email στο dikaexarchion@gmail.com.