Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα κατοικία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα κατοικία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2015

Η εργαλειοθήκη και το ζήτημα της κατοικίας (αναδημοσίευση)


Της Μαρίας Θ. Μάρκου

Tο 2010, έκθεση του ΟΟΣΑ περιέγραφε τις «ακραίες εξελίξεις στις αγορές κατοικίας» ως «βασικό χαρακτηριστικό της οικονομικής κρίσης» καθώς, στις ανεπτυγμένες χώρες, οι πραγματικές τιμές των κατοικιών ήταν σε συνεχή άνοδο από τα μέσα της δεκαετίας του ‘80 μέχρι την κρίση του 2008 και «η σημαντική διόρθωσή τους έκτοτε, έχει μειώσει τα περιουσιακά στοιχεία και την κατανάλωση των νοικοκυριών, όπως και τις επενδύσεις σε κατοικίες». Στην Ελλάδα δεν γνωρίσαμε «διόρθωση» αλλά κατάρρευση της αγοράς ακινήτων και ενοικίων, βίαιη επιδείνωση των όρων πρόσβασης στην κατοικία, κατακόρυφη αύξηση του αριθμού των αστέγων, πολλαπλασιασμό των εξώσεων, αναγκαστικές συγκατοικήσεις, ενεργειακή φτώχεια.

Κι όμως, ήταν στρατηγική. Η πολιτική παροχής φθηνών ενυπόθηκων δανείων αποσκοπούσε στην τεχνητή άνοδο της ζήτησης για κατοικία, σε εποχή που προγραμματικά αυξανόταν η ανεργία, μειώνονταν οι μισθοί και περικόπτονταν οι δαπάνες του κοινωνικού κράτους, ιδιαίτερα στον τομέα της κοινωνικής στέγης. Η απάντηση της αγοράς στην άνοδο της ζήτησης ήταν αναμενόμενη: αύξηση των τιμών στην κατοικία (30% κατά μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ), κερδοσκοπικό παιχνίδι με τα δάνεια. Η φούσκα των ακινήτων παρήγε εκατομμύρια υπερχρεωμένα νοικοκυριά και νέες τάσεις συγκέντρωσης του στεγαστικού αποθέματος.

* * *

Διαπρεπείς οικονομολόγοι ενοχοποιούν γι’ αυτή την εξέλιξη τη ρύθμιση του χώρου. Μπορεί, λένε, να εξέλιπε ο μεγάλος ανταγωνιστής της αγοράς κατοικίας (τα δημόσια προγράμματα στέγης), όμως άλλες «στρεβλώσεις», όπως ο έλεγχος της δόμησης και των χρήσεων γης, περιορίζουν την προσφορά νέων κατοικιών αυξάνοντας τις τιμές. Από το συλλογισμό λείπει, βεβαίως, το ότι η αναδιανεμητική και περιβαλλοντική στόχευση τέτοιων ελέγχων διατηρεί χαμηλή την αξία γης και οι αποδόσεις που εξασφαλίζει στους επενδυτές η φθηνή γη δικαιολογούν τις πιέσεις για άρση των κανόνων προστασίας. Η ορθολογικότητα της αγοράς λέγεται κερδοσκοπία και έχει σαν όχημα την απορρύθμιση του χώρου. Το πρόβλημα είναι ότι, με τη διαχείριση του δημόσιου χρέους, η ορθολογικότητα της αγοράς επιβάλλεται ως ρυθμιστική αρχή της κοινωνίας. Έτσι η κρίση γίνεται ευκαιρία, η χωροταξική μεταρρύθμιση γίνεται μνημονιακή υποχρέωση και ο ΕΝΦΙΑ, πέρα από τη δημοσιονομική του στόχευση, συνδέει την ανάπτυξη της κτηματαγοράς με την αναδιάταξη των διεθνών αγορών εργασίας.

Αυτό φαίνεται πιο καθαρά σε νεότερη έκθεση του ΟΟΣΑ, με τίτλο Οικονομικές μεταρρυθμίσεις 2011: Στόχος η ανάπτυξη. Βεβαιώνοντας το τέλος της οικονομικής κρίσης, η έκθεση αυτή τονίζει ότι η πραγματοποίηση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, «να σχεδιάσουμε πολιτικές στέγης που θα στηρίξουν το βιοτικό επίπεδο και θα ενισχύσουν τη μακροοικονομική σταθερότητα». Αναγνωρίζει βέβαια ότι «το είδος απορρύθμισης» που αντιπροσωπεύουν ορισμένες «καινοτομίες» στις αγορές ενυπόθηκων δανείων «μπορεί να θέσει σε κίνδυνο αυτή τη σταθερότητα, μέσω των ληξιπρόθεσμων δανείων». Γι’ αυτό, αντί της ζήτησης, προτείνει να ενισχυθεί «η ευελιξία της προσφοράς», ακόμα κι αν «κάποιο επίπεδο δημόσιας παρέμβασης στην αγορά κατοικίας δεν μπορεί να αποφευχθεί».

* * *

Θεωρείται σημαντικός ο αντίκτυπος που έχουν οι στεγαστικές πολιτικές στη συνολική οικονομική επίδοση μιας χώρας, επηρεάζοντας τον τρόπο με τον οποίο τα νοικοκυριά χρησιμοποιούν τις αποταμιεύσεις τους. Η ελαστικότητα της προσφοράς κατοικίας θα πρέπει λοιπόν να ενισχυθεί με «σύνεση», για ν” αποφευχθεί η αστάθεια στις τιμές και στις επενδύσεις, αλλά με επιμονή στην «απελευθέρωση από τις γραφειοκρατικές αγκυλώσεις», δηλαδή στην εκτός ελέγχου επενδυτική δραστηριότητα. Ουσιώδης, σ’ αυτή την κατεύθυνση, θεωρείται η «ενθάρρυνση» της εκμετάλλευσης των ακινήτων (έναντι της χρήσης) κι αυτό, όπως μάθαμε στην Ελλάδα, γίνεται με φορολογικά εργαλεία.

Το κέντρο όμως του ενδιαφέροντος βρίσκεται στη διαπίστωση ότι οι στεγαστικές πολιτικές έχουν αντίκτυπο στη «στεγαστική κινητικότητα» η οποία «διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο στην κλαδική και γεωγραφική αναδιάταξη της αγοράς εργασίας», επιτρέποντας «την προσαρμογή του εργατικού δυναμικού στις μεταβολές των ευκαιριών απασχόλησης». Όπως κυνικά διατυπώνεται, «κατά τη φάση ανάκαμψης από την πρόσφατη οικονομική κρίση, είναι σημαντικό οι εργαζόμενοι να είναι σε θέση να μεταναστεύσουν σε αναπτυσσόμενους τομείς και περιοχές για να μπορέσουν οι χώρες να ανακτήσουν σταδιακά το προηγούμενο ποσοστό απασχόλησής τους». Επισημαίνεται μάλιστα ότι, στις χώρες του ΟΟΣΑ, το 6% των νοικοκυριών κατά μέσον όρο αλλάζουν κάθε χρόνο τόπο διαμονής, με τις χώρες της Νότιας και Ανατολικής Ευρώπης να υπολείπονται σημαντικά από τις αγγλόφωνες και τις σκανδιναβικές, όπου τα νοικοκυριά έχουν διπλάσιες πιθανότητες αλλαγής του τόπου διαμονής. Κάτι που δείχνει ότι η στοχοποίηση της μικροϊδιοκτησίας στην Ελλάδα είναι μέρος ενός παιχνιδιού σημαντικότερου από την κάλυψη του Προϋπολογισμού.

Η έκθεση επιμένει, άλλωστε, στις παραμέτρους της στεγαστικής κινητικότητας που θα υποδείξουν τα κατάλληλα εργαλεία πολιτικής. Διαπιστώνοντας, για παράδειγμα, ότι οι ιδιοκατοικούντες έχουν την τάση να αλλάζουν τόπο διαμονής σπανιότερα από τους ενοικιαστές και οι ενοικιαστές κοινωνικής κατοικίας σπανιότερα από τους ενοικιαστές του ιδιωτικού τομέα, θα υποστηρίξει ότι επιβάλλεται η ρευστοποίηση της ιδιόκτητης όσο και της κοινωνικής στέγης υπέρ της ιδιωτικής αγοράς ενοικίου, η οποία θα ενισχύεται μάλιστα από το δημόσιο με μεταβιβάσιμα επιδόματα. Διαπιστώνοντας ότι οι έλεγχοι στα ενοίκια και τις σχέσεις μίσθωσης αποθαρρύνουν τη διάθεση ενοικιαζόμενων κατοικιών και διαφοροποιούν τις τιμές από τόπο σε τόπο, θα υποστηρίξει «μια χαλάρωση των ελέγχων», με παράλληλα κίνητρα για τη χωρική εξομάλυνση των τιμών. Όχι βέβαια με τον έλεγχο της κερδοσκοπίας (αυτή τη «στρέβλωση του ανταγωνισμού») αλλά με την απελευθέρωση των επαγγελμάτων που διαμεσολαβούν στις κτηματικές συναλλαγές (συμβολαιογράφοι, κτηματομεσίτες και δικηγόροι). Και πρώτα απ’ όλα, οι «αποτελεσματικές και δίκαιες πολιτικές στέγασης» για τους συντάκτες της έκθεσης επιβάλλουν να καταργηθούν οι «φορολογικές στρεβλώσεις», ώστε οι στεγαστικές δαπάνες των νοικοκυριών να φορολογούνται σαν παραγωγικές επενδύσεις.

* * *

Στη λογική της ελεύθερης αγοράς οι άνθρωποι εξισώνονται με επιχειρήσεις και η απόλαυση των βιοτικών αγαθών εξισώνεται με επένδυση, την ίδια στιγμή που η φορολόγηση των επιχειρήσεων θεωρείται ότι ανακόπτει την ανάπτυξη. Η έκθεση υποστηρίζει έτσι τη φορολόγηση του τεκμαρτού ενοικίου από την ιδιοκατοίκηση, ώστε οι αποταμιεύσεις των νοικοκυριών να προωθούνται σε παραγωγικές επενδύσεις. Στην ίδια λογική κρίνεται απαραίτητο να αναθεωρηθούν προς τα πάνω οι φόροι των ακινήτων. Όσο για τα συστήματα κοινωνικής στέγης, συνιστάται να προτιμώνται τα «σωστά σχεδιασμένα και στοχευμένα… προς εκείνους που έχουν περισσότερο ανάγκη τη βοήθεια, κι όχι προς μεγάλα τμήματα του πληθυσμού». Από εδώ είχαμε ξεκινήσει, όταν ο Φρίντριχ Χάγεκ αντιπαρέθετε στην ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, που θα πει εισόδημα εγγυημένα ελάχιστο για τους απόβλητους του υγιούς ανταγωνισμού.

Μέσα από τέτοια συνταγολόγια πολιτικών «για την προώθηση της ελεύθερης αγοράς και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας», όπως προβλέπει η καταστατική Αρχή του ΟΟΣΑ, δεν βλέπουμε μόνο ποιοι σχεδιάζουν (πολλά χρόνια πριν) ό,τι ψηφίζεται στα Κοινοβούλια κυρίαρχων χωρών. Βλέπουμε την κοινοτοπία του κακού, την αφόρητη αναίδεια με την οποία εννοούν να σχεδιάσουν από την αρχή τον κόσμο στα μέτρα τους. Πόσα ερείπια θα σωριάσουν πριν ταφούν κάτω από αυτά;

Παρασκευή 25 Μαΐου 2012

Αναπαραγωγή: Πέρα από την εργοστασιακή έρημο (αναδημοσίευση)



Αναδημοσιεύουμε ένα σημαντικό άρθρο για τη Στέγη,το χώρο, την κατοικία και τις Κοινωνικές σχέσεις που απορρέουν από τις κυρίαρχες πολιτικές γύρω από το θέμα του χώρου και τηα στέγασης.

Από εφημερίδα Δράση

Του Neil Gray*

Ζητήματα χώρου. 
Όπως ο Henri Lefebvre παρατήρησε κάποτε, έχουμε περάσει από την παραγωγή πραγμάτων στο χώρο, στην παραγωγή του ίδιου του χώρου. Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του '60, ο Lefebvre υποστήριξε ότι η αστικοποίηση υποκαθιστούσε τη βιομηχανοποίηση στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες, και ότι η χωρική παραγωγή ήταν το προνομιακό πεδίο της αναπαραγωγής των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής. Έτσι, υποστήριξε: «...υπάρχει μια πολιτική του χώρου, γιατί ο χώρος είναι πολιτικός». Το θεμελιώδες ερώτημα που έθεσε ο Lefebvre στο βιβλίο «Η επιβίωση του καπιταλισμού» (1973) εξακολουθεί να ισχύει και σήμερα: πώς ο καπιταλισμός επιβιώνει και συνεχίζει να παράγει νέους καπιταλιστικούς χώρους; Η απάντησή του: «...ο καπιταλισμός ήταν σε θέση να αμβλύνει (αν όχι να επιλύει) τις εσωτερικές αντιφάσεις του για έναν αιώνα, και ως εκ τούτου, για εκατό χρόνια από τη συγγραφή του ''Κεφαλαίου'', κατόρθωσε να επιτυγχάνει ''ανάπτυξη''. Δεν μπορούμε να υπολογίσουμε με ποιο τίμημα, αλλά ξέρουμε με ποια μέσα: καταλαμβάνοντας χώρο, παράγοντας χώρο».

Πίσω από την «κριτική της καθημερινής ζωής» του Lefebvre είναι μια κριτική στο σύνολο των κοινωνικών σχέσεων εντός του καπιταλισμού και μια έντονη αντικαπιταλιστική απόρριψη της επιβολής των σχέσεων της αγοράς στον καθημερινό χώρο και στις αναπαραγωγικές σχέσεις. Δεν πρόκειται για ανορθολογικό φόβο «επένδυσης» σε αστικά περιβάλλοντα, αλλά για την κατανόησή της ως μια μορφή ιδιωτικοποίησης και περίφραξης που μειώνει την κοινωνική στέγαση και τον κοινωνικό χώρο, μέσω «μικτής ανάπτυξης»· αυξάνει τα ενοίκια και τις τιμές των κατοικιών· εκτοπίζει τους κατοίκους της εργατικής τάξης και θεσπίζει νέες μορφές αδιαφανούς δημόσιας-ιδιωτικής διακυβέρνησης. Η «ανάπλαση» είναι απλώς «ζαχαρωμένος» εξευγενισμός. Η παραγωγή του αστικού χώρου βασίζεται κυρίως στην ενοικίαση-απόσπαση, που σημαίνει ότι οποιεσδήποτε «βελτιώσεις» εύκολα αντισταθμίζονται από τον εξουθενωτικό μηχανισμό του ενοικίου (και της απόρροιάς του: του χρέους). Ο φαινομενικά αλλόκοτος, σχεδόν τυχαίος, εξευγενισμός των γειτονιών που η Ruth Glass περιέγραψε (εσφαλμένα) στα μέσα της δεκαετίας του '60, είναι πλέον ρητή παγκόσμια αστική στρατηγική· κεντρική κινητήρια δύναμη της αστικής οικονομικής επέκτασης. Μια βιαστική ματιά σε οποιοδήποτε αστικό κέντρο στη Βρετανία αποκαλύπτει την αισθητική φτώχεια και την ενσωματωμένη ανισότητα αυτού του «οράματος» - και το τίμημα του χρέους που πληρώνουμε γι 'αυτό.

Η ανταλλακτική αξία εκτοπίζει την αξία χρήσης στη νεοφιλελεύθερη πόλη (πόσο μάλλον τη μη ανταλλακτική "αξία" της αχρηστίας). Αν αυτό ήταν αλήθεια στον καιρό του Lefebvre, είναι περισσότερο από ποτέ εμφανής ως υλική πραγματικότητα που απαιτεί μια οργανωμένη αντίδραση σε όλη την ευρεία έκταση της αναπαραγωγής (όλων των διαδικασιών που απαιτούνται για την αναπαραγωγή μας ως ανθρώπινα όντα, περιλαμβανομένων υπηρεσιών όπως η στέγαση, η εκπαίδευση κ.λπ.). Ωστόσο, οι αγώνες στο πεδίο της αναπαραγωγής θεωρούνται ακόμη, σε μεγάλο βαθμό, ως δευτερεύοντες σε σχέση με τους αγώνες στο χώρο εργασίας, και η «πολιτική του χώρου» μένει ακόμη να ληφθεί σοβαρά υπόψη.

Η ενοικίαση τα καταβροχθίζει όλα
Ο David Harvey έχει δείξει πως τα μεγάλης κλίμακας έργα αστικών υποδομών (π.χ., το Παρίσι της περιόδου Haussman, η σχεδιασμένη από τον Robert Moses μεταπολεμική προαστιοποίηση στις ΗΠΑ, η σύγχρονη Κίνα) παρέχουν μια ισχυρή «χωρική αποτύπωση» για τη βύθιση του πλεονάσματος κέρδους του κεφαλαίου, ιδιαίτερα σε περιόδους υπερσυσσώρευσης και ύφεσης. Για τον Harvey, η «μοναδική αρχή» πίσω από την αστική παραγωγή είναι το τεράστιο κέρδος των γαιοκτημόνων από τις αυξήσεις των τιμών της γης και την αύξηση των ενοικίων. Ο Harvey υποστηρίζει ότι η δύναμη των ιδιοκτητών της γης και των φυσικών πόρων έχει υποτιμηθεί πολύ ως λύση στο «πρόβλημα» του πλεονάσματος κεφαλαίου, και η ενοικίαση πρέπει να έρθει στο προσκήνιο της ανάλυσης αντί να αντιμετωπίζεται ως μια παράγωγη κατηγορία.

Το έργο του Michael Hudson για την «εισοδηματική οικονομία» κάνει ακριβώς αυτό. Ο Hudson δίνει έμφαση στην οικονομική πρόσοδο: «το κέρδος που αντλεί κάποιος απλώς από την ιδιοκτησία σε κάτι». Πρόκειται για μια «υπεραξία» που «κερδίζει στον ύπνο του». Η οικονομική πρόσοδος μπορεί να λάβει τη μορφή τελών αδειοδότησης, τόκων από αποταμιεύσεις, μερισμάτων από μετοχές, ή κεφαλαιακών κερδών από την πώληση ακινήτων ή γαιών, αλλά κατά κύριο λόγο προέρχεται από τη στέγαση και την ιδιοκτησία. Η χρηματιστηριακή αγορά, υποστηρίζει, είναι σε μεγάλο βαθμό κερδοσκοπική δραστηριότητα, καθώς οι εταιρείες κάνουν επιδρομή για τη γη ή άλλα περιουσιακά εισοδήματα. Όπως υπογραμμίζει ο Hudson: «η ακίνητη περιουσία παραμένει το μεγαλύτερο περιουσιακό στοιχείο της οικονομίας, και περαιτέρω ανάλυση καθιστά σαφές ότι η γη λογαριάζεται στο μεγαλύτερο μέρος των κερδών στην αποτίμηση της ακίνητης περιουσίας».

Τα εισοδήματα από ενοικίαση είναι ένα μη παραγωγικό «δωρεάν γεύμα» που έχει κλαπεί από την οικονομία στο σύνολό της, αναγκάζοντας ένα όλο και μεγαλύτερο ποσοστό των μισθών να δαπανάται για ενοικίαση στέγης και βασική κοινωνική διαβίωση, και στερώντας τα κοινωνικά παραγωγικά μέσα: «Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των εσόδων δεν έχουν δαπανηθεί για την επέκταση των μέσων παραγωγής ή την αύξηση του βιοτικού επιπέδου. Είναι ήδη επανεπενδυμένα στην αγορά ακινήτων και χρηματοοικονομικών εγγυήσεων - νομικά δικαιώματα και αξιώσεις πληρωμής που προέρχονται από την οικονομία στο σύνολό της». Εδώ βρίσκεται η συμβίωση χρηματικής οικονομίας, ιδιοκτησίας και μονοπωλίου. Η φούσκα των ακινήτων, και η χρηματοπιστωτική κρίση στην οποία καταβυθίζεται, είναι σε μεγάλο βαθμό ένα οικονομικό φαινόμενο που γεννήθηκε από αυτή τη μορφή κοινωνικής επιδρομής.

Όπως δείχνει πειστικά ο Hudson, το πλέγμα χρηματιστικοποίησης/αστικοποίησης έχει οδηγήσει αναπόφευκτα προς «το νέο δρόμο προς τη δουλοπαροικία». Όμως, η έκκλησή του για μια «καλή» (Φορντική-Κεϋνσιανή) παραγωγή συγκαλύπτει το γεγονός ότι συνολικά η παραγωγή υπό τις καπιταλιστικές σχέσεις είναι σύμφυτη με την εκμετάλλευση. Αντίθετα, η σύλληψη του Lefebvre για την εδαφική «αυτοδιαχείριση» (γενικευμένη αυτοδιεύθυνση) προτείνει μια ευρεία και συνεχή επίθεση κατά των καπιταλιστικών σχέσεων: «ανατρέποντας κυρίαρχους χώρους, τοποθετώντας την οικειοποίηση πάνω από την κατοχή, την αξίωση πάνω από τη διαταγή, και τη χρήση πάνω από την ανταλλαγή». Αλλά υπάρχουν λίγα εμπειρικά ίχνη της μορφής και του περιεχομένου της εδαφικής αυτοδιαχείρισης - θα πρέπει να στραφούμε προς την Ιταλία κατά τη δεκαετία του '70 για να δούμε το αστικό πεδίο να έρχεται στο προσκήνιο ως σαφής αρένα της πολιτικής οργάνωσης.

Νέα κοινωνικά ζητήματα
Ενώ ο αυτόνομος και μετα-αυτόνομος μαρξισμός συνδέεται συχνά με τον «εργάτη-μάζα» των εργοστασιακών αγώνων, ή το «κογκνιταριάτο» των αγώνων στους τομείς της επικοινωνίας, προτείνω εδώ ότι οι αγώνες στην αναπαραγωγική σφαίρα (το «κοινωνικό εργοστάσιο») στο πλαίσιο του αυτόνομου μαρξισμού από τις αρχές έως τα μέσα της δεκαετίας του '70, ήταν εξαιρετικά προφητικοί για τη συνθήκη του «μετα-φορντισμού» (τουλάχιστον στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες). Ως εκ τούτου, παρέχουν συμπαγή υποδείγματα που μπορούν να προσανατολίσουν επωφελώς τους αγώνες του παρόντος.

Στο πλαίσιο των κινημάτων του «Εργαστηρίου Ιταλία», ο ρόλος των γυναικών ήταν υψίστης σημασίας. Οι Mariarosa Dalla Costa και Selma James (1972) διάνοιξαν νέα εδάφη αγώνα, αναγνωρίζοντας ότι οι γυναίκες καθημερινά παράγουν και αναπαράγουν το εργατικό δυναμικό. Ωστόσο, όταν εξετάζονταν οι γυναικείες οικιακές εργασίες, «η εργασία τους φαινόταν να είναι μια προσωπική υπηρεσία εκτός κεφαλαίου». Η απλήρωτη αναπαραγωγική εργασία των γυναικών παρέμενε «κρυμμένη», διότι μόνο το προϊόν της αναπαραγωγικής εργασίας -ο άνδρας εργάτης- ήταν ορατό στη μισθωτή σχέση. Η γυναίκα παρέμενε εγκλωβισμένη εντός των προ-καπιταλιστικών συνθηκών εργασίας: «γεννώντας, μεγαλώνοντας, πειθαρχώντας και συντηρώντας τον εργάτη για την παραγωγή». Η αναπαραγωγή είναι παραγωγή αξίας, ισχυρίστηκαν, αλλά εμφανίζεται διαφορετικά.

Αυτή η κατανόηση του έμφυλου καταμερισμού της εργασίας μέσω του μισθού, οδήγησε το ιταλικό φεμινιστικό κίνημα σε σύγκρουση με το ορθόδοξο εργατικό κίνημα. Όταν οι φεμινίστριες έθεσαν το ζήτημα της οικιακής εργασίας, τα συνδικάτα αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν ότι ως οργανώσεις ασχολήθηκαν «(α) μόνο με το εργοστάσιο· (β) μόνο με τη μετρημένη και «έμμισθη» ημέρα εργασίας·(γ) μόνο με το μέρος των μισθών που δίδεται σε εμάς και όχι με το μέρος των μισθών που παίρνεται πίσω, όπως είναι ο πληθωρισμός». Ωστόσο, με την αναπαραγωγή να νοείται ως «η άλλη, κρυμμένη, πηγή της υπερεργασίας», η αναπαραγωγική εργασία μπορούσε πλέον να θεωρηθεί ως μέρος του ευρύτερου «κοινωνικού εργοστασίου», «όπου το κόστος και ο χαρακτήρας των μεταφορών, της στέγασης, της εκπαίδευσης, της αστυνομίας, είναι όλα σημεία του αγώνα». Οι αγώνες στους τομείς της αναπαραγωγής απέκτησαν, έτσι, θεωρητικούς λόγους ισχύος: με το σπίτι αναδιαρθρωμένο ως το κέντρο της κοινωνικής ανατροπής, νέες αυτόνομες προοπτικές για οργάνωση διανοίχτηκαν.

Η αυτόνομη ομάδα Lotta Continua υποστήριξε ότι τα κέρδη των εργαζομένων στο επίπεδο της παραγωγής αντισταθμίζονταν από τον πληθωρισμό και την κερδοσκοπία στο επίπεδο της κατανάλωσης. Έτσι, ο αγώνας πήγε πέρα από τους τοίχους του εργοστασίου: νέες μορφές τακτικής και αυτο-οργάνωσης απαιτούνταν όπως απεργίες ενοικίου, καταλήψεις και μαζικές εγκαταστάσεις, όπως τεκμηριώνεται στην έκδοση της Lotta Continua «Αναλάβετε την πόλη – Κοινοτικοί αγώνες στην Ιταλία» (1973). Ο Bruno Ramirez, εν τω μεταξύ, επισήμανε πως η ταξική σύγκρουση είχε επεκταθεί άμεσα στο σύνολο της κοινωνικής κατανάλωσης, μέσω της πρακτικής της «αυτο-μείωσης»: «την άρνηση συμμόρφωσης με τις αυξήσεις των τιμών των βασικών υπηρεσιών». Η αυτο-μείωση σύντομα εξαπλώθηκε πέραν του ενοικίου και σε άλλους τομείς της κοινωνικής κατανάλωσης, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων μεταφορών, της ηλεκτρικής ενέργειας και της θέρμανσης, ως μέρος αυτού που ο Ραμίρεζ κατανοούσε ως «έναν αγώνα για την επανοικειοποίηση του κοινωνικού πλούτου που παράγει η εργατική τάξη αλλά δεν πληρώνεται από το κεφάλαιο».

Η άποψη της παραδοσιακής Αριστεράς ότι οι αγώνες στους τομείς της αναπαραγωγής είναι απλώς υποστηρικτικοί των αγώνων στους χώρους εργασίας ήταν, και είναι, λανθασμένη: ο αγώνας για τη μείωση του κόστους των οικογενειακών καταναλωτικών αναγκών είναι ζωτικής σημασίας για την υπεράσπιση των μισθών. Για τους Eddy Cherki και Michel Wieviorka (σχολιάζοντας τα κινήματα αυτομείωσης της δεκαετίας του 1970), κατά τη διάρκεια μιας περιόδου υπερπαραγωγής, η ανεργία ή η απειλή της ανεργίας γίνεται πιο δύσκολο να προκαλέσει απεργίες, άρνηση ρύθμισης των ρυθμών δουλειάς και αγώνα ενάντια στην αύξηση της παραγωγικότητας. Η διατήρηση των θέσεων εργασίας και η υπεράσπιση των μισθών γίνεται η κύρια ώθηση των αγώνων στους χώρους εργασίας (δείτε την οπισθοδρομική εκστρατεία για άνευ όρων «δικαίωμα στην εργασία» σήμερα). Αλλά η επίθεση μέσω μειώσεων των κοινωνικών παροχών και υψηλού πληθωρισμού (αυξήσεις στα τρόφιμα και στην ενέργεια, κλπ) στους μισθούς των εργαζομένων δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με επιτυχία μόνο από τις δράσεις στο χώρο εργασίας. Για να προστατεύσουμε την απειλούμενη αγοραστική δυνατότητα χρειάζεται να αγωνιστούμε στον τομέα της κατανάλωσης.

Όπως υποστήριξε ο Sergio Bologna, ομάδες όπως η Lotta Continua, οργανώνοντας την «ανακατάληψη των κέντρων της πόλης», αντιδρούσαν στο «σχεδιασμό της πόλης ως χώρου παρέμβασης στην ταξική δυναμική». Οι τακτικές που περιγράφονται παραπάνω ήταν μια προσπάθεια για προχώρημα πέρα από το ανέμισμα της σημαίας για την «εργατική τάξη», προκειμένου να κατανοηθεί η μεταβαλλόμενη πραγματικότητα των κεφαλαιακών σχέσεων. Πράγματι, η σχέση μεταξύ κερδοσκοπίας, αστικοποίησης, εισοδηματικής οικονομίας και χρέους, που ο Bologna σημείωσε το 1977, είναι τώρα πιο σαφής από ποτέ. Ωστόσο, οι κατάλληλες για την αμφισβήτηση αυτού του σφετερισμού οργανωτικές μορφές δεν έχουν ακόμη αναπτυχθεί πλήρως ως έκφραση των κοινών συμφερόντων και της αισθητής κατάστασης των εργαζομένων και μη εργαζομένων.

Πέρα από την καπιταλιστική κυριαρχία
Το «δικαίωμα στην πόλη» συνήθως προτείνεται ως σύνθημα εργασίας και πολιτικό ιδεώδες για μια πολιτική για την πόλη, που πρέπει να έρθει. Ωστόσο, το «αναλάβετε την πόλη» προτείνει αντ' αυτού μια πολιτική η οποία τοποθετεί την απευθείας οικειοποίηση των κοινωνικών πόρων στον άμεσο ορίζοντα χωρίς να περιμένει την άδεια από ένα κράτος που θα απονείμει αυτό ως «δικαίωμα». Μιλώντας ειδικότερα για τον τόπο που ζω, την κατάληψη «Free Hetherington» στο πανεπιστήμιο της Γλασκόβης, «η μακροβιότερη κατάληψη φοιτητών στην ιστορία του Ηνωμένου Βασιλείου», συνδυάζει την άμεση δημοκρατία και τις τακτικές άμεσης δράσης με παραδοσιακά αιτήματα για να διασφαλίσει ότι οι περικοπές από τη διοίκηση θα αποφευχθούν σε μεγάλο βαθμό. Αλλά ενώ, αφενός, η κατάληψη Free Hetherington λειτούργησε σε συμβολικό επίπεδο, από την άλλη πλευρά, επίσης, προχώρησε ακόμη περισσότερο: τοποθετήθηκε σε μια αυτο-ανακλαστική, στρατηγική θέση εντός της Πανεπιστημιούπολης, βασισμένη πάνω στην προηγούμενη οργάνωση της πανεπιστημιούπολης, προκάλεσε διαταραχή, και έθεσε στην αλυσίδα νέες κοινωνικές σχέσεις μέσω της σύστασής της ως κοινωνικού χώρου, όπως και ως οργανωτικού κόμβου.

Σε αντίθεση, το «κίνημα» Occupy Glasgow φαίνεται να λειτουργεί μέσω ενός είδους μηχανικού φορμαλισμού, δανειζόμενο τη γλώσσα της πλατείας Ταχρίρ και της Wall Street, αλλά παραλείποντας τον ειδικό ρόλο του στον τόπο της Γλασκόβης. Η βαρετή επανάληψη του συνθήματος «είμαστε το 99%» αγνοεί την απο-σύνθεση της αντίστασης που βασίζεται ακριβώς στην κατάτμηση της εργασίας· την κατά ειδίκευση διαίρεση της εργασίας (παραγωγική και αναπαραγωγική· έμφυλη και φυλετική)· την επιβολή σύνθετων ιεραρχιών μέσω διαχειριστικών γραφειοκρατιών· καθώς επίσης και την ηγεμονική νίκη του νεοφιλελευθερισμού ως ψευδο-συλλογικό πρόγραμμα. Πέρα από την «τυραννία της αμορφίας», ο στόχος είναι να βρεθούν και να αξιοποιηθούν νέες μορφές ανασύνθεσης, όπως αυτές που οδήγησαν από το ιταλικό φεμινιστικό κίνημα σε ευρύτερες μορφές εδαφικής κοινοτικής δράσης με βάση τις νέες αντιλήψεις της αναπαραγωγικής εργασίας και του «κοινωνικού εργοστασίου». Η ελπίδα μόνο δεν είναι επαρκής για ένα τέτοιο έργο: θα πρέπει να οικοδομηθούν στους αγώνες που απεικονίζουν τις σημερινές υλικές συνθήκες -όπως η στέγαση, το ενοίκιο και το χρέος- και όχι στις «νεφελώδεις περιοχές του πνεύματος».

Ενώ το Occupy Glasgow προτείνει μια εδαφική σύλληψη του χώρου, ο χώρος παραμένει πραγμοποιημένος στο συμβολικό επίπεδο. Ο καπιταλισμός δεν είναι ένα «πράγμα», και το χρηματιστικό κεφάλαιο είναι μια πτυχή μόνο ενός ευρύτερου συνόλου εκμεταλλευτικών κοινωνικών σχέσεων. Άνθρωποι όπως ο Harvey και ο Hudson έχουν δείξει πολύ καλά τη συμβίωση μεταξύ χρηματικής οικονομίας και αστικοποίησης: πέρα από πραγμοποιημένη αφαίρεση, η κεφαλαιακή σχέση αντικρίζεται άμεσα στο έδαφος της καθημερινής αναπαραγωγής. Μια σειρά σημαντικών αγώνων στους τομείς αναπαραγωγής έλαβαν χώρα πρόσφατα στη Γλασκώβη (καταλήψεις σχολείων και πανεπιστημίων, εκστρατείες εναντίον κατασκευής αυτοκινητόδρομων, συγκρούσεις για δημόσιους χώρους, μάχες γύρω από κοινοτικές και ψυχαγωγικές υπηρεσίες, τη στέγαση και την κοινωνική πρόνοια), όμως οι θεωρητικές επιπτώσεις από τις δραστηριότητες αυτές μένει ακόμη να διευκρινισθούν για περαιτέρω πράξη. Ωστόσο, με την αναπαραγωγή στο προσκήνιο ως βασική κατηγορία υπάρχει η δυνατότητα για μια ακόμη πιο εκτεταμένη χωρική αμφισβήτηση που αντιμετωπίζει άμεσα το κεφάλαιο ως κοινωνική σχέση, και τοποθετεί την πολιτική και την πάλη στην καρδιά της καθημερινής ζωής.

Μετάφραση: Δ.Κ
* Ο Neil Gray είναι σκηνοθέτης, συγγραφέας και ερευνητής.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο 14ο τεύχος του Shift Magazine