Δευτέρα 1 Ιουλίου 2013

Δύσηχοι τόποι (αναδημοσίευση)


Απρόθυμα  ανασύρονται οι λέξεις από τη θύμηση, τρομαγμένες λέξεις από των καιρών την έπαρση. Λέξεις αυτόχειρες, ρημαγμένες σε τόπους άνυδρους και σε στόματα υβριστών. Βασανιστικά υπακούουν στη σκέψη, αρνούνται να καθίσουν στο χαρτί, κι' άλλοτε πάλι αρνούνται την υπαρξή τους. 

Λέξεις που ήταν φωτιά, ταμένες να μην πεθάνουν ποτέ. Λέξεις που γεννήθηκαν και στέργιωσαν καρτερώντας τον ερχομό ενός ονείρου, λέξεις που γιγαντώθηκαν στης σιωπής τ' αγνάντεμα, που αιχμαλώτισαν πανύψηλα βουνά και αποστάγματα διαδρομών.


Λέξεις που αναμετρήθηκαν σκληρά με το είναι τους, που ζυγιάστηκαν στων καιρών το πέρασμα, πάντα ακέριες και κρυστάλλινες. Λέξεις περιπλανώμενες και ρομαντικές, από λουλούδι σε λουλούδι ρουφώντας το νέκταρ της ζωής. Λέξεις που τάχθηκαν πάνω από τη βιοτή για να την κάνουν ομορφότερη, να την ανεβάσουν στον ουρανό. Λέξεις που φτιάχτηκαν γι' αυτούς που σιωπούν, σαν ένα πλεόνασμα πλούτου στη σοδειά της ομορφιάς τους.


Σ' άλλους καιρούς γιομάτοι οι δρόμοι και οι αυλές από την διακριτική παρουσία τους, ζωντάνευαν σε νύχτες σιωπηλές, χαρίζονταν σαν πρωϊνή δροσιά στο θώπευμα της ψυχής- μαρτυρία ανυπαρξίας του ανέφικτου-.


Δύσηχες πια οι λέξεις: παγιδευμένες σε πανώ, μπροσούρες και στόματα υβριστών, κτήμα από δικαίωμα χρησικτησίας, δολώματα σε βυθούς σκοτεινούς, αναλώνονται στο συνωστισμό της ανάγκης και της επιβίωσης. Λέξεις που δεν ξεσκουριάζουν τον χρόνο, που ο αντίλαλός τους σβήνει παραδίπλα, που δεν ταξιδεύουν να βρούν ορίζοντες.

Λέξεις οργισμένες, που ητήθηκαν από την επιβίωση, χαμήλωσαν στο χώμα, αφήνοντας ορφανή την ψυχή, βορά θανατερών παραισθήσεων, λαλιές ευκαιρίας και σημαίες πρόστυχες.

Λέξεις ξύλινες, απορφανεμένες από ρίζες και κλαριά, σταφιδιασμένες από τον κάματο της δολιότητας. Λέξεις που το άκουσμά τους γίνεται μαχαιριά στην ψυχή, που διαχέουν ύπουλα τον φόβο, λέξεις μήτρα ανείπωτης βαρβαρότητας.

*****

Δεν ζούν πια οι λέξεις μου, δεν τραγουδούν και δεν χορεύουν.

Θωπεύει η ματιά μου εικόνες από τα μικρά και ασήμαντα όπου ακόμη ανθίζουν, γλιστρώντας από τη βαρβαρότητα της εξαφάνισης του ακατανόητου και του περιττού. Και μες στις εικόνες αυτές την αλήθεια αντικρύζω να θριαμβεύει. Και γίνεται πιο οδυνηρή η ήττα των λέξεων, η ήττα μου. Ζυγιάζω τις εικόνες τούτες τις ταπεινές και τη δική μου. Χαμένος από καιρό στην ασημαντότητα του υπάρχω, ξεγλιστρώντας από την αθωότητα των ταπεινών εικόνων, είμαι ένας από αυτούς που με πληγώνουν, θύτης ψυχών και λέξεων. Το μαρτυρεί με δισταγμό τ' ανθισμένο τσετσέκι, της μέλισσας το βουητό, της πεταλούδας τ' ανέμελο της αθωότητας πέταγμα, η περσινή ντοματιά που πάλεψε τον χειμώνα κι' έμεινε όρθια. Το μαρτυρούν κι' η αγάπη όσων ανταμείβει το μάτωμά μου.


Τα όνειρά μου παραχώρησαν τη θέση τους σ' εφιάλτες ανεκπλήρωτων υποσχέσεων, γραμμένη από φόβους και αναστολές η σύμβαση της ζωής μου. Κάνω πως αντιμάχομαι με τις κουρελιασμένες μου λέξεις. Μα οι μνήμες -διάφανες σαν την πάχνη- επιστρέφουν να μου θυμίσουν πως ντρέπονται για την ήττα μου, πως δεν παραδίνονται σε τούτο το αγκύλωμα, στην άρνηση της θυσίας. 

Τι γυρεύω σε τούτη την ερημιά, σ' αυτούς τους δύσηχους τόπους, με τους αγριεμένους καιρούς γιατί μονοιάζω ;


*****

Να αποκοιμηθώ θέλω, κλείνοντας βαριά τα βλέφαρα, σφραγίζοντας τα από το σκοτάδι μ' ένα εκτυφλωτικό όνειρο: Να φύγω πίσω στον καιρό, μακρυά σε τόπους π' αλάργιασεν ο θάνατος, κλέβοντας μια λέξη, μια λεξούλα τόση δά, κλέβοντάς την από μια βάναυση κυριότητα. Να φύγω, διαβαίνοντας τα σύνορα της ζωής και του θανάτου, με μόνη μου αποσκευή μιαν απροσδιόριστη ελπίδα και τούτη τη λεξούλα. Και μαζί να περπατήσουμε ξυπόλητοι και γυμνοί, σε χνάρια π' άφηκαν καιροί φωτισμένοι, να ματώσουν τα πόδια, να λιχνέψει το κορμί, να παλινοστήσουν μέσα από την αχλύ των παραμυθιών οι μνήμες οι δίκαιες. Και τούτη η λεξούλα να μ' αγαπήσει, να νοιώσει περήφανη για την απαγωγή της, να γίνει κόρη μου και νεράϊδα σιωπηλή σαν τη σκιά μου.

Να δραπετεύσω από τους δύσηχους τόπους ποθώ. Για να υπάρξει Ζωή που να χωρέσει σε μια λέξη, σε μια γουλιά κρασί, σ' ένα ποτήρι δροσερό νερό, σ' ένα τραγούδι. Θάρθεις μαζί μου ;


Είπα θα φύγω, Τώρα.
Μ' ό,τι να' ναι,
τον σάκο μου τον ταξιδιωτικό στον ώμο,
στην τσέπη μου έναν Οδηγό,
τη φωτογραφκή μου μηχανή στο χέρι.
Βαθιά στο χώμα και βαθιά στο σώμα μου
θα πάω να βρώ ποιός είμαι.
Τί δίνω, τί μου δίνουν,
κια περισσεύει τ' άδικο,
Χρυσέ ζωής αγέρα.
Ο Μικρός Ναυτίλος, Οδυσσέας Ελύτης


από εApenanti

"Αύριο δεν θα κλαίει κανείς"


Γλιστρώντας πάνω στη σκουριά του χρόνου
Ψωμί και Τριαντάφυλλα ο δρόμος που θα πάρεις.




για νάβρει το ερώτημα δικαίωση στο Αύριο 


Κι' αν σου ζητήσουν τη Ζωή σου όλη
κράτησε τα τριαντάφυλλα



 
 Για "να μην κλαίει κανείς αύριο"

Από τη διαδήλωση των εργαζομένων της ΑΓΕΤ ΗΡΑΚΛΗΣ στην ΕΡΤ

Μισό χάπι, μισή ζωή (αναδημοσίευση)

από εφημερίδα ΠΡΙΝ
της Μαριάννας Τζιαντζή 

Με μακάβριο τρόπο, το θρυλικό «ολίγον έγκυος» επανέρχεται: ολίγον ζωντανοί, ολίγον ετοιμοθάνατοι. Ένας στους πέντε πάσχοντες από χρόνιο νόσημα κόβει το χάπι του στη μέση για να κάνει οικονομία, σύμφωνα με μια έρευνα για τις ιδιωτικές φαρμακευτικές δαπάνες που δημοσιεύτηκε την προηγούμενη εβδομάδα στα Νέα. Η είδηση δεν μας ξαφνιάζει. Λίγες μέρες νωρίτερα, σε μια εκπομπή της υπό κατάληψη ΕΡΤ, ένας καρδιολόγος από το Αττικό Νοσοκομείο έλεγε ότι πολλοί ασθενείς τον παρακαλούν: «Γιατρέ, κόψε κάτι!» εννοώντας να τους γράψει λιγότερα φάρμακα γιατί δεν έχουν να πληρώσουν τη συμμετοχή στην αγορά τους....

Εδώ δεν μας παρηγορεί η σκέψη ότι υπάρχουν και χειρότερα, δηλαδή ότι πολλοί άνθρωποι δεν έχουν καμία πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας. Τουλάχιστον αυτοί που κόβουν το χάπι τους στη μέση είναι σε καλύτερη θέση από τους ανασφάλιστους. Όμως αυτό το μισό χάπι μοιάζει πιο θλιβερό από το «καθόλου χάπι». Ενώ θεωρητικά υπάρχουν οι δυνατότητες για θεραπεία, το ίδιο το χέρι του αρρώστου «κόβει κάτι».

Ο καρδιοπαθής που κόβει το χάπι του στη μέση δεν βρίσκεται στο τελευταίο σκαλί της εξαθλίωσης, όμως κατρακυλά προς τα κει. Δεν είναι ούτε ξεγραμμένος, ούτε θεραπευμένος. Ακροβατεί μες στην αβεβαιότητα: σήμερα ζεις, αύριο πεθαίνεις. Σαν τους φτωχούς της πόλης που αγοράζουν από καροτσάκια της οδού Αθηνάς κονσέρβες ψαριού χωρίς ημερομηνία λήξης και με απροσδιόριστη χώρα προέλευσης. Δεν στέκονται στην ουρά των συσσιτίων, δεν γίνονται αντικείμενο φιλανθρωπίας, η αξιοπρέπειά τους μένει αλώβητη. Θα χορτάσουν ξέροντας ότι θέτουν σε κίνδυνο την υγεία τους. 

Το κομμένο στη μέση χάπι είναι μια κίνηση απελπισίας, αλλά και τρεμάμενης, σχεδόν μυστικιστικής ελπίδας. Σου δίνει την ψευδαίσθηση ότι κάνεις κάτι, ότι αποφεύγεις το «δεν κάνω τίποτα», την πλήρη παραίτηση. Ποιος ξέρει, ίσως το μισό χάπι να κάνει τη δουλειά του, να καθυστερήσει αν όχι να εμποδίσει την πλήρη κατάρρευση. Με μακάβριο τρόπο, το θρυλικό «ολίγον έγκυος» επανέρχεται: ολίγον ζωντανοί, ολίγον πεθαμένοι.

Με μισό χάπι, με μισή ελπίδα μοιάζουν οι υποσχέσεις των κομμάτων εξουσίας. Μισή, μισερή ζωή μάς τάζουν. Μισός μισθός και σύνταξη μισή της μισής. Δεν θα γίνεις καλά, λένε στο λαό, δεν θα ξαναγυρίσεις εκεί που ήσουνα, δεν θα ζήσεις σαν άνθρωπος, αλλά μπορεί και να μην πεθάνεις σήμερα. Μπορεί εσένα να σε φάμε τελευταίο.

(ΠΡΙΝ, "Το τέλος της αγοράς", 30-6-2013)

ΚΙΜΠΙ, Ο μεγάλος θυμός (αναδημοσίευση)


από http://kibi-blog.blogspot.gr
δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Eπενδυτής, 29/6/2013)

Οι Βραζιλιάνοι ξεσαλώνουν με σάμπα. Οι Αιγύπτιοι χορεύουν raqsharqi (το γνωστό οριεντάλ). Οι Πορτογάλοι είναι καθολικοί, οι Τούρκοι μουσουλμάνοι. Οι Ισπανοί βρίζουν στα ισπανικά, οι Μαροκινοί στα αραβικά. Οι Ιταλοί γράφουν τις προκηρύξεις και τα πανό τους από αριστερά προς τα δεξιά. Οι Αλγερινοί αντίστροφα. Οι Σουηδοί πυρπολούν αυτοκίνητα. Οι Τυνήσιοι αυτοπυρπολούνται οι ίδιοι. Οι Έλληνες αυτοκτονούν μοναχικά. Οι Μεσανατολίτες ζώνονται με εκρηκτικά και παίρνουν καμπόσους μαζί τους....

Όταν το ζεις, δεν αντιλαμβάνεσαι το ιστορικό του βάρος. Εδώ και έξι χρόνια όλος ο κόσμος χορεύει, αγανακτεί, διαδηλώνει, εξεγείρεται, συγκρούεται με αστυνομίες και στρατούς. Σε πρωτοφανή μεγέθη, με απίστευτη ένταση. Αναρίθμητα πλήθη γεμίζουν τις πλατείες του κόσμου στις πιο διαφορετικές χώρες, με τις πιο διαφορετικές κουλτούρες, θρησκείες, καθεστώτα, επίπεδα ανάπτυξης. Εκτός από τον μεγάλο θυμό των ανθρώπων, είναι δύσκολο να εντοπίσει κανείς τι συνδέει τους Βραζιλιάνους με τους Τούρκους διαδηλωτές σήμερα ή τι συνέδεε τους Αιγύπτιους και Τυνήσιους της Αραβικής άνοιξης με τους Ισπανούς Indignados ή τους Έλληνες Aγανακτισμένους.

Οι ιστορικοί του μέλλοντος θα δυσκολευτούν να κατατάξουν το μεγάλο κύμα κοινωνικής αναταραχής που σαρώνει τον κόσμο από το 2008. Θα δυσκολευτούν να ορίσουν το σημείο εκκίνησής του – να ήταν άραγε ο ελληνικός «Δεκέμβρης 2008»; Αλλά τι κοινό υπήρχε ανάμεσα στον έφηβο Γρηγορόπουλο, που έπεσε νεκρός από σφαίρα αστυνομικού, και στον 27χρονο Τυνήσιο λαχανοπώλη Μπουαζίζι, που, δυο χρόνια μετά, διαμαρτυρήθηκε για την αστυνομική αυθαιρεσία αυτοπυρπολούμενος; Τι κοινό υπάρχει ανάμεσα στους Τούρκους διαδηλωτές που υπερασπίζονται την κοσμικότητα της κοινωνίας τους και στους Βραζιλιάνους πολίτες που ζητούν να διοχετευτεί στα δημόσια αγαθά μερίδιο από το πλεόνασμα της ανάπτυξης στη χώρα τους;

Εκ πρώτης όψεως δεν υπάρχει τίποτα κοινό. Εκτός από το γεγονός ότι ο μεγάλος θυμός της τελευταίας εξαετίας αποτελεί το δεύτερο «μακρύ κύμα» της μεταπολεμικής ιστορίας που σκάει στα βράχια της «νέας τάξης». Το προηγούμενο κύμα, η «μεγάλη έκρηξη» του 1968, διέκοψε απρόσμενα τη μεταπολεμική αμεριμνησία της ευημερίας. Ήταν ένα κύμα νεανικό, με τους Γάλλους βλαστούς μεσοαστικών οικογενειών να τραγουδούν τη Διεθνή και τους Γερμανούς νέους να πειραματίζονται με το αντάρτικο πόλεων. Ήταν, όμως, καθαρά υπόθεση της Δύσης και των ανεπτυγμένων οικονομιών της. Ένα χασμουρητό πλήξης που εξελίχθηκε σε ουρλιαχτό ηθικής αποδοκιμασίας.

Αλλά ποιο είναι το συνεκτικό στοιχείο του νέου μεγάλου θυμού που έχει βγάλει στον δρόμο, με παράδοξη μεταδοτικότητα και εντυπωσιακό ιστορικό συγχρονισμό, Έλληνες δημοσίους υπαλλήλους, Ισπανούς ανέργους, Γάλλους αποταμιευτές, Βραζιλιάνους μικροαστούς, πιστούς μουσουλμάνους της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής; Μην ακούσω: «Τα social media!». Το ότι το Facebook και το Twitter έχουν υποκαταστήσει επάξια στην κινητοποίηση των μαζών τις χειρόγραφες προκηρύξεις, τα φέιγ βολάν και τις άλλοτε πολυπληθείς συλλογικότητες δεν κάνει τη διαφορά. Το ερώτημα είναι αν υπάρχει κοινό κίνητρο.

Ένα ευδιάκριτο κίνητρο είναι η διάχυτη δυσφορία απέναντι στην εξουσία. Είτε αυτή έχει τη μορφή της ακραίας απολυταρχίας, είτε καλύπτεται κάτω από τον μανδύα της κοινοβουλευτικής νομιμότητας, η εξουσία αμφισβητείται μαζικά και στην ουσία της. Ο Ερντογάν έχει ευρεία λαϊκή υποστήριξη και το άστρο του ανέτειλε μέσα από σκληρή σύγκρουση με το κεμαλικό καθεστώς. Αλλά, από τη στιγμή που έγινε ο ίδιος καθεστώς, πέρασε στη γκρίζα ζώνη της αμφισβήτησης. Αυτό ισχύει και για τα αραβικά καθεστώτα που, τρία χρόνια από το πρώτο ξέσπασμα της Αραβικής Άνοιξης, αδυνατούν να βρουν σημείο ισορροπίας. Ισχύει και για την πρώην αντάρτισσα Ντίλμα Ρούσεφ που δεν μπορεί να εξηγήσει πειστικά γιατί ο αναπτυξιακός άθλος της Βραζιλίας δεν έχει αγγίξει ούτε τις φαβέλες, αλλά ούτε τη νέα μεσαία τάξη της χώρας. Ισχύει πολλαπλάσια για τις ευρωπαϊκές ηγεσίες, οι οποίες με εξαιρετικό κυνισμό αδειάζουν τη δημοκρατία από το στοιχειώδες κοινωνικό της περιεχόμενο. Καθώς η Ευρώπη αποκτά τυπικά χαρακτηριστικά απολυταρχίας εντός της οποίας η πολιτική επιρροή των κοινωνιών σταδιακά εκμηδενίζεται, οι κοινωνίες θα κινούνται σταθερά μεταξύ δυσφορίας και έκρηξης.

Η μια πηγή, λοιπόν, του μεγάλου θυμού του ετερόκλητου πλήθους είναι ο αυξανόμενος αυταρχισμός και αμοραλισμός της εξουσίας. Παραμένει, ωστόσο, παράδοξο το γεγονός ότι αυτός ο θυμός εκδηλώνεται εξίσου μαζικά, αν και όχι το ίδιο αιματηρά, τόσο σε καθεστώτα τυπικά δημοκρατικά όσο και σε εκείνα που δεν κρατούν δημοκρατικά προσχήματα. 

Η συγκολλητική ουσία του οικουμενικού μεγάλου θυμού είναι η βιαιότητα που συνοδεύει την τελευταία φάση καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης. Μια γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία, που διασπείρει τη δράση της σε τρεις ηπείρους χρειάζεται σταθερούς όρους αναπαραγωγής και στη Φρανκφούρτη, όπου βρίσκεται το σχεδιαστικό της επιτελείο, και στη Σανγκάη όπου παράγει τα αυτοκίνητά της. Ένας διεθνής χρηματοπιστωτικός κολοσσός έχει ανάγκη την απρόσκοπτη κίνηση των κεφαλαίων του από τη Νέα Υόρκη, όπου επινοεί άπειρες οβιδιακές μεταμορφώσεις του χρήματος, μέχρι το Νέο Δελχί, όπου κακοπληρωμένοι Ινδοί των call centers λύνουν σε άψογα αγγλικά απορίες Ευρωπαίων αποταμιευτών. Το παγκόσμιο χρήμα σε όλες τις εκδοχές του -παραγωγικό,πιστωτικό ή εμπορικό, ακόμη και ψηφιακό- ενοποιεί τα θεσμικά και πολιτικά πλαίσια, απαιτεί και επιβάλλει όλο και πιο ομοιόμορφους όρους πίεσης στην εργασία, εκμετάλλευσης του κοινωνικού πλούτου, ιδιωτικοποίησης των δημοσίων αγαθών, παραπλάνησης ή καταπίεσης του πλήθους, είτε συναλλάσσεται με αιμοσταγείς χούντες είτε δρα σε άψογες δυτικές δημοκρατίες.

Το αποτέλεσμα, όμως, είναι ότι αυτή η μόνιμη πια διαπλοκή του παγκόσμιου χρήματος, με τις αυταρχικές ή φιλελεύθερες πολιτικές ελίτ των χωρών που αποικίζει, γίνεται και μόνιμη πηγή δυσφορίας και θυμού των κοινωνιών. Ούτε ο Ερντογάν μπορεί να χτίσει οθωμανικούς στρατώνες χωρίς «χριστιανικές» πιστώσεις ούτε η κινεζική ηγεσία μπορεί τιθασεύσει τον θηριώδη πληθυσμό της χωρίς γερμανικές επενδύσεις. Είναι υποχρεωμένοι να συνυπάρξουν -για πόσο, άραγε;- με δυσφορούσες ή θυμωμένες κοινωνίες, σταθερά καχύποπτες πια για το πώς η κυριαρχία του παγκόσμιου χρήματος απονεκρώνει τις δημοκρατίες όπου υπάρχουν και τις απομακρύνει όπου δεν έχουν ακόμη υπάρξει. Τη στιγμή ακριβώς που ο καπιταλισμός γίνεται πραγματικά παγκόσμιο σύστημα, προδίδει πόσο άβολα αισθάνεται με ό,τι έχει απομείνει από την κληρονομιά της Γαλλικής Επανάστασης.

Το πλήθος το διαισθάνεται αυτό. Μπορεί να μην αντιλαμβάνεται τον μηχανισμό του, αλλά το διαισθάνεται. Κι αυτό τρέφει τον μεγάλο του θυμό. Το πότε και σε ποιο σημείο του πλανήτη ο θυμός εκρήγνυται κάθε φορά, ανάγεται στο θρίλερ της ιστορίας. Η σημασία φωλιάζει στ’ ανύποπτα.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Όταν το πλήθος γίνεται υποκείμενο ηθικής ανυπακοής εναντίον ενός άδικου ή ανήθικου νόμου, τότε ο νόμος φθείρεται και παύει να υφίσταται κοινωνικά, αργότερα και τυπικά. Αλλά, όταν το πλήθος ενώνεται σε μια πολύμορφη και συντονισμένη δημοκρατική ανυπακοή και αντίσταση, μπορεί, μαζί με τους νόμους, να ανατρέψει και την κυβέρνηση που τους θέσπισε ή τους διαιωνίζει. Το διαπιστώσαμε ζωντανά στην Τυνησία και στην Αίγυπτο. Έπειτα στις πλατείες της Ισπανίας και της Ελλάδας. Η πολιτική ανυπακοή του πλήθους αποτελεί αυθεντική ηθική και δημοκρατία εν δράσει σε αντίθεση με την ανομία της εξουσίας. Είναι αυτό που φοβάται κάθε εξουσία.

Κώστα Δουζίνα,«Αντίσταση και φιλοσοφία στην κρίση. Πολιτική, ηθική και στάση Σύνταγμα»

Ένας ανώνυμος, ένας ακόμα. (αναδημοσίευση)


της Αννίτας Λουδάρου

Δεν με ξέρει κανείς. Δεν μου συμπαραστάθηκε ποτέ κανένας επώνυμος. Δεν φτιάχτηκαν για μένα στιχάκια με ομοιοκαταληξία. Δεν μου σφίξανε αδερφικά το χέρι , δεν με χτύπησαν στον ώμο με νόημα. Δεν πέσανε πάνω μου τα φώτα της δημοσιότητας, δεν με κοίταξε κανείς στα μάτια με κατανόηση. Δεν έγινα κατάληψη. Ένας ακόμα άνεργος είμαι του ιδιωτικού τομέα.

Μόλις τελείωσα τις σπουδές, έμαθα να βρίσκω δουλειά, ακόμα και εκεί που δεν υπήρχε μονιμότητα. Να στέλνω αριστογραμμένα βιογραφικά, να διεκδικώ. Έδωσα τον καλύτερο εαυτό μου. Ήμουν συνεργάσιμος, φιλικός, γέλαγα με την καρδιά μου με τους συναδέλφους μου. Δεν πρόδωσα, δεν άπλωσα το χέρι ν΄αρπάξω. Βοήθησα και έδωσα.

Όταν μου χρωστούσαν τέσσερις μήνες μισθούς ζήτησα να πληρωθώ. Με ειρωνεύτηκαν που είχα το θάρρος να διαμαρτυρηθώ. Εδώ δεν μιλάς, δεν αντιστέκεσαι. Με απολύσανε. Με συνοπτικές διαδικασίες βρέθηκα με άλλους 1,200,000 άνεργους στον ΟΑΕΔ. Πες μου έχεις πάει κανένα πρωί έξω από τον ΟΑΕΔ ; Να δεις πόσα όνειρα και βιογραφικά λιώνουν στα βρώμικα σκαλιά του.

Ξέρω πως δεν θα μου δωθεί ο λόγος ποτέ. Ξέρω πως δεν θα βρεθώ σε κανένα παράθυρο και πως θα με γράφουν κάτω κάτω στα ονόματα των κομπάρσων μιας ιστορικής ταινίας, που άλλοι την έγραψαν , άλλοι την σκηνοθέτησαν, άλλοι πρωταγωνίστησαν, άλλοι την διήυθυναν και άλλοι την αποτέλειωσαν. Δεν θα γίνω γιγαντοοθόνη. Για μένα δημόσια συμπαράσταση δεν θα υπάρξει ποτέ. Σαν να είμαι ένα λάθος, ένας αποσιωπημένος αριθμός, ένα στατιστικό στοιχείο, του ιδιωτικού όμως τομέα. Αυτό το όμως, άργησα, αλλά το κατάλαβα.

Αυτή είναι η πραγματικότητα μου, η δική μου και όλων αυτών που βρέθηκαν στην θέση μου και στην 1η του μήνα δεν έχουν πληρωθεί για αρκετούς προηγούμενους μήνες. Πάντα μου άρεσε να πατώ τα πόδια μου στην πραγματικότητα και να μην ονειροβατώ. Απο το πόσο γερά πατάς τα πόδια σου στην πραγματικότητα και το πόσο την αντέχεις, κρίνεται και όλη η αντίσταση σου στο κύμα της παραίτησης και της άρνησης στην ζωή που ακολουθεί αυτή την βία που έχει το όνομα ανεργία. Η ανεργία αποτυπώνει την ύπαρξη της στους αριθμούς και στα στοιχεία. Ο άνεργος στην ψυχή του.

Δεν το βάζω κάτω. Μπορεί γι΄αυτή την χώρα να είμαι αποπαίδι, δεν θα σταθώ όμως ούτε άδειος, ούτε γυμνός, να με πάρει το κύμα. Θα γίνω "μάνα'' του εαυτού μου. Θα με θρέψω. Τα όνειρα είναι δωρεάν. Συμπαραστέκομαι σε ΟΛΟΥΣ τους τίμιους, άνεργους ανθρώπους και σε κανέναν άλλο χαραμοφάη.

Δεν θα πάψω να νιώθω χρήσιμος, γιατί είμαι χρήσιμος, εδώ ή ακόμα και σ΄έναν εργοδότη κάπου στο εξωτερικό. Έχω σκέψη, ιδέες, ταλέντα. Δεν ήμουν ποτέ μονάχα η δουλειά μου.

Αρχίζω να καταλαβαίνω σιγά σιγά γιατί πάντα μου άρεσαν τα ανεξήγητα, τα ανείπωτα, τα άμορφα. Όλα όσα δεν χωράνε, όσα περισσεύουν, όσα κρύβουν μυστικά. Σαν το λευκό πανί που περιμένει να φυσήξει ο αέρας για να φουσκώσει και να ξεκινήσει. Και όπως πιστεύω στην ποίηση, στους άγραφους νόμους, πιστεύω και στην δύναμη της ψυχής. Αυτό είναι. Πιστεύω. 

Ζωγραφική Δημήτρης Αναστασίου.

Παρασκευή 28 Ιουνίου 2013

Tα παιδικά μου χρόνια είναι γεμάτα καλαμιές (αναδημοσίευση)



Tα παιδικά μου χρόνια είναι γεμάτα καλαμιές. Ξόδεψα πολύ άνεμο για να μεγαλώσω. Μόνον έτσι όμως έμαθα να ξεχωρίζω τους πιο ανεπαίσθητους συριγμούς και να ακριβολογώ τα μυστήρια όπου άλλο πράγμα είναι η αγάπη και άλλο πράγμα ο έρωτας. Άλλο η επιθυμία και άλλο η λαχτάρα. Άλλο η πίκρα και άλλο το μαράζι. Άλλο τα σπλάχνα κι άλλο τα σωθικά.

Με καθαρούς τόνους, θέλω να πω, πως – αλίμονο – τους τόνους, τις αποχρώσεις και τις ανεπαίσθητες διαφορές των πραγμάτων της ζωής μας τις αντιλαμβάνονται όλο και λιγότεροι..

Τις νιώθουν μόνο αυτοί που δεν απομακρύνονται από το νόημα ενός ουράνιου σώματος που το φως του είναι ο αφομοιωμένος μας μόχθος – έτσι καθώς δεν παύει να αναστρέφεται κάθε μέρα γεμάτος θάμπος για να μας ανταμείψει! Είναι τα όνειρα και οι ελπίδες που έχουμε εναποθέσει ο ένας στο βλέμμα του άλλου , τις ώρες της ατέρμονης σιωπής… και της αναμονής των ακουσμάτων μας.

Θέλουμε – δε θέλουμε, αποτελούμε το υλικό μαζί και το όργανο μιας ατέλειωτης ανταλλαγής ανάμεσα σ’ αυτό που μας συντηρεί και σ’ αυτό που του δίνουμε για να μας συντηρεί: το μαύρο, που δίνουμε, για να μας αποδοθεί λευκό ή γαλαζο-πράσινο σαν της Αρτίμου τα διαυγή νερά, και χρωστάμε στη διάρκεια μιας λάμψης την πιθανή ευτυχία μας.

Ιπποκράτους 163: Η Vodafone νύχτα "φυτεύει" την ανάπτυξη



Σαν τους κλέφτες ! Από χθές τα χαράματα εργολάβος της Vodafone κουβάλησε τα οικοδομικά υλικά και όλο τον εξοπλισμό για να στηθεί κεραία υψηλής ισχύος στην ταράτσα πολυκατοικίας στην Οδό Ιπποκράτους 163-165 και Βατάτζη, στην Αθήνα.


Το έργο ξεκίνησε από μέρες πριν όταν η Vodafone νοίκιασε το δώμα της πολυκατοικίας που ανήκει στον γιατρό-γυναικολόγο Ζωγράφο Θεόδωρο έναντι ποσού 4.000 ΕΥΡΩ μηνιαίως σύμφωνα με μαρτυρίες κατοίκων. Ο ίδιος ιδιοκτήτης κατέχει και ολόκληρο τον 5ο όροφο (κάτω από το δώμα) στην πολυκατοικία και το οποίο διαμέρισμα νοικιάζει.

Χθες το πρωί άρχισαν οι οικοδομικές εργασίες. Άρχισε να κτίζεται καμινάδα μεγάλων διαστάσεων, αφού πρώτα τρύπησαν την ταράτσα της πολυκατοικίας. Προφανώς μέσα στην καμινάδα θα φιλοξενηθεί η κεραία, πλην όμως η καμινάδα χτίστηκε στο κοινόχρηστο χώρο της πολυκατοικίας. Για να είμαστε ακριβείς η καμινάδα 'ηλθε έτοιμη και απλά "συναρμολογήθηκε".

Όταν οι ένοικοι της πολυκατοικίας αντιλήφθηκαν την παρανομία ανέβηκαν στην ταράτσα και σταμάτησαν το τσιμεντάρισμα της καμινάδας. Έτσι το έργο έμεινε ημιτελές. Οι κάτοικοι της πολυκατοικίας και της περιοχής κάλεσαν τις "αρμόδιες" αρχές και βρίσκονται στη διαδικασία προσφυγής κατά της αυθαιρεσίας της Vodafone αλλά και του αδίσταχτου γιατρού-εισοδηματία.

¨Έχει κληθεί από ώρες εισαγγελέας πλην όμως ακόμη να φανεί. Αντί αυτού ήλθε η Άμεση Δράση (100) και άρχισε να γράφει τα μηχανάκια που ήταν παρκαρισμένα στο πεζοδρόμιο της πολυκατοικίας.



Από το πρωί το είχαμε κοινοποιήσει σε συλλογικότητες της περιοχής mail που καλούσε στην αποψινή (27/6) συνέλευση στην είσοδο της πολυκατοικίας. Μέχρι αυτή την ώρα οι ένοικοι και οι κάτοικοι της περιοχής παραμένουν στην πολυκατοικία καλώντας ταυτόχρονα σε νέα συνέλευση αύριο Παρασκευή 28 Ιούνη στις 9 το βράδυ στο ίδιο μέρος.


Η σημερινή Λαϊκή Συνέλευση, στην οποία πήραν μέρος πάνω από 200 κάτοικοι, είχε στόχο τη διαμαρτυρία για την τοποθέτηση μιας παράνομης και επιβλαβούς για την υγεία κεραίας κινητής τηλεφωνίας. Μαζεύτηκαν υπογραφές για την άμεση απομάκρυνση της κεραίας από την περιοχή. 

Συντάχθηκε κείμενο διαμαρτυρίας στο οποίο τονίζεται:«κινδυνεύει άμεσα η υγεία η δική μας και των παιδιών μας. Η περιοχή είναι πυκνοκατοικημένη και σε πολύ κοντινή απόσταση βρίσκονται βρεφονηπιακοί σταθμοί, σχολεία και φροντιστήρια». Αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθεί κάθε ένδικο μέσο και να κατατεθούν ασφαλιστικά μέτρα, ώστε να σταματήσουν οι εργασίες κατασκευής της «καμινάδας».  

Πέμπτη 27 Ιουνίου 2013

Για την αντικατάσταση του μαύρου (αναδημοσίευση)


από ΤΑ ΚΑΚΩΣ ΚΕΙΜΕΝΑ (http://kakoskeimena.net)

Η ημέρα των ματωμένων λουλουδιών

Από μικρός λάτρευα εκείνη τη μοναδική αίσθηση που σου αφήνει το χάραμα. Τότε που πρωτοβγαίνει ο ήλιος, τότε που η ατμόσφαιρα δεν έχει ακόμα κατασταλάξει ανάμεσα στο ζεστό και το κρύο. Τότε που της αυγής το αεράκι χαϊδεύει απαλά τα βλέφαρά σου για να ξυπνήσεις οριστικά. Είναι τότε που η νύχτα μόλις έχει χαθεί και βλέπεις ακόμα απομεινάρια από το μαύρο της να θρυμματίζονται και να χάνονται μέσα στα ουράνια στόματα της πλάσης.

Είναι τότε που τα χρώματα σμίγουν και φτιάχνουν μια ιριδίζουσα βεντάλια και θαρρείς ότι χορεύουν μεταξύ τους και αλλάζουν διαρκώς στον ουρανό θέση, κρύβονται πίσω από σύννεφα και εμφανίζονται ξανά, απροειδοποίητα, λες και δίνουν τη δική τους παράσταση στον κόσμο που αγουροξυπνά. Είναι τότε που τα πλάσματα της φύσης βγάζουν τις καθαρότερες και δυνατότερες φωνές τους, τότε που το πέταγμά τους είναι το πιο τρανταχτό, έτσι όπως σχίζουν τους αιθέρες και σπάζουν την άθικτη μέχρι εκείνη την ώρα σιωπή. 

Είναι τότε που οι άνθρωποι χουζουρεύουν, κρύβονται κάτω απ’ τα σεντόνια κι αγκαλιάζονται και δίνουν φιλιά ζεστά, φιλιά γεμάτα από όνειρα, καθώς πιστεύουν ότι ακόμα ονειρεύονται στ’ αλήθεια και ότι ίσως τελικά η αλήθεια να μην είμαι μονάχα ένα όνειρο. Είναι τότε που ο ήλιος ξεγλιστράει μέσα απ’ τις γρίλιες και κάνει ζωγραφιές πάνω στις ημίγυμνες τις πλάτες, τότε που τα δάκτυλα σχηματίζουν στη σάρκα ονόματα και σχήματα που πρέπει να μαντέψεις, καθώς μπερδεύεις την αγάπη με την ανατριχίλα. Τότε που όταν λες ότι αγαπάς, σχεδόν ανατριχιάζεις.

Έτσι είναι και σήμερα, καθώς ατενίζω την πόλη από ψηλά. Ανέβηκα ως εδώ πάνω, στο υψηλότερο σημείο, σε μια δική μου ακρόπολη, για να νιώσω όσο εντονότερα μπορούσα όλο αυτό το συναίσθημα, να πάρω ανάσες βαθιές και να εισπνεύσω την ενέργεια ενός κόσμου που ξυπνάει ταυτοχρόνως. Υπολόγισα την ώρα, ώστε να προλάβω να είμαι εδώ την κατάλληλη χρονική στιγμή, ακριβώς πριν η μαγεία τούτη χαθεί και πετάξει μακριά σαν πουλάκι φοβισμένο. Πριν εισβάλλουν όλοι με μανία στην ορμή της καθημερινότητας και χάσουν τα ζωηρά τα χρώματά τους και φορέσουν στα μάγουλα πάλι εκείνο το τσιμεντένιο γκρι. Πριν γίνουν οι αγκαλιές αλαφιασμένα τροχοφόρα που εναλλάσσονται στο ίδιο τοπίο αμέτρητες φορές, τόσο που νομίζεις ότι αυτός ο πλανήτης κατοικείται από ρόδες, παρά από ανθρώπους. Πριν μετρήσω λαιμούς σφιγμένους με γραβάτες, που ώρες-ώρες μοιάζουν με κόμπους και θηλιές που έχουν μπει εκεί για να κρεμιούνται όλοι αυτοί που καθημερινά αυτοκτονούν χωρίς να το καταλαβαίνουν. Πριν δω την απογοήτευση στους ώμους εκείνους που ανεβοκατεβαίνουν συγκαταβατικά, στα χείλη που γελάνε με ανάποδη φορά, προς τα κάτω, στα βλέμματα τα στατικά, που δεν ανοιγοκλείνουν, τόσο που μπερδεύεσαι και λες ότι σε κοιτούν αλλά μπορεί και να μη σε βλέπουν. Πριν εμφανιστούν τα απλωμένα χέρια με τις αδειανές τις χούφτες να παρακαλάνε για μερικά ψίχουλα ζωής, καθώς κενά στομάχια συρρικνώνονται και συνεχώς μικραίνουν για να υπάρξουν με όλο και λιγότερα. Ήρθα πριν ρουτινιαστώ απ’ τη ρουτίνα.

Μα είναι λες και πάγωσε η στιγμή. Λες και δεν υπήρξε επόμενο δευτερόλεπτο στα κλάσματα του χρόνου, σαν κάποιος να αποφάσισε την παύση των κινήσεων, την αφαίρεση της βοής και της πολυκοσμίας, λες και όλοι εγκατέλειψαν τη γη και δεν έμεινε ξοπίσω της κανείς. Λες και δεν ξύπνησε κανένας και είναι ακόμα όλοι βαθιά κοιμισμένοι υπό την επήρεια του ισχυρότερου υπνωτικού. Τρέχω γρήγορα στο κέντρο των δρόμων, ανάμεσα σε φανάρια που έχουν μείνει σταθερά σε χρώμα κόκκινο, κυλιέμαι πάνω στην έρημη την πίσσα, ουρλιάζω δυνατά, σκίζω τα ρούχα μου αλλά κανένας δεν εμφανίζεται από πουθενά για να με σταματήσει. Κι είναι όλα τα μαγαζιά κλειστά, οι τράπεζες με δεμένα ακόμα τα υπερσύγχρονα λουκέτα, στους ουρανοξύστες δεν ήρθε καν ο θυρωρός, τα αυτοκίνητα είναι με τις πόρτες ανοιχτές και τα κλειδιά στα τιμόνια, τα τηλέφωνα δεν λειτουργούν και οι τηλεοράσεις δεν εκπέμπουν πια σήματα. Τα σχολειά δεν έχουν δασκάλες ούτε μαθητές ούτε μωρά παίζουν στις παιδικές χαρές και είναι όλες οι τζαμαρίες καλυμμένες με δισέλιδα από εφημερίδες του χθες. Οι υπηρεσίες όλες αδειανές, μόνο πρωτόκολλα και χαρτιά επείγοντα και σοβαρά βλέπεις να πηγαινοέρχονται στους έρημους διαδρόμους που κανονικά τώρα θα είχαν ατέλειωτες ουρές. Δεν γίνεται, δεν είναι δυνατόν, ούτε καμπάνες ηχούν στις εκκλησιές, ούτε πλοία διασχίζουν τα πελάγη, ούτε αεροπλάνα ακουμπάνε τις γραμμές των αεροδιαδρόμων. Ακόμα και ο πύργος ελέγχου δείχνει να μην έχει πια τον έλεγχο.

Όταν πρόκειται κάτι σπουδαίο να συμβεί, προηγείται μια παύση διαρκείας. Πριν από τη εντονότερη έκρηξη, πριν τη δυσκολότερη εκτόξευση, πριν τον ισχυρότερο σεισμό. Ακόμα και τα καλύτερα τραγούδια έχουν μέσα τους μια καλά μελετημένη παύση, για να πιστέψεις ότι το τραγούδι τέλειωσε και τότε να έρθει και να σε εκθέσει το ξέσπασμα που θα σκεπάσει το βιαστικό το χειροκρότημά σου με την αυξανόμενη ένταση που έκρυβε μέσα της η σύνθεση της έμπνευσης, μόνο και μόνο για το ρεφρέν που θα απογειώσει την αποκορύφωση όλης της δημιουργίας. 

Ζω το φαινόμενο αυτής της παύσης, ακριβώς πριν το ρεφρέν της ιστορίας. Από μακριά, διακρίνω ορδές να κατακλύζουν σαν κινούμενα ποτάμια τα στενά, με νέους και γέρους χιλιάδες που στόλισαν με λουλούδια και καρφιά τα σώματά τους. Μανάδες με νεογέννητα στα στήθη και τις αγκαλιές, ξυλουργοί που σπάσανε τα καθιστικά και πήραν τα ξύλα για λοστάρια, ναυτικοί που κουβαλούν στις πλάτες τους κόμπους χοντρούς από εκείνους που δένουν τα μεγαλύτερα καράβια, τραγουδιστές που τραγουδούν συνθήματα, τύπους κουστουμαρισμένους που λιώσανε τα σακάκια και κάνανε λαμπάδες τις γραβάτες. Νιώθω κύματα τις φωνές να εξαπλώνονται και να πλημμυρίζουν τον αέρα, ποδοβολητά συγχρονισμένα, ρυθμικά που το έδαφος ταρακουνάνε, τα δέντρα να έχουν πάρει την κλίση του κινούμενου πλήθους λες και το ακολουθούνε, λες και σηκώθηκαν από τη θέση τους δάση και βουνά για να φτάσει ο κόσμος εκεί που θέλει πιο κοντά. Μια φυσική επανάσταση με τη βοήθεια της φύσης.

Τρίβω τα μάτια, τσιμπιέμαι μήπως και είμαι στο κρεβάτι μου ακόμα, μήπως δεν βλέπω αυτό που υπάρχει αλλά αυτό που θέλω να υπάρχει, μήπως παρασύρθηκα από τις παραισθήσεις της αυγής και βλέπω οράματα που έμειναν στο πίσω μέρος του μυαλού μου, όπως τα κατάλοιπα των πρόσφατων ονείρων. Ο βαθύς πόνος στο σβέρκο από το λοστό ενός αστυνομικού με πείθει ότι τούτο το σκηνικό είναι πέρα για πέρα αληθινό. Κανένας δεν άνοιξε το μαγαζί του σήμερα. Κανένας δεν πήγε στη δουλειά του. Καμιά τράπεζα δεν έδωσε και δεν πήρε λεφτά. Κανένα καράβι δεν έδεσε ούτε σάλπαρε να φύγει. Η χώρα μοιάζει με κορμί που μέχρι χτες κινούταν μηχανικά κι αυτόματα αλλά τώρα δεν μπορεί να κάνει ούτε βήμα παραμικρό λες κι έχει παραλύσει. 

Δίχως να καταλάβω πως, γίνομαι κι εγώ ένα με τούτο τον ολόκληρο λαό που τώρα έχει συμπυκνωθεί σαν μια σφιγμένη δυνατή γροθιά και ενώνει τα χέρια με τα μπράτσα και τους αγκώνες και φτιάχνει τείχη ανθρώπινα και ορμάει με ορμή απέναντι σε φορτηγά και άρματα που ρίχνουνε νερά μήπως και σβήσουν τη φωτιά που βγαίνει μέσα από άπειρα στόματα και κατακαίει τα πάντα και ολοένα εξαπλώνεται και προχωρά μπροστά. Και πέφτουνε κορμιά ανάμεσα σε καπνούς και ουρλιαχτά, καθώς ο λαός νικά, σηκώνοντας τους ένστολους ψηλά, στη θάλασσα πετώντας τους βαθιά, ετούτη η αλλαγή πίσω δεν γυρνά, τη γη που του ανήκει αποκτά ξανά, την ώρα που νέοι φιλιούνται στο στόμα δυνατά με μια σημαία αγκαλιά. Την ώρα που μια σφαίρα με τρυπά και το αίμα μου λέξεις στον ουρανό σκορπά.

Μαύρο δεν υπάρχει πια.

Τετάρτη 26 Ιουνίου 2013

Σας λέει τίποτα αυτό ;


Η φρίκη σε πρώτο πλάνο (αναδημοσίευση)


από ΤΑ ΚΑΚΩΣ ΚΕΙΜΕΝΑ (http://kakoskeimena.net)
του Πάνου Μουχτερού

Ραψ’ το αλλιώς θα στο ράψουν

Τόσα χρόνια, τόσοι τόποι διαφορετικοί, αποτυπώθηκαν στο μνημονικό μου επάνω σκηνές χιλιάδες. Βρέθηκα σε όλων των ειδών τις επικίνδυνες αποστολές και τις ανταποκρίσεις, πάντα με ένα μικρόφωνο στο χέρι και μια κάμερα από πίσω να ακολουθεί υπομονετικά τα λαχανητά μου, καθώς κατέγραφα περιστατικά που στην πορεία θα βαφτίζονταν γεγονότα και μετά από το κατάλληλο μοντάζ θα κατέληγαν να παίζονται ως τρίλεπτα ρεπορτάζ στα δελτία των ειδήσεων.

Σε ζούγκλες μέσα, σε ερήμους, σε στάδια που έγιναν καταυλισμοί για τους αδύναμους και τους κατατρεγμένους αυτού του κόσμου. Κι είναι μερικές εικόνες που όσο και αν προσπαθώ να ξεχάσω μαζί με τα καταχωνιασμένα βίντεο που έχω στο αρχείο, αυτές δεν λένε να ξεκολλήσουν από την οθόνη του μυαλού μου. Εικόνες σκληρές, γεμάτες από τα απάνθρωπα έργα των ανθρώπων. Είναι στιγμές που νιώθω ότι κουβαλάω τα τραύματα ενός στρατιώτη βετεράνου, έτσι καθώς συχνά-πυκνά τινάζομαι μέσα στη νύχτα και βλέπω απέναντί μου να με κοιτά κατάματα στα μάτια εκείνο το γλυκό κοριτσίστικο προσωπάκι που είχαν βιάσει τότε, έξω από εκείνο το αχυρένιο σπίτι, κι ύστερα φωτιά, φωτιά, φωτιά, παντού φωτιά, καθώς γυναικόπαιδα έτρεχαν γυμνά με πέλματα καμμένα και μαλλιά λαμπαδιασμένα, νερό, ρε, φέρτε νερό, εδώ ο κόσμος καίγεται την ίδια ώρα που διψά. Και σηκώνομαι απότομα για να συνέλθω και να δροσιστώ και έτσι, καταπίνοντας, θυμάμαι τους λαούς εκείνους που ξυπνάνε με τα χέρια γύρω από το λαιμό και αργοπεθαίνουν και πνίγονται σε μια γουλιά νερό.

Ξημέρωσε γρήγορα, ευτυχώς. Είναι μέρες τώρα που με ξυπνά αυτός ο υπέροχος ήλιος, έτσι όπως πρόωρα ανατέλλει και λούζει με φως τον απέραντο καταγάλανο ουρανό. Με έστειλαν εδώ για μια τελευταία δημοσιογραφική έρευνα, τη δυσκολότερη από όλες, μου είπαν. Ήρθα σε μια χώρα που μετρά κάθε ημέρα θύματα χιλιάδες, χωρίς να βρίσκεται σε πόλεμο. Που παρά το λαμπερό και γελαστό της κλίμα, οι κάτοικοί της περπατούν με πρόσωπα μαύρα και σκυφτά. Που δίπλα στα πιο μεγαλοπρεπή μνημεία του ανθρώπου, βλέπεις να γίνονται μάρμαρο οι άνθρωποι από την πείνα και τη μοναξιά. Που δίχως βόμβες να βουτάνε βαθιά μέσα στη γη, δίχως πυρομαχικά να καρφώνονται στα μέτωπα των περαστικών, πέφτουνε διαρκώς όλες οι γέφυρες της κοινωνίας και τα κενά ανάμεσα στις υπάρξεις γίνονται μεγαλύτερα ολοένα. Που χωρίς άρματα να ποδοπατάνε πεζοδρόμια και κορμιά, παραπατάς πάνω σε νεκρούς που μένουν έτσι αραδιασμένοι στα πλακόστρωτα, ηλιοκαμένοι και γυμνοί. 

Και όταν πας να τους περιεργαστείς, δεν βλέπεις αίματα στα δέρματά τους. Βλέπεις αριθμούς και σύμβολα νομισμάτων να τους έχουν καλύψει με βαθύ μαύρο όλη την καρδιά. Που ψάχνεις να βρεις μια σκιά να δροσιστείς, την ώρα που καύσωνας εξατμίζει τις ανάσες και νομίζεις ότι η σκιά ξαφνικά κινείται και λες ότι έχεις παραισθήσεις από την πολλή τη ζέστη αλλά σηκώνεις το ιδρωμένο κεφάλι σου ψηλά και διαπιστώνεις ότι δροσίζεσαι από τη σκιά ενός γέρου που κρεμάστηκε σε ένα κάγκελο από τη λουλουδάτη βεράντα του σπιτιού του. Είναι η εποχή που ανθίζει η φρίκη.

Ψάχνω να βρω μια κάποια παραμικρή εξήγηση για όλα τούτα τα περίεργα που συμβαίνουν εδώ πέρα. Χτυπάω μεσημεριάτικα τις πόρτες και μπαίνω σε σπίτια μέσα και ανοίγω όποια τηλεόραση βρεθεί μπροστά μου, αλλά διαρκώς πέφτω πάνω σε οθόνες μαύρες που δείχνουν μόνο μαύρο μαυρισμένο και τίποτε άλλο. Βάζω σε φουλ ένταση τα ραδιόφωνα αλλά από τα ηχεία δεν βγαίνουν ανθρώπινες φωνές, παρά μόνο ο συνεχής ήχος του κενού, ξέρω πολύ καλά αυτόν τον ήχο, είναι όπως τότε, όταν βάζεις το αυτί σου πάνω από έναν σκοτωμένο εργάτη, προσπαθώντας να καταλάβεις αν όντως έπαψε να υπάρχει ο σφυγμός του, ή όπως όταν προσπαθείς να επικεντρώσεις όλες τις αισθήσεις σου στο ελάχιστο εκείνο κλάσμα του δευτερολέπτου, ακριβώς πριν σκάσει η βόμβα χιλιόμετρα πιο πέρα και ταρακουνηθεί το έδαφος κάτω από τα πόδια σου και σωριαστείς λίγο μετά κι εσύ σαν θραύσμα από σφαίρα. 

Για τέτοιο κενό μιλάμε, κενό διαπεραστικό, θανατηφόρο. Και βλέπεις οικογένειες ολόκληρες να κάθονται αμίλητες, αγκαλιαστά, κρατώντας σημαιάκια πράσινα και μπλε, έχοντας μπουκώσει με τηλεχειριστήρια τα στόματα, καθώς βυθίζονται βαθιά σε καναπέδες τεράστιους, που έχουν το χρώμα της άμμου. Και είναι λες και ζωντανεύει το έπιπλο και γίνεται άμμος κινούμενη, που καταπίνει τα πάντα στο πέρασμά της, αντικείμενα, σημαιάκια και ανθρώπους, με την εξέχουσα παλάμη τους να κάνει το σύμβολο της νίκης, έτσι όπως ρουφιούνται κυκλικά και χάνονται προς τον ατέλειωτο πάτο του σαλονιού τους. Και με τη νίκη. Κι ας νικηθούμε.

Τρέχω να ξεφύγω μακριά, να φτάσω έως τη θάλασσα, να βουτήξω με φόρα μέσα στα διάφανα νερά της, να θυμηθώ ότι η χώρα τούτη έχει μέρη μαγικά και μπορεί να σε κάνει να ξεχάσεις τα βάσανα και να δεις τις αρνητικές σκέψεις να χάνονται, όπως το κύμα που σβήνει τώρα πάνω στην ακρογιαλιά. Μα έτσι όπως έχω παρασυρθεί και με ταχύτητα ορμάω, αντί να καταλήξω στο βυθό, πέφτω με δύναμη πάνω σε μερικές κοιλιές που έχουν κάτσει στη σειρά, πασαλειμμένες με λίπος και ιδρώτα. Και γλιστράει το πρόσωπό μου πάνω σε τρίχες που μπλέκονται με επίχρυσα στολίδια γύρω από αρωματισμένα μπράτσα και λαιμούς γεμάτους κρεατοελιά. 

Όπως κάνω να σκουπίσω την αηδία που κόλλησε πάνω στα μάγουλά μου, παρατηρώ ότι τούτοι εδώ οι τύποι λένε δυνατά λέξεις ελληνικές αλλά για κάποιον περίεργο λόγο όταν μιλάνε στραβώνουνε τα στόματά τους και χασκογελάνε φωναχτά και τα στραβά τους δόντια στάζουν νικοτίνη καφετιά και τα νύχια των ποδιών τους είναι πιο μεγάλα κι από τα ίδια τους τα πέλματα, έτσι όπως εξέχουν μέσα από σκισμένες σαγιονάρες και φτέρνες ποτισμένες με τις ουσίες της λίγδας. Δεν μπορεί να είναι απόγονοι των ένδοξων αρχαίων Ελλήνων όλοι αυτοί, δεν γίνεται να βλέπεις άντρες που το στήθος τους πάχυνε τόσο που σχημάτισε βυζιά, δεν είναι δυνατόν οι γυναίκες αντί για φύλλα ελιάς να ρίχνουν στο πέλαγος αποτσίγαρα, δεν στέκει μικρά παιδιά να πετάνε σακούλες μ’ αποφάγια και πλαστικά κουτιά έξω από τα παράθυρα των φιμέ αυτοκινήτων. Σαν ταινία τρόμου μοιάζει. Κι ύστερα ήρθαν οι μπάσταρδοι.

Πετυχαίνω το πρώτο λεωφορείο και ανεβαίνω γρήγορα τα σκαλιά και βρίσκω μια θέση δίπλα στο παράθυρο. Πάντα μου άρεσε να το κάνω αυτό, όχι μόνο για λόγους εμπνεύσεως, αλλά επειδή μέσα από το τζάμι μπορώ κάθε φορά και συλλέγω χρήσιμες πληροφορίες για κάθε μέρος που θα βρεθώ σ’ αυτόν τον πλανήτη. Ειδικά αν η διαδρομή είναι μακρινή και περάσει ώρα μέχρι να φτάσουμε στον τερματικό σταθμό, μπορώ να γράψω ολόκληρο αφιέρωμα. Βρίσκω την ευκαιρία και παρατηρώ την αρχιτεκτονική της πόλης, σημειώνω τα χρώματα που κυριαρχούν στον χώρο, τις τάσεις και τις κινήσεις των κατοίκων, τις συνήθειές τους, τον τρόπο που επιλέγουν να συνωστίζονται, λίγο πριν ανέβουν και κατέβουν στις στάσεις που τους ενδιαφέρουν. 

Λίγο πιο κάτω, το λεωφορείο σταματάει σχεδόν αναγκαστικά έξω από μια λαϊκή αγορά. Κόσμος πολύς που μοιάζει να είναι στάσιμος, μποτιλιαρισμένος. Ξαφνικά βλέπεις τους πάγκους να εκτοξεύονται και τις πολύχρωμες τέντες να γίνονται πανιά που τα ξεσκίζουν μερικοί καλογυμνασμένοι τύποι, έτσι όπως πετάγονται απότομα πίσω από τους κάδους και που τώρα τρέχουν απειλητικά, έχοντας λεπίδες στα χέρια για να γδάρουν τους άτυχους τους εμποράκους. Και βλέπεις τους μαύρους να ασπρίζουν από το φόβο. Βλέπεις τους λευκούς να μαυρίζουν από το μίσος. Δευτερόλεπτα μετά, μπουκάρουν μέσα στο λεωφορείο. Και μου σπάνε την κάμερα. Και ψάχνω έντρομος έναν τρόπο να κλείσω τούτο το ρεπορτάζ. Από τη χώρα του ποτέ. Για την τηλεόραση που δεν θα δείξει τίποτα. Ο ανταποκριτής που φοβήθηκε να πει τ’ όνομά του.

Που τον έκαναν να καταπιεί την ίδια του τη γλώσσα. 

Η γέννα δεν είναι εμπόρευμα!

ΚΑΛΕΣΜΑ 

Σας καλούμε την Τέταρτη 26 Ιουνίου, 2013 στην αίθουσα του Δήμου Ζωγράφου, στην οδό Ανακρέοντος 60, στις 19μμ. 

Σκοπός: Να οργανώσουμε κίνημα των κατοίκων δημιουργώντας επιτροπή αγώνα, από κοινού με τα κοινωνικά ιατρεία, τις γυναικείες, τις ανθρωπιστικές, μεταναστευτικές και κοινωνικές οργανώσεις, για να ανοίξουν τα μαιευτήρια και τα νοσοκομεία της περιοχής μας τις πόρτες τους και να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους δωρεάν στους ανασφάλιστους/ες και φτωχούς/ές. 

Και αυτό επειδή στα μαιευτήρια και στα νοσοκομεία οι άνεργες και ανασφάλιστες γυναίκες δεν μπορούν να γεννήσουν δωρεάν. 
Επειδή, οι φτωχές γυναίκες, όταν δεν είναι σε θέση να πληρώσουν το τοκετό τις κυνηγάει η εφορεία και απειλούνται με κατάσχεση των υπαρχόντων τους. 
Επειδή, προβλέπεται διπλασιασμός του ήδη δυσβάστακτου ποσού που πληρώνουμε για τον τοκετό και την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στους «…μη Έλληνες πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τρίτων χωρών…» με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν ανθρώπινες ζωές. 
Επειδή, η στάση της ηγεσίας του υπουργείου υγείας και της ''τροϊκανής'' κυβέρνησης απέναντι στο δράμα που βιώνουν οι ανασφάλιστοι/ες ασθενείς, είναι ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗ. 

ΔΩΡΕΑΝ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΟΚΕΤΟΣ ΓΙΑ ΟΛΕΣ! 

ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΟ Ε.Σ.Υ.! ΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ 

Για επαφή: «Γυναίκες για τα σεξουαλικά και αναπαραγωγικά δικαιώματα» kstyps@gmail.com

George Orwell: «Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος, όχι ζωντανός»


Στις 25 Ιουνίου του 1903, γεννήθηκε ο μεγάλος συγγραφέας και δημοσιογράφος Eric Arthur Blair, γνωστός ως George Orwell. Τα δύο όψιμα και γνωστότερα έργα του, η πολιτική σάτιρα «Φάρμα των Ζώων» και το «1984», έχουν προκαλέσει πολλές και επίμονες συζητήσεις γύρω από τα πολιτικά πιστεύω του Βρετανού συγγραφέα, αδικώντας συχνά την ευρύτερη σημασία του έργου του.

Ο Eric Arthur Blair, γεννήθηκε στην τότε αποικιακή κτήση της Βρετανίας, Βεγγάλη της Ινδίας, όπου δεν έμεινε πολύ καθώς η μητέρα του τον πήγε στην Αγγλία σε ηλικία ενός έτους. Από το 1917 έως το 1921, παίρνοντας υποτροφία, φοιτά το κολέγιο του Ήτον. Μετά το τέλος των σπουδών του, ο Eric υπηρέτησε ως μέλος της Αυτοκρατορικής Αστυνομίας Ινδιών στη Βιρμανία όπου εμπνεύστηκε το πρώτο του μυθιστόρημα «Burmese days» (1934) και δοκίμια όπως τα «A Hanging» και «Shooting an Elephant».

Ο Eric Arthur Blair αλλάζει το όνομα του σε George Orwell, μετά την παραίτησή του από το βασιλικό Αστυνομικό Σώμα, λόγω διαφωνίας με την ιμπεριαλιστική πολική της βρετανικής αυτοκρατορίας. Στη συνέχεια ζει για ένα διάστημα στο Παρίσι και στο Λονδίνο, κοντά σε φτωχούς ανθρώπους, κάποιες φορές άστεγος και ο ίδιος, κάνοντας διάφορες δουλειές. Αυτή την περίοδο της ζωής του αποτυπώνει στο «Down and Out in Paris and London» (1933).

Λίγο μετά το ξέσπασμα του Ισπανικού Εμφυλίου, ο Orwell συμμετέχει εθελοντικά στη δημοκρατική πολιτοφυλακή εναντίον των Ισπανών Εθνικιστών. Ως υποστηρικτής του Ανεξάρτητου Δημοκρατικού Κόμματος, τάχθηκε στο πλευρό του αδελφού ισπανικού επαναστατικού (μαρξιστικού) Κόμματος POUM, με το οποίο πολέμησε ως πεζικάριος. Ο Orwell τραυματίστηκε στον λαιμό, το 1937, και μαζί με την γυναίκα του εγκατέλειψαν την Ισπανία όταν κατηγορήθηκαν ως τροτσκιστές από το Κομμουνιστικό Κόμμα Ισπανίας.

Οι εμπειρίες του από τον Ισπανικό Εμφύλιο καταγράφονται στο έργο του «Homage to Catalonia», στο οποίο εκφράζει τον θαυμασμό του για την απουσία ταξικής διάρθρωσης στις επαναστατημένες περιοχές της Ισπανίας αλλά κυρίως χαιρετά την καλοσύνη των ανθρώπων και εξαίρει «τα ξεσπάσματα του μεγαλείου της ψυχής» τους. Αντίθετα, απεικονίζει την προδοσία της επανάστασης από το κομμουνιστικό κόμμα, υποστηριζόμενο από την Σοβιετική Ένωση.

Το 1938, εισήχθη σε σανατόριο και από τότε δεν ανάνηψε ποτέ εντελώς. Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο εργάστηκε στην Ανατολική Υπηρεσία του BBC, προσφέροντας ουσιαστικά τις υπηρεσίες του στον Βρετανικό Στρατό που προσπαθούσε να κερδίσει την στήριξη της Ινδίας και της Ανατολικής Ασίας. Το 1944 ο Orwell, τελειώνει το αξεπέραστο βιβλίο του «Η φάρμα των ζώων» που τον έκανε παγκοσμίως γνωστό, ενώ η φήμη του έφτασε στο απόγειό της με το σκοτεινό, «προφητικό» «1984» (1949). Το πρώτο θεωρείται μία αλληγορία της διαφθοράς των σοσιαλιστικών ιδανικών της Ρωσικής Επανάστασης από τον Σταλινισμό, ενώ το δεύτερο ως μία προφητική ματιά στα αποτελέσματα του ολοκληρωτισμού. Στο οργουελικό κράτος υπήρχε μια ολόκληρη υπηρεσία που σκοπό είχε να αλλάζει φωτογραφίες, ντοκουμέντα, πίνακες και άλλα ιστορικά στοιχεία, με στόχο να ελέγξει τον πληθυσμό διά της πλαστογράφησης της ιστορίας.

Ο Orwell είναι ακόμη γνωστός για τη σκέψη του ως προς τις πολιτικές επιπτώσεις της χρήσης της γλώσσας. Στο δοκίμιό του «Politics and the English Language», επικρίνει την κυριαρχία των κλισέ, της γραφειοκρατικής γλώσσας και της ακαδημαϊκής γλώσσας. Η ανησυχία του για την επίδραση της γλώσσας στην διαμόρφωση της πραγματικότητας, φανερώνεται στο 1984, με το εύρημα της γλώσσας Newspeak, η οποία περιορίζει την έκφραση ιδεών που αντιλέγουν στην επίσημη γραμμή της εξουσίας.

Ο Orwell πέθανε την 21η Ιανουαρίου 1950, σε ηλικία 47 ετών, και θάφτηκε σύμφωνα με το αγγλικανικό τελετουργικό όπως είχε ζητήσει, όμως η επιθυμία του να μην εκδοθεί η βιογραφία του μετά τον θάνατό του δεν εκπληρώθηκε.

πηγή: http://tvxs.gr/

Σάββατο 22 Ιουνίου 2013

Επιστροφή στο χωριό... Ο απόλυτος τρόμος του κράτους και των “μεσαζόντων”..!! (αναδημοσίευση)


Ο κόσμος έχει παγιδευτεί μέσα στις πόλεις και απελπισμένα ψάχνει διέξοδο απο την οικονομική κρίση. Δεν μπορεί όμως να δεί την πόρτα που οδηγεί έξω απο τον λαβύρινθο. Η πόρτα αυτή υπάρχει και δείχνει προς την ΥΠΑΙΘΡΟ.

Μας απέκοψαν απο την γή μας. Μας φυλάκισαν στις πόλεις.

Υπήρξαν άνθρωποι σε αυτόν τον τόπο (κάποτε !) που έσπαγαν το κρεμμύδι με τη γροθιά και το έτρωγαν με τα φασόλια που οι ΙΔΙΟΙ είχαν καλλιεργήσει. Ανθρωποι που χτυπούσαν σκορδαλιά με τα ΔΙΚΑ τους σκόρδα , απο τον κήπο τους , και αλάτι που είχαν μαζέψει απο τη θάλασσα. Άνθρωποι που έψηναν στον φούρνο τους το ΔΙΚΟ τους ψωμί απο το ΔΙΚΟ τους σιτάρι. Πόσοι απο εμάς έχουν φάει σκορδαλιά απο ΔΙΚΑ τους σκόρδα, πρασσόπιτα απο δικά τους πράσσα και κρεμμύδια απο τον κήπο τους ; Ίσως ο ομιλών είναι απο τους λίγους τυχερούς που το 1973 έφαγε για τελευταία φορά σκορδαλιά απο τα δικά του σκόρδα. Μετά, δυστυχώς , ΕΠΛΟΥΤΙΣΑΜΕΝ (με δανεικά) !

Δείτε τους πολίτες αυτής της χώρας, την γενιά της πολυκατοικίας. Του άσπρου ψωμιού . Του σούπερ μάρκετ. Φοβάται το σκόρδο και το κρεμμύδι. Μυρίζουν ! Φοβάται το χωράφι και παρακαλά τον βουλευτή για θεσούλα στο Δημόσιο. Φοβάται τον ιδρώτα ! Δεν μπορεί να ζήσει δίχως κλιματιστικό και αποσμητικό !

“Οι γενναίοι γεννιούνται στην ύπαιθρο. Στις πόλεις γεννιούνται οι δειλοί” (αυτό το είπε Χάϊνριχ Χίμλερ, αλλά φαντάζομαι το αντιλαμβάνεστε και μόνοι σας όταν βλέπετε αυτή τη νεολαία που μεγάλωσε στην πολυκατοικία και στην καφετέρια, δεν χρειαζόταν ο Χίμλερ να σας το πεί). Αυτό το γνωρίζουν πολύ καλά οι καπιταλιστές αλλά δεν το λένε στον κόσμο. Γι’ αυτό φροντίζουν να στοιβάξουν όσο το δυνατόν περισσότερους στις πόλεις.

Η αγάπη για την πατρίδα χαλκεύεται σε μικρή ηλικία όταν δένεσαι συναισθηματικά με τα ρυάκια, τα δέντρα, τις ράχες, το χωράφι σου. Ολοι αυτοί που σήμερα πουλιούνται στο τουρκικό προξενείο ή στην αμερικάνικη πρεσβεία πού μεγάλωσαν άραγε ;

Ζούμε στην κοινωνία των “μεσαζόντων”. Για να φθάσει το φαγητό απο τα χωράφια στις πόλεις χρειάζεται κάποιος μεσάζων (χονδρέμπορος). Για να φθάσει ο άνεργος της πόλης σε κάποια δουλειά χρειάζεται κάποιος μεσάζων (βουλευτής). Ούτε κάν οι θρησκευόμενοι δεν μπορούν πια να επικοινωνήσουν με τον Θεό τους απ’ ευθείας : Και εκεί χρειάζεται ένα ιερατείο να μεσολαβήσει! Δεν μας εκπλήσσει λοιπόν το γεγονός οτι όλοι αυτοί οι “μεσάζοντες” ήταν και είναι πάντοτε συνεργάτες και φίλοι καρδιακοί. Δεν θέλουν να ξαναγυρίσουμε στην ύπαιθρο διότι τότε κανείς δεν θα τους χρειάζεται. Ο καθένας θα παράγει και θα καταναλώνει το φαγητό του χωρίς να χρειάζεται τη βοήθεια κανενός. Η ανεργία θα είναι στο ναδίρ ( στο χαμηλότερο σημείο ) και η αξιοπρέπεια ζενίθ. Πάνω απο το κεφάλι μας θα έχουμε μόνο τον ήλιο, τον άνεμο και τη βροχή. Απο αυτά τα τρία μόνο θα εξαρτάται η τροφή μας. Μόνο αν δεν φυσήξει άνεμος και δεν βρέξει μια χρονιά θα πεινάσουμε. Τώρα στις πόλεις η τροφή μας εξαρτάται ΚΑΙ απο τον ήλιο ΚΑΙ απο την βροχή αλλά ΚΑΙ απο τις τιμές του πετρελαίου ΚΑΙ απο τα κέφια του εργοδότη μας. 

“ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΟΠΟΙΟΣ ΔΕΝ ΕΞΑΡΤΑΤΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΑΠΟ ΚΑΝΕΝΑΝ” . Αυτό το είπε ο Όττο Στράσσερ, αλλά υποθέτω οτι και να μην το είχε πεί, ο καθένας σας το έχει αντιληφθεί ήδη. Φαντασθείτε οτι με τις πρόσφατες βροχές άρχισαν να φυτρώνουν τα σιτάρια στα χωράφια. Με τον ανοιξιάτικο ήλιο θα μεγαλώσουν και θα δέσουν καρπό. Η γή μας θα βγάλει τροφή. Εμείς όμως στις πόλεις θα πεινάμε ! Γιατί ; Διότι η τροφή θα πουληθεί έξω για να πληρωθούν οι σπόροι της Μονσάντο, τα φυτοφάρμακα της Μπάγιερ και το πετρέλαιο των Αράβων ! Με έναν πρόχειρο υπολογισμό εκτιμώ ότι μόνο 4 εκατομμύρια κατοίκων της Ελλάδας τρέφονται απο την αγροτική παραγωγή μας. Οι υπόλοιποι ζούν με δανική τροφή ! Αυτή είναι η ουσία της οικονομικής κρίσης. Και κανείς δεν μας τα είπε αυτά έως τώρα.

Ένας πρακτικός οδηγός ουτοπίας για την επερχόμενη κατάρρευση (αναδημοσίευση)


από http://rednotebook.gr/

του David Graeber

Τι είναι μια επανάσταση;
Τι είναι μια επανάσταση; Αυτό που νομίζαμε ότι ξέραμε. Οι επαναστάσεις ήταν πραξικοπήματα από λαϊκές δυνάμεις με στόχο τον μετασχηματισμό της ίδιας της φύσης του πολιτικού, κοινωνικού και οικονομικού συστήματος, σύμφωνα συνήθως με κάποιο όραμα για μια δίκαιη κοινωνία. Σήμερα, ζούμε σε μια εποχή όπου αν οι αντάρτες έρθουν να σαρώσουν μια πόλη ή μαζικές εξεγέρσεις ανατρέψουν έναν δικτάτορα είναι απίθανο να υπάρξουν τέτοιου τύπου επιπτώσεις. Όταν συμβεί κάποιος ριζικός κοινωνικός μετασχηματισμός –όπως, ας πούμε, η άνοδος του φεμινισμού– είναι πιθανό να λάβει μια εντελώς διαφορετική μορφή. Δεν είναι ότι τα επαναστατικά όνειρα δεν βρίσκονται εκεί έξω, αλλά οι σύγχρονοι επαναστάτες σπάνια πιστεύουν ότι μπορούν γίνουν ένα σύγχρονο ισοδύναμο της εφόδου στη Βαστίλη. Σε στιγμές όπως αυτή, αξίζει γενικώς να πάμε πίσω στην ιστορία και να αναρωτηθούμε: ήταν ποτέ οι επαναστάσεις πραγματικά αυτό που νομίζαμε ότι είναι; Για μένα, ο άνθρωπος ο οποίος έχει θέσει πιο αποτελεσματικά την ερώτηση είναι ο Ιμμάνιουελ Βαλερστάιν. Ισχυρίζεται ότι για το τελευταίο περίπου τέταρτο της χιλιετίας οι επαναστάσεις αποτελούν πρωταρχικά τους ανά τον κόσμο μετασχηματισμούς της πολιτικής κοινής λογικής.

Ήδη, από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης, ο Βαλερστάιν επισημαίνει ότι υπήρχε μια ενιαία παγκόσμια αγορά, καθώς και ένα ολοένα και περισσότερο ενιαίο παγκόσμιο πολιτικό σύστημα, κυριαρχούμενο από τις τεράστιες αποικιακές αυτοκρατορίες. Ως εκ τούτου, η έφοδος στη Βαστίλη, στο Παρίσι θα μπορούσε κάλλιστα να έχει επιπτώσεις για τη Δανία ή ακόμα και για την Αίγυπτο, τόσο ριζικές όσο στην ίδια την Γαλλία. Ως εκ τούτου, μιλά για την «παγκόσμια επανάσταση του 1789», που την ακολούθησε η «παγκόσμια επανάσταση του 1848», χρονιά κατά την οποία ξεσπούν επαναστάσεις σχεδόν ταυτόχρονα σε 50 χώρες, από τη Βλαχία μέχρι τη Βραζιλία. Αυτές οι επαναστάσεις σε καμιά περίπτωση δεν πέτυχαν να καταλάβουν την εξουσία, αλλά, αργότερα, οι θεσμοί που εμπνεύστηκαν από τη Γαλλική Επανάσταση –κυρίως τα παγκόσμια συστήματα πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης– τέθηκαν σε εφαρμογή λίγο πολύ παντού. Παρομοίως, η Ρωσική Επανάσταση του 1917 ήταν μια παγκόσμια επανάσταση που τελικά ήταν υπεύθυνη τόσο για το New Deal και τα ευρωπαϊκά κράτη πρόνοιας, όσο και για τον σοβιετικό κομμουνισμό. Η τελευταία στη σειρά ήταν η παγκόσμια επανάσταση του 1968 –η οποία, όπως και του 1848, ξέσπασε σχεδόν παντού, από την Κίνα μέχρι το Μεξικό, χωρίς την κατάληψη της εξουσίας, αλλά παρόλα αυτά άλλαξε τα πάντα. Αυτή ήταν μια επανάσταση ενάντια στις κρατικές γραφειοκρατίες και στο μη διαχωρισμό της ατομικής και πολιτικής απελευθέρωσης, της οποίας η πιο επικρατούσα κληρονομιά θα είναι, κατά πάσα πιθανότητα, η γέννηση του σύγχρονου φεμινισμού.

Ως εκ τούτου, οι επαναστάσεις είναι κάτι παραπάνω από πλανητικά φαινόμενα. Αυτό που πραγματικά κάνουν είναι να μετασχηματίζουν τις βασικές παραδοχές σχετικά με το τι τελικά είναι πολιτική. Στον απόηχο της επανάστασης, ιδέες που είχαν θεωρηθεί ως πραγματικά τρελές και περιθωριακές γίνονται αποδεκτές στην τρέχουσα συζήτηση. Πριν από την Γαλλική Επανάσταση, οι ιδέες ότι η αλλαγή είναι καλή, ότι η κυβερνητική πολιτική είναι ο κατάλληλος τρόπος για να τη διαχειριστεί και ότι οι κυβερνήσεις αντλούν την εξουσία τους από μια οντότητα που ονομάζεται «λαός» θεωρήθηκαν περιθωριακές και θα μπορούσε κάποιος να τις ακούσει μόνο από εκκεντρικούς και δημαγωγούς ή στην καλύτερη των περιπτώσεων από μια χούφτα ελεύθερα σκεπτόμενων διανοουμένων οι οποίοι περνούσαν το χρόνο τους συζητώντας στις καφετέριες. Μια γενιά αργότερα, ακόμα και οι πιο σχολαστικοί δικαστές, ιερείς και διευθυντές έπρεπε υποκριτικά τουλάχιστον να σεβαστούν αυτές τις ιδέες.

Μέχρι το 1968, οι περισσότερες παγκόσμιες επαναστάσεις εισήγαγαν πραγματικά πρακτικές βελτιώσεις: ένα διευρυμένο προνόμιο αποκλειστικής διάθεσης αγαθών, καθολική πρωτοβάθμια εκπαίδευση, κράτος πρόνοιας. Αντίθετα, η παγκόσμια επανάσταση του 1968 –τι κι αν πήρε τη μορφή που πήρε στην Κίνα, μιας εξέγερσης φοιτητών και νέων στελεχών που υποστήριζαν την έκκληση του Μάο για μια Πολιτιστική Επανάσταση, ή στο Μπέρκλεϋ και τη Νέα Υόρκη, όπου υπήρξε μια συμμαχία φοιτητών, περιθωριακών στοιχείων και πολιτιστικών ανταρτών, ή ακόμα και στο Παρίσι, όπου υπήρξε μια συμμαχία φοιτητών και εργατών –ήταν μια εξέγερση ενάντια στην γραφειοκρατία, τον κομφορμισμό ή σε οτιδήποτε εγκλώβιζε τη φαντασία του ανθρώπου, ένα σχέδιο για την επαναστατικοποίηση όχι μόνο της πολιτικής ή οικονομικής ζωής, αλλά κάθε πλευράς της ανθρώπινης ύπαρξης. Ως αποτέλεσμα, στις περισσότερες περιπτώσεις, οι επαναστάτες δεν προσπάθησαν καν να καταλάβουν την κρατική εξουσία και θεωρούσαν την ίδια την ιδέα ως προβληματική.

Στις μέρες μας, είναι της μόδας να θεωρούμε τα κοινωνικά κινήματα του τέλους της δεκαετίας του ΄60 ως μια ντροπιαστική αποτυχία. Αναφορικά με αυτήν την άποψη μπορεί να γίνει μια υπόθεση. Είναι αληθές ότι σε πολιτικό επίπεδο ο άμεσα ωφελημένος κάθε εκτεταμένης αλλαγής στην κοινή πολιτική λογική ήταν η πολιτική Δεξιά. Πάνω απ’ όλα, τα κινήματα της δεκαετίας του ΄60 επέτρεψαν την μαζική αναβίωση των δογμάτων της ελεύθερης αγοράς που είχε εγκαταλειφθεί σε μεγάλο βαθμό από τον 19ο αιώνα. Δεν είναι τυχαίο ότι η ίδια γενιά που, ως έφηβοι, έκανε την Πολιτιστική Επανάσταση στην Κίνα ήταν οι ίδιοι που, στα σαράντα τους χρόνια, ήταν πρωτεργάτες της εισαγωγής του καπιταλισμού. Από τη δεκαετία του ΄80, η «ελευθερία» είχε φτάσει να σημαίνει «αγορά» και «αγορά» είχε φτάσει να είναι συνώνυμη του καπιταλισμού – ακόμα και, κατά ειρωνεία της τύχης, σε κάποια μέρη όπως στην Κίνα, η οποία είχε γνωρίσει αναπτυγμένες αγορές για χιλιάδες χρόνια, αλλά σπανίως κάτι που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως καπιταλισμός.

Οι ειρωνείες δεν έχουν τέλος. Ενώ η νέα ιδεολογία της ελεύθερης αγοράς πλαισιώνεται πάνω απ’ όλα ως μια απόρριψη της γραφειοκρατίας, στην πραγματικότητα είναι υπεύθυνη για το πρώτο σύστημα διοίκησης το οποίο έχει λειτουργήσει σε πλανητική κλίμακα, με ατελείωτες διαστρωματώσεις δημόσιων και ιδιωτικών γραφειοκρατιών: το ΔΝΤ, την Παγκόσμια Τράπεζα, τον ΠΟΕ, συνδικαλιστικές οργανώσεις, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, πολυεθνικές, ΜΚΟ. Αυτό ακριβώς είναι το σύστημα το οποίο έχει επιβάλει την ορθόδοξη άποψη της ελεύθερης αγοράς και έφερε τον κόσμο αντιμέτωπο με την χρηματοοικονομική λεηλασία, υπό την άγρυπνη φροντίδα των αμερικανικών όπλων. Μόνο αίσθηση προκάλεσε το γεγονός ότι η πρώτη προσπάθεια για αναδημιουργία ενός επαναστατικού κινήματος, το Παγκόσμιο Κίνημα Δικαιοσύνης που άνθισε μεταξύ 1998 και 2003, ήταν ουσιαστικά μια εξέγερση ενάντια στην κυριαρχία της τεράστιας πλανητικής γραφειοκρατίας.

Μελλοντική στάση
Εκ των υστέρων, όμως, πιστεύω ότι οι μετέπειτα ιστορικοί θα καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι η κληρονομιά της επανάστασης της δεκαετίας του ΄60 ήταν βαθύτερη και ο θρίαμβος των καπιταλιστικών αγορών και των διαφόρων πλανητικών διοικήσεων και επιβολών ήταν στην πραγματικότητα εφήμερος.

Θα πάρω ένα προφανές παράδειγμα. Συχνά ακούει κάποιος ότι οι αντιπολεμικές διαδηλώσεις στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970 ήταν τελικώς μια αποτυχία, από τη στιγμή που δεν επιτάχυναν σημαντικά την απόσυρση των ΗΠΑ από την Ινδοκίνα. Αλλά αργότερα, αυτοί που είχαν τον έλεγχο της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ ήταν τόσο ανήσυχοι σχετικά με το να έρθουν αντιμέτωποι με μια παρόμοια λαϊκή αναταραχή που αρνήθηκαν να συμπράξουν με τις αμερικανικές δυνάμεις σε κάθε σημαντική εδαφική σύγκρουση, για περίπου 30 χρόνια. Χρειάστηκε η 11η Σεπτεμβρίου για να ξεπεραστεί πλήρως το περιβόητο «Σύνδρομο του Βιετνάμ» και ακόμη και τότε οι σχεδιαστές του πολέμου προσπάθησαν σχεδόν με εμμονή να εξασφαλίσουν ότι οι πόλεμοι ήταν μια αποτελεσματική απάντηση. Η προπαγάνδα ήταν αδιάκοπη, τα μέσα ενημέρωσης ανέλαβαν δράση και ειδικοί παρείχαν ακριβείς υπολογισμούς σε πτώματα….

Σαφώς, το αντιπολεμικό κίνημα τη δεκαετία του ΄60 που εξακολουθεί να κρατά δεμένα τα χέρια των αμερικανικών στρατιωτικών σχεδιαστών το 2012 δεν μπορεί να θεωρηθεί μια αποτυχία. Αλλά θέτει μια ενδιαφέρουσα ερώτηση: Τι συμβαίνει όταν η δημιουργία αυτής της αίσθησης αποτυχίας, της πλήρους αναποτελεσματικότητας της πολιτικής δράσης ενάντια στο σύστημα γίνεται ο κυρίαρχος στόχος των κυβερνώντων; Ήταν η πρώτη σκέψη που μου πέρασε από το μυαλό όταν συμμετείχα στις δράσεις ενάντια στο ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον, το 2002. Όταν φτάσαμε στην αχίλλειο πτέρνα της 11/9, ήμασταν συγκριτικά λίγοι και αναποτελεσματικοί, ο αριθμός των αστυνομικών δυνάμεων ήταν συντριπτικός. Δεν υπήρχε καμιά αίσθηση ότι θα μπορούσαμε να επιτύχουμε την ακύρωση των συναντήσεων. Πολλοί από εμάς έφυγαν έχοντας ένα αίσθημα κατάθλιψης. Λίγες μέρες αργότερα, όταν συζητούσα με κάποιον ο οποίος είχε φίλους που συμμετείχαν στις συνεδριάσεις, έμαθα ότι όντως τους εμποδίσαμε: η αστυνομία έθεσε σε εφαρμογή αυστηρά μέτρα ασφάλειας, ακυρώνοντας τις συνεδριάσεις και οι περισσότερες συναντήσεις έγιναν στην πραγματικότητα μέσω διαδικτύου. Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση είχε αποφασίσει ότι ήταν προτιμότερο οι διαδηλωτές να αποχωρήσουν με ένα αίσθημα αποτυχίας, παρά να γίνουν οι συνεδριάσεις του ΔΝΤ… Τι θα συμβεί αν αυτοί που κυβερνούν σήμερα έχουν εμμονή με την προοπτική επαναστατικών κοινωνικών κινημάτων τα οποία, για μια ακόμη φορά, αμφισβητούν την κυρίαρχη κοινή λογική;

Στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου, τα τελευταία 30 χρόνια έχουν γίνει γνωστά ως η εποχή του νεοφιλελευθερισμού –αυτού που κυριαρχούσε ως μια αναβίωση του παλιού εγκαταλελειμμένου συστήματος ηθικών αξιών του 19ου αιώνα, σύμφωνα με το οποίο οι ελεύθερες αγορές και η ανθρώπινη ελευθερία ήταν, σε γενικές γραμμές, το ίδιο. Ο νεοφιλελευθερισμός βασίζεται πάντα σε ένα θεμελιώδες παράδοξο. Διακηρύσσει ότι οι οικονομικές επιταγές πρόκειται να έχουν προτεραιότητα έναντι όλων των άλλων. Η ίδια η πολιτική είναι απλώς ένα ζήτημα δημιουργίας των προϋποθέσεων για την ανάπτυξη της οικονομίας, επιτρέποντας στη μαγεία της αγοράς να κάνει τη δουλειά της. Όλες οι άλλες ελπίδες και τα όνειρα πρόκειται να θυσιαστούν για τον πρωταρχικό στόχο της οικονομικής παραγωγικότητας. Αλλά η παγκόσμια οικονομική απόδοση κατά τα τελευταία 30 χρόνια υπήρξε αναμφισβήτητα μια μετριότητα. Με μια ή δυο θεαματικές εξαιρέσεις, οι ρυθμοί ανάπτυξης είναι αρκετά χαμηλοί. Σύμφωνα με τα δικά τους πρότυπα, το πρόγραμμα ήταν ήδη μια κολοσσιαία αποτυχία ακόμα και πριν την κατάρρευση του 2008.


Από την άλλη πλευρά, αν σταματήσουμε να λαμβάνουμε υπόψη το λόγο των παγκόσμιων ηγετών και αντ’ αυτού σκεφτούμε το νεοφιλελευθερισμό ως ένα πολιτικό σχέδιο, ξαφνικά φαίνεται θεαματικά αποτελεσματικό. Οι πολιτικοί, οι διευθύνοντες σύμβουλοι, οι γραφειοκράτες του εμπορίου, κλπ οι οποίοι συναντιούνται συχνά σε συνόδους κορυφής, όπως το Νταβός ή το G20, ίσως να έχουν κάνει κακή δουλειά δημιουργώντας μια παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της πλειοψηφίας των κατοίκων του πλανήτη μας, αλλά έχουν πετύχει στο να πείσουν τον κόσμο ότι ο καπιταλισμός – και όχι απλώς ο καπιταλισμός, αλλά συγκεκριμένα ο χρηματιστικοποιημένος, ημι-φεουδαρχικός καπιταλισμός που συμβαίνει να έχουμε σήμερα - είναι το μόνο βιώσιμο οικονομικό σύστημα. Αν το σκεφτείτε αυτό, είναι ένα αξιοσημείωτο επίτευγμα.

Η ακύρωση του χρέους θα μπορούσε να είναι μια τέλεια επαναστατική απαίτηση
Πως θα αποδεσμευτούμε από αυτό; Η στροφή προς τα κοινωνικά κινήματα είναι σαφώς μέρους αυτού. Υπό οποιεσδήποτε συνθήκες δεν μπορούν οι εναλλακτικές ή όποιος προτείνει εναλλακτικές να βιώσουν την εμπειρία της επιτυχίας. Αυτό διευκολύνει να εξηγήσουμε την σχεδόν ασύλληπτη επένδυση στα «συστήματα ασφάλειας» του ενός ή του άλλου είδους: το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, που στερούνται σοβαρού αντιπάλου, ξοδεύουν περισσότερα για τις ένοπλες δυνάμεις και τις υπηρεσίες πληροφοριών από αυτά που ξόδευαν κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, μαζί με την εκπληκτική συγκέντρωση ιδιωτικών υπηρεσιών ασφάλειας, υπηρεσιών πληροφοριών, αστυνομικών, φυλάκων και μισθοφόρων. Έπειτα, υπάρχουν και τα όργανα προπαγάνδας, μαζί με τη βιομηχανία των μέσων ενημέρωσης που δεν υπήρχε πριν τη δεκαετία του ΄60. Αυτά τα συστήματα δεν επιτίθενται τόσο άμεσα στους διαφωνούντες, αλλά συνεισφέρουν σε ένα μόνιμο κλίμα φόβου, σοβινιστικής συμμόρφωσης, ανασφάλειας και καθαρής απελπισίας που κάνει οποιαδήποτε σκέψη αλλαγής του κόσμου να φαίνεται σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Ωστόσο, αυτά τα συστήματα ασφάλειας είναι επίσης υπερβολικά ακριβά. Μερικοί οικονομολόγοι υπολογίζουν ότι το ένα τέταρτο του αμερικανικού πληθυσμού έχει εμπλακεί σε εργασίες φύλαξης. Από οικονομική άποψη, το μεγαλύτερο μέρος αυτής της πειθαρχικής μηχανής είναι εντελώς άχρηστο.

Στην πραγματικότητα, οι περισσότερες οικονομικές καινοτομίες των τελευταίων 30 χρόνων είχαν νόημα περισσότερο πολιτικά, παρά οικονομικά. Ο περιορισμός της ελάχιστης εγγυημένης εργασιακής ζωής δεν δημιουργεί πραγματικά ένα πιο αποτελεσματικό εργατικό δυναμικό, αλλά είναι υπερβολικά αποτελεσματικός στο να διαλύει τα συνδικάτα ή αλλιώς να αποπολιτικοποιεί την εργασία. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί για τις συνεχώς αυξανόμενες ώρες εργασίας. Κανένας δεν έχει χρόνο για πολιτική δραστηριοποίηση αν δουλεύει 60 ώρες τη βδομάδα. Οπότε, υπάρχει μια δυνατότητα μεταξύ μιας επιλογής που κάνει τον καπιταλισμό να φαίνεται ως το μόνο εφικτό οικονομικό σύστημα και μιας άλλης, που θα έκανε πραγματικά τον καπιταλισμό ένα πιο βιώσιμο οικονομικό σύστημα.

Ο νεοφιλελευθερισμός σημαίνει ότι πάντα επιλέγουμε την πρώτη. Το συλλογικό αποτέλεσμα είναι μια αμείλικτη εκστρατεία ενάντια στην ανθρώπινη φαντασία. Ή, για ναι είμαστε πιο ακριβείς: απέναντι στην φαντασία, την επιθυμία, την ατομική δημιουργικότητα, όλα αυτά τα πράγματα που ήταν απελευθερωμένα στην τελευταία μεγάλη παγκόσμια επανάσταση. Αναφερόμαστε στη δολοφονία των ονείρων, την επιβολή ενός καθεστώτος απελπισίας, σχεδιασμένο να φιμώνει κάθε έννοια εναλλακτικού μέλλοντος. Ωστόσο, το αποτέλεσμα είναι να βάζουμε σχεδόν όλες τις προσπάθειές τους σε ένα πολιτικό καλάθι και να βρισκόμαστε στην περίεργη κατάσταση να παρακολουθούμε το καπιταλιστικό σύστημα να καταρρέει μπροστά στα μάτια μας, τη στιγμή που ο καθένας έβγαζε τελικά το συμπέρασμα ότι κανένα άλλο σύστημα δεν θα ήταν εφικτό.

Βρίσκοντας λύση, επιβραδύνοντάς το
Υπό φυσιολογικές συνθήκες, όταν προκαλείς τη συμβατική σοφία –ότι το σημερινό οικονομικό και πολιτικό σύστημα είναι το μόνο δυνατό– η πρώτη αντίδραση που είναι πιθανόν να έχεις είναι μια απαίτηση για ένα λεπτομερές αρχιτεκτονικό σχέδιο του τρόπου που ένα εναλλακτικό σύστημα θα μπορούσε να λειτουργεί, υπό το καθεστώς των φυσιολογικών χρηματοοικονομικών εργαλείων του, τον ενεργειακό εφοδιασμό και τις πολιτικές της αποτυχημένης διατήρησης. Στη συνέχεια, είναι πιθανόν να σου ζητηθεί ένα λεπτομερές πρόγραμμα για τον τρόπο που αυτό το σύστημα θα μπορέσει να τεθεί σε εφαρμογή. Αυτό ιστορικά είναι γελοίο. Πότε συνέβη κοινωνική αλλαγή σύμφωνα με το σχέδιο κάποιου; Είναι σαν ένας μικρός κύκλος οραματιστών στην αναγεννησιακή περίοδο στην Φλωρεντία να σκέφτηκε κάτι το οποίο αποκάλεσαν «καπιταλισμό», υπολογίζοντας τις λεπτομέρειες του τρόπου με τον οποίο οι αγορές συναλλάγματος και τα εργοστάσια θα λειτουργούσαν κάποια μέρα και τότε να έθεταν σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα για να κάνει τα οράματά τους πραγματικότητα. Στην πραγματικότητα, η ιδέα ήταν τόσο παράλογη που ίσως κάλλιστα μπορούμε να ρωτήσουμε τους εαυτούς μας πως μας ήρθε να φανταστούμε τον τρόπο που αυτή η αλλαγή πρόκειται να ξεκινήσει. Αυτό δεν είναι για να πούμε ότι δεν υπάρχει κάτι λάθος με τα ουτοπικά οράματα ή τα σχέδια. Απλώς πρέπει να μένουν στη θέση τους.

Ο θεωρητικός Michael Albert έχει εκπονήσει ένα λεπτομερές σχέδιο για τον τρόπο με τον οποίον μια σύγχρονη οικονομία θα μπορούσε να λειτουργήσει χωρίς χρήματα σε μια δημοκρατική, συμμετοχική βάση. Αυτό πιστεύω ότι είναι ένα σημαντικό κατόρθωμα όχι επειδή θεωρώ ότι αυτό ακριβώς το μοντέλο θα μπορούσε ποτέ να θεμελιωθεί, στην ακριβή μορφή που αυτός το περιγράφει, αλλά επειδή καθιστά αδύνατο να πει κανείς ότι κάτι τέτοιο είναι αδιανόητο. Παρόλα αυτά, τέτοιου τύπου μοντέλα μπορούν να θεωρηθούν μόνο ως πειράματα. Δεν μπορούμε πραγματικά να αντιληφθούμε τα προβλήματα που θα προκύψουν όταν αρχίσουμε να οικοδομούμε μια ελεύθερη κοινωνία. Αυτά που σήμερα εμφανίζονται ως τα πιο ακανθώδη προβλήματα ίσως να μην είναι καθόλου προβλήματα και άλλα που ποτέ δεν θεωρούσαμε προβλήματα ίσως αποδειχθούν διαβολικά δύσκολα. Υπάρχουν αναρίθμητοι άγνωστοι παράγοντες. Η τεχνολογία είναι ο πιο προφανής. Αυτός είναι ο λόγος που είναι τόσο παράλογο να φανταστούμε τους ακτιβιστές της ιταλικής Αναγέννησης να βρίσκουν ένα μοντέλο για μια αγορά συναλλάγματος και εργοστασίων. Αυτό ίσως εξηγεί, για παράδειγμα, γιατί τόσα πολλά από τα συναρπαστικά οράματα μιας αναρχικής κοινωνίας έχουν περιγραφεί από συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας (Ursula K. Le Guin, Starhawk, Kim Stanley Robinson). Στο μυθιστόρημα, παραδέχεσαι τουλάχιστον ότι η τεχνολογική πτυχή είναι μια εικασία.

Δεν ενδιαφέρομαι τόσο για την απόφαση του είδους του οικονομικού συστήματος που θα έπρεπε να έχουμε σε μια ελεύθερη κοινωνία όσο για τη δημιουργία των μέσων με τα οποία οι άνθρωποι μπορούν να λάβουν οι ίδιοι τέτοιες αποφάσεις. Πως θα έμοιαζε ίσως η επανάσταση για την κοινή λογική; Δεν γνωρίζω, αλλά μπορώ να σκεφτώ οποιονδήποτε αριθμό μερών συμβατικής σοφίας που σίγουρα χρειάζεται να προκαλέσουμε εάν πρόκειται να δημιουργήσουμε οποιοδήποτε είδος βιώσιμη ελεύθερης κοινωνίας. Το έχω ήδη αναλύσει – τη φύση του χρήματος και του χρέους – λεπτομερώς σε ένα πρόσφατο βιβλίο. Πρότεινα ακόμα μια επέτειο χρέους, μια γενική ακύρωση, εν μέρει μόνο για να επαναφέρουμε τη θέση ότι το χρήμα είναι μόνο ένα ανθρώπινο προϊόν, μια σειρά από υποσχέσεις και ότι από τη φύση του μπορεί πάντα να αποτελέσει αντικείμενο επαναδιαπραγμάτευσης. Παρομοίως, η εργασία θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο επαναδιαπραγμάτευσης. Υποβάλλοντας κάποιος τον εαυτό του στην εργασιακή πειθαρχία – επίβλεψη, έλεγχο, ακόμα και αυτο-έλεγχο των φιλόδοξων αυτο-απασχολούμενων – αυτό δεν τον κάνει έναν καλύτερο άνθρωπο, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις ίσως τον κάνει χειρότερο. Είναι μια ατυχία που υφίσταται και στην καλύτερη των περιπτώσεων είναι πολλές φορές αναγκαία. Ωστόσο, αυτό συμβαίνει μόνο όταν απορρίψουμε την ιδέα ότι τέτοιου τύπου εργασία είναι ιδία ενάρετη και έτσι μπορούμε να ξεκινήσουμε να θέτουμε το ερώτημα τι είναι ενάρετο σχετικά με την εργασία. Στο οποίο η απάντηση είναι προφανής. Η εργασία είναι ενάρετη εάν βοηθά τους άλλους. Μια επαναδιαπραγμάτευση του ορισμού της παραγωγικότητας θα πρέπει να διευκολύνει το να φανταστούμε εκ νέου την ίδια τη φύση της εργασίας, από τη στιγμή, που μεταξύ άλλων, αυτό θα σημαίνει ότι η τεχνολογική ανάπτυξη θα επανακατευθυνθεί λιγότερο προς τη δημιουργία ακόμα περισσότερων καταναλωτικών προϊόντων και την ολοένα και πιο πειθαρχημένη εργασία και θα στραφεί προς την ολοκληρωτική εξάλειψη αυτών των μορφών εργασίας.

Αυτό που θα έχει απομείνει είναι το είδος της εργασίας που μόνο τα ανθρώπινα όντα θα μπορούν να κάνουν: εκείνες οι μορφές της εργασίας που βασίζονται στην φροντίδα και τη βοήθεια. Αυτές που είναι στο κέντρο της κρίσης και έφεραν στο προσκήνιο το κίνημα «Occupy Wall Street». Τι θα συνέβαινε αν σταματούσαμε να λειτουργούμε ωσάν η αρχέγονη μορφή εργασίας είναι η δουλειά σε μια γραμμή παραγωγής και αντ’ αυτού ξεκινούσαμε από μια μητέρα, έναν δάσκαλο; Ίσως αναγκαζόμασταν να φτάσουμε στο συμπέρασμα ότι η πραγματική δραστηριότητα της ανθρώπινης ζωής δεν είναι να συνεισφέρει σε αυτό που αποκαλούμε «οικονομία» (μια ιδέα που δεν υπήρχε 300 χρόνια πριν), αλλά το γεγονός ότι όλοι είμαστε και πάντα ήμασταν έργα αμοιβαίας δημιουργίας.

Είναι σαν οι αμερικανικές δυνάμεις στο Ιράκ να ηττήθηκαν τελικά από το φάντασμα του Abbie Hoffman.
Αυτή τη στιγμή, ίσως η πιο επιτακτική ανάγκη είναι απλώς να επιβραδύνουμε τις μηχανές παραγωγικότητας. Αυτό που λέμε ίσως είναι παράξενο –η σπασμωδική μας αντίδραση σε κάθε κρίση είναι να υποθέσουμε ότι η λύση για τον καθένα βρίσκεται στο να εργαστεί ακόμα περισσότερο, αν και ασφαλώς, αυτού του είδους η αντίδραση είναι πραγματικά ακριβώς το πρόβλημα – αλλά αν σκεφτεί κανείς συνολικά την κατάσταση στον κόσμο, το συμπέρασμα είναι προφανές. Φαίνεται ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με δυο άλυτα προβλήματα. Από τη μια πλευρά είμαστε μάρτυρες μιας ατέλειωτης σειράς παγκόσμιων κρίσεων χρέους, που έχουν γίνει αυξητικά ολοένα και πιο σοβαρές από τη δεκαετία του ΄70, σε σημείο όπου η συνολική επιβάρυνση του χρέους – κρατικών, δημοτικών, επιχειρηματικών, ατομικών – είναι προφανώς μη βιώσιμη. Από την άλλη, έχουμε μια οικολογική κρίση, μια καλπάζουσα διαδικασία κλιματικής αλλαγής που απειλεί να ρίξει ολόκληρο τον πλανήτη στην ξηρασία, στις πλημμύρες, στο χάος, στην πείνα και στον πόλεμο. Μπορεί να φαίνονται άσχετα μεταξύ τους. Αλλά τελικά είναι το ίδιο. Τι είναι το χρέος τελικά αν όχι η υπόσχεση μελλοντικής παραγωγικότητας; Λέγοντας ότι τα παγκόσμια επίπεδα χρέους συνεχίζουν να αυξάνονται είναι απλώς ένας άλλος τρόπος να πούμε ότι τα ανθρώπινα όντα, ως μια συλλογικότητα, υπόσχονται ο ένας στον άλλον να παράγουν στο μέλλον έναν ακόμα μεγαλύτερο όγκο αγαθών και υπηρεσιών από αυτόν που δημιουργούν σήμερα. Αλλά ακόμη και τα τρέχοντα επίπεδα είναι εμφανώς μη βιώσιμα. Είναι ακριβώς αυτό που καταστρέφει τον πλανήτη με ένα συνεχώς αυξανόμενο ρυθμό. Ακόμα και αυτοί που υπερασπίζονται το σύστημα αρχίζουν απρόθυμα να φτάνουν στο συμπέρασμα ότι ένα είδος μαζικής διαγραφής του χρέους είναι αναπόφευκτο. Γιατί μια πλανητική διαγραφή χρέους να μην έχει ως επακόλουθο μια μαζική μείωση των ωρών εργασίας; Μια 4ωρη ημερήσια εργασία ή ίσως μια 5μηνη εγγυημένη διακοπή εργασία; Αυτό ίσως δεν θα σώσει μόνο τον πλανήτη, αλλά επίσης θα ξεκινήσει να αλλάζει τις βασικές αντιλήψεις μας για το τι ίσως πραγματικά δημιουργεί την αξία της εργασίας.

Η ηθική του χρέους και η ηθική της εργασίας είναι τα πιο ισχυρά ιδεολογικά όπλα στα χέρια εκείνων που κυβερνούν. Αυτός είναι και ο λόγος που προσκολλώνται σε αυτά ακόμα κι αν καταστρέφουν καθετί άλλο. Επίσης, αυτός είναι ο λόγος που μια διαγραφή χρέους θα αποτελέσει την τέλεια επαναστατική απαίτηση. Όλα αυτά ίσως φαίνονται πολύ μακρινά. Αυτή τη στιγμή, ο πλανήτης ίσως φαίνεται περισσότερο έτοιμος για μια σειρά από πρωτόγνωρες καταστροφές παρά για ένα είδος ηθικού και πολιτικού μετασχηματισμού που θα άνοιγε το δρόμο για έναν τέτοιο κόσμο. Αλλά αν υπάρχει μια δυνατότητα να αποφύγουμε αυτές τις καταστροφές, θα πρέπει να αλλάξουμε τον συνηθισμένο τρόπο σκέψης. Και, όπως αποκαλύπτουν τα γεγονότα του 2011, η εποχή των επαναστάσεων δεν έχει σε καμιά περίπτωση τελειώσει. Η ανθρώπινη φαντασία αρνείται πεισματικά να πεθάνει.

Μετάφραση: Αιμιλία Κουκούμα