του Περικλή Παυλίδη*
(Κείμενο ομιλίας στην παρουσίαση του βιβλίου του Η.Κακαβάνη, «Ο άγνωστος Βάρναλης και 19 αδημοσίευτα ποιήματά του», Θεσσαλονίκη 21/4/13)
Το βιβλίο του Ηρακλή Κακαβάνη «Ο άγνωστος Βάρναλης» είναι ένα πολύ φροντισμένο πόνημα το οποίο εξοικειώνει τον αναγνώστη με τη γενική πνευματική διαδρομή του ποιητή φωτίζοντας συνάμα κρίσιμες στιγμές της και αποκαλύπτοντας ουσιώδεις πτυχές της προσωπικότητάς του, πράγμα που επιτρέπει να κατανοήσουμε καλύτερα το περιεχόμενο του έργου του. Το ερώτημα που τίθεται είναι ποια η σημασία της ενασχόλησης στις μέρες μας με το έργο του Βάρναλη, τι δικαιώνει το ενδιαφέρον για ένα τόσο αδιαμφισβήτητα στρατευμένο κομμουνιστή διανοητή.
Εκκινώ από την άποψη ότι η τέχνη συνιστά διαγενεακή επικοινωνία των ανθρώπων μέσω αισθητικών μορφών, οι οποίες μεταδίδουν και γεννούν συναισθήματα και σκέψεις. Σ’ αυτή όμως την επικοινωνία επιβιώνει διαχρονικά και διασώζεται ό,τι έχει καθολική σημασία για την ανθρωπότητα, για τις ανάγκες και προοπτικές της. Για να αποκτήσει καθολική σημασία το έργο ενός δημιουργού, το οποίο ωστόσο αναπόφευκτα εντάσσεται σε συγκεκριμένο χωροχρόνο, θα πρέπει να αναδεικνύει τα πλέον θεμελιώδη για την ανθρωπότητα ζητήματα της εποχής, αυτά που διαμορφώνουν τον ανθρώπινο κόσμο και καθορίζουν την εξέλιξή του, να αποτελέσει δηλαδή συνείδηση της εποχής, και να το κάνει μάλιστα χρησιμοποιώντας μορφολογικά άρτιους τρόπους, λειτουργώντας βάσει των νόμων της αισθητικής ικανοποίησης.
Ο Βάρναλης υπήρξε εκπληκτικός τεχνίτης του λόγου. Ο στίχος του καλοδουλεμένος και ακριβής συνδυάζει την διεισδυτική κριτική ματιά με την καυστικότητα, την ειρωνεία και τη χλεύη. Συνάμα μας παρουσιάζει υπέροχα δείγματα λυρισμού. Αυτό όμως που θα σημαδέψει το έργο του είναι η σπουδαία επιλογή ζωής, να ταχθεί με το μέρος του εργαζόμενου λαού σε μια εποχή μεγάλων επαναστατικών εγχειρημάτων. Ο Βάρναλης ήταν από τους πρώτους διανοούμενους που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα της Οκτωβριανής Επανάστασης. Υπήρξε πρωτοπόρος της ελληνικής επαναστατικής διανόησης, προτάσσοντας το νέο κοσμοϊστορικό ιδεώδες με απαράμιλλο ενθουσιασμό και ιδεολογική μαχητικότητα. Έργα του όπως «Το φως που καίει», «Ο λαός των Μουνούχων» και «Σκλάβοι πολιορκημένοι», αποτελούν λογοτεχνικό μανιφέστο του ιστορικού υλισμού.
Αυτή η επιλογή του ποιητή του επέτρεψε να βρεθεί στο ύψος της εποχής, να διαβεί το δρόμο σκληρών και κρίσιμων κοινωνικών αγώνων, ο οποίος συνάμα οδηγούσε σε γόνιμες πνευματικές αναζητήσεις και δημιουργικές καλλιτεχνικές υπερβάσεις. Στη δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα ο αστικός κόσμος με τα δικά του ιδεώδη της δικαιϊκής ελευθερίας και ισότητας και της εθνικοπατριωτικής αδελφοσύνης είχε ήδη εξαντλήσει την προοδευτική ορμή του, αποκαλύπτοντας με φρικτό τρόπο το πραγματικό του πρόσωπο, στέλνοντας εκατομμύρια ανθρώπινων ψυχών στην κρεατομηχανή του 1ου παγκόσμιου πολέμου (στην Ελλάδα επιπροσθέτως των Βαλκανικών πολέμων και της Μικρασιατικής Εκστρατείας). Η διανόηση που παρέμεινε εγκλωβισμένη στα αστικά ιδεώδη βρέθηκε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μακριά από τα κρίσιμα ζητήματα της κοινωνικής προόδου ή και σε θέσεις εκ διαμέτρου αντίθετες προς αυτή. Η διανόηση που αισθάνθηκε την παρακμή της αστικής κοινωνίας αλλά δεν μπόρεσε να διακρίνει προοπτικές χειραφέτησης και να αφοσιωθεί σ’ αυτές επίσης βρέθηκε στο περιθώριο της ιστορίας.
Από αυτή τη σκοπιά παρουσιάζει ενδιαφέρον η σχέση του Βάρναλη (την οποία αναδεικνύει επαρκώς ο Ηρακλής Κακαβάνης στο βιβλίο του) με διανοητές όπως ο Καβάφης, ο Παλαμάς και ο Δελμούζος, οι οποίοι υιοθέτησαν διαφορετικές ή και αντίθετες στάσεις απέναντι στην εποχή τους εν συγκρίσει με αυτή του ποιητή. Δέον να τονιστεί ότι αυθεντικός και μαχητικός ανθρωπισμός στον 20οαιώνα μπορούσε να υπάρξει μόνο μέσα από την προλεταριακή θεώρηση του κόσμου και τον αγώνα για την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου. Η κοινωνική στάση του Βάρναλη τον ώθησε να δει τη ζωή από τη σκοπιά των υφιστάμενων την ταξική εκμετάλλευση, των φτωχών, των ταπεινών και καταφρονεμένων. Έτσι κατάφερε να αντιληφθεί το μόχθο και τη δυστυχία τους, (αυτά που πολλοί διανοούμενοι της εποχής κοιτούσαν αλλά δεν έβλεπαν) και να γίνει με το έργο του η φωνή τους.
Ο Βάρναλης πολεμά με πάθος και πείσμα τον κόσμο της αδικίας. Αποκαλύπτει το πραγματικό πρόσωπο των αφεντάδων της ζωής, των εκμεταλλευτών εργασίας, αυτών που χτίζουν την ευτυχία τους πάνω στα κόκαλα του λαού, χρησιμοποιώντας βία και απάτη. Ο Βάρναλης αγαπά το λαό και γι’ αυτό δε τον κολακεύει. Αντιθέτως τον επικρίνει για τη δειλία, τη μοιρολατρία και τη μικροψυχία που συχνά τον διακρίνουν. Ο λαός κουβαλάει μέσα του όλη τη σαπίλα της εκμεταλλευτικής κοινωνίας. Είναι ο «καλός λαός», αυτός πουφρόνιμα και ταχτικά πάει με κείνον που νικά, είναι ο λαός των μοιραίων οι οποίοι, ενώ έχουν στερηθεί ό,τι όμορφο υπάρχει στη ζωή, εκτονώνονται με υποκατάστατα ευτυχίας, περιμένοντας κάποιο θαύμα. Ο λαός μπορεί να προδώσει. Όπως σπαρακτικά αναφωνεί η βαρναλική Παναγία: Θεριά οι ανθρώποι δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν.
Ο ποιητής γνωρίζει καλά ότι ο λαός υφίσταται κάθε μορφής πνευματική χειραγώγηση και καταγγέλλει με καυστικό τρόπο την απύθμενη υποκρισία όλων εκείνων των απολογητών της ταξικής κυριαρχίας, οι οποίοι διδάχνουν την αγιότητα της σκλαβιάς και της πείνας ώστε να μπει ρυθμός και τάξη στο μυαλό και στην ψυχή των αδικημένων και να ζητάνε μοναχοί τους ν’ αδικιούνται – για το καλό τους. Ο Βάρναλης με το καθαρτήριο φως της σκέψης και του λόγου του αντιμάχεται τα ιδεολογικά φαντάσματα του κόσμου της εκμετάλλευσης, της καθημερινής ψευδούς συνείδησης, τα οποία ηγεμονεύουν το μυαλό και τη ζωή των ανθρώπων του μόχθου. Το έργο του λειτουργεί ως νυστέρι που αποκαλύπτει τις θεμελιώδεις πλευρές της κοινωνικής αδικίας. Γράφει στο «Λαό των μουνούχων»: απόχτησε σε μια-δυο γενιές νομιμότητα και κάποια ιερότητα. Ήταν η ιδιοκτησία. Κανένας δε θυμόταν, πως ήταν κλεμμένη.
Σπάνια μπορεί κανείς να συναντήσει τόσο οξυδερκή και κριτική στάση απέναντι στη θρησκεία, στην ισχυρότερη δηλαδή μορφή πνευματικής υποδούλωσης, η δύναμη της οποίας πηγάζει από όλη τη συσσωρευμένη στους αιώνες αδυναμία και απελπισία των ανθρώπων αναφορικά με το εφικτό της χειραφέτησής τους σε αυτό τον κόσμο και με τις δικές τους δυνάμεις:
Στους λίγους δόθηκεν η Γη, στα πληθ’ οι Ουρανοί
δεν είν’ αξιότερο αγαθόν απ’ την υπομονή.
Συνάμα περιβάλλει με ιδιότυπο σεβασμό τις θρησκευτικές μορφές του Χριστού και της Παναγίας, όχι γιατί εισάγει κατά λαθραίο τρόπο στοιχεία θρησκευτικότητας στο έργο του, αλλά γιατί κατανοεί πολύ καλά ότι με τα σύμβολα του «θείου δράματος» εκφράστηκε το ανθρώπινο δράμα (πόσο Χριστέ σουν άνθρωπος, αναφωνεί η Μαγδαληνή), αλλά και η φαντασιακή αναζήτηση διεξόδου και λύτρωσης από την επίγεια μάβρη Κόλαση. Είναι εξαιρετικά θαρραλέα και επαναστατικά συνεπής η στάση του Βάρναλη απέναντι στην έννοια του έθνους, αυτή τη λατρεμένη ιδέα της αστικής τάξης, πίσω από την οποία έκρυβε όλη την ταξική ιδιοτέλειά της, αξιώνοντας από τους ταπεινούς και καταφρονεμένους να χύσουν το αίμα τους στο όνομά της, αυγαταίνοντας συνάμα τον πλούτο των αφεντικών τους:
Ξέν’ οι λαοί στον τόπο τους και δούλοι,
χωρίς πατρίδα, πάντα «οχτροί και μούλοι
Ο Βάρναλης ειρωνεύεται και καταγγέλλει και την κομφορμιστική συνείδηση των διανοουμένων, η οποία καταφεύγει σε κόσμους φανταστικούς για να κρυφτεί σε αυτούς, φτιάχνοντας ένα ωραίο ιδανικό, αδιάφορο όμως για τις ανάγκες των ανθρώπων. Ξεσκεπάζει τις ψευδαισθήσεις περί ουδετερότητας της τέχνης και της συνείδησης: Όσο το σώμα θ’ ανήκει στον Καίσαρα θαν του ανήκει μαζί κι ο νους κ’ η ψυχή. Ο Βάρναλης πιστεύει βαθύτατα στη δύναμη του λαού και στην ιστορική προοπτική της χειραφέτησής του. Το έργο του είναι ιστορικά αισιόδοξο. Ο λαός θα νικήσει όλα τα φονικά ρηγάτα και θα θεμελιώσει το βασίλειο της Δουλειάς της Πανανθρώπινης Φιλιάς. Ο ποιητής παρακινεί το θύμα και το ψώνιο να φέρει ανάποδα τον ντουνιά.
Τα λόγια του Βάρναλη ηχούν σαν αγέρωχο επαναστατικό προσκλητήριο, συνιστούν σάλπισμα εξέγερσης: Όχι με λόγια, μ’ έργα τ’ άδικο πολέμα!
Κι όχι μονάχος! Με τα πλήθη συνταιριάσου!
Τ’ άδικο μ’ αίμα θρέφεται! Πνίξε το με αίμα.
Ο ποιητής αναφέρεται στην προοπτική ενός λεύτερου κόσμου κι αυτό είναι ό,τι σημαντικότερο υπάρχει στο έργο του. Η δύναμη και η κοινωνική σημασία της τέχνης όπως και η δύναμη της ανεπτυγμένης-καλλιεργημένης συνείδησης, εν γένει, καθορίζονται από τη στάση απέναντι στην προοπτική, από την ικανότητα κατανόησης και ανάδειξης της προοπτικής, αυτού δηλαδή που δεν μπορεί να διακρίνει ο καθημερινός κοινός νους των απλών ανθρώπων. Η επαναστατική τέχνη του Βάρναλη, ως συνείδηση της εποχής, επιχειρεί να στρέψει το βλέμμα των ανθρώπων του εργαζόμενου λαού στην αισιόδοξη προοπτική ενός όμορφου χειραφετημένου κόσμου, στον οποίο οι προλετάριοι έχοντας απαλλοτριώσει τους απαλλοτριωτές τους προσοικειώνονται όλα τα θαυμαστά επιτεύγματα του πολιτισμού:
η πλούσια Γης ολάκερη, τα κόπια μας κλεμένα ως χτες
όλα μας ξαναδίνονται με τις αγκάλες ανοιχτές
… …
Όλα σου τέχνη τα καλά και τα μεγάλα δώρα
σα να ναι μια τα χαίρεσαι ψυχή παγκόσμια τώρα
Και η λευτεριά είναι καθολική-πανανθρώπινη: όμοια λεύτερη όλη η πλάση στον αγώνα του καλού. Πολλοί ικανοί διανοούμενοι εμφανίστηκαν στον 20ο αιώνα. Όμως μόνο άνθρωποι σαν τον Βάρναλη στάθηκαν στο ύψος της κοινωνικής ανάγκης και της συνειδητής οργής, σήκωσαν την ιστορία στους ώμους τους, φώτισαν το δρόμο της ανθρώπινης προσπάθειας για λύτρωση, για καλύτερο αύριο, έγιναν οι οδηγητές του λαού στα μεγάλα επαναστατικά του σκιρτήματα.
Ο Ρίτσος αποτιμά με τον ακριβέστερο τρόπο το έργο του Βάρναλη γράφοντας το 1956 στην τότε Αυγή:
Ποιητή, σ’ είδαμε πάντα στο πλευρό του λαού μας
με σκέψη και με πράξη.
Ο λόγος σου σπαθί, νυστέρι και φωτιά που φωτάει και φως που καίει.
Σ’ είδαμε πάντα με την παλάμη σου ανοιχτή δίπλα στ’ αφτί για ν’ αφουγκράζεσαι πίσω απ’ τα τείχη τη στρογγυλή βουή του ιστορικού αναπότρεπτου ήλιου. Αυτό τον ήλιο μας έδειξες.
Η επαναστατική τέχνη του Βάρναλη, ως συνείδηση της εποχής, είναι καθολική και συνεπώς διαχρονική, αφενός γιατί οι λογαριασμοί που άνοιξε ο 20ος αιώνας με τον καταστροφικό κόσμο του κεφαλαίου δεν έχουν κλείσει ακόμα, αφετέρου γιατί τα ιδανικά και η προοπτική που υπηρέτησε συνάπτονται με το πιο σημαντικό και αυθεντικά καθολικό ζήτημα της ιστορίας, με τον αγώνα για τη χειραφέτηση της εργασίας και την κομμουνιστική ενοποίηση της ανθρωπότητας. Ως εκ τούτου το έργο του Βάρναλη ανήκει οριστικά στο μέλλον.
*επίκουρος καθηγητής ΑΠΘ