Δευτέρα 1 Ιουλίου 2013

Δύσηχοι τόποι (αναδημοσίευση)


Απρόθυμα  ανασύρονται οι λέξεις από τη θύμηση, τρομαγμένες λέξεις από των καιρών την έπαρση. Λέξεις αυτόχειρες, ρημαγμένες σε τόπους άνυδρους και σε στόματα υβριστών. Βασανιστικά υπακούουν στη σκέψη, αρνούνται να καθίσουν στο χαρτί, κι' άλλοτε πάλι αρνούνται την υπαρξή τους. 

Λέξεις που ήταν φωτιά, ταμένες να μην πεθάνουν ποτέ. Λέξεις που γεννήθηκαν και στέργιωσαν καρτερώντας τον ερχομό ενός ονείρου, λέξεις που γιγαντώθηκαν στης σιωπής τ' αγνάντεμα, που αιχμαλώτισαν πανύψηλα βουνά και αποστάγματα διαδρομών.


Λέξεις που αναμετρήθηκαν σκληρά με το είναι τους, που ζυγιάστηκαν στων καιρών το πέρασμα, πάντα ακέριες και κρυστάλλινες. Λέξεις περιπλανώμενες και ρομαντικές, από λουλούδι σε λουλούδι ρουφώντας το νέκταρ της ζωής. Λέξεις που τάχθηκαν πάνω από τη βιοτή για να την κάνουν ομορφότερη, να την ανεβάσουν στον ουρανό. Λέξεις που φτιάχτηκαν γι' αυτούς που σιωπούν, σαν ένα πλεόνασμα πλούτου στη σοδειά της ομορφιάς τους.


Σ' άλλους καιρούς γιομάτοι οι δρόμοι και οι αυλές από την διακριτική παρουσία τους, ζωντάνευαν σε νύχτες σιωπηλές, χαρίζονταν σαν πρωϊνή δροσιά στο θώπευμα της ψυχής- μαρτυρία ανυπαρξίας του ανέφικτου-.


Δύσηχες πια οι λέξεις: παγιδευμένες σε πανώ, μπροσούρες και στόματα υβριστών, κτήμα από δικαίωμα χρησικτησίας, δολώματα σε βυθούς σκοτεινούς, αναλώνονται στο συνωστισμό της ανάγκης και της επιβίωσης. Λέξεις που δεν ξεσκουριάζουν τον χρόνο, που ο αντίλαλός τους σβήνει παραδίπλα, που δεν ταξιδεύουν να βρούν ορίζοντες.

Λέξεις οργισμένες, που ητήθηκαν από την επιβίωση, χαμήλωσαν στο χώμα, αφήνοντας ορφανή την ψυχή, βορά θανατερών παραισθήσεων, λαλιές ευκαιρίας και σημαίες πρόστυχες.

Λέξεις ξύλινες, απορφανεμένες από ρίζες και κλαριά, σταφιδιασμένες από τον κάματο της δολιότητας. Λέξεις που το άκουσμά τους γίνεται μαχαιριά στην ψυχή, που διαχέουν ύπουλα τον φόβο, λέξεις μήτρα ανείπωτης βαρβαρότητας.

*****

Δεν ζούν πια οι λέξεις μου, δεν τραγουδούν και δεν χορεύουν.

Θωπεύει η ματιά μου εικόνες από τα μικρά και ασήμαντα όπου ακόμη ανθίζουν, γλιστρώντας από τη βαρβαρότητα της εξαφάνισης του ακατανόητου και του περιττού. Και μες στις εικόνες αυτές την αλήθεια αντικρύζω να θριαμβεύει. Και γίνεται πιο οδυνηρή η ήττα των λέξεων, η ήττα μου. Ζυγιάζω τις εικόνες τούτες τις ταπεινές και τη δική μου. Χαμένος από καιρό στην ασημαντότητα του υπάρχω, ξεγλιστρώντας από την αθωότητα των ταπεινών εικόνων, είμαι ένας από αυτούς που με πληγώνουν, θύτης ψυχών και λέξεων. Το μαρτυρεί με δισταγμό τ' ανθισμένο τσετσέκι, της μέλισσας το βουητό, της πεταλούδας τ' ανέμελο της αθωότητας πέταγμα, η περσινή ντοματιά που πάλεψε τον χειμώνα κι' έμεινε όρθια. Το μαρτυρούν κι' η αγάπη όσων ανταμείβει το μάτωμά μου.


Τα όνειρά μου παραχώρησαν τη θέση τους σ' εφιάλτες ανεκπλήρωτων υποσχέσεων, γραμμένη από φόβους και αναστολές η σύμβαση της ζωής μου. Κάνω πως αντιμάχομαι με τις κουρελιασμένες μου λέξεις. Μα οι μνήμες -διάφανες σαν την πάχνη- επιστρέφουν να μου θυμίσουν πως ντρέπονται για την ήττα μου, πως δεν παραδίνονται σε τούτο το αγκύλωμα, στην άρνηση της θυσίας. 

Τι γυρεύω σε τούτη την ερημιά, σ' αυτούς τους δύσηχους τόπους, με τους αγριεμένους καιρούς γιατί μονοιάζω ;


*****

Να αποκοιμηθώ θέλω, κλείνοντας βαριά τα βλέφαρα, σφραγίζοντας τα από το σκοτάδι μ' ένα εκτυφλωτικό όνειρο: Να φύγω πίσω στον καιρό, μακρυά σε τόπους π' αλάργιασεν ο θάνατος, κλέβοντας μια λέξη, μια λεξούλα τόση δά, κλέβοντάς την από μια βάναυση κυριότητα. Να φύγω, διαβαίνοντας τα σύνορα της ζωής και του θανάτου, με μόνη μου αποσκευή μιαν απροσδιόριστη ελπίδα και τούτη τη λεξούλα. Και μαζί να περπατήσουμε ξυπόλητοι και γυμνοί, σε χνάρια π' άφηκαν καιροί φωτισμένοι, να ματώσουν τα πόδια, να λιχνέψει το κορμί, να παλινοστήσουν μέσα από την αχλύ των παραμυθιών οι μνήμες οι δίκαιες. Και τούτη η λεξούλα να μ' αγαπήσει, να νοιώσει περήφανη για την απαγωγή της, να γίνει κόρη μου και νεράϊδα σιωπηλή σαν τη σκιά μου.

Να δραπετεύσω από τους δύσηχους τόπους ποθώ. Για να υπάρξει Ζωή που να χωρέσει σε μια λέξη, σε μια γουλιά κρασί, σ' ένα ποτήρι δροσερό νερό, σ' ένα τραγούδι. Θάρθεις μαζί μου ;


Είπα θα φύγω, Τώρα.
Μ' ό,τι να' ναι,
τον σάκο μου τον ταξιδιωτικό στον ώμο,
στην τσέπη μου έναν Οδηγό,
τη φωτογραφκή μου μηχανή στο χέρι.
Βαθιά στο χώμα και βαθιά στο σώμα μου
θα πάω να βρώ ποιός είμαι.
Τί δίνω, τί μου δίνουν,
κια περισσεύει τ' άδικο,
Χρυσέ ζωής αγέρα.
Ο Μικρός Ναυτίλος, Οδυσσέας Ελύτης


από εApenanti

1 σχόλιο:

Για οποιαδήποτε πληροφορία ή ερώτηση στείλτε email στο dikaexarchion@gmail.com.