του Πολύφημου
Γενική απεργία 18/10/2012. Γενική απεργία 26/9/2012. Μια γενική απεργία των τελευταίων μηνών. Οποιαδήποτε. Λίγες ημέρες πριν μια νέα ανακοίνωση μέτρων, λίγες ημέρες πριν οι εκφοβιστικές σειρήνες των νομίμως εκλεγμένων διαχειριστών-δημίων μας ηχήσουν ξανά. Τυποποιημένη επανάληψη.
Συνδικαλιστές, συνδικάτα, σωματεία για μια φορά ακόμη στα κάγκελα. Αφίσες, ντουντούκες, καλέσματα. Όλοι προσπαθούν να πείσουν τους εργαζόμενους να κατέβουν στην απεργία. Όλοι κατακεραυνώνουν τα μέτρα. Τα νέα κάθε φορά μέτρα. Τα προαποφασισμένα, όπως εκ των υστέρων έχει γίνει συνήθεια ν’ αποδεικνύεται, μέτρα.
Οι εργαζόμενοι στην πλειοψηφία τους παγωμένοι και φοβισμένοι από αυτά που τους έχουν βρει τα τελευταία χρόνια. Σαφώς και υπάρχει διαχωρισμός από ποιόν και το τι λέγεται κάθε φορά. Δεν ξεχνά κανείς το πώς οι κυβερνητικές/εργοδοτικές πλειοψηφίες των συνδικαλιστικών οργάνων μας έφτασαν στο 1 ευρώ αύξηση. Το πώς έφτασαν το συνδικαλισμό να γίνει ταυτόσημος με εφαλτήριο για πολιτικές καριέρες. Το πώς εντέχνως, με όλα αυτά, έφεραν το συνδικαλιστικό κίνημα στην πλήρη του απαξίωση.
Τα ΜΜΕ δεν απεργούν για να καλύψουν την απεργία, τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς λειτουργούν προκειμένου ο κόσμος να κατέβει στην απεργία, ο Υπουργός Προστασίας του Πολίτη και οι αρχές εκείνες που είναι αρμόδιες για την τάξη –και την περασμένη εβδομάδα απαγόρευαν «τις δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις»- έχει κάνει την απαιτούμενη διαφήμιση στο νέο μας απόκτημα από το Ισραήλ τον «Αίαντα» και όλες τις «αδελφές» αντλίες νερού προκειμένου να μας φοβίσει.Παρόλα αυτά ο κόσμος δίνει το δικό του παρόν στο κέντρο της Αθήνας.
19/10/2012 όπως 27/09/2012, όπως πολλές άλλες «επόμενες» μέρες από γενικές απεργίες. Πίσω στη δουλειά με μια απογοήτευση ζωγραφισμένη στα πρόσωπα των περισσοτέρων απεργών,για διαφορετικούς λόγους ενδεχομένως ο καθένας. Ο ένας γιατί νιώθει κουρασμένος να κατεβαίνει σε κάθε συλλαλητήριο και σε κάθε απεργία και να βλέπει τις ίδιες περίπου φάτσες. Ο άλλος γιατί περίμενε ότι έστω και κάποιο μέτρο θα είχε ανακοπεί. Ο τρίτος γιατί έχει βαρεθεί να κάνει πέντε φορές την κάθε πορεία για να βρει τον έναν συνάδελφο στην μία συγκέντρωση και τον άλλο στην άλλη για να διαπιστώσουν όλοι τα πλεονεκτήματα του «μαζί πιέζουμε».
Και η απογοήτευση μετατρέπεται σε θυμό όταν ακούς από αυτούς που δεν απεργούν ποτέ φράσεις του τύπου «Και τώρα τι κάνατε;», «Πήγατε τη βόλτα σας και γυρίσατε;», «Ό,τι είναι να γίνει θα γίνει», «Αν προκηρυχθούν συνεχιζόμενες κινητοποιήσεις δεν θα είμαστε εκεί» (λες και ήταν στις 24ωρες), «Δεν τα βγάζουμε οικονομικά για να κάνουμε απεργία», «Ας βρούνε εναλλακτικούς τρόπους αγώνα», «Συμφέρει το κράτος / εργοδότη όταν κάνουμε απεργία γιατί δεν μας πληρώνει» και άλλα τέτοια κοινότοπα φληναφήματα.
Βαρέθηκα να μεταθέτουμε τις ευθύνες μονίμως στους άλλους. Φταίει η Κυβέρνηση για τα μέτρα που παίρνει, την οποία κάποιοι εξέλεξαν. Φταίνε οι συνδικαλιστές, τις ηγεσίες των οποίων κάποιοι εξέλεξαν. Φταίνε τα «λαμόγια», που παλιότερα ορισμένοι είχαν αναδείξει σε πρότυπα, αλλά για τα οποία σήμερα όλοι νίπτουν τας χείρας τους. Φταίνε, φταίνε, φταίνε… Ποιοι είναι αυτοί οι κάποιοι; Φταίνε μονίμως κάποιοι άλλοι και όχι εμείς. Η ευθύνη μόνο σε τρίτο πρόσωπο…
Βαρέθηκα το κλαψούρισμα όσων επιμένουν να βλέπουν και να παρουσιάζουν τον εαυτό τους ως αιωνίως αθώο. Βαρέθηκα την παθητικότητα και την μοιρολατρία.Βαρέθηκα το χυδαίο βρίσιμο των πάντων χωρίς πρώτα να αναρωτιούνται αυτοί που βρίζουν αυτό που είχε γράψει ο Α. Γκράμσι «Αν είχα κάνει κι εγώ το χρέος μου, αν είχα προσπαθήσει να επιβάλλω τη βούληση μου, θα συνέβαινε αυτό που συνέβη;» Ας μην ξέρουν, γαμώτο, τον Γκράμσι. Ας αναρωτηθούν απλώς το αυτονόητο: «εγώ πού ήμουν; Τι έκανα; Τι δεν έκανα; Τι κάνω;»
Κοιταχτήκαμε όλοι στον καθρέφτη μας για να αναλογιστούμε τις πραγματικές μας ευθύνες, για την ιστορία που γράφεται και την παρακολουθούμε σαν ένα φυσικό φαινόμενο; Χωρίς να συνειδητοποιούμε ότι εμείς την γράφουμε, είτε το αντιλαμβανόμαστε είτε όχι, με τη στάση μας, στο δρόμο ή στον καναπέ.
Μάλλον όχι γιατί αρκούμαστε να τρώμε από τα έτοιμα. Όχι από τα έτοιμα λεφτά. Από τις έτοιμες κατακτήσεις των αγώνων των άλλων. Αυτές, που δεν μάθαμε ποτέ να αναγνωρίζουμε, αλλά τις θεωρούσαμε αυτονόητες. Αρκούμαστε να διαπραγματευόμαστε το πενθήμερο, το οκτάωρο, τις συλλογικές συμβάσεις, τον κατώτατο μισθό, τα βαρέα & ανθυγιεινά, τα όρια συνταξιοδότησης, τα κοινωνικά δικαιώματα, την υγεία, την παιδεία. Αρκούμαστε να διαπραγματευόμαστε το ξεπούλημα των θυσιών των άλλων, χωρίς εμείς να θυσιάζουμε τίποτα, ή μάλλον καλύτερα πιστεύοντας ότι δεν θυσιάζουμε τίποτε, ενώ χάνουμε τα πάντα. Αρκούμαστε να είμαστε δήθεν επαναστάτες, αναζητώντας πάντα το λιγότερο δυνατό κόστος. Αρκούμαστε να απαξιούμε τις προηγούμενες γενιές και να τους επιρρίπτουμε ευθύνες με μεγάλη ευκολία χωρίς η δική μας η γενιά να έχει κατακτήσει τίποτα.
Βαρέθηκα να χαλαλίζω τον οίκτο μου σε ανθρώπους που στέκονται απόντες, για ανθρώπους που δηλώνουν αντιφασίστες & αντιρατσιστές και στην ζωή τους, στην δουλειά τους, στην οικογένειά τους, στο ή στη σύντροφό τους και στα παιδιά τους, είναι μεγαλύτερα φασισταριά από αυτά τα φουσκωμένα ανιστόρητα & κομπλεξικά δίποδα της Χρυσής Αυγής. Βαρέθηκα να τους δικαιολογώ, να τους συγχωρώ, να αναζητώ τρόπο να μπω στο μυαλό τους. Βαρέθηκα τον μανδύα των ψευδοδιλλημάτων τους και των συνεχώς εναλλασσόμενων δικαιολογιών τους για την απραξία τους.Βαρέθηκα να κρύβονται πίσω από τις φράσεις «Όλοι είναι ίδιοι», «Όλοι είναι πουλημένοι», «Μα τι κάνουν;» Και εσύ; Εσύ που ρωτάς; Εσύ που είσαι;
Πρώτον δεν είναι όλοι οι ίδιοι, δεύτερον δεν είναι όλοι πουλημένοι και τρίτον όταν κάποιοι αποφασίζουν να κάνουν κάτι εσύ ακολουθείς; Τι άλλο πρέπει να γίνει για να αντιδράσεις; Είναι σαν να μου λες ότι κάποιος άλλος πρέπει να σου πει να αναπνεύσεις για να ζήσεις. Πρέπει να ειπωθεί αυτό; Δεν νιώθεις να πνίγεσαι; Δεν νιώθεις χωρίς οξυγόνο; Δεν νιώθεις το σκοτάδι να σε πλευρίζει από παντού;
Τί περιμένεις; Ποιόν περιμένεις; Κανένας συνδικαλιστής, κανένα κόμμα δεν έχει καμία αξία χωρίς εσένα. Εσύ είσαι ο πυρήνας της αλλαγής.
Εσύ πρέπει να σκεφτείς, να αντιδράσεις και όχι να λουφάξεις. Δεν μπορείς μονίμως να ρίχνεις την ευθύνη στον επόμενο ή στον προηγούμενο. Αν πάρουμε στα χέρια μας την ευθύνη που μας αναλογεί, παράλληλα θα πάρουμε στα χέρια μας ξανά τη ζωή μας.
Κανείς δεν περιμένει ένα θαύμα από τη γενική απεργία στις 18 Οκτωβρίου, ούτε από αυτήν της 26ηςΣεπτεμβρίου, ούτε από καμία σκέτη γενική απεργία. Ας μην τρέφουμε αυταπάτες. Μια δυναμική συμμετοχή όμως στους δρόμους είναι βασική προϋπόθεση για οτιδήποτε άλλο. Βιώνουμε πρωτοφανείς καταστάσεις, από τα φαινόμενα τύπου Κασιδιάρη και της ανεγκέφαλης παρέας του μέχρι την οικονομική, κοινωνική και ατομικήμας εξαθλίωση. Κάθε συνέχεια προϋποθέτει ξεκάθαρους στόχους, απτούς αλλά όχι περιοριστικούς, ρεαλιστικούς για να πάμε ένα βήμα παραπέρα και όχι για να εγκλωβιστούμε σε αμυντικά χαρακώματα και στα λίγα ψίχουλα που θα μας πετάξουν. Στόχους που θα μας δώσουν την ανάσα εκείνη που χρειαζόμαστε για να βγούμε στην επιφάνεια. Στόχους που δεν θα μεταθέτουν την ανάσα μας αυτή σε κάποιο θολό και απόμακρο μέλλον.
Εδώ και τρία χρόνια, νιώθουμε ότι αυτοτροφοδοτούμε την ελπίδα μας χωρίς σημείο αναφοράς ένα όνειρο τέτοιο σαν αυτό που έδωσε ώθηση σε προηγούμενες γενιές για όλα όσα άντεξαν και κέρδισαν. Ο κόσμος θα έπρεπε να είχε στραφεί στην αριστερά συνειδητά αλλά μόνο αν είχε πιστέψει ότι εκεί υπάρχει ελπίδα, ότι οι κινητοποιήσεις μπορούν να φέρουν αποτέλεσμα. Κινητοποιήσεις με στόχους που να ενοποιούν το κίνημα και την εργατική τάξη, εμάς όλους δηλαδή. Οφείλουμε να συγκεντρωνόμαστε όλοι μαζί και όχι ο καθένας μόνος του γιατί μόνο με αυτό τον τρόπο μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τον εχθρό απέναντί μας, τον ταξικό εχθρό όπως συχνά λέμε.
Δεν αποδεχόμαστε την νέα πραγματικότητα ως τετελεσμένη. Μολονότι νιώθουμε τις αντοχές μας να εξαντλούνται, θα μείνουμε εκεί. Στον καθημερινό αγώνα, στο δρόμο. Μηδενική ανοχή και συνεχής σύγκρουση. Και με τον εαυτό μας. Εκείνο τον εαυτό μας που μας τραβά πίσω, που μας θυμίζει πόσο έχουμε κουραστεί, απογοητευτεί, εξοργιστεί. Το κράτος της κοινωνικής συναίνεσης είναι οριστικά παρελθόν. Μαζί τους και όλα τα εργατικά και τα αστικά δημοκρατικά δικαιώματα της προηγούμενης περιόδου. Όλα όσα γνωρίσαμε, εμείς ως γενιά, και τα θεωρούσαμε ως αυτονόητα, είναι οριστικά παρελθόν. Δεν μπορούμε πλέον να σφυρίζουμε αδιάφορα και να μένουμε αμέτοχοι στην ίδια τη ζωή μας. Δεν φταίνε πάντα οι άλλοι. Δεν φταίνε μόνο οι άλλοι. Ας επωμιστούμε τις ευθύνες μας, ας δώσουμε τον αγώνα μας, ας παλέψουμε για όσα μας λένε ότι δεν θα ξανάρθουν. Ας κρατήσουμε, έστω, καθαρό το βλέμμα μας για όταν η επόμενη γενιά θα μας ζητά το λόγο.
«Πρώτα ήρθαν για τους κομμουνιστές, αλλά δεν διαμαρτυρήθηκα γιατί δεν ήμουν κομμουνιστής.
Μετά ήρθαν για τους Εβραίους, αλλά δεν διαμαρτυρήθηκα γιατί δεν ήμουν Εβραίος.
Μετά ήρθαν για τους συνδικαλιστές, αλλά δεν διαμαρτυρήθηκα γιατί δεν ήμουν συνδικαλιστής.
Μετά ήρθαν για τους Καθολικούς, αλλά δεν διαμαρτυρήθηκα γιατί ήμουν Προτεστάντης.
Μετά ήρθαν για μένα, αλλά δεν υπήρχε πια κανείς να διαμαρτυρηθεί.»
Μπέρτολτ Μπρεχτ
ΥΓ. Το Inprecor θυμάται και τιμά με το συγκεκριμένο άρθρο, όσο μπορεί να γίνει αυτό, τον Ξενοφώντα Λούγαρη, τον 65χρονο ναυτεργάτη που άφησε την τελευταία του πνοή από ανακοπή καρδιάς στη διαδήλωση την ημέρα της γενικής απεργίας στις 18 Οκτωβρίου 2012, καταπονημένος ήδη από τα πολλά χρόνια ανεργίας, και τον Δημήτρη Κοτζαρίδη, τον 53χρονο οικοδόμο μέλος του ΠΑΜΕ, που, επίσης όντας πολύ καιρό άνεργος, χάθηκε πέρυσι στη συγκέντρωση για τη γενική απεργία στις 20 Οκτωβρίου 2011 και πάλι από ανακοπή καρδιάς. Και οι δύο όρθιοι στον αγώνα μέχρι τέλους.