Παρασκευή 17 Απριλίου 2015

Καλό ταξίδι σύντροφε Σωτήρη


Αναπάντεχα και στα 36 χρόνια του, έφυγε από κοντά μας σήμερα το πρωί ο Σωτήρης. Σύντροφος στη γειτονιά, στους δρόμους, στις γιορτές μας. Σύντροφος παντού.

Τον σύντροφο Σωτήρη Σβανά θα αποχαιρετήσουμε αύριο, Σάββατο στις 12.30 στο Νεκροταφείο Ζωγράφου.

Επιθυμία της οικογένειας είναι αντί για στεφάνια να κατατεθούν χρήματα για την ενίσχυση του Κοινωνικού Ιατρείου Νέας Φιλαδέλφειας.

Γεννημένος το 1979, στρατεύτηκε στο κίνημα από τα φοιτητικά του χρόνια στη Φιλοσοφική, στη Συνεργασία Ανεξαρτητών Φιλοσοφικής και στα ΕΑΑΚ. Μέλος των Αριστερών Συσπειρώσεων αρχικά και μετά της Αριστερής Ανασύνθεσης μετά το Πανεπιστήμιο θα στραφεί στο χώρο της δημοσιογραφίας, ως διορθωτής αρχικά και τα τελευταία χρόνια ως αρχισυντάκτης στην ιστοσελίδα thepressproject.gr, με ενεργό δράση στην Ένωση Συντακτών Περιοδικού και Ηλεκτρονικού Τύπου μέσα από το σχήμα της Αριστερής Πρωτοβουλίας/Παρατύπως και στις πρωτοβουλίες των κατοίκων στα Εξάρχεια.


Αν μας παρακολουθείτε δεν θα βλέπατε συχνά το όνομα του Σωτήρη αλλά μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι τον διαβάζατε καθημερινά. Σχεδόν όλα τα πρωτοσέλιδα μας, η καθημερινή σας ενημέρωση, η επιλογή των ειδήσεων για το ThePressProject γινόταν είτε από αυτόν είτε υπό τις οδηγίες του. Ήταν ο συνεκτικός μας κρίκος με την πραγματικότητα. Ήταν ο άνθρωπος μας και επειδή δεν τον ενδιέφερε ποτέ να υπογράψει τα κείμενα του αλλά αντίθετα τον ενδιέφεραν πάρα πολύ τα συμφέροντά σας ήταν και ο δικός σας άνθρωπος.

Ο 36χρονος Σωτήρης αφήνει πίσω του ένα παιδί 2,5 χρονών και μια υπέροχη γυναίκα να τα βγάλουν πέρα στον κόσμο που προσπάθησε να βελτιώσει. Είναι τώρα η οικογένειά μας. Δεν θα αφήσουμε τον μικρό Ορέστη να μεγαλώσει χωρίς να είμαστε δίπλα του για να του μάθουμε πόσο σημαντικός ήταν ο πατέρας του.

Τρίτη 14 Απριλίου 2015

Εδουάρδο Γκαλεάνο: Aς αφήσουμε τον πεσιμισμό για καλύτερες μέρες (αναδημοσίευση)

από RedNotebook

Ο Εδουάρδο Γκαλεάνο, από τους εξέχοντες συγγραφείς και διανοούμενους της Λατινικής Αμερικής, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 74 ετών. Οι περισσότεροι τον γνωρίσαμε από τις σελίδες της Εποχής και των Σημάτων Καπνού, του περιοδικού αντιπληροφόρησης για την Λατινική Αμερική, στα χρόνια του διεθνούς κινήματος αλληλεγγύης στους εξεγερμένους Ζαπατίστας. 

Τον Νοέμβρη του 2003, τα Σήματα Καπνού και η Καμπάνια “ΕΝΑ ΣΧΟΛΕΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΣΙΑΠΑΣ” διοργάνωσαν στο Πολυτεχνείο μια εκδήλωση προς τιμήν του. Με αφορμή εκείνη την εκδήλωση, η Εποχή είχε δημοσιεύσει το παρακάτω απόσπασμα από το βιβλίο του Γκαλεάνο "Ένας κόσμος ανάποδα", που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Στάχυ. Το αναδημοσιεύουμε στη μνήμη του:

Στην καστιλιάνικη γλώσσα, όταν καμιά φορά τυχαίνει να θέλουμε να πούμε ότι έχουμε ελπίδες, λέμε: τρέφουμε ελπίδες. Όμορφη έκφραση, όμορφη πρόκληση: την ελπίδα την τρέφουμε, την προστατεύουμε για να μην μας πεθάνει από το κρύο, έρμαιο των μαινόμενων στοιχείων της φύσης, στις μέρες που ζούμε. Σύμφωνα με μια δημοσκόπηση, η οποία πραγματοποιήθηκε σε δεκαεπτά χώρες της Λατινικής Αμερικής, τρεις στους τέσσερις ανθρώπους λένε ότι η κατάστασή τους χειροτερεύει….

Αλλά, στο στημόνι της πραγματικότητας, όσο εφιαλτική και αν είναι, γεννιώνται νέα υφάσματα, φτιαγμένα από νήματα με πολλά και διαφορετικά χρώματα. Τα εναλλακτικά κοινωνικά κινήματα. Η διαδικασία δεν έχει τίποτα το θεαματικό, και συμβαίνει κυρίως σε τοπικό επίπεδο, αλλά σε όλα τα μέρη του κόσμου αναδύονται μύριες νέες δυνάμεις.

Αναδύονται από κάτω προς τα πάνω και από μέσα προς τα έξω. Αθόρυβα αναλαμβάνουν να επαναθεμελιώσουν τη δημοκρατία σαν γέννημα της λαϊκής συμμετοχής και ξεθάβουν τις περιφρονημένες παραδόσεις της ανεκτικότητας, της αλληλοβοήθειας και της συνύπαρξης με τη φύση. Ένας από τους εκπροσώπους αυτών των δυνάμεων, ο Μάνφρεντ Μάξ-Νεφ, τις περιγράφει σαν ένα νέφος από κουνούπια, κινούμενο με ορμή κατά ενός συστήματος που δε θέλει οι άνθρωποι να αγκαλιάζονται αλλά να διαγκωνίζονται:

-Το νέφος των κουνουπιών –λεει– είναι πιο ισχυρό κι από ρινόκερο. Τα κουνούπια αυξάνονται, αυξάνονται και βουίζουν, βουίζουν.

Στη Λατινική Αμερική αυτές οι δυνάμεις είναι ένα επικίνδυνο είδος που εξαπλώνεται: οργανώσεις των χωρίς-γη, των χωρίς-στέγη, των χωρίς-δουλειά, των χωρίς φωνή, όλων των χωρίς. Σε πολλά μέρη του χάρτη της Λατινικής Αμερικής οι άνθρωποι ενώνονται, παρά την παραλυτική δράση του φόβου, και ενωμένοι μαθαίνουν να μην σιωπούν.

Η επίσημη Ιστορία, η ακρωτηριασμένη μνήμη, είναι μια παλιά τελετή στην οποία οι δυνάστες του κόσμου ευλογούν τα γένια τους. Οι προβολείς αυτής της Ιστορίας φωτίζουν την κορυφή αφήνοντας τη βάση στο σκοτάδι. Οι εσαεί αόρατοι μπαίνουν στο σκηνικό της Ιστορίας στο τέλος, σαν κομπάρσοι του Χόλιγουντ. Ωστόσο αυτοί, οι πρωταγωνιστές της αληθινής Ιστορίας, οι απαρνημένοι, οι απατημένοι, οι κρυφοί πρωταγωνιστές της σημερινής και της χθεσινής πραγματικότητας, είναι οι μόνοι που μπορούν να ενσαρκώσουν την ελπίδα για μια ενδεχόμενη διαφορετική πραγματικότητα.

Ευτυχώς κανείς δεν λέει πια ότι η Ιστορία είναι αλάθητη. Γνωρίζουμε καλά ότι η Ιστορία σφάλλει, αφαιρείται, κοιμάται, χάνεται. Την Ιστορία τη φτιάχνουμε εμείς κι εκείνη μας μοιάζει. Αλλά είναι κι αυτή όπως κι εμείς απρόβλεπτη. Η ανθρώπινη ιστορία είναι σαν το ποδόσφαιρο: το καλύτερο στοιχείο της είναι ότι μπορεί να κάνει την έκπληξη.

Πέρα από κάθε πρόγνωση, πέρα από κάθε βεβαιότητα, ορισμένες φορές ο μικρούλης Δαβίδ ταράζει συθέμελα τον αήττητο Γολιάθ. Ας αφήσουμε, λοιπόν, τον πεσιμισμό για καλύτερες μέρες, όπως έγραψε ένας άγνωστος, ένας περαστικός σε έναν τοίχο της Μπογκοτά.

Και να θρέψουμε την ελπίδα. Όμορφη έκφραση, όμορφη πρόκληση.

----
Ο Εδουάρδο Γκαλεάνο γεννήθηκε στο Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης το 1940. Τα πρώτα του βήματα στην δημοσιογραφία τα κάνει σε ηλικία μόλις 13 ετών, δημοσιεύοντας σκίτσα στο περιοδικό EL SOL. Από το 1961 έως το 1964 υπήρξε διευθυντής της καθημερινής εφημερίδας EPOCA και αρχισυντάκτης της εβδομαδιαίας επιθεώρησης MARCHA, που για χρόνια υπήρξε το βήμα για τις πλέον ενδιαφέρουσες μορφές των λατινοαμερικάνικων γραμμάτων και που έκλεισε οριστικά το 1974 από την δικτατορία. Το 1973, εξ αιτίας των απόψεών του και της δημοσιογραφικής του δουλειάς αναγκάζεται να καταφύγει στην Αργεντινή, όπου ιδρύει και διευθύνει το λογοτεχνικό περιοδικό CRISIS. Πολύ σύντομα το όνομά του βρίσκεται στη λίστα των ανεπιθύμητων προσώπων και μετά το πραξικόπημα του 1976, οι δρόμοι της εξορίας τον φέρνουν στην Ισπανία, όπου και έζησε μέχρι το 1986. Μετά την πτώση της δικτατορίας (1985) επιστρέφει στην Ουρουγουάη.

Στο έργο του Γκαλεάνο συνυπάρχουν η δημοσιογραφία, το δοκίμιο και η αφηγηματική αλληγορία. Πάνω απ’ όλα όμως, ο Γκαλεάνο ήταν ένας εύστοχος και θαρραλέος χρονικογράφος που σκιαγραφεί με αιχμηρότητα τη σύγχρονη κοινωνία, τις πληγές, τα φαντάσματα, αλλά και τις ελπίδες της. Ένας συγγραφέας που πιστεύει στον Άνθρωπο, στρατευμένος στο όραμα μιας κοινωνίας με δικαιοσύνη και αξιοπρέπεια.

Πολυβραβευμένος, έχει τιμηθεί για το έργο του, μεταξύ άλλων, με το μεγαλύτερο βραβείο στην Λατινική Αμερική, το Casa de las Americas, με το βραβείο Aloa, με τοAmerican Book Award, ενώ το 1999 τιμήθηκε με το σημαντικότατο Cultural Freedom Award of Lannan Foundation, Bραβείο για την Πολιτισμική Ελευθερία του Ιδρύματος Λάναν, που απονέμεται σε άτομα που με το έργο τους υπερασπίζονται μαχητικά το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης και το ατομικό ή συλλογικό δικαίωμα υπεράσπισης τρόπων κοινωνικής οργάνωσης, που απειλούνται από την παγκοσμιοποίηση.

Μερικά από τα πιο σημαντικά έργα του είναι:
* Las venas abiertas de America Latina, 1971 (Οι ανοιχτές φλέβες της Λατινικής Αμερικής, εκδόσεις Θεωρία)
* Vagabundo, 1973
* La cancion de nosotros, 1975
* Dias y noches de amor y guerra, 1978 (Μέρες και νύχτες αγάπης και πολέμου, Εξάντας, 1978)
* La trilogia Memoria del fuego (τριλογία Μνήμες φωτιάς, Εξάντας)
* El libro de los abrazos, 1989 (Το βιβλίο των εναγκαλισμών, Κέδρος)
* Las palabras andantes, 1993
* El futbol a sol y sobra, 1995 (Τα χίλια πρόσωπα του ποδοσφαίρου, Ελληνικά Γράμματα)
* Patas arriba, 1998 (Ένας κόσμος ανάποδα, Στάχυ)

σημείωση του διαχειριστή: 
βίντεο, Ο Γκαλεάνο μιλά για το φόβο

Πατρική γλώσσα (αναδημοσίευση)

δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών (11.4.2015)

Δευτέρα των λέξεων
Ημέρα πρώτη
στις γειτονιές της Αλμπα
Και εκείνος βράζει νερό, όλο βράζει νερό
Στο κοίλο κομμάτι της γλώσσας
Εκεί που λιμνάζουν οι λέξεις
Οι αχειροποίητες, οι τοιχογραφημένες, οι άκαπνες
Στο νερό, Στον ατμό
Και εκείνος Βράζει νερό, όλο βράζει νερό.
Μαθαίνοντας πώς συντάσσεται εκείνο που λιγοστεύει
Μαθαίνοντας το πώς τα Π και τα Τ χάνουν την ευθεία της στέγης τους
Το πώς τα ζ και τα ξ ξεριζώνονται
Το πώς φονεύονται τα φωνήεντα
Το πώς η γλώσσα κοχλάζει

Προσφορά των σιωπηλών
Σε εκείνους που σιώπησαν
(Από την υπό έκδοση συλλογή «Αλμπα»)

Η γλώσσα μού δόθηκε κατάστικτη. Ειπώθηκε και επέστρεψε αγκαλιά με αμφίβολα νοήματα, λέξεις αρχαίες γεμάτες αρθριτικά που δεν μπορούν καλά καλά να ψιθυρίσουν το τι σημαίνουν. Λέξεις αυτοσχέδιες, εκκωφαντικές στη βραδυφλεγή ζωή τους, λέξεις επιφωνήματα, άδειες πέρα από την όψη. Η γλώσσα μάς δόθηκε μαζί με τις ώρες εκείνες που η γλώσσα δεν είναι αρκετή, τότε που το γεγονός εξοκέλλει στο αμφίβολο. Πώς να μιλήσουμε για τις ώρες αυτές που οι λέξεις απουσιάζουν; Ποια λέξη στέκει ικανή να εκφράσει τη μη λέξη;

Φοβάμαι τις ώρες εκείνες που οι λέξεις λιγοστεύουν. Οταν ο αριθμός ελαττώνεται προς τη σιωπή, τις ώρες εκείνες που δεν ξέρεις τι να πεις. Ισως γιατί το μέγεθος των γεγονότων καταπίνει το ελάχιστο μέγεθος των λέξεων, ίσως γιατί ενώ μιλάς, κοιτάς τις λέξεις στα χέρια σου και είναι μονάχα λέξεις. Και όμως, αν υπάρχει κάποιος τρόπος να καταλάβεις, αυτός είναι ακριβώς αυτές οι λέξεις. Κάθε ιστορία και κάθε συμπέρασμα, κάθε περιγραφή και κάθε σκέψη βρίσκεται στα λεξικά. Λέξεις εντοιχισμένες σε ένα αυστηρό νόημα, λέξεις ψυχρά καταλογογραφημένες, περιμένουν να στρατευτούν σε φράσεις, να μπούνε σε σειρά μπας και αποκτήσουν νόημα, να αποκτήσουν το ειδικό εκείνο βάρος που παραχωρεί η διαδοχή τους. Και είναι το βάρος αυτό που χάνεται στη δίαιτα εκείνη των ωρών, το βάρος αυτό που καταλήγει να ζυγίζει όσο ένα τίποτα.

Δεν είναι η σιωπή, είναι η εκκωφαντική απουσία της λέξης αυτή που μας ξεκουφαίνει. Και μένουμε εδώ, περιπλανώμενοι σε σελίδες άγνωστων ημερών και άγνωστων βιβλίων, μαθαίνοντας να τσακίζουμε αποκλειστικά τις άδειες σελίδες. Να μην ξεχάσουμε αυτό το λευκό, την ορθογώνια σιωπή, τις σελίδες που υπάρχουν ως παύσεις, ως γεμίσματα, ως σημεία εκτός μέτρησης. Κάπου εδώ κατοικούμε, στον εκτός μέτρησης χρόνο, σε σελίδες-γεμίσματα ενός βιβλίου, σε άδειες παρενθέσεις. Από ποιο υλικό και ποιο μέταλλο θα φτιάξουμε τις νέες λέξεις; Και ποια υπηρεσία θα κόψει τις λέξεις αυτές στο μέτρο του παρόντος;

Η τραγωδία του ανθρώπου συνίσταται στο ότι το μόνο εργαλείο που έχει για να κατανοήσει τον κόσμο και τις εκφάνσεις του -ως μέρος του κόσμου αυτού και κομμάτι του- είναι περιορισμένο, και κουβαλά κάθε φορά ακριβώς αυτή την αδυναμία κατανόησης σε κάθε του καταγραφή. Οσο και να ρουφιέται, το μέγεθος του κόσμου δεν χωρά στο μέγεθος της γλώσσας. Και η κάθε λέξη κουβαλά το μερίδιο της σιωπής που της αντιστοιχεί. Ετσι, κάθε φορά που λέμε ή γράφουμε κάτι, διατυπώνουμε ταυτόχρονα όλα όσα δεν μπορούν να ειπωθούν. Ισως γι' αυτό να καταφεύγουμε στην ποίηση, σε αυτή την άλλη γλώσσα, εκεί που η διαδοχή, το βάρος και το νόημα απελευθερώνονται και μιλούν με έναν νέο, δικό τους τρόπο, κυριολεκτώντας πέρα από την κυριολεξία, σημαίνοντας πέρα από τη σημασία.

Ισως γι' αυτό να καταφεύγω για άλλη μια φορά στον αγαπημένο ποιητή, για να τελειώσω αυτό το άρθρο. Γιατί η σιωπή μπορεί να μας επιλέγει, αλλά δεν είναι επιλογή:

Βλέπω στις ερημιές να σου χυμούν ρεκάζοντας τέρατα/ απαντήσεις/ να σου κατασπαράξουν το αίνιγμα/ ώσπου να φτάσεις κάποτε/ στη χώρα που την κατοικούν οι αντιλέξεις/ Τόσο πυκνές που έλκουν πίσω και ρουφάν το νόημά τους/ Καμμιά απολύτως μαρτυρία δεν έχουμε για αυτές// Και δεν αρκεί να ονοματίσεις κάτι για να υπάρξει

Δευτέρα 13 Απριλίου 2015

Ο Καίσαρας πρέπει να πεθάνει (αναδημοσίευση)

από την Αντιστροφή Προοπτικής

Με αφορμή την απεργία πείνας των πολιτικών κρατουμένων, κάποιες σκέψεις πάνω στην ταινία των Πάολο και Βιτόριο Ταβιάνι (Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά εδώ


Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ 
μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη. 
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ. 
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη· 
διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον. 
A, όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω. 
Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον. 
Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω. 
K.Π. Kαβάφης, 1896 

Στη φυλακή Ρεμπιμπία στα προάστια της Ρώμης μερικοί βαρυποινίτες ξεκινούν πρόβες για να ανεβάσουν τον «Ιούλιο Καίσαρα» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Η ταινία ξεκινά από το τέλος. Η αυλαία του μικρού θεάτρου των φυλακών πέφτει, οι θεατές αποχωρούν και οι κρατούμενοι πρέπει να γυρίσουν ξανά στα κελιά τους. Είναι η πιο ωμή λύση του δράματος. Τα τείχη, που για λίγες στιγμές ήλπιζες πως μπορούσαν να πέσουν, επιστρέφουν. Τώρα η φυλακή γίνεται «πραγματικά αφόρητη» – όπως παραδέχεται ένας κρατούμενος. 

Είναι η τέχνη υπόσχεση ελευθερίας; Πρέπει, ίσως εξαρχής, να διαχωρίσουμε την τέχνη από το πλαστό της ομοίωμα. Γιατί αν η αυθεντική τέχνη διαφυλάσσει μέσα της τον κόσμο της ουτοπίας, είναι σίγουρο πως υπάρχει και μια άλλη, ψεύτικη και ανούσια, που στο βλέμμα της πραγματώνεται μόνο η δυστοπία. Αυτή είναι η πραγματική αντίθεση μεταξύ ελευθερίας και εγκλεισμού. Η τέχνη της ουτοπίας κόντρα στη σύγχρονη βαρβαρότητα. Θα ήταν λάθος λοιπόν να δούμε αυτή την ταινία σαν ένα ακόμα δράμα φυλακής, μια κραυγή αγωνίας για τις συνθήκες εγκλεισμού ή ως μια ωδή στον λυτρωτικό ρόλο της τέχνης. Εδώ έχουμε μια ταινία που μιλά για όλους μας και για αυτό αξίζει να την παρατηρήσουμε βαθύτερα. 

Τι είναι τελικά η φυλακή; Τα τείχη που ο Καβάφης περιγράφει δεν είναι φτιαγμένα από οπλισμένο σκυρόδεμα. Είναι η ίδια η ζωή. Κάποιοι δημοσοφιστές λένε πως οι φυλακές είναι ο καθρέπτης της κοινωνίας. Μόνο που ανάμεσα στην κοινωνία και τα ανθρώπινα κλουβιά υπάρχει ένας αποφασιστικός κρίκος που κρατά πάντα κλειδωμένη την αλυσίδα γύρω από τα πόδια μας. Είναι η εξουσία· και η πραγματική της εικόνα, απαλλαγμένη από το καμουφλάζ της κυρίαρχης αφήγησης, ζωγραφίζεται στους τείχους αυτών των “ευγενών” ιδρυμάτων μαζικού “σωφρονισμού.” 

Συνηθίσαμε να σκεφτόμαστε τις φυλακές σαν τους τόπους που καταλήγει κάποιος όταν παραβιάσει τον νόμο και την τάξη, όταν καταλύσει το δίκαιο. Αλίμονο, όπως μας έδειξε ο Φουκώ, ο Νόμος εφευρέθηκε για να νομιμοποιήσει τη φυλακή και όχι το αντίστροφο. Η φυλακή προϋπάρχει του νόμου, η τιμωρία προϋπάρχει της δικαιοσύνης. Γιατί αυτή η δικαιοσύνη, που τόσο εξυμνούν οι θιασώτες του Νόμου, δεν συγκροτεί τίποτα παραπάνω από τους εκ των υστέρων νομιμοποιητικούς λόγους των κυρίαρχων τάξεων.Δεν είναι λοιπόν η κοινωνία αντανάκλαση της φυλακής, αλλά η Εξουσία. Αυτή που αναμόρφωσε θεσμοδικαιικά την κοινωνία ώστε να μοιάζει με φυλακή. Εδώ εντοπίζεται και το περιεχόμενο της απελπισμένης κραυγής του ποιητή που ήδη από το 1896 μας προειδοποιεί για τον επερχόμενο ολοκληρωτισμό: τα τείχη κτίζονται γύρω από τις κοινωνίες του ελέγχου και της καταστολής χωρίς “αιδώ” και υπό την κρυπτική και υπόκωφη λειτουργία των μηχανικών της εξουσίας. Με τέτοιον τρόπο που ξαφνικά θα βρεθείς με τη φυλακή ολόγυρα χωρίς να ακούσεις ποτέ “κρότον κτιστών”. 

Στις εφιαλτικές συνθήκες του σύγχρονου καπιταλισμού η φυλακή είναι η ίδια η πραγματικότητα· ένα τεράστιο στρατόπεδο συγκέντρωσης όπου το πανοπτικόν του Μπένθαμ ορίζει τη συνολική εικόνα. Οι κοινωνίες του ελέγχου και της καταστολής όπου κάθε κίνηση ανιχνεύεται και κάθε συμπεριφορά καθυπαγορεύεται είναι η τραγική πραγματικότητα που βιώνουμε και για την οποία μας μιλούν χωρίς περιστροφές οι αδελφοί Ταβιάνι. 

Μα αν η φυλακή είναι η εξουσία, η τέχνη τι ρόλο παίζει; Μήπως απλά εντείνει τραγικά τον εγκλεισμό, αφού η υπόσχεσή της για ελευθερία αίρεται τραγικά τη στιγμή που πέφτει η αυλαία; Μήπως καλύτερα να ζούμε μέσα στη συνεχώς επαναλαμβανόμενη αυτοεικόνα του παρόντος, ναρκωμένοι στα σκουπίδια της μαζικής κουλτούρας, πνιγμένοι στα σκατά της μικροαστικής μιζέριας, χωρίς (τυφλές) ελπίδες φυγής; Αφού τα κάγκελα είναι πάντα εδώ, ποιος ο λόγος να ζωγραφίζουμε με κιμωλία στους γκρίζους τοίχους ένα παράθυρο; 

Η φυγή προϋποθέτει αυτογνωσία. Η ελευθερία συνείδηση. Αν κάτι διαχωρίζει τους ανθρώπους από τα βόδια, είναι ακριβώς αυτή η εκζήτηση της ελευθερίας. Γιατί αν είναι να ζήσουμε ευτυχισμένα έγκλειστοι χωρίς συνείδηση του εγκλεισμού, χίλιες φορές ας ζήσουμε ελεύθεροι πολιορκημένοι. Αυτό είναι το μήνυμα των Ταβιάνι και αυτός ο τελικό ρόλος της πραγματικής τέχνης στο θρυμματισμένο κόσμο του σήμερα. 

Ο Καίσαρας πρέπει λοιπόν να πεθάνει γιατί προδίδει τη δημοκρατία, γιατί απειλεί τους θεσμούς της κοινωνίας που τον ανέδειξε, γιατί αμφισβητεί τη σύγκλητο και τους νόμους της πολιτείας, γιατί η αυτονομημένη εξουσία του στρατηγού που υπέταξε τόσους και τόσους λαούς στο όνομα της Ρώμης απειλεί να αφανίσει την ίδια την πολιτεία. Ο Καίσαρας είναι η βίαιη γέννηση αυτής της σύγχρονης μορφής κράτους που έφερε η αυτοκρατορία. Ο απόλυτος κυρίαρχος της εικόνας και των θεαμάτων, ο αυταρχικός δυνάστης του κόσμου. Ο Καίσαρας είναι η ίδια η φυλακή.

Η δική μας ανάσταση (αναδημοσίευση)


Πηγή: Γιώργος Ρούσης - 
"Ελευθεροτυπία" 4/5/2013

Για να επιτευχθεί η δική μας Ανάσταση, ως συλλογική ανατροπή – απελευθέρωση του ίδιου του λαού εν ζωή, είναι αναγκαίο να υπερβούμε τη δύναμη της συνήθειας και τη συνεπαγόμενη εθελοδουλία σε θεούς αλλά και σε άλλους ανθρώπους.

Θυμίζω ενδεικτικά ότι αυτές οι βαθύτατα συντηρητικές δυνάμεις έχουν αναδειχθεί με τον πιο γλαφυρό τρόπο, από την εποχή του Πλάτωνα μέχρι σήμερα, από σημαντικούς στοχαστές.

Ο Πλάτωνας, στην παραβολή του σπηλαίου των δεσμωτών, αναφέρεται στην τρομερή δυσκολία που θα συναντήσουν όσοι δουν την πραγματικότητα ως έχει, για να πείσουν εκείνους οι οποίοι έχουν εθιστεί να βλέπουν τα είδωλα της.

Διαπρεπείς ιστορικοί μάς επισημαίνουν ότι οι εξεγέρσεις του Σπάρτακου δεν στόχευαν στην κατάργηση του δουλοκτητικού συστήματος γενικά, αλλά στο να πάψουν να είναι δούλοι οι ίδιοι οι εξεγερμένοι.

Ο Λα Μποεσί το 16ο αιώνα αναφέρεται στην εθελοδουλία και στον «απεριόριστο αριθμό ανθρώπων οι οποίοι όχι μόνο υπακούουν, αλλά υπηρετούν, όχι μόνο κυβερνώνται αλλά τυραννούνται».

Ο Ντέιβιντ Χιουμ επισημαίνει ότι «εθιζόμαστε τόσο έντονα στην υπακοή και την υποταγή, που οι περισσότεροι άνθρωποι δεν αναζητούν να πληροφορηθούν περισσότερα για την προέλευση ή την αιτία της, παρά όσο για τις αρχές της βαρύτητας, της αδράνειας ή για τους πιο γενικούς νόμους της φύσης».

Ο Ρουσό κάνει λόγο για δειλία που διαιωνίζει τη σκλαβιά, για τους δούλους που χάνουν τα πάντα μέσα στα δεσμά τους, ακόμα και τον πόθο να ξεσκλαβωθούν, για ανθρώπους που αγαπούν τη σκλαβιά τους, όπως οι σύντροφοι του Οδυσσέα αγαπούσαν την αποκτήνωση τους.

Ο Ροβεσπιέρος και ο Μπαμπέφ μιλούν για τον αρνητικό ρόλο της μεγάλης δύναμης των προκαταλήψεων.

Ο Ένγκελς μας υπενθυμίζει ότι όταν στην Πρωσία καταργήθηκε η δουλοπαροικία και μαζί με αυτήν η υποχρέωση για τα αφεντικά να βοηθούν τα υποκείμενα τους στη μιζέρια τους, την αρρώστια και τα γηρατειά, οι αγρότες απηύθυναν έκκληση στο βασιλιά, ζητώντας του να διατηρήσει τη δουλοπαροικία.

Την ίδια αντίδραση είχαν και οι Ρώσοι κολίγοι μετά την απελευθέρωση τους από τον τσάρο Αλέξανδρο Β’ το 1864, όταν ελεύθεροι πια συνέχιζαν να κουρνιάζουν έξω από τα αρχοντικά των αφεντάδων τους.

Ο Μαρξ επισημαίνει ότι όπως «αυτός ο άνθρωπος είναι […] βασιλιάς μόνο γιατί άλλοι άνθρωποι φέρονται απέναντι του σαν υπήκοοι», έτσι και το κεφάλαιο θα συνεχίσει να βασιλεύει όσο το προλεταριάτο θα υπακούει στα κελεύσματα του και δεν θα εξεγείρεται.

Ο Μπακούνιν ερμηνεύει την απογοητευτική βραδύτητα της ιστορικής εξέλιξης της ανθρωπότητας με τη δουλοπρέπεια, τη ρουτίνα, την έλλειψη πρωτοβουλίας και πνεύματος εξέγερσης που κυριαρχεί στα πνεύματα των ανθρώπων.

Ο Λένιν, πέρα από την επισήμανση της τρομερής δύναμης της συνήθειας, κάνει λόγο για ένα τμήμα του προλεταριάτου των αναπτυγμένων χωρών, που αντιδρούν σαν «ευχαριστημένοι σκλάβοι που απαρνούνται την ιδέα της εξάλειψης της σκλαβιάς», και συμφωνεί με τον Μπουχάριν όταν αυτός επισημαίνει ότι όσο «ηεργατική τάξη στο σύνολο της […] ¨συγκατατίθεται¨σιωπηρά να εκπληρώνει την καπιταλιστική λειτουργία», ο καπιταλισμός θα συνεχίζει να κυριαρχεί.

Το ίδιο και ο Γκράμσι, όπως έχουμε ξαναγράψει, μας λέει ότι πρέπει να ξεπεράσουμε το σύνδρομο που είχε το αλογάκι Ντιαμαντίνο, το οποίο επειδή γεννήθηκε σε μια σκοτεινή στοά, του ήταν αδύνατο να φανταστεί ότι θα μπορούσε να ζήσει στο φως του ήλιου. Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Βίλχελμ Ράιχ μιλά για το μίσος στο φως του ήλιου του «Ανθρωπάκου» του. Ο Νίτσε με τη σειρά του μας θυμίζει ότι πρέπει «να θελήσουμε ν’ αφανιστούμε για να μπορέσουμε να ξαναγίνουμε». Και ο Ερνστ Μπλοχ μιλά για τη συνήθεια σαν ναρκωτικό.

Τέλος, ο Ανδρέας Κάλβος, με τον πλέον έξοχο τρόπο, μας προειδοποιεί και μας προτρέπει: «Οσοι το χάλκεον χέρι/ βαρύ του φόβου αισθάνονται,/ζυγόν δουλείας, ας έχωσι/ θέλει αρετήν και τόλμην/ η ελευθερία».

Καλή κόκκινη Ανάσταση – Επανάσταση.

Ο θάνατος θα 'ρθει ~ Cesare Pavese



Ο θάνατος θα ρθει
Με μάτια θλιμμένα
Και θα ναι όμοιος σου
Θα μου πει καλημέρα
Ή καλησπέρα κατά περίπτωση

Θα κάθομαι στο παράθυρο
Αν και θα ξέρω πως θα ρθει
Θα κάθομαι στο παράθυρο
Δε θα σε θυμάμαι
Καν δε θα σαι σε κάποια γωνιά Του νου

Θα σκέφτομαι μάλλον
Όπως πολύ το συνηθίζω τελευταία
Θα σκέφτομαι Στίχους
Ή
το τέλος μισοτελειωμένων ιστοριών
Ξέρεις δεν τις έχω αγγίξει από τότε
Σχεδόν τις φοβάμαι
Και μένουν ημιτελείς.
Μα κάπως εγώ τις νοιώθω ολοκληρωμένες
Γιατί έχω χαθεί από μένα και δε με ψάχνω
Όμως για το τυπικό του πράγματος το αναφέρω
Σαν οφειλή σε παλιόν καιρό

Θα έρθει κάποτε
Ίσως με διαγράψει ήσυχα
Μπορεί πάλι όχι
Μα είμαι σίγουρη
Πως ενώ δε θα σε θυμάμαι
Θα πω τ’ όνομά σου
Γιατί ο θάνατος θα χει τη μορφή σου

Παρασκευή 10 Απριλίου 2015

Adagio (αναδημοσίευση)

Ο Στάθης στον eniko

Την ημέρα εκείνη τα τσιράκια των καγκελάριων πετούσαν φαΐ στους φτωχούς στον δρόμο της Αγοράς.
Το τυπικόν της τελετής ήταν αυστηρό: οι φτωχοί περπατούσαν στα πεζοδρόμια σφυρίζοντας αδιάφορα. Αίφνης ένας σμπίρος πεταγόταν από μια γωνία, ένα περίπτερο, ένα μαγαζάκι και πετούσε ένα πιάτο φαγητό. 

Αυτό διέγραφε μια τροχιά κι έσκαγε (αν στο μεταξύ κάποιος φτωχός δεν το έπιανε με πλονζόν) στο οδόστρωμα - αλλού πήγαινε το πιάτο, αλλού το φαγητό κι όλοι οι φτωχοί μαζί έπεφταν πάνω και στα δυο. Κι άρχιζε η κλοτσοπατινάδα, δαγκιές, μπουνιές, κλοτσιές, κατς! ώσπου κάποιος να άρπαζε το πιάτο - για το ποδοπατημένο φαγητό ούτε λόγος να γίνεται, είχε ήδη φαγωθεί απ’ τα πρώτα δευτερόλεπτα ανακατεμένο με τα χώματα και τις βρωμιές του δρόμου.

Από τα υπερώα οι Σαδδουκαίοι χάιδευαν τις χοντρές κοιλιές τους και ευχαριστούσαν τον Κύριο για την τύχη τους, ανάλογη βεβαίως της αξίας τους. Ο ραψωδός διεκτραγωδούσε τα βάσανα του κόσμου τούτου - τη φτώχεια, την γκαντεμιά και την αρρώστια, ψέλνοντας έναν αμανέ σε ήχο βαρύ κι ασήκωτο.

Με το τέλος του αμανέ έληγε και η τελετή. Οι φτωχοί άδειαζαν τον δρόμο αυτοστιγμεί κι εξαφανίζονταν στις τρύπες τους, εκτός απ’ τον τροπαιούχο του πιάτου. Αυτός ήταν πλέον ένας εκλεκτός, τον έκαναν εργάτη.

Τω καιρώ εκείνω, γύρω στο 2015, στις μεγάλες επικράτειες, στη Γερμανία, τη Γαλλία, την Κίνα και αλλού, οι εργάτες δούλευαν άγρια για ένα πιάτο φαΐ - αυτό άλλωστε ήταν και το νόημα της τελετουργίας του πιάτου στον δρόμο της Αγοράς.

Οι εργάτες έπαιρναν χάπια για να αντέξουν τις βάρδιές τους, αλλά ορισμένοι αυτοκτονούσαν, δίνοντας έτσι νέες θέσεις εργασίας σε όσους περίμεναν να μυηθούν στις αδελφότητες των ευτυχισμένων υποαμειβόμενων.

Ματαίως ματώνεις.
Κι αν έχεις δίκιο, γίνεσαι ενοχλητικός.

Σκυμμένος πάνω απ’ το πιάτο ο σύντροφός σου δακρύζει και το πιάτο με τα δάκρυα πλένει τα χέρια του. Περάσαμε τριάντα τρία χρόνια αλλαγών, ώσπου να φθάσουμε στην ουσία που δίνουν στη ύπαρξή μας οι Δυνατοί - ένα πιάτο φαΐ. Ενα πιάτο που πολλοί άλλοι δεν το έχουν. Τριάντα τρία χρόνια αλλαγών, κι εγώ νοσταλγώ όσα δεν άλλαξαν μέσα μου. Ενα είδος παρηγοριάς, εντελώς άχρηστης σε οποιονδήποτε άλλον. Πράγμα που έχει και την καλή του πλευρά: όταν είσαι άχρηστος, είσαι ταυτοχρόνως και αβλαβής.

Δύο χιλιάδες χρόνια μετά, τούτο Σου εστί το σώμα, τούτο Σου εστί το αίμα: ένα πιάτο φαγητό για τον φτωχό. Και εκατό χρόνια μετά την Επανάσταση, άλλος φτωχός έχει πιάτο κι άλλος δεν έχει...

Η αιώνια σφαγή ή United Colors of Benetton (αναδημοσίευση)



Όποιος νιώσει για λίγο στο πετσί του την Αφρική θα κλαίει με μαύρο δάκρυ για χίλια χρόνια. Την ώρα που οι ορθόδοξοι περιμένουν το άγιο φως, συνοδεία Ιερών Κουράδων εξ Ιεροσολύμων, με τιμές αρχηγού κράτους και την κατάνυξη να δουλεύει στο φουλ, η μισή Αφρική σφάζεται με τον πιο πούστικο τρόπο. Και είναι συνήθεια παλαιά των αποικιοκρατών να κρύβουν τα εγκλήματά τους κάτω απ’ το χαλάκι της ιστορίας, με ακόρεστη προπαγάνδα, πασπαλισμένη με κορώνες περί ελευθερίας και μπόλικη συνωμοσία σιωπής. Στο Κονγκό σφάξανε τον Πατρίς Λουμούμπα που αγωνίστηκε ενάντια στην ταπεινωτική σκλαβιά της αποικιοκρατίας. Οι σύντροφοί του βρέθηκαν δολοφονημένοι, φυλακισμένοι, εξόριστοι. Ο Αϊζενχάουερ έδωσε παραγγελία να βρεθεί ο Λουμούμπα σε ένα ποτάμι γεμάτο κροκόδειλους. Οι Βέλγοι τον εκτέλεσαν και τον πέταξαν σ’ ένα βαρέλι με θειικό οξύ για να σαπίσει. Χαλκός, κοβάλτιο, διαμάντια, χρυσός, ουράνιο, πετρέλαιο ήταν τα αγαθά που ήθελαν για να χορτάσουν τους χριστιανούς του πολιτισμένου κόσμου. 

Ο Λουμούμπα είχε πει πως κάποια μέρα η ιστορία θα πάρει το λόγο. Όχι η ιστορία που μας μαθαίνουν τα Ηνωμένα Έθνη, η Ουάσιγκτον, το Παρίσι ή οι Βρυξέλες. Στη Μοζαμβίκη οι Πορτογάλοι άφησαν αναλφάβητο για δεκαετίες ολόκληρες το ενενήντα εννέα τοις εκατό του πληθυσμού. Στην Μπουρκίνα Φάσο, τη γη των ενάρετων ανθρώπων-όπως την ονόμασε μετά τους Γάλλους αποικιοκράτες ο Τομά Σανκάρα-η παγκόσμια τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αρνούνταν τους πόρους για να βρούνε πόσιμο νερό στα εκατό μέτρα αλλά διέθεταν μυθικά ποσά για να σκάψουν πηγάδια τριών χιλιάδων μέτρων για πετρέλαιο. Οι κάτοικοι έπρεπε να διαλέξουν ανάμεσα στην κόλαση και το καθαρτήριο. Στη δεκαετία του πενήντα η παγκόσμια κοινή γνώμη πίστευε πως οι Μάου Μάου στην Κένυα χόρευαν αποκεφαλίζοντας Εγγλέζους, τους οποίους έκοβαν κομματάκια και τους έπιναν το αίμα σε σατανιστικές τελετές. 

Οι Δυτικοί έβρισκαν πάντα τρόπους για να βγάζουν λεφτά. Για να έχουν τη μπότα τους στο σβέρκο των λαών της Αφρικής. Μαζί με τους ιεραπόστολους, τους γιατρούς χωρίς σύνορα, τις ελεημοσύνες και την εκλεπτυσμένη υποκρισία για τα παιδάκια της Αφρικής έρχεται το απόλυτο κακό. Οι φανατικοί Ισλαμιστές, παιδιά των εργαστηρίων τρόμου της Δύσης. Σπουδαγμένοι εκεί που μαθαίνεις πώς να ρουφάς ανθρώπινο μεδούλι. Βιομηχανίες όπλων της πολιτισμένης Ευρώπης που κάνουν παιχνίδι. Που φτιάχνουν ωραία μωσαϊκά πτωμάτων για τους φωτογράφους. Για τη μπένετον, τους διαφημιστές, για τον παρδαλό Ευρωπαίο που γαμεί με κατάνυξη τον τρίτο Κόσμο. Αυτόν που έχτισε με τόσο τρόμο και τόσες σφαγές.

Τρίτη 7 Απριλίου 2015

Τα σκουπίδια της πλατείας (Εξαρχείων).

όμως,η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο



Κυριακή 5 Απρίλη, ώρα 8.30 τπ πρωί. Σε λιγάκι στο χώρο θα φιλοξενηθεί η Λαϊκή της πλατείας. Θα στηθούν πάγκοι με τρόφιμα, θα ρθούν οικογένειες με παιδιά. 

Μετέχοντας μέσω μιας δομής στο παζάρι βρέθηκα εκεί. Λίγοι οι περαστικοί που συνήθως κάθε μέρα περνούν από την πλατεία. Συνάντησα τη Χλ. κάτοικο της περιοχής. Αγανακτισμένη μου είπε πως δεν έχει αντικρύσει ξανά τέτοιο θέαμα. "Απόψε έγινε του Αγ. Βαρθολομαίου" λέει κάποιος άλλος. 


Παραδίπλα μετανάστες έχουν μαζέψει άλλοι τα μεταλικά κουτιά, άλλοι τα μπουκάλια μπύρας και άλλοι τα χαρτόνια. Έβγαλαν ένα καλό μεροκάματο. Οι φωτογραφίες είναι τραβηγμένες μετά το πρώτο καθάρισμα που έκαναν οι μετανάστες. 


Σε λίγο κατέφθασαν οι υπάλληλοι του Δήμου (οι "ΘΕΣΜΟΙ", όπως ειρωνικά και με κακεντρέχειια του αποκαλούν κάποιοι "επαναστάτες". Οι σκούπες και η βυτιοφόρα έπιασαν δουλειά. Να καθαρίσουν την κόπρο του Αυγείου. Να μπορέσουν και οι παραγωγοί να κάνουν τη δουλειά τους, να μπορέσει άνθρωπος να μπεί στο "άβατο" της πλατείας.


Οι "ΘΕΣΜΟΙ" !! Άκουσον, άκουσον ! Κάποιοι θα φρυάττουν αυτή τη στιγμή στον ύπνο τους. Θα βλέπουν εφιάλτες ! Ίσως κάποιοι άλλοι να την έπεφταν στους "ΘΕΣΜΙΚΟΥΣ" εργάτες Αλλά ευτυχώς, τώρα αποκαμωμένοι από την "επαναστατική" σκουπιδοκατανάλωση αναπαύονται. Για να ξανάρθουν το βράδυ φρέσκιοι-φρέσκιοι. Να επαναλάβουν το καθημερινό τους "καθήκον".



όμως...
πάντα άγρυπνη η ομορφιά θα μετρά του καθενός το "μπόϊ" και θα θυμίζει ποιό το αληθινό και ποιό το κάλπικο.

(Οι κουτσουπιές της πλατείας-Απρίλης 2015)



σημείωση1: προσωπική η μαρτυρία, προσωπικές και οι "προεκτάσεις" της.
σημείωση2: αν υπήραχν κάδοι όπου τα "παιδιά" να πέταγαν τα σκουπίδια τους ;
-......

Πέμπτη 2 Απριλίου 2015

Γ. Σταθάκης: συνεχίστε αυτό που κάνετε στα Ειρηνοδικεία...


Ρεπορτάζ: Βασίλης Νούσης

Στις 31/3 η επιτροπή της συνέλευσης Ειρηνοδικείου Ιλίου ενάντια στους πλειστηριασμούς, συναντήθηκε με τον υπουργό οικονομίας, υποδομών, ναυτιλίας και τουρισμού κ. Γιώργο Σταθάκη στο υπουργείο εθνικής οικονομίας.

Η διάρκεια της συνάντησης ήταν 45 λεπτά, ενημερώθηκε ο υπουργός για τα αιτήματα της συνέλευσης και ακολούθησε σχετική συζήτηση.

«Το μεγαλύτερο κέρδος που εισπράξαμε από τον ίδιο τον υπουργό ήταν η παρότρυνση του για συνέχεια αυτού του αγώνα, για συνέχεια της λαϊκής απαίτησης έως ότου διευρυνθεί ο νόμος πέραν του παρόντος για την πρώτη κατοικία», σημειώνει η κυρία Ντίνα Κοέδρου και συνεχίζει «ζητήσαμε από τον υπουργό να συμπεριλάβει τα αιτήματά μας στο νομοσχέδιο, αλλά μας απάντησε ότι, ενώ θα το επιθυμούσε, ακόμα κι έτσι όπως είναι το νομοσχέδιο, το οποίο προβλέπει πάγωμα των κατασχέσεων περιπτώσεων πρώτης κατοικίας, κατεβαίνει προς ψήφιση ενώ υπάρχουν μεγάλες πιέσεις από τους ευρωπαϊκούς εταίρους».

Στην απάντηση του υπουργού, μέλη της επιτροπής του επεσήμαναν ότι μέσα από τον αγώνα τους, έχουν εισπράξει από τον κόσμο, πως όλο και περισσότερο απομακρύνεται ο φόβος μιας ενδεχόμενης ρήξης και ότι ο κόσμος επιθυμεί απεγκλωβισμό από τον κλοιό των ελέγχων του ΔΝΤ.

Κάθε Τετάρτη, 3.30μμ με 5.00μμ, ραντεβού στα Ειρηνοδικεία όλης της Χώρας, ενάντια στους πλειστηριασμούς!

δείτε το σχετικό video.