από το Σπύρο Δαπέργολα
Βέβαια δεν υπάρχει κανένας νόμος που να σε εμποδίζει να κυκλοφορείς στο Κολωνάκι: η οικονομική αδυναμία είναι αυτή που δεν σε αφήνει να κανείς κάτι περισσότερο από το να οδηγείς το παπί σου στους δρόμους του.
Ας αναρωτηθεί ο καθένας και η καθεμιά, σε περίπτωση που είναι μισθωτός/η, άνεργος/η, φτωχός/η χωρίς άκρες, χωρίς θέση εξουσίας χωρίς μια Lifestyle αναγνωρίσιμη μούρη πόσα είναι τα μέρη στα οποία του απαγορεύεται η πρόσβαση.
Δεν θα σου ρίξουν πόρτα αν δοκιμάσεις να κολυμπήσεις σε διάφορες γραφικές παραλίες της Αττικής: είναι η κλειστή πόρτα από το το ιερό δικαίωμα της ιδιοκτησίας του καπιταλιστή που έχτισε τη βίλα του πάνω στο κύμα που θα σε σταματήσει. Και στην Πολιτεία μπορείς να περπατήσεις και στο Καστρί και στην Εκάλη. Ακόμα κι αν δεν σε σταματήσει το σεκιούριτι (και η εργασία είναι ιερό δικαίωμα, το λέει και το σύνταγμα… ) γρήγορα θα αντιληφθείς ότι αυτά τα μέρη δεν είναι για σένα όσο δεν καταφέρνεις να γίνεις αφεντικό, κρατικός αξιωματούχος, σοβαρός μαφιόζος, Lifestyle παράσιτο ή έως ότου υπομονετικά βάλεις στην άκρη βασικούς μισθούς μερικών εκατοντάδων ετών.Ελάχιστα. Πραγματικά, πολύ λίγα σε όλη την ελληνική επικράτειαΠόσα είναι στην τελική αυτά τα μέρη; Θα αναρωτηθεί η κοινή λογική.
Υπάρχουν μέρη που δεν είναι για όλους, που δεν είναι για αυτούς που βρίσκονται στην βάση της κοινωνίας. Που δεν είναι για τους πολλούς. Όπως ελάχιστοι είναι κι αυτοί που έχουν πλήρη πρόσβαση σε αυτά. Την δυνατότητα (γιατί εκεί είναι το θέμα και όχι στις αστικές κενοδοξίες περί “δικαιωμάτων”) να μπορέσουν να τους κάνουν χρήση. Τα ελάχιστα αυτά μέρη στα οποία η “πλέμπα”, το “πόπολο”, οι προλετάριοι, (οι δικοί μας δηλαδή) δεν μπορούν να πάνε δεν είναι άλλο από τα συμβολικά “βασιλικά κτήματα” της εξουσίας, εκεί που η νέα αριστοκρατία της αστικής τάξης και του κράτους κυνηγάει τα δικά της, τα αποκλειστικά δικά της “ελάφια”, κατά το πρότυπο της φεουδαρχίας. Τόποι που εκτός από το να εξασφαλίζουν καλοπέραση και ασφάλεια για την άρχουσα τάξη, μέσα από καθεστώς της εξαίρεσης, συμβολίζουν την δύναμη και την εξουσία της παντού.
Και τι έγινε στην τελική, υπάρχουν πολύ καλύτερες αμμουδιές από την Ψαρού και μάλιστα τσάμπα. Η Αθήνα είναι γεμάτη μαγαζιά που όσοι έχουν ακόμα ένα μισθό μπορούν να πάνε, οι περισσότερες παραλίες στην αττική είναι ακόμα άχτιστες και χωρίς πλαζ.
Πράγματι υπάρχουν τόσα ελεύθερα βουνά που κάνουν την Αράχωβα να δείχνει δυστοπία με αυθαίρετα. Σε κανέναν από τους πολλούς (με εξαίρεση προφανώς αυτούς που τυχαίνει να ζούν εκεί που “ο βιομήχανος κλείνει μια παραλία”) δεν λείπουν τα κάθε λογής βασιλικά κτήματα. Δεν είναι αυτός ο λόγος που τα ζηλεύουν τόσοι πολλοί εκμεταλλευόμενοι και τα στραβοκοιτάνε κάποιοι άλλοι λίγοι.
Όπως δεν είναι αυτός και ο λόγος που πολιτικοί, καθεστωτικοί δημοσιογράφοι και διανοούμενοι ωρύονται για το “άβατο των Εξαρχείων”. Πέρα από ελάχιστους δεν έχουν κανένα λόγο να θέλουν να κυκλοφορήσουν στα Εξάρχεια. Το πρόβλημα που αναδεικνύεται είναι πως αντίθετα από ότι πιστεύουν οι θαμώνες των “βασιλικών κτημάτων”, ούτε αυτοί τελικά έχουν άνετη πρόσβαση παντού στην κοινωνία την οποία δυναστεύουν. Και το να υπάρχει στο εσωτερικό μιας κατακτημένης περιοχής ένας θύλακας εχθρικός για τους κατακτητές είναι πάντα, από την αυγή της οικονομικής εκμετάλλευσης και της πολιτικής εξουσίας ένα καμπανάκι κινδύνου.
Όποιος δεν εξαρτά την ενημέρωσή του από τα δελτία των 8.00 γνωρίζει καλά ότι την εξουσία στα Εξάρχεια την έχει το ελληνικό κράτος και το οικονομικό σύστημα που υπάρχει στην περιοχή είναι ο καπιταλισμός. Ούτε εκεί αν δεν έχεις φράγκο μπορείς να φας σε ένα εστιατόριο, πολύ περισσότερο στους “Γιάντες”. Δεν υπάρχουν μπλόκα στους δρόμους, ούτε τελωνειακοί σταθμοί κατά την είσοδο (αν και υπάρχουν διμοιρίες των ΜΑΤ με το ανάλογο ύφος). Αρκετοί πλούσιοι ζουν στην περιοχή, ενώ η “ντόπια αστική τάξη του κρατιδίου” (βασικά η βιοτεχνία της διασκέδασης) μια χαρά κονομάει, μπορεί μάλιστα κατά καιρούς να πουλάει και (αληθινή ή μαϊμού) προοδευτικότητα για κάποια ζητήματα ενώ ταυτόχρονα δεν κολλάει ένσημα στους εργάτες της.
Αυτό που διαφοροποιεί τα Εξάρχεια είναι η ιστορική παρουσία του συγκεκριμένου πολιτικοκοινωνικού υποκειμένου και η σφραγίδα που άφησε επί δεκαετίες και αφήνει καθημερινά στην περιοχή. Ένα πολυσχιδές υποκείμενο το ισχυρότερο αλλά όχι πλειοψηφικό κομμάτι του οποίου είναι οι αναρχικοί ( μικρό κομμάτι του αναρχικού κινήματος σε επίπεδο πρωτεύουσας).
Από τις μεγαλύτερες γειτονιές διασκέδασης στο λεκανοπέδιο, συχνά υπο στρατιωτική αστυνομική κατοχή, τα Εξάρχεια είναι το αθηναϊκό μεταπολιτευτικό αντίστοιχο της “αριστερής όχθης” που φυτρώνει στις δυτικές μητροπόλεις. Με το underground στοιχείο, με τη νεολαία, με τη νύχτα,με τους “επαναστάτες” και με τις χιλιάδες αντιφάσεις που ενδημούν στις “αριστερές όχθες” και που συνήθως αποσιωπούνται στις ιστορικές αγιογραφίες τους.. Είναι μια συγκεκριμένη ισορροπία με υλικό όμως χαρακτήρα.
Αυτή η ισορροπία διάκειται εχθρικά σε ανθρώπους της εξουσίας, σε θεματοφύλακες του νόμου, σε φασίστες. Όσοι φαντάζονται ότι πρόκειται για κάποια τουριστική ατραξιόν μπορούν να βρεθούν σε κίνδυνο. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι εκεί επενδύει ένα μέρος της ζωής του ένα κομμάτι της κοινωνίας το οποίο έχει βρει σοβαρούς λόγους να αντιπαλεύει την εξουσία και τους ανθρώπους της. Εκεί η διάχυτη συνθήκη κάνει το ακριβό αυτοκίνητο στόχο αντί για ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, οι επιδείξεις πλούτου δεν εκτιμώνται ιδιαίτερα, τουλάχιστον αυτές που δεν έχουν τη σοφία να μεταμφιεστούν σε μποέμ. Εκεί οι μαφιόζοι αναγκάζονται να βγουν από την αφάνεια “και να κάνουν πιο πέρα” γιατί κάποιοι κουτσά στραβά στέκονται απέναντί τους, εκεί ο αστυνομικός φυλάει κάπως τα νώτα του.
Εν κατακλείδι τα Εξάρχεια είναι μια κατακτημένη περιοχή, υπο πλήρη κρατικό έλεγχο και με συνθήκες άγριου καπιταλισμού στην οποία όμως έχει κερδηθεί ένα έδαφος ελευθερίας. Κι η ελευθερία δαγκώνει.
Είναι κατανοητό να σκανδαλίζεται ο κάθε πολιτικός ή δημοσιογράφος επειδή υπάρχει ένας τόπος που τον εχθρεύεται ακριβώς γιατί είναι στην κορυφή της πυραμίδας, ένας τόπος που η “αναγνωρισιμότητα” αντί να ανοίγει πόρτες φέρνει σφαλιάρες. Είναι λιγότερο κατανοητό αυτή η στάση να εκφράζεται από ανθρώπους της άλλης άκρης της πυραμίδας. Δεν είναι καθόλου κατανοητές διάφορες σχιζοφρενικές κριτικές που αντιμετωπίζουν τους αναρχικούς σαν κάποιου είδους κυβέρνηση των Εξαρχείων ή τα Εξάρχεια σαν την προδομένη Εδέμ της αναρχίας.
“Σοσιαλισμός” σε μία μόνο γειτονιά είναι ανέφικτος και μέχρι η κοινωνία να αποφασίσει να καταλάβει συνολικά “την γή της” είναι ελπίδα για την κοινωνία να υπάρχουν τόποι στον αστικό ιστό που η ζωή για τους από πάνω γίνεται λίγο πιο δύσκολη. Ακόμα κι αν αυτή η δυσκολία περιορίζεται στο να πρέπει να αλλάξουν εστιατόριο, ή να πρέπει να παρκάρουν την πόρσε σε κάποιο πάρκινγκ περιμετρικά ή να πρέπει να μεταφέρουν την πιάτσα των ναρκωτικών “πιο κάτω”. Και για όλους τους λόγους είναι καλό να συνεχίσουν τα Εξάρχεια να είναι αυτό που είναι και να κάνουν τον εαυτό τους πολλά περισσότερα ακόμα. Κι ακόμα καλύτερα, να γίνουν κι άλλα Εξάρχεια, σε άλλα σημεία της πόλης . Κι άλλοι τόποι πολιτικής ζύμωσης, κι άλλοι τόποι συγκέντρωσης ακηδεμόνευτης έκφρασης, κοινωνικού και πολιτικού πλούτου, να γίνουν περισσότερα τα μέρη στα οποία οι εμβληματικές φιγούρες της άλλης πλευράς του κοινωνικού πολέμου θα μπορούν να βγουν για λίγο από το πετσί του ρόλου του κυνηγού και να νοιώσουν όπως νοιώθουν οι πολλοί: θηράματα.
Περί Εξαρχείων ο λόγος
Νίκος Κατσιαούνης
Τελικά ποιος φταίει για την κατάσταση σήμερα στα Εξάρχεια;
Μήπως φταίνε οι ατάλαντοι δημοσιογραφίσκοι φυλλάδων και σοβαροφανών εφημερίδων που λιβελογραφούν ανοήτως εναντίον των Εξαρχείων; Μήπως φταίνε οι φαντασμένοι συγγραφείς της λογοτεχνικής μπουρδολογίας που από τους λόφους του Κολωνακίου βλέπουν, ως άλλοι λεγεωνάριοι του ’44, να τους απειλεί η οργή των άξεστων επαναστατών; Μήπως φταίνε οι επηρμένοι φορείς της εξουσίας που δεν μπορούν να απολαύσουν το μυρωδικό τους τσάϊ και το ταρτάρ σολομού με μους μελιτζάνας στα Εξάρχεια, προσπαθώντας να μην ξεχάσουν ότι υπήρξαν κάποτε οργισμένα νιάτα απέναντι στην κρατική καταπίεση και κατά βάθος λαϊκά παιδιά προλεταριακής ιδιοσυγκρασίας που η άτιμη η ζωή τούς έριξε σε υπουργικούς θώκους; Μήπως φταίνε οι επαναστάτες του πετροπολέμου κάθε Παρασκευή και Σάββατο βράδυ, εκεί που η επανάσταση εξαντλείται στις πέτρες, στους καμένους κάδους και στις μπύρες μέσα στην πλατεία και στα πεζοδρομημένα στενά της αντιεμπορευματοποιημένης (εκτός από μπύρα Άμστελ, τσιγάρα Μάλμπορο, και τα τζιν Λιβάις φυσικά) και εναλλακτικά βαπτιζόμενης νυχτερινής ζωής; Μήπως φταίει η απολιτικοποίηση και η ανωριμότητα των κινηματικών φορέων και ατόμων που στο όνομα της διαρκούς εξέγερσης εναντίων όλων (το μόνο που αφήνουν είναι η σιγουριά για τον εαυτό τους) κάνουν τα στραβά μάτια, θέλοντας να έχουν και οι ίδιοι τις δικές τους στρατιές των, κατά Λένιν, χρήσιμων ηλιθίων για την έφοδο στα ανάκτορα τη μεγάλη νύχτα, αλλά και την εξυπηρέτηση των ιδιοτελών τους βλέψεων που την καλύπτουν με επαναστατική φρασεολογία. Μήπως φταίνε τα καλέσματα των ιδεαλιστών μηδενιστών που νομίζουν ότι ο κόσμος είναι ένα κόμικ με καλούς και κακούς και οι ίδιοι οι σούπερ ήρωες που θα τον σώσουν και θα επιβάλουν δια της βίας την ελευθερία (!); Μήπως φταίνε τα καλέσματα για το μπογιάτισμα, σε χρώμα της αρεσκείας μας, του Δεκέμβρη, που από μήνας μιας εξέγερσης κατήντησε η μίζερη πεζοπορία των πολιτικών γκρουπούσκουλων;
Η ζωή εν μύθοις επενεργεί στην ανθρώπινη ιδιοσυγκρασία δίνοντας νόημα και ένα μαντήλι για τα δάκρυα των παροντικών και μελλοντικών ματαιώσεων και ονειρώξεων, ατομικών και συλλογικών. Τα Εξάρχεια, τουλάχιστον από τη μεταπολίτευση και πέρα, ήταν πάντα ένας χώρος που είτε έβραζε από ζωή είτε έβραζε στο ζουμί του. Επαναστάτες, ποιητές, διανοούμενοι, καλλιτέχνες, φρικιά, νεοχίπηδες, πάνκηδες, ροκάδες, μεταλάδες, τρανσάδες, πρεζάκια, λογοτέχνες, τρομοκράτες, εκδότες, σκηνοθέτες, λαϊκοί, σκυλάδες, όλοι έχουν μια ιστορία να διηγηθούν για τα Εξάρχεια στην παρέα τους και πριν πέσουν το βράδυ για ύπνο.
Ένας από τους διανοούμενους, τουλάχιστον αυτούς που ήξεραν τι έγραφαν, σημείωσε κάπου στα τέλη του 1980 ότι «η πλατεία Εξαρχείων έγινε η προέκταση της πλατείας Κολωνακίου». Τι να εννοούσε άραγε; Γιατί αυτή η ταύτιση ειδικά για μια περίοδο των Εξαρχείων που καλύπτεται από την πραγματικότητα του μύθου της δημιουργικής αναζήτησης, του δημιουργικού αναστοχασμού και του ανατρεπτικού πράττειν, που κατέληξε στην καταναλωτική μανία τόσο των εμπορευμάτων όσο και των σημασιών που συγκροτούσαν άτομα και κοινωνία, πλατεία και πλατειακούς.
Τα Εξάρχεια έχουν γίνει το άλλοθι της εξουσίας για την επιβολή της ασφάλειας και για την αναζήτηση του εσωτερικού εχθρού, το άλλοθι των νοικοκυραίων για να έχουν να βρίζουν επειδή η νιότη τούς έταξε πως θα γινόταν άλλοι, και το άλλοθι των επαναστατημένων για κοινωνική απεύθυνση και μητρική φωλιά. Για την εξουσία είναι το γαλατικό χωριό που πρέπει να εξαφανιστεί ενώ για τους «μύστες» της εξεγερσιακής μανιοκατάθλιψης ο χώρος που οι ίδιοι και άλλος κανείς δεν πρέπει να έχει τον λόγο μιας και «το δίκιο το έχουν οι εξεγερμένοι κι όχι οι ρουφιάνοι και οι προσκυνημένοι». Μόνο που μπορεί να προσκυνάμε εύκολα τα ομοιώματα και τις φαντασιώσεις μπροστά από τον καθρέφτη μας. Ειδικά όταν φεύγουμε από την καταπίεση της οικογενειακής θαλπωρής ή άμα τη επιστροφή από τη μισθωτή εργασία, όπου εκεί θα πρέπει να είμαστε τύπος και υπογραμμός.
Τι θα γίνει τελικά με τα Εξάρχεια; Πολλοί αναρωτιούνται τις τελευταίες ημέρες, είτε για λόγους αγωνίας είτε για λόγους διατεταγμένης υπηρεσίας. Μόνο που αυτή η συζήτηση κρατάει καλά εδώ και 40 χρόνια και τα ερωτήματα παραμένουν στη ρητορική τους διάσταση. Αυτό που προς το παρόν μπορεί να γίνει είναι τα Εξάρχεια να εξακολουθήσουν να αποτελούν το μητροπολιτικό χωνευτήρι των κάθε λογής επιλογών (εξουσιαστικών και μη) και η κολυμπήθρα του Σιλωάμ της δημιουργικότητας και της βλακείας. Εξάλλου, ποιος να αναρωτηθεί και να πράξει σοβαρά σε μια περίοδο που η κρίση έχει απογυμνώσει τα πάντα φτάνοντας έως και τα βάθη της ύπαρξης;
Ας το παίξουμε και εμείς κουλτουριάρηδες ποιητές της πλατείας Εξαρχείων και ας κλείσουμε το κείμενο δαύτο, όχι με μια πρόταση (εξάλλου οι συνταγογράφοι της κοινωνικής εξέγερσης μάς έχουν πνίξει το τελευταίο διάστημα) αλλά με ένα ποίημα:
Ο πόλεμος δεν μου πήρε τίποτα
Έχασα τη ζωή μου εν ειρήνη
Αλλάζοντας καταφύγια
Έμαθα τον αποχαιρετισμό σ’ όλες τις γλώσσες
Ξέρω
Τη λευτεριά δεν την κερδίζεις φεύγοντας
Ούτε γυρίζοντας τον διακόπτη σβήνοντας το μυαλό
Τα δάση που κρυβόμαστε αύριο θα πιάσουνε φωτιά
Και μεις θα βγούμε κλαίγοντας έξω από τούτες τις σελίδες
Όσοι θα ζήσουν θα ζήσουν έξω από τις σπηλιές
Υ.Γ.: Το ποίημα είναι του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου
τρείς φωτογραφίες από την ιστορία των Εξαρχείων
Νίκος Σκοπλάκης
Οι τρεις φωτογραφίες που συνοδεύουν την ανάρτηση, σχετίζονται με ιστορίες εξόχως πολιτικές και βαθιά ανθρώπινες· ίσως κάποιοι τις θεωρούν ενοχλητικά παλιές ή οριστικά φθαρμένες από τη λήθη. Ωστόσο, χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε, είναι ζωντανό κομμάτι της πόλης στην οποία ζούμε, κινούμαστε, υποφέρουμε ή ελπίζουμε. Είναι απόηχοι πράξεων που διακρίθηκαν από «ηρωική αυτοθυσία» και «ρομαντικό βολονταρισμό» πολύ νέων, τότε, ανθρώπων· όχι ότι οι ίδιοι το αντιλήφθηκαν ποτέ έτσι: θεωρούσαν αυτονόητη την υπεράσπιση της αντίστασής τους και άλλων ανθρώπων, «τοις ένδον ρήμασι πειθόμενοι». Άλλωστε, ποτέ δεν διεκδίκησαν πρωταγωνιστικούς ρόλους, ηγετικές θέσεις, έγκυρα φωτοστέφανα.
Όλοι και όλες τους ήταν φοιτητές και φοιτήτριες, μαθητές και μαθήτριες από διάφορες περιοχές της Αθήνας και του Πειραιά, με οργανική ή βοηθητική θέση στον περίφημο «Λόχο Μπάιρον» τον Δεκέμβριο του 1944. Κατά την τελευταία φάση των μαχών στην Αθήνα, όταν ο «Λόχος Μπάιρον» αναγκάζεται να εγκαταλείψει τελείως το Πολυτεχνείο, αυτή η ομάδα προωθείται συντεταγμένα στην περιοχή των Εξαρχείων τις παραμονές Χριστουγέννων του 1944. «Βαλτετσίου τσίου-τσίου» τραγουδούσαν σε δρόμους γεμάτους από βρετανικά τεθωρακισμένα κι από πίσω τους ως «εθνοφύλακες» οι ένοπλοι δοσίλογοι της κατοχής, που είχαν γίνει εν τω μεταξύ «παπανδρεϊκοί».
Μετά τις μάχες του Χημείου, στις 30 Δεκεμβρίου 1944, κατορθώνουν να μπουν σε μια γειτονική πολυκατοικία, στη γωνία των οδών Μαυρομιχάλη και Ναυαρίνου και καταφεύγουν σ’ ένα άδειο ισόγειο διαμέρισμα στην πρόσοψη της πολυκατοικίας. Ανήμερα την πρωτοχρονιά του 1945, ένα βρετανικό τεθωρακισμένο βάλλει πάνω στον εξωτερικό τοίχο και τον γκρεμίζει: νεκροί και βαριά τραυματίες, ανάμεσά τους ο Γιάννης, επίλεκτο μέλος της φοιτητικής Αντίστασης και του «Λόχου Μπάιρον», ο οποίος έχασε το αριστερό μάτι του από θραύσμα βλήματος. Επέζησε και διωγμένος από το μεταδεκεμβριανό (παρα)κράτος ζήτησε άσυλο στο Παρίσι, όπου έγινε γνωστός για τις πρωτοποριακές μουσικές συνθέσεις του ως Ιάνης Ξενάκης.
Στόχος των βρετανικών δυνάμεων από τα Χριστούγεννα του 1944 ήταν ένας: να προστατέψουν τους Χίτες και τον 2ο λόχο χωροφυλακής, οι οποίοι από την αρχή της εξέγερσης ήταν οχυρωμένοι στο συγκρότημα του Χημείου. Τέσσερα τεθωρακισμένα, ένα τάγμα HLI, δύο ίλες του 50ου συντάγματος αρμάτων, τρεις λόχοι «εθνοφυλάκων» σφυροκοπούν τα παιδιά του «Μπάιρον». Όσοι γλιτώνουν από την επίθεση στην πολυκατοικία της οδού Ναυαρίνου, φτάνουν ανοίγοντας τρύπες στους τοίχους στην κοντινή πολυκατοικία της οδού Διδότου 47, που έχει εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους της. Στις 3 Ιανουαρίου 1945, ημέρα γενικής αντεπίθεσης των βρετανικών στρατευμάτων στην περιοχή, ένα άλλο τεθωρακισμένο βομβαρδίζει την εξαώροφη πολυκατοικία, η οποία παραδόθηκε στις φλόγες και καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς. Οι Βρετανοί και οι «εθνοφύλακες» δεν μπόρεσαν να εισέλθουν στα υπόγεια, όπου βρίσκονταν όσοι είχαν απομείνει από αυτή την ομάδα του «Λόχου Μπάιρον», οι οποίοι απέδρασαν, τρυπώντας πάλι τους ενδιάμεσους τοίχους των κτηρίων, προς την οδό Χαριλάου Τρικούπη τα μεσάνυχτα της 3ης προς 4η Ιανουαρίου 1945.
1η φωτογραφία: η πολυκατοικία στη γωνία των οδών Ναυαρίνου και Μαυρομιχάλη σώζεται μέχρι σήμερα (εδώ σε φωτογραφία από τη δεκαετία του ’90).
2η φωτογραφία: έχει τραβηχτεί από τον Γάλλο αρχιτέκτονα Κλωντ Ματόν, το πρωινό της 5ης Ιαν. 1945. Φαίνεται η κατεστραμμένη πολυκατοικία της Διδότου 47. Αριστερά της πολυκατοικίας, κτίριο ιδιωτικού εκπαιδευτηρίου, το οποίο γκρεμίστηκε τη δεκαετία του '50. Το δεύτερο νεοκλασικό στα δεξιά, Διδότου 50 και Χαριλάου Τρικούπη 46, είναι το φαρμακείο απ' όπου δραπέτευσαν οι τελευταίοι του «Μπάιρον». Τη δεκαετία του '50 χτίστηκε εκεί πολυκατοικία. Στο βάθος της φωτογραφίας, διακρίνεται η, κάτω από την Χαριλάου Τρικούπη, πολυκατοικία της Διδότου 53, η οποία σώζεται και σήμερα. Ο Κλωντ Ματόν συνδεόταν στενά με τον τότε διευθυντή του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών, Οκτάβιο Μερλιέ, ο οποίος έσωσε πολύ κόσμο από τα νύχια του μεταδεκεμβριανού (παρα)κράτους.
3η φωτογραφία: το μπροστινό, ολοσχερώς κατεστραμμένο τμήμα της πολυκατοικίας στην οδό Διδότου 47· δημοσιεύτηκε στον αθηναϊκό τύπο το 1945. Το μπροστινό τμήμα της πολυκατοικίας αποκαταστάθηκε με διαφορετικό τρόπο το 1946 και σώζεται μέχρι σήμερα.