Η ελληνική κοινωνία βρίσκεται για μία ακόμη φορά στην ιστορία της σε μία κρίσιμη καμπή, σε μία τεράστια κρίση: όλα τα νοήματα έχουν φθαρεί, όλες οι αξίες έχουν καταρρεύσει. Όμως δεν φαίνεται στον ορίζοντα κάποια λύση ή έστω κάποια πρόταση που να δημιουργεί προοπτική ανάκαμψης. Αν και αποδείχθηκε για πολλοστή φορά πως οι επαγγελματίες του πολιτικού είναι ανίκανοι να δώσουν λύση, πως τα κόμματα όχι μόνο δεν αποτελούν λύσεις στο πρόβλημα, αντιθέτως είναι μέρος του προβλήματος, εν τούτοις η κοινωνία παραμένει εγκλωβισμένη στις κομματικές ιδεολογίες και στις σωτηριολογίες των μαθητευόμενων μάγων. Μετεωρίζεται μεταξύ σκύλας και χάρυβδης, όπως έδειξαν και οι τελευταίες διπλές εκλογές, στις οποίες το εκλογικό σώμα αν και διαμαρτυρήθηκε για τη λιτότητα και τα Μνημόνια, αποδυναμώνοντας τα δύο κόμματα της χρεοκοπίας, εν τούτοις το ποσοστό που δραπέτευσε από αυτά, περίπου 42%, δεν ριζοσπαστικοποιήθηκε πολιτικώς, αλλά παρέμεινε στην αδιέξοδη λογική του κομματοκρατικού συστήματος: εγκλωβίσθηκε είτε σε συντηρητικά εθνικιστικά και νεοναζιστικά κόμματα είτε στις ρητορείες της Αριστεράς.
Έχει ειπωθεί πως εάν οι εκλογές μπορούσαν να λύσουν τα προβλήματα, οι κυρίαρχοι θα τις είχαν καταργήσει. Πράγματι, οι εκλογές συντελούν στην κυριαρχία των ολίγων ισχυρών (των κομματικών, οικονομικών και μιντιακών ελίτ), στη διατήρηση του κοινωνικού και οικονομικού status quo, στην απομάκρυνση της κοινωνίας από τα κέντρα αποφάσεων. Οι κήρυκες του συστήματος – Δεξιοί, Κεντρώοι, Αριστεροί – επαναλαμβάνουν πως στον κοινοβουλευτισμό δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Όμως όλες σχεδόν οι εκλογικές αναμετρήσεις οδήγησαν σε μικρά ή μεγάλα αδιέξοδα, σε συγκάλυψη των προβλημάτων, σε δημαγωγία και χειραγώγηση, σε πελατειακό κράτος, σε απύθμενη και γενικευμένη διαφθορά, σε προπέτασμα για λεηλασία του δημοσίου πλούτου και τέλος στη χρεοκρατία.
Μπορεί μεν στις επόμενες εκλογές να γίνει εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία, όμως είναι σίγουρο πως αυτό που θα προκύψει δεν θα είναι ουσιωδώς διαφορετικό, δεν θα είναι έτερον, αλλά μία παραλλαγή του παλαιού. Αδιάψευστη απόδειξη το παρελθόν: μετά από κάθε διχασμό ή καταστροφή και μέσα από τα ερείπια που συσσώρευαν, προέκυπτε από τις εκλογές μία κατάσταση, όχι ουσιωδώς διαφορετική, διότι επαναλάμβανε τα αδιέξοδα και τις εγγενείς αδυναμίες του παλαιού πολιτικού συστήματος, καθώς και τις παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας.
Πράγματι, μετά τον «Εθνικό Διχασμό» το 1916 ανάμεσα σε βενιζελικούς και βασιλικούς, το διπολικό κομματικό σύστημα κατόρθωσε να διατηρηθεί και να οδηγήσει υπό τον βασιλέα τη χώρα σε μία μεγάλη καταστροφή, τη Μικρασιαστική του 1922. Μετά από αυτήν πάλι το κομματικό και οικονομικό κατεστημένο κατόρθωσε να επιβιώσει με ελάχιστες απώλειες (έξη εκτελέσεις). Ο Ελ. Βενιζέλος επανήλθε στην κυβέρνηση (1928) για να οδηγήσει στην χρεοκοπία (1932), μετά την οποία το σύστημα διετήρησε τις ισορροπίες του και επέβαλε μέσω εκλογών τη δικτατορία του Μεταξά (1936). Με την απελευθέρωση (1944) το διπολικό σύστημα εξουσίας, ανίκανο να προβεί σε ανασυγκρότηση, εμπλέκει την κοινωνία στην βαρβαρότητα του εμφυλίου πολέμου. Μετά το τέλος του εμφυλίου (1949), οι εκλογές συντηρούσαν και νομιμοποιούσαν το μισαλλόδοξο καθεστώς της Δεξιάς και των Ανακτόρων, και, όταν η ταλαιπωρημένη κοινωνία προσπάθησε να ανασάνει δίνοντας στον Γ. Παπανδρέου το πρωτοφανές 53% των ψήφων το 1964, το σύστημα εξουσίας προέβη στο Ιουλιανό πραξικόπημα το 1965 καταρρακώνοντας τα αποτελέσματα των εκλογών. Η κοινωνία δεν μπόρεσε ακόμη και τότε να απεγκλωβισθεί, ακολουθώντας πειθήνια τον ανίκανο συντηρητικό πολιτικό και την άτολμη αριστερή ηγεσία για «νέα εκλογική νίκη». Αντί για νίκη όμως επιβλήθηκε η δικτατορία του 1967. Μετά το τέλος της δικτατορίας (1974) η κοινωνία γοητευμένη από το ευρωπαϊκό όραμα και τον δανεικό καταναλωτισμό παραδόθηκε αμαχητί στη δημαγωγία του κομματισμού και στις εκλογικές αυταπάτες που επέτρεψαν τη ρεμούλα και την χρεοκρατία.
Όπως φαίνεται, με κάθε εκλογική αναμέτρηση η παρακμιακή κατάσταση ανακυκλωνόταν, τα προβλήματα και τα αδιέξοδα παρέμεναν τεχνηέντως καμουφλαρισμένα, αφού η κοινωνία έδειχνε εμπιστοσύνη στις εκλογικές σειρήνες και εκχωρούσε την εξουσία σε κόμματα και πολιτικούς, ενώ η ίδια ανέμενε παθητικώς τα αποτελέσματα των αποφάσεών τους και τα ψίχουλα του συμποσίου. Η Ιστορία διδάσκει πως οι Νεοέλληνες δεν διδάσκονται από την Ιστορία.
Η σημερινή κατάσταση θυμίζει ανάλογες παρακμιακές περιπτώσεις του παρελθόντος και αντανακλά μία παραιτημένη κοινωνία, εγκλωβισμένη στη διεφθαρμένη και ανίκανη κομματοκρατία. Αναποφάσιστη και διχασμένη, οδεύει προς τη φθορά εν μέσω εκλογικών αυταπατών και αντιμνημονιακής ρητορείας. Τα ερωτήματα είναι: Θα αποκτήσει η κοινωνία τη θέληση για κάτι καλύτερο, για ρήξη με την κομματοκρατία; Θα θελήσει να βαδίσει στον δρόμο του Πολυτεχνείου 1973 και των συνελεύσεων στις πλατείες το 2011 για άμεση δημοκρατία; Θα αποφασίσει να πάρει τις τύχες στα χέρια της;
Γιώργος Ν. Οικονόμου
Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των συντακτών, 24 Απριλίου 2013