Δευτέρα 12 Ιανουαρίου 2015

Λεύκιος Ανναίος Σενέκας: "Η Ζωή Είναι Μικρή"

Αποσπάσματα από το έργο του Λεύκιου Ανναίου Σενέκα  Η Ζωή Είναι Μικρή
(De brevitate vitae). Διάλογος που απευθύνεται στον Παουλίνο, έναν υπάλληλο του δημοσίου (49) όπου γίνεται λόγος για την αξία του χρόνου και την ανάγκη να τον χρησιμοποιεί κανείς με σοφία και φειδώ για τη βελτίωση του εαυτού του, για φιλοσοφικές σκέψεις, για επικοινωνία με τους μεγάλους στοχαστές του παρελθόντος και όχι για πολυτελή βίο και ανήθικες απολαύσεις.
(Εκδόσεις Περίπλους)

Ελαιογραφία του Ζακ-Λουί Νταβίντ που απεικονίζει το θάνατο του Σενέκα, Παρίσι, Petit Palais



- Όσο δηλαδή μικρή κι αν είναι η ζωή, που μάς έχει παραχωρηθεί, φτάνει και περισσεύει για να πετύχουμε έργα σπουδαία. Αρκεί να τη διαχειριζόμαστε σωστά από την αρχή μέχρι το τέλος. Όμως τη στιγμή που τη σπαταλάμε μεταξύ χλιδής και απερισκεψίας, χωρίς να μάς νοιάζει να δημιουργήσουμε κάτι που έχει αξία, είναι επόμενο να διαπιστώνουμε κάποια στιγμή πώς έφυγε χωρίς καν να έχουμε προλάβει να το συνειδητοποιήσουμε.

- Το βάσανό μας δεν είναι η μικρή διάρκεια της ζωής μας.
Εμείς την κάνουμε να φαίνεται σύντομη με την απληστία μας.

- Κι αν τη ζωή σου ξέρεις να την αξιοποιήσεις, διαρκεί πολύ.
Όμως δυστυχώς, τον έναν τον πιάνει ανικανοποίητη φιλαργυρία, τον άλλον μια τρελή τάση να φτιάχνει σε όλη τη διάρκειά της άχρηστα πράγματα. Κάποιον άλλον να γεμίζει την κοιλιά του με κρασί κι ένα άλλον να αποβλακώνεται από την απραξία. Αυτός εδώ το έχει βάλει σκοπό να σχολιάζει συνεχώς τα στραβά των άλλων, ο άλλος εκεί, ο έμπορος, δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να γυροφέρνει το δόλωμα που λέγεται κέρδος, παραδέρνοντας σε στεριές και θάλασσες σε όλον τον κόσμο. Άλλοι, που τους κατατρέχει το πάθος της δόξας του πολέμαρχου, ζουν συνέχεια με το φόβο για τους κινδύνους που παραμονεύουν τους στρατιώτες τους ή με την αγωνία για την ίδια τους τη ζωή.

Υπάρχουν και άνθρωποι, που ψάχνουν να βρούν ανώτερους για να λατρέψουν και ξοδεύουν τη ζωή τους μέσα στην εκούσια δουλοπρέπεια. Άλλοι, που όλη μέρα είτε φροντίζουν την ομορφιά τους είτε ψάχνουν για κάλλη στους άλλους. Άλλοι, έρμαια ενός ανόητου τυχοδιωκτισμού, κι αυτοί είναι οι περισσότεροι, που είναι ανίκανοι να καταπιαστούν με κάτι σταθερό και συνέχεια ασχολούνται με το να κάνουν όλο και καινούργια σχέδια. 

- Άσε τους άλλους που, διαθέτοντας κάποιας μορφής εξουσία, πασχίζουν εναγωνίως να ποδηγετήσουν μια πλειάδα ακολούθων, χωρίς να τους αφήνουν την παραμικρή ελευθερία! Δες τους έναν έναν από τον πιό ταπεινό μέχρι τον πιό σπουδαίο. Ο ένας ζητάει εξυπηρέτηση, ο άλλος παρέχει εξυπηρέτηση, ο τρίτος βρίσκεται σε δύσκολη θέση, ο τέταρτος τον υπερασπίζεται, ένας άλλος κατακρίνει. Και το ωραίο είναι ότι κανένας δεν παραδέχεται πως δουλεύουν για την πάρτη τους. Όλοι λένε πως τάχα μου αγωνίζονται για το κοινό καλό. Αν ρωτάς δε και για αυτούς τους διάσημους, που το όνομά τους βρίσκεται στα χείλη όλων μας καθημερινά, ο ένας είναι αυλικός του άλλου, ο οποιος είναι με τη σειρά του ενός τρίτου. Και το περίεργο είναι πως κανένας δεν είναι αυλικός του εαυτού του.

Συμβαίνει δε το παράλογο να παραπονιούνται κάποιοι ότι οι ανώτεροί τους δεν τους δίνουν σημασία, μόνο και μόνο επειδή τους λένε πως δεν έχουν χρόνο να τους κλείσουν την ακρόαση που τους ζήτησαν!

Πώς είναι όμως δυνατόν να παραπονιέται κανείς για την υπεροψία των άλλων, όταν αυτός ο ίδιος δε βρίσκει χρόνο να παραχωρήσει στον ίδιο του τον εαυτό; Γιατί ενδέχεται μεν αυτός ο ανώτερος να κράτησε αυτή τη φορά απέναντί σου μια στάση υπεροπτική, αλλά το πιθανότερο είναι ότι, κάποτε στο παρελθόν, όλο και θα σε έχει ακούσει, όλο και θα σε έχει καλέσει να καθίσεις δίπλα του, όλο και κάποια σημασία θα έχει δώσει στα λόγια σου. Εσύ, όμως, στον εαυτό σου ποτέ δεν έχεις κάνει την τιμή να τον κοιτάξεις και να τον ακούσεις. Και, φυσικά, δεν έχεις το δικαίωμα να απαιτείς από οποιονδήποτε να σου ανταποδίδει την ευγενική συμπεριφορά που του επέδειξες, τη στιγμή που δε το έκανες αυτό από επιθυμία να αισθάνεσαι καλά μαζί του, αλλά από αδυναμία να είσαι καλά με τον εαυτό σου.

- Ενώ δηλαδή δεν υπάρχει κανείς που να θέλει να μοιραστεί με τους άλλους τα χρήματά του, όλοι μας λίγο-πολύ βάζουμε τους άλλους να κάνουν κουμάντο στην ίδια τη ζωή μας. Μίζεροι όταν πρόκειται για την περιουσία μας, σπάταλοι, όμως, όταν πρόκειται για το χρόνο μας.
Και το κωμικοτραγικό είναι ότι είμαστε σπάταλοι στη μοναδική περίπτωση που η τσιγγουνιά δεν είναι κατακριτέα.

- Μα τι ανοησία είναι αυτή που κάνουμε, θνητοί άνθρωποι, και αφήνουμε για τα πενήντα ή τα εξήντα μας να ζήσουμε τις πιό καλές στιγμές της ζωής μας, σαν να περιμένουμε, δηλαδή, να αρχίζουμε να ζούμε την ομορφιά της ζωής, σε μια ηλικία που λίγοι μας καταφέρνουμε να φτάσουμε.

- Κακόμοιροι, ζείτε με τέτοιο τρόπο, λες και η ζωή μας θα διαρκέσει χίλια χρόνια κι ακόμη παραπάνω. Που κι έτσι να ήταν, όλο και καλύτερα θα αξιοποιούσατε το χρόνο σας. Δεν υπάρχουν άνθρωποι που να μην έχουν κατασπαταλήσει τα καλύτερα χρόνια της ζωής τους εξαιτίας αυτού του ελαττώματος της ανθρώπινης φύσης. Κι είναι, δυστυχώς, αναπόφευκτο τα καλύτερα αυτά χρόνια μας να περνούν πολύ γρήγορα. Γιατί, ακόμα κι αν η λογική επιδιώκει να επιβραδύνει την πορεία τους, είναι η ίδια φύση που τα ωθεί να προχωρούν ταχύτατα. Κι εσείς δε το αντιλαμβάνεσθε και δεν προσπαθείτε να διασώσετε κάτι από αυτά τα χρόνια, ούτε να ζήσετε όσο πιό καλά μπορείτε ό,τι από αυτά είναι πιό φευγαλέο, αλλά αντίθετα τα αφήνετε να περάσουν και να φύγουν σαν να ήταν κάτι άχρηστο, σαν να μπορούσατε να το επανακτήσετε ανά πάσα στιγμή.

- Όλοι επίσης συμφωνούμε πως τίποτα σωστό δεν μπορεί να κάνεις ένας άνθρωπος φαντασμένος, έστω κι αν είναι ρήτορας ή και επιστήμονας, αν το υπερφίαλο πνεύμα του δεν είναι σε θέση να αποκομίσει το υψηλό και, απλώς, το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να ξεράσει τις γνώσεις του σαν τον είχαν παραγεμίσει με αυτές με τη βία.

Δεν υπάρχει τίποτα που να απασχολεί τον άνθρωπο λιγότερο από το να μάθει την τέχνη του ζην, όπως επίσης και δεν υπάρχει τίποτα πιό δύσκολο να μάθει. Για τις άλλες τέχνες υπάρχουν παντού ένα σωρό δάσκαλοι. Μερικοί μάλιστα από αυτούς έχουν διαπρέψει από τόσο νωρίς, ώστε κατάφεραν να εξελιχθούν σε δασκάλους της από πολύ μικρή ηλικία. Χρειάζεται όμως ολόκληρη η ζωή μας για να μάθουμε πώς να τη ζούμε και, το πιό περίεργο από όλα, χρειάζεται ολόκληρη η ζωή μας για να μάθουμε πώς να πεθαίνουμε.

- Όποιος όμως διαθέτει όλο του τον καιρό για τον εαυτό του και έχει υιοθετήσει ένα πρότυπο ανθρώπινης ζωής, ούτε εύχεται για το αύριο, αλλά και ούτε το φοβάται. Γιατί τί, στα αλήθεια, θα μπορούσε να τον ευχαριστήσει, από ό,τι μπορεί να του φέρει η επόμενη στιγμή;
Όλα όσα τον ενδιαφέρουν τα γνωρίζει και τα έχει χορτάσει.

- Δεν είναι λοιπόν τα άσπρα μαλλιά και οι ρυτίδες που θα μάς κάνουν να καταλάβουμε αν κάποιος έχει ζήσει πολύ, επειδή αυτά απλώς και μόνο δείχνουν αν κάποιος έχει υπάρξει πολύ. 

- Περιφρονούμε το πιό πολύτιμο πράγμα, επειδή ξεγελιόμαστε από το ότι ο χρόνος δεν είναι υλικό αγαθό, μιας και δεν μπορούμε να τον βλέπουμε μπροστά στα μάτια μας, και έτσι θεωρούμε ότι έχει ευτελή αξία, και ότι διατίθεται δωρεάν.

- Η αλήθεια είναι πως κανένας δεν μπορεί να βάλει στη θέση τους τα χρόνια που έχασες και κανένας δεν μπορεί να σου δώσει πίσω τη ζωή σου. Η ηλικία σου θα ακολουθήσει τη ροή της όπως ακριβώς ξεκίνησε, χωρίς επιστροφή, ούτε στάση, αθόρυβα και χωρίς τίποτα να μπορεί να επιβραδύνει την ταχύτητά της. Τίποτα δε θα μπορέσει να επιμηκύνει την πορεία της, είτε είσαι βασιλιάς είτε ο τελευταίος υπήκοος. Με το που θα ξεκινήσει, καμία δύναμη δε θα μπορέσει να την κάνει να προχωρεί πιό αργά ή να παρεκκλίνει της πορείας της.

- Και πώς μπορείς, απαθής και ήρεμος ενώ δίπλα σου ο χρόνος κυλά με ιλιγγιώδη ταχύτητα, να κάθεσαι και να φαντάζεσαι τη ζωή σου ως μια προοπτική μακράς αλληλουχίας μηνών και ετών, όταν κάτι τέτοιο δεν μπορεί να απηχεί παρά την επιθυμία σου και μόνο;
Μόνο για μια και μοναδική μέρα μπορούμε να μιλάμε, αυτή ακριβώς που κυλά σήμερα.
Νομίζεις πως μπορούμε, εμείς οι ταλαίπωροι θνητοί, οι φορτωμένοι με τόσες τάχα σημαντικές ασχολίες, να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο αυτή η μέρα που ολοένα φεύγει να είναι η πιό σημαντική και ωραία μέρα της ζωής μας;

- Όπως μια συζήτηση, ένα ενδιαφέρον βιβλίο ή κάποια συναρπαστική ονειροπόληση κάνουν τους ταξιδιώτες να φτάνουν στον προορισμό τους χωρίς καλά καλά να το καταλάβουν, έτσι και η αδιάκοπη και αγχώδης πορεία της ζωής, που όλοι μας ακολουθούμε, κοιμισμένοι ή ξυπνητοί με ίδιο γοργό βήμα, δε γίνεται αντιληπτή από τους πολυάσχολους παρά μονάχα όταν φτάσει στο τέλος της.

- Η ζωή μπορεί να διαιρεθεί σε τρεις περιόδους:
Στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον.
Από αυτές εκείνη που ζούμε τώρα έχει κιόλας φύγει, εκείνη που θα ζήσουμε επαφίεται στο τυχαίο και η μόνη σίγουρη είναι εκείνη που έχουμε ζήσει.

- Κανένας δεν επιστρέφει οικειοθελώς στο παρελθόν, εκτός από εκείνον που μπορεί και ασκεί αντικειμενικό αυτοέλεγχο. Αυτός που κάποτε καιγόταν από φιλοδοξίες, που περιφρονούσε τους πάντες με έπαρση, αυτός που νικούσε με αλαζονεία και εξαπατούσε με κυνισμό, εξοικονομούσε με φιλαργυρία και ξόδευε με ασωτία, είναι φυσικό να φοβάται τη μνήμη του. Η μνήμη, βλέπεις, είναι εκείνος ο βωμός, αυτό το ιερό κομμάτι του χρόνου μας, στο οποίο υποτάσσεται η παντοδυναμία της μοίρας, όπου όλες οι ανθρώπινες κακοτυχίες έχουν ξεπεραστεί, που ούτε η πενία, ούτε ο φόβος, ούτε οι επιδημίες θα μπορούσαν να τη διαταράξουν. Δεν μπορεί ούτε να παραβιασθεί ούτε να κλαπεί.
Την κατέχουμε σταθερά και διαρκώς.

- Θέλεις τώρα να μάθεις ποιούς αποκαλώ "πολυάσχολους";
Όχι μόνο, όπως φαντάζεσαι, αυτούς μόνο αν βάλουμε τα σκυλιά να τους κυνηγήσουν, υπάρχει περίπτωση να τους ξεκουνήσουμε από κει που ρητορεύουν ή για εκείνους που κατασπαράζονται εν μέσω ακολούθων και μέσα στην αλαζονεία ή εκείνους που δεν έχουν δική τους προσωπικότητα και κάνουν τους ακολούθους των άλλων, ούτε αυτούς που οι υποχρεώσεις τους στέλνουν σε καυγάδες μακριά από το σπίτι τους ούτε και εκείνους που η μυρουδιά, αργά ή γρήγορα μολυσματική, κάποιου αισχρού κέρδους τους τραβάει εκεί όπου ξεπουλιέται νόμιμα η περιουσία κάποιου δυστυχή.

- Μπορείς να αποκαλείς ευτυχείς όλους αυτούς που περιμένουν υπομονετικά ατελείωτες ώρες στον κομμωτή τους, μέχρι να τους κουρέψει όποια τρίχα πρόλαβε να βγει στη διάρκεια της νύχτας, καθώς η παραμικρή τρίχα μεταβάλλεται σε αντικείμενο περισπούδαστης σκέψης, να κάνει τις απαραίτητες διορθώσεις στον κόμμωση, ή να καλύψει, εδώ κι εκεί τα κενά στο μέτωπο;
Τους έχεις δει πώς εξοργίζονται όταν ο κομμωτής, που θεωρούν μάστορα στο ξύρισμα, έχει την ατυχία να επιδείξει λιγότερη δεξιοτεχνία από ό,τι συνήθως; Και πώς φουντώνουν αν τους κάνουν στη χαίτη καμιά ψαλιδιά παραπάνω, αν ξεφύγει μια ατίθαση τούφα ή αν το όλο σύνολο δεν πέφτει σε ομοιόμορφες μπούκλες;
Ποιός από όλους αυτούς δε θα προτιμούσε να διαταραχθεί η Δημοκρατία ολόκληρη αντί το μαλλί του; Ποιός δε θα νοιαζόταν περισσότερο να στολίσει το κεφάλι του από το να το σώσει;

- Αυτοί που περιφέρονται σε κοσμικότητες ενοχλώντας και τους άλλους και τους εαυτούς τους, όταν θα έλθει ή στιγμή που θα έχουν χορτάσει για τα καλά από την ανοησία τους, που δε θα έχουν αφήσει κατώφλι και πόρτα για πόρτα που να μην έχουν δρασκελίσει, που θα έχουν μοιράσει κολακείες και υποκλίσεις στα πιό ετερόκλητα σπίτια, πόσους το πολύ κατοίκους αυτής της μεγάλης και ξέχειλης από πάθη πόλης θα έχουν καταφέρει να δουν;

- Συνηθίζουμε να λέμε ότι δεν είναι στη δικαιοδοσία μας να διαλέγουμε τους γονείς μας.
Στην πραγματικότητα, μάς επιτρέπεται να γεννηθούμε στη ζωή από οικογένειες που θα επιλέξουμε εμείς και υπάρχουν οικογένειες πολύ ευγενών πνευμάτων. Διάλεξε αυτή που θα ήθελες να σε δεχτεί.
Δε θα υιοθετηθείς μόνο όσον αφορά το όνομα αλλά και όσον αφορά αγαθά, τα οποία δε θα είναι ανάγκη να τσιγκουνευτείς για να τα κρατήσεις. Θα είναι τόσα πολλά, που θα μπορείς να τα μοιράζεις σε όσα περισσότερα άτομα γίνεται.
Θα σου ανοίξουν ένα μονοπάτι προς την αιωνιότητα και θα σε εξυψώσουν μέχρι ένα επίπεδο από όπου ποτέ κανένας δεν εκδιώχθηκε. Κανένας άλλος τρόπος δεν υπάρχει για να ξεπεράσουμε τη θνητή μας υπόσταση, ή καλύτερα, για να τη μετατρέψουμε σε αθανασία.
Τιμές, μνημεία κι όλα αυτά που η ματαιοδοξία επέβαλε με κρατικά διατάγματα και ανέγειρε με ανθρώπινα έργα πολύ γρήγορα καταστρέφονται. Δεν υπάρχει τίποτα που να μην κατεδαφίζεται ή να μην υπόκειται στην προϊούσα φθορά.
Εκείνα όμως που η σοφία έχει καταστήσει αθάνατα, το γήρας δεν μπορεί να τα βλάψει, καμία εποχή δε θα τα καταργήσει, καμία δε θα αλλοιώσει και η επόμενη, και η μεθεπόμενη γενιά θα καταθέσουν τον ακόμα μεγαλύτερο σεβασμό τους, γιατί ό,τι βρίσκεται κοντά μας προκαλεί το φθόνο, ενώ είμαστε λιγότερο κακόπιστοι σε ό,τι βρίσκεται σε απόσταση.
Κατά συνέπεια, ο βίος του σοφού προσφέρει ευρύτατες προοπτικές.
Τα περίφημα όρια που εγκλωβίζουν τους υπόλοιπους ανθρώπους, δεν υπάρχουν για αυτόν. Μόνο αυτός ειναι αποδεσμευμένος από τους ανθρώπινους νόμους. Όλοι οι αιώνες τον υπακούουν σαν θεό.
Μια εποχή προσπερνάει; Την αιχμαλωτίζει με τη μνήμη.
Είναι παρούσα; Την αξιοποιέί με τον καλύτερο τρόπο.
Πρόκειται να έρθει; Την προλαβαίνει.
Επιμηκύνει τη ζωή του συμπυκνώνοντας όλες τις εποχές σε μία μόνο.

- Όταν λοιπόν θα συναντήσεις κάποιον κάτω από τη μεγαλοπρέπεια της τηβέννου, ή άλλον διάσημο πολιτικό στην Αγορά, μη ζηλέψεις.
Όλα αυτά τα απέκτησαν με αντίτιμο την ίδια τη ζωή τους.
Προκειμένου να πάρει ένα ρωμαϊκό έτος το όνομά τους θυσίασαν όλα τα έτη της ζωής τους.
Μερικοί, είχαν χάσει τη ζωή τους πολύ πριν φτάσουν στο απόγειο των φιλοδοξιών τους.
Μερικοί, αφού σκαρφάλωσαν στο βάθρο των τιμών τους, με τίμημα χίλιες ατιμίες, συνειδητοποίησαν αίφνης, μέσα στη δυστυχία, ότι αυτό για το οποίο κόπιασαν δεν ήταν παρά το επιτύμβιο μνημείο τους.

- Ο ζήλος στο να διατηρήσουμε υψηλές αρμοδιότητες διαρκεί πολύ περισσότερο από την ικανότητα να τις εκπληρώσουμε.
Παλεύουμε τη φύση και το ίδιο το γήρας το θεωρούμε επίπονο μόνο όταν μάς θέτει στο περιθώριο.

-... μερικοί μάλιστα φτάνουν μέχρι του σημείου να προετοιμάζονται για πράγματα που είναι πέρα από τη ζωή, τάφοι επιβλητικών διαστάσεων και αφιερώσεις σε δημόσια μνημεία, παιχνίδια γύρω από την επικήδεια πυρά και εξεζητημένες εκφορές. Έχουν ζήσει στα αλήθεια τόσο λίγο που θα έπρεπε να τους συνοδεύουμε στην επικήδεια πομπή με πυρσούς και λαμπάδες, κηδεύοντάς τους νύκτα, όπως κάνουμε στα παιδιά.

Πέμπτη 8 Ιανουαρίου 2015

Είκοσι τέσσερα χρόνια μετά, σου γράφω τη θλίψη μου...

...Νίκος Τεμπονέρας, Ο καθηγητής που διδάσκει ακόμα το μάθημα της αξιοπρέπειας 


Από το Περιοδικό 

Πριν από 24 χρόνια, σε εποχή δημοκρατίας, επιστρατεύτηκαν «αγανακτισμένοι πολίτες» για να δώσουν ένα μάθημα στην εκπαιδευτική κοινότητα που πάλευε ώστε η λέξη «δημοκρατία» να έρθει πιο κοντά στην έννοια που περιγράφει. Επιστρατεύτηκαν για να δώσουν ένα μάθημα βίας και σιχαμάρας απέναντι σε όσους αγωνίζονταν για αξιοπρέπεια. Ένα μάθημα, μέσα σε ένα σχολείο, όπου στο μαυροπίνακα έγραφαν με γράμματα ντροπής τη λέξη ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ.

Στις 8 Ιανουαρίου 1991, κι ενώ όλα τα σχολεία στην Ελλάδα βρίσκονταν σε αναβρασμό, ο Νίκος Τεμπονέρας έπεφτε νεκρός από χτυπήματα «τυχαίων» «αγανακτισμένων» «πολιτών»: του τότε προέδρου της ΟΝΝΕΔ Πάτρας και Δημοτικού Συμβούλου της ΝΔ Γιάννη Καλαμπόκα, και γνωστών στελεχών της ΝΔ και ΟΝΝΕΔ Πάτρας (Μαραγκός, Σπίνος, Γραμματίκας).

Ακολούθησαν και άλλες δολοφονίες εκείνες τις μέρες, στην Αθήνα, κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων, τεσσάρων ανθρώπων που κάηκαν ζωντανοί, αυτή τη φορά από «αγανακτισμένους» αστυνομικούς.

Στα επόμενα χρόνια, το εκπαιδευτικό κίνημα βρέθηκε μπροστά και σε άλλα περιστατικά τέτοιας ωμής, «αγανακτισμένης» βίας. Και όχι μόνο το εκπαιδευτικό κίνημα. Το παράδειγμα του Νίκου Τεμπονέρα, όμως, δεν λειτούργησε έτσι όπως ΑΥΤΟΙ ήθελαν. Ο Νίκος Τεμπονέρας είναι μαζί μας, μέσα στις αίθουσες των σχολείων, τη φωνή των καθηγητών και τις ψυχές των μαθητών, κάθε φορά που οι καθηγητές και οι μαθητές αποφασίζουν να δώσουν μαθήματα αξιοπρέπειας, στο σχολείο ή στο δρόμο.

Ζει, ζει, ο Τεμπονέρας ζει / με Πέτρουλα, Λαμπράκη / μας οδηγεί.

Σας προτρέπουμε να παρακολουθήσετε το πολύ καλό αφιέρωμα που έκαναν οι εκπαιδευτικοί του περιοδικού alfavita με αφορμή την 24η επέτειο από τη δολοφονία του Νίκου Τεμπονέρα, με ιστορικό της περιόδου, βίντεο και φωτογραφίες, μαρτυρίες και υλικό που έχει μαζευτεί όλα αυτά τα χρόνια.
Από αυτό το αφιέρωμα και το παρακάτω ποίημα:

Είκοσι τέσσερα χρόνια μετά, σου γράφω τη θλίψη μου.
Όλα στο σχολείο είναι όπως τα άφησες…
Και ίσως χειρότερα…
Εσύ τουλάχιστον πρόλαβες και περιέσωσες την αξιοπρέπειά σου.

Εσένα δεν σε νίκησαν οι απογοητεύσεις, οι πίκρες και οι θυμοί.
Στάθηκες ορθός, σαν δυνατό δέντρο.
Έφυγες στολίζοντας μια χούφτα χώμα και ώρες-ώρες τις θύμισες μας.

Με τα μεγάλα σου βήματα άνοιξες δρόμους.
Δρόμους δύσκολους, αλλά ανοιχτούς μέχρι σήμερα.
Εκείνο που μένει σε όλους εμάς τους λιγότερο μαχητικούς
και περισσότερο ρομαντικούς-απελπισμένους,
είναι να τους αναζητήσουμε και να τους πορευτούμε.

Είκοσι τέσσερα χρόνια μετά, σου γράφω τη θλίψη μου.
Τίποτα δεν άλλαξε, αλλά και τίποτα δεν έμεινε ίδιο…
Τον σκονισμένο μαυροπίνακα αντικατέστησε ο διαδραστικός,
και την κιμωλία ο μαρκαδόρος…
Και ενίοτε τα πλήκτρα κάποιου υπολογιστή!

Και τα παιδιά; Σχεδόν αμήχανα, μέσα σε χαοτικές καταστάσεις
βλέπουν την όμορφη και παράξενη πατρίδα τους,
να τα πουλά »γνήσια» ψέματα…
Και επιμένουν να ψάχνουν, κάποιο ζεστό κρησφύγετο,
για να στεγάσουν τα προδομένα τους όνειρα.

Είκοσι τέσσερα χρόνια μετά, σου γράφω τη θλίψη μου.
Σηκώνομαι στις μύτες των ποδιών – είσαι ψηλός-
τεντώνω το χέρι μου και ακουμπώ στις πληγές σου,
ένα άσπρο τριαντάφυλλο…
Γίνεται κόκκινο!!!
Η συνάδελφός σου Α. Π

Τρίτη 6 Ιανουαρίου 2015

Η εφεύρεση του καπιταλισμού: Πώς οι αυτάρκεις αγρότες έγιναν μισθωτοί σκλάβοι της βιομηχανίας


του Yasha Levine 
μετάφραση  La Scapigliata

“…όλοι εκτός από τους χαζούς γνωρίζουν ότι οι κατώτερες τάξεις 
πρέπει να παραμείνουν φτωχές, αλλιώς δεν θα εκβιομηχανιστούν ποτέ.»
Arthur Young,1771

Η δημοφιλής οικονομική σοφία λέει ότι ο καπιταλισμός ισούται με ελευθερία και ελεύθερες κοινωνίες, σωστά; Αν υποπτεύεστε ότι αυτή η λογική μπάζει νερά, θα σας πρότεινα ένα βιβλίο που λέγεται Η Εφεύρεση Του Καπιταλισμού (The Invention of Capitalism), που το έχει γράψει ένας οικονομικός ιστορικός, με το όνομα Μάικλ Πέρελμαν, ο οποίος έχει εξοριστεί σε ένα μικρό κολλέγιο στην επαρχιωτική Καλιφόρνια, λόγω της έλλειψης συμπάθειας του προς την ελεύθερη αγορά. Ο Πέρελμαν έχει χρησιμοποιήσει ποιοτικά το χρόνο του στην εξορία, ψάχνοντας τα έργα και την αλληλογραφία του Άνταμ Σμιθ και των συγχρόνων του για να γράψει μια ιστορία για την δημιουργία του καπιταλισμού πέρα από το επιφανειακό παραμύθι του Πλούτου των Εθνών, κατευθείαν από την πηγή, αφήνοντας τον αναγνώστη να διαβάσει τα ίδια τα λόγια των πρώιμων καπιταλιστών, οικονομολόγων, φιλοσόφων, κληρικών και κρατικών αξιωματούχων. Και δεν είναι όμορφα.

Ένα πράγμα που καθιστούν σαφές τα ιστορικά αρχεία, είναι ότι ο Άνταμ Σμιθ και οι φίλοι του του laissez-faire ήταν κρυφο-κρατιστές, οι οποίοι χρειάζονταν σκληρές κυβερνητικές πολιτικές για να μπορέσουν να μετατρέψουν με τη βία τους Εγγλέζους αγρότες σε μια καπιταλιστική εργατική δύναμη, πρόθυμη να αποδεχθεί τη μισθωτή σκλαβιά.

Ο Φράνσις Χάτσεσον, από τον οποίον ο Άνταμ Σμιθ έμαθε τα πάντα για την αξία της φυσικής ελευθερίας, έγραψε: «είναι το μεγάλο σχέδιο των αστικών νόμων να ενδυναμώσουν με πολιτικές κυρώσεις τους πολλούς νόμους της φύσης…Η μάζα πρέπει να μάθει, και να δεσμευτεί από νόμους, για τον καλύτερο τρόπο να διεξάγει τις υποθέσεις της και να ασκεί τη μηχανική τέχνη.»

Ναι, αντίθετα με ότι μπορεί να έχετε μάθει, η μετάβαση σε μια καπιταλιστική κοινωνία δεν έγινε ούτε φυσικά ούτε ομαλά. Βλέπετε, οι Άγγλοι χωρικοί δεν ήθελαν να εγκαταλείψουν τον αγροτικό κοινοτικό τρόπο ζωής τους, να αφήσουν τη γη τους και να πάνε να δουλέψουν για μισθούς κάτω από το όριο της πείνας σε άθλια, επικίνδυνα εργοστάσια που έστηνε η καινούρια πλούσια τάξη των καπιταλιστών γαιοκτημόνων. Και για καλό λόγο. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Άνταμ Σμιθ για τους μισθούς της εποχής στη Σκωτία, ένας εργάτης εργοστασίου θα έπρεπε να δουλέψει περισσότερο από τρεις μέρες για να αγοράσει ένα ζευγάρι από βιομηχανικά φτιαγμένα παπούτσια. Αντίθετα θα μπορούσαν να φτιάξει τα δικά του παραδοσιακά παπούτσια με το δικό του δέρμα σε λίγες ώρες, και θα μπορούσε να περάσει την υπόλοιπη μέρα του πίνοντας μπύρες. Δεν είναι δύσκολη επιλογή, ε;

Αλλά για να δουλέψει ο καπιταλισμός, οι καπιταλιστές χρειάζονται μία δεξαμενή φτηνού πλεονασματικού εργατικού δυναμικού. Άρα τί πρέπει να κάνουμε; Να φωνάξουμε την Εθνική Φρουρά!

Έχοντας να αντιμετωπίσουν χωρικούς, που δεν ήθελαν να παίξουν το ρόλο του σκλάβου, φιλόσοφοι, οικονομολόγοι, πολιτικοί, ηθικολόγοι, και εξέχουσες επιχειρηματικές φιγούρες άρχισαν να επιχειρηματολογούν υπέρ της κυβερνητικής δράσης. Κατά τη διάρκεια των χρόνων, δημιούργησαν μια σειρά από νόμους και μέτρα, σχεδιασμένους έτσι ώστε να πιεστούν οι αγροτές έξω από το παλιό προς το καινούριο, καταστρέφοντας τα παραδοσιακά τους μέσα αυτάρκειας.


“Οι βάρβαρες πράξεις που σχετίζονται με την διαδικασία της αφαίρεσης από την πλειοψηφία του κόσμου των μέσων παραγωγής μπορεί να φαίνονται μακριά από τη φήμη του laissez-faire της κλασικής πολιτικής οικονομίας», λέει ο Πέρελμαν. «Στην πράξη, η αποστέρηση της πλειοψηφίας των μικροπαραγωγών από τα μέσα παραγωγής, και η κατασκευή του laissez-faire είναι στενά συνδεδεμένες, τόσο πολύ που ο Μαρξ, ή τουλάχιστον οι μεταφραστές του, ονομάτισαν αυτή την αλλοτρίωση των μαζών «πρωταρχική συσσώρευση».

Ο Πέρελμαν περιγράφει τις πολλές διαφορετικές πολιτικές, μέσα από τις οποίες οι χωρικοί εκδιώχθηκαν από τη γη τους-από τη θέσπιση των νόμων που απαγόρευαν στους χωρικούς να κυνηγούν, στην καταστροφή της παραγωγικότητας με τον περιορισμό των ανθρώπων ταπεινής καταγωγής σε μικρότερα μερίδια γης-αλλά το πιο ενδιαφέρον μέρος του βιβλίου είναι εκεί που διαβάζεις τους συναδέλφους πρωτοκαπιταλιστές του Άνταμ Σμιθ να παραπονιούνται που οι αγρότες είναι τόσο ανεξάρτητοι και ζουν άνετα, ώστε δεν μπορεί να τους εκμεταλλευτεί κανείς κανονικά, και προσπαθούν να βρουν τρόπους, για να τους εξαναγκάσουν να αποδεχτούν τη ζωή της μισθωτής σκλαβιάς.

Αυτό το φυλλάδιο της εποχής δείχνει τη γενικότερη στάση απέναντι στους επιτυχημένους, αυτάρκεις αγρότες της επαρχίας:

Η απόκτηση μίας ή δύο αγελάδων, με ένα γουρούνι, και λίγες χήνες, φυσικά εξυψώνει τον χωρικό….Σουλατσάροντας πίσω από τα γελάδια του, αποκτά τη συνήθεια της νωχελικότητας. Ένα τέταρτο, μισή και σε περιπτώσεις ολόκληρες μέρες χάνονται ανεπαίσθητα. Η εργασία γίνεται αηδιαστική, η αποστροφή μεγαλώνει με την ανοχή. Και επιπρόσθετα η πώληση ενός μη απογαλακτισμένου μοσχαριού, ή γουρουνιού, παρέχει τα μέσα για πρόσθετη τεμπελιά.

Ενώ ένα άλλο φυλλάδιο έγραφε:

Ούτε εγώ μπορώ να συλλάβω μια μεγαλύτερη κατάρα για ένα σώμα ανθρώπων, από το να ριχτούν σε ένα μέρος γης, όπου τα μέσα παραγωγής για συντήρηση και διατροφή, είναι σε μεγάλο βαθμό, αυθόρμητα, και το κλίμα απαιτεί μικρή φροντίδα για ένδυση ή κάλυψη.

Ο Τζον Μπέλερς, ένας Κουακέρος «φιλάνθρωπος» και οικονομικός διανοητής είδε τους ανεξάρτητους χωρικούς σαν ένα εμπόδιο στο σχέδιο του να εξαναγκάσει τους φτωχούς ανθρώπους σε εργοστάσια-φυλακές, όπου θα ζούσαν, θα δούλευαν και θα παρήγαγαν ένα κέρδος της τάξης του 45% για τους αριστοκράτες ιδιοκτήτες:

“Τα Δάση μας και τα Κοινά μας Αγαθά (μετατρέποντας τους Φτωχούς που πέφτουν πάνω τους σε Ινδιάνους) είναι ένα εμπόδιο στη Βιομηχανία, και τρέφουν την Τεμπελιά και την Αυθάδεια.»

Ο Ντάνιελ Ντεφόε, ο συγγραφέας και έμπορος, σημείωσε ότι στα Σκωτικά Υψίπεδα «οι άνθρωποι ήταν εξαιρετικά καλά εξοπλισμένοι με προμήθειες…το κρέας ελαφιού υπερβολικά άφθονο, και όλες τις εποχές, νεαρό ή παλιό, το οποίο σκότωναν με τα όπλα όπου το έβρισκαν.»

Για τον Τόμας Πέναντ, ένα βοτανολόγο, αυτή η αυτάρκεια είχε καταστρέψει έναν κατά τα άλλα απολύτως καλό αγροτικό πληθυσμό:

“Οι τρόποι αυτών των ντόπιων μπορούν να περιγραφούν ως εξής: νωχελικοί σε μεγάλο βαθμό, εκτός από την περίπτωση που ξεσηκώνονται για πόλεμο, ή άλλη ζωογονητική διασκέδαση.»

Αν το να έχεις γεμάτη κοιλιά και παραγωγική γη ήταν το πρόβλημα, τότε η λύση για να στρώσουν αυτοί οι άχρηστοι τεμπέληδες ήταν προφανής: διώξτε τους από τη γη τους και αφήστε τους να πεινάσουν.

Ο Άρθουρ Γιανγκ,ένας δημοφιλής συγγραφέας και οικονομικός διανοητής, που τον σεβόταν ο Τζον Στιούαρτ Μιλ, έγραφε το 1771: «όλοι παρεκτός από τους χαζούς γνωρίζουν ότι οι κατώτερες τάξεις πρέπει να κρατηθούν φτωχές, αλλιώς δεν θα εκβιομηχανιστούν ποτέ.» Ο σερ Γουίλιαμ Τεμπλ, πολιτικός και αφεντικό του Τζόναθαν Σουίφτ, συμφώνησε και πρότεινε ότι το φαγητό πρέπει να φορολογηθεί όσο το δυνατόν περισσότερο για να αποτραπεί η εργατική τάξη από μια ζωή «τεμπελιάς και ακολασίας».


Ο Τεμπλ επίσης ήταν υπέρ του να μπαίνουν τετράχρονα στη δουλειά των εργοστασίων, γράφοντας ότι «με αυτόν τον τρόπο, ελπίζουμε ότι η μελλοντική γενιά θα έχει συνηθίσει τόσο πολύ στη συνεχή εργασία, έτσι ώστε θα γίνει ευχάριστη και διασκεδαστική για αυτούς». Μερικοί έβρισκαν ότι τεσσάρων χρονών ήταν ήδη πολύ μεγάλα. Σύμφωνα με τον Πέρελμαν, «Ο Τζον Λοκ, συχνά θεωρούμενος σαν φιλόσοφος της ελευθερίας, υποστήριζε την έναρξη της εργασίας στην ώριμη ηλικία των τριών». Η παιδική εργασία επίσης ενθουσίαζε τον Ντεφόε, ο οποίο αγαλλιούσε με την προοπτική ότι «παιδιά στα τέσσερα ή στα πέντε χρόνια θα μπορούσαν να κερδίζουν το ψωμί τους.» Αλλά αυτό μας βγάζει εκτός θέματος…

Χαρούμενα πρόσωπα παραγωγικότητας…

Ακόμα και ο Ντέβιντ Χιουμ, αυτός ο μεγάλος ανθρωπιστής, εξήρε την φτώχεια και την πείνα σαν θετικές εμπειρίες για τις κατώτερες τάξεις, και ακόμα κατηγορούσε ότι για την «φτώχεια» της Γαλλίας έφταιγε ο καλός της καιρός και το γόνιμο έδαφος :

“‘Παρατηρείται πάντα στα χρόνια της έλλειψης, αν δεν είναι ακραία, ότι οι φτωχοί δουλεύουν περισσότερο, και πραγματικά ζουν καλύτερα.»

Ο αιδεσιμότατος Τζόσεφ Τάουνσεντ πίστευε ότι ο περιορισμός στην τροφή ήταν η σωστή μέθοδος:

“[Άμεσος] νομικός εξαναγκασμός [στην εργασία]… αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα, βία και φασαρία…ενώ η πείνα ασκεί ειρηνική, σιωπηλή, αδιαμαρτύρητη πίεση, αλλά σαν το πιο φυσικό κίνητρο στη βιομηχανία καλεί τα πιο δυνατά μέτρα εξώθησης…Η πείνα δαμάζει και τα πιο τρομερά ζώα, τους μαθαίνει κοσμιότητα και πολιτισμό, υπακοή και υποταγή ακόμα και τους πιο βάρβαρους, τους πιο ξεροκέφαλους, και τους πιο διεστραμμένους.»

Ο Πάτρικ Καχούν, ένας έμπορος που έστησε την πρώτη ιδιωτική «αποτρεπτική αστυνομική δύναμη» στην Αγγλία,για να αποτρέπει τους εργάτες της αποβάθρας, από το να συμπληρώνουν τους πενιχρούς μισθούς τους με κλεμμένα αγαθά, μας δίνει την πιο διαυγή εξήγηση στο πως η πείνα και η φτώχεια συνδέονται με την παραγωγικότητα και την δημιουργία πλούτου:

Η πείνα είναι εκείνη η κατάσταση και η συνθήκη στην οποία το άτομο δεν έχει αποθηκευμένο πλεόνασμα εργασίας, ή με άλλα λόγια, δεν έχει ιδιοκτησία ή μέσα συντήρησης, αλλά μόνο το παραγόμενο προϊόν που αποδίδει συνεχώς η βιομηχανία στα διάφορα επαγγέλματα της κοινωνίας. Η πείνα είναι λοιπόν ένα σημαντικό και αναπόσπαστο συστατικό της κοινωνίας, χωρίς το οποίο έθνη και κοινωνίες δεν θα υπήρχαν σε πολιτισμένη κατάσταση. Είναι ο κλήρος του ανθρώπου. Είναι η πηγή του πλούτου, αφού χωρίς τη φτώχεια, δεν θα υπήρχε εργασία: δεν θα υπήρχαν πλούτη, λεπτότητα, άνεση, και κανένα κέρδος για αυτούς που κατέχουν πλούτο.

Η περίληψη του Καχούν είναι τόσο ακριβής, που πρέπει να επαναληφθεί. Γιατί ότι ήταν αληθινό για τους Εγγλέζους χωρικούς είναι ακόμα αλήθεια για εμάς:

“Η πείνα είναι λοιπόν ένα σημαντικό και αναπόσπαστο συστατικό της κοινωνίας…Είναι η πηγή του πλούτου, αφού χωρίς τη φτώχεια, δεν θα υπήρχε εργασία: δεν θα υπήρχαν πλούτη, λεπτότητα, άνεση, και κανένα κέρδος για αυτούς που κατέχουν πλούτο».

διαβάστε το The_Invention_of_Capitalism σε pdf.

Θέλω, έχεις ακούσει πιο δυνατή λέξη; (αναδημοσίευση)

από enfo.gr
© Ιφιγένεια Βήττα

Όλα ξεκινούν με ένα μαγικό συναίσθημα που σε σπρώχνει, μια αόρατη δύναμη, τη θέληση. 
Όπως τότε, που πιτσιρικάς ακόμα, σκαρφάλωνες ατσούμπαλα στην κούνια κι έβαζες τα δυνατά σου να φτάσεις στο υψηλότερο σημείο του ορίζοντα, απλά για να πηδήξεις. 
Θέλω, θα πει μπορώ. 

Θέλω κάτι τόσο πολύ, που το πιστεύω, του δίνω πνοή, το δημιουργώ. 
Είναι τέτοια και τόση η δύναμη που ασκεί πάνω μου αυτή η μικρή λεξούλα, που αποκτώ την αντοχη και την επιμονή να κάνω πράξη ακόμη και όσα ονειρεύομαι. 

"Μα είναι τρελό" θα μου πεις, "τη φαντασία μου πράξη"; "Αδύνατον"! 
Κι όμως, ο Πικάσο, ο μεγάλος αυτός ζωγράφος, έλεγε πως "ό, τι μπορείς να φανταστείς, είναι πραγματικό", ειδάλλως δεν θα μπορούσες να το δεις μέσα στο μυαλό σου. 

Θέλω, σημαίνει προσπαθώ ακατάπαυστα όσες τούμπες κι αν φάω στην πορεία. 
Οι μελανιές μου δεν είναι μόνιμες και θέλω τόσο πολύ, που από τούμπα σε τούμπα, δεν χάνω σταγόνα απο τον ενθουσιασμό και την πίστη μου. 
Είναι ανεξάντλητη δύναμη η θέληση, όσο και η δημιουργικότητα. 

Για αυτό και υπάρχουν άνθρωποι γύρω μας, που ζουν χωρίς τα πόδια, τα χέρια, τα μάτια τους! 
Γιατί αγαπούν τη ζωή, γιατί η ψυχή τους θέλει κι έτσι το κορμί βρίσκει δύναμη να κρατηθεί όρθιο, ακόμα και γεμάτο πληγές. 
Και φορούν τα σημάδια τους περήφανα, χωρίς να νιώθουν ηττημένοι, γιατί ποτέ τους δεν παραιτήθηκαν. 

Δεν είναι εύκολο, ούτε απλό, να θέλεις κάτι με όλο σου το είναι. Είτε επαγγελματικό στόχο, όνειρο, ή άνθρωπο πλάι σου. 
Δεν είναι εύκολο να χάνεις, ούτε να αποτυγχάνεις. 
Πονάει και κοστίζει, αλλά όχι τόσο ώστε να μην βρίσκεις τη δύναμη να ξαναπροσπαθήσεις. 

Η ζωή που μας δόθηκε, είναι συνεχής αγώνας, μια ακόρεστη πείνα για να βρούμε αγάπη και να της δώσουμε νόημα. 

Αρκεί να θέλουμε, πολύ.

Η "αριστερή στροφή" και τα κοινωνικά κινήματα: Τι θα σήμαινε μία αριστερή κυβέρνηση για τα εγχειρήματα κοινωνικής χειραφέτησης;


πηγή: Art Version

Σίγουρα για όσους/ες επιθυμούν την κοινωνική χειραφέτηση από τα κάτω, όποιον –ίσμο και να ασπάζονται -ή να μην ασπάζονται- ο δρόμος για μια ελεύθερη και δίκαιη κοινωνία δεν περνάει από τις εκλογές. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι ως κοινωνικά κινήματα δεν πρέπει να έχουμε μία αίσθηση ιστορικότητας. Σίγουρα το ποιός και το πώς κυβερνάει επηρεάζει την καθημερινότητα των κινημάτων με πολλούς τρόπους. Το κράτος, όσο και αν το απορρίπτουμε ως προνομιακό πεδίο διοχέτευσης και επίλυσης των κοινωνικών συγκρούσεων, συνεχίζει για μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας να είναι πόλος έλξης της επιθυμίας για κοινωνική αλλαγή.

Με αυτό το κείμενο δεν φιλοδοξώ να υποδείξω σε κανέναν/μία τι να ψηφίσει ή αν θα απέχει, αλλά να εξετάσω –ψύχραιμα και χωρίς συνθηματολογία- τι θα σήμαινε ένας πιθανός θρίαμβος της αριστεράς στις εκλογές και τι καινούριες προκλήσεις θα δημιουργούσε για τα κινήματα κοινωνικής χειραφέτησης, αντλώντας παραδείγματα από τις εμπειρίες διαφόρων χωρών.

Είναι η πρώτη φορά σε μια ευρωπαϊκή χώρα που ένα αριστερό κόμμα που παραδοσιακά στέκεται μακριά από το δίπολο των κομμάτων διαχείρισης βρίσκεται κοντά στη κατάκτηση της κρατικής εξουσίας στα πλαίσια του κοινοβουλευτικού παιχνιδιού. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένας πολυσυλλεκτικός πολιτικός συνδυασμός στον οποίο συνυπάρχουν πολλές διαφορετικές αντιλήψεις, από την ριζική ανατροπή έως την ήπια διαχείριση του καπιταλισμού. Πολλοί συναγωνιστές μπορεί να βλέπουν θετικά την άνοδο αυτού του κόμματος, αφού ο ΣΥΡΙΖΑ φρόντισε να είναι παρών σε όλες τις σημαντικές κινηματικές στιγμές των τελευταίων χρόνων. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ένα μεγάλο κομμάτι του ΣΥΡΙΖΑ –άσχετα αν συμφωνούμε ή όχι με την οπτική του και την πρακτική του- έχει κινηματικές καταβολές.

Αντίστοιχες εμπειρίες υπάρχουν παγκόσμια κυρίως στην Λατινική Αμερική. Εκεί μετά από δεκαετίες νεοφιλελεύθερων κυβερνήσεων, εμφανίζονται την τελευταία δεκαετία η μία μετά την άλλη κυβερνήσεις με αριστερές ευαισθησίες, με -λιγότερο ή περισσότερο- ριζοσπαστικά προγράμματα, πολλές από αυτές –όπως το παράδειγμα του MAS στην Βολιβία- με κινηματικές καταβολές, κάθε μία με τις ιδιαιτερότητες του πλαισίου στο οποίο εμφανίζεται.

Πως έχουν επηρεάσει αυτές οι κυβερνήσεις την καθημερινότητα του πλούσιου κινηματικού κόσμου της Λατινικής Αμερικής; Και τι συμπεράσματα θα μπορούσαμε να βγάλουμε για τη σχέση που θα είχαν εδώ τα κοινωνικά κινήματα με μία πιθανή αριστερή κυβέρνηση; Φυσικά αναφέρομαι κυρίως στα κινήματα που αγωνίζονται για την κοινωνική χειραφέτηση ενάντια και πέρα από τα στενά όρια που θέτει το κράτος: ιθαγενικές αυτόνομες κοινότητες, το κίνημα των ακτημόνων στην Βραζιλία, τους Ζαπατίστας στο Μεξικό, τους άνεργους piqueteros στην Αργεντινή, το κίνημα για την αυτοδιαχείριση του νερού στη Βολιβία, αλλά και όλες αυτές τις πρωτοβουλίες στην Ελλάδα που με ορίζοντα την αυτονομία οικοδομούν εναλλακτικές στο υπάρχον: κοινωνικά κέντρα, καταναλωτικοί και παραγωγικοί συνεταιρισμοί, αστικές καλλιέργειες, οικοκοινότητες, εγχειρήματα κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, δίκτυα ανταλλαγών, συνελεύσεις γειτονιών, κινήσεις για την προάσπιση των κοινωνικών αγαθών και του φυσικού περιβάλλοντος, δομές κοινωνικής αλληλεγγύης. Κινήματα δηλαδή που δεν διεκδικούν απλά μεγαλύτερο κομμάτι από την πίτα της καπιταλιστικής «ανάπτυξης», αλλά οραματίζονται ένα διαφορετικό πολιτισμό και ξεκινάν να τον χτίζουν εδώ και τώρα.

1. Άμβλυνση της καταστολής
Ένα άμεσο πιθανό αποτέλεσμα για τα κοινωνικά κινήματα θα είναι η μείωση, έστω και παροδική, της κρατικής καταστολής. Φυσικά δεν μπορούμε να περιμένουμε εξάλειψη της καταστολής, αφού το κράτος έχει τη δικιά του δυναμική και δεν μπορεί ξαφνικά να σταματήσει να είναι ένας μηχανισμός καταναγκασμού, ενσωμάτωσης και αποκλεισμού. Στις πολιτείες του Μεξικού όπου κυβερνάει το PRD (ιδεολογικά συγγενές με το PT του Λούλα) οι δολοφονίες και τραυματισμοί αγωνιστών από κρατική και παρακρατική βία είναι σημαντικά λιγότεροι από αυτές στις οποίες κυβερνούν το PRI και το PAN. Αυτό έχει οδηγήσει τους μεξικανούς συντρόφους να δηλώνουν ειρωνικά: «Εμείς ψηφίζουμε αυτούς που μας σκοτώνουν λιγότερο». Την ίδια μείωση έχουν σημειώσει και οι θάνατοι αγωνιστών του MST (Κίνημα των ακτημόνων) στη Βραζιλία από τότε που κυβερνάει το PT του Λούλα. Εκεί οι αγωνιστές/τριες του MST, ενώ θεωρούν πολύ σημαντική την αυτονομία που έχουν κατακτήσει (όπου σχεδόν ενάμιση εκατομμύριο άνθρωποι σε όλες τις πολιτείες της Βραζιλίας καλλιεργούν την ανακατειλημμένη γη και εξυπηρετούνται από δικό τους σύστημα εκπαίδευσης και υγείας) και παρόλο που ο Λούλα πρόδωσε τις ελπίδες τους για αγροτική μεταρρύθμιση, βρίσκουν πιο εύκολο «αντίπαλο» στις κυβερνήσεις του PT παρά σε αυτές του Fernando Henrique Cardoso που, σε συνεργασία με τους τραμπούκους των γαιοκτημόνων, άφησαν εκατοντάδες νεκρούς στις τάξεις του MST στο πρώτο κύμα καταλήψεων γης τη δεκαετία του 90.

2. Παύση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών.
Ένα άλλο πιθανό αποτέλεσμα μιας νίκης της αριστεράς είναι η παύση (ή πολύ δυσκολότερα η αντιστροφή) των πιο θεαματικών νεοφιλελεύθερων σχεδίων. Αφού όλα τα αριστερά κόμματα πλέον ορίζονται ως «αντινεοφιλελεύθερα» (δηλαδή υπερασπίζονται τον εθνικό και "παραγωγικό" καπιταλισμό απέναντι στον διεθνή και χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό), μπορούμε να περιμένουμε ότι η εκποίηση της δημόσιας περιουσίας και τα μεγάλα "μη-παραγωγικά" σχέδια του διεθνούς κεφαλαίου (εξόρυξη μετάλλων, υλοτομία, κτλ) θα είναι τα πρώτα που θα σταματήσουν σε περίπτωση νίκης της αριστεράς. Πράγματι αυτό είδαμε στο Εκουαδόρ με τη νίκη του Rafael Correa, στη Βολιβία με τον Evo Morales και ιδιαίτερα στην Βενεζουέλα του Hugo Chavez. Όλοι αυτοί οι πρόεδροι κάνανε δειλά βήματα επανεθνικοποίησης των εταιριών κοινής ωφέλειας, με πιο τρανταχτό παράδειγμα τις πετρελαϊκές εταιρίες που έκαναν την Βενεζουέλα τοπική υπερδύναμη. Η αντιστροφή βέβαια ήταν προσωρινή: πολλά φιλόδοξα νεοφιλελεύθερα σχέδια ξαναμπήκαν από την πίσω πόρτα, μεταμφιεσμένα σε «επενδύσεις εθνικού ενδιαφέροντος» και με την υποστήριξη των συνδικάτων των εργαζομένων, που με την παντιέρα του "δικαιώματος στην απασχόληση" πολλές φορές έγιναν οι καλύτεροι σύμμαχοι του διεθνούς κεφαλαίου. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του αυτοκινητόδρομου που σκοπεύει να κατασκευάσει το κράτος της Βολιβίας στην περιοχή TIPNIS η οποία ανήκει στις κοινότητες των ιθαγενών και προστατεύεται ως περιοχή ιδιαίτερης βιοποικιλότητας. Ενώ η αντίσταση των κοινωνικών κινημάτων (τόσο της υπαίθρου όσο και της πόλης) κατάφερε για δεκαετίες να σταματήσει το σχέδιο, ο αριστερός Evo Morales, μιλώντας τη γλώσσα της "αναπτυξης" κατάφερε να επανεκκινήσει την κατασκευή του αυτοκινητόδρομου, η οποία ουσιαστικά αποτελεί προοίμιο της εκμετάλλευσης του φυσικού πλούτου της περιοχής (υλοτομία, ορυκτός πλούτος, νερό) από τις πολυεθνικές. Στη διαμάχη με τα κοινωνικά κινήματα που εκτυλίσσεται ακόμα, ο Morales δεν διστάζει να ακολουθήσει τακτικές που θα ζήλευαν οι δεξιοί προκάτοχοί του: βίαιη καταστολή, ποινικοποίηση των αγώνων, συκοφαντία, εξαγορά των ηγετών των κινημάτων, κτλ.

Πρόκειται για ένα μοντέλο ανάπτυξης που οι λατινοαμερικάνοι ονομάζουν «εξορυκτισμό» (extractivismo), δηλαδή η αλόγιστη μετατροπή του φυσικού περιβάλλοντος σε εμπόρευμα, που οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις εφάρμοσαν με θρησκευτική προσήλωση, και πολλές αριστερές κυβερνήσεις ξαναπλασάρουν ως φάρμακο ενάντια στην «οικονομική υπανάπτυξη», με την υποστήριξη των συνδικαλιστών στους κλάδους των κατασκευών, των μεταλλείων, κτλ.

3. Ενσωμάτωση κοινωνικών πρωτοβουλιών
Ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο σημείο όσον αφορά τις σχέσεις των αριστερών κυβερνήσεων με τα κοινωνικά κινήματα, είναι η εργαλειοποίηση των δεύτερων από τις πρώτες ως φορείς άσκησης κοινωνικής πολιτικής. Τα αριστερά κράτη ζηλεύουν τα κοινωνικά κινήματα για τις σχέσεις αλληλεγγύης που δημιουργούν στο εσωτερικό τους, για τη σύνδεση τους με την κοινωνία, για τη φαντασία και δημιουργικότητα με την οποία λύνουν τα προβλήματα και, κυρίως, για το πόσο μεγάλες αλλαγές μπορούν να προκαλέσουν με ανύπαρκτα ή ελάχιστα οικονομικά μέσα. Σε αυτή την κατεύθυνση κινούνται και οι διακηρύξεις του ΣΥΡΙΖΑ ότι θα ενισχύσει από την εξουσία όλες τις κοινωνικές πρωτοβουλίες αλληλεγγύης και αυτοοργάνωσης. Ο ΣΥΡΙΖΑ μάλιστα αισθάνεται «στο σπίτι του" σε αυτές τις πρωτοβουλίες, αφού μεγάλο κομμάτι της βάσης του συμμετέχει ενεργά -και όχι απαραίτητα υστερόβουλα- σε τέτοιες πρωτοβουλίες. Αυτό που δεν αντιλαμβάνονται οι υποστηριχτές αυτής της πολιτικής είναι ότι όσο καλόβουλα και να ξεκινήσει κανείς προς την κατάληψη της κρατικής εξουσίας, από τη στιγμή που μπαίνεις στο κράτος, γίνεσαι το κράτος. Η λογική του κράτους απέναντι σε οποιαδήποτε πρωτοβουλία έρχεται από την κοινωνία επιτρέπει δύο εναλλακτικές: ενσωμάτωση ή αποκλεισμός. Το τόσο πολυπόθητο «κοινωνικό κράτος»-μπαμπάς που θα πάρει όλο τον πληθυσμό κάτω από την προστατευτική φτερούγα του αποτελεί την πλήρη ενσωμάτωση-υποταγή του πληθυσμού αυτού στη λογική του κεφαλαίου.

Από την άλλη, οι περιπτώσεις όπου το κράτος αποσύρεται και αφήνει την κοινωνία να "φροντίσει τον εαυτό της", πάντα υπό την υψηλή επιτήρηση του, είναι ακόμα πιο ανατριχιαστικές: Ξεκάθαρο παράδειγμα ο "τρίτος δρόμος" του Τόνι Μπλέρ στην Μεγάλη Βρετανία, όπου ταυτόχρονα με την -θατσερικής έμπνευσης- αποδόμηση του κοινωνικού κράτους, η κυβέρνηση των Εργατικών ασκούσε «κοινωνική πολιτική» μέσα από τη χρηματοδότηση μίας πληθώρας μη-κυβερνητικών οργανώσεων, φιλανθρωπικών ομάδων και ιδιωτικών εταιριών. Τα αποτελέσματα αυτών των ολέθριων πολιτικών τα είδαμε στις πρόσφατες εξεγέρσεις που σάρωσαν τις φτωχογειτονιές της χώρας.

Στην Λατινική Αμερική επίσης υπήρξαν κυβερνήσεις που θέλησαν να ασκήσουν κοινωνική πολιτική μέσω των κοινωνικών κινημάτων. Ο Lucio Gutierrez στο Εκουαδορ, ο Evo Morales στην Βολιβία, o Hugo Chavez στη Βενεζουέλα, πλησίασαν τους πιο ορατούς και δυναμικούς ακτιβιστές και τους προσέφεραν διάφορες γραφειοκρατικές θέσεις στις κυβερνήσεις τους. Ιδιαίτερα στη Βολιβία, όσοι αρνήθηκαν θεωρήθηκαν προδότες και υπέστησαν πολιτική δίωξη. Σε κάθε περίπτωση, τα αποτελέσματα ήταν τα αντίθετα από τα αναμενόμενα: Όχι μόνο δεν «εμπλουτίστηκε» το κράτος με τη δυναμική των κοινωνικών κινημάτων, αλλά αυτά υποτάχτηκαν στα σχέδια του κράτους, έχασαν τη δυναμική τους και σε πολλές περιπτώσεις διαλύθηκαν.

Το πιο αξιόλογο αλλά και αμφιλεγόμενο μοντέλο είναι αυτό που έχει εγκαθιδρυθεί στη Βενεζουέλα. Ο Chavez προωθεί την «αυτοοργάνωση» στις γειτονίες, και ακόμα δίνει οικονομικά κίνητρα στους κατοίκους για να συμμετέχουν στις συνελεύσεις! Στις επανεθνικοποιημένες επιχειρήσεις ισχύει ένα καθεστώς «συνδιαχείρισης» (cogestiόn), υποτιθέμενα ως πρώτο βήμα στο δρόμο για την αυτοδιαχείριση (autogestión). Οι συνελεύσεις των εργαζομένων έχουν τη δύναμη πολλές φορές να ανατρέψουν τις αποφάσεις των κρατικών αφεντικών τους. Αυτό το ιδιότυπο μοντέλο «αυτοοργάνωσης από τα πάνω» μοιάζει ακόμα πιο παράδοξο αν λάβει κανείς υπόψη την αυταρχικότητα του τσαβικού καθεστώτος και τον σημαντικό ρόλο που παίζει ο στρατός στην διεκπεραίωση των κοινωνικών πολιτικών.

4. Από-κινητοποίηση
Ένα συνδυασμένο αποτέλεσμα των παραπάνω είναι η «αποκινητοποίηση» των κοινωνικών κινημάτων. Είτε λόγω εφησυχασμού, αφού «το κράτος πλέον θα αναλάβει τη δική μας δουλεία», είτε λόγω ενσωμάτωσης στον κρατικό μηχανισμό, τα κοινωνικά κινήματα χάνουν τη δυναμική τους και τη δυνατότητα κινητοποίησης. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η ελπίδα ότι η αλλαγή κυβέρνησης θα φέρει και την πολυπόθητη κοινωνική αλλαγή διαψεύδεται, και τα κοινωνικά κινήματα περνάν μια μακριά περίοδο αποδιοργάνωσης. Ξεκάθαρο παράδειγμα η Ελλάδα και η Ισπανία της δεκαετίας του 80 με τις αντίστοιχες σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις. Και στην Λατινική Αμερική, πολλές κυβερνήσεις κατάφεραν, με την αριστερή ρητορική τους, να κρατάν τους αγωνιστές σε μία κατάσταση αναμονής και σύγχυσης, ενώ συνέχιζαν ανενόχλητες τις ίδιες πολιτικές των δεξιών προκατόχων τους, με λίγες αριστερές πινελιές. Αυτό έχει οδηγήσει τους συντρόφους από τη Λατινική Αμερική να λένε ότι «κάθε εκλογικός θρίαμβος της αριστεράς αποτελεί ήττα για τα κοινωνικά κινήματα».

Όπως ανέφερα και πιο πάνω, αυτό το κείμενο δεν έχει σκοπό να υποδείξει αν και τι να ψηφίσουμε ή να μην ψηφίσουμε, αλλά να ζυγίσει, από την σκοπιά των κοινωνικών κινημάτων που εργάζονται "απο τα κάτω" για την κοινωνική χειραφέτηση, τα θετικά και τα αρνητικά μίας πιθανής αριστερής κυβέρνησης στις επικείμενες εκλογές, και τις νέες προκλήσεις που θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε ως κινήματα από την επόμενη μέρα.

Πιθανόν η αυθόρμητη τάση που έχουμε να διατηρούμε την αυτονομία των συνελεύσεών μας απέναντι σε κάθε είδους θεσμό ίσως να δοκιμαστεί αν ξαφνικά το κράτος μας παρουσιαστεί ως "σύμμαχος". Για άλλη μία φορά θα κληθούμε να περπατήσουμε σε αυτή τη λεπτή γραμμή που χωρίζει την ενσωμάτωση στις πρακτικές της ετερόνομης πολιτικής από τη μία και την απομόνωση από το κοινωνικό και την ιστορική στιγμή για χάρη της ριζοσπαστικής αγνότητας από την άλλη. Από το πώς θα ισορροπήσουμε ανάμεσα σε αυτά τα δυο άκρα θα εξαρτηθεί η βιωσιμότητα των εγχειρημάτων μας.

Θοδωρής Καρυότης

Επιστροφή (αναδημοσίευση)


Επιστροφή
Μα ας επιστρέψουμε
Στον τόπο του ονείρου λοιπόν.
Στη λήψη του προσώπου μας στον ήλιο.

Το κενό ήταν οικείο στο φως.
Τα φυτά ήταν διάχυτα.
Τα μαλλιά μας ανέπνεαν σε κάποιον ελάχιστο κυματισμό.
Η λύπη μας είχε μετασχηματιστεί
με τη συμμετοχή του φωτός
σ’ένα αδιάφορο τρόπο.

Ήταν χαμένα τα μάτια μας
Απέρρεαν από κάποια πολύ παλιά θύμηση.
Ενός άλλου κόσμου.

Νανά Ησαΐα
Από τη συλλογή Μορφή, εκδ. Μικρή Εγνατία, 1980
Επιμέλεια-επιλογή Νίκος Λέκκας

Δευτέρα 5 Ιανουαρίου 2015

Ο φόβος το στρώνει (αναδημοσίευση)


(δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Εποχή της 4.1.2015)

Φόβος ότι θα δω ένα περιπολικό να μπαίνει στο στενό όπου μένω.
Φόβος ότι θα με πάρει ο ύπνος το βράδυ. 
Φόβος ότι δεν θα με πάρει ο ύπνος.
Φόβος ότι το παρελθόν θα ξυπνήσει.
Φόβος ότι το παρόν θα πετάξει.
Φόβος ότι το τηλέφωνο θα χτυπήσει μες στη μαύρη νύχτα.
Φόβος για τις καταιγίδες.
Φόβος για την καθαρίστρια που έχει ένα σημάδι στο μάγουλο!
Φόβος για τα σκυλιά για τα οποία μου έχουν πει πως δεν δαγκώνουν.
Φόβος αγωνίας!
Φόβος ότι θα πρέπει να αναγνωρίσω το πτώμα ενός φίλου.
Φόβος ότι θα μου τελειώσουν τα λεφτά.
Φόβος ότι θα έχω πάρα πολλά, αν κι οι άνθρωποι δεν θα το πιστεύουν.
Φόβος για τα ψυχολογικά προφίλ.
Φόβος ότι θα αργήσω και φόβος ότι θα φτάσω πριν από όλους.
Φόβος για τον γραφικό χαρακτήρα των παιδιών μου σε φακέλους.
Φόβος ότι θα πεθάνουν πριν από μένα και ότι θα νιώθω ενοχές.
Φόβος ότι θα πρέπει να ζήσω με τη γριά μάνα μου, όταν γεράσω.
Φόβος σύγχυσης.
Φόβος ότι η σημερινή μέρα θα τελειώσει με μια άσχημη είδηση.
Φόβος ότι θα ξυπνήσω και θα έχεις φύγει.
Φόβος ότι δεν αγαπώ και φόβος ότι δεν αγαπώ αρκετά.
Φόβος ότι αυτό που αγαπώ θα αποβεί ολέθριο για αυτούς που αγαπώ.
Φόβος θανάτου.
Φόβος ότι θα ζήσω υπερβολικά πολύ.
Φόβος θανάτου.

Αυτό το είπα.
(Ρέιμοντ Κάρβερ, "Φόβος", μτφρ. Γιώργος Λαμπράκος)

Ο φόβος νοτίζει τα ρούχα, ενώ μετρούμε τις πρώτες ώρες της νέας χρονιάς. Είναι ο φόβος όταν λες καλή χρονιά και δεν είσαι σίγουρος τι εύχεσαι. Ο φόβος μπροστά σε μια ξεχασμένη πόρτα ανοιχτή σε έναν άδειο παρατημένο δρόμο, ο φόβος πως η ηχώ δεν θα επιστρέψει τη φωνή σου και ο φόβος πως όταν τελικά σου απαντήσει η φωνή αυτή δεν θα σου θυμίζει τίποτα. Ο φόβος μπροστά σε μια χούφτα στάχτη και ο φόβος μπροστά σε μια σκιά δεμένη στην αυλή να γαβγίζει τους περαστικούς. Ο φόβος για το λευκό ύφασμα που πέφτει στα σκοτεινά πατώματα. Ο φόβος πως συνηθίζεις και ο φόβος πως ξέμαθες να αντιδράς. Ο φόβος πως όλα θα μείνουν ίδια και ο φόβος πως τίποτα δεν θα αλλάξει.

Φόβος πως ο κυνισμός θα συνεχίσει να υπάρχει σε άθλιες ανακοινώσεις που αλατίζουν τις πληγές των εγκλημάτων σαν το δελτίο τύπου της ΑΝΕΚ για το Norman Atlantic: «Δεδομένου ότι το πλοίο δεν αποτελεί περιουσιακό στοιχείο της Εταιρείας και ότι η Εταιρεία στο πλαίσιο της ως άνω ναύλωσης έχει προβεί σε πλήρη ασφαλιστική κάλυψη, εκτιμάται ότι δεν θα επέλθει σημαντική επίπτωση στα οικονομικά αποτελέσματα της Εταιρείας» . Φόβος πως δεν θα βρούμε προς τα πού να κατευθύνουμε την οργή μας απέναντι στο απάνθρωπο.

Φόβος πως η δημοσιογραφία θα παραμείνει καρφωμένη στα ίδια επίπεδα αθλιότητας όπως η αντίδραση του Μανώλη Αναγνωστάκη στο πρωινό του Μέγκα όταν μιλώντας με εγκλωβισμένο στο Norman Atlantic άρχισε να φωνάζει ‘’Έλεος πια!’’ επειδή ο ναυαγός έθιξε την στάση του υπέροχου υπουργού Αργύρη Ντινόπουλου. Ή σαν τους δύο δημοσιογράφους της ΝΕΡΙΤ που κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του Αντώνη Σαμαρά μας παρουσίασαν σε προσομοίωση το πώς θα δομούνται οι συνεντεύξεις σε περιόδους δικτατορίας. Φόβος του Άδωνι Γεωργιάδη για την ψυχή της Ρένας Δούρου επειδή δεν πήγε στη δοξολογία της εκκλησίας.

Στην εκστρατεία της κινδυνολογίας που ξεκινά, ο φόβος ορίζεται ως το μόνο επιχείρημα. Ένας φόβος χτισμένος πάνω στην καταστροφή και την απόγνωση, φόβος που δεν τις αντιστρέφει αλλά αντίθετα της συντηρεί. Και το υλικό με το οποίο φτιάχνεται αυτό το ενδεχόμενο της απώλειας είναι ακριβώς οι απώλειες των τελευταίων ετών, σαν μια αντανάκλασή τους στο μέλλον, ένας πολλαπλασιασμός συνέχειας που για να επιμηκύνει τον εαυτό του παριστάνει πως τον αντιμάχεται. Αυτοί που δημιούργησαν την απώλεια τώρα τη χρησιμοποιούν ως όπλο απέναντι σε αντιπάλους διεκδικώντας τη συνέχειά της ως μόνο ενδεχόμενο. Με αυτό τον τρόπο μιλούν κατά της καταστροφής για να συντηρήσουν το υπέρ της, κόντρα σε μια καταστροφή στο μέλλον ώστε να συνεχίσουν να καταστρέφουν στο παρόν. Είναι η κριτική ικανότητα που έχει ατροφήσει μέσα στην παραζάλη της παρατεταμένης διάλυσης και τα αντανακλαστικά του ‘’όχι άλλο’’ που στρατολογούνται για να τρομοκρατήσουν. Μα αυτό το ‘’όχι άλλο’’ δεν επιτυγχάνεται ως ελεημοσύνη μέσα από την παθητικότητα του φόβου, αλλά ως διεκδίκηση μέσα από την ενέργεια της ελπίδας. Και είναι και πάλι ο φόβος αυτός που θα ορίσει την ελπίδα ως ανόητο όνειρο, την διεκδίκηση ως κάτι μάταιο και την υπόσχεση ως λαϊκισμό. 

Είναι τέλος ο φόβος, απέναντι σε κάθε τι το νέο μα και ίσως ο φόβος ως επικύρωση πως αυτό που έρχεται θα είναι νέο.

Ας τρομοκρατήσουμε λοιπόν τους φόβους μας. Βάζοντας τη διεκδίκηση στη θέση της βεβαιότητας, το χώμα στη θέση της στάχτης, την ελπίδα στη θέση της απόγνωσης και του πανικού. Γιατί το νέο δεν είναι τίποτα άλλο από τον ιδρώτα του τρομοκρατημένου φόβου.

Κυριακή 4 Ιανουαρίου 2015

Η έμφυτη δειλία του μέσου ανθρώπινου μυαλού (αναδημοσίευση)


Γράφει: Μαριάνθη Πελεβάνη
από το Περιοδικό

Μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα; Μπορεί να αλλάξει ο κόσμος; Μπορούμε να αλλάξουμε; Στο βάθος, αυτά αντιλαμβάνομαι ότι είναι τα ερωτήματα που προκύπτουν μέσα στον καθένα, αυτές τις παράξενες, πολιτικά, μέρες. Μπορεί να ανατραπεί το μνημόνιο; Μπορούν να σταματήσουν να πληρώνουν οι πολλοί, οι «από κάτω»; Μπορούν να υπάρξουν θέσεις εργασίας, αύξηση μισθών; Μπορεί να υπάρξει δικαιοσύνη, άμεση δημοκρατία; 

Όχι, πιστεύουν οι περισσότεροι. Είτε ψηφίσουν συντηρητική διακυβέρνηση, ως φανατικοί πιστοί της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων – ακόμη κι αν αυτή είναι άρρωστη και σάπια – φοβούμενοι κάθε αλλαγή, κάθε κίνηση, είτε ψηφίσουν αριστερή διακυβέρνηση, ελπίζοντας σε κάποια ευρώ παραπάνω κι ένα κράτος πιο «ευαίσθητο», βρισκόμαστε πολύ μακριά από το πέρασμα της διακυβέρνησης των ανθρώπων στη διαχείριση των πραγμάτων, όπως οραματίστηκε ο θείος Μαρξ. 

Η κοινή γνώμη, ο μέσος άνθρωπος, οι πιο πολλοί, τέλος πάντων, δεν επιθυμούν μάλλον την αλλαγή και σίγουρα δεν την πιστεύουν. Γιατί μπορεί βιώνοντας σκληρά τα χρόνια της οικονομικής κρίσης να μετατοπίζεται προς τα αριστερά η ψήφος τους, δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με τη συνείδησή τους. Και βέβαια δεν είναι απαραίτητο. Μπορεί να έχει επαναστατήσει η τσέπη μας, αλλά το πνεύμα μας ακόμη όχι.

Η επιθυμία της εξουσίας νικά τον πόθο της αλληλοβοήθειας αιώνες τώρα στην ιστορία της ανθρώπινης φύσης. Έτσι τίποτα δεν αλλάζει. Ακόμη κι όταν υψηλά ιδανικά κι αξίες δεν τις καταπολεμούμε, τις αγνοούμε, αρνούμενοι να τις υλοποιήσουμε, αρνούμενοι να αλλάξουμε, έτσι τις νικούμε.

Αυτή η έμφυτη δειλία του μέσου ανθρώπινου μυαλού είναι και η φυλακή του. Αυτήν ταϊζουν και οι μηχανισμοί εξουσίας, εξωτερικοί και εσωτερικοί. Αυτόν τον φόβο μάς εμφυσούν από τα πρώτα βήματά μας. Δεν διδασκόμαστε να ζούμε ελεύθεροι. Η αλλαγή δεν είναι ζωή, η αλλαγή είναι φόβος.

Αυτό φοβάμαι με τη σειρά μου πως είναι και το πρόβλημα μιας αριστερής, μεταρρυθμιστικής ή ριζοσπαστικής, κυβέρνησης. Πώς να διακυβερνήσεις αριστερά, δεξιό λαό; Μπορεί ο πολιτικός πολιτισμός, ο αξιακός κόσμος των συντηρητικών να ανατραπεί, να αλλάξει; Δύσκολο αλλά πιθανόν, αν συμμετέχουν οι ίδιοι, δίνοντας μάχες εντός κι εκτός τους. Μπορεί η αριστερή κυβέρνηση να μετατοπίζεται αυτή δεξιότερα, ώστε να παραμένει και κυβέρνηση; Εύκολο και το πιο πιθανόν, σύμφωνα και με την έως τώρα πορεία. Μπορεί ένα αριστερό κόμμα να κυβερνήσει ή μόνο ένας αριστερός λαός γράφει ιστορία αλλαγής κι εξέλιξης;

Από τα χρόνια της καπιταλιστικής ακόμη ευημερίας κάποιες αριστερές μειοψηφίες ξαναμίλησαν για αντίστροφη ιεράρχηση των αξιών, για τις έμφυτες συγκρουόμενες τάσεις της υποταγής και της χειραφέτησης στην ανθρώπινη φύση και ο λόγος τους επανατοποθετούνταν στον κοινό αιώνιο τόπο του ανθρώπινου στοχασμού που αναζητεί την απελευθέρωσή του ανθρώπου. Στο σημείο όπου ήρωες, ιστορικοί, φιλόσοφοι, μαθηματικοί και ποιητές συναντήθηκαν, όπου και η γεωμετρία και η ηθική συμπεριλήφθησαν, εκεί που ο άνθρωπος σπάει τον τοίχο και βλέπει ολόκληρη τη ζωή. Κι όμως, οι μειοψηφίες μένουν μειοψηφίες, οι ιδέες μένουν ιδέες και οι άνθρωποι μένουν ίδιοι.

Όσο δεν υπάρχει πράξη, όπου να μην υπεισέρχεται το κέρδος, ο φόβος της απώλειας, η επιθυμία για δύναμη, όσο δεν μπορείς να συμπεριφερθείς ελεύθερα κι ισότιμα στους άλλους ανθρώπους, αλλά είσαι αναγκασμένος να τους μεταχειριστείς ή να τους διατάξεις ή να τους υπακούσεις ή να τους κοροϊδέψεις, όσο φοβόμαστε την αλλαγή… ο κόσμος μας θα είναι ένα κουτί, ένα πακέτο τυλιγμένο με το ωραίο χαρτί του γαλανού ουρανού, των κάμπων, των δασών, των μεγάλων πόλεων. Κι όταν ανοίγεις το κουτί, θα βλέπεις μέσα ένα σκοτεινό υπόγειο γεμάτο σκόνη, έναν άνθρωπο νεκρό.

Σε έναν άλλον κόσμο, για τον οποίο γράφει η βραβευμένη Ούρσουλα Λε Γκεν στον «Αναρχικό των δύο κόσμων», στην Ανάρες δεν έχουνε παρά μόνο την ελευθερία τους. Έχουνε νόμο την αρχή της αλληλοβοήθειας των ανθρώπων. Έχουνε κυβέρνηση την ελεύθερη ένωση. Δεν έχουνε κράτη, έθνη, προέδρους, πρωθυπουργούς, αρχηγούς, στρατηγούς, αφεντικά, τραπεζίτες, φεουδάρχες, μεροκαματιάρηδες, ελεημοσύνη, αστυνομία, στρατιώτες, πολέμους. Ούτε κι έχουνε σε τίποτα περίσσευμα. Δεν κατέχουνε, μοιράζονται. Δεν ευημερούνε. Κανένας τους δεν είναι πλούσιος. Κανένας τους δεν είναι παντοδύναμος… Αν θέλετε την Ανάρες, αν θέλετε να στραφείτε στο μέλλον, τότε πρέπει να βαδίσετε μπροστά με άδεια χέρια. Πρέπει να προχωρήσετε μόνοι, γυμνοί, σαν παιδί που έρχεται στον κόσμο, που μπαίνει στο μέλλον του, χωρίς παρελθόν, χωρίς να κατέχει τίποτα, που η ζωή του εξαρτάται εξ ολοκλήρου απ’ τους άλλους. Δεν μπορείτε να πάρετε ό,τι δεν έχετε δώσει, και είστε εσείς που πρέπει να δοθείτε. Δεν μπορείτε να αγοράσετε την Επανάσταση. Δεν μπορείτε να κάνετε την Επανάσταση. Μπορείτε μόνο να είστε η Επανάσταση. Είτε η επανάσταση θα είναι στο πνεύμα σας είτε πουθενά.

Ω φως της ανατολής, αφύπνισε
Όσους κοιμήθηκαν!
Θα διαλυθούν τα σκοτάδια
Θα τηρηθεί η υπόσχεση.

Eduardo Galeano - El miedo manda (greek subs)

Σάββατο 3 Ιανουαρίου 2015

Αντίστροφες πρωτοχρονιές (αναδημοσίευση)


στην Εφημερίδα των Συντακτών

‘’ Η παραμονή της Πρωτοχρονιάς μοιάζει αρκετά με το θάνατο ενός κατοικίδιου. Ξέρεις πως θα συμβεί, αλλά για κάποιον λόγο ποτέ δεν είσαι προετοιμασμένος για το πόσο απαίσια θα είναι η στιγμή που θα συμβεί’’. 

 Παρά την υπερβολή δύσκολα μπορεί κανείς να διαφωνήσει με την παρατήρηση του κωμικού John Oliver (ακόμη και αν δεν έχει κατοικίδια). Και αν δεν ισχύει σε απόλυτο βαθμό, σίγουρα όλοι μας μπορούμε να ανασύρουμε στην μνήμη Πρωτοχρονιές που περιγράφηκαν ακριβώς έτσι. Τα Sold-out μποτιλιαρίσματα στους άχαρα στολισμένους δρόμους και οι υπερήφανοι κουμανταδόροι που όλα τα ξέρουν γι αυτό θα ξεκινήσουν 5 λεπτά πριν τις 12 ώστε να το αποφύγουν (όλοι μας το έχουμε κάνει), την επιβολή της χαράς και της αισιοδοξίας υποχρεωτικά και άνευ όρων, τις κακές συνεννοήσεις που σε κάνουν να περνάς τον περισσότερο χρόνο της βραδιάς στο κρύο, εκείνος ο φίλος που έτυχε σήμερα να πιει λίγο παραπάνω και τον μαζεύεις, διάφοροι ενοχλητικοί στην τηλεόραση που μας ενημερώνουν τι ώρα είναι, ο δήμαρχος Αθηναίων που κάθε χρόνο μπερδεύεται στην αντίστροφη μέτρηση και μας επιβάλλει έτσι μισή ακόμη ώρα περσινής χρονιάς. Μα η πρωτοχρονιά είναι μια γιορτή που μας ενώνει και μας φέρνει πιο κοντά παρά τις διαφορές μας. Μια γιορτή που μας ενώνει στο πόσο πολύ την αντιπαθούμε.

Αν υπάρχει κάτι που μας δίδαξαν οι Πρωτοχρονιές αυτό είναι να μετρούμε ανάποδα. Και είναι περίεργη αυτή η αντίστροφη κίνησή μας η οποία έχει πάντα σαν αποτέλεσμα να μας στέλνει μπροστά στον χρόνο, βάζοντας το όριο της αλλαγής με τόσο αμετάκλητο τρόπο, γεμίζοντάς μας τόσο αμετάκλητο χρόνο, σαν να ταξιδέψαμε απότομα πολλά μίλια μπροστά. Μα τι θα γινόταν άμα βρισκόμαστε ξάφνου πίσω; Αν την παραμονή και ενώ όλοι περιμένουμε, ο δήμαρχος αποχαιρετούσε το 2014 λέγοντας ‘’3…2…1… σόρρυ παιδιά είναι και πάλι 2013’’.

Νομίζω δεν θα προκαλούσε εντύπωση. Θέλω να πω, τα τελευταία χρόνια, το παρόν μας γέμισε τόσο παρελθόν, που ο χρόνος μοιάζει με μια θολή στιγμή που απλώνει, χωρίς συγκεκριμένα σημεία στον ορίζοντα. Όλοι αναπολούν περασμένες χρονιές, περασμένες περιόδους, σέρνοντας την ανάμνηση στην επιθυμία, το βίωμα στην ευχή. Ακόμη και ως κίνδυνο ή ως ξεπεσμό βρισκόμαστε και πάλι στο παρελθόν: Χούντα, δικτατορία, Τσολάκογλου, αποστασίες, Ιουλιανά. Το παρελθόν είναι εδώ για να περιγράψει την αδράνεια του παρόντος, την κίνηση ενός σώματος που ακόμα και αν μετακινείται μένει παγωμένο ανάμεσα σε λεπτά και λεπτοδείχτες. Διαμπερές στα περασμένα, έκθετο στην επανάληψη, σώμα όσων έφυγαν και όμως δεν φεύγουν. Ας γυρίσουμε λοιπόν πίσω, σαν μια κίνηση αντίστροφου θράσους, σαν μια επιπλοκή νιότης στο μέλλον ετούτο που γερνά.

‘’Η ζωή μας κάθε μέρα λιγοστεύει’’, μας ενημερώνει ο γεμάτος αισιοδοξία ποιητής μας. Μήπως λοιπόν αντί να προσθέτουμε μια χρονιά θα ήταν προτιμότερο να αφαιρούμε μία ή μήπως (αν θέλουμε να μείνουμε πιστοί στους μαθηματικούς μας τρόπους) να προσθέτουμε μια χρονιά που αφαιρέθηκε; Μήπως αντί να γιορτάζουμε, καλύτερα να στεναχωριόμαστε; Χαζές σκέψεις ίσως, αλλά αυτά παθαίνεις όταν έχεις ως μόνιμο ορίζοντα το παρελθόν, είτε ως αισιοδοξία είτε ως απαισιοδοξία. Φταίει και η ποίηση βέβαια που ποτέ της δεν τα πήγαινε καλά με τα ρολόγια. Ο Γιάννης Βαρβέρης που γράφει: ‘’Έλα λοιπόν, φύγε κι εσύ λοιπόν, φύγε να μείνω μόνος με το μέλλον μου, μια και το μόνο μου μέλλον είναι να γίνουν όλα γύρω παρελθόν’’.

Ας βγούμε λοιπόν για μια φορά από τις πρωτοχρονιάτικες επιταγές, τις κοινότοπες ευχές, τις ανέξοδες υποσχέσεις, όλα όσα μας σπρώχνουν επιθετικά προς τα εμπρός. Ας παρατήσουμε για μια φορά τους πολεμικούς χάρτες της αισιοδοξίας και της επιτυχίας στα απομεινάρια του πρωτοχρονιάτικου τραπεζιού, στα απομεινάρια των χαμογελαστών πάρτι, στα απομεινάρια μιας μέρας που στέκει διάτρητη από χρόνο. Και ας μην κάνουμε σχέδια για το μέλλον. Αυτή τη χρονιά ας κάνουμε σχέδια για το παρελθόν, αφού το μόνο παρελθόν μας είναι να γίνουν όλα μπροστά μας μέλλον.

Να προλάβεις και να πεις (αναδημοσίευση)

από enfo.gr
Tάσος Κ.
© RondellMelling - pixabay.com

Πριν αλλάξει η χρονιά, πριν χαθεί ο χρόνος μέσα από τα χέρια σου, όπως χάνονται οι κόκκοι της άμμου μέσα από τα δάχτυλά σου, πρόλαβε και πες...

Ένα ευχαριστώ σε εκείνον που σε έσωσε όταν το θηρίο μέσα σου κατασπάραζε τα σωθικά σου.

Μία συγγνώμη σε εκείνον που τα λόγια και οι πράξεις σου πλήγωσαν και ανάγκασαν τα φώτα της ψυχής του να σβήσουν, τις λάμπες να σπάσουν και τα θρύψαλά τους έσκιζαν τον εσωτερικό του κόσμο.

Σφίξε το χέρι σε εκείνον που αιφνίδια μπήκε στη ζωή σου και σε άλλαξε. Σε έκανε καλύτερο φίλο, καλύτερο συνοδοιπόρο στο δύσβατο μονοπάτι της ζωής, καλύτερο άνθρωπο.

Κάνε μια αγκαλιά σε εκείνον που ακόμα και όταν ζητούσες να φύγεις από τα πάντα, να μείνεις μόνος σου κάπου μακριά και να μη σκέφτεσαι κανέναν και τίποτα, δεν σε άκουσε και στάθηκε βουβός στο πλάι σου μέχρι το τέλος κι ας νόμιζες πως δεν τον χρειαζόσουν.

Δώσε ένα φιλί σε εκείνον που λαχταρούσες μα φοβόσουν. Δεν ξέρεις τι, αλλά φοβόσουν...

Για μία μέρα στη χρονιά που πέρασε, στη δική σου χρονιά, γίνε πιο ευαίσθητος, πιο καλός, πιο άνθρωπος!

Υ.Γ. Που ξέρεις; Μπορεί όλοι αυτοί να περιμένουν καιρό το ευχαριστώ, τη συγγνώμη, τη χειραψία, την αγκαλιά, το φιλί σου!