Την
αναποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων στις οποίες έχουν προβεί οι τράπεζες
ώστε να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα των «κόκκινων» δανείων σε συνδυασμό
με την επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης καταδεικνύει η Τράπεζα της
Ελλάδος.
Οπως προκύπτει από την επισκόπηση του χρηματοπιστωτικού τομέα, περίπου 4 στα 10 δάνεια που είναι ήδη ρυθμισμένα απαιτούν πλέον νέο διακανονισμό. Η κατάσταση θα μπορούσε να είναι χειρότερη αν οι τράπεζες δεν είχαν προχωρήσει σε «προληπτικές ρυθμίσεις» δανείων που δεν έχουν μπει επίσημα σε καθυστέρηση, όμως υπάρχει αβεβαιότητα είσπραξής τους. Τα δάνεια αυτά ανέρχονται σε 30 δισ. ευρώ και έχουν ρυθμιστεί σε ποσοστό 72,4%.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, τα δάνεια που δεν εξυπηρετούνται και αυτά που είναι αβέβαιης είσπραξης, δηλαδή τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα, ήταν στο τέλος Σεπτεμβρίου 2016 ύψους 108 δισ. ευρώ, δηλαδή 45,2% του συνολικού δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών.
Ρυθμισμένα δάνεια είναι 46,7 δισ. ευρώ, αλλά το 37,5% θα πρέπει να μπουν σε νέο διακανονισμό.
Το πρώτο εξάμηνο του 2016 οι ρυθμίσεις εξυπηρετούμενων δανείων αυξήθηκαν κατά 12,1%, ενώ οι ρυθμίσεις για τα μη εξυπηρετούμενα αυξήθηκαν κατά 7,2%.
Πρωταθλητές ρυθμίσεων είναι τα στεγαστικά δάνεια και ακολουθούν τα καταναλωτικά και τα επιχειρηματικά.
Από τα δάνεια που χρήζουν νέας ρύθμισης το 44% είχε διακανονιστεί με βραχυπρόθεσμες λύσεις (π.χ. περίοδο χάριτος, καταβολή μόνο τόκων για μια συγκεκριμένη περίοδο). Με μακροπρόθεσμες λύσεις (επιμήκυνση δανείου, μείωση επιτοκίου) είχε ρυθμιστεί το 35%. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, με λύσεις οριστικής διευθέτησης (π.χ. διαγραφή οφειλής) ρυθμίστηκε μόλις το 2% των δανείων.
Οι προβλέψεις
Οι τράπεζες έχουν πραγματοποιήσει προβλέψεις που ανέρχονται στο 49,5% των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, δηλαδή σε 53 δισ. ευρώ περίπου.
Οπως αναλύει η ΤτΕ σε ειδικό κεφάλαιο, η διενέργεια υψηλών προβλέψεων επιτρέπει στις τράπεζες να προχωρήσουν σε πωλήσεις χαρτοφυλακίου, χωρίς να επηρεαστεί η κεφαλαιακή τους επάρκεια.
Οι πωλήσεις θα μπορούσαν να ξεκινήσουν από τα δάνεια που έχουν καταγγελθεί, τα οποία ανέρχονται σε 48 δισ. ευρώ και θα μπορούσαν να μεταβιβαστούν, π.χ. στο 30% της αξίας τους, δηλαδή έναντι 14 δισ. ευρώ, χωρίς να υπάρχει κεφαλαιακή επίπτωση για τις τράπεζες.
Τα επιχειρηματικά και καταναλωτικά δάνεια που έχουν καταγγελθεί είναι τα πρώτα που θα μεταβιβαστούν σε funds, υπό τον όρο ότι θα απαλειφθούν τα εμπόδια στη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και θα δημιουργηθεί μια αποτελεσματική δευτερογενής αγορά τραπεζικών δανείων στη Ελλάδα.
Η Τράπεζα της Ελλάδος στην επισκόπηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος ζητά από την κυβέρνηση να υπάρξουν επιπλέον νομοθετικές ή ρυθμιστικές παρεμβάσεις «όπου κριθεί απαραίτητο».
Οπως προκύπτει από την επισκόπηση του χρηματοπιστωτικού τομέα, περίπου 4 στα 10 δάνεια που είναι ήδη ρυθμισμένα απαιτούν πλέον νέο διακανονισμό. Η κατάσταση θα μπορούσε να είναι χειρότερη αν οι τράπεζες δεν είχαν προχωρήσει σε «προληπτικές ρυθμίσεις» δανείων που δεν έχουν μπει επίσημα σε καθυστέρηση, όμως υπάρχει αβεβαιότητα είσπραξής τους. Τα δάνεια αυτά ανέρχονται σε 30 δισ. ευρώ και έχουν ρυθμιστεί σε ποσοστό 72,4%.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, τα δάνεια που δεν εξυπηρετούνται και αυτά που είναι αβέβαιης είσπραξης, δηλαδή τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα, ήταν στο τέλος Σεπτεμβρίου 2016 ύψους 108 δισ. ευρώ, δηλαδή 45,2% του συνολικού δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών.
Ρυθμισμένα δάνεια είναι 46,7 δισ. ευρώ, αλλά το 37,5% θα πρέπει να μπουν σε νέο διακανονισμό.
Το πρώτο εξάμηνο του 2016 οι ρυθμίσεις εξυπηρετούμενων δανείων αυξήθηκαν κατά 12,1%, ενώ οι ρυθμίσεις για τα μη εξυπηρετούμενα αυξήθηκαν κατά 7,2%.
Πρωταθλητές ρυθμίσεων είναι τα στεγαστικά δάνεια και ακολουθούν τα καταναλωτικά και τα επιχειρηματικά.
Από τα δάνεια που χρήζουν νέας ρύθμισης το 44% είχε διακανονιστεί με βραχυπρόθεσμες λύσεις (π.χ. περίοδο χάριτος, καταβολή μόνο τόκων για μια συγκεκριμένη περίοδο). Με μακροπρόθεσμες λύσεις (επιμήκυνση δανείου, μείωση επιτοκίου) είχε ρυθμιστεί το 35%. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, με λύσεις οριστικής διευθέτησης (π.χ. διαγραφή οφειλής) ρυθμίστηκε μόλις το 2% των δανείων.
Οι προβλέψεις
Οι τράπεζες έχουν πραγματοποιήσει προβλέψεις που ανέρχονται στο 49,5% των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, δηλαδή σε 53 δισ. ευρώ περίπου.
Οπως αναλύει η ΤτΕ σε ειδικό κεφάλαιο, η διενέργεια υψηλών προβλέψεων επιτρέπει στις τράπεζες να προχωρήσουν σε πωλήσεις χαρτοφυλακίου, χωρίς να επηρεαστεί η κεφαλαιακή τους επάρκεια.
Οι πωλήσεις θα μπορούσαν να ξεκινήσουν από τα δάνεια που έχουν καταγγελθεί, τα οποία ανέρχονται σε 48 δισ. ευρώ και θα μπορούσαν να μεταβιβαστούν, π.χ. στο 30% της αξίας τους, δηλαδή έναντι 14 δισ. ευρώ, χωρίς να υπάρχει κεφαλαιακή επίπτωση για τις τράπεζες.
Τα επιχειρηματικά και καταναλωτικά δάνεια που έχουν καταγγελθεί είναι τα πρώτα που θα μεταβιβαστούν σε funds, υπό τον όρο ότι θα απαλειφθούν τα εμπόδια στη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και θα δημιουργηθεί μια αποτελεσματική δευτερογενής αγορά τραπεζικών δανείων στη Ελλάδα.
Η Τράπεζα της Ελλάδος στην επισκόπηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος ζητά από την κυβέρνηση να υπάρξουν επιπλέον νομοθετικές ή ρυθμιστικές παρεμβάσεις «όπου κριθεί απαραίτητο».