Κάποιο πρωινό κατεβαίνοντας την Ιπποκράτους βρήκα στο δρόμο ένα στίχο που έλεγε καθρεφτάκι ο έρωτας στο κλουβί του κόσμου, τον έδεσα με ένα σπαγγάκι και τον έβαλα στην τσέπη του σακακιού μου, πρέπει να γράφουμε που και που για στίχους που μιλάνε για έρωτες, σκέφτηκα, μετά τον ξέχασα, αυτός περίμενε υπομονετικά για μήνες, μια μέρα που έψαχνα τα κλειδιά του αυτοκινήτου τον ξαναβρήκα στην τσέπη νηστικό και ατιμασμένο, τα μάτια του μικρά και στρογγυλά με κοίταζαν με αγωνία, του είπα από ‘δω κι εμπρός δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα θα σε φροντίζω εγώ, τι άλλο μπορούσα να κάνω, από τότε ο στίχος μου κι εγώ γίναμε αχώριστοι, τώρα πάμε μαζί σε συναυλίες, μαζί στα μαθήματα χορού, κρύβεται στη σκόνη των βιβλίων μου και πετάγεται ξαφνικά ανάμεσα από τις σελίδες για να με κοροϊδέψει, ανακατεύεται με τα παγάκια της βότκας, όταν βγαίνω να πάω στο μπαρ τον κλειδώνω μέσα για να μην με ακολουθήσει αλλά αυτός πάντα ξεγλιστρά από τις χαραμάδες και με περιμένει δίπλα στον πάγκο, μερικές φορές όταν βρέχει τα βράδια τον παίρνω και καθόμαστε στο αυτοκίνητο και ακούμε τις σταγόνες της βροχής στο πλαστικό καπό, οι ανάσες μας θολώνουν τα τζάμια και δεν μας βλέπουν οι περαστικοί, έτσι ο στίχος μου κι εγώ είμαστε οι κατάσκοποι της γειτονιάς, άλλες φορές πάλι τον κρατάω απ’ το χέρι και κάνουμε βόλτες στη βροχή, μετά στο σπίτι τον στεγνώνω καλά με μια μαλακή πετσέτα και του λέω παραμύθια, στο πάρκο τον αφήνω να παίξει κυνηγητό με τα παιδιά και μερικές φορές κυλιόμαστε μαζί στο χορτάρι και μετά τον λούζω με μυρωδάτα σαμπουάν να φύγει η πρασινάδα και του χτενίζω τα μαλλιά, του φοράω τα καλά του ρούχα και τον κερνάω τσάι με κονιάκ, οι φίλοι μου με κοροϊδεύουν που για κατοικίδιο έχω ένα στίχο αλλά εμένα καθόλου δε με νοιάζει, που και που μόνο απελπίζομαι, κάτι μεταμεσονύκτιες ώρες που η πόλη κοιμάται, και τότε καβγαδίζουμε άγρια, να φύγεις, του λέω, να πας από ‘κει που ‘ρθες, με πνίγεις, με πνίγεις, μα όταν ανοίγει την πόρτα το σπαγγάκι του μπλέκεται στο λαιμό μου και με τραβάει μαζί του. Κι έτσι δε θα φύγει ποτέ.
η εικόνα επιλογή του διαχειριστή