από την Άννα Β.
Λίγη προϊστορία…
Το εργοστάσιο της Βιομηχανικής Μεταλλευτικής , στη Θεσσαλονίκη, ήταν ένα εργοστάσιο όπως πολλά άλλα: εγκαταλελειμμένο από τα αφεντικά, αφού πιστώθηκε με δάνεια και επιδοτήσεις και φυσικά με χρέη προς τους εργαζόμενους. Το εργοστάσιο της Βιομηχανικής Μεταλλευτικής, όμως, δεν είναι πια σαν όλα τα άλλα. Κι αυτό γιατί οι εργαζόμενοί του δεν επέλεξαν την απλή, έστω δυναμική, διαμαρτυρία, αλλά έβαλαν στον τραπέζι μία νέα πρόταση. Μπορούμε χωρίς αφεντικά, είπαν. Είπαν, ακόμα, ότι δεν αναγνωρίζουν την ιδιοκτησία τους. Και, τέλος, έκαναν πράξη αυτή τους την στάση καταλαμβάνοντας το εργοστάσιο και διεκδικώντας να πάρουν στα δικά τους χέρια την παραγωγική μονάδα και να συνδέσουν την παραγωγή της με την κοινωνία.
Οργανωμένοι στο σωματείο τους, με αφετηρία την αγωνία της επιβίωσης, αποφάσισαν συλλογικά μέσα από τη γενική τους συνέλευση την πορεία του αγώνα τους. Επιθυμούν να δημιουργήσουν ένα κεκτημένο που θα απευθύνεται σε όλον τον κόσμο της εργασίας. Μπροστά στην ομολογία ενοχής του συστήματος για την αδυναμία και την απροθυμία να εγγυηθεί έστω τα ελάχιστα, κάποιοι οπισθοχωρούν στην αναξιοπρέπεια της δουλοπρέπειας και στην κατάθλιψη και κάποιοι λένε: Αν δεν μπορείτε εσείς, τόσο το καλύτερο, μπορούμε εμείς.
Το δίκαιο και το ηθικό
Πολλές φορές μιλάνε οι άνθρωποι για έννοιες, όπως το ηθικό και το ανήθικο ή το δίκαιο και το άδικο, σαν να ζούμε σε έναν στατικό κόσμο όπου υπάρχουν όλες οι επιλογές και ο καθένας είναι ελεύθερος να επιλέξει τη στάση του προς τη ζωή, την άποψή του περί σωστού και λάθους κ.ο.κ. Ωστόσο, οι έννοιες δεν προϋπάρχουν της ύπαρξης, όπως υποστηρίζει η κάθε είδους μεταφυσική.
Αντίθετα, το πραγματικό, όπως παγιώνεται σε συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους, δημιουργεί μια σφαίρα ηθικής ή δικαιοσύνης και αναπαράγεται από αυτή. Κάθε αλλαγή κοινωνικού παραδείγματος έρχεται μέσα από διαδικασίες που αμφισβητούν έμπρακτα την παλιά ηθική, το παλιό καθεστώς εργασίας και κοινωνικής οργάνωσης, τους νόμους κ.ο.κ. Αντίστοιχα, οι απόψεις περί ρεαλισμού μπορούν να αναφέρονται μόνο σ’ αυτό που υπάρχει, ακόμα και αν επιχειρούν να το υπερβούν.
Ισχυριζόμαστε ότι η βασική αντίθεση είναι η αντίθεση ανάμεσα σε αυτούς που έχουν ιδιοκτησιακά δικαιώματα πάνω στα μέσα επιβίωσης (και σε εκείνους που δουλεύουν για να συνεχίσουν να τα έχουν) και σε αυτούς που πρέπει χαρίζουν τη ζωή τους στους πρώτους για να επιβιώσουν. Αυτή η σχέση που σχηματίζεται ανάμεσα στους πόλους αυτής της αντίθεσης καθορίζει και καθορίζεται ξανά από μια ηθική που συνάδει με αυτήν την πραγματικότητα.
Το να ελπίζεις σε ένα άλλο παράδειγμα ζωής, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι παράνομο σε κανένα καθεστώς. Ίσα ίσα, η μεταφυσική ελπίδα μεσσιανικής φύσεως σε όλες τις εκφάνσεις της, θρησκευτικές και πολιτικές, είναι πάντα χρήσιμη για την καταστολή κάθε επαναστατικής διεργασίας. Τελικά, όμως, η μόνη σοβαρή εναντίωση στη μεταφυσική μπορεί να είναι αυτή που αποκαθηλώνει κάθε πραγματικότητα που εμφανίζεται ως ανίκητη. Η αίσθηση της ιστορικότητας εξαρτάται πλήρως απ’την αξιακή στάση που ο καθένας υιοθετεί απέναντι από τη δυνατότητα ή μη ν’αλλάξει το κοινωνικό παράδειγμα ζωής και ως προς το όφελος ποιας τάξης (όχι να βελτιωθεί ή να χειροτερέψει, αλλά ριζικά να αλλάξει).
Η μη αναγνώριση του αδύνατου της συνεχούς συσσώρευσης πλούτου στα χέρια όλο και λιγότερων δημιουργεί λογιών λογιών ρεύματα σκέψης. Ένα ρεύμα αγκαλιάζει αυτούς που υποστηρίζουν ότι η κατάσταση αυτή είναι η μόνη νόμιμη και άρα είναι λογικό να πεθαίνει, ας πούμε, το 1/3 το πληθυσμού (το λιγότερο άξιο) ανά τακτά χρονικά διαστήματα για να ξεπερνιούνται οι κρίσεις. Ένα άλλο, όχι τόσο διαφορετικό από το πρώτο, αγκαλιάζει αυτούς που ευαγγελίζονται έναν υψηλά ανεπτυγμένο και αυτορρυθμιζόμενο καπιταλισμό άνευ υπερβολών με ανθρώπινο πρόσωπο. Αυτή η γνήσια αντίφαση του μικροαστού εξοβελίζει την απελευθέρωση από την ετερονομία σε κάποιο μακρινό μέλλον, που δεν θα’ ρθει ποτέ, κάτι σαν τον παράδεισο των μονοθεϊστικών θρησκειών μετά την παγίωσή τους ως νόμιμες.
Σίγουρα, οι κοινωνικές σχέσεις είναι περίπλοκες. Κάποιος που είναι το αντικείμενο της εκμετάλλευσης, στον επόμενο τόνο μπορεί να γίνει ή να είναι ταυτόχρονο το υποκείμενό της. Οι εξουσιαστικές σχέσεις μπορούν να πάρουν άπειρες μορφές. Όμως, αυτό δε σημαίνει πως η βασική αντίθεση που γεννά κάθε αδικία δεν υπάρχει, πως η εξουσία δεν κατέχεται και απλώς ασκείται με κάποιο μεταφυσικό τρόπο, πως η καταπίεση είναι η φύση του ανθρώπου. Μάλλον σημαίνει πως η απουσία συμμαχίας και συνείδησης των από τα κάτω θα διαιωνίζει για πάντα τη βασική ύπαρξή της.
Η ηθική, ο ρεαλισμός, ή η δικαιοσύνη είναι λογικό, λοιπόν, να μη φτάνουν να φέρουν τον καινούργιο κόσμο, αφού όλες οι αποχρώσεις τους είναι αποτελέσματα του κόσμου που ήδη υπάρχει. Θα έμοιαζε με πραγματική σπαζοκεφαλιά αν μέσα σε όλα αυτά δεν υπήρχε η πράξη. Η επαναστατική πράξη που αμφισβητεί και ιχνηλατεί τους δρόμους προς το μέλλον. Η απουσία της μας αφήνει να νοσταλγούμε το παρελθόν.
Ένας απολυμένος, στην Ελλάδα της κρίσης, για παράδειγμα, ακόμα και αν διαδηλώσει και αν γκρινιάξει και αν παίξει ξύλο με τα ΜΑΤ έξω απ’ τα υπουργεία, κάποια στιγμή πρέπει να δει τι υπάρχει πέρα από την επίκληση στη δικαιοσύνη και τη λογική. Διότι, αυτή η επίκληση με ακρίβεια οδηγεί στην επιλογή αυτού που θα αλλάξει το πολιτικό σκηνικό και θα υποσχεθεί επιστροφή στο κοινωνικό κράτος του ’80 και ρεαλιστικές λύσεις και ποσόστωση στις απολύσεις και άλλα ωραία. Με άλλα λόγια, επιστροφή στα ίδια και συνεχής αναπαραγωγή της πραγματικότητας, με κοινό στόχο την εφαρμογή μιας «κεντρικής λύσης» ενάντια στην κρίση που το αστικό κράτος θα δώσει, υπό την πίεση του κινήματος. Μια λύση που πλασάρεται ως μόνη άμεση και ρεαλιστική (ή μόνη ρεαλιστική ως μεταβατική -sic), παρά το γεγονός ότι επιζητά να ξαναμοιράσει λίγο από τον πλούτο χωρίς να αμφισβητεί ούτε λίγο από την αστική εξουσία, τη μόνη νόμιμη και αιώνια συνθήκη.
Ξεχνούν, πως το κεφάλαιο είναι σχέση. Κάθε πράξη είναι επαναστατική μόνο αν διαρρηγνύει αυτή τη σχέση. Η αποδυνάμωσή του δεν σημαίνει παρά το γκρέμισμα της σχέσης αυτού που έχει και αυτού που δεν έχει, αυτού που αποφασίζει και αυτού που εκτελεί, αυτού που ηγείται και αυτού που ακολουθεί.
Και όμως, κινείται…
Τελικά, μόνο αν αμφισβητείς τα ιερά και τα όσια αυτού που ήδη υπάρχει, χτίζεις μια άλλη ηθική και εν τέλει κινείς την ιστορία. Γιατί, η επαναστατική ηθική μπορεί να χτίζεται μόνο συλλογικά μέσα από τους αγώνες εκείνους που συνδέουν την καθημερινή τους ύπαρξη με την κατάρρευση του συστήματος που γεννά την βαρβαρότητα, όχι σε επίπεδο διακηρύξεως, αλλά πρακτικά και υλικά. Όπως οι εργάτες της ΒιοΜε αμφισβητούν στα ίσια το δικαίωμα του αφεντικού τους στην ιδιοκτησία, αλλάζουν τον κύκλο παραγωγής και σπάνε τον αποξενωτικό καταμερισμό εργασίας, χτίζουν άλλη σχέση με το προϊόν, έχουν στόχο και χρησιμοποιούν ή αγνοούν τον νόμο για να τον πετύχουν με πλήρη αμεροληψία. Αλλάζουν παράδειγμα και μας ανοίγουν ένα παραθυράκι σε ένα δυνητικό μέλλον όπου η ηθική- άγνωστη σε μας ακόμη- χτίζεται με συντροφικότητα, αλληλεγγύη και αξιοπρέπεια- δίνοντας ακόμα και στη λέξη νόημα που ίσως ούτε οι ίδιοι δεν κατανοούν ακόμα.
Είναι παραπάνω από αυτονόητο, πρώτα από όλα από τους ίδιους τους εργαζόμενους της ΒιοΜε, που ξέρουν πολύ καλά τι σημαίνει ανέχεια, τι σημαίνει να μη βρίσκεις δουλειά έχοντας οικογένεια, τι σημαίνει να απευθύνεσαι σε δυνάμεις του κινήματος για αλληλεγγύη και αυτές να σε κατηγορούν ότι θέλεις να γίνεις μικροκαπιταλιστής, ότι η αυτοδιεύθυνση σε επιχειρήσεις που κλείνουν είναι μόνο το πρώτο από πάμπολλα βήματα μιας εξαιρετικά δύσκολης διαδικασίας. Όμως, αν δεν είναι αυτοί που παράγουν που θα κάνουν αυτό το βήμα, δεν θα είναι κανείς. Και σίγουρα δε θα είναι, μία άγια πρωτοπορία.
Συνήθως, κάθε προσπάθεια βεβήλωσης της νόρμας, που προτείνει έναν διαφορετικό τρόπο ζωής, βρίσκεται αντιμέτωπη με την κριτική που διαβλέπει την ενσωμάτωσή της. Η κριτική συνήθως μιλά για τη διαπαιδαγώγηση που χρειάζονται οι μάζες για να περάσουν πίστα και να καταλάβουν τα ανάκτορα άξαφνα μια μέρα με το άγγελμα κάποιων από αυτούς που καταγγέλουν την παραπλανημένη τάξη. Τον κίνδυνο της ήττας δεν τον αρνείται κανείς, ειδικά όσο αυτός έχει να κάνει με τη ρητορική της συμπορευόμενης «εναλλακτικής» πρότασης με τη ζούγκλα της εκμετάλλευσης, χωρίς ρήξη. Όμως, μεσσίες δεν υπάρχουν. Κι έτσι, μόνο αυτοί που εργάζονται έχουν τη δυνατότητα να βαδίσουν προς την προοπτική της αυτοδιευθυνόμενης εργασίας. Μόνο αυτοί που δε θέλουν αφεντικό πάνω απ’ το κεφάλι τους, μπορούν να κάνουν πράξη την οργάνωση της παραγωγής σαν δημιουργικό παιχνίδι. Μόνο αυτοί που βάζουν το κεφάλι τους στον τορβά, θα είναι εκεί για σένα στην επόμενη γωνία. Τελικά, ή με τα αφεντικά θα είσαι ή με τους εργάτες και την αξιοπρέπεια.
Νέα για τον αγώνα στη ΒΙΟΜΕ, πληροφορίες για τα προϊόντα, στοιχεία επικοινωνίας εδώ:
Κείμενο των εργαζομένων: Οι εργαζόμενοι της βιο.με. συνάδερφοι και συναγωνιστές είναι μια χούφτα άνθρωποι. σαν μια χούφτα που κλείνει μέσα της χιόνι. Που την κάνουμε χιονόμπαλα και την πετάμε . την πετάμε στην πλαγιά και αυτήν αρχίζει και κατρακυλάει και όσο κατρακυλάει τόσο μαζεύει χιόνι , και μαζεύει κι άλλο χιόνι , κι άλλο και όλο μεγαλώνει αυτή η μπάλα και γίνετε όλο και μεγαλύτερη !! και μαζεύει και κολλάει πάνω της εργαζόμενους ,ανέργους , νοικοκυρές, φοιτητές , αγρότες. Και φυσικά η αλληλεγγύη φροντίζει να μην χτυπήσει πουθενά και σπάσει να φτάσει στο τέλος της πλαγιάς αλώβητη και να έχει γίνει μεγάλη σαν την γη. Τότε συνάδερφοι και συναγωνιστές και μόνο τότε θα μπορέσουμε να πούμε πως νικήσαμε!!