πηγή: Το βυτίο
τίτλος ανάρτησης: αγαπούλες και ρομάντζα
Λίγες μέρες μετά την επιστροφή στην πόλη, αναρωτιέσαι ξανά τί σημαίνει μόνος, παλαβός, λοξός, απότομος, χαμένος.
Ένα από τα βράδια, εμφανώς επηρεασμένος από τις ρακές και τα λοιπά μεθυστικά του καλοκαιριού, έκανα ένα σωρό αλλόκοτες σκέψεις. Για παράδειγμα, έκανα μέσα μου την παραδοχή ότι μ’ αρέσουν πολύ οι λέξεις. Μ’ αρέσει να τις ακούω να τις διαβάζω να τις βλέπω να τις τοποθετώ ασταμάτητα στη σειρά ή να τις απλώνω χύμα, μ’ αρέσει γενικά να φλυαρώ. Όμως εκείνη τη στιγμή ξαφνικά είχα την επιθυμία να τις σβήσω απ’ το ακουστικό πεδίο. Να ακούω όλα τα υπόλοιπα (στην προκειμένη περίπτωση, τη θάλασσα, τα όργανα, το τραγούδι), αλλά όχι τις κουβέντες. Ας ανοιγοκλείνουν οι άνθρωποι το στόμα. Δε θα μ’ ενοχλούσε ότι αναπόφευκτα θα ήταν κάπως τρομαχτικές οι κινήσεις του στόματος χωρίς ήχο. Θα άκουγα μόνο τα όργανα, τη φωνή της Χ και κάπου στο βάθος το ελαφρύ κυματάκι.
Άνοιξα τα μάτια μου και ξεπρόβαλα απ’ το σλίπι, στο κατάστρωμα ήταν ακόμη σκοτάδι, έκανε σχεδόν χειμωνιάτικο κρύο και άντε να βολευτείς. Κοιτάζοντας το γνώριμο άσπρο καγκελάκι του πλοίου λες και μεταφέρθηκα λίγες μέρες πριν, όταν και ξύπνησα σε κάτι σαν νιρβάνα, παρασυρμένος απ’ την ομορφιά του νησιού και τη δροσιά της αυλής του σπιτιού. Κοίταξα – ποιος ξέρει γιατί – το κινητό και ανακάλυψα μια κλήση από ένα τηλέφωνο που έμοιαζε και δεν έμοιαζε γνώριμο. Για κάποιο ακόμη πιο περίεργο λόγο πήρα να δω ποιος ήταν. Τότε διαπίστωσα, με μεγάλη έκπληξη, ότι επρόκειτο για κάποιον άγνωστο σε μένα κύριο, ο οποίος σχετιζόταν με τη δουλειά μου και ο οποίος μίλαγε με φοβερή ταχύτητα και συμπυκνώνοντας ένα αμύθητο (για τη δική μου κατάσταση τουλάχιστον) όγκο πληροφορίας. Ξεκίνησε λέγοντας: «ναι μάλιστα σας πήρα τηλέφωνο και μια και δυο και τρεις».
Αυτό αποτέλεσε την κορυφή του παραλογισμού, αφού ο κύριος στο τηλέφωνο υπαινισσόταν ότι ήταν απαράδεκτο, περίεργο, αντιεπαγγελματικό το γεγονός ότι δεν είχα σηκώσει αυτομάτως το τηλέφωνο εκείνο το πρωινό, λες και η ζωή μου αποκλειόταν να με είχε οδηγήσει σε μια συνθήκη που να υπαγόρευε την μη απάντηση σε τηλεφωνήματα. Αυτό το πράγμα γι’ αυτόν τον άνθρωπο φαινόταν απίστευτο και μάλιστα θεώρησε λογικό να μου εξηγήσει αναλυτικότατα το αίτημα που έχει στείλει και στον προϊστάμενό μου (ας τον πούμε έτσι) και στον προϊστάμενο του προϊστάμενού μου. Τον άνθρωπο τον απασχολούσε πάρα πολύ το ζήτημα, ήταν εμφανές, και καθόλου δεν τον ικανοποίησε η χαλαρότητα με την οποία τον αντιμετώπιζα (είμαι εκτός, δεν έχω μαζί μου χαρτιά για να σας απαντήσω κλπ) και το κλείσαμε κάπως απότομα είναι η αλήθεια. Εκείνη την ώρα, η Λου (ένα φοβερό και τρομερό γατί) νιαούρισε στα πόδια μου και μου φάνηκε πολύ πιο πιθανό να συνεννοηθώ μαζί της, παρά με τον κύριο, το όνομα του οποίου δεν κατάφερα να συγκρατήσω.
Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, ενώ έλεγα καλημέρα στους υπόλοιπους, αναρωτήθηκα ποιος ζει αυτή τη ζωή, που άγνωστοι τύποι τον παίρνουν τηλέφωνο για να τον ρωτήσουν γιατί δεν το σήκωνε νωρίτερα;
Ο μύθος λέει ότι ένας γνωστός μου κάποτε, μετά από αρκετά τσιγάρα και αφού για ώρα είχε αναλύσει διεξοδικά ένα φλέγον ζήτημα με ένα φίλο του, τον κοιτάξε περίεργα και του είπε: «ναι αλλά εσύ ποιός είσαι;»
Εισβάλουμε πολλές φορές οι αθηναίοι με φόρα χιλιάδων χιλιομέτρων στον κόσμο ανθρώπων που ζουν σε άλλους τόπους. Άμεσα και χωρίς καμία ιδιαίτερη δυσκολία απλώνουμε καμιά ντουζίνα εντυπώσεις που προσφέρονται ως ασφαλή συμπεράσματα. Λίγες μέρες μετά την επιστροφή, αφού συνήθως φας λίγη απ’ τη σκατίλα της πανέμορφης βέβαια πόλης μας, αναρωτιέσαι ξανά τί σημαίνει μόνος, παλαβός, λοξός, απότομος, χαμένος. Σε πιάνει μια γλυκύτητα γι’ αυτόν που είδες σε κάποιο σημείο κάπου εκεί στα μαγικά νησιά. Έπειτα όμως άμα παρατηρήσεις λίγο περισσότερο τον κόσμο και κει και δω, θα διαπιστώσεις την αγριότητα του βλέμματος της επαρχίας. Δεν υπάρχει μόνο τρυφερότητα και ομορφιά του τοπίου και άγια ησυχία. Υπάρχουν κάτι βλέμματα, κάτι σκληρές κουβέντες, κάτι υπαινιγμοί τρομακτικοί.
Έτσι, την ώρα που φτάνεις στον Πειραιά, σαν γέρος άνθρωπος πια, πιάνεις τον εαυτό σου να σκέφτεται ότι πουθενά δεν είναι ωραία, αφού είμαστε σκληροί, απάνθρωποι, χοντρόπετσοι. Έχουμε μπροστά μας, αγγίζουμε πλάσματα λεπτά και ετοιμόρροπα, σαν στάχυα, και μεις έχουμε για χέρια μπαλτάδες και σφυριά. Σφάζουμε και σφαζόμαστε.
Αναπνέοντας ξαφνικά τον αέρα της Αθήνας, λες και κατάπιες καμιά δεκαριά τασάκια στάχτη απανωτά, φοβάσαι ότι ξέρεις δυστυχώς, τις πηγές της αγριότητας, τις έχεις πετύχει σε σένα, πριν τις συναντήσεις εκεί έξω.
Στην επιστροφή το φέρε η τύχη και το πρώτο πράγμα που διάβασα στον τοίχο ενός φίλου είναι ότι πέθανε η Άννα Χρυσάφη. Αν ζούσε ο παππούς μου μπορεί και να στεναχωριόταν, αφού η μάνα μου λέει ότι πήγαινε και την άκουγε κάποτε. Υπάρχει ένα πρόβλημα με την οριστικότητα ορισμένων πραγμάτων. Δεν μπορείς ας πούμε, τώρα που έχεις κάποια δικά σου λεφτά, να πας να κεράσεις τον παππού σου σε μια ταβέρνα του 1970 και να έρχεται από το πάλκο αυτό το τραγούδι. Ή δεν μπορείς να αναβάλλεις διαρκώς την συνάντηση με την πραγματικότητα, όσο ωραία θέα κι αν έχεις μπροστά σου.