Τρίτη 4 Μαρτίου 2014

Αμόλα καλούμπα (αναδημοσίευση)


Ιχνηλατήθηκε από Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης*  

*Θαρρώ ότι ταιριάζει, μέρα που 'ναι, κι ας το 'χω ξανανεβάσει. Εδώ στην τελική του μορφή, με την υποσημείωση-αφιέρωση "για όλες τις σκιές που, για λίγο ακόμα, σκιάζουν τις ζωές μας"

Σκιά
Ούτε καν μορφή. Μόνο ρόλοι. Ρόλοι διοικητικοί, διεκπεραιωτικοί, τυπικοί που τους κράδαινε σαν λάβαρο πίσω από ένα σκοροφαγωμένο γραφείο μέχρι το μεσημέρι κι ύστερα τους έβγαζε νωρίς το απόγευμα βόλτα στο κέντρο της πόλης με τεντωμένο από νόμους, διατάξεις και εγκυκλίους το παράστημα σέρνοντας πίσω του μια κουστωδία από τίτλους, μεταπτυχιακά και τυχάρπαστους αυλοκόλακες. Όπως ακριβώς δένουν οι πιτσιρικάδες των φτωχογειτονιών σκουριασμένα τενεκεδάκια στο πίσω φτερό του ποδηλάτου, για να ξεσηκώνουν τον κόσμο στις ώρες κοινής ησυχίας, κι ας ήταν η δική του ησυχία καλά προστατευμένη μέσα από πόρτες ασφαλείας, ηχομονωτικά τζάμια και κατεβασμένες περσίδες, όταν αργά το βράδυ φορούσε τις ριγέ πιτζάμες και ετοιμαζόταν να ξεκουραστεί, εξασκώντας τις μαθηματικές του γνώσεις με ακριβείς υπολογισμούς της απόστασης ανάμεσα στον καναπέ και στην τηλεόραση και ξορκίζοντας με τις φωνές της οθόνης τη σιωπή που ξανά θα τον έπνιγε με ενοχλητικά όνειρα στον πιο βαθύ του ύπνο μέχρι να 'ρθει το πρωί για να τον σώσει.

Όμως κάθε φορά που τέλειωνε την καταμέτρηση των εριφίων και σήκωνε την πύλη για να τα σαλαγίσει στη νυχτερινή βοσκή τους με την αθωότητα του μικρού ποιμένα που παραφυλάει πίσω από τα βράχια ανυποψίαστες παιδούλες στο αυγουστιάτικο μπάνιο τους άκουγε μέσα στην ησυχία της νύχτας να ηχεί σαν συναγερμός το βέλασμα του ίδιου απολωλότος προβάτου. Άνοιγε τα μάτια τρομαγμένος και χωρίς να αντιλαμβάνεται αν συνεχίζει να είναι μέσα ή έξω από το όνειρο, έβρισκε τον εαυτό του να τριγυρνάει από την κρεβατοκάρα στο σαλόνι, από το σαλόνι στην κουζίνα, από την κουζίνα στην τουαλέτα, όπου πολύ νωρίς το χάραμα κατάφερνε να ανακαλύψει το πρόσωπο που αναζητούσε, αφού προηγουμένως ζεμάταγε με καυτό νερό και ξερίζωνε με κόντρα ξύρισμα όλους τους νυχτερινούς του εφιάλτες.

Ξεκινούσε μια καινούρια μέρα, όπως ακριβώς ήταν η προηγούμενη και η παραπροηγούμενη, με την ίδια τυπική καλημέρα που εκφωνούσε μπροστά στον καθρέφτη, με την ίδια λοξή ματιά που έριχνε στον ενοικιαστή του από κάτω καταστήματος και με τον ίδιο ξερό ήχο που στρίγγλιζαν τα παπούτσια του στις πλάκες του πεζοδρομίου, ενόσω κατευθυνόταν στη δουλειά με την ανάλαφρη διάθεση και με την ξέγνοιαστη χαρά μιας Καθαράς Δευτέρας που φύλαγε στη μνήμη του από το πολύ μακρινό παρελθόν, όταν κατάφερε να σηκώσει για λίγο το χαρταετό του στον αέρα, προτού καταλήξει με μπερδεμένα ζύγια πάνω στα ηλεκτροφόρα.

Αλλά τώρα, που όδευε για τη δουλειά στον ξεχαρβαλωμένο πεζόδρομο της πόλης, ένιωθε τον πιο ούριο άνεμο της ζωής του να τον ανασηκώνει από το έδαφος σαν ήταν ο ίδιος χαρταετός με το σπάγγο δεμένο στην άκρη της γραβάτας, ενώ μέσα του αντηχούσε η φωνή της συνείδησης να δίνει με ένα “αμόλα καλούμπα” το σταθερό ρυθμό στη διαδρομή μέχρι να φτάσει στην πόρτα του γραφείου.

Κι όταν τελικά έφτανε, κυριευόταν από έναν παιδιάστικο ενθουσιασμό που τον έκανε να στριφογυρνάει πάνω από τον άξονα της εργονομικής του πολυθρόνας με όλους και με όλα να στροβιλίζονται γύρω από τον εαυτό του, ώστε στο τέλος να γίνονται ένας ακατάστατος πολτός από αντικείμενα, έπιπλα, μνήμες και υφισταμένους που τα έκλεινε σε κάτι ασυνάρτητες φράσεις, όπως “το πολλαπλάσιο του μηδενός ποτέ δεν περισπάται” ή “μηδέ προ του αθροίσματος μακάριζε” ή “το αφαιρείν εστί φιλοσοφείν” ή “όταν η λήγουσα είναι μακρά, η προπαραλήγουσα ποτέ δεν διαιρείται”, χωρίς να ξέρει το νόημα ή το λόγο της σταθερής ανάκλησής τους κάθε φορά που του σερβίριζαν στις 7:39 προ μεσημβρίας έναν γλυκύ βραστό με μπόλικο καϊμάκι.

Για πέντε ολόκληρα λεπτά στεκότανε ακίνητος στην πολυθρόνα με το βλέμμα προσηλωμένο στη σκούρα επιφάνεια κι όταν πλέον βαριόταν να μετράει τις φουσκάλες, άνοιγε την ηλεκτρονική του ενημέρωση για τις αλλαγές στους νόμους, στις εγκυκλίους και τις διατάξεις ή κολακευόταν με τον πληθυντικό ευγενείας που του απηύθυναν οι συνομιλητές από το τηλέφωνο ή άφηνε τους υφισταμένους να περιμένουν σε θέση ορθοστασίας έξω από το γραφείο, ενόσω ο ίδιος αναποδογύριζε το άδειο ποτήρι με την ελπίδα ότι θα έβλεπε στα τοιχώματα έναν διάπλατο δρόμο κι ένα κεφαλαίο γράμμα που θα ταίριαζε με το όνομά του, για να σχεδιάσει το επόμενο άλμα στην ιεραρχία της διοίκησης.

Και πράγματι διέκρινε έναν διάπλατο δρόμο που οδηγούσε σε μία ορθάνοιχτη πόρτα που έκλεινε ένα μεγάλο γραφείο που διηύθυνε ένα κεφαλαίο γράμμα που σχημάτιζε το δικό του όνομα που κατείχε ανώτατη θέση, αλλά συνέχιζε παρ' όλα αυτά να ασκεί τα καθήκοντά του με την αυταπάρνηση που έδειχνε πιτσιρικάς στις αθλοπαιδιές κάθε φορά που τον έβαζαν οι φίλοι του να κάνει το διαιτητή στην μπάλα, αφού κανένας δεν τον ήθελε συμπαίκτη στην ομάδα.

Σε μια τέτοια στάση τον βρήκαν, με το χέρι τεντωμένο και τους μύες του προσώπου συσπασμένους σαν να έδειχνε κόκκινη κάρτα σε κάποιον ή σαν να ζητούσε βοήθεια από κάπου, όταν μπλέχτηκε ο χαρταετός στους βραχυκυκλωμένους νευρώνες του μυαλού του και τράκαραν τα εγκεφαλικά του κύτταρα στους δαιδαλώδεις διαδρόμους των νέων εγκυκλίων, και το μόνο που πρόλαβε να δει αφήνοντας την τελευταία του πνοή ήταν μια ξεχασμένη εικόνα από τις πρώτες τάξεις του δημοτικού, που ντυμένος τσολιαδάκι εφορμούσε στην επέτειο της 28ης Οκτωβρίου εναντίον του εχθρού με μια χάρτινη ξιφολόγχη προτεταμένη στα χέρια, κραυγάζοντας με όλη τη δύναμη της ψυχής του “Α Ε Ρ Α”.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για οποιαδήποτε πληροφορία ή ερώτηση στείλτε email στο dikaexarchion@gmail.com.