Πλούταρχος, Περί του μη δειν δανείζεσθαι
Ένα άκρως επίκαιρο κι εξαιρετικά ενδιαφέρον δοκίμιο του Πλούταρχου που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Νεφέλη με τίτλο Οι Συμφορές του δανεισμού. Μετάφραση (μεταφορά στα νεοελληνικά) και σχόλια Πολυξένη Παπαπάνου.
«…Θέλω να δείξω σε όσους σπεύδουν απερίσκεπτα να δανειστούν πόση ντροπή φέρνει μια τέτοια πράξη, και πόση στέρηση της ελευθερίας. Καθώς, επίσης, ότι ο δανεισμός είναι πράξη υπέρτατης αφροσύνης και μαλθακότητας. Έχεις; Μη δανείζεσαι, γιατί δεν σου λείπουν. Δεν έχεις; Μη δανείζεσαι γιατί δεν θα ξεπληρώσεις το χρέος σου…».
Οι Συμφορές του δανεισμού («Περί του μη δειν δανείζεσθαι») ανήκουν στα Ηθικά του Πλούταρχου. Η ιδιαίτερη ζέση με την οποία ο, συνήθως ήπιος και χαμηλών τόνων, συγγραφέας τους επιδίδεται στην κατακεραύνωση του φαινομένου του αλόγιστου δανεισμού (από την πλευρά των οφειλετών), καθώς και της απληστίας και της βαναυσότητας των πιστωτών, στρέφοντας εναντίον τους όλο το ρητορικό του οπλοστάσιο, οδήγησε αρχικά τους μελετητές να αμφισβητήσουν την πατρότητα του κειμένου και στη συνέχεια να το θεωρήσουν νεανική ρητορική άσκηση, εκλαμβάνοντας τη φλόγα του ως juvenilis ardor.
Η νεότερη έρευνα, ωστόσο, έχει καταδείξει ότι πρόκειται για έργο της ώριμης περιόδου του Πλούταρχου, και συγκεκριμένα για ομιλία γραμμένη το νωρίτερο το 92, αν όχι πολύ αργότερα. Πιθανότατα εκφωνήθηκε στην Αθήνα, που, όπως κι άλλες ελληνικές πόλεις, μαστιζόταν από τις συνέπειες της υπερχρέωσης σε εγχώριους, αλλά κυρίως ξένους, ως επί το πλείστον Ιταλούς, πιστωτές και στους αντιπροσώπους τους. Ο Πλούταρχος, με μεγάλη ευαισθησία, φωτίζει ένα σοβαρότατο και πολυδιάστατο πρόβλημα της εποχής του. Συγχρόνως κατορθώνει, χάρη στην αμεσότητα, την ψυχολογική οξυδέρκεια, το (ενίοτε μαύρο) χιούμορ και το πάθος του, να μην αφήνει αδιάφορο ούτε τον αναγνώστη των δικών μας ημερών – κάθε άλλο.
Τα αμαρτήματα του καταναλωτισμού, της βουλιμίας και της απερισκεψίας, της ροπής στον πολυτελή βίο αλλά και της ανωριμότητας μοιάζουν διαχρονικά και κανείς δεν μπορεί να επικαλεσθεί άγνοια, εφόσον ο σοφός παππούς από την Χαιρώνεια τα είχε εντοπίσει και στηλιτεύσει πριν από 1.900-1.920 χρόνια.
«Κι όμως οι οφειλέτες ανέχονται τις πιέσεις των δανειστών, ανέχονται να καταβάλλουν φόρο υποτέλειας, να γίνονται σκλάβοι, να εξαπατώνται. Και υπομένουν, όπως ο Φινέας, να τους κλέβουν και να τους λεηλατούν φτερωτές Άρπυιες, που τους αρπάζουν την τροφή χωρίς καν να περιμένουν να έρθει η ώρα …».
Ο Πλούταρχος (περίπου 45 – περίπου 120 μ.Χ.) καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια της Χαιρώνειας της Βοιωτίας, όπου γεννήθηκε κι έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Έζησε δηλαδή τα παιδικά κι εφηβικά του χρόνια επί Κλαύδιου και Νέρωνα, ενηλικιώθηκε τον καιρό που ο Νέρωνας έκανε το περίφημο ταξίδι του στην Ελλάδα (το 67), ανδρώθηκε επί Βεσπασιανού και έζησε το υπόλοιπο της ζωής του επί Δομιτιανού, Νέρβα και Τραϊανού. Ίσως να πρόλαβε και τα πρώτα χρόνια της ηγεμονίας του Αδριανού (117-138).
Φοίτησε στην Ακαδημία των Αθηνών, ασχολήθηκε με την φιλοσοφία και τα μαθηματικά κι ήταν βαθιά επηρεασμένος από τον πλατωνισμό. Ταξίδεψε στην Ελλάδα, στην Αίγυπτο, στη Μικρά Ασία και την Ιταλία, κάνοντας διαλέξεις. Επισκέφθηκε τουλάχιστον δύο φορές την Ρώμη, μεταξύ 72 και 92, όπου συνδέθηκε με κύκλους του αυτοκρατορικού περιβάλλοντος. Έχαιρε μεγάλου σεβασμού και τιμήθηκε με διάφορα δημόσια αξιώματα. Επί «πολλάς πυθιάδας», τουλάχιστον είκοσι χρόνια, διετέλεσε πρωθιερέας στο Ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς (υπάρχει ένα γλυπτό πορτραίτο του στο Μουσείο των Δελφών).
Έμεινε γνωστός ως ο μεγάλος βιογράφος της αρχαιότητας, χάρη στους πενήντα (από τους οποίους σώζονται οι 48) Βίους παραλλήλους επιφανών Ελλήνων και Ρωμαίων, τους οποίους παρουσιάζει κατά ζεύγη. Το έργο του περιλαμβάνει επιπλέον περίπου διακόσια (σώζονται 78) κείμενα ποικίλης θεματολογίας, δοκίμια, ομιλίες και διαλόγους, στο σύνολο των οποίων δόθηκε πολύ αργότερα ο λανθασμένος και παραπλανητικός τίτλος Ηθικά. Στην θρησκειολογική ομάδα των Ηθικών εντάσσεται κι ένα πολύ ενδιαφέρον σύγγραμμα, το «Περί Ίσιδος και Οσίριδος», που αποτελεί πολύτιμη μαρτυρία για την αιγυπτιακή μυστηριακή λατρεία και τον συγκερασμό της με ορισμένες ελληνικές ιδέες. Στην ίδια ομάδα ανήκουν και οι λεγόμενοι «Πυθικοί διάλογοι» οι οποίοι αναφέρονται σε θέματα σχετικά με το Μαντείο των Δελφών, τις προφητείες και τη μορφή της λατρείας.
Η επίδραση που άσκησε το έργο του Πλούταρχου ήταν τεράστια. Έχει γραφτεί ότι μέσα από αυτό έχουμε όλοι οι μεταγενέστεροι γνωρίσει την ελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα. Ειδικά μεταξύ του 16ου και 18ου αιώνα, η διάδοσή του στους μορφωμένους ευρωπαϊκούς κύκλους δεν απείχε εκείνης της Βίβλου. Στους θαυμαστές του και σ’ εκείνους που άντλησαν από το έργο του κατά τους τελευταίους αιώνες συγκαταλέγονται: ο Έρασμος, που μετέφρασε στα λατινικά και αφιέρωσε στον Ερρίκο Η΄ το «Πώς αν τις διακρίνοιε τον κόλακα του φίλου»• ο Μονταίν, που εμπνεύστηκε τις Δοκιμές του από τα Ηθικά• ο Σαίξπηρ, που βάσισε στους Βίους τις ρωμαϊκές τραγωδίες του (όπως για παράδειγμα το θεατρικό «Ιούλιος Καίσαρ»)• ο Ρουσσώ και ο Γκαίτε, που κατέτασσαν τον Πλούταρχο στους αγαπημένους τους συγγραφείς• ο Μπετόβεν, που τον εκτιμούσε όσο και τον Όμηρο κι αναζήτησε στο έργο του στήριγμα όταν έχανε την ακοή του• ο Έμερσον και οι υπερβατιστές• ο Καβάφης, στο «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον», στους «Αλεξανδρινούς βασιλείς» και σε πολλά άλλα ποιήματα, ενώ οι Βίοι παράλληλοι ήταν το αγαπημένο ανάγνωσμα του Ναπολέοντα.
Η μελέτη του Πλούταρχου εγκαταλείφθηκε τον 19ο αιώνα, κυρίως επειδή το έργο του αποδεικνυόταν αναξιόπιστο για την ιστορική ανασύνθεση του ελληνορωμαϊκού παρελθόντος. Εντούτοις ο ίδιος δεν ενδιαφερόταν τόσο για την ιστορική ακρίβεια, όσο για τον χαρακτήρα και την ψυχολογία των ηρώων του, καθώς και για την ηθική διάσταση των πράξεών τους. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα, το ενδιαφέρον για το έργο του αναζωπυρώθηκε ως έναν βαθμό, περιορίστηκε όμως κυρίως στην ακαδημαϊκή κοινότητα.
[Πήραμε τα περισσότερα στοιχεία από το κατατοπιστικό κείμενο της Πολυξένης Παπαπάνου στο οπισθόφυλλο του βιβλίου που, καθώς ήταν αναμενόμενο, είχε μεγάλη απήχηση στο αγοραστικό κοινό (εκδόσεις Νεφέλη). Ελπίζουμε πως η φωτογραφία που διαλέξαμε από το Αρχείο μας για να συνοδεύσει τα περί δανεισμού, αυτό το χρυσοστόλιστο αλλά κομμένο χέρι μίας Παλμυρινής κυρίας που προτάσσει την παλάμη της, να καταδεικνύει επιτυχώς την ουσία του κειμένου. Πάντως, το ερώτημα «σε τι χρησιμεύει η ιστορική γνώση» παραμένει αναπάντητο.]