Κυριακή 16 Ιουνίου 2013

Το Όνειρο του γερο-Αντόνιο


Ονειρεύεται ο Αντόνιο ότι η γή που δουλεύει του ανήκει, ονειρεύεται ότι ο ιδρώτας του πληρώνεται με δικαιοσύνη και αλήθεια, ονειρεύεται ότι υπάρχει σχολείο για να γιατρέψει την άγνοια και φάρμακο για να τρομάξει τον θάνατο, ονειρεύεται ότι το σπίτι του φωτίζεται και ότι το τραπέζι του γεμίζει, ονειρεύεται ότι η γή του είναι λεύτερη και ότι είναι θέμα του λαού του να κυβερνά και να κυβερνιέται, ονειρεύεται πως είναι εντάξει με τον ίδιο του τον εαυτό και με τον κόσμο. Ονειρεύεται ότι πρέπει να αγωνιστεί για να αποκτήσει αυτό το όνειρο, ονειρεύεται πως πρέπει να υπάρξουν νεκροί για να υπάρξει ζωή.

Ονειρεύεται ο Αντόνιο και ξυπνάει...
τώρα ξέρει τι να κάνει και βλέπει τη γυναίκα του καθισμένη στις φτέρνες να φυσά τη φωτιά, ακούει το παιδί του να κλαίει, βλέπει τον ήλιο να χαιρετά την Ανατολή και ακονίζει τη ματσέτα του χαμογελώντας.

Ένας άνεμος σηκώνεται και ανακατεύει τα πάντα, αυτός σηκώνεται και πηγαίνει να συναντήσει άλλους. Κάτι του λέει πως η επιθυμία του είναι επιθυμία πολλών και πηγαίνει να τους βρεί.

*****

Ονειρεύεται ο αντιβασιλιάς ότι η γή του σείεται από έναν άνεμο φοβερό που τα πάντα σηκώνει, ονειρεύεται πως αυτό που έκλεψε τού το παίρνουν, ονειρεύεται πως το σπίτι του καταστρέφεται και ότι το βασίλειο που κυβέρνησε καταρρέει.

Ονειρεύεται και δεν κοιμάται. Ο αντιβασιλιάς πηγαίνει στους φεουδάρχες και αυτοί του λέν πως ονειρεύονται το ίδιο. Ο αντιβασιλιάς δεν ξεκυράζεται, πηγαίνει στους γιατρούς και όλοι μαζί καταλήγουν πως πρόκειται για ινδιάνικη μαγεία και όλοι μαζί καταλήγουν πως μονάχα με αίμα θα λευτερωθεί από αυτή την κατάρα κι' ο αντιβασιλιάς διατάζει να σκοτώσουν και να φυλακίσουν και χτίζει περισσότερες φυλακές και φυλάκια και το όνειρο συνεχίζει να τον κρατά άγρυπνο.

Σ' αυτήν τη χώρα όλοι ονειρεύονται. Πλησιάζει η ώρα του ξυπνήματος.

από τις Ιστορίες του Γερο-Αντόνιο, του υποδιοικητή Μάρκος (SubComandante Marcos).
Μετάφραση Γιώργος Καρατζάς
Εκδόσεις Ροές

Παρασκευή 14 Ιουνίου 2013

Ξεχερσώνοντας τα χωράφια των ονείρων μας


Διάβασα εδώ ένα κείμενο με τίτλο Το θέμα δεν είναι η ΕΡΤ. Εγώ είμαι. Κείμενο που με άγγιξε περισσότερο από όσα γράφτηκαν αυτές τις μέρες για τον σφαγιασμό της ΕΡΤ. Σε αυτό το κείμενο θάθελα να προσθέσω μερικές φράσεις. Ίσως να το ερμηνεύουν ίσως και να παρεκτρέπουν την σκέψη απ' όσα ο συντάκτης του ήθελε να διατυπώσει.

Η διαγραφή της πολιτιστικής μνήμης, του παρελθόντος χρόνου δεν είναι απλά ένα επεισόδιο του αποφασίζουμε και διατάζουμε. Δεν είναι ένας κρίκος σε μια αλληλουχία γεγονότων εκφασισμού και καταστολής της δημόσιας ζωής. Είναι κάτι πιο ουσιαστικό. Είναι  μια λοβοτομή του σώματός μας, των αισθητηρίων οργάνων  μας, της μνήμης.

Και πάντως δεν είναι ο φασισμός της μιας νύχτας, του μπάτσου το  περίστροφο, του ναζιστή ο σουγιάς, η εκτροπή μιας επταετίας. Γιατί στο κελί ή στο ξερονήσι η ελπίδα δεν σε εγκαταλείπει, το Μηδέν της ύλης υπάρχει να ξαναρχίσεις, ο βασανισμός της σάρκας μπορεί να γίνει η πορεία για την κατάκτηση του πνεύματος. Γιατί σε τελευταία ανάλυση η ήττα και οι συνέπειές της μπορούν να σε μετατρέψουν σε νικητή. 

Γιατί ο φασισμός που έχει στόχο την ύλη δεν είναι ανίκητος. Και αυτό το δίδαξε η ιστορία εξήντα χρόνια πριν.  Και δίδαξε η ιστορία αυτούς που θέλουν να την κάνουν αποκλειστικό τους κτήμα πως η επιλεκτική χρήση της ιστορίας, η προσεγμένη εκκένωση της μνήμης, δεν αρκεί και πως ένας άλλος φασισμός είναι πιο "αποτελεσματικός". Εκείνος που δεν επιστρατεύει μόνο την ύλη των όπλων και των μισθοφόρων αλλά και το κάψιμο των βιβλίων, την πυρπόληση των βιβλιοθηκών, την ολοκληρωτική εκκένωση της μνήμης. Που επιστρατεύει την μαύρη ύλη που απορροφά ολοκληρωτικά τον νού, που εκριζώνει κάθε νευρικό κύτταρο που ωθεί το σώμα να ακολουθεί το νού και αυτός την ψυχή. Που κάνει την σάρκα πιο αδύναμη, το μυαλό ά-βουλο, την ψυχή δηλητηριώδες μόσχευμα.   

Είναι ο φασισμός που διαμορφώνει το dna της Ύπαρξής μας. Που αποδομεί την ύπαρξη, που καταργεί την ιστορία των λέξεων, τα χρώματα από τη θύμιση, την αψηλάφιστη των πραγμάτων διάσταση, τη διαφάνεια του χρόνου. Είναι η αποπλάνηση των περιπλανήσεών μας, η διάσταση της διανόησης με την ιστορία.  

Είναι η μαύρη ύλη που απορροφά την αιτία του να ρωτάμε και να αναρωτιόμαστε, να χαιρόμαστε και να κλαίμε, να αγαπάμε και να απεχθανόμαστε.  Είναι το μπάζωμα των πηγαδιών, η ασέλγεια της πηγής, το στέρεμα των δακρύων, ο σφαγιασμός της νοσταλγίας, ο νηπιασμός της χαράς. Είναι η διαγραφή του χρόνου που μας δίδαξε και διασφάλισε την ευπρέπεια του λόγου μας.


(Γή άγονη, χρόνος α-διάστατος). 

Είναι η κατάργηση των αποχρώσεων που αποδεικνύουν το Νόημά μας, που ντύνουν την ύπαρξή μας, που ποτίζουν τη σπουδαιότητα του Είναι μας, που αναβλύζουν το Φώς και το ευδιάκριτο της αλήθειας από το ψέμα. Είναι η σιγή των παλμών της ψυχής μας, η νύχτα που δεν οδηγεί στο ξημέρωμα.


*****

Στερεύουν μία μία οι πηγές μας, η φτωχοποίηση της ύλης μας γίνεται μοχλός της εξουσίας για την φτωχοποίηση του νού και της ψυχής. Και όταν δεν τους αρκεί να σου πάρουν το σπίτι, σου αρπάζουν το πιο πολύτιμο, τη μνήμη. Και γινόμαστε και θα γενιόμαστε φτωχοί όσο ποτέ άλλοτε, γένους απροσδιόριστου, σώματα ακατοίκητα, ζόμπι περιφερόμενα σ' έναν πλανήτη μόρφωμα ενός πάνοπλου φασισμού.

κείμενο δανεικό από φιλικό ιστολόγιο

Πέμπτη 13 Ιουνίου 2013

''..Βλέπω τους εμπόρους να εισπράττουν σκύβοντας το κέρδος των δικών τους πτωμάτων..'' (αναδημοσίευση)


* ''Προφητικόν'' του Οδυσσέα Ελύτη από το Άξιον Εστί.

Τους εμπόρους των λαών,τους εμπόρους των ελπίδων, των ψεμάτων, των ψυχών..

Τους εμπόρους της απελπισίας,των παιδιών που λιποθυμούν στα σχολεία, των παιδιών μας που φεύγουν, των πατεράδων μας που φεύγουν γι αλλού, με την πίκρα στα μάτια..

Τους εμπόρους της ανεργίας και της δουλείας, τους εμπόρους των άστεγων που βρίσκονται το πρωϊ νεκροί, αυτών που ψάχνουν στα σκουπίδια, αυτών που ζουν σαν σκουπίδια, τους εμπόρους των ανήμπορων χωρίς φάρμακα..

Τους εμπόρους της χαράς, του χαμόγελου, της ευτυχίας, της οικογένειας, τους εμπόρους της χαράς να γεννάς ένα παιδί, να οραματίζεσαι το μέλλον του..

Τους εμπόρους της παρέας, της φιλίας, της συντροφιάς, του Κυριακάτικου οικογενειακού τραπεζιού, τους εμπόρους της γιορτής, της ανάπαυσης, της ηρεμίας..

Τους εμπόρους της αξιοπρέπειας, του φιλότιμου, της ανιδιοτέλειας, της πραότητας, της ηθικής..

Τους εμπόρους, τέλος, αυτών που δεν αντέχουν, που πηδούν απ' τα μπαλκόνια, που κρεμιούνται μόνοι τους, που ΑΥΤΟΚΤΟΝΟΥΝ..

Όλους αυτούς τους εμπόρους, αξίωσέ μας Θεέ μου να τους δούμε σκυφτούς, πνιγμένους στο αίμα των αμαρτιών και των θυμάτων τους, να εκλιπαρούν για λίγο έλεος, μία συγχώρεση..

Μία συγχώρεση που δεν θα μπορέσει να αναβλύσει από καρδιές που στέγνωσαν..

από http://mandatoforos.blogspot.gr

Η εποχή των σκιών (Γιάννης Αγγελάκας)


Η εποχή των σκιών

Είμαστε εδώ, Χωρίς να είμαστε
Αναπνέουμε, Περπατάμε
Μισούμε, Αγαπάμε
Αγοράζουμε, Πουλάμε
μόνο και μόνο
για να δικαιολογούμε την απουσία μας.

Πώς μπορεί να ονομάζεται ένας κόσμος
φτιαγμένος από σκιές ανύπαρκτων σωμάτων
Οι καθρέφτες αποτυπώνουν
εντυπώσεις δυνατών ψευδαισθήσεων πόνου

Είμαστε όλοι
Ασθενικά αιμορραγούντα φαντάσματα
μάταια προσπαθούμε ν' αφήσουμε τα χνάρια μας
για την εποχή των πραγμάτων
που θ' ακολουθήσει
τη δικιά μας εποχή των σκιών

Γιάννης Αγγελάκας

Εκπορνεύομαι (αναδημοσίευση)

Αυτές οι γυναίκες που δεν πλήρωσα μου στοίχισαν πιο ακριβά. Νίκος Καββαδίας


της Μαρίας Μαυρογεωργίου

Με πουλάω καθημερινά και κατ'εξακολούθηση. Με πουλάω φτηνά.
Τελευταία σιχάθηκα και εμένα και αυτούς που με αγοράζουν. Το αντίτιμο μου είναι ψίχουλα. Περάστε κόσμε. Σε όλους περισσεύουν λίγα ψίχουλα, ελάτε να πάρετε.

Τελευταία αισθάνομαι σαν να ζω μια κατάσταση ανταλλαγής....
Μπορώ να σου χαμογελάσω αν με κοιτάξεις με το βλέμμα που μου αρέσει. Μπορώ να σε συγχωρέσω αν λυγίσεις για λίγο, τάχα μου πως μετάνιωσες. Μπορώ να γλείψω τις γρατσουνιές που μου έκανες και ύστερα να γλείψω και εσένα. Και όλα αυτά ξανά και ξανά. Ακούραστα.

Εκπορνεύομαι στη δουλειά μου για να μη την χάσω. Εκπορνεύομαι στον εραστή τον ανάξιο για να μπορώ να τον έχω ακόμα. Εκπορνεύομαι στους φίλους μου γιατί δεν μπορώ να χαλάσω τις καρδιές μας. Εκπορνεύομαι.

Μπορώ να φιλήσω χείλη, που όταν μιλάνε αηδιάζω. Να αφήσω να με αγγίξουν χέρια που θέλω να κόψω. Σύριζα. Μπορώ να σε χαστουκίσω με όλη την δύναμη της ψυχής μου και μετά να σε κοιτάξω με λαγνεία και να ξαπλώσω πλάι σου. Να σε ταπεινώσω και να ταπεινωθώ.

Είμαι μία πόρνη της ζωής. Πόρνη. Ξεκάθαρα.
Και επειδή σε αφήνω να με αγοράζεις με ψίχουλα, σε μπερδεύω. Μη γελιέσαι. Είμαι ύπουλη. Ποτέ δεν θα σε ρωτήσω πόσα δίνεις, ποτέ δεν θα σου πω πόσα θέλω. Θα σε καταστρέψω φεύγοντας, για τα ψίχουλα που νόμιζες πως μου έφταναν. Αφήνω εσένα να καθορίσεις την τιμή μου, ώστε να μπορώ να σε διαλύσω μετά για τους λάθος υπολογισμούς σου.

Νομίζεις πως δεν θα σου στοιχίσω? Το Ταζ Μαχάλ πιο φτηνά θα σου κόστιζε. Όχι στην τσέπη, στην ψυχή. Φεύγοντας.

Λίγο πριν φύγω όμως θα ξαπλώσω για μια ακόμα φορά, εκεί κάτω, στο χαλάκι σου. Θα γουργουρίσω σαν ευχαριστημένη γατούλα και μόλις σε δω ευχαριστημένο, θα μπήξω τα νύχια μου τόσο βαθιά μέσα σου, που θα μείνουν εκεί για πάντα. Να τα έχεις να με θυμάσαι και να πορεύεσαι. Έτσι και αλλιώς θα βγάλω άλλα. 

Πού πήγανε τα τραγούδια μας; (αναδημοσίευση)


του Γιάννη Μακριδάκη
από http://yiannismakridakis.gr/

Έχω ένα ραδιοφωνάκι κρεμασμένο μόνιμα στην αμυγδαλιά. Σόνυ είναι, παλαιό, παγκοσμίου λήψεως (!), αλλά πιάνει μόνο Δεύτερο Πρόγραμμα. Το ‘χω να κρέμεται εκεί σ’ ένα κλαρί και να το κουνά ο αέρας, με την κεραία του να βλέπει συνήθως κατά τον νοτιά αλλά να στρίβει κιόλας από δω κι από κει ανάλογα με τη δύναμη και τη φορά του ανέμου. Κάθε πρωί κατεβαίνοντας στο χωράφι, η πρώτη μου κίνηση είναι να πλησιάζω τη μυγαδαλιά και να πατάω το κουμπάκι του σόνυ της.

Παρέα με το Δεύτερο κάνω όλες τις δουλειές στο χωράφι. Ας παίζει τις περισσότερες ώρες δίχως να του δίνω σημασία, ας παίζει μόνο του αφού εγώ δεν ακούω ή δεν προσέχω, ακούει η μυγδαλίτσα και όλα τα φυτά και τα έντομα, τα πουλιά, τα γατιά και ο Μάρτης, ας λένε και βλακείες οι παραγωγοί του καμιά φορά, έρχεται όμως η στιγμή που θα βάλει ένα παλιό τραγούδι, που θα τ’ ακούσεις, θα σε αρπάξει από πολύ μέσα σου, θα σου κοπούνε τα πόδια, θ’ αράξεις στη γη ή στο κάθισμά σου και θα γείρεις το κεφάλι πίσω, θα γεμίσεις τα πνευμόνια σου με τη γλύκα της ζωής και της Τέχνης, της ανθρώπινης σοφίας.

Έτσι ένιωθα προχτές, που άκουγα σε μια εκπομπή τραγούδια μιας περασμένης Ελλάδας, μιας πατρίδας που εξαφανίστηκε παντελώς, μιας εποχής όμορφης και τραχιάς, όχι ισοπεδωμένης όπως σήμερα. Και σκεφτόμουνα πως αυτά τα τραγούδια πλέον δεν έχουν λόγο να ακούγονται. Αυτή η Τέχνη μαρτυρά πως κάποτε υπήρχε μια χώρα με τις ιδιαιτερότητές της, με το τσαγανό της, με το φιλότιμο, την περηφάνεια, την τιμή, το καθαρό της κούτελο, τη φτώχεια, τον πλούτο της τον πραγματικό, την αρχοντιά της από το χωριό μέχρι το άστυ. Μια χώρα με τις γειτονιές της που σφύζανε από ζωή στους δρόμους, μια χώρα ανθρώπων ζωντανών κι όχι ατόμων νεκρωμένων.

Αυτά σκεφτόμουνα προχτές, Κυριακή μεσημέρι ήτανε, τρίβοντας ρίγανη αποξηραμένη και ακούγοντας Δεύτερο Πρόγραμμα και μάλιστα ήταν η πρώτη φορά μέσα σ’ αυτά τα τρία χρόνια απουσίας μου από την πόλη, που κάπως την νοστάλγησα. Που έπιασα τον εαυτό μου να ονειρεύεται μια βόλτα απογευματάκι καλοκαιριού στους πεζόδρομους των Εξαρχείων κι ως απάνω στις γειτονιές των Αμπελοκήπων και μια παγωμένη μπύρα στο πάρκο ή στο καφενείο. Νοστάλγησα την πόλη, μιαν άλλη πόλη όμως, μιας άλλης εποχής, αυτής που μου φερε στην ψυχή το Δεύτερο Πρόγραμμα με τις επιλογές του, μιας εποχής που δεν ισχύει πια. Τίποτα δεν ισχύει πια.

Και μείνανε μόνο τα τραγούδια να μας θυμίζουν κάτι που χάθηκε, κάτι που αφήσαμε πίσω οριστικά, κάτι που καταστρέψαμε ολοσχερώς και ανεπίστροφα. Να μας θυμίζουνε τον εαυτό μας πριν τον ξεπεσμό, τότε που ήταν άλλος. Να μας θυμίζουνε την πατρίδα μας, την παιδική ηλικία μας. Κι έμεινε κι ένα ραδιόφωνο να τα μεταδίδει αυτά τραγούδια, που δεν έχουνε πια κανένα λόγο να μεταδίδονται, μιας και μονάχα στις ψυχές των τελευταίων που ξεμείνανε να ονειρεύονται πλούτο και όχι χρήμα, μιλάνε. Τα τραγούδια που δεν τα θέλει πια η εποχή μας, ούτε το μέλλον που σχεδιάζουμε τα χρειάζεται, ίσα ίσα ζημιά του κάνουνε, διότι ίσως μπορεί να βάλουνε κάνα δυο νέους ανθρώπους να ψαχτούνε μήπως και νιώσουνε

Μέσα στην εποχή της ισοπέδωσης και της καπιταλιστικής απανθρωπιάς, δεν μπορούν να ακούγονται αυτά, ούτε να υπάρχει ραδιόφωνο και μάλιστα κρατικό που να τα μεταδίδει, έτσι ακριβώς σκεφτόμουνα καθώς μου είχε έρθει η έκλαμψη πως και μόνο η μετάδοσή τους αποτελεί πράξη αντίστασης και επανάστασης.

Σήμερα πήγα στο χωράφι και πάτησα όπως κάθε πρωί το κουμπί του ραδιοφώνου της μυγδαλίτσας αλλά ακούστηκε μονάχα ο ήχος των παρασίτων.

Άντε τώρα να εξηγήσεις στα φυτά, στα πουλιά, στα γατιά και στον Μάρτη, πού πήγανε τα τραγούδια μας…

Τετάρτη 12 Ιουνίου 2013

Για ποιον χτυπά η καμπάνα; (aναδημοσίευση)


από http://nekthl.blogspot.gr/

Ιστορική μέρα η 11 Ιουνίου 2013 για τη χώρα μας. Η κυβέρνηση της Ελλάδας με μια πραξικοπηματική κίνηση και με συνοπτικές διαδικασίες ανακοίνωσε το κλείσιμο της Δημόσιας Ελληνικής Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης. Η ιστορική ΕΡΤ δεν υπάρχει πια. Είμαστε πλέον η μόνη χώρα της Ευρώπης χωρίς δημόσια τηλεόραση.

Αφού λοιπόν φτάσαμε σ’ αυτό το σημείο, ο κάθε υπουργός να έχει το δικαίωμα να υπογράφει και να πουλάει ότι δημόσιο οργανισμό θέλει μέσα σε λίγες ώρες καταδικάζοντας χιλιάδες ανθρώπους σε ανεργία, μετά την ΕΡΤ για ποιόν άραγε χτυπά η καμπάνα; Για τα νοσοκομεία; Έτσι κι αλλιώς αν είναι να ζεις μέσα σε κλίμα τρομοκρατίας ας πεθάνεις μια ώρα αρχύτερα να γλιτώσεις. Για τα σχολεία; Έτσι κι αλλιώς πρόβατο έτοιμο για σφαγή σε θέλουνε, τι να την κάνεις την κατευθυνόμενη δήθεν μόρφωσή τους. Κάπου άκουσα ότι τα πρόβατα πλέον όταν θέλουν να κοιμηθούν μετράνε Έλληνες…. Μήπως για τον Στρατό; Δεν καταλαβαίνω τι χρειάζεται να υπάρχει ο στρατός όταν η χώρα είναι υπό Γερμανική κατοχή.

Μη ρωτάς λοιπόν για ποιον χτυπά η καμπάνα. ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΧΤΥΠΑΕΙ όσο κι αν θεωρείς τον εαυτό σου ακόμα βολεμένο, όσο κι αν η κρίση δεν σ’ αγγίζει ακόμη. Ναι για σένα που λες δόξα τω Θεώ αντέχω ακόμη. Σε λίγο δε θα αντέχεις. Και κάποιοι άλλοι τότε θα επαναλάβουν ίσως τα δικά σου λόγια πως τόσο ανόητα τώρα προφέρεις: «ΚΑΛΑ ΤΟΥΣ ΚΑΝΑΝΕ!». Σε μια χώρα που λειτουργεί φασιστικά κι όταν πονάει ένα κομμάτι της αντί να το διορθώσει το αφαιρεί χωρίς αναισθητικό, αργά ή γρήγορα θα έλθει και η δική σου ώρα. Η καμπάνα σου έχει ήδη χτυπήσει. Αλλά δυστυχώς επιμένεις να μην την ακούς. Καλό κουράγιο!

Υ.Γ. Ας ελπίσουμε κάποτε η καμπάνα αυτή να ξυπνήσει όσους ακόμα κοιμούνται βαθιά ενώ η φωτιά άρχισε να καίει τους καναπέδες τους. Ας ελπίσουμε το κουράγιο να το χρειαστούν για να βρουν τρύπα να κρυφτούν αυτοί που ξεπούλησαν την Ελλάδα και αφαίμαξαν τους Έλληνες.

"Μαύρο μέλι, μαύρο γάλα"


Με τον Κεμάλ άνοιξε η συναυλία των μουσικών συνόλων της ΕΡΤ χθές νύχτα. Τη νύχτα της παράδοσης -μιας ακόμη παράδοσης- του εγγονού της Πηνελόπης Δέλτα.


Μαύρο μέλι, σκοτεινές οθόνες, βουβά ραδιόφωνα. Και σιωπή φονικός υπόηχος ολίγων Hertz που το σώμα, ο νούς και η ψυχή δεν αντέχει. Σιωπή-Σκλαβιά, ηχηρή σαν την μπότα του καταχτητή. 

Κι' έρχεται ο χρόνος όπου στα μονοπάτια του δεν διάβηκα, μούρχεται στη θύμιση η φωνή που δεν είχα ποτέ ακούσει....

«Εδώ ραδιοφωνικός σταθμός Αθηνών. Έλληνες, οι Γερμανοί εισβολείς ευρίσκονται εις τα πρόθυρα των Αθηνών. Έλληνες, κρατείστε ψηλά την σημαία του Μετώπου. Σε λίγο ο σταθμός αυτός δεν θα είναι ελληνικός. Θα μεταδίδει ανακοινωθέντα του εχθρού".

Κώστας Σταυρόπουλος, εκφωνητής ραδιοφώνου, Αθήνα 27 Απρίλη 1941.


 Και γίνεται εικόνα αυτή η φωνή, μετά σάρκα ανθρώπινη, σώμα με νού και ψυχή. Και είδα μετά πως αυτό το πλάσμα της ενόρασής μου γεννά υπάρξεις, δεκάδες χιλιάδες που δικαιώνουν την ιστορία.

Γιατί ο Κεμάλ του ποιητή γίνεται δάκρυ λυτρωτικό να ξεπλύνει το άμετρο του "είμαι" για να λάμψει το έμμετρο του είμαστε.  

Από το Ζάλογγο ως το Δίστομο, αυτή η Ιστορία δεν σου αξίζει! (αναδημοσίευση)


Σα νεκρός μου φαίνεται πια ο χρόνος, γι αυτό και η σιωπή των ημερών. Η μήτρα της Ιστορίας δεν γεννά τίποτα τούτη τη στιγμή σε αυτή τη χώρα. Και ήρθε η μαύρη επέτειος της σφαγής του Διστόμου να με ανασηκώσει λίγο, αλλά μόνο για να αποδώσω στον καθένα αυτά που του αξίζουν. 

Μια σειρά απογοητεύσεις τον τελευταίο καιρό, όπως το φιάσκο μιας μεγάλης απεργίας που δεν έγινε ποτέ και η αδιαμφισβήτητη προδοσία σύσσωμης της κοινοβουλευτικής Αριστεράς, αλλά και η ενδοτικότητα αυτού του λαού, είτε η απόλυτη ανηθικότητα του....
που δηλώνεται με την αδιαφορία για τον πόνο του άλλου, του άλλου που μπορεί να είναι δίπλα σου, και ίσως και εσύ ο ίδιος αύριο κιόλας, όλα αυτά ρίχνουν ένα βαρύ, συννεφιασμένο πέπλο πάνω από την Ελλάδα. Κι έρχεται η επέτειος της σφαγής, μιας από τις τόσες και τόσες θυσίες των τύποις μόνο προγόνων που αντιστάθηκαν μέχρι τέλους, για να μικρύνει ακόμα περισσότερο το έτσι κι αλλιώς ανύπαρκτο ανάστημα αυτού του σημερινού υποτιθέμενου ελληνικού λαού

Πράγματι, τίποτα δεν πήγε χαμένο: ούτε η διευρυμένη αστικοποίηση, ούτε το καταναλωτικό μοντέλο, ούτε το ξέπλυμα των δωσιλόγων, ούτε η Βάρκιζα, ούτε τα καινούργια μοντελάκια αυτοκινήτου που τόσο λάτρεψες, ούτε το γκρικ καμάκι της βαριάς μας βιομηχανίας του ξεκωλοτουρισμού, όλα είναι εδώ!

Ένα σιχαμένο ανθρωπάκι, που αν θυμηθεί το Ζάλογγο θα είναι είτε για να το χλευάσει ως μυθική κατασκευή, είτε για να το στήσει καραγκιόζ μπερντέ στο θέατρο του εθνικοφασισμού.

Ένα φοβισμένο ανθρωπάκι που όμως δεν του αξίζει να ζει, έτσι είπε ο Κάλβος, δεν του αξίζει να ζει.

Από το Ζάλογγο ως το Δίστομο, αυτή η Ιστορία δεν σου αξίζει. Και θα πληρώσεις το τίμημα αργά ή γρήγορα, εσύ ή και τα παιδιά σου. Μέρα τη μέρα με την κακία, την αδιαφορία, την ανοχή, τη σιωπή, το φόβο, την ηλιθιότητα που δεν συγχωρείται, χώνεσαι ακόμα πιο βαθιά στο λάκκο που σκάβεις ο ίδιος και θα γίνει ο τάφος σου. Από την κρησάρα της Ιστορίας θα περάσουμε όλοι, μα όλοι, και τα σκάρτα θα ξεχωρίσουν από τον ανθό. Ότι είπες και ότι έκανες, ότι δεν είπες και ότι δεν έκανες, όλα είναι εδώ. Και μην τολμήσεις να διανοηθείς οτι είσαι απόγονος αυτών των ταπεινών και ανώνυμων ηρώων, που προτίμησαν το γκρεμό από τη δουλεία, που προτίμησαν τον πιο βίαιο θάνατο από την υποταγή, που διάλεξαν την υπερηφάνεια και την αξιοπρέπεια και περιφρόνησαν την ίδια τη σύντομη βιολογική ζωή τους.

Να αναπνέεις είναι πολύ εύκολο, εξάλλου το βρήκες έτοιμο, δεν χρειάζεται προσπάθεια. Να είσαι Άνθρωπος κερδίζεται, πρέπει να κοιτάς ψηλά, είναι ζήτημα επιλογής. 

Τρίτη 11 Ιουνίου 2013

Το σπιρτόκουτο (αναδημοσίευση)


Της Αννίτας Λουδάρου 

Θυμήσου μια μέρα που μπήκες στο αυτοκίνητο και έφυγες. Βγήκες από την πόλη, από τα γκρίζα και νεφελώδη τοπία που αγάπησες και ξεμάκρυνες. Άρχισαν μέσα από τα παράθυρα του αυτοκινήτου να μπαίνουν χρώματα. Έτρεχαν τα σύννεφα στον ουρανό, οι ρόδες στην άσφαλτο και εσύ ξεκόλλαγες από βάρη και έγνοιες. Έστω και προσωρινά, πόσο σπουδαίο είναι αυτό το προσωρινό. Αν το καλοσκεφτείς ολόκληρη η ζωή μας είναι προσωρινή....Μια διαφυγή από το προσωρινό, μπορεί να είναι και αιώνια.

Έχει πολλά βάρη η καθημερινότητα μας. Πολλές έγνοιες, ετικέτες και αριθμούς. Ετικέτες πάνω στα προιόντα που αγοράζουμε, στα τετράδια, στα κουδούνια των πολυκατοικιών, στις βαλίτσες, στις λεζάντες, στις καρέκλες, στις βιτρίνες. Ιδεολογικές, πολιτικές ετικέτες. Άνθρωποι ετικέτες, απόψεις ετικέτες, επιλογές ετικέτες. Καβγάδες για τις ετικέτες, εντυπώσεις για τις ετικέτες. Ετικέτες στερεότυπα. Ετικέτες στις σχέσεις μας, στα όνειρα μας, στις επιλογές μας. Οι ετικέτες μας οριοθετούν. Από δω μέχρι εδώ, μετά αρχίζει η άλλη ετικέτα, που δεν προβλέπεται.

Ετικέτες που μας φοριούνται από πολύ νωρίς. Κτυπημένες πάνω στο δέρμα μας, ίσως και ακόμα πιο βαθειά, σαν τατού. Εκπαιδευόμαστε στην ανάγνωση, επικόλληση και αξιολόγηση τους. Ακριβώς ό,τι η φύση αρνείται να κάνει, αφού στην φύση ετικέτες δεν υπάρχουν. 

Ετικέτες που αφήνουν έναν πολύ μικρό χώρο στον καθένα για να ζει. Ένα σπιρτόκουτο. Εκεί μέσα σ΄αυτό το μικρό χώρο βασιλεύουν μικρά πράγματα όπως είναι οι αριθμοί και οι ετικέτες. Τους γνώρισες τους αριθμούς από νωρίς και αυτούς. Είναι αυτοί που σε κυβερνούν, που σε πουλούν και καμιά φορά σ΄αγοράζουν. Αριθμοί που υπάρχουν για να πληρωθούν, αν όχι από σένα τουλάχιστον από αυτούς που μένουν πίσω. Οι αριθμοί, οι διαγνώσεις και οι αναλύσεις. Μια κάλπικη πτήση.

Θυμήσου μια μέρα που βγήκες από το σπιρτόκουτο. Πήρες τις κουβέντες που δεν είπες ποτέ, τράβηξες τις φωτογραφίες που δεν τόλμησες, ποτέ, ξεκόλλησες όλα τα διαχωριστικά περιβραχιόνια που μόνος σου είχες ράψει στα μπράτσα των ανθρώπων, των σχέσεων, εσένα του ίδιου και τα τσαλαπάτησες στην λάσπη. Έριξες κάτω τις ετικέτες. Μπήκες στο αυτοκίνητο και έφυγες. Ήταν η ίδια μέρα που μεγαλώσανε τα καλοκαίρια, εσύ μπόρεσες να γλύψεις το αλάτι σε κάθε πόρο του δέρματος της, είδες τριγύρω σου όλους τους ανθρώπους ισότιμους, χωρίς να έχεις ανάγκη να τους ανεβοκατεβάζεις στα ασανσέρ της ανασφάλειας σου και θυμήθηκες τα ανέμελα μπλε σταράκια σου που δεν χώρεσαν ποτέ στο σπιρτόκουτο. Ήταν η μέρα που πήρες στα σοβαρά τον εαυτό σου.

Τα σύννεφα κυλούσαν στον ουρανό και εσύ ταξίδευες με την ορμή σου. Αν έχεις δει πανί φουσκωμένο από τον αέρα , θα καταλαβαίνεις τώρα πως μια φορά να φύγεις, πίσω δεν ξαναγυρίζεις. Αν ρωτάς το γιατί, είναι απλό, η ζωή έξω από το σπιρτόκουτο έχει πολλές ομορφιές για να μπορέσεις να την ξεχάσεις. Ίσως γιατί βασίζεται σε σένα και σε πιστεύει. Ίσως γιατί για να την χαρείς θέλει να είσαι ολόκληρος, δηλαδή ακέραιος. Μια φορά να ξυλώσεις τα διαχωριστικά, γίνεσαι ένα με όλους και ξεκινάς.

Ετών 47, 64, 55, 19, 34, 78, ποτέ δεν είναι αργά αν όχι για μια περισσότερο δίκαιη ζωή, τουλάχιστον για μια περισσότερο ανθρώπινη ζωή.

Ζωγραφική Δημήτρης Αναστασίου