Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2013

Ότι δεν έχει ούτε βάρος ούτε μέτρο είναι η περιουσία μου (αναδημοσίευση)


Υπάρχουν κυρία μου σε ότι αφορά αυτό τον κόσμο,τρεις διαφορετικές θεωρίες-πως όλα είναι έργο της Τύχης ,πως όλα είναι έργο του Θεού και πως όλα είναι έργο πολλών πραγμάτων που συνδυάζονται ή συγκρούονται.

Σκεφτόμαστε,γενικά,σύμφωνα με την ευαισθησία μας,κι έτσι όλα γίνονται για μας ένα ζήτημα καλού και κακού. εδώ και πολύ καιρό υφίσταμαι κι εγώ ο ίδιος τρομερές συκοφαντίες εξαιτίας αυτής της ερμηνείας. Φαίνεται ότι ποτέ δεν πέρασε από κανενός το μυαλό πως οι σχέσεις ανάμεσα στα πράγματα -αν υποθέσουμε ότι υπάρχουν πράγματα και σχέσεις- παραείναι πολύπλοκες για να τις εξηγήσει ένας Θεός ή ένας Διάβολος, ή για να τις εξηγήσουν και οι δυο.

Είμαι ο σεληνιακός αφέντης του κάθε ονείρου,ο επίσημος μουσικός της κάθε σιωπής. Θυμάστε τι σκέφτεστε όταν είστε μόνη μπροστά σε ένα απέραντο τοπίο από δέντρα και φεγγαρόφωτο; Δε θυμάστε, γιατί έχετε σκεφτεί εμένα, αλλά, οφείλω να σας πω, δεν υπάρχω στα αλήθεια.Δεν έχω ιδέα αν υπάρχει οτιδήποτε.

Οι αόριστοι πόθοι, οι μάταιες επιθυμίες,η αηδία που προκαλούν τα τετριμμένα, ακόμα κι αν τα αγαπάμε,η ενόχληση από κάτι που δεν ενοχλεί-όλα αυτά είναι έργα δικά μου, που γεννιούνται όταν, ξαπλωμένος στις όχθες των ποταμών της αβύσσου, σκέφτομαι ότι κι εγώ ο ίδιος δεν ξέρω τίποτα.Και τότε η σκέψη μου κατεβαίνει, σαν γάργαρο κύμα,στις ψυχές των ανθρώπων κι εκείνοι νιώθουν διαφορετικοί από τον εαυτό τους.

Είμαι το αιώνιο Διαφορετικό, το αιώνιο Αναβληθέν, το Περιττό της Αβύσσου.
Έμεινα έξω από τη δημιουργία. Είμαι ο θεός των κόσμων που υπήρξαν πριν από τον κόσμο. Η παρουσία μου στο σύμπαν είναι παρουσία απρόσκλητου.

Κουβαλάω μέσα μου τις αναμνήσεις πραγμάτων που δεν κατόρθωσαν ποτέ να υπάρξουν, κι όμως ήταν έτοιμα να υπάρξουν.

Η αλήθεια, όμως είναι ότι δεν υπάρχω, ούτε εγώ ούτε τίποτα άλλο. Όλο αυτό το σύμπαν και τα άλλα σύμπαντα, με τους διάφορους Πλάστες και τους διάφορους Σατανάδες τους-περισσότερο ή λιγότερο τέλειους και εκπαιδευμένους- είναι κενά μέσα στο κενό, μηδενικά που περιστρέφονται,δορυφόροι την άχρηστη τροχιά του τίποτα......................
Όπως η νύχτα είναι το βασίλειό μου, το όνειρο είναι το κτήμα μου.

...ΟΤΙ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΟΥΤΕ ΒΑΡΟΣ ΟΥΤΕ ΜΕΤΡΟ ΕΙΝΑΙ Η ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ ΜΟΥ.......

Κυριακή 25 Αυγούστου 2013

Έχω, άρα υπάρχω (αναδημοσίευση)


από τον ΚΙΜΠΙ
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Επενδυτής της 24/8/2013

Ένα ακόμη φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ευρώπη. Το φάντασμα του πλειστηριασμού. Μαζί του πλανιούνται και τα φαντάσματα της κατάσχεσης -αν και για πολλούς δεν είναι πια φαντάσματα, αλλά απτή πραγματικότητα-, του κουρέματος των καταθέσεων, της απαλλοτρίωσης κάθε μορφής ιδιοκτησίας και περιουσίας. Είναι σαν να μας κάνει πλάκα η Ιστορία. Περίπου 165 χρόνια από τη συγγραφή του «Κομμουνιστικού μανιφέστου», στο οποίο διατυπώθηκε η πιο ευθεία και κατηγορηματική απειλή κατά της «ατομικής ιδιοκτησίας», αυτή απειλείται με ανάλογη ευθύτητα και κατηγορηματικότητα από τους υποτιθέμενους εγγυητές της. 

Αν το καλοσκεφτούμε, για δύο τουλάχιστον αιώνες, η ανθρωπότητα κυλίστηκε, κυριολεκτικά και μεταφορικά, στο αίμα και στη λάσπη για να υπερασπιστεί μεταξύ άλλων αυτό το υποτιθέμενο ιερό και απαραβίαστο δικαίωμα. Η ιδιοκτησία μπορεί να προϋπήρχε για χιλιετίες, αλλά ήταν ο καπιταλισμός, ο αστικός πολιτισμός που το αναγνώρισε ως δικαίωμα σε κάθε άτομο, εφάμιλλο του habeas corpus. Στη θρησκεία της ατομικής ιδιοκτησίας, άλλωστε, υπάρχει μια σταθερή συνάρτηση ανάμεσα στο «να είσαι» και στο «να έχεις». Η ιδιοκτησία μάς θυμίζει ότι υπάρχουμε. Έχω, άρα υπάρχω. 

Αλλά, ως γνωστόν, η αναγνώριση ενός δικαιώματος δεν σημαίνει αυτόματα και την άσκησή του. Για την ακρίβεια, η αναγνώριση της απόλυτης ελευθερίας να αποκτήσει κανείς όσο περισσότερα περιουσιακά στοιχεία μπορεί, πολύ περισσότερα από όσα αρκούν για να του θυμίζουν ότι υπάρχει, σήμανε ταυτόχρονα την ελευθερία να τα στερήσει από πολλούς άλλους. Η εδραίωση του καπιταλισμού στον δυτικό κόσμο και πέραν αυτού τους δύο τελευταίους αιώνες συνοδεύτηκε από μια τρομακτική χρήση αυτής της «ελευθερίας». Εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι έγιναν στο όνομά της προλετάριοι, κατά τη ρωμαϊκή κυριολεξία του όρου, δηλαδή άτομα που δεν έχουν να διαθέσουν τίποτε άλλο στο κράτος πέρα από τους απογόνους τους. Κι αυτή η εξέλιξη, αποτυπωμένη στην αθλιότητα διαβίωσης των πληθυσμών στις μητροπόλεις του καπιταλιστικού θαύματος, ωθούσε τους κομμουνιστές του 19ου αιώνα να εκτοξεύουν τα φλογερά πυρά τους κατά της ατομικής ιδιοκτησίας, μέσω του «Μανιφέστου»: «Σας πιάνει τρόμος γιατί θέλουμε να καταργήσουμε την ατομική ιδιοκτησία. Μα στη σημερινή σας κοινωνία η ατομική ιδιοκτησία έχει καταργηθεί για τα εννιά δέκατα των μελών της. Και υπάρχει ίσα- ίσα γιατί δεν υπάρχει για τα εννιά δέκατα. Μας κατηγορείτε, λοιπόν, ότι θέλουμε να καταργήσουμε μιαν ιδιοκτησία που προϋποθέτει σαν απαραίτητο όρο την έλλειψη της ιδιοκτησίας για την τεράστια πλειοψηφία της κοινωνίας. Με μια λέξη, μας κατηγορείτε γιατί θέλουμε να καταργήσουμε τη δικιά σας ιδιοκτησία. Ναι, αυτό θέλουμε». 

Αλλά, όπως είπαμε, η Ιστορία μάς κάνει πλάκα. Αυτό που ήθελαν οι κομμουνιστές του 19ου αιώνα το θέλουν και θα το κάνουν οι φιλελεύθεροι του 21ου αιώνα. «Θα μας πάρουνε τα σπίτια», ήταν η υστερική κραυγή που για δεκαετίες συμπύκνωνε λαϊκιστί την καθεστωτική προπαγάνδα του αστικού κόσμου, από τη φασίζουσα μέχρι τη φιλελεύθερη εκδοχή του, εναντίον κάθε αριστερού ή αριστερόστροφου ρεύματος το οποίο αποκτούσε επιρροή στην κοινωνία. Ακόμη και στις τελευταίες εκλογές, η χονδροειδής επιχειρηματολογία περί των καταστροφικών επιπτώσεων από μια επικράτηση των αντιμνημονιακών δυνάμεων γαργαλούσε το λαϊκό ένστικτο της ιδιοκτησίας, με τις αναφορές στο ενδεχόμενο να χαθούν οι καταθέσεις των αποταμιευτών ή να απαξιωθούν τα περιουσιακά τους στοιχεία από μια βίαιη έξοδο από την Ευρωζώνη. Βεβαίως, οι κάπως παλιότεροι ίσως θυμούνται ότι τέτοιες χοντράδες ακούγονταν από χούλιγκαν του φιλελευθερισμού και της παραδοσιακής Δεξιάς ακόμη και επί επέλασης του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, παρ’ ότι η πράσινη πλημμυρίδα δεν περιείχε ίχνος απειλής κατά της ιδιοκτησίας. Ίσα ίσα που φρόντισε να διαχυθεί σε όλο το κοινωνικό σύμπαν, έστω και με τη στοιχειώδη μορφή του ενυπόθηκου διαμερίσματος. 

Η Ιστορία κάνει πλάκα, λοιπόν, με την αντιστροφή ρόλων ανάμεσα στους πόλους Αριστεράς και Δεξιάς. Η Αριστερά εμφανίζεται πρόθυμη να προτάξει τα στήθη της για να μη θιγεί το δικαίωμα στην ιδιόκτητη κατοικία, ενώ η Δεξιά εγκαταλείπει ένα από τα πιο εμβληματικά ιδεολογικά της προπύργια, συζητώντας τρόπους άρσης ή χαλάρωσης του προστατευτικού πλαισίου της ενυπόθηκης κατοικίας. Δεν είναι ελληνική ιδιαιτερότητα, είναι η νέα παγκόσμια συνθήκη επιβίωσης του καπιταλισμού, που παίρνει πίσω όσα γενναιόδωρα έδωσε στις υποτελείς τάξεις κατά τη μακρά μεταπολεμική, κεϊνσιανή παρένθεση. Είναι μια ιδιότυπη προσχώρηση των υπερασπιστών του καπιταλισμού της αγοράς στο δόγμα του αναρχικού Προυντόν: «Η ιδιοκτησία είναι κλοπή». Η ιδιοκτησία είναι κλοπή, εφόσον δεν έχεις να πληρώσεις τις δόσεις του στεγαστικού σου δανείου. Και το κλοπιμαίο επιστρέφεται στους πραγματικούς ιδιοκτήτες του, στις τράπεζες. 

Αν ήμασταν στον 19ο αιώνα, οπότε η Ευρώπη πλημμύριζε από ανέστιους και πένητες που ξεριζώνονταν από τη γη και τις αγροικίες τους για να γίνουν εργάτες, δεν θα είχε ιδιαίτερη σημασία. Το πρόβλημα θα αφορούσε μια μικρή μειοψηφία κατόχων ιδιόκτητης κατοικίας. Ωστόσο, τον αιώνα που μεσολάβησε έχει συμβεί το ιστορικό παράδοξο ο καπιταλισμός της Δύσης να έχει υιοθετήσει και υλοποιήσει τρόπον τινά το πρόγραμμα του αναρχικού Προυντόν για τη λύση του προβλήματος της κατοικίας. Αν και πολέμιος της ιδιοκτησίας, ο Προυντόν πρότεινε ένα είδος ομοιοπαθητικής για την απαλλαγή από τα δεινά άνισης κατανομής της. Αυτός και οι οπαδοί του ζητούσαν να γίνουν ΟΛΟΙ ιδιοκτήτες τουλάχιστον της κατοικίας τους, αντικαθιστώντας τη μίσθωσή της με τη σταδιακή απόκτησή της, έναντι του ποσού που αντιστοιχούσε στο ενοίκιο. Η πρόταση τροφοδότησε, ως γνωστόν, τη σφοδρή πολεμική του Φρίντριχ Ένγκελς, με τα άρθρα του «Για το ζήτημα της κατοικίας». Ο Ένγκελς κατατρόπωσε τους προυντονιστές, αλλά ο Προυντόν κατά παράδοξο τρόπο επιβεβαιώθηκε. Χάρη στη χρηματοπιστωτική έκρηξη, ιδιαίτερα της μεταπολεμικής περιόδου, στη θέση των ιδιοκτητών-εκμισθωτών κατοικίας μπήκαν οι τράπεζες, στη θέση του ενοικίου η δόση του δανείου κι έτσι οι περισσότεροι φτωχοί και ανέστιοι μισθωτές κατοικιών έγιναν ιδιοκτήτες. Η υποσημείωση της ιστορίας που δεν προσέχθηκε, ιδιαιτέρως όσο οι κοινωνίες επέπλεαν στην ψευδαίσθηση της εγγυημένης ευημερίας, ήταν ότι στη θέση της απειλής έξωσης για τα απλήρωτα νοίκια υπεισήλθε η απειλή κατάσχεσης για τις απλήρωτες δόσεις. 

Εν ολίγοις, δεν είμαστε όλοι τόσο ιδιοκτήτες όσο δείχνουμε, είμαστε χρήστες των κατοικιών για μία περίπου γενιά, όσο διαρκεί μια δανειακή σύμβαση, και πάντως μέχρι να χτυπήσει την πόρτα ο δικαστικός κλητήρας. Το αν οι τράπεζες έχουν τους λόγους τους να το αποφεύγουν αυτό μαζικά είναι άλλο ζήτημα. Πάντως, σ’ αυτή την παραπλανητική εικόνα στηρίζεται και ο αστικός μύθος περί πλουσίου ευρωπαϊκού Νότου με ποσοστά ιδιοκατοίκησης έως 90% και φτωχού Βορρά, με αντίστοιχα ποσοστά κάτω του 50%. Αφαιρώντας τις ενυπόθηκες κατοικίες, το πραγματικό ποσοστό ιδιοκτησίας -και όχι ιδιοκατοίκησης- στον Νότο είναι λίγο πάνω από το 50%. Αν ίσχυε αυτή η αστική μπαρούφα, οι πλουσιότεροι Ευρωπαίοι θα ήταν οι Ρουμάνοι, με ποσοστό ιδιοκατοίκησης 97% και οι φτωχότεροι οι Γερμανοί, με ποσοστό μόλις 43%. Και στο κάτω κάτω, αν το 57% των Γερμανών μένουν στο νοίκι, σε ποιον ανήκουν τα σπίτια που κατοικούν; Ποιοι είναι οι ζάμπλουτοι ιδιοκτήτες τους; Αυτό είναι προεκλογικό homework για την κ. Μέρκελ… 

Το συμπέρασμα είναι ότι η ιδιοκτησία που μας παραχωρήθηκε γενναιόδωρα από τον καπιταλισμό της ευημερίας για να μας θυμίζει ότι υπάρχουμε τελεί υπό την αίρεση αυτής της ευημερίας. Όταν το χρειάζεται ο ίδιος αυτός «γενναιόδωρος» οικονομικός πολιτισμός μπορεί να αμφισβητήσει ακόμη κι αυτή την ελάχιστη πολυτέλεια, την υπενθύμιση της ύπαρξής μας μέσω της ιδιοκτησίας. Οπότε καταλήγουμε στο ζοφερά επίκαιρο συμπέρασμα του «Μανιφέστου» που παραθέτω στις «Θεωρίες για την υπεραξία». Έχει κανείς να προτείνει κάτι σαφέστερο και πιο εύγλωττο; 

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 
Ο εργάτης πέφτει στην αθλιότητα και η μαζική αθλιότητα αυξάνει ακόμη πιο γρήγορα από τον πληθυσμό και τον πλούτο. Έτσι, γίνεται φανερό ότι η αστική τάξη είναι ανίκανη να παραμείνει κυρίαρχη τάξη της κοινωνίας και να επιβάλει στην κοινωνία σαν ρυθμιστικό νόμου τους όρους ύπαρξης της τάξης της. Είναι ανίκανη να κυριαρχεί, γιατί είναι ανίκανη να εξασφαλίσει στον σκλάβο της την ύπαρξη, ακόμη και μέσα στη σκλαβιά του, γιατί είναι υποχρεωμένη να τον ρίξει ως την κατάσταση που θα χρειάζεται να τον τρέφει αυτή, αντί να τρέφεται η ίδια απ’ αυτόν. Η κοινωνία δεν μπορεί πια να ζήσει κάτω από την κυριαρχία της αστικής τάξης, δηλαδή η ύπαρξη της κοινωνίας δεν συμβιβάζεται άλλο με την ύπαρξη της αστικής τάξης. 
Καρλ Μαρξ, Φρίντριχ Ένγκελς, «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος» 

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2013

TERRA INCOGNITA: Νεκρές φύσεις των πυρακτωμένων καλοκαιρινών τοπίων… (αναδημοσίευση)


Γράφει ο Μάκης Γεωργιάδης

Πυρακτωμένος ο Αύγουστος θαρρείς πως βάζει φωτιά στους ίδιους τους ίσκιους. Των ανθρώπων και των αντικειμένων ολόγυρα. Δεν είναι αλήθεια οδυνηρό να διαπιστώνεις περπατώντας μέσα στο λιοπύρι πως ακόμη και ο ίσκιος σου έχει χαθεί; Πως δε σε συντροφεύει πια ούτε η εξ αντανακλάσεως μοναδικότητα που προκαλεί το φως; Μέρα μεσημέρι σε έναν κόσμο χωρίς ίσκιους δεν παραπέμπει ευθέως στο σκοτάδι; Μικρές σκέψεις ακατέργαστης ανοησίας… 

Οι ίσκιοι που χάνονται δεν είναι τίποτα άλλο παρά ανθρώπων οι οποίοι λουσμένοι από το καλοκαιρινό φως μοιάζουν ολοένα και περισσότερο με νεκρές φύσεις αποτυπωμένες στον καμβά ενός άγνωστου και υπερδραστήριου ζωγράφου. Νεκρές φύσεις σαν μια αμείλικτη συνέχεια της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι. Των ναπάλμ στο Γράμμο και στα περίχωρα του Μάι Λάι…

Οι νεκρές φύσεις που αποτυπώνουν τη βεβαιότητα της καταστροφής και της βαρβαρότητας όταν συμπλέκονται σφιχταγκαλιασμένες με το θάνατο.

Ζωή με βεβαιότητες, δομημένη πάνω σε βεβαιότητες. Μικρά απίθανα τουβλάκια να περιστοιχίζουν σταδιακά για χρόνια την κάθε ατομική έγκλειστη και ψευδεπίγραφη ευτυχία. Με τη βεβαιότητα ότι πρόκειται περί απόρθητου κάστρου ώσπου αυτό να καταρρεύσει χωρίς καν να κάνει πάταγο. Ομοίως όπως καταρρέουν τα παιδικά παλάτια και τα κάστρα που χτίζονται στην άμμο και μετά έρχεται το κύμα για να διαλύσει και να τα σκεπάσει αλύπητα….

Έτσι έρχεται το κύμα για να καταπιεί φωνές και γέλια παιδικά και ο ήλιος να μεσουρανεί καίγοντας θαρρείς τους ίδιους τους ίσκιους. Αποτεφρώνοντας βεβαιότητες και νομοτέλειες. 
Είναι εκπληκτικό πόσο αμέριμνα και χαρούμενα τα παιδιά παίζουν με τα κάστρα στην άμμο με τη δική τους βεβαιότητα ότι δεν θα τα γκρεμίσει το κύμα. Κι αν τυχόν τα γκρεμίσει ξανά από την αρχή. Με αυτήν την ίδια την παιδική αφέλεια χτίσανε και οι ενήλικες τον δικό τους κόσμο και τώρα που το κύμα ξεπέρασε τους κυματοθραύστες διαλύεται ο κόσμος μέσα από τη διάψευση των βεβαιοτήτων.

Σωροί ερειπίων οι χτεσινές βεβαιότητες. Μέσα στον ορυμαγδό ίσως και να προλαβαίνεις να αναρωτιέσαι. Υπάρχουν ζωές για ξόδεμα; Ζωές πεταμένες στα αζήτητα, παρανάλωμα και καύσιμη ύλη μιας τερατόμορφης μηχανής με τα χαρακτηριστικά του κράτους και τη μυρωδιά αιματοβαμμένου χρήματος;
Μα με πόση αφοπλιστική βεβαιότητα μπορεί κάποιος να απαντήσει: ναι. Σε όποια πλευρά του ποταμού κι αν βρίσκεται. Οι μεν ομολογούν πως υπάρχουν κραυγάζοντας με αγωνία και οι δε το ομολογούν χωρίς αιδώ πια. Με κυνισμό και απίστευτη χυδαιότητα.

Ναι. Μονάχα αναλώσιμες ζωές υπάρχουν πια. Στο «θαύμα» του λιμανιού της COSCO, στα διαλυμένα εργοστάσια. Στα φραουλοχώραφα όλης της Ελλάδας και όχι μόνο της Μανωλάδας. Εσχάτως υπάρχουν ζωές για πέταμα και στις ρόδες των ηλεκτρικών λεωφορείων. Υπάρχουν ζωές για ξόδεμα. Τόσο που η μοναδική βεβαιότητα να είναι πια η βαρβαρότητα.

Οι ίδιοι οι δρόμοι της ιστορίας είναι πια πυρακτωμένοι. Ανθρώπινες μορφές χωρίς τον ίσκιο τους να τους συνοδεύει μοιάζουν με οντότητες που έχουν πια απολέσει τη βεβαιότητα ότι παραμένουν άνθρωποι. Μοιάζουν πια με ψυχές περιπλανώμενες αιωνίως σε ένα δαντικό καθαρτήριο. Εγκλωβισμένοι σε ένα χώρο μεταξύ παραδείσου και Κόλασης σε μια κοινωνία λύκων η οποία καθημερινά βουλιάζει ολοένα και περισσότερο. 
Οι καθημερινές διαψεύσεις των χτεσινών βεβαιοτήτων και η αδυναμία να στηριχτείς σε ένα άλλο σύστημα νομοτελειών προδικάζει τη μεγάλη μάχη που είναι μπροστά. Ο καθένας είναι πια το ενεργό υποκείμενο της ιστορίας και είναι στο χέρι του και επιλογή του να κάνει το βήμα για να ξεκολλήσει ο τροχός από τις λάσπες.

Δεν υπάρχει όμως προεξοφλημένη βεβαιότητα για την επιτυχία. Αυτό βάζει και τα δύσκολα. Όταν μάθεις να ζεις με τις βεβαιότητες είναι δύσκολο να εγκαταλείψεις την πρακτική του χτες. Ίσως πάρει καιρό να πάρουν σχήμα και μορφή οι νέες καταστάσεις που κι αυτές με τη σειρά τους αναπότρεπτα θα οδηγήσουν στην οικοδόμηση νέων βεβαιοτήτων πέρα από τη βαρβαρότητα και την εκμετάλλευση. Ίσως να πάρει πολύ καιρό… 

Μόνο για μια βεβαιότητα δεν πρέπει σε όλο αυτό το διάστημα να πάψεις να είσαι σίγουρος όσο κι αν σε ωθούν να το κάνεις. Να απωλέσεις τη σιγουριά και τη βεβαιότητα πως είσαι άνθρωπος. Άνθρωπος ναι, με άλφα κεφαλαίο και όχι ένας ασήμαντος αριθμός όπως προσπαθούν να σε πείσουν. Άνθρωπος που η ζωή του έχει αξία και όχι κάποια τιμή την οποία καθορίζουν ασφαλιστικές εταιρείες. Άνθρωπος που η ζωή του δεν είναι για ξόδεμα, αλλά αν είναι να ξοδευτεί ας είναι για να γυρίσει ο τροχός της Ιστορίας και όχι για την πλουσιοπάροχη επιβίωση των δυναστών αυτού του κόσμου.
Αν και σε αυτήν την περίπτωση η σωστή λέξη δεν είναι το ξόδεμα αλλά η αυτοθυσία…

Πέμπτη 22 Αυγούστου 2013

Η γενιά μου σε κατάθλιψη (αναδημοσίευση)


Γιώργος Τούλας,  στην ΠΑΡΑΛΑΞΗ

Σε κάθε πόλεμο της Ιστορίας μια γενιά έμοιαζε ανέτοιμη. Σε τούτο τον πόλεμο είναι η δική μου γενιά!

Η γενιά μου, ανάμεσα στα 40 και τα πενήντα είναι μια τυχερή άτυχη γενιά. Πέρασε τα παιδικά της χρόνια στα ‘70ς, έχοντας στον περίγυρο τα τελευταία σημάδια μιας Ελλάδας που άφηνε πίσω τη φτώχια και τη στέρηση. Όλοι μας λίγο ως πολύ θυμόμαστε τα σημάδια εκείνης της μεταβατικής εποχής. Τις λίγες χαρές, που εκτιμούσαμε δεόντως, τη ζωή στο χρώμα της σέπιας, την προσμονή για το νέο. Το νέο ήρθε με την είσοδο στην ΕΟΚ, τη θυμάμαι τη μέρα της υπογραφής στο Ζάππειο. Καθόμασταν με τον πατέρα μου και το βλέπαμε στις ειδήσεις. Ο Καραμανλής έλαμπε από περηφάνια. Να δεις θα αλλάξουν όλα, μου έλεγε ο πατέρας μου, εκφράζοντας την ελπίδα ενός ολόκληρου στερημένου λαού. Μετά ήρθε ο λαοπλάνος Ανδρέας Παπανδρέου. Μίλησε στις καρδιές των ανθρώπων και είπε αυτά που χρειαζόταν να ακούσουν. Ο πατέρας μου, αριστερός από παράδοση και οικογένεια κατατρεγμένη τον ψήφισε. Όπως και όλη η Ελλάδα. Τα πρώτα χρόνια του ’80 έμοιαζαν με κοσμογονία. Μαζί με τις υποσχέσεις για δικαιοσύνη, ανεξαρτησία, λαϊκή κυριαρχία ήρθε και το ευρωπαϊκό χρήμα. Και άρχισαν οι μέρες και οι νύχτες μας να αλλάζουν. Εμείς ενηλικιωνόμασταν μαζί με μια Ελλάδα που άρχισε να ευημερεί. Να ταξιδεύει, να αγοράζει, να ξοδεύει. Τα στερητικά σύνδρομα των γιαγιάδων και των παππούδων μας άρχισαν να μένουν πια στις αναμνήσεις και τις διηγήσεις τους. 

Η γενιά μου σπούδασε, έκανε όνειρα, διεκδίκησε και πήρε θέσεις, άλλες από αυτές με δίκαιο τρόπο, άλλες με τα γνωστά τηλεφωνήματα σε πολιτικούς. Ο δημόσιος τομέας γιγαντώθηκε, οι επιχειρήσεις πολλαπλασιάστηκαν, τα δάνεια που τόσο φοβόταν οι δικοί μας έγιναν καθημερινότητα. Για σπίτια, σκάφη, διακοπές, τσάντες. Και μετά ήρθε το τέλος της ευημερίας. Με τα γνωστά αποτελέσματα.

Η γενιά μου βρέθηκε μετέωρη. Πιο μετέωρη από κάθε γενιά. Οι παλιοί τα είχαν ξαναζήσει και είχαν τη σύνεση να αντιμετωπίσουν πιο ψύχραιμα. Οι νεότεροι, άρχισαν να αντιλαμβάνονται τον κόσμο πάνω στο γύρισμα του. Έγιναν γενιά των οκτακοσίων, επτακοσίων, εξακοσίων, πεντακοσίων και προσφάτως 300 ευρώ. Προσαρμόστηκαν, όσο γίνεται ή έφυγαν. Εμείς μουδιάσαμε. Μεγάλοι για να φύγουμε, μικροί για να αποσυρθούμε.

Και τότε άρχισε το δράμα. Αυτό το καλοκαίρι οι άνθρωποι που γνωρίζω, οι συνομήλικοι μου δεν μιλιούνται. Οι βεβαιότητες μας γκρεμίστηκαν ολοσχερώς. Όσοι βρεθήκαμε στην ανεργία παρακολουθούμε αμήχανοι τις τσέπες να αδειάζουν και αυτό μοιάζει εφιάλτης. Τα παρηγορητικά λόγια εκλείπουν για τον απλούστατο λόγο ότι οι τριγύρω γνωρίζουν καλά ότι έρχεται και η δική τους σειρά. Η κατάθλιψη δεν είναι πια προ των πυλών. Είναι μέσα στα σπίτια της γενιάς μου. Η ώρα των ψυχολόγων έχει φτάσει. Οι κουβέντες με φίλους δεν είναι πια αρκετές. Όλοι ψάχνουν τη ρίζα του κακού. Εξομολογούνται λάθος επιλογές, αποτυχημένες ερωτικές σχέσεις, αδυναμίες χειρισμού καταστάσεων. Νιώθουν να πνίγονται. Στη φόρα βγήκαν βίαια όλα όσα κρύβονταν κάτω από ένα χαλί ευημερίας.

Η γενιά μου βιώνει μια ξαφνική αναπηρία. Ξαφνικά πίνει πολύ, καπνίζει πολύ, παίρνει χάπια, κλαίει, γυρίζει σπίτι εκνευρισμένη, ξεσπάει σε ανθρώπους, στέλνει ζόρικα sms, ανεβάζει απεγνωσμένα στάτους, ποστάρει σκοτεινά τραγούδια, απέχει. Κλείνεται. Θα της πάρει καιρό να συνέλθει. Είναι μια γενιά που της αφαίρεσαν βίαια όσα της έδωσαν απλόχερα, χωρίς πολλές φορές καλά καλά να τα διεκδικήσει. Η γενιά μου αρρωσταίνει. Και η αρρώστια της μοιάζει ανίατη. Σε κάθε πόλεμο της Ιστορίας μια γενιά τουλάχιστον έμοιαζε ανέτοιμη απέναντι του. Σε τούτο τον πόλεμο είναι η δική μου γενιά.

Τετάρτη 21 Αυγούστου 2013

H τρυφερή επανάσταση (αναδημοσίευση)

από http://yiannismakridakis.gr
Η απάντηση του Γιάννη Μακριδάκη στην επιστολή του Νίκου Μπελαβίλα.
Αγαπητέ σύντροφε Νίκο Μπελαβίλα,
Με έκπληξη και χαρά διάβασα το ανοιχτό σου γράμμα σε μένα, που δημοσίευσες στην “Αυγή” την περασμένη Κυριακή και θέλω να σ’ ευχαριστήσω για τα λόγια σου και για την ευκαιρία που μου έδωσες να θέσω επιγραμματικά μερικά ζητήματα, τα οποία κατά τη γνώμη μου αποτελούν πρόκληση για τη σύγχρονη Αριστερά. 
Το αδιέξοδο, το οποίο αυτή τη στιγμή καλείται να αντιμετωπίσει η ανθρωπότητα, είναι η ταχύτατη αστικοποίηση του πλανήτη. Σήμερα το 60% των κατοίκων της γης που ανήκουν στο ανθρώπινο είδος, είναι αστοί καταναλωτές, γεγονός που σημαίνει ότι: 
Α) Από την ώρα που θα ανοίξουν τα μάτια τους το πρωί, μέχρι την ώρα που θα τα κλείσουν το βράδυ, καταναλώνουν, λελογισμένα ή σπάταλα, φυσικούς πόρους, τους οποίους ούτε στο ελάχιστο δεν αναπληρώνουν. Οι πιο συνειδητοποιημένοι από αυτούς κάνουν ανακύκλωση, ενέργεια που απέχει πολύ από την αναπλήρωση και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι έχει τελικά θετικό περιβαλλοντικό πρόσημο. Όλη αυτή η στάση ζωής οδηγεί σε οφθαλμοφανές αδιέξοδο, με δεδομένο και επιστημονικά τεκμηριωμένο το πεπερασμένο του πλανήτη. 

Β) Έχουν απομακρυνθεί από τις συνέπειες των απλών καθημερινών τους κινήσεων. Έτσι, δεν γνωρίζουν και δεν σκέφτονται π.χ. τι συνέπειες έχει, «κάπου μακριά», η παραγωγή της ενέργειας που καταναλώνουν με κάθε πράξη τους, δεν σκέφτονται ότι οι φυσικοί πόροι είναι πεπερασμένοι. Απεναντίας, έχουν γενιά με τη γενιά γαλουχηθεί πλέον με την εντύπωση ότι ο μοναδικός φυσικός πόρος, η αρχή των πάντων είναι το χρήμα, το έχουν αναγάγει αυτό καθαυτό σε αξία, ενώ δεν είναι παρά μια μονάδα μέτρησης αξιών, μια ευφυής σύλληψη του ανθρώπου για να διευκολύνει τις ανταλλαγές του. Δώσαμε υπέρτατη αξία στη μονάδα μέτρησης των αξιών και απαξιώσαμε τις αξίες δηλαδή, γεγονός που οδηγεί στο να έχουμε απαξιώσει πρώτα απ’ όλα τον ίδιο μας τον εαυτό, να τον βλέπουμε και να τον ορίζουμε πλέον ως έναν αριθμό του συστήματος, κατόπιν στο να παράγουμε χρηματοοικονομικές φούσκες που γίνονται ολοένα και μεγαλύτερες, και τέλος στο να «παράγουμε απορρίμματα», σχήμα οξύμωρο και τρανή απόδειξη της κατάντιας του λεγόμενου πολιτισμού μας. 

Γ) Έχουν αφήσει πίσω τα αρχέγονα, τα βασικά, τα πρωταρχικά της ανθρώπινης ύπαρξης και δεν ασχολούνται καθόλου με αυτά. Κανείς καταναλωτής στις πόλεις δεν ασχολείται και δεν ασχολήθηκε ποτέ με τα τρία βασικά στοιχεία της ύπαρξής του, τους σπόρους, το νερό και οξυγόνο. Παράτησαν αυτά τα ταπεινά, τα χαρακτήρισαν ως ανούσια και ανάξια λόγου και ενασχόλησης, παράτησαν και τις πατρίδες τους, τους τόπους που έθρεψαν, με δυσκολίες βέβαια, γενιές και γενιές, για να μετακομίσουν από το χωριό στην πόλη κι από το οικοσύστημα στο χρηματοοικονομικό σύστημα, να μεταλλαχθούν από πλάσματα της φύσης σε καταναλωτές, από ελεύθεροι άνθρωποι – όντα του οικοσυστήματος σε αριθμημένα γρανάζια του χρηματοοικονομικού συστήματος κι από πλούσιοι με πολλά μικρά εισοδήματα και προϊόντα σε εξαρτημένους εκ μηνιαίου μισθού εξειδικευμένους πένητες. Άφησαν τα ταπεινά αλλά τόσο ουσιώδη και τόσο απαραίτητα για την ίδια τους την ύπαρξη, και στράφηκαν σε μια πρόοδο και μια ανάπτυξη συνώνυμη του γιγαντισμού και της Ύβρης. 

Και είναι απόλυτα σαφές σύντροφε Νίκο, πώς ό,τι αφήνεις, το παίρνει άλλος. Κι όσα εμείς ως ανθρωπότητα αφήσαμε, όλα αυτά που απαρχής της ύπαρξης του ανθρώπου επί γης αποτελούσαν αγαθά κοινοκτημοσύνης, τα παραδώσαμε τώρα με την αδιαφορία μας και τη μετάλλαξή μας σε καταναλωτές, στα χέρια ανήθικων και κερδοσκοπικών πολυεθνικών, για να τα διαχειρίζονται (να τα δηλητηριάζουν) και να μας τα πουλάνε ως προϊόντα αγορών. 

Μετατρέψαμε με λίγα λόγια τα αγαθά σε προϊόντα, την κοινοκτημοσύνη σε ιδιώτευση, την αξία σε τίποτα, το τίποτα σε αξία, τον πολυμήχανο άνθρωπο σε εξειδικευμένο, αριθμημένο γρανάζι καταναλωτή και με αυτή την πορεία που ακολουθούμε, συμβάλλουμε καθημερινά, ο καθένας με την προσωπική του στάση ζωής στο να επέλθει σύντομα η πλήρης υποκατάσταση του αυθύπαρκτου οικοσυστήματος από το φτιαχτό, πλαστό και πλάνο χρηματοοικονομικό σύστημα, στην εξολοκλήρου άλωσή μας δηλαδή, αφού ολόκληρος ο πλανήτης σε λίγα χρόνια θα έχει αστικοποιηθεί, με όλες βέβαια τις συνέπειες που έχει κάτι τέτοιο και διαφαίνονται ήδη, στα άλλα πλάσματα, στα τοπία, στο κλίμα, στον εναπομείναντα άνθρωπο. Ζούμε δηλαδή έναν ανηλεή ιμπεριαλιστικό πόλεμο, τον οποίον έχουν εξαπολύσει και τροφοδοτούν με τη ζωή τους καθημερινά οι καταναλωτές εναντίον των ανθρώπων (που έχουν οι ίδιοι μέσα τους αλλά και όσων δεν εντάχθηκαν ακόμα στο σύστημα και συνεχίζουν να αντιστέκονται) και κάθε άλλου πλάσματος, κι αυτό το ζούμε στο πετσί μας πολύ έντονα τα τελευταία χρόνια εδώ στην Ελλάδα. 

Ζούμε τις συνέπειες της άκρατης αστυφιλίας των περασμένων δεκαετιών. Η ανθρωπότητα αυτή την ιστορική στιγμή της, μοιάζει με τον σκορπιό που έχει γυρίσει το κεντρί του και ετοιμάζεται να τσιμπήσει το κεφάλι του. Η ιδιωτικοποίηση των βασικών φυσικών πόρων (σπόρων, νερού, οξυγόνου, ενέργειας) είναι η τελευταία πράξη του καπιταλιστικού δράματος. Κι η μόνη διέξοδος πλέον, η μόνη πρόταση ζωής, είναι η αποσυμπίεση, η αλλαγή πορείας, η αποανάπτυξη, το τέλος του γιγαντισμού, η κατεδάφιση του πύργου της Βαβέλ μας τούβλο – τούβλο, και η στροφή της ανθρωπότητας στη μικρή κλίμακα με σεβασμό στον άνθρωπο και στη φύση γύρω του, η επιστροφή στην παραγωγή, στα ταπεινά αλλά τόσο βασικά, τα αρχέγονα της ύπαρξής μας διότι αν δεν επιζούμε ως βιολογικά όντα, ούτε ανθρώπινες σχέσεις, ούτε ανάπτυξη, ούτε πρόοδο, ούτε τεχνολογία, ούτε σπουδές, ούτε τέχνες, ούτε πολιτική μπορούμε να παράξουμε και να θεραπεύσουμε. Αυτά τα ζητήματα έχει χρέος να θέσει στην κοινωνία η σύγχρονη Αριστερά σύντροφε Νίκο, κι όχι να μπαίνει στο πλαστό καπιταλιστικό δίλημμα «λιτότητα ή ανάπτυξη», του οποίου όλοι οι όροι είναι παντελώς αλλοιωμένοι, αφού η λιτότητα από αρετή έχει πλασαριστεί ως κατάρα και η ανάπτυξη από πρόοδος έχει μετατραπεί σε οπισθοδρόμηση, κατάντια και καταστροφή. 

Προσωπικά λοιπόν σύντροφε Νίκο, κάνω πράξη την πεποίθησή μου ότι δεν υπάρχει καμία παγκόσμια συνωμοσία που απεργάζεται την καταστροφή μας, κάνω πράξη την πίστη μου ότι το σύστημα είμαι εγώ, κι αφού συνειδητοποίησα την αδιέξοδη καταναλωτική ζωή μου ως αστός, επέστρεψα στη γη για να ασχοληθώ με τους σπόρους και τα νερά, έτσι ώστε να συμβάλλω στην επανάσταση από ένα άλλο μετερίζι, το οποίο αφήσαμε, με κίνδυνο όταν και αν, εξεγερθούμε μια μέρα στις πόλεις, όπως λες, να ξεκάνουμε και να διαλύσουμε τους καπιταλιστές μέσα μας κι έξω από μας αλλά ύστερα να πεθάνουμε όλοι από έλλειψη καθαρής τροφής, μιας και τους σπόρους και τα νερά μας τα έχουμε παραδώσει προ πολλού στα βρόμικα χέρια του χρηματοοικονομικού μας συστήματος. 

Κλείνοντας λοιπόν έχω να σου πω ότι μπορεί από τη βιομηχανική επανάσταση κι ύστερα οι ιδέες και οι εξεγέρσεις να ξεκινούσαν πάντοτε από τις πόλεις, αλλά ας μην υποτιμούμε τον ρόλο των ανθρώπων του βουνού και του λόγγου σε αυτές. Ιδίως στη σημερινή εποχή που ενώ οι κάτοικοι της πόλης είναι, όπως και στην προηγούμενη Κατοχή, υπό σφιχτή και αδίστακτη επιτήρηση, σε όλη την άλλη Ελλάδα, από το Αποπηγάδι μέχρι τις Σκουριές γεννιούνται και δρουν ανυποχώρητοι πυρήνες όχι μόνο αντίστασης αλλά και επίθεσης, με όπλο μια διαφορετική φιλοσοφία ζωής, μια διαφορετική θεώρηση του εαυτού και του κόσμου μας, μια αλλαγή του τοπίου μέσα κι έξω μας. 

Αυτή είναι η ελπίδα μιας τρυφερής επανάστασης σύντροφε Νίκο, οι νέοι άνθρωποι που αλλάζουν και καθημερινά ζυμώνουν το διαφορετικό μέσα τους, και ένα μεγάλο κομμάτι αυτών, πίστεψέ με, ειδικά σήμερα, δεν βρίσκονται στα αστικά κέντρα αλλά έχουν πάρει των ομματιών τους και προετοιμάζουν το μέλλον που έρχεται ολοταχώς ύστερα από την επερχόμενη ολοφάνερη κατάρρευση του παρελθόντος, το οποίο ακόμα μας κυβερνά. 

Με απόλυτη εκτίμηση και πάθος για προσέγγιση, σύνθεση, αγώνα…

Τρίτη 20 Αυγούστου 2013

Ο Αύγουστος του φόβου μου (αναδημοσίευση)


από ΚΑΡΤΕΣΙΟΣ 

Το παραμύθι του σοκ έλαβε επίσημα τέλος. Για σοκ θα μιλούσαμε αν κάποιο πρωί σε πετούσαν ξαφνικά από το σπίτι σου δίχως να το περιμένεις. Τώρα πλέον το περιμένεις. Σε προειδοποίησαν με τον πλέον επίσημο τρόπο. Το άφηναν να διαρρεύσει επί μήνες. Δεν αντέδρασες. Το αντίθετο, πήγες διακοπές. 

Δε σε κατηγορώ. Αυτό είχες ανάγκη. Άλλωστε ίσως και να μην πίστεψες ότι θα σου πάρουν το σπίτι. Όμως τώρα σε προειδοποίησε ο ίδιος ο υπουργός Οικονομικών. «Αν δε σου πάρουμε το σπίτι, θα καταρρεύσουν οι τράπεζες», σου είπε. 

Αν μάθαινες ότι ξέσπασε φωτιά κοντά στο σπίτι σου θα επέστρεφες κι από την άλλη άκρη του κόσμου για να παλέψεις να το σώσεις. Τώρα, δεν επέστρεψες. Έμεινες εκεί. Καλά έκανες. Δε σε κατηγορώ. 

Δε θα έμαθες ότι για την κατάσχεση του σπιτιού σου θα συνυπολογιστούν οι έννοιες των «αποδεκτών συνθηκών διαβίωσης» και του «συνεργάσιμου δανειολήπτη». Πήγες διακοπές. Ή ακόμη κι αν δεν πήγες. Έφαγες όμως τρία γεύματα την ημέρα και δε στήθηκες σε συσσίτιο. Κάπνισες κι ένα πακέτο τσιγάρα. Ίσως αγόρασες κι ένα παγωτό στα παιδιά. Άρα, ζεις σε «αποδεκτές συνθήκες διαβίωσης», οπότε θα μπορούσες να πληρώνεις το δάνειό σου τρώγοντας λιγότερο, μην καπνίζοντας και μην αγοράζοντας παγωτό στα παιδιά σου. 

Αν έκανες αυτές τις θυσίες «για να μην καταρρεύσουν οι τράπεζες», τότε παίρνεις το παράσημο του «συνεργάσιμου δανειολήπτη», οπότε ίσως δε θα χάσεις φέτος το σπίτι σου, αλλά του χρόνου. Αναλόγως πόσο κώλο έστησες στις τράπεζες, θα κερδίσεις κάποιους μήνες κάτω από κεραμίδι. 

Παρ’ όλα αυτά, δεν επέστρεψες από τις διακοπές σου, δε συσπειρώθηκες, δεν ούρλιαξες, δε βγήκες στο δρόμο. Δεν πειράζει. Θα σε πετάξουν τώρα στο δρόμο οι τράπεζες. Ο δρόμος, πάντως, ήταν ο μονόδρομός σου. Σημασία είχε ο τρόπος που θα έβγαινες στο δρόμο. Αν θα έβγαινες μόνος σου ή αν θα σε πετούσαν. Σου το είχαν ξεκαθαρίσει πριν τους ψηφίσεις. Όμως πήγες και τους ψήφισες. Έτσι είναι αυτά τα πράγματα. 

Κι εσύ, ο κάποιος άλλος, μπορεί να απολυθείς. Βέβαια πρώτα θα αξιολογηθείς. Πόσο νεοδημοκράτης είσαι; Πόσο πιστός πασοκτσής είσαι; Ποιος βαθμός συγγένειας σε συνδέει με κάποιον υπουργό; Κι αν είσαι συγγενής κάποιου βουλευτή, πόσο παλιός και χρήσιμος είναι αυτός ο βουλευτής; Είναι ακόμη εν ενεργεία ή όχι; 

Η αξιολόγηση θα είναι αντικειμενική. Έχουν εκδοθεί τόσες εκατοντάδες οδηγίες προσμέτρησης και αφαίρεσης μορίων αξιολόγησης που δε μπορείς να βγάλεις άκρη αν αξιολογήθηκες σωστά ή όχι. Άρα είναι αντικειμενική η αξιολόγηση. Έφτασες στο έσχατο σημείο αναξιοπρέπειας. Κατέκτησες την κορυφή της προσωπικής εξαθλίωσης. Σε αξιολογούν ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο Άδωνις Γεωργιάδης, ο Γιάννης Μιχελάκης. 

Παρ’ όλη την ξευτίλα δεν επέστρεψες από τις διακοπές σου, δε συσπειρώθηκες, δεν πέταξες πέτρα. Δε σε κατηγορώ. Καλά έκανες. Το πήρες απόφαση μάλλον ότι αυτή η μοίρα είναι που σου αξίζει. Ίσως σκέφτεσαι «σ’ εμένα θα τύχει;». Είναι όπως τα τροχαία. «Εγώ θα σκοτωθώ;». Μέχρι που σκοτώνεσαι και παύεις ν’ αναρωτιέσαι. Όταν όμως τύχει να σου πάρουν το σπίτι και να μείνεις άνεργος, δεν έρχεται η λύτρωση. Θα συνεχίσεις ν’ αναρωτιέσαι. Θα έχεις όλο το χρόνο δικό σου για ν’ αναρωτιέσαι πώς συνέβη αυτό. Και θα δηλώνεις σοκαρισμένος. 

Αυτός ήταν ο Αύγουστος του φόβου μου. Όχι, δε φοβήθηκα αυτούς. Προειδοποίησαν εγκαίρως. Κυρίως, όμως, απέδειξαν ότι δε μπλοφάρουν. Αυτόν τον Αύγουστο φοβήθηκα εσένα που δεν επέστρεψες, δε συσπειρώθηκες, δεν υπερασπίστηκες τίποτα. Είσαι χειρότερος κι από τα δέντρα. Τα δέντρα στην πυρκαγιά, αν είχαν πόδια θα έτρεχαν να γλιτώσουν. Εσύ έμεινες ακίνητος. Θα καείς. Έκανες την επιλογή σου. Αυτή φοβήθηκα φέτος τον Αύγουστο. 

Κυριακή 18 Αυγούστου 2013

Τα σεντούκια (αναδημοσίευση)


Από τον ΚΙΜΠΙ (http://kibi-blog.blogspot.gr)
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Επενδυτής στις 17/8/2013

Έχει ο Στουρνάρας σεντούκι; Ξέρει τι είναι σεντούκι; Τι σχήμα έχει, σε τι χρησιμεύει; Μήπως έχει δει πολύ «Πειρατές Καραϊβικής» τελευταία; Μήπως φαντασιώνεται ότι είναι ο Τζακ Σπάροου που οδηγεί ατρόμητος τους τροϊκανούς πειρατές της Βαλκανικής στα κρυμμένα σεντούκια κάθε νεκρού και ζωντανού ανθρώπινου πλάσματος, στην παρηκμασμένη αποικία της αυτοκράτειρας Άνγκελα; Και πώς μέτρησε τους κρυμμένους θησαυρούς τους; Προσέλαβε εκτιμητές; Τη Goldman Sachs, τη Morgan Stanley, τη μάγισσα Μοργκάνα- ή κάποια μεταμοντέρνα μετενσάρκωσή της;

Δεν αντιλέγω, κρυμμένοι θησαυροί υπάρχουν, σε σεντούκια, σε γιούκους, σε πατάρια, σε ανύποπτες κρύπτες, σε εντοιχισμένα κι απαραβίαστα θησαυροφυλάκια με πολύπλοκους κωδικούς ασφαλείας. Ανθούσε κάποτε εδώ η αγορά σεντουκιών, όταν το χρήμα έρεε άφθονο, σαν πέστροφα, κόντρα στο ρεύμα του ποταμού, από κάτω προς τα πάνω, από τους πάμφτωχούς προς τους ανεκτώς φτωχούς, κι από εκεί στους ημιπλούσιους, τους απλώς πλούσιους, τους υπερπλούσιους και τελικά σ’ αυτούς που είναι υπεράνω μέτρου πλούτου, γιατί απλώς τα έχουν όλα.

Σεντούκια υπάρχουν, όπως λεφτά υπήρχαν, και σκέφτομαι μήπως τελικά πρέπει να διευκολύνουμε τον υπουργό Τζακ Σπάροου. Δεν ξέρω πόσο χρήσιμο θα αποβεί, αλλά ας το κάνουμε κι αυτό. Αλλά θ’ ανοίξουμε όλα τα σεντούκια. ΟΛΑ! Γιατί υπάρχουν δυο κατηγορίες σεντουκιών: αυτά που γεμίζουν με κομμάτια και θρύψαλα της ζωής του καθενός μας, σκόπιμα ή τυχαία συλλεγμένα, ξεχασμένα στον πάτο του σεντουκιού. Και τα σεντούκια που γεμίζουν με τις λεηλατημένες ζωές των άλλων. Μεγάλα παιδιά είμαστε, σε μικρή χώρα ζούμε, και με μισό αιώνα και πλέον την πλάτη πολλοί από μας, δεν δικαιούμαστε να κάνουμε τους ανήξερους.

Ανοίγω το σεντούκι μου, λοιπόν. Στρώματα μνήμης ανάκατα με κατεψυγμένες υπεραξίες, σε τυχαία χρονική σειρά. Εκπλήσσομαι κι εγώ με το πόσους θησαυρούς κατέχω, πόσο πλούσιος μπορεί να είμαι. Πρώτα οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Εγώ μωρό, στη μητρική αγκαλιά, ευτυχές κι ανυποψίαστο για το τι με περιμένει. Κι άλλες φωτογραφίες, η οικογένεια πλήρης, πριν αρχίσει να την ακρωτηριάζει ο θάνατος. Και έγχρωμες φωτογραφίες, σόγια ολόκληρα σε πολυπληθείς συναντήσεις, γάμοι, βαφτίσια, γιορτές. Η χημεία του σελουλόιντ έχει αφαιρέσει κάμποσο από το χρώμα της μνήμης. Ενδεικτικά αποφοίτησης, «διαγωγή κοσμιοτάτη», ήμουν καλό και μάλλον αθόρυβο παιδί. Έλεγχοι προόδου στο γυμνάσιο, στο λύκειο, σταθερές, καλές επιδόσεις στα μισά μαθήματα, ασθμαίνουσες προβιβάσεις στα μαθηματικά και τη φυσικοχημεία. Θεωρητικός τύπος. Τίτλοι ιδιοκτησίας, ένα κτήμα με αιωνόβιες ρίζες ελιάς, προκομμένοι άνθρωποι οι παππούδες της μιας πλευράς, ανέστιοι πρόσφυγες της άλλης, χωρίς ίχνος ιδιοκτησίας. Ένα τοπογραφικό του κτήματος, σημάδι πως κάποια στιγμή το μικρόβιο της ιδιοκτησίας γέννησε σχέδια, που προφανώς εγκαταλείφθηκαν. 

Τώρα το κτήμα υπάρχει μόνο στο Ε9. Κι άλλες φωτογραφίες, σε άλλες οικογένειες, πολιτικές πια. Εικόνες με οργισμένα και ξαναμμένα νεανικά πρόσωπα, ενσταντανέ από διαδηλώσεις, ο βρασμός της μεταπολίτευσης. Ένα κομματικό βιβλιάριο- ποιος πρόδωσε ποιόν; Εμείς το κόμμα ή το κόμμα εμάς; Δεν έχει σημασία ποιο κόμμα-. Ένας χάρτης εργασιακής περιπλάνησης, η πανεπιστημιακή θητεία στο ράφι. Χαμένα χρόνια; Όχι, τα θυμάμαι με άγρια χαρά. Κουμπιά, δεκάδες κουμπιά, σε κάθε μέγεθος και χρώμα, ανάκατα με ασημένια εικοσάρικα, μεταλλικά τριαντάρια και πενηντάρια, και χαρτονομίσματα από τον αιώνα της δραχμής. Και μερικά κατοχικά, των εκατομμυρίων- δεν ήταν συλλέκτης ο πατέρας μου, απλώς είχε αυτή την περίεργη πρόνοια. 

Παιχνίδια, ράγες ενός εκτροχιασμένου ηλεκτρικού τρένου που για πολλά παιδικά χρόνια μ’ έκανε περήφανο. Όστρακα, παλιές πένες που δεν γράφουν πια, το ρολόι Ω του πατέρα μου, πολύτιμο στην εποχή του - δεν το φορώ πια, δεν υπάρχει λόγος να ξέρω την ώρα, αρκεί η ώρα να ξέρει πού είμαι εγώ-. Η μηχανή Singer της μάνας μου που ανέθρεψε τρία παιδιά, μασούρια, κουβαρίστρες, κεχριμπαρένιες χάντρες από ένα κομπολόι του πατέρα μου, ένας αναπτήραςRonson- ακριβά γούστα για φτωχομεσαίους. Το συμβόλαιο αγοράς του πατρικού σπιτιού που τώρα κατοικούν άλλοι. Ερωτικές επιστολές- κάποτε οι άνθρωποι έγραφαν γράμματα-, τα αποτυπώματα της γοργής ενηλικίωσης και ωρίμανσής μου, εγώ και η γυναίκα μου σε άπειρες εκδοχές διακοπών (γιατί οι άνθρωποι φωτογραφίζονται μανιωδώς στις διακοπές, κι όχι στη δουλειά; Ρητορικό το ερώτημα.). 

Τα πρώτα αποτυπώματα της εισβολής της κόρης μου στη ζωή μας, μια βρεφική μπούκλα, φωτογραφίες, οι τελευταίες προ ψηφιακής εποχής, μια κασέτα με τα πρώτα βρεφικά γαρδελίσματα, δόντια νεογιλά- η μακάβρια γονεϊκή τρυφεράδα!-, συμβόλαιο αγοράς κατοικίας (σοβαρέψου, έγινες μπαμπάς πια!)-, σύμβαση ενυπόθηκου δανείου, σύναψη τον 20ο αιώνα, εξόφληση το πρώτο μισό του 21ου , βιβλιάρια καταθέσεων με αστεία υπόλοιπα, κάρτες μισθοδοσίας και πιστωτικές σε αχρησία, λέμε να διακόψουμε πλήρως τις σχέσεις με τις τράπεζες, αλλά δεν μας αφήνουν, ο παιδικός κουμπαράς του ΤΤ που μέσα του κουδουνίζει κάτι, ίσως μια λίρα, δώρο ποιος ξέρει ποιού. 

Πιστοποιητικά οργής, άυλα και σταδιακώς μετασχηματιζόμενα σε φθόνο και κοινωνικό μίσος- ναι, δεν έχω πια κανένα πρόβλημα να μισώ νηφάλια την αφρόκρεμα αυτής της κοινωνίας που καταστρέφει συστηματικά τους όρους της ύπαρξής μας. Και λεφτά. Το ομολογώ, στο σεντούκι μου υπάρχουν και λεφτά, στα σεντούκια πολλών ανθρώπων υπάρχουν λεφτά, υπουργέ θησαυροθήρα Τζακ Σπάροου, λεφτά αιματηρά εξοικονομημένα, πονηρά αποκρυμμένα από τον τυφλό τραπεζικό Τειρεσία και το αόμματο Γενικό Λογιστήριο, γιατί πολύ απλά καταλάβαμε εγκαίρως ότι ανά πάσα στιγμή μπορούμε να γίνουμε πρόσφυγες στο σπίτι μας. Αυτή είναι η μόνη βεβαιότητα που καθιστά απαραβίαστα τα σεντούκια μας. Γι’ αυτό στα σεντούκια μας κρύβουμε και λεφτά. Και μερικά παγούρια δροσερό νερό, γιατί ξέρουμε από παλιά ότι το μέλλον έχει πολλή ξηρασία.

Σε διευκολύναμε καθόλου, υπουργέ Τζακ Σπάροου; Δεν νομίζω ότι στα σεντούκια των άλλων κοινών θνητών θα βρεις κάτι ριζικά διαφορετικό απ’ ό,τι περιέχει στο δικό μου. Τα σεντούκια των περισσότερων ανθρώπων είναι ένας αχταρμάς από θραύσματα μνήμης, συντετριμμένα όνειρα, ματαιωμένα σχέδια κι ένα μικρό ή αξιόλογο απόθεμα υλικών επιβίωσης σε ένα καθεστώς που δεν την εγγυάται πλέον σχεδόν για κανένα, εκτός από τους πειρατές της Βαλκανικής, τους αλλοδαπούς θησαυροθήρες και την εγχώρια τροϊκανή νομενκλατούρα.

Και τώρα η σειρά σας. Ας ανοίξουμε το σεντούκι ενός εκλεκτού μέλους της ηχηράς μειοψηφίας- η σιωπηρά πλειοψηφία έκανε το καθήκον της. Δεν μας ενδιαφέρει η ιδιωτική τους μνήμη, αλλά τα λάφυρα από τη στρέβλωση της συλλογικής μνήμης που κρύβουν στους πάτους των σεντουκιών τους. Οι υπεραξίες που άντλησαν από εθνικές τραγωδίες. Τα χρήματα του μαυραγοριτισμού και του δοσιλογισμού της κατοχής, της αιματηρής συναλλαγής με τους ναζί. 

Κεφάλαια εξαγοράς της υποστήριξης των νικητών του εμφυλίου και του άγριου διωγμού των ηττημένων. Τα κονδύλια του σχεδίου Μάρσαλ, αιμοδοσία υπέρ μιας χαριστικής και κρατικοδίαιτης επιχειρηματικότητας- τι ωραία που τα έχει πει ο πρόεδρος του ΣΕΒ!-, συμβόλαια εξαγοράς της ανοχής ή θερμής στήριξης της χούντας, χρηματοδότηση ευρωπαϊκών οραμάτων, επιδοτήσεις, κρατικές και κοινοτικές, χρήματα εκμαυλισμού των κοινών θνητών, ληστεία χρηματιστηρίου, λεηλασία των ασφαλιστικών ταμείων, πιστωτικό big bang, χρήμα μαύρο, γκρι και κατάλευκο, αδάπανα παραχωρημένο σε μια ιστορικά αποτυχημένη ελίτ, που σε δυο διαδοχικές γενιές της έχει μετατρέψει τη χώρα σε ένα σωρό παραγωγικών ερειπίων.

Ας ανοίξουμε τα σεντούκια, λοιπόν. ΟΛΑ ΣΕΝΤΟΥΚΙΑ! Προειδοποιήστε μας μόνο, όταν είναι ν’ ανοίξουμε τα σεντούκια της δεύτερης κατηγορίας να κλείσουμε τις μύτες μας, μη μας πάρει η μπόχα της ιστορίας.

Υ.Γ. Το παρόν δεν αφιερώνεται στον Γ. Στουρνάρα που εποφθαλμιά τα σεντούκια της ανοχής μας, αλλά στη μπλογκοπαρέα του Μπαχάρ* που με την έκτακτη έκδοση «Καλοκαίρι», τα 17 κείμενα και τις 9 φωτογραφίες της, μού έφτιαξαν ένα αυγουστιάτικο απόγευμα με θέα το Μυρτώο και με σάουντρακ τον βελουτέ κυματισμό του. Το θερινό Μπαχάρ* προσφέρεται για ένα απολαυστικό δίωρο με τρίωρο, είτε είστε σε διακοπές είτε όχι. Διαθέσιμο σε βιβλιοπωλεία της Αθήνας, όχι στα φαρμακεία της.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Ο γάμος έγινε στον Ασπρόπυργο και τη στιγμή που διαβάζετε αυτές τις γραμμές έχουμε κατασκηνώσει κοντά στη λίμνη Κουμουνδούρου, όπου και θα περάσουμε το υπόλοιπο του θέρους (…) Τα μεσημέρια γυρνάμε και παίρνουμε καΐκι από το λιμανάκι του Σκαραμαγκά που κάνει το δρομολόγιο Ψυτάλλεια- Ρεβυθούσα. Η θάλασσα στην Ψυτάλλεια είναι συνήθως κόκκινη. Το νησί είναι μικρό αλλά καλύπτεται από ένα υπερμεγέθες γεράνι, το οποίο με τον παραμικρό αέρα αδυνατεί να συγκρατήσει τα πέταλά του, με αποτέλεσμα η θάλασσα να καλύπτεται από ένα κόκκινο χνουδωτό πέπλο. Η Ρεβυθούσα από την άλλη έχει πιο δυνατή μυρωδιά, καθώς στο ελάχιστο έδαφός της φυτρώνει αστεροειδής γλυκάνισος, γεγονός που δημιουργεί περίεργες ψευδαισθήσεις την ώρα που μαζεύουμε διαφόρων ειδών όστρακα (…) Η νύχτα στη λίμνη είναι παράξενη. Οι ντόπιοι ονομάζουν φεγγάρι ένα τεράστιο πυρσό που φέγγει κάθε βράδυ, αλλά τους είναι άγνωστη η λέξη σελήνη. Λένε πως αν το φεγγάρι τους σβήσει θα χαθεί κάθε ίχνος ζωής στην περιοχή. Και πως μόνο το νερό της λίμνης μπορεί να το καταφέρει αυτό.

*anenecuilco14, «Ξυπόλητοι» (Από την έκδοση του Μπαχάρ* «Καλοκαίρι»)

Αυτό το σπίτι είναι δικό μας (αναδημοσίευση)

Οι άνθρωποι δεν κατάσχονται

Του Πάνου Μουχτερού
από τα ΚΑΚΩΣ ΚΕΙΜΕΝΑ (http://kakoskeimena.net/)

Θέλαμε για χρόνια να έρθουμε και να μείνουμε μόνιμα στην Ελλάδα. Κάθε φορά που επισκεπτόμασταν αυτόν τον ευλογημένο τόπο για διακοπές, γινόταν όνειρό μας να βρούμε ένα σπίτι όμορφο, κοντά στη θάλασσα, για να περάσουμε σε τούτη την πανέμορφη χώρα το υπόλοιπο της ζωής μας. Να έρχονται και οι καλοί μας φίλοι τακτικά να μας βλέπουν και να απολαμβάνουμε όλοι μαζί την ατέλειωτη μαγεία του ελληνικού τοπίου. Συνεχώς το μελετούσαμε αλλά, λίγο οι υψηλές τιμές, λίγο το ότι δεν βρίσκαμε το κατάλληλο σπίτι, το όνειρό μας έπαιρνε συνεχώς αναβολή. Μέχρι που παρουσιάστηκε αυτή η μεγάλη ευκαιρία με τους πλειστηριασμούς. Τώρα πια είχαμε τη δυνατότητα να διαλέξουμε ανάμεσα σε δεκάδες, σχεδόν εκατοντάδες, περιπτώσεις κατοικιών που βγήκαν στο σφυρί και σε πολύ ευνοϊκές προσφορές. Δεν ήταν λίγες οι φορές που η διαφορά στην τιμή ήταν εντυπωσιακή, μιλάμε για δέκα φορές κάτω. Δεν μπορούσαμε με αυτά τα δεδομένα να κλείσουμε τα μάτια και τα αυτιά μας, έπρεπε να εκμεταλλευτούμε τη στιγμή, να αρπάξουμε από τα μαλλιά αυτή τη μοναδική ευκαιρία και να αγοράσουμε το σπίτι των ονείρων μας στην Ελλάδα. Βάλαμε κάτω όλες τις λίστες, τις εφημερίδες, τις αμέτρητες αγγελίες, ήρθαμε σε επαφή με τα τόσα μεσιτικά γραφεία που είχαν ξεχυθεί στους δρόμους και πουλάγανε όσο-όσο, μιλήσαμε με κάποιους γνωστούς μας που είχαν πόστα και θέσεις υψηλές και γνωριμίες μέσα στις ελληνικές τράπεζες και που μας παρείχαν εμπεριστατωμένη καθοδήγηση για να μην ψάχνουμε στα τυφλά αλλά με σχέδιο, έτσι ώστε να βρούμε την ιδανική περίπτωση. “Τσάμπα πράμα”, όπως λένε και οι φίλοι μας οι Έλληνες.

Και, επιτέλους, βρέθηκε. Μια υπέροχη μονοκατοικία, στην πανέμορφη ελληνική εξοχή, λίγα μέτρα μόλις από το βουνό και από τη θάλασσα μαζί. Με αυλή μεγάλη, με κήπο που μέσα του μπορούσες να δεις άνθη ζωηρά, λες και φυτεύτηκαν προχτές. Πιο κάτω, μια αποθηκούλα δίπλα σε μια μικρή αυτοσχέδια παιδική χαρά, φτιαγμένη από ξύλο και με πολλές μικρές λεπτομέρειες που φανέρωναν την πολλή αγάπη εκείνου που την έφτιαξε. Την αγάπη την έβρισκες σε πολλά διάσκορπα σημεία αυτού του σπιτιού. Σαν το οξυγόνο, σαν τον ήλιο που διαπερνούσε τα παράθυρα κάθε πρωί, η αγάπη εξαπλωνόταν στην ατμόσφαιρα και δεν ήταν λίγες οι φορές που έλεγες ότι πήγαινε και καθόταν μέσα στην καρδιά σου. Μπαίνοντας στον εσωτερικό χώρο, τα έπιπλα ήταν ακόμα όλα στη θέση τους, μαζί και τα καλύμματα, τα τραπεζομάντιλα, μέχρι και χειρόγραφες σημειώσεις βρήκαμε να κρέμονται από χρωματιστά μαγνητάκια πάνω στο ψυγείο που ήταν και αυτό ακούνητο, αν και με άδειο το περιεχόμενό του. Στον πάνω όροφο, καθώς ανέβαινες τη στριφογυριστή τη σκάλα, προσπερνούσες τις κορνίζες που και αυτές είχαν ξεμείνει εκεί με τις φωτογραφίες που έδειχναν παππούδες και γιαγιάδες και παιδιά που αργότερα είχανε μεγαλώσει σε άλλες φωτογραφίες, ακόμα και αυτό το ίδιο το σπίτι έβλεπες όπως μεγάλωνε με το πέρασμα του χρόνου, μέχρι να γίνει αυτό που είναι σήμερα. Μετά έφτανες στα παιδικά δωμάτια και σκόνταφτες πάνω σε αναποδογυρισμένα πολύχρωμα ποδήλατα με τις ρόδες τους που ακόμα κυλούσαν στον αέρα. Και πιο ‘κει, η κρεβατοκάμαρα με τον μεγάλο καθρέφτη απέναντι να έχει επάνω του τις πιο συχνές ελληνικές λέξεις γραμμένες με κραγιόν. “Σ’ αγαπώ-Καλημέρα”.

Αργότερα, μάθαμε ότι στο σπίτι αυτό πριν από εμάς έμενε μια τετραμελής οικογένεια, η μάνα, ο πατέρας με τα δυο τους ανήλικα παιδιά. Ότι πριν από αυτούς, είχαν έρθει πρώτοι και είχαν χτίσει εκεί την πρώτη καλύβα οι παππούδες τους, οι προηγούμενες δηλαδή γενιές, πριν από πολλές δεκαετίες, όταν ακόμα εδώ δεν υπήρχε τίποτα, παρά μόνο βράχια και άμμος. Ότι σε εκείνη τη μικρή την καλύβα γεννήθηκαν παιδιά πολλά και μεγάλωσαν ολόκληρες οικογένειες και ότι για χρόνια κοιμόντουσαν όλοι κάτω στο πάτωμα. Ότι μαγείρευαν φαγητό για δέκα ανθρώπους σε ένα και μόνο τσουκάλι παλιό, το οποίο βρήκαμε κι εμείς κάποια στιγμή στην αποθήκη. Ότι ρεύμα δεν είχαν τότε και νερό φέρνανε από ένα πηγάδι που ακόμα και σήμερα υπάρχει στην πίσω πλευρά του κήπου. Ότι δουλέψανε όλες αυτές οι γενιές και η καθεμιά κουράστηκε και προσπάθησε και έβαλε το δικό της λιθαράκι μέσα στους τοίχους και παρέδιδε το σπίτι όλο και μεγαλύτερο στους επόμενους. Ότι τελευταία ο πατέρας έμεινε ξαφνικά άνεργος και δυσκολευόταν πολύ να ξεπληρώσει τα δάνεια που είχε πάρει. Ότι το ένα το παιδάκι τους έπεσε με το ποδήλατο και χτύπησε σοβαρά και έπρεπε να κάνει πολλές εξειδικευμένες και ακριβές εξετάσεις και ταξιδεύανε συνέχεια σε νοσοκομεία στο εξωτερικό, μέχρι και οι γείτονες, λέει, μαζέψανε λεφτά για να βοηθήσουν, γιατί ήξεραν ότι η οικογένεια πλέον τα βγάζει δύσκολα και ήταν κρίμα και για το παιδάκι. Ότι τελικά έμεινε παράλυτο και ότι όσο κι αν προσπάθησαν όλοι μαζί, τα χρέη ήταν υπέρογκα και η οικογένεια παράλυσε και στο τέλος η τράπεζα έβαλε υποθήκη το σπίτι κι ένα σούρουπο τους πέταξε στα βιαστικά έξω. Και τους πήρε μέχρι και το αναπηρικό το καροτσάκι.

Όπως οι μέρες και οι νύχτες περνούσαν, ανακαλύπταμε ολοένα και περισσότερα στοιχεία για αυτό το σπίτι. Καμιά φορά πάλι, ήταν λες και το σπίτι αποκτούσε στόμα και μιλούσε το ίδιο σε εμάς. Τα πρώτα κρύα βράδια του χειμώνα, την ώρα που άκουγες τον άνεμο να ψιθυρίζει και να κάνει ήχους περίεργους, έπαιρνες όρκο ότι ανθρώπινες φωνές εξαπλώνονταν μέσα στους διαδρόμους, φωνές που δεν καταλάβαινες τι έλεγαν, άλλοτε μοιάζανε με τραγουδάκια παιδικά άλλοτε γινόντουσαν άναρθρες, υπόκωφες κραυγές, που πάντα όμως, ένα περίεργο πράγμα, σταμάταγαν αμέσως μόλις κόπαζε ο άνεμος, λες και υπήρχαν και δεν υπήρχαν, λες και ήταν τα λόγια του αέρα. Ήταν δύσκολο να καταφέρεις να αποκοιμηθείς με όλα αυτά, δεν σ’ αφήνανε και τα ξύλινα πατώματα που τρίζανε και σταματούσαν πάλι, νόμιζες ότι κάποιος περπατούσε μέσα στα σκοτάδια και έκανε διαρκώς ποδοβολητά και θόρυβο. Όταν πάλι κατάφερνες να σε πάρει ο ύπνος, ήταν ακόμα δυσκολότερο. Βλέπαμε δεκάδες όνειρα, τόσα πολλά που στο τέλος μπερδευόμασταν και αναρωτιόμασταν πως είναι δυνατόν να ονειρευόμαστε συνεχώς πρόσωπα άγνωστα, μορφές που ποτέ μας δεν γνωρίσαμε, ιστορίες και περιστατικά που συνέβαιναν μόνο μέσα σ’ αυτό το σπίτι, από τότε που εδώ υπήρχε μόνο μια καλύβα, όνειρα συναισθηματικά, από εκείνα που σου ζεσταίνουν το στομάχι και κλαις στον ύπνο σου και ξυπνάς το πρωί με βρεγμένο το μαξιλάρι, γιατί έκλαιγες στ’ αλήθεια. Όνειρα γεμάτα γέρους και γριές και φως και σκοτάδι εναλλασσόμενο και ανάσες δίπλα στο αυτί σου και δάκτυλα που σου χαϊδεύουνε το λαιμό και που μετά σε σφίγγουνε και πνίγεσαι και πετάγεσαι σαν μικρό παιδάκι τρομαγμένο. Μαμά, μαμά! Φοβάμαι.

Ειδικά για τα παιδιά η κατάσταση έγινε ακόμα πιο περίπλοκη με όλα αυτά τα ανεξήγητα φαινόμενα. Ένα βράδυ η μικρή μας η κόρη άρχιζε να φωνάζει και να τρέχει πάνω κάτω και εμείς πανικόβλητοι δεν πιστεύαμε στα μάτια μας όταν την αντικρίσαμε να γδέρνει με τα χέρια της τον τοίχο και να ματώνει και να σχηματίζει με τους ματωμένους της καρπούς σύμβολα και αριθμούς χωρίς σταματημό λες και δεν έλεγχε η ίδια το σώμα της, λες και είχε γίνει μια μαριονιέτα στα χέρια κάποιου άλλου που χρησιμοποιούσε την κόρη μας για κόκκινο μολύβι. Εντάξει, ξέραμε ότι τα παιδιά δεν ήταν τόσο ενθουσιασμένα με τον ερχομό μας εδώ κι έτσι αρχικά το αποδώσαμε στην απότομη αλλαγή περιβάλλοντος, ότι ίσως όλα αυτά να ήταν ακραίες παιδικές αντιδράσεις που και εμείς ως προστατευτικοί γονείς είχαμε πιθανότατα διογκώσει κάπως σε σχέση με το πώς συνέβαιναν στην πραγματικότητα. Ειδικά αυτό ίσχυε για το γιο μας που από την πρώτη στιγμή που γεννήθηκε ήταν υπερκινητικός και δραστήριος και που πάντα εξαφανιζόταν και χανόταν με το παραμικρό. Όπως εκείνο το απόγευμα που δεν μπορούσαμε να τον βρούμε πουθενά και τον ψάχναμε και φωνάζαμε το όνομά του με τις ώρες. Το μόνο στοιχείο που είχαμε ήταν ότι έλειπε εκείνο το ποδήλατο που είχαμε βρει στο παιδικό δωμάτιο όταν ήρθαμε για πρώτη φορά εδώ και με το οποίο θα μπορούσε να έχει καταλήξει χιλιόμετρα μακριά. Η ώρα περνούσε. Κόντευε σούρουπο. Πήγαμε και πίσω από το σπίτι. Το ποδήλατο έστεκε αναποδογυρισμένο με τις ρόδες να κυλάνε. Το πηγάδι! Το παιδί μου! Σκύβουμε. Δεν μπορεί να κουνήσει τα πόδια του. Βουλιάζει. Το νερό φτιάχνει με τις ανάσες του γράμματα. Γράμματα ελληνικά.

Φ Υ Γ Ε Τ Ε

Σάββατο 17 Αυγούστου 2013

Ζωή με εισιτήριο

Κι ο Θεός που απ' τις δακρυσμένες προσευχές των παιδιών 
που φοβούνται τη νύχτα 
φτιάχνει τις πρώτες γαλάζιες γραμμές της μέρας 
που στέλνουν την ελπίδα στους ναυαγούς. 
Τάσος Λειβαδίτης 

Όποιος δεν ζεί στον κόσμο τους χίλιες φορές πεθαίνει. Και στον κόσμο τους δεν χωράς πια. Μέρα τη μέρα μικραίνει γιατί ανεπιθύμητοι βαφτίστηκαν οι μή-εκλεκτοί. Το αιματοβαμμένο τους δάκτυλο σου δείχνει την έξοδο, με τη σιδερένια τους μπότα σπρώχνουν τα πτώματα των θυμάτων για να χωρέσουν τα ερπετά. Τα κατοικίδια στην κιβωτό τους αλέθουν την τροφή τους: είσαι εσύ αυτή η τροφή.
Πόσες φορές θε να το δείς και πόσες να τ' ακούσεις… 

Και όλοι οι "άλλοι" οι εκτός, εκσκαφείς μιας ατέλειωτης νύχτας, παραχαράχτες μιας ήττας που δεν ήταν νίκη, πορεύονται απόβλητοι ενός παραδείσου της "τρυφής". Πορεία χωρίς εισιτήριο, εσχάτη χορηγεία και πλάνη μιας ελπίδας που θάβεται καθημερινά σε ερείπια νοσοκομείων, σχολείων, σπιτιών, μαγαζιών. Που παίρνει το χρώμα της ντροπής το κόκκινο, γιατί κάποτε θέλησε να διεκδικήσει. Και το έπαθλο του καταχραστή φορτίο ασήκωτο και σκιάχτρο για τους επόμενους. 

Ερείπια και σκιάχτρα ενός πάλαι ποτέ πολιτισμού της αξιοπρέπειας και της διεκδίκησης. 

Και με πρόσχημα και εφαλτήριο τούτη τη μεθοδευμένη χρεωκοπία σου χρεώνουν όλο και ακριβότερα την είσοδο σ' έναν "παράδεισο" που εσύ έχτισες αλλά δεν σου ανήκει πια. Με εισιτήριο να πηγαίνεις στη δουλειά σου, να μπείς στο νοσοκομείο, να αδράξεις λίγη γνώση, να αναπνεύσεις λίγο πολιτισμό, να ξεφύγεις από την κόλαση της καθημερινότητας, να αναπνεύσεις τον αέρα , εισιτήριο για να ζείς. Εισιτήριο που όλο και ακριβαίνει την ίδια στιγμή που η εργασία σου, η ίδια σου η ύπαρξη υποτιμάται. Και στο πλεόνασμα των "ελλειμάτων" να προστίθεται η ύβρις που αδυνατείς να πληρώσεις γιατί αυτοί το θέλησαν. 

Και στην είσοδο αυτού του παραδείσου φύλακας και ελεγκτής ο γείτονάς σου, ένας από το πλήθος των καταραμένων ετούτης της γής. Και γίνεται ο δήμιός σου και ο εκτελεστής σου πότε σαν υπάλληλος της υπηρεσίας, πότε σαν ελεγκτής, πότε σαν προστάτης του ναού της επί πληρωμής ευωχίας που σούταξαν. 

Και να πληρώνεις πανάκριβα και από το ψωμί σου ή το φάρμακο ή το γάλα των παιδιών σου για ένα εισιτήριο για να υπερασπιστείς το δικαίωμα να λέγεσαι άνεργος πηγαίνοντας στην υπηρεσία ή στο σχολείο που συγχωνεύθηκε ή στο νοσοκομείο που μεταφέρθηκε μακρυά. Να πληρώνεις πανάκριβα ένα δωρεάν θέαμα, ένα συσίτιο, μιαν ελπίδα πως θα βρείς το φάρμακο που δεν σου γράφουν πια και που δεν μπορείς να αγοράσεις. Να λαχταράς την πρόσκληση σε ένα φιλικό σπίτι κάπου έξω από την πόλη και το θέλγητρό της να νεκρώνεται στο υπολογισμό του κόστους του εισιτηρίου, η κοντόπνοη ευτυχία να σβήνεται με μιας στην πρώτη επόμενη σκέψη σου. 

Κι' αν η απαντοχή κουρνιάζει κρυμμένη στις αναπολήσεις μιας άλλης ζωής νά ξεπροβάλλει το πρόσωπο του στυγνού μισθοφόρου να σου τσακίζει κάθε αξιοπρέπεια. Και κάθε φτερούγισμα της λαχτάρας να συντρίβεται πάνω σε βράχους μιας επιμελώς τεθλασμένης αναλγησίας. Γιατί η αξιοπρέπεια της διεκδίκησης του αυτονόητου "πρέπει να συντριβεί". Να πάρουν το μάθημα και οι υπόλοιποι. Πως ο κόσμος τους που έχτιζαν με το δικό σου ιδρώτα δεν σου ανήκε ποτέ.  

Πόσες φορές θε να το δείς και πόσες να τ' ακούσεις…

Τετάρτη 14 Αυγούστου 2013

Η Λιτότητα είναι Αρετή, το ξεχάσαμε; (αναδημοσίευση)


του Γιάννη Μακριδάκη

Πολιτική λιτότητας: 
Εντός του χρηματοοικονομικού συστήματος σημαίνει ύφεση, αύξηση της ανεργίας, μείωση του ΑΕΠ, λιγότερο χρήμα στην αγορά και διάφορα άλλα τέτοια τα οποία τα ζούμε στο πετσί μας, όλα αυτά τα χρόνια. 

Εντός του οικοσυστήματος όμως, λιτότητα σημαίνει ορθή, φιλοσοφημένη, ήρεμη ζωή, με σεβασμό στο περιβάλλον και στα άλλα πλάσματα, με την προσοχή μας στραμμένη στην βιοποικιλότητα και στην φέρουσα ικανότητα, με τον νου μας διαυγή και το σώμα μας υγιές. 

Ποτέ ο λιτός, ο λιτοδίαιτος άνθρωπος δεν ήταν κατακριτέος, απεναντίας πάντοτε αποτελούσε αντικείμενο θαυμασμού και παράδειγμα προς μίμηση, στους θρησκευτικούς μύθους δε, κάθε άγιος και κάθε πρόσωπο άξιο λατρείας, ήταν λιανό, λιτό και απέριττο. 

Πολιτική ανάπτυξης: 
Στο χρηματοοικονομικό σύστημα σημαίνει άνοιγμα θέσεων εργασίας, κυκλοφορία περισσότερου χρήματος, αύξηση ΑΕΠ, αύξηση κατανάλωσης και διάφορα άλλα τέτοια τα οποία ζούσαμε για κάμποσα χρόνια πριν την λεγόμενη “χρηματοοικονομική κρίση” και μάλλον ονειρευόμαστε να ξαναζήσουμε. Οι πολιτικοί διαχειριστές της μοίρας μας δε, το λένε ξεκάθαρα ότι η επανάκαμψη της ανάπτυξης είναι ο στόχος τους. Κι οι πολίτες, μέχρι και οι αριστεροί, αυτό αναμένουν, για το ότι δεν φέρνουν την ανάπτυξη τους κατακρίνουν αυτούς που κυβερνούν, και με αυτό το βασικό δεδομένο τούς αντιπολιτεύονται. 

Στο οικοσύστημα όμως η πολιτική ανάπτυξης, με τον τρόπο που την ορίζει το χρηματοοικονομικό σύστημα, σημαίνει απερίσκεπτη χρήση και σπατάλη ολοένα και περισσότερων φυσικών πόρων, οι οποίοι βέβαια βρίσκονται σε τρομακτική έλλειψη, σημαίνει επίσης αλλοίωση και καταστροφή τοπίων, κλίμακος, κλίματος, αναγλύφου, φυσικής ισορροπίας, πλανήτη εν τέλει, με αποτέλεσμα την πρόκληση, μέσα από τις χαοτικές διαδικασίες που διέπουν τη φύση, απρόβλεπτων, ανυπολόγιστων και μη αναστρέψιμων καταστροφών, οι οποίες τελικά στρέφονται ενάντια στον άνθρωπο και όχι ανάπτυξη δεν του φέρνουν αλλά τον απειλούν άμεσα με αφανισμό 

Το δίλημμα λοιπόν δεν είναι αυτό που κατά κόρον τίθεται εδώ και χρόνια, κι αυτό που με .έπαρση έθεσαν χθες ο Ομπάμα και ο Σαμαράς από τον Λευκό Οίκο. Το δίλημμα δεν είναι Λιτότητα ή Ανάπτυξη. Το δίλημμα είναι ξεφουσκώνουμε οικειοθελώς την Φούσκα μας ή συνεχίζουμε να φυσάμε αέρα μέσα της και μέχρι πιο σημείο, αφού είμαστε βέβαιοι ότι όταν σκάσει θα μας σπάσει τα μούτρα. 

Η ανθρωπότητα έχει διαπράξει Ύβρη τεράστια και βρίσκεται αυτή την ιστορική στιγμή στην κορφή του ετοιμόρροπου πύργου της Βαβέλ. Ή ξεκινάει να τον αποκαθηλώνει τουβλάκι τουβλάκι ή συνεχίζει να τον χτίζει, όπως κάνει τώρα, μέχρι να καταρρεύσει. 

Ποτέ κανείς δεν βγήκε χαμένος από την Λιτότητα. Η Λιτότητα είναι Αρετή κι εμείς την καταντήσαμε ακόμα κι αυτήν ως κατάρα, ως φόβητρο, ως κάτι το απευκταίο, το κακό, το βασανιστικό, το μισητό. Αυτό ακριβώς προδίδει την Ύβρη που διαπράττουμε. Αυτής της Ύβρεως η συνειδητοποίηση, η μετάνοια (καμία σχέση με θρησκοληψίες εδώ) και η διόρθωση, είναι η μόνη λύση. Ο επανεξανθρωπισμός του καταναλωτή και η επανατοποθέτηση των όρων και των εννοιών στη σωστή τους βάση, είναι ανάγκη απόλυτη και αποτελεί τον μόνο δρόμο προς την επιτυχία. Και όπως όλοι οι δρόμοι αυτού του είδους, είναι δρόμος μοναχικός, τον κάνει ο καθένας μόνος του, πρώτα μέσα του και κατόπιν έξω του. Και τότε αλλάζει το τοπίο τριγύρω. 

Ας τα σκεφτούμε όλα αυτά, ιδίως το ότι κάθε Αρετή την καταντήσαμε Κακία και τότε θα συνειδητοποιήσουμε ότι πάμε ακριβώς αντίθετα, λες κι έχουμε αφήσει τον χείριστο και τον κρετίνο εαυτό μας να υπερέχει, τότε θα αντιδράσουμε, θα πράξουμε επιτέλους ως Άνθρωποι. Ποτέ δεν είναι αργά…