του Παναγιώτη Κακαλή
«Παλαιότερα, οι δρόμοι, αν θυμάστε φλέγονταν. Σήμερα όλο και περισσότεροι είναι εκείνοι που δεν πηγαίνουν. Ελάχιστοι πια, μαζεύονται για την «καθιερωμένη επαναστατική γυμναστική»!». Η άγρια χαρά που έδειχνε ο Α. Σαμαράς από το βήμα του συνεδρίου του «Εκόνομιστ» την περασμένη Πέμπτη, για την απουσία σοβαρής οργανωμένης αντίστασης του λαού στα άγρια μέτρα που εφαρμόζει η κυβέρνησή του, δεν αποσκοπούσε μόνο στο να ενισχύσει το κλίμα ηττοπάθειας στις γραμμές των «από κάτω» αλλά αποτελούσε ταυτόχρονα και ένα ισχυρό «επιχείρημα» για την απόφασή της κυβέρνησης να ανεβάσει ταχύτητα στην ήδη ξέφρενη αντιλαϊκή επέλαση.
Η νέα έλευση του κλιμακίου της τρόικας και τα όσα ειπώθηκαν στο συνέδριο του «Εκόνομιστ», ήρθαν να κονιορτοποιήσουν τις απατηλές προσδοκίες που καλλιεργήθηκαν συστηματικά από κυβέρνηση και καθεστωτικά ΜΜΕ, πριν και μετά τις πρόσφατες εκλογές, περί δήθεν «χαλάρωσης» των μνημονίων, επικείμενων «φοροελαφρύνσεων» ή αλλαγή του μείγματος με έμφαση στην ανάπτυξη, προκειμένου να πουλήσουν ψεύτικες ελπίδες και να αποκοιμίσουν το λαό.
Αντί για «χαλάρωση» ξεκίνησε ήδη νέα κλιμάκωση της βάρβαρης επίθεσης σε όλα τα μέτωπα και ατόφια εφαρμογή του μείγματος «άγρια λιτότητα+μεταρρυθμίσεις». Αντί για φοροελαφρύνσεις έρχονται νέες φοροεπιδρομές με παράταση και μονιμοποίηση των «έκτακτων χαρατσιών», ενώ ανοίγει το μεγάλο κεφάλαιο της ρύθμισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, που θα οδηγήσει σε μαζικούς πλειστηριασμούς ακινήτων, κυρίως πρώτης κατοικίας, αλλά και «μη βιώσιμων» επιχειρήσεων. Αυτό σημαίνει στην πράξη η υπόδειξη της τρόικας προς την κυβέρνηση «βρείτε λύση για τα κόκκινα δάνεια, χωρίς όμως να επηρεαστεί η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών».
«Η τρόικα έβαλε όλα τα θέματα στο τραπέζι» είναι το μήνυμα που εξέπεμψε το κυβερνητικό επιτελείο μετά το πρώτο ραντεβού των τεχνοκρατών με τους αρμόδιους υπουργούς, αναδεικνύοντας μάλιστα την απαίτηση των δανειστών ότι μέχρι το φθινόπωρο «πρέπει να υλοποιηθούν 600 δράσεις»(!) που έχουν συμφωνηθεί στα μνημόνια. Φυσικά στην αιχμή του δόρατος όλων αυτών των «δράσεων» και μεταρρυθμίσεων είναι για ακόμα μια φορά το εργασιακό (ομαδικές απολύσεις, νέα μείωση του «εργατικού κόστους» -μισθολογικού και μη - συνδικαλιστικός νόμος για την κατάργηση ουσιαστικά των απεργιών, νέο πογκρόμ κατά υπαλλήλων στο δημόσιο με νέο μισθολόγιο και μαζικές απολύσεις), το ασφαλιστικό («τέλος» σε επικουρικές και εφάπαξ και αλλεπάλληλες μειώσεις των κύριων συντάξεων μέχρι να πέσουν στα επίπεδα των 200-250 ευρώ σε ορίζοντα τριετίας), οι σαρωτικές ιδιωτικοποιήσεις και η εκποίηση της δημόσιας περιουσίας.
Αναγκαία διευκρίνιση: Φοροελαφρύνσεις θα υπάρξουν, αλλά θα είναι για ολίγους και εκλεκτούς, όπως οι εφοπλιστές και οι «επενδυτές». Ήδη η κυβέρνηση, έσπευσε διά στόματος του υπουργού Ναυτιλίας Μ. Βαρβιτσιώτη να χαρίσει τα «ψίχουλα» (περίπου 140 εκατ. ευρώ το χρόνο), που εθελοντικά είχαν συμφωνήσει οι εφοπλιστές να πληρώσουν, ρίχνοντας στάχτη στα μάτια του κόσμου ότι τάχα συμμετέχουν στα βάρη για την έξοδο από την κρίση. Οι επενδυτές όπως είναι γνωστό απαλλάσσονται διά νόμου από κάθε φορολογική επιβάρυνση τουλάχιστον για μια δεκαετία. Όσο για τη φορολογία των επιχειρήσεων, αρκεί να σημειώσουμε ότι το 2013 πλήρωσαν σε φόρους 1,68 δις όταν το σύνολο των φόρων που πλήρωσε ο λαός ανέρχονταν κοντά στα 44 δις(!).
«Καθιστούμε την Ελλάδα μια χώρα φιλική στις επενδύσεις, φιλική στην επιχειρηματικότητα», υπογράμμισε στο «Εκόνομιστ» ο Α. Σαμαράς, αναδεικνύοντας τον στρατηγικό στόχο των «μεταρρυθμίσεων» και γενικότερα της στρατηγικής εξόδου από την κρίση προς όφελος του κεφαλαίου.
«Αναστολή δημοκρατίας»
Την ίδια στιγμή όμως η κυβέρνηση, δεν μπορεί να κρύψει τον φόβο που τη διακατέχει για το εφιαλτικό ενδεχόμενο «οι δρόμοι να πάρουν φωτιά ξανά». Από την άποψη αυτή η παραπάνω φράση του Α. Σαμαρά είναι μάλλον μια αποτυχημένη προσπάθεια να ξορκίσει ένα τέτοιο ενδεχόμενο και να διασκεδάσει τους φόβους των κυβερνώντων. Μπορεί να προκαλεί εντύπωση στους κόλπους της αστικής τάξης και των δανειστών η ευκολία με την οποία περνάνε τα πιο βάρβαρα μέτρα, ωστόσο γνωρίζουν πολύ καλά ότι η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να συνεχίζεται επ’ άπειρον και πως η «αντίδραση» του λαού είναι «θέμα χρόνου». Δίχως να ξεχνάνε για μια στιγμή την ιστορική αλλά σχετικά πρόσφατη εμπειρία, κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να αποτρέψουν το επαπειλούμενο «ξέσπασμα» του λαού κυρίως μέσω της ιδεολογικής χειραγώγησης και τρομοκρατίας, ενώ σε κάθε περίπτωση ετοιμάζονται για την βίαιη κατάπνιξή και καταστολή του.
«Δεν υπάρχει δημοκρατία, όταν όποιος θέλει καταλαμβάνει τους δρόμους ανεμπόδιστος, καίει καταστήματα και περιουσίες ατιμώρητα, ασκεί ανοικτά το παραεμπόριο, μπαίνει χωρίς διαβατήριο και εγκαθίσταται στη χώρα, καταλαμβάνει ανεξέλεγκτα δημόσιους χώρους, αυθαιρετεί και βιαιοπραγεί μέσα στα Πανεπιστήμια ή εμποδίζει, με το «έτσι θέλω», επενδύσεις που έχουν πάρει όλες τις απαραίτητες εγκρίσεις. Αυτά δεν γίνονται πουθενά στον κόσμο. Πουθενά! Κι όμως γίνονται στην Ελλάδα. Και τώρα, ένα-ένα, βήμα-βήμα, τα ξηλώνουμε όλα μέχρι τέλους…», ξιφούλκησε μπροστά στο ακροατήριο του συνεδρίου ο Α. Σαμαράς, επιδεικνύοντας τη βούληση της κυβέρνησης να επιμείνει πιο αποφασιστικά στη γραμμή της επιβολής της πολιτικής της διά πυρός και σιδήρου. Σε αυτή την πορεία δεν αναγνωρίζονται δικαιώματα για όσους αντιδρούν οργανωμένα και δημιουργούν «προσκόμματα» στην υλοποίηση των μνημονιακών μέτρων.
Από μόνο του το γεγονός ότι η κυβέρνηση αναγκάζεται να καταφεύγει όλο και πιο συχνά σε «ακραία» αυταρχικά μέτρα, όπως το μέτρο της επιστράτευσης των απεργών ή στη «βοήθεια» της δικαιοσύνης για να διαλύσει τις απεργίες και τις διαδηλώσεις, επιβεβαιώνει περίτρανα ότι τα περιθώρια «κοινωνικής» συναίνεσης ή ανοχής στην πολιτική που εφαρμόζει εξαντλούνται γρήγορα.
Ταυτόχρονα τα μονότονα επαναλαμβανόμενα χρεοκοπημένα ιδεολογήματα περί κρατισμού, «τελευταίας σοβιετικής χώρας στον κόσμο»(!) και τα κηρύγματα μίσους κατά των συντεχνιών και των βολεμένων, δεν παραμυθιάζουν παρά μόνο την πραγματική «συντεχνία», την αστική τάξη, τους φυσικούς συμμάχους και υποτακτικούς της. Οι τελευταίοι όμως διαρκώς λιγοστεύουν γιατί η άρχουσα τάξη αναγκάζεται να πατήσει επί των πτωμάτων τους για να επιβιώσει η ίδια, υποσκάπτοντας σημαντικά την «κοινωνική» βάση πάνω στην οποία στηρίζεται. Η συνεχής εκλογική συρρίκνωση της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ είναι μια σαφής ένδειξη, ωστόσο δεν πρέπει να υποτιμάται η ικανότητα της αστικής τάξης να ανασυνθέτει το πολιτικό της σύστημα «από τις στάχτες του».
Είναι μονόδρομος λοιπόν η διαρκής καταφυγή στην επίδειξη πυγμής απέναντι στο λαό, στην ιδεολογική τρομοκρατία και την κρατική καταστολή των λαϊκών αγώνων. Η ψήφιση μέχρι τέλος του χρόνου του συνδικαλιστικού νόμου με τον οποίο θα καταργείται επί της ουσίας το δικαίωμα της απεργίας, ενώ θα θεσπίζεται το δικαίωμα των εργοδοτών στην ανταπεργία (λοκ άουτ), επιβεβαιώνει, εκτός των άλλων, ότι κυρίαρχη πολιτική δεν μπορεί να επιβληθεί χωρίς τη σταθερή προσφυγή σε αυταρχικά-αντιδημοκρατικά μέτρα και ωμή χρήση της κρατικής βίας.
Περίτρανη απόδειξη αποτελεί η ειλημμένη, όπως όλα δείχνουν, απόφαση της κυβέρνησης να προχωρήσει η ΕΛ.ΑΣ. στην αγορά μη επανδρωμένων αεροσκαφώνγια την αντιμετώπιση των διαδηλώσεων! Το σχέδιο για την αγορά των λεγόμενων “Drones”, όπως αποκαλύφτηκε πριν από μερικές βδομάδες, έχει μπει στο στάδιο της υλοποίησης και οι αρμόδιοι δεν κρύβουν ότι στόχος είναι η αντιμετώπιση μεγάλων λαϊκών διαδηλώσεων, όπως αυτές που έγιναν την περίοδο 2010-2011, τότε που «οι δρόμοι φλέγονταν», σύμφωνα με τη γλαφυρή πρωθυπουργική έκφραση. «Είναι χαρακτηριστικό ότι η ιδέα για την αγορά μη επανδρωμένων αεροσκαφών γεννήθηκε την περίοδο των μεγάλων συγκεντρώσεων των «Αγανακτισμένων» στην πλατεία Συντάγματος», ανέφερε απροσχημάτιστα η «Καθημερινή» στις 22 Ιουνίου όταν αποκάλυπτε το επιχειρησιακό σχέδιο της ΕΛ.ΑΣ. και την προμήθεια αγνώστου ακόμα αριθμού μη επανδρωμένων αεροσκαφών από την ισραηλινή εταιρεία Israel Aerospace Industries (I.A.I.). Η ίδια εφημερίδα ανέφερε τότε ότι εξετάζεται ταυτόχρονα η επισκευή των καμερών παρακολούθησης που είχαν εγκατασταθεί το 2004 στην Αθήνα και σήμερα βρίσκονται εκτός λειτουργίας.
Ανοργάνωτος λαός μέχρι πότε;
Από την άλλη βέβαια προσφέρει κακή υπηρεσία όποιος επιχειρεί να εξωραϊσει την κακή κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα το λαϊικό κίνημα και ακόμα χειρότερα αν επιδιώκει να συσκοτίσει τις πραγματικές αιτίες που οδήγησαν σε αυτή. Δεν μπορεί να υπάρξει μια ελπιδοφόρα και σε γερές βάσεις «αναγέννηση» - ανασύνταξη του λαϊκού κινήματος αν δεν φωτιστούν σε βάθος οι αιτίες αυτές και ταυτόχρονα αν δεν αποδοθούν οι ευθύνες όπου πρέπει, για το γεγονός ότι την πιο κρίσιμη ώρα, την ώρα που ξέσπασε η καπιταλιστική κρίση, ο λαός βρέθηκε ουσιαστικά ανοργάνωτος και «εύκολη λεία» στα χέρια των τυράννων του.
Κανείς βέβαια δεν επιτρέπεται να παραγνωρίσει τις αντικειμενικές αιτίες, όπως αυτές διαμορφώνονται από τη διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας, -(μειωμένη συμμετοχή της βαριάς βιομηχανίας, «θάλασσα» μικρών επιχειρήσεων 5-10 ατόμων, καθώς και των αυταπασχολούμενων)-, που ασφαλώς επηρρεάζουν καθοριστικά τόσο τον τρόπο διαμόρφωσης της ταξικής συνείδησης όσο και το βαθμό συμμετοχής και οργάνωσης των εργαζομένων στα συνδικάτα. Αρκεί να σημειωθεί ότι πριν από την κρίση ο αριθμός των συνδικαλισμένων στον ιδιωτικό τομέα δεν ξεπερνούσε το 17% του συνόλου των εργαζομένων σε αυτόν. Εννοείται ότι τα τελευταία χρόνια μετά δηλαδή την εκδήλωση της κρίσης η κατάσταση έχει χειροτερέψει κατά πολύ ως απόρροια τόσο της τρομερής αύξησης του αριθμού των ανέργων κατά ένα εκατομμύριο, της θεαματικής επέκτασης και κυριαρχίας των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, της αδήλωτης και μαύρης εργασίας, της κατάργησης των συλλογικών συμβάσεων και της θεσμοθέτησης των ατομικών, κοκ.
Ταυτόχρονα δεν μπορεί να κουκουλώνονται οι ευθύνες των κομμάτων εκείνων που υποτίθεται ότι είχαν σαν ιστορική αποστολή και αυτοσκοπό να οργανώσουν το λαό και να τον προετοιμάσουν από κάθε πλευρά για τη μεγάλη στιγμή της ταξικής πάλης, τη στιγμή δηλαδή που στην ημερήσια διάταξη μπαίνει το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας. Αν κάτι ανέδειξε με αδιαμφισβήτητο τρόπο η καπιταλιστική κρίση ήταν ακριβώς η κραυγαλέα και τραγική αποτυχία αυτών των κομμάτων να καταφέρουν να οργανώσουν το λαό, να τον συσπειρώσουν γύρω από ένα πρόγραμμα «διάσωσης» και σωτηρίας από την επίθεση του κεφαλαίου δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για μια αποφασιστική λαϊκή αντεπίθεση. Στην πραγματικότητα, προκειμένου να συγκαλύψουν την αποτυχία τους, τα κόμματα αυτά λειτούργησαν πυροσβεστικά και διασπαστικά απέναντι στους αυθόρμητους, ασύνταχτους και τυφλούς αγώνες του λαού που ξέσπασαν τα δύο πρώτα χρόνια της καπιταλιστικής κρίσης, οδηγώντας στην απογοήτευση, την παραίτηση και την ιδιώτευση εκατοντάδες χιλιάδες λαού που είχαν βγει «στους δρόμους που φλέγονταν». Προδίδοντας όμως τις προσδοκίες του λαού και την ιστορική αποστολή τους κατέδειξαν την ιδεολογικοπολιτική χρεοκοπία τους, που τηρουμένων των ιστορικών αναλογιών, δεν διαφέρει επί της ουσίας από τη χρεοκοπία της Β’ Διεθνούς.
Στην ημερήσια διάταξη λοιπόν είτε το έχουν συνειδητοποιήσει ορισμένοι είτε όχι, έχει μπει το ζήτημα της δημιουργίας ενός σύγχρονου επαναστικού κόμματος, που θα είναι απαλλαγμένο από τη γραφειοκρατική-αντιδημοκρατική λειτουργία, από τη νοσταλγία για τον «υπαρκτό», από το σεχταρισμό και το δογματισμό, θα στηρίζεται στη μαρξιστική θεωρία και θα «αντλεί την ποίησή του από το μέλλον»...Το νέο αυτό πολιτικό υποκείμενο θα πρωταγωνιστήσει για τη διαμόρφωση ενός κοινωνικοπολιτικού μετώπου με αντιιμπεριαλιστικό αντιμονοπωλιακό δημοκρατικό περιεχόμενο, που θα συνδέει την πάλη για τα άμεσα μέτρα ανακούφισης του λαού με τη ρήξη με την ευρωζώνη και την ΕΕ, την ανατροπή του καπιταλισμού, με το βλέμμα σταθερά «στο βασίλειο της ελευθερίας».
Η μετωπική αυτή πολιτική δεν μπορεί να αποκλείει εκ των προτέρων την εφαρμογή της από μια αριστερή αντικαπιταλιστική κυβέρνηση ούτε τη συμμετοχή σε αυτήν. Αποτελεί όμως τραγική ψευδαίσθηση να περιμένει κανείς τη σωτηρία του λαού από μια εκλογική νίκη που θα πετύχει μια αριστερή κυβέρνηση, η οποία όμως νωρίτερα έχει δώσει όρκους πίστης στο ευρώ, την ΕΕ και έχει αναλάβει δεσμεύσεις για την στήριξη της υγιούς επιχειρηματικότητας, δηλαδή του κεφαλαίου. Σε αυτό το πλαίσιο μια εκλογική επιτυχία, όπως αυτή που επιδεικνύει ο ΣΥΡΙΖΑ με το «πρώτη φορά Αριστερά» στις ευρωεκλογές- δεν διαμορφώνει νέους πολιτικοκοινωνικούς συσχετισμούς υπέρ των λαϊκών συμφερόντων. Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να είναι πρώτο κόμμα, αλλά αυτό δεν «μέτρησε» υπέρ της ενίσχυσης των αγώνων του λαού ούτε δημιούργησε εμπόδια στην εφαρμογή των μνημονιακών μέτρων, όπως δεν μέτρησε και τα προηγούμενα δύο χρόνια.