από LiberaVolavit
Μπαίνω στο σπίτι, με ένα συναίσθημα, που ενώ είναι συναίσθημα θυμίζει το κενό. Ανοίγω τον υπολογιστή μου, να επικοινωνήσω, να μιλήσω, να κυνηγήσω μερική επαφή με τους φίλους μου. Κενό πάλι. Έτσι θα επικοινωνούμε πια; Ξένες λέξεις, γεμίζουν την οθόνη. Ελλείψεις! Κανένα συναίσθημα που να προκλήθηκε από ατόφια, αγνή, άμεση επαφή. Έστω, βλέμματα! Εκεί φτάσαμε λοιπόν. Να υποθέτουμε μεταβλητές για να βγει η εξίσωση.
Πάντα μετεξεταστέα στα μαθηματικά, τι περιμένετε να σας απαντήσω τώρα; Δεν γνωρίζω, πώς εξισώνεται το συναίσθημα απουσία. Ποτέ δεν ήμουν καλή στον υπολογισμό της μη ύλης και τώρα όλοι μου ζητούν να είμαι άριστη γιατί επέλεξαν να μην υπάρχουν.
Η αλήθεια είναι, πως πάντα αρίστευα στο να μετράω δεδομένα. Χειροπιαστά πράγματα, βρε παιδί μου. Μια αγκαλιά, δυο φιλιά, ένα βλέμμα, δύο σώματα, σε χρειάζομαι και με χρειάζεσαι και τέλος.
Πήραμε λάθος στροφή, αυτό είναι το συμπέρασμα. Κρατήσαμε λίγες ποιητικές λέξεις για να ομορφύνουν την ανεπάρκειά μας και να δώσουν κάμποση μαγεία σε ότι δεν καταφέραμε να κάνουμε. Στο μόνο που δεν ενδώσαμε ποτέ, είναι να αρκούμαστε. Μείναμε, όλοι, με ένα παράπονο και ένα «Άι σιχτίρ».. Θα συναντηθούμε μια μέρα στο δρόμο, μισητοί κι αγαπημένοι και θα γελάμε, θα δεις!
Φτιάχνουμε, φτιάχνουμε, φτιάχνουμε…
Σχέσεις, φιλίες, κύκλους, γνωστούς, οικογένειες… και στο τέλος μένουμε να κοιτάζουμε συντρίμμια. Φτιάχνουμε χωρίς να επενδύουμε. Στηριζόμαστε στον άλλο, χωρίς να εμπιστευόμαστε το υλικό του. Μετά, ξεσπάμε με οργή, σε ότι είναι σταθερό, γιατί κάτι μας τρώει. Ξεκινάμε πάλι με θάρρος, άδειοι πια, χωρίς ούτε ένα δεδομένο. Έτσι, στον αέρα, πάμε να κάνουμε τα καινούρια μας βήματα.
Δε θα τους μοιάσουμε ποτέ. Ξέρεις, σε αυτούς που σκεφτόμαστε το βράδυ, λίγο πριν κλείσουμε τα μάτια και μονολογούμε για το σθένος και το θάρρος τους. Αυτούς, που παραδέχθηκαν πως δεν γίνεται αλλιώς. Δεν γίνεται να μην θες να αλλάξεις το κόσμο κι ας είναι να πετύχεις μόνο μια μόνο δικαιότερη ζωή, για έναν-δύο μόνο ανθρώπους που στάθηκαν τυχεροί.
Γράφω ασυνάρτητα. Γράφω έτσι καιρό τώρα. Χωρίς να γυρίζω πίσω να διορθώσω τα ορθογραφικά, να πιέσω αυτό που ήδη γράφτηκε να γίνει καλύτερο. Στη τελική, με καταλαβαίνετε έτσι; Όπως είναι, το παίρνω, το αγκαλιάζω και το δέχομαι.
Ξέρω, οι μεγάλοι ποιητές έγραφαν και ξανάγραφαν, αφόριζαν και ξεσκαρτάριζαν μέχρι να βρουν το τέλειο. Έσβηναν, έκαιγαν, διάλεγαν. Εγώ δεν είμαι ούτε μεγάλη ούτε ποιήτρια. Δεν έχω εκπαιδευτεί ακόμα στο να σκοτώνω, τόσο απλά, κάτι που έφυγε από εμένα και πήρε ήδη σχήμα.
Που θέλω να καταλήξω;
Δεν ξέρω, απλά θέλω να βγάλω στη φόρα ότι έχω μέσα μου, ότι με διαμορφώνει, για να καταλάβεις… για να με καταλάβεις…
εσύ…
κι εσύ……
κι εσύ…..