Της Λαμπρινής X. Θωμά
Η Ευρωπαϊκή Ένωση αποφάσισε να μας «σώσει» για δεύτερη φορά μετά το Μνημόνιο. Αφού πρώτα μας δίδαξε λιτότητα και «δημοσιονομική πειθαρχία», αυτή τη φορά, επανέρχεται, διδασκοντάς μας δημοκρατία και αντι-φασισμό, μέσω του «αντιρατσιστικού» νόμου.
Ο οποίος νόμος, μπορεί να αφήνεται κουτοπόνηρα να πέρασει σα μεγάλη δημοκρατική έμπνευση της κυβέρνησης Σαμαρά, αλλά δεν αποτελεί παρά προσαρμογή της Ελλάδας σε ευρωπαϊκή ντιρεκτίβα, η οποία είναι και πολύ παλιά ιστορία. Προσπαθεί επίσης να καλύψει, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, και το λοιπό ετοιματζίδικο δίκαιο που οσονούπω μας επιβάλλεται από τας Ευρώπας.
Άρα ο καυγάς μεταξύ μνημονιακών κυβερνητικών εταίρων δεν είναι για το νόμο αυτόν καθ’ αυτόν. Ένας κάποιος νόμος θα περνούσε οπωσδήποτε. Ο καυγάς είναι για όσα προβλέπει και για τις όποιες ―εγκεκριμένες ήδη από το αφεντικό στις Βρυξέλλες― προσθήκες που θα του γίνουν. Είναι δε καυγάς ντεμέκ, ώστε η ΔΗΜΑΡ να κερδίσει κάποιους πόντους σε αριστερό προφίλ (λες και αυτό το έκτρωμα αποτελεί αριστερή νομοθεσία) ενώ παράλληλα θέτει το Ρεπουσισμό στο απυρόβλητο.
Αυτός ο νόμος, ο οποίος προβλέπει παραδειγματικές τιμωρίες, είναι κομμένος και ραμμένος, λοιπόν, επί παραγγελία πάνω σε πατρόν της ΕΕ, με αλλαγές που να εξυπηρετούν τα ιδεολογήματα της ΔΗΜΑΡ ― ενός σημιτόστροφου αποκόμματος, που μάζεψε τα ορφανά του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ και μας κάθησε τρικομματικά στο σβέρκο. Είναι δε πολλαπλώς αντιδημοκρατικός – ειδικά καθώς, στη δεύτερη εκδοχή του, αφαιρεί από τη Βουλή, τους εκπροσώπους του λαού, το δικαίωμα να ορίζουν τι θεωρεί ο δικός μας λαός Γενοκτονία. Ώστε όλοι οι σφαγείς που εξεδήλωσαν την ιμπεριαλιστική τους πολιτική εναντίον του τόπου μας να μένουν στο απυρόβλητο μέχρι να το αποφασίσει κάποιος δικαστής. Όμως, οι Αρμένηδες, οι Ασσύριοι και οι Πόντιοι, θύματα της βαρβαρότητας του τούρκικου σωβινισμού, έχουν δικαίωμα στον ίδιο σεβασμό με τα θύματα άλλων γενοκτονιών. Η απόφαση ανήκει στον Ελληνικό Λαό και αυτός την έχει ήδη πάρει, μέσω βουλευτών που δίνουν, στοιχειωδώς, κάποιο λόγο στις περιφέρειές τους. Χωρίς δικαστικές αποφάσεις, χωρίς τον φασιστικό «αντιφασισμό» των ισχυρών.
Αυτά ως προς τα σοβαρά. Γιατί έχει και πολλά φαιδρά η ιστορία.
Πρώτη ειρωνεία. Ο «δημοκρατικός» αυτός νόμος, σχεδιάζεται και επιβάλλεται εξωκοινοβουλευτικά, ως άνωθεν Ευρωπαϊκή εντολή. Και από ποιούς; Από τα ισχυρά κράτη της Δυτικής Ευρώπης, που, με πλήρη ρατσιστική περιφρόνηση αναπαράγουν πιστά την αντι-εβραϊκή προπαγάνδα (τεμπέληδες, παράσιτα, κλπ), αποκαλώντας τις φτωχές χώρες της περιφέρειας «γουρούνια» (PΙIGS). Και από την, υπό Γερμανικό έλεγχο Ε.Ε, η οποία μας αντιμετωπίζει ως προτεκτοράτο ― με τοποτηρητές στην κυβέρνηση και στα υπουργεία, που αποφασίζουν και διατάζουν με ύφος χιλίων καρδιναλίων.
Δεύτερη ειρωνεία. Τον «δημοκρατικό» αυτό νόμο, τον προετοιμάζει στα καθ’ ημας, η πλέον αντι-δημοκρατική κυβέρνηση ― αυτή που καταφεύγει σε πρωτοφανή καταστολή, βασανιστήρια, ακόμα και στην επιστράτευση των απεργών καθηγητών (την οποία ο ίδιος της ο υπουργός Δικαιοσύνης χαρακτηρίζει εμμέσως αντισυνταγματική). Η ίδια κυβέρνηση που κατά τη διάρκεια της θητείας της η Ελλάδα έπεσε 14 ολόκληρα σκαλοπάτια στις λίστες κατάταξης της δημοσιογραφικής ελευθερίας.
Τρίτη και πιο βροντερή ειρωνεία. Το «δημοκρατικό» αυτό νόμο τον στηρίζει και τον υποστηρίζει η αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ. Στη μανία της να πολεμήσει το σκιάχτρο της Χρυσής Αυγής ξέχασε την παραδοσιακή αριστερή δυσπιστία απέναντι στο αστικό δίκαιο, ξέχασε την αφοσίωσή της στην Ελευθερία του Λόγου, ξέχασε και την αποδιδόμενη στο Βολταίρο ρήση «διαφωνώ με ό,τι λες αλλά θα υπερασπιστώ μέχρι θανάτου το δικαιωμά σου να το λες» (εδώ δεν πρέπει να νοιώθει τόσο μόνος…).
Και όμως, μόλις προ διετίας, το 2011, έγραφε στη Αυγή ο Νάσος Θεοδωρίδης ότι «υπό το πρόσχημα του αντιρατσισμού, επιχειρείται μια επίθεση στην ελευθερία του λόγου, που θα επιφέρει καίρια πλήγματα στο πολύτιμο αυτό δημοκρατικό αγαθό». Ποιά μετάλλαξη έχουν υποστεί στην Αυγή και σήμερα βρίσκουνε το νομοσχέδιο κούκλα, και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό ώστε να εγκαλούν την κυβέρνηση Σαμαρά επειδή δεν πέρασε άμεσα ο νόμος και να στενοχωριούνται που ο Ρουπακιώτης δεν το έχει κάνει ακόμη πιο αυστηρό; Αδυνατώ να απαντήσω.
Δύναμαι όμως να πω ότι οι συνάδελφοι, υπερασπιστές όχι μόνο των αριστερών οραμάτων αλλά ακόμα και της στοιχειώδους αστικής δημοκρατίας, θα όφειλαν να έχουν «βγει στα κάγκελα» για να υπερασπιστούν την Ελευθερία του Λόγου. Δεν είναι μόνο θέμα ιδεολογικής συνέπειας, είναι και θέμα πολιτισμού, είναι και θέμα υπεράσπισης της δημοσιογραφίας.
«Μα ο νόμος αφορά μόνο το φασιστικό λόγο ή το λεγόμενο hate speech» ― μου το λένε φίλοι, καλοπροαίρετοι. Πως μπορεί κάποιος, με τόσα που έχουμε ζήσει και τόσα που έχουμε δεί μετα-μνημονιακά, να παραμένει απονήρευτος και να μη φοβάται την ουρά της αχλάδας; Θα πω, μόνο, το προφανές: η «Ελευθερία του Λόγου» έχει νόημα ειδικά και μόνο όταν αφορά λόγο με τον οποίο δεν συμφωνούμε, όποιος και να είναι αυτός. Μια Δημοκρατία λειτουργεί μόνο όταν μπορούν να ακουστούν όλες οι φωνές ― ακόμα και αυτές, ή μάλλον ειδικά αυτές, που στρέφονται ενάντιον της. Ειδικά αφού το τι είναι δημοκρατία και το τι όχι, είναι ρευστό. Και η Ελλάδα των «πιστοποιητικών φρονημάτων» και της εξορίας στα ξερονήσια δημοκρατία ήταν κατ’ όνομα ― με εκλογές και απ’ όλα. Εδώ, αλλά και παγκόσμια, εκατομμύρια ιδεολόγοι, επαναστάτες, πολίτες που διεκδικούν το δίκαιο τους, έχουν διωχθεί ως «εχθροί της δημοκρατίας».
Είναι άλλωστε «Δημοκρατία» αυτό που ζούμε τα τελευταία χρόνια; Εκατοντάδες χιλιάδες συμπολίτες μας λένε «όχι» ― και εγώ μαζί τους. Διότι δεν χωρά σε μία δημοκρατία η καταστρατήγηση του Συντάγματος με συνοπτικές διαδικασίες, δε χωρούν οι ευρωπαίοι τοποτηρητές στα υπουργεία. Δε χωρά στη δημοκρατία η άγρια καταστολή κάθε διαδήλωσης, το άνοιγμα λευκόμαλλων κεφαλιών, το ψέκασμα στο πρόσωπο με δακρυγόνα ηρώων, σα το Μανώλη Γλέζο. Δε χωρούν σε μια Δημοκρατία οι εισβολές της αστυνομίας στα σπίτια απλών πολιτών, στην Κερατέα και στις Σκουριές, οι απειλές κατά της ζωής, η τρομοκράτηση ολόκληρων τοπικών κοινωνιών εκ μέρους των αφεντικών της μπανανίας… δε χωρά σε καμμία Δημοκρατία η επιστράτευση των εργαζόμενων στο μετρό, των λιμενικών και των καθηγητών.
Σήμερα, θα πεις, μπορώ και γράφω αυτά, ναι – είναι μια κάποια ελευθερία. Μετά το νόμο Ρουπακιώτη, όμως, ποιός θα μου εγγυηθεί ότι δεν θα βρεθώ υπόλογη για αντιδημοκρατικό λόγο και «εχθροπάθεια»; Ποιός θα ορίζει τι σημαίνει πρόκληση; Που τελειώνει η Ελευθερία του Λόγου; Πού αρχίζει η νομοθετική παράνοια; Ήταν η παράσταση στο Χυτήριο hate speech, Λόγος Μίσους, κατά αναγνωρισμένης θρησκείας; Μπορεί να ερμηνευτεί έτσι από ένα δικαστήριο ― ως προσβάλλουσα το θρησκευτικό αίσθημα; Αντίστοιχα, έχει το δικαίωμα κανείς να βγαλει αφίσσες με σάτιρα εις βάρος του Μωάμεθ ή πρόκειται για πρόκληση που εμπίπτει στο Νόμο Ρουπακιώτη; Αν χαρακτηρίσεις κάποιον Ελληνάρα και τον βρίσεις αναφερόμενος σε όλα τα στερεότυπα που συνοδεύουν τη λέξη αυτή, μπορεί να βρεθείς να πληρώνεις πρόστιμα; όταν αργώ να παρκάρω, ο ευγενής συμπατριώτης μου που ρωτά αν νύχτα μου δώσαν το δίπλωμα και γιατί δεν πάω να πλύνω κανα πιάτο, και επιτίθεται εναντίον μου λόγω του φύλου μου, θα διώκεται τώρα πια;
Και αυτά, σοβαρά και λιγότερο σοβαρά, είναι μόνο η αρχή. Στην πολιτική και στην κοινωνία ισχύει ένα φαινόμενο γνωστό στους κοινωνιολόγους ως «παράθυρο του Όβερτον»: όσοι οδηγούν μια κοινωνία να αποδεχθεί κάτι (π.χ. μια εξαίρεση στην Ελευθερία του Λόγου), θέτουν τις βάσεις ώστε να γίνουν αποδεκτά πολύ χειρότερα μέτρα στην ίδια κατεύθυνση. Ή, όπως το λέμε στο χωριό μου, «δώσε θάρρος του Ρουπακιώτη, να σ’ ανέβει στο κρεββάτι».
Τα πράγματα άλλωστε έχουν ήδη αρχίσει να σκουραίνουν. Σε λίγο καιρό, είναι πιθανό να αποτελεί hate speech και η αναφορά μας στη γερμανική πολιτική με τρόπο που μπορεί να βρεί προσβλητικό ο πάσα εις Γερμανός ― ήδη έχει ζητηθεί από την ΕΕ να εξεταστεί, άλλωστε, αυτού του είδους η «γλώσσα του Μίσους», που «κατηγορεί τους Γερμανούς ότι επιδιώκουν οικονομική κυριαρχία». Όποιος, δηλαδή, κακο-χαρακτηρίσει δημοσίως την Άνκελα ή τον Σόιμπλε μπορεί μεθαύριο να βρεθεί αντιμέτωπος με τη δικαιοσύνη. Αν το καλοσκεφτείς, τι μεθαύριο; Σήμερα, και χωρίς καν το σχετικό νόμο ως επιπρόσθετο φίμωτρο. Γιατί, όσο γραφική και αν θεωρεί κανείς τη διαμαρτυρία του Κολλάτου, με τις σημαίες ενάντια στη «Γερμανική Κατοχή» στο μπαλκόνι του, δεν είναι καθόλου γραφική η δύο φορές προσαγωγή του και το αυτόφωρο. Είναι επικίνδυνη και ενδεικτική.
Τα είπαμε μέσω podcast ― εν συντομία ας θυμίσω λοιπόν: με αντίστοιχους νόμους στην Ουγγαρία, τη Λιθουανία, την Εσθονία ― στην Ενωμένη Ευρώπη ―, απαγορεύεται το σφυροδρέπανο, και θεωρείται σύμβολο μίσους και γενοκτονίας αντίστοιχο με τη σβάστικα. Αν τελικά γίνει κοινή ευρωπαϊκή νομοθεσία αυτό που από το 2010 επιδιώκουν Λιθουανία, Λετονία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Τσεχία, Ουγγαρία, και αποφασιστεί «ποινικοποίηση της έγκρισης, άρνησης ή μείωσης των κομμουνιστικών εγκλημάτων» και ότι «η άρνηση αυτών των εγκλημάτων θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με τον ίδιο τρόπο που αντιμετωπίζεται η άρνηση του Ολοκαυτώματος και θα πρέπει να απαγορευτεί δια νόμου», δε θα χρειαστούμε νέο νομικό πλαίσιο. Θα έχουμε το νόμο Ρουπακιώτη.
Και ας μη γελιόμαστε πως αυτός ο νόμος πολεμάει έναν, ξαφνικά σε άνοδο, «φασισμό». Η ΧΑ δεν ανέβηκε από τα ποσοστά του Βεργή που είχε του 2009 στα σημερινά επειδή ξαφνικά οι Έλληνες γίνανε φασίστες. Όπως, προφανώς, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ανέβηκε έξι φορές πάνω σε ποσοστά επειδή το ρίξανε όλοι στη Ναόμι Κλάιν και το Σλαβόι Ζίζεκ. Απλώς κατέρρευσε το κτίσμα της μεταπολίτευσης, και ο κόσμος συνωστίζεται στις Εξόδους Κινδύνου. Και τα δύο σχήματα εισέπραξαν, για διαφορετικούς λόγους το καθένα, ένα μέρος της λαϊκής οργής. Η τυφλή, λαϊκιστική, θρεμμένη από τον Αυριανισμό οργή, πήγε στη ΧΑ. Οι υπόλοιποι μοιράστηκαν μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ. Αυτή την οργή προσπαθεί να ελέγξει, σβήσει, καταστείλει η κυβέρνηση ―και ο νέος νόμος―, σε όλες της τις πτυχές, αριστερές, δεξιές ή τυφλές.
Είναι θλιβερό να βλέπει κανείς το ΣΥΡΙΖΑ να οπλίζει το χέρι του εχθρού απέναντι στην αριστερά, στους κομμουνιστές και στους αναρχικούς, στηρίζοντας το νομοσχέδιο. Δεν φτάνει που δίνει στην τρικομματική το σχοινί, περνάει και αυτοβούλως το κεφάλι του στην θηλιά, λέγοντας «Ορίστε, δες, δεν είμαι άκρο», με μια ουρανομήκη αφέλεια και τυφλή εμπιστοσύνη ― στο ΣΥΡΙΖΑ πιστεύουν ειλικρινά ότι ο νόμος θα εφαρμοστεί μόνο ενάντια στην Χρυσή Αυγή. Δέχονται τις διαβεβαιώσεις της τρικομματικής κυβέρνησης γι’ αυτό το θέμα, διότι, προφανώς, τη θεωρούν άξια εμπιστοσύνης (!).
Ξέχασαν ήδη την άγρια καταστολή, τα βασανιστήρια συλληφθέντων, τις «μηνύσεις στο Guardian», την προσπάθεια φίμωσης των δημοσιογράφων (Αρβανίτης, Βαξεβάνης, Μπόλαρη, Λώλος, Unfollow, ThePressProject, η ταπεινότης μου…). Όπως, επίσης, ξέχασαν το κλείσιμο του Indymedia και τις τακτικές παρακάμψης του πανεπιστημιακού ασύλου.
Είναι βέβαιο ότι πολλοί στην ΝΔ και περισσότεροι στο ΠΑΣΟΚ, όταν σκέφτονται το νομοσχέδιο, έχουν στο νου τους ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ και όχι την Χρυσή Αυγή. Θα έχουνε τέτοιο όπλο στα χέρια τους και δεν θα το χρησιμοποιήσουν ενάντια στη αντιπολίτευση; Ήδη, στην κυβέρνηση, ακονίζουν τα μαχαίρια τους. Δυο καρμπόν ανακοινώσεις της ΝΔ και της κυβέρνησης είχαμε μέσα σε μια μόλις εβδομάδα:
«Ο κ. Τσίπρας, ακολουθώντας το παράδειγμα των Χρυσαυγιτών, καταφέρθηκε με ακραίες εκφράσεις εναντίον βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας, με άψογη κοινοβουλευτική συμπεριφορά. Προτιμά να ξεχνά ο κ. Τσίπρας τους βουλευτές του κόμματός του που έχουν φθάσει στο σημείο να απειλούν με λυντσάρισμα πολιτικούς και μάλιστα από το βήμα της Βουλής (…) Ας είναι βέβαιοι όλοι ότι δεν θα αφήσουμε την υπόθεση της Δημοκρατίας να γίνει αντικείμενο διαμάχης ανάμεσα στα δυο άκρα του πολιτικού φάσματος»
και:
«Τα άκρα ορίζονται από τις πρακτικές τους και δυστυχώς για τον ΣΥΡΙΖΑ οι ομοιότητες με τη Χρυσή Αυγή είναι πολλές».
Και όμως, μετα από τέτοιο “κάρφωμα”, ο ΣΥΡΙΖΑ, αντί να αντιδράσει άμεσα, μπλοκαρισμένος (;) από στελέχη που καλοβλέπουν την εξουσία και κουρασμένα μυαλά που αδυνατούν να διαβάσουν το πνεύμα της εποχής, υποστηρίζει το νομοθετικό αυτό έκτρωμα, και φτάνει να καλεί και το Φρούραρχο επιτόπου ― λες και βιάζεται να θυσιάσει και τα τελευταία κεκτημένα της αστικής δημοκρατίας, στο βωμό της σκιαμαχίας του με το απόκομμα της Χρυσής Αυγής. Μιας σκιαμαχίας που μόνο την κυβέρνηση και δη το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ συμφέρουν, αφού χρησιμοποιούνται ως κολυμβήθρες του μνημονιακού Σιλωάμ.
Η αστική Δημοκρατία έχει ορίσει δύο χώρους απόλυτης Ελευθερίας του Λόγου: το πανεπιστήμιο και την Βουλή. Αν στο πανεπιστήμιο επιτρέπεται κάθε λόγος ―κατι που οφείλει να κατοχυρώνεται νομικά με το άσυλο― η Βουλή της αστικής δημοκρατίας θα πρέπει να θεωρείται το άσυλο των ασύλων. Αυτό είναι το κέντρο της αστικής δημοκρατίας, ένα κέντρο στο οποίο οφείλει να εκφράζεται χωρίς κανένα εμπόδιο και καμμία λογοκρισία ο λαός, η λαϊκή βούληση, μέσω των εκπροσώπων του.
Αυτό Λέγεται Δημοκρατία στη Δύση από τη Γαλλική Επανάσταση και μετά. Πριν, όταν μιλούσες σου πέρναν το κεφάλι. Μετά, είχες δικαίωμα «δια να ομιλείς» ό,τι και αν ήθελες να πεις. Η Βουλή της αστικής δημοκρατίας θεωρητικώς όχι μόνο ανέχεται αλλά και προσκαλεί τον λόγο και τον τρόπο της έκφρασης του φιλοσόφου βουλευτή όσο και του εργάτη, χωρίς κανέναν περιορισμό. Όπως μου είπε ένας αγαπημένος φίλος «Βουλή στην αστική δημοκρατία είναι ο χώρος που μιλάς ελεύθερα ακόμα και αν δεν είσαι “ευπρεπής”. Η ευπρέπεια της Βουλής είναι η ελευθερία του λόγου των βουλευτών».
Είναι προς τιμήντόσο του ΚΚΕόσο και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που αντέδρασαν άμεσα, βλέποντας πίσω από τη ρητορεία τον αληθινό στόχο του νομοσχεδίου, υπερασπιζόμενοι τη Δημοκρατία και την Ελευθερία του Λόγου. Καιρός να ξυπνήσει και ο ΣΥΡΙΖΑ ― και να αναλογιστεί γιατί τον στήριξαν κάτι εκατομμύρια Ελλήνων. Όχι πάντως για να σιγοντάρει το Ρουπακιώτη.
Το έργο που "στολίζει" το άρθρο είναι του Μανουέλ Οκάμπο, ενός από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της γενιάς μου παγκόσμια.