(13/5/2014, ένα τρόπον τινά προεκλογικό ποστ)
Το σύστημα λατρεύει τα προσχήματα, τις προφάσεις, τα πρωτόκολλα, τους κώδικες δεοντολογίας. Όσοι για διάφορους λόγους είναι καθηλωμένοι στα σπίτια τους, κατ’ επιλογήν ή αναγκαστικά, και το βασικό μέσο πρόσληψης της πραγματικότητας (ή ενός παραμορφωμένου ειδώλου της) είναι γι’ αυτούς η τηλεόραση, παρηγορητικά ανοικτή τις περισσότερες ώρες τις μέρες, παίρνουν μια ισχυρή δόση απ’ τα προσχήματα αυτά. Ο τηλεοπτικός χρόνος είναι τετμημένος σε περίπου τρία ίσα μέρη. Το ένα τρίτο είναι πρόγραμμα, ψυχαγωγικό ή ενημερωτικό, φρέσκο ή επανάληψη. Το δεύτερο τρίτο είναι αυτοδιαφήμιση. Και το τρίτο τρίτο είναι καθαρή διαφήμιση. Το ΕΣΡ είναι αλλού, είναι διακοπές, είναι σε αγρανάπαυση, γενικώς δεν είδε και δεν ξέρει τίποτα για τον καταστρατηγούμενο κανόνα δεοντολογίας περί αναλογίας προγράμματος και διαφήμισης.
Ακριβοί στα πίτουρα και φτηνοί στ’ αλεύρι, πάντως, οι υπεύθυνοι ροής των καναλιών τηρούν απαρέγκλιτα τον προεκλογικό κανόνα. Όταν πρόκειται να πέσουν τα διαφημιστικά σποτ των κομμάτων για τις εκλογές, προηγείται αυστηρά η προειδοποίηση: «Ακολουθεί πολιτική διαφήμιση». Λες και οι τηλεθεατές είναι τόσο μαλάκες, ώστε υπάρχει περίπτωση να νομίσουν ότι το σποτ της Ν.Δ. περί «νέας Ελλάδας» διαφημίζει το θρυλικό pretty bra, ότι το σποτ του ΣΥΡΙΖΑ που δηλώνει πως «η υπομονή μας τελείωσε» προβάλλει τη μαγική σίτα και ότι το σποτ της «Ελιάς» που αυτοπροβάλλεται ως μοναδικός παράγοντας σταθερότητας δεν μιλάει παρά για το pretty pants, που μαζεύει και σταθεροποιεί τις πατσοκοιλιές. «Ακολουθεί πολιτική διαφήμιση»επιμένουν οι βράχοι της δεοντολογίας, λες και δεν είναι αρκετή η διαφήμιση των άθλων του Σαμαρά και των ανδραγαθημάτων του Βενιζέλου που προηγείται στα δελτία ειδήσεων και στις από-ενημερωτικές εκπομπές, λες και οι άλλες διαφημίσεις, οι κατ’ ευφημισμόν εμπορικές, που προηγούνται ή ακολουθούν είναι λιγότερο πολιτικές από τις κατ’ όνομα πολιτικές διαφημίσεις.
Στην πραγματικότητα υπάρχει ελάχιστη πολιτική στα προεκλογικά σποτάκια των κομμάτων και των υποψηφίων, ή τουλάχιστον πολύ λιγότερη από τις μη πολιτικές, εμπορικές διαφημίσεις. Αντιθέτως, η βαθιά πολιτική υπάρχει κυρίως σ’ αυτές τις φαινομενικά αθώες και πολιτικά απαθείς διαφημίσεις προϊόντων, υπηρεσιών και εταιρικών φιρμών, οι οποίες αφηγούνται το success story της εσωτερικής υποτίμησης και της εξόδου από την κρίση με μεγαλύτερη πανουργία από την κυβέρνηση και τα παπαγαλάκια της. Δεν μιλώ τόσο για το colossal mascara της Max Factor που υπόσχεται να μετατρέψει όλες τις γυναίκες σε βοώπεις Αθηνάς, ούτε για τη διαφήμιση του Jacobs, ούτε για τα τσιπς του Ρουβά και την αγελαδίτσα του Παπακαλιάτη, όσο για τα σποτ των τραπεζών, του ΟΠΑΠ, των λαχείων, των υπό ιδιωτικοποίηση ή ήδη ιδιωτικοποιημένων ΔΕΚΟ, των αλυσίδων λιανικής, των εταιρειών κινητής τηλεφωνίας, των ασφαλιστικών.
Επειδή η Eurobank έκανε αύξηση κεφαλαίου κι ένα βήμα στην ιδιωτικοποίησή της, ο κόσμος γίνεται απίστευτα όμορφος, πλημμυρίζει με πέταλα ροζ λουλουδιών που παρασύρει το ελαφρύ αεράκι από τις αλέες των αντίστοιχων δένδρων που κατακλύζουν μια ονειρική Αθήνα. Οι άνθρωποι χαμογελούν ευτυχισμένοι, προφανώς γιατί η τράπεζα θα μπορεί να ξαναδανείσει. Επειδή η Πειραιώς «κληρονόμησε» την Αγροτική και μονοπωλεί τη συμβολαιακή γεωργία, η τηλεοπτική οθόνη γεμίζει από ειδυλλιακές αγροτο-βουκολικές εικόνες με ακάματους πλην ευτυχισμένους αγρότες και κτηνοτρόφους. Κι επειδή ποτέ δεν ξέρεις τι θα σου τύχει πηγαίνοντας να πληρώσεις έναν λογαριασμό (μπορεί να σε πάρουν για κλέφτη, να πάρει φωτιά το μανίκι σου σε ένα μπάρμπεκιου, να πάρεις σβάρνα μια απλωμένη μπουγάδα, να βρεθείς σ’ ένα ξένο σπίτι- αυτές είναι οι μόνες αναποδιές της ζωής, όχι το να μείνεις άνεργος, απλήρωτος, ή να μην έχεις καν χρήματα για τον λογαριασμό), υπάρχει η winbank. Η Alpha Bank είναι ο στυλοβάτης μιας οικογένειας με έναν χαζοχαρούμενο οικογενειάρχη που ανακαλύπτει ότι με κάθε χρήση της πιστωτικής του κερδίζει χρήματα που θα του φτάσουν μέχρι και για να ανακαινίσει το σπίτι, η Εθνική επιστρέφει μετρητά στους επίσης πανευτυχείς χρήστες των καρτών της, η Cosmote, πέρα από τα προϊόντα της, εμφανίζεται ως ακάματος χορηγός της νεανικής επιχειρηματικότητας- όλοι οι άνεργοι νέοι θα γίνουν επιχειρηματίες και start uppers, σε μια άλλη διαφήμιση κάνει πλάκα με το πρωτογενές πλεόνασμα στο χωριό Κάτω Βαρδούλι, οι εταιρείες κινητής φαντάζονται έναν κόσμο που ζει μόνο στην εικονική πραγματικότητα των smart phones και των tablets, οι ασφαλιστικές χορεύουν χαρούμενες πάνω στο πτώμα του ΕΣΥ, το ίδιο κάνουν οι πενταψήφιοι αριθμοί για τα ιατρικά ραντεβού, οι αλυσίδες λιανικής διαφημίζουν τα οφέλη της εσωτερικής υποτίμησης με ανταγωνισμό προσφορών και ισοπέδωση τιμών, ο ΟΠΑΠ υπόσχεται να κάνει έναν στους τέσσερις Έλληνες πλούσιο με το «σκρατς» και να μεταμορφώσει τη συλλογική μας κόλαση σε ένα μεγάλο, μαγικό λούνα παρκ, με τον ίδιο τρόπο που η Coca Cola επιμένει να υπόσχεται έναν καλύτερο κόσμο μέσα από τις φυσαλίδες του ανθρακικού της…
Η βαθιά πολιτική ασκείται εκεί, μέσα στις χαζοχαρούμενες, αλλά υποδορίως πανούργες αφηγήσεις που υπονοούν ή λένε ευθέως ότι ο κόσμος, κουτσά στραβά, έχει ξανασταθεί στα πόδια του. Αυτό είναι ένα προπαγανδιστικό στρατήγημα που υπερβαίνει τις προθέσεις των δημιουργών των διαφημιστικών μηνυμάτων, αν και συχνά τα ευρήματά τους είναι τόσο προφανή που τους φέρνουν σε μια ευγενή άμιλλα με τους λογογράφους του Σαμαρά. Το πώς δουλεύει αυτό το στρατήγημα στο συλλογικό ασυνείδητο δεν μού είναι απολύτως σαφές, αλλά κάποια συμβολή έχει σίγουρα στην κοινωνική ακινησία, στη συλλογική αταραξία που μας διαπερνά μέρες και ώρες πριν από τις κάλπες. Τέσσερα χρόνια μνημόνιο, χίλιες τετρακόσιες εξήντα μέρες εφιάλτες, κι ορίστε, η χώρα βρίσκεται ξανά στη θέση της, οι τράπεζες ξανάγιναν το σταθερό της θεμέλιο, οι επιχειρήσεις μας καλούν να καταναλώσουμε, η τύχη μας χαμογελά με τον ήχο ενός «σκρατς», ο λαός των ταμπλετούχων σερφάρει νυχθημερόν, η Ελλάδα θα πλημμυρίσει τουρίστες, οι νέοι θα γίνουν επιχειρηματίες, οι τολμηροί αγοράζουν και πάλι αυτοκίνητα, υπάρχουν «χιλιάδες νικητές κάθε μέρα», αν τίποτα από όλα αυτά δεν σε αφορά, εσύ είσαι ο προβληματικός, εσύ ο λούχερ, εσύ δεν έχεις πάρει πρέφα ότι η γη γυρίζει ξανά, πιες κανένα λαντόζ, κανένα ζάναξ, γιατί δεν σε βλέπω καλά. Ακολουθεί πολιτική διαφήμιση.