Τούς βλέπεις, σωριασμένους στα πεζοδρόμια, άπλυτους κι ανήμπορους και τους προσπερνάς. Καμιά φορά μασουλάνε με τα ούλα, γιατί δόντια δεν έχουν, λίγο ψωμί η ένα μήλο. Άλλοι εκλιπαρούν για λίγα λεπτά, αλλά είναι βυθισμένοι στη σιωπή.
Έπειτα, οι άλλοι, αυτοί που είναι έγκλειστοι. Σεργιανάνε πάνω κάτω στην αυλή, συνέχεια, με βλέμμα άδειο, καμιά φορά παραμιλάνε. Μερικοί απ´ αυτούς δεν έχουν κανέναν στον κόσμο, άλλους τους έχουν παρατήσει εκεί οι συγγενείς, σε κάποια ψυχιατρεία ή κλινικές. Φτάνουν κοντά τις πέντε χιλιάδες, με αυξητική τάση, στην κατάθλιψη και την παράνοια. Ορισμένοι έχουν μια γλίσχρα σύνταξη, άλλοι δεν πρόλαβαν. Και τώρα, η Πολιτεία ετοιμάζεται να τούς πετάξει στο δρόμο. Όλους. Κάπως έτσι όπως στην Αμερική, επί Ρήγκαν, όπου άνθρωποι με ψυχικές παθήσεις, ένας σωρός, ζούσαν εδώ κι εκεί στη Πλατεία Ντιπόν στην Ουάσιγκτον κι άλλοι εκτός εαυτού ξεσπούσαν την επιθετικότητα τους στους περαστικούς.
Τα Ασφαλιστικά Ταμεία είχαν μια κάποια πρόνοια. Με μια συμμετοχή, μικρή, τού ασθενούς, μπορούσε να τούς υποδεχθεί μια ιδιωτική κλινική. Τώρα, με το Μηνομόνιο και τους εντολοδόχους της Τρόικας, ο ΕΟΠΥ κλείνει τις στρόφιγγες. Το Δαφνί, λέει, θα βάλει λουκέτο κι οι κλινικές δεν μπορούν ν αντεπεξέλθουν στα έξοδα, έτοιμες κι αυτές ή να κλείσουν, ή ν απαιτήσουν, από τούς νοσηλευόμενους, να καταβάλλουν από μόνοι τους τα νοσήλεια. Κοστίζεις ακριβά αν είσαι ψυχικά ασθενής, κάθε μήνα περίπου χίλια ευρώ στην κλινική. Όσοι αντέξουν, άντεξαν, οι άλλοι στο… δρόμο.
Ο Πολιτισμός, όμως, μιας χώρας δεν αξιολογείται μόνο από τα θέατρα, τους κινηματογράφους, τις γκαλερί, ή τα μουσεία που διαθέτει. Πρώτιστα μετράει η πρόνοια αυτής τής χώρας για τον αδύνατο, εκείνον που σέρνεται στους δρόμους, τη γριά που δεν έχει ν αγοράσει μια ασπιρίνη, τον ψυχοπαθή που δίχως τα φάρμακα οδηγείται σταδιακά σ ένα βασανιστικό τέλος.
Αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι αριθμοί, δεν μπορούν να περιέχονται ως νούμερα μέσα σ έναν προϋπολογισμό, δεν είναι κουκιά μετρημένα. Είναι γραμμάτια ανοιχτά στην κοινωνία, αδιαμαρτύρητα και καρτερικά, αλλά γραμμάτια, οφειλόμενα από μας. Τους οφείλουμε την ύπαρξή μας, μας μεγάλωσαν, άλλοι με αγώνες κι άλλοι με πάμπολλες στερήσεις, κάνανε το σκατό τους παξιμάδι μέχρι να μας ενηλικιώσουν. Κρατήθηκαν στη ζωή με ψωμί κι ελιά.
Δώσανε στη κοινωνία εργάτες, στρατιώτες, επιστήμονες, μπάτσους, εφοριακούς, γιατρούς, εφοπλιστάδες, τραπεζικούς, ο,τι πιο ωραίο και πιο άθλιο συγκροτεί τον ιστό μιας κοινωνίας. Καθένας, ή καθεμιά, απ´ αυτούς με το άδειο βλέμμα, που δεν έχει θέση μήτε και η απόγνωση, ένας πατέρας και μια μάνα του καθενός. Είναι Έλληνες που είχαν όνειρα και δεν μπορούσαν ποτέ να φανταστούν τον εφιάλτη πού ζουν. Γι αυτό, κάθε Άδωνις και κάθε Βορίδης, αυτή η φασιστική σπορά που έχει την καταγωγή της απ´ ο,τι πολιτικά βδελυρό, είναι απάτριδες γονέων, δεν είναι σε θέση, και δεν θάναι ποτέ τους σε θέση, να λογαριάσουν τον φόρο που πρέπει ν αποδώσουν σ αυτούς τους αδύναμους.
Σ όλους αυτούς, που βγήκαν από την κοινή μήτρα αυτής τής Πατρίδας και που ο Πολιτισμός της δεν προέβλεπε Καιάδα. Αντίθετα, τον διδαχτήκαμε στα σχολειά σαν την απόλυτη απαξία τής ανθρώπινης ύπαρξης και σα στοιχείο βαρβαρότητας, μιας κοινωνίας που βασίζεται μόνο σε «υγιείς», η απόλυτη επιβεβαίωση του Ναζισμού, η θεωρητική βάση των φούρνων του Μαουτχάουζεν κι όλων εκείνων των κολαστηρίων που υποβίβασαν την ανθρωπότητα στο Ναδίρ τής ύπαρξης της.
Δεν είναι, λοιπόν, δυνατόν ο Πολιτισμός αυτής της χώρας ν αντέξει τέτοιους κωλοπαιδαρισμούς. Διότι, όσο κι αν θέλουν να μας υποβιβάσουν, αυτή η φάρα έχει ακόμα στο DNA της έναν Πολιτισμό που δεν χρειάζεται να της τον μάθει η Γιούνισεφ, η η Επιτροπή για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Έχει μια ευαισθησία, ακόμα, απέναντι σ αυτά τα περιφερόμενα σκέλεθρα του βίου. Κάθε άστεγος είναι ένας δικός μας, καθένας και καθεμιά, που έχουν κλείσει την πόρτα σε κάθε χαρά ή λύπη τής ζωής, που δε νοιώθουν την υγρασία τής βροχής και την ευεργεσία του ήλιου, που δεν χαίρονται πια κι ούτε λυπούνται, παρά, κλείδωσαν για πάντα την ψυχούλα τους και δεν ανοίγει με κανένα αντικλείδι, είναι δικά μας αδέρφια.
Γι αυτό είμαστε και θάμαστε πάντα υπέρ του αδυνάτου. Κι αν αυτή η ανθρωποβόρα μαφία που μας κυβερνά δεν τόχει καταλάβει, θάρθει η ώρα να πέσει στον Καιάδα που άνοιξε.