Γιώργος X. Παπασωτηρίου
στο Artinews
Η σύγκρουση μεταξύ των δύο γιων του Οιδίποδα, Πολυνείκη και Ετεοκλή, για την εξουσία στη Θήβα έχει τελειώσει. Τα δύο αδέλφια βρίσκονται νεκρά στο πεδίο της μάχης. Ο Κρέων, ο νέος βασιλιάς της Θήβας, έχει δώσει διαταγή να παραμείνει άταφος ο Πολυνείκης, που πολέμησε ενάντια στην πατρίδα του. Όμως η αδελφή του νεκρού, Αντιγόνη, αποφασίζει να τον τιμήσει με την πρέπουσα ταφή. Συλλαμβάνεται και οδηγείται στον Κρέοντα, που, τηρώντας τους νόμους της πολιτείας, την καταδικάζει σε θάνατο. Ο βασιλιάς παραμένει αμετάπειστος ακόμη και μετά την παρέμβαση του γιου του, Αίμονα, και διατάζει να θαφτεί η Αντιγόνη ζωντανή σε μια σπηλιά. Ωστόσο, τα δεινά που έχει προβλέψει ο μάντης Τειρεσίας δεν θα αργήσουν να γίνουν πραγματικότητα. Η καθυστερημένη υπαναχώρηση του βασιλιά δεν θα προλάβει την καταστροφή. Η Αντιγόνη έχει απαγχονιστεί μέσα στη φυλακή της, ο Αίμονας έχει αυτοκτονήσει και η Ευρυδίκη, γυναίκα του Κρέοντα, ακολουθεί τον γιο της στο θάνατο.
Ο Σοφοκλής έκανε τον Κρέοντα σύμβολο της εξουσίας και την Αντιγόνη σύμβολο της Ανυπακοής στο διηνεκές. Κάποιοι δεν εστιάζουν στην Ανυπακοή της Αντιγόνης, αλλά στην Αγάπη της. Κάθε εποχή θέλει την τραγωδία να φωτίζεται από τη δική της πλευρά. Αλλά να που η τραγωδία επαναλαμβάνεται. Μιλώ για την Τουρκία. Μόνο που δεν ξέρουμε, αν υπάρχει Αντιγόνη. Μόνο Κρέοντες. Παντού Κρέοντες. Νικητές ή ηττημένοι. Η μάχη των «Πάνω» στην πιο άγρια μορφή. Και τα συνήθη θύματα, οι «κάτω», οι σφαγμένοι φαντάροι με το απορημένο βλέμμα της αρνάδας.
Ο Λιβαθινός, κάπου διάβασα, πως έχει τη δική του οπτική, την αυθεντική, λέει, οπτική του Σοφοκλή. Δεν ξέρω αν αυτό ήθελε να πει ο ποιητής. Ξέρω ότι δεν ταιριάζει στην εποχή. Σήμερα, έχουμε ανάγκη την Αντιγόνη της Ανυπακοής, το σύμβολο της αντίστασης και της υπέρβασης των κατεστημένων ορίων αλλά και των ορίων του ατόμου. Την Αντιγόνη των ετερόδοξων. Την Αντιγόνη που έπαιζαν οι σύντροφοι του Νέλσονα Μαντέλα στη φυλακή για να αντέχουν, για να συνεχίσουν να σκέφτονται και να αισθάνονται «μεγαλοπρεπώς», να αποτολμούν σκέψεις υψιπετείς και να επιδεικνύουν συνάμα μία υψηλή αίσθηση του εαυτού τους. Αυτή η «α-μετροέπεια», που οι αρχαίοι Έλληνες αποκαλούσαν «ύβρη», καθιστά το άτομο ιερόσυλο αλλά και ήρωα αν η στάση του επιβεβαιωθεί εκ των υστέρων. Σε όλα τα καθεστώτα, ακόμη και στα δημοκρατικά, όπως εκείνο που γνώριζε ο Σοφοκλής, υπάρχουν πάντα αιτίες για ετεροδοξία, μόνο που η θέση της είναι ανάλογη με την αξία που αποδίδεται στην «ιδιωτική ευτυχία ή στη δημόσια δράση», δηλαδή στην απόφαση της Ισμήνης για υπακοή ή της Αντιγόνης για ανυπακοή.
Σήμερα, είκοσι πέντε αιώνες μετά το δράμα της Αντιγόνης βρισκόμαστε υπό την καταλυτική επιρροή της Ισμήνης. Η ύβρις έχει αντικατασταθεί από τον χαρακτηρισμό «γραφικός» και «παρανοϊκός». Αυτός ο τρόπος αποκλεισμού απορρέει από την αντιπαράθεση αντιφατικών κοινωνικών παραστάσεων, τις οποίες εκφράζουν αντίστοιχα ο αιρετικός και ο εκπρόσωπος της τάξης. Οι λειτουργικοί θεσμοί, όπως τους βιώσαμε τις τελευταίες δεκαετίες, μας δίνουν για τον εαυτό μας μια εικόνα πιονιών, τροχών ενός κοινωνικού συστήματος που λειτουργεί σαν μηχανή. Έξω από τη λειτουργία που μας έχει ανατεθεί, όπως αυτή ορίζεται μέσα στους κόλπους των ιεραρχημένων σχέσεων, δεν θα είχαμε καμιά δύναμη απέναντι σε μια αδικία της οποία είμαστε μάρτυρες ή θύματα εκτός από το να προσφύγουμε σε άλλους θεσμούς (δικαστήρια, συνδικάτα, σωματεία, κόμματα, κ.λπ.).
Ο θεσμικά αμφισβητίας, αφού πρώτα αποπειράται μάταια να κινητοποιήσει αυτούς τους θεσμούς, αποτολμά να παλέψει μόνος επαληθεύοντας και πάλι, με μια συμβολική πράξη, τις αρχές του θεσμού που οι πρακτικές έχουν ποδοπατήσει. Ο άνθρωπος αυτός, παρόμοια με την Αντιγόνη, τελεί υπό πλήρη αμετροέπεια, μια αμετροέπεια που δεν ερμηνεύεται πια στην εποχή μας ως «ιεροσυλία», αλλά σαν κρούσμα της «παράνοιάς» του. Αυτή η απόρριψη είναι πιο έκδηλη από εκείνους που κατέχουν την ίδια θέση με αυτόν και οι οποίοι τίθενται υπό κρίση καθώς ο ετερόδοξος με τη συμπεριφορά του αμφισβητεί μαζί με την κοινωνική πραγματικότητα και την αναπαράσταση, την ιδέα που έχουν οι ίδιοι για τον εαυτό τους.
Γενικά, με την πράξη του ο αμφισβητίας προκαλεί αντιδράσεις εκ μέρους της ιεραρχίας του, των συναδέλφων του, κινητοποιώντας εις βάρος του μια δέσμη δυνάμεων, η οποία τον κατηγορεί ως υποκείμενο «μανίας καταδιώξεως». Από εδώ αρχίζουν να εμφανίζονται ένα-ένα τα διαγνωστικά στοιχεία της «παράνοιας» που θα επιτύχουν τον εξοστρακισμό και τον αποκλεισμό ή τον εγκλεισμό του ετερόδοξου. Υπ’ αυτή την οπτική, η «ψυχιατρική» διαγνωστική γίνεται ένα «σύστημα υπεράσπισης των κανόνων» της καθεστηκυίας τάξης που αποσκοπούν έκδηλα να αποδυναμώσουν τον λόγο-πράξη του αμφισβητία, έναν λόγο που εξαιτίας της ετερότητάς του κλονίζει πολλά επίπεδα.
Ο ετερόδοξος, όπως η Αντιγόνη, είναι ο «άλλος» που θέτει την αξία μιας ιδεώδους αρχής ως πηγή του νοήματος της ζωής του και την οποία αντιπαραθέτει σε πλειοψηφικές πρακτικές που την εξευτελίζουν. Η ετεροδοξία εισηγείται πάντα μια ηθική διάσταση εντός του κοινωνικο-πολιτικού πεδίου και αρνείται το διαζύγιο ανάμεσα στο πρέπει και στο είναι. Και για τούτο μία όντως δημοκρατική κοινωνία έχει συμφέρον να δίνει χώρο στον «άτοπο λόγο» των αιρετικών της.
Γενικά, με την πράξη του ο αμφισβητίας προκαλεί αντιδράσεις εκ μέρους της ιεραρχίας του, των συναδέλφων του, κινητοποιώντας εις βάρος του μια δέσμη δυνάμεων, η οποία τον κατηγορεί ως υποκείμενο «μανίας καταδιώξεως». Από εδώ αρχίζουν να εμφανίζονται ένα-ένα τα διαγνωστικά στοιχεία της «παράνοιας» που θα επιτύχουν τον εξοστρακισμό και τον αποκλεισμό ή τον εγκλεισμό του ετερόδοξου. Υπ’ αυτή την οπτική, η «ψυχιατρική» διαγνωστική γίνεται ένα «σύστημα υπεράσπισης των κανόνων» της καθεστηκυίας τάξης που αποσκοπούν έκδηλα να αποδυναμώσουν τον λόγο-πράξη του αμφισβητία, έναν λόγο που εξαιτίας της ετερότητάς του κλονίζει πολλά επίπεδα.
Ο ετερόδοξος, όπως η Αντιγόνη, είναι ο «άλλος» που θέτει την αξία μιας ιδεώδους αρχής ως πηγή του νοήματος της ζωής του και την οποία αντιπαραθέτει σε πλειοψηφικές πρακτικές που την εξευτελίζουν. Η ετεροδοξία εισηγείται πάντα μια ηθική διάσταση εντός του κοινωνικο-πολιτικού πεδίου και αρνείται το διαζύγιο ανάμεσα στο πρέπει και στο είναι. Και για τούτο μία όντως δημοκρατική κοινωνία έχει συμφέρον να δίνει χώρο στον «άτοπο λόγο» των αιρετικών της.