Κυριακή 18 Αυγούστου 2013

Αυτό το σπίτι είναι δικό μας (αναδημοσίευση)

Οι άνθρωποι δεν κατάσχονται

Του Πάνου Μουχτερού
από τα ΚΑΚΩΣ ΚΕΙΜΕΝΑ (http://kakoskeimena.net/)

Θέλαμε για χρόνια να έρθουμε και να μείνουμε μόνιμα στην Ελλάδα. Κάθε φορά που επισκεπτόμασταν αυτόν τον ευλογημένο τόπο για διακοπές, γινόταν όνειρό μας να βρούμε ένα σπίτι όμορφο, κοντά στη θάλασσα, για να περάσουμε σε τούτη την πανέμορφη χώρα το υπόλοιπο της ζωής μας. Να έρχονται και οι καλοί μας φίλοι τακτικά να μας βλέπουν και να απολαμβάνουμε όλοι μαζί την ατέλειωτη μαγεία του ελληνικού τοπίου. Συνεχώς το μελετούσαμε αλλά, λίγο οι υψηλές τιμές, λίγο το ότι δεν βρίσκαμε το κατάλληλο σπίτι, το όνειρό μας έπαιρνε συνεχώς αναβολή. Μέχρι που παρουσιάστηκε αυτή η μεγάλη ευκαιρία με τους πλειστηριασμούς. Τώρα πια είχαμε τη δυνατότητα να διαλέξουμε ανάμεσα σε δεκάδες, σχεδόν εκατοντάδες, περιπτώσεις κατοικιών που βγήκαν στο σφυρί και σε πολύ ευνοϊκές προσφορές. Δεν ήταν λίγες οι φορές που η διαφορά στην τιμή ήταν εντυπωσιακή, μιλάμε για δέκα φορές κάτω. Δεν μπορούσαμε με αυτά τα δεδομένα να κλείσουμε τα μάτια και τα αυτιά μας, έπρεπε να εκμεταλλευτούμε τη στιγμή, να αρπάξουμε από τα μαλλιά αυτή τη μοναδική ευκαιρία και να αγοράσουμε το σπίτι των ονείρων μας στην Ελλάδα. Βάλαμε κάτω όλες τις λίστες, τις εφημερίδες, τις αμέτρητες αγγελίες, ήρθαμε σε επαφή με τα τόσα μεσιτικά γραφεία που είχαν ξεχυθεί στους δρόμους και πουλάγανε όσο-όσο, μιλήσαμε με κάποιους γνωστούς μας που είχαν πόστα και θέσεις υψηλές και γνωριμίες μέσα στις ελληνικές τράπεζες και που μας παρείχαν εμπεριστατωμένη καθοδήγηση για να μην ψάχνουμε στα τυφλά αλλά με σχέδιο, έτσι ώστε να βρούμε την ιδανική περίπτωση. “Τσάμπα πράμα”, όπως λένε και οι φίλοι μας οι Έλληνες.

Και, επιτέλους, βρέθηκε. Μια υπέροχη μονοκατοικία, στην πανέμορφη ελληνική εξοχή, λίγα μέτρα μόλις από το βουνό και από τη θάλασσα μαζί. Με αυλή μεγάλη, με κήπο που μέσα του μπορούσες να δεις άνθη ζωηρά, λες και φυτεύτηκαν προχτές. Πιο κάτω, μια αποθηκούλα δίπλα σε μια μικρή αυτοσχέδια παιδική χαρά, φτιαγμένη από ξύλο και με πολλές μικρές λεπτομέρειες που φανέρωναν την πολλή αγάπη εκείνου που την έφτιαξε. Την αγάπη την έβρισκες σε πολλά διάσκορπα σημεία αυτού του σπιτιού. Σαν το οξυγόνο, σαν τον ήλιο που διαπερνούσε τα παράθυρα κάθε πρωί, η αγάπη εξαπλωνόταν στην ατμόσφαιρα και δεν ήταν λίγες οι φορές που έλεγες ότι πήγαινε και καθόταν μέσα στην καρδιά σου. Μπαίνοντας στον εσωτερικό χώρο, τα έπιπλα ήταν ακόμα όλα στη θέση τους, μαζί και τα καλύμματα, τα τραπεζομάντιλα, μέχρι και χειρόγραφες σημειώσεις βρήκαμε να κρέμονται από χρωματιστά μαγνητάκια πάνω στο ψυγείο που ήταν και αυτό ακούνητο, αν και με άδειο το περιεχόμενό του. Στον πάνω όροφο, καθώς ανέβαινες τη στριφογυριστή τη σκάλα, προσπερνούσες τις κορνίζες που και αυτές είχαν ξεμείνει εκεί με τις φωτογραφίες που έδειχναν παππούδες και γιαγιάδες και παιδιά που αργότερα είχανε μεγαλώσει σε άλλες φωτογραφίες, ακόμα και αυτό το ίδιο το σπίτι έβλεπες όπως μεγάλωνε με το πέρασμα του χρόνου, μέχρι να γίνει αυτό που είναι σήμερα. Μετά έφτανες στα παιδικά δωμάτια και σκόνταφτες πάνω σε αναποδογυρισμένα πολύχρωμα ποδήλατα με τις ρόδες τους που ακόμα κυλούσαν στον αέρα. Και πιο ‘κει, η κρεβατοκάμαρα με τον μεγάλο καθρέφτη απέναντι να έχει επάνω του τις πιο συχνές ελληνικές λέξεις γραμμένες με κραγιόν. “Σ’ αγαπώ-Καλημέρα”.

Αργότερα, μάθαμε ότι στο σπίτι αυτό πριν από εμάς έμενε μια τετραμελής οικογένεια, η μάνα, ο πατέρας με τα δυο τους ανήλικα παιδιά. Ότι πριν από αυτούς, είχαν έρθει πρώτοι και είχαν χτίσει εκεί την πρώτη καλύβα οι παππούδες τους, οι προηγούμενες δηλαδή γενιές, πριν από πολλές δεκαετίες, όταν ακόμα εδώ δεν υπήρχε τίποτα, παρά μόνο βράχια και άμμος. Ότι σε εκείνη τη μικρή την καλύβα γεννήθηκαν παιδιά πολλά και μεγάλωσαν ολόκληρες οικογένειες και ότι για χρόνια κοιμόντουσαν όλοι κάτω στο πάτωμα. Ότι μαγείρευαν φαγητό για δέκα ανθρώπους σε ένα και μόνο τσουκάλι παλιό, το οποίο βρήκαμε κι εμείς κάποια στιγμή στην αποθήκη. Ότι ρεύμα δεν είχαν τότε και νερό φέρνανε από ένα πηγάδι που ακόμα και σήμερα υπάρχει στην πίσω πλευρά του κήπου. Ότι δουλέψανε όλες αυτές οι γενιές και η καθεμιά κουράστηκε και προσπάθησε και έβαλε το δικό της λιθαράκι μέσα στους τοίχους και παρέδιδε το σπίτι όλο και μεγαλύτερο στους επόμενους. Ότι τελευταία ο πατέρας έμεινε ξαφνικά άνεργος και δυσκολευόταν πολύ να ξεπληρώσει τα δάνεια που είχε πάρει. Ότι το ένα το παιδάκι τους έπεσε με το ποδήλατο και χτύπησε σοβαρά και έπρεπε να κάνει πολλές εξειδικευμένες και ακριβές εξετάσεις και ταξιδεύανε συνέχεια σε νοσοκομεία στο εξωτερικό, μέχρι και οι γείτονες, λέει, μαζέψανε λεφτά για να βοηθήσουν, γιατί ήξεραν ότι η οικογένεια πλέον τα βγάζει δύσκολα και ήταν κρίμα και για το παιδάκι. Ότι τελικά έμεινε παράλυτο και ότι όσο κι αν προσπάθησαν όλοι μαζί, τα χρέη ήταν υπέρογκα και η οικογένεια παράλυσε και στο τέλος η τράπεζα έβαλε υποθήκη το σπίτι κι ένα σούρουπο τους πέταξε στα βιαστικά έξω. Και τους πήρε μέχρι και το αναπηρικό το καροτσάκι.

Όπως οι μέρες και οι νύχτες περνούσαν, ανακαλύπταμε ολοένα και περισσότερα στοιχεία για αυτό το σπίτι. Καμιά φορά πάλι, ήταν λες και το σπίτι αποκτούσε στόμα και μιλούσε το ίδιο σε εμάς. Τα πρώτα κρύα βράδια του χειμώνα, την ώρα που άκουγες τον άνεμο να ψιθυρίζει και να κάνει ήχους περίεργους, έπαιρνες όρκο ότι ανθρώπινες φωνές εξαπλώνονταν μέσα στους διαδρόμους, φωνές που δεν καταλάβαινες τι έλεγαν, άλλοτε μοιάζανε με τραγουδάκια παιδικά άλλοτε γινόντουσαν άναρθρες, υπόκωφες κραυγές, που πάντα όμως, ένα περίεργο πράγμα, σταμάταγαν αμέσως μόλις κόπαζε ο άνεμος, λες και υπήρχαν και δεν υπήρχαν, λες και ήταν τα λόγια του αέρα. Ήταν δύσκολο να καταφέρεις να αποκοιμηθείς με όλα αυτά, δεν σ’ αφήνανε και τα ξύλινα πατώματα που τρίζανε και σταματούσαν πάλι, νόμιζες ότι κάποιος περπατούσε μέσα στα σκοτάδια και έκανε διαρκώς ποδοβολητά και θόρυβο. Όταν πάλι κατάφερνες να σε πάρει ο ύπνος, ήταν ακόμα δυσκολότερο. Βλέπαμε δεκάδες όνειρα, τόσα πολλά που στο τέλος μπερδευόμασταν και αναρωτιόμασταν πως είναι δυνατόν να ονειρευόμαστε συνεχώς πρόσωπα άγνωστα, μορφές που ποτέ μας δεν γνωρίσαμε, ιστορίες και περιστατικά που συνέβαιναν μόνο μέσα σ’ αυτό το σπίτι, από τότε που εδώ υπήρχε μόνο μια καλύβα, όνειρα συναισθηματικά, από εκείνα που σου ζεσταίνουν το στομάχι και κλαις στον ύπνο σου και ξυπνάς το πρωί με βρεγμένο το μαξιλάρι, γιατί έκλαιγες στ’ αλήθεια. Όνειρα γεμάτα γέρους και γριές και φως και σκοτάδι εναλλασσόμενο και ανάσες δίπλα στο αυτί σου και δάκτυλα που σου χαϊδεύουνε το λαιμό και που μετά σε σφίγγουνε και πνίγεσαι και πετάγεσαι σαν μικρό παιδάκι τρομαγμένο. Μαμά, μαμά! Φοβάμαι.

Ειδικά για τα παιδιά η κατάσταση έγινε ακόμα πιο περίπλοκη με όλα αυτά τα ανεξήγητα φαινόμενα. Ένα βράδυ η μικρή μας η κόρη άρχιζε να φωνάζει και να τρέχει πάνω κάτω και εμείς πανικόβλητοι δεν πιστεύαμε στα μάτια μας όταν την αντικρίσαμε να γδέρνει με τα χέρια της τον τοίχο και να ματώνει και να σχηματίζει με τους ματωμένους της καρπούς σύμβολα και αριθμούς χωρίς σταματημό λες και δεν έλεγχε η ίδια το σώμα της, λες και είχε γίνει μια μαριονιέτα στα χέρια κάποιου άλλου που χρησιμοποιούσε την κόρη μας για κόκκινο μολύβι. Εντάξει, ξέραμε ότι τα παιδιά δεν ήταν τόσο ενθουσιασμένα με τον ερχομό μας εδώ κι έτσι αρχικά το αποδώσαμε στην απότομη αλλαγή περιβάλλοντος, ότι ίσως όλα αυτά να ήταν ακραίες παιδικές αντιδράσεις που και εμείς ως προστατευτικοί γονείς είχαμε πιθανότατα διογκώσει κάπως σε σχέση με το πώς συνέβαιναν στην πραγματικότητα. Ειδικά αυτό ίσχυε για το γιο μας που από την πρώτη στιγμή που γεννήθηκε ήταν υπερκινητικός και δραστήριος και που πάντα εξαφανιζόταν και χανόταν με το παραμικρό. Όπως εκείνο το απόγευμα που δεν μπορούσαμε να τον βρούμε πουθενά και τον ψάχναμε και φωνάζαμε το όνομά του με τις ώρες. Το μόνο στοιχείο που είχαμε ήταν ότι έλειπε εκείνο το ποδήλατο που είχαμε βρει στο παιδικό δωμάτιο όταν ήρθαμε για πρώτη φορά εδώ και με το οποίο θα μπορούσε να έχει καταλήξει χιλιόμετρα μακριά. Η ώρα περνούσε. Κόντευε σούρουπο. Πήγαμε και πίσω από το σπίτι. Το ποδήλατο έστεκε αναποδογυρισμένο με τις ρόδες να κυλάνε. Το πηγάδι! Το παιδί μου! Σκύβουμε. Δεν μπορεί να κουνήσει τα πόδια του. Βουλιάζει. Το νερό φτιάχνει με τις ανάσες του γράμματα. Γράμματα ελληνικά.

Φ Υ Γ Ε Τ Ε

Σάββατο 17 Αυγούστου 2013

Ζωή με εισιτήριο

Κι ο Θεός που απ' τις δακρυσμένες προσευχές των παιδιών 
που φοβούνται τη νύχτα 
φτιάχνει τις πρώτες γαλάζιες γραμμές της μέρας 
που στέλνουν την ελπίδα στους ναυαγούς. 
Τάσος Λειβαδίτης 

Όποιος δεν ζεί στον κόσμο τους χίλιες φορές πεθαίνει. Και στον κόσμο τους δεν χωράς πια. Μέρα τη μέρα μικραίνει γιατί ανεπιθύμητοι βαφτίστηκαν οι μή-εκλεκτοί. Το αιματοβαμμένο τους δάκτυλο σου δείχνει την έξοδο, με τη σιδερένια τους μπότα σπρώχνουν τα πτώματα των θυμάτων για να χωρέσουν τα ερπετά. Τα κατοικίδια στην κιβωτό τους αλέθουν την τροφή τους: είσαι εσύ αυτή η τροφή.
Πόσες φορές θε να το δείς και πόσες να τ' ακούσεις… 

Και όλοι οι "άλλοι" οι εκτός, εκσκαφείς μιας ατέλειωτης νύχτας, παραχαράχτες μιας ήττας που δεν ήταν νίκη, πορεύονται απόβλητοι ενός παραδείσου της "τρυφής". Πορεία χωρίς εισιτήριο, εσχάτη χορηγεία και πλάνη μιας ελπίδας που θάβεται καθημερινά σε ερείπια νοσοκομείων, σχολείων, σπιτιών, μαγαζιών. Που παίρνει το χρώμα της ντροπής το κόκκινο, γιατί κάποτε θέλησε να διεκδικήσει. Και το έπαθλο του καταχραστή φορτίο ασήκωτο και σκιάχτρο για τους επόμενους. 

Ερείπια και σκιάχτρα ενός πάλαι ποτέ πολιτισμού της αξιοπρέπειας και της διεκδίκησης. 

Και με πρόσχημα και εφαλτήριο τούτη τη μεθοδευμένη χρεωκοπία σου χρεώνουν όλο και ακριβότερα την είσοδο σ' έναν "παράδεισο" που εσύ έχτισες αλλά δεν σου ανήκει πια. Με εισιτήριο να πηγαίνεις στη δουλειά σου, να μπείς στο νοσοκομείο, να αδράξεις λίγη γνώση, να αναπνεύσεις λίγο πολιτισμό, να ξεφύγεις από την κόλαση της καθημερινότητας, να αναπνεύσεις τον αέρα , εισιτήριο για να ζείς. Εισιτήριο που όλο και ακριβαίνει την ίδια στιγμή που η εργασία σου, η ίδια σου η ύπαρξη υποτιμάται. Και στο πλεόνασμα των "ελλειμάτων" να προστίθεται η ύβρις που αδυνατείς να πληρώσεις γιατί αυτοί το θέλησαν. 

Και στην είσοδο αυτού του παραδείσου φύλακας και ελεγκτής ο γείτονάς σου, ένας από το πλήθος των καταραμένων ετούτης της γής. Και γίνεται ο δήμιός σου και ο εκτελεστής σου πότε σαν υπάλληλος της υπηρεσίας, πότε σαν ελεγκτής, πότε σαν προστάτης του ναού της επί πληρωμής ευωχίας που σούταξαν. 

Και να πληρώνεις πανάκριβα και από το ψωμί σου ή το φάρμακο ή το γάλα των παιδιών σου για ένα εισιτήριο για να υπερασπιστείς το δικαίωμα να λέγεσαι άνεργος πηγαίνοντας στην υπηρεσία ή στο σχολείο που συγχωνεύθηκε ή στο νοσοκομείο που μεταφέρθηκε μακρυά. Να πληρώνεις πανάκριβα ένα δωρεάν θέαμα, ένα συσίτιο, μιαν ελπίδα πως θα βρείς το φάρμακο που δεν σου γράφουν πια και που δεν μπορείς να αγοράσεις. Να λαχταράς την πρόσκληση σε ένα φιλικό σπίτι κάπου έξω από την πόλη και το θέλγητρό της να νεκρώνεται στο υπολογισμό του κόστους του εισιτηρίου, η κοντόπνοη ευτυχία να σβήνεται με μιας στην πρώτη επόμενη σκέψη σου. 

Κι' αν η απαντοχή κουρνιάζει κρυμμένη στις αναπολήσεις μιας άλλης ζωής νά ξεπροβάλλει το πρόσωπο του στυγνού μισθοφόρου να σου τσακίζει κάθε αξιοπρέπεια. Και κάθε φτερούγισμα της λαχτάρας να συντρίβεται πάνω σε βράχους μιας επιμελώς τεθλασμένης αναλγησίας. Γιατί η αξιοπρέπεια της διεκδίκησης του αυτονόητου "πρέπει να συντριβεί". Να πάρουν το μάθημα και οι υπόλοιποι. Πως ο κόσμος τους που έχτιζαν με το δικό σου ιδρώτα δεν σου ανήκε ποτέ.  

Πόσες φορές θε να το δείς και πόσες να τ' ακούσεις…

Τετάρτη 14 Αυγούστου 2013

Η Λιτότητα είναι Αρετή, το ξεχάσαμε; (αναδημοσίευση)


του Γιάννη Μακριδάκη

Πολιτική λιτότητας: 
Εντός του χρηματοοικονομικού συστήματος σημαίνει ύφεση, αύξηση της ανεργίας, μείωση του ΑΕΠ, λιγότερο χρήμα στην αγορά και διάφορα άλλα τέτοια τα οποία τα ζούμε στο πετσί μας, όλα αυτά τα χρόνια. 

Εντός του οικοσυστήματος όμως, λιτότητα σημαίνει ορθή, φιλοσοφημένη, ήρεμη ζωή, με σεβασμό στο περιβάλλον και στα άλλα πλάσματα, με την προσοχή μας στραμμένη στην βιοποικιλότητα και στην φέρουσα ικανότητα, με τον νου μας διαυγή και το σώμα μας υγιές. 

Ποτέ ο λιτός, ο λιτοδίαιτος άνθρωπος δεν ήταν κατακριτέος, απεναντίας πάντοτε αποτελούσε αντικείμενο θαυμασμού και παράδειγμα προς μίμηση, στους θρησκευτικούς μύθους δε, κάθε άγιος και κάθε πρόσωπο άξιο λατρείας, ήταν λιανό, λιτό και απέριττο. 

Πολιτική ανάπτυξης: 
Στο χρηματοοικονομικό σύστημα σημαίνει άνοιγμα θέσεων εργασίας, κυκλοφορία περισσότερου χρήματος, αύξηση ΑΕΠ, αύξηση κατανάλωσης και διάφορα άλλα τέτοια τα οποία ζούσαμε για κάμποσα χρόνια πριν την λεγόμενη “χρηματοοικονομική κρίση” και μάλλον ονειρευόμαστε να ξαναζήσουμε. Οι πολιτικοί διαχειριστές της μοίρας μας δε, το λένε ξεκάθαρα ότι η επανάκαμψη της ανάπτυξης είναι ο στόχος τους. Κι οι πολίτες, μέχρι και οι αριστεροί, αυτό αναμένουν, για το ότι δεν φέρνουν την ανάπτυξη τους κατακρίνουν αυτούς που κυβερνούν, και με αυτό το βασικό δεδομένο τούς αντιπολιτεύονται. 

Στο οικοσύστημα όμως η πολιτική ανάπτυξης, με τον τρόπο που την ορίζει το χρηματοοικονομικό σύστημα, σημαίνει απερίσκεπτη χρήση και σπατάλη ολοένα και περισσότερων φυσικών πόρων, οι οποίοι βέβαια βρίσκονται σε τρομακτική έλλειψη, σημαίνει επίσης αλλοίωση και καταστροφή τοπίων, κλίμακος, κλίματος, αναγλύφου, φυσικής ισορροπίας, πλανήτη εν τέλει, με αποτέλεσμα την πρόκληση, μέσα από τις χαοτικές διαδικασίες που διέπουν τη φύση, απρόβλεπτων, ανυπολόγιστων και μη αναστρέψιμων καταστροφών, οι οποίες τελικά στρέφονται ενάντια στον άνθρωπο και όχι ανάπτυξη δεν του φέρνουν αλλά τον απειλούν άμεσα με αφανισμό 

Το δίλημμα λοιπόν δεν είναι αυτό που κατά κόρον τίθεται εδώ και χρόνια, κι αυτό που με .έπαρση έθεσαν χθες ο Ομπάμα και ο Σαμαράς από τον Λευκό Οίκο. Το δίλημμα δεν είναι Λιτότητα ή Ανάπτυξη. Το δίλημμα είναι ξεφουσκώνουμε οικειοθελώς την Φούσκα μας ή συνεχίζουμε να φυσάμε αέρα μέσα της και μέχρι πιο σημείο, αφού είμαστε βέβαιοι ότι όταν σκάσει θα μας σπάσει τα μούτρα. 

Η ανθρωπότητα έχει διαπράξει Ύβρη τεράστια και βρίσκεται αυτή την ιστορική στιγμή στην κορφή του ετοιμόρροπου πύργου της Βαβέλ. Ή ξεκινάει να τον αποκαθηλώνει τουβλάκι τουβλάκι ή συνεχίζει να τον χτίζει, όπως κάνει τώρα, μέχρι να καταρρεύσει. 

Ποτέ κανείς δεν βγήκε χαμένος από την Λιτότητα. Η Λιτότητα είναι Αρετή κι εμείς την καταντήσαμε ακόμα κι αυτήν ως κατάρα, ως φόβητρο, ως κάτι το απευκταίο, το κακό, το βασανιστικό, το μισητό. Αυτό ακριβώς προδίδει την Ύβρη που διαπράττουμε. Αυτής της Ύβρεως η συνειδητοποίηση, η μετάνοια (καμία σχέση με θρησκοληψίες εδώ) και η διόρθωση, είναι η μόνη λύση. Ο επανεξανθρωπισμός του καταναλωτή και η επανατοποθέτηση των όρων και των εννοιών στη σωστή τους βάση, είναι ανάγκη απόλυτη και αποτελεί τον μόνο δρόμο προς την επιτυχία. Και όπως όλοι οι δρόμοι αυτού του είδους, είναι δρόμος μοναχικός, τον κάνει ο καθένας μόνος του, πρώτα μέσα του και κατόπιν έξω του. Και τότε αλλάζει το τοπίο τριγύρω. 

Ας τα σκεφτούμε όλα αυτά, ιδίως το ότι κάθε Αρετή την καταντήσαμε Κακία και τότε θα συνειδητοποιήσουμε ότι πάμε ακριβώς αντίθετα, λες κι έχουμε αφήσει τον χείριστο και τον κρετίνο εαυτό μας να υπερέχει, τότε θα αντιδράσουμε, θα πράξουμε επιτέλους ως Άνθρωποι. Ποτέ δεν είναι αργά…

Δευτέρα 5 Αυγούστου 2013

Οι (αν)ήσυχες μέρες του Αυγούστου


από την πρώτη τ' αυγούστου ήταν νάχα φύγει με την άδειά μου. για κείνες τις λεγόμενες διακοπές και να πώ την μαύρη μου αλήθεια πάντα λαχταρούσα τούτη τη μέρα. να δραπετεύεις έστω και για λίγο απ' ό,τι σε ισοπεδώνει, σε αλέθει και σε τρώει τελικά. να όμως πως από τ' άλεσμα οι μυλωνάδες είχαν κάτι σπουδαιότερο να επιτελέσουν: να κάνουν τούτη την απόδραση από τη μυλόπετρα της αλλοτρίωσης μαύρη ανάμνηση, τα καλοκαίρια μου σύμφυτα με το φόβο και την ανασφάλεια. να λες χειμώνας και δουλειά και ν' αναπαύεται ο νούς στη μονοκαλλιέργεια της υποταγής, σε μια ζωή βάλτο. 

την τετάρτη πρωί 31 ιούλη πηγαίνοντας στο γραφείο μου είδα τούτο το γράμμα, χωμένο στο συρτάρι, 

μη φύγεις, ακύρωσε την αδειά σου. μη φύγεις, περιμένουν πως και πως. όσοι φύγουν τώρα με άδεια θα μπούν στη λίστα των 180... 

τόσους ζήτησε ο μινώταυρος από τον οργανισμό. κι' ας έχουν φύγει αυτά τα δύο χρόνια οι μισοί, άλλοι με εθελουσία αδιεξόδου και άλλοι με το μαστίγιο της δικαιοσύνης των "έκτακτων και αορίστου χρόνου". λέγαμε, δεν κινδυνεύουμε πια, μείναμε οι μισοί, όλοι μόνιμοι, όλοι απαραίτητοι. που και πού κάποιοι "συνάδελφοι" λειτουργοί της ρουφιανιάς και των διευθυντων-υπουργών τσιράκια κρυφογελούσαν, έχοντας κατά νού αυτά που που η αξιοπρέπεια της δουλικότητάς των υπαγόρευε. το μάθημα τόξεραν καλά. τώρα το να μαρτυρήσω πως σε τούτον τον οργανισμό η πασκε σε συνεργασία με τη δακε πήραν στις τελευταίες εκλογές (πριν 6 μήνες !) ποσοστά χουντοκρατίας ; μάλλον άσχετο θα σας φανεί. 

αν φύγεις, γυρνώντας δεν θα βρείς τη δουλειά σου. ένα εξώδικο στη πόρτα σου θάχει αναγγείλει το τέλος. θα το αντέξεις ; σ' άφησα αυτό το σημείωμα και σου θυμίζω πως κάπως έτσι πέρισυ τον Ιούλιο την πάτησα κι' εγώ. 

δεν έφυγα, ανέστειλα την άδεια μέχρι νεωτέρας. την επόμενη -πρώτη του μήνα-το σωματείο μαζί και η συνομοσπονδία κήρυξαν 48ωρη απεργία. σήμερα έγινε συνέλευση, κι' ακούστηκαν ψυχές τρομώδεις, φωνές με σκέψεις αλλόκοτες. τόλμησε μόνο κάποιος... 

όταν απέλυαν τους έκτακτους δεν μίλησε κανείς 
όταν απέλυαν τους αορίστου όλοι σιωπήσαμε... 

κι' ήταν κεφάλια που σκύψανε από ντροπή, κι' άλλα που κρυφογελούσαν.

όμως εμένα ο νούς κόλλησε από κείνο το πρωϊνό της τετάρτης. να ψάχνει τις αιτίες, το γιατί εγώ...
ναι, ήμουν μια ύλη ενδιάμεση σε μια σκληρή αιωνιότητα, αιωνιότητα άκαμπτη που θάπρεπε πάντα να ντύνομαι τις αγωνίες εκείνες που υποσκάπτουν την ύπαρξή μου, τη βεβαιότητα της δικαιοσύνης. που θάπρεπε να φορώ κρέμες ενυδάτωσης από νερά βαλτωμένα. και στα ενδιάμεσα του χρόνου μου να επιχειρώ μια πτήση αλυσοδεμένου πουλιού σε τόπους ευωχίας, ανάμεσα σε ευωχούμενους αβέβαιων καιρών. και τίποτα να μην προδικάζει το τέλος, γιατί τέλος δεν υπήρχε μιας και δεν υπήρξε ποτέ μια αρχή.

και να πιστεύεις πως όλα τάχεις προβλέψει. όχι, δεν τάχα προβλέψει, κι' ούτε είχα κάνει το το νοικοκυριό μου με υλικά ευτελέστατα στης ψυχής μου τα μάτια. μα ούτε και τις σκιές των γελωτοποιών και των σαλτιμπάγκων της ανάγκης να με κυνηγούν έως εκεί που η στροφορμή της καθημερινότητας δεν μάς αγγίζει πια. έως εκεί, που το φώς μου σπάει, γίνεται χίλια κομμάτια για να επιστραφούν πίσω στην αταξία της αδηφάγου καθημερινότητας.

και να ψάχνεις στα ίχνη αυτής της καθημερινότητας, προσπαθώντας να ξετρυπώσεις αναμνήσεις από γεγονότα φευγαλέα. και ν' ακαλύπτεις πως κανένα κομμάτι τ' ουρανού δεν ήταν δικό σου ποτέ, αυτό που νόμιζες δικό σου ήταν μια δανειακή διευκόλυνση να αποκαλύψεις την ταυτότητά σου, την ομάδα αίματος που θάβαφε το θυσιαστήριο. κι' ήταν κείνα τ' αργοπορημένα τέταρτα προσέλευσης στην υπηρεσία, κείνες οι χιλιάδες ώρες απεργίας και στάσεων εργασίας, τα δεκάδες φιλοδωρήματα που δεν καταδέχθηκες και οι φιλοφρονήσεις που αρνήθηκες, ήταν όλα αυτά τα υλικά της ταυτότητάς σου, κόκκινα υλικά.

και λένε πως στην κρίση οι κακοί γίνονται χειρότεροι κι' από λύκους πεινασμένους. το ζούμε κάθε μέρα, έμμονο κήρυγμα ζωής.

όχι, δεν είμαι μόνη, είμαστε χιλιάδες αυτοί με τα βραχιολάκια της απασχόλησης, της ζωής εν τέλει, τουρίστες σε μιαν ήπειρο αφιλόξενη. γιατί εμείς λοιπόν,

που στον καθρέφτη μας ώρες-ώρες αντικρύζουμε τον άλλο μας εαυτό χαιρέκακα να μας γνέθει, σας τάλεγα εγώ. κι' ήταν αυτός ο άλλος, πότε ο απεργοσπάστης, πότε ο ρουφιάνος του διπλανού γραφείου, πότε ο γλειψηματίας, πότε ο νομότυπος κοπανατζής. ακίνδυνα ασπόνδυλα σε μια εποχή καθόλου ανύποπτη και ακίνδυνη. ασπόνδυλα που θρέψαν με τα κακοφορμισμένα κορμιά τους εξουσίες και εξουσίες, που γίναν στιβάδες ν' ανέλθουν άλλοι, ελπίζοντας πως μια μέρα θ' ανέλθουν κι' αυτοί στα τείχη της Χεράτ.


είναι τ' ασπόνδυλα μακράς διαρκείας που οι σκιές τους τώρα μας κυνηγούν ως την άκρη της απείρου γής των. και ξέρουμε όλοι μας καλά πια πως τα μυστικά μας θα τα πάρουν στον τάφο τους, δικό τους απόχτημα και δικαίωμα. είναι τ' ασπόνδυλα που τάδαμε σήμερα το πρωί να κρυφογελούν καθισμένα σε πέτρινο θρόνο ενός αρχαίου θεάτρου σε μια παράσταση ύστερη της πρεμιέρας, επιδοτούμενη άδεια εισόδου με δικαίωμα μενού στον παρακείμενο ναό της ευωχίας των.


μη φύγεις. θα τους αφήσεις ξωπίσω σου να αλωνίζουν και ν' αλέθουν.

15 είχαμε απομείνει σ' κείνο το γραφείο, τόσα χρόνια ψωμί κι' αλάτι μαζί, μα ήλθε η ώρα κι από τους 15 ένας τουλάχιστον πρέπει να φαγωθεί.

να βάλουμε κλήρωση, 
είπε κάποιος στη συνέλευση, γνωρίζοντας πολύ καλά πως η αίτηση εξαίρεσής του (των) από την κλήρωση θα εξετασθεί μετά προσοχής. και είναι και τούτη η προσοχή που διαρκώς εξαιρείται της ανά πάσα στιγμή υποχρεωτικής παρουσίας της. 

 να εξαιρεθούν όλοι, εκτός από την υπεξαίρεση της ανθρωπιάς μας !

μη φύγεις, δεν έφυγα. θα πάω στο γραφείο για να πάρω πίσω τα μυστικά μου. ο τάφος τους δεν χωρά τη δική μου ζωή.

όσα, ατάκτως ειρηθέντα, άκουσα από τη σ.

Κυριακή 4 Αυγούστου 2013

Κανείς δεν γλύτωσε ποτέ (αναδημοσίευση)



του Γιάννη Μακριδάκη


http://yiannismakridakis.gr/

Συζητούσα, μάλλον άκουγα με πολύ ενδιαφέρον, προχθές κάποιον επισκέπτη μου, ο οποίος υπηρετεί σε ανώτατη διπλωματική θέση στο εξωτερικό και ανέλυε την κατάστασή μας ως ελληνικού και ως παγκόσμιου πληθυσμού.

Ομολογώ ότι με καθήλωσε η ηρεμία της προσέγγισής του, η οποία απέπνεε σιγουριά και γνώση των πραγμάτων. Δεν έλεγε πράγματα άγνωστα σε μένα, ούτε αδιανόητα, αλλά ο ψύχραιμος και πλήρης λόγος του και το ότι από τα συμφραζόμενα έβγαινε το συμπέρασμα πως έχει ενημέρωση από τα μέσα αφού συναντά λόγω της εργασίας του κάποιους από τους τροϊκανούς που ελέγχουν και ορίζουν τις ζωές μας, με έκαναν να τον ακούω δίχως να μιλώ και να μην αμφισβητώ καθόλου τα όσα υποστήριζε.

Είπε για το παγκόσμιο λογιστικό χρήμα και χρέος, είπε για την φούσκα, για το χρήμα δίχως αντίκρισμα που έχουμε ως παγκόσμια κοινότητα καταναλωτών δημιουργήσει, για το στάσιμο χρήμα που ψάχνει ολοένα και πιο ευφάνταστους τρόπους να κινηθεί, είπε για τα αδιέξοδα του καπιταλισμού και το μπέρδεμά του, τις ασυμβατότητες στις οποίες καταφεύγει μπας και βρει λύσεις, είπε πως θα μας κουρέψουν τελικά τις καταθέσεις από δεκαπέντε χιλιάδες ευρώ και πάνω, είπε πολλά και διάφορα, συγκεκριμένα και αφηρημένα αλλά ένα και μοναδικό ήταν, όπως είπε κι εκείνος εξάλλου, το τελικό και βέβαιο συμπέρασμα:

Πως κανείς από αυτούς που κρατούν την παγκόσμια εξουσία και διοίκηση δεν έχει ιδέα για το τι κάνει και το τι πρέπει να κάνει, πως το πλοίο της ανθρωπότητας προχωρεί στα τυφλά, στα ψαχουλευτά, και πως κανείς τελικά δεν πρόκειται να γλυτώσει.

Όταν τον ρώτησα τι κάνει εκείνος προσωπικά για την ζωή του αφού έχει καταλήξει σε αυτά τα συμπεράσματα και είναι απολύτως βέβαιος για όσα λέει, μου είπε κάτι το οποίο ήταν τελείως λίγο, μικρό, αδύναμο και ανάξιο σε σχέση με όλην την προηγούμενη προσέγγισή του: Πως ελπίζει και πιστεύει ότι εκείνος θα είναι από τους τελευταίους (που θα χαθούν).

Προφανώς, όσοι ακόμα αντέχουν, είτε έχουν είτε δεν έχουν τις γνώσεις του, την πληροφόρησή του, τις εμπειρίες του, τις γνωριμίες του, την εργασία του, τον μισθό του και το μυαλό του, το ίδιο και το αυτό πιστεύουν κι ελπίζουν όλοι τους. Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης επιβάλει να ζούμε με αυτό το ζωτικό ψεύδος.

Τώρα που μυρικάζω σαν την κατσίκα όλα αυτά που άκουσα από τον ενδιαφέροντα αυτόν άνθρωπο, σκέφτομαι ότι πάντοτε, στην χιλιόχρονη ιστορία της ανθρωπότητας έτσι ακριβώς ήταν. Ποτέ κανείς δεν ήξερε πού πάει η ζωή και ποτέ κανείς δεν γλύτωσε. Η μόνη διαφορά ότι πρώτη φορά τώρα είναι απόλυτα συνδεμένη η ζωή και η μοίρα όλης της ανθρωπότητας σαν μια κοινότητα. Κι όχι μόνον της ανθρωπότητας αλλά του πλανήτη ολάκερου, αφού φυτά, ζώα, πουλιά, έντομα, ψάρια και άνθρωποι βρίσκονται υπό καθημερινό διωγμό από τους καταναλωτές του παγκόσμιου χρηματοοικονομικού συστήματος, το οποίο αναγάγει σε προϊόντα κατανάλωσης τα πάντα προκειμένου να κινήσει απεγνωσμένα το συσσωρευμένο εικονικό του χρήμα, εξαφανίζοντας έτσι βιοτόπους και αφαιρώντας βίαια ζωές.

Το πλαστό και παραφουσκωμένο χρηματοοικονομικό μας σύστημα ροκανίζει μέρα με τη μέρα το οικοσύστημα, πριονίζοντας το κλαδί επί του οποίου κάθεται και ταυτόχρονα δεν έχει ιδέα ούτε για το τι κάνει, ούτε για την σφοδρή πτώση του που επέρχεται.

Όλο αυτό, το οποίο οδηγεί στην εξαφάνιση ειδών από τον πλανήτη, με αιτία τον άνθρωπο, για πρώτη φορά στην ιστορία του, οδηγεί ταυτόχρονα και στην αυτοκαταστροφή του αιτίου, το οποίο ως πλάσμα που αποξεχάστηκε, που μεταλλάχθηκε με εργαλείο το χρήμα και που θεώρησε εαυτόν κάτι διαφορετικό και προφανώς ανώτερο, έφτασε μέσα από χίλιες δυο διαδικασίες επώδυνες και καταστροφικές για το είναι του αλλά κυρίως για τον τριγύρω του φυσικό κόσμο, να συμπεραίνει με βεβαιότητα κάτι, για το οποίο οι άνθρωποι κάθε εποχής, δίχως γνώσεις συστημικών πανεπιστημίων, δίχως πλούτο χρηματικό, δίχως αυτό που οι σύγχρονοι δυτικοί λένε πολιτισμό, κουλτούρα, πρόοδο, ανάπτυξη κ.α., ξέρανε από πρώτο χέρι και φρόντιζαν να ζουν ανάλογα: Ότι κανείς δεν πρόκειται να γλυτώσει.

Όλοι εμείς οι σύγχρονοι προοδευμένοι θεωρήσαμε μάλλον ότι έχουμε γλυτώσει ή ότι πρόκειται να γλυτώσουμε. Δώσαμε όλο το είναι και όλη μας την ενέργεια στην απόκτηση της ύλης και του χρήματος κι αφήσαμε τον μέσα μας κόσμο στέρφο κι άγονο, θεωρήσαμε ότι αποστασιοποιηθήκαμε από τη φύση (μας), απομακρυνθήκαμε από τον θάνατο και χάσαμε τη ζωή, τη χαραμίσαμε στις συναναστροφές και στις ψευδοαπολαύσεις, την μετρήσαμε με το χρήμα του μισθού δίνοντάς την αντιπαροχή και τώρα που φτάσαμε μπρος στο αδιέξοδό μας, στεκόμαστε άλλοι εμβρόντητοι σαν χαζοί κι άλλοι ψύχραιμοι σαν ξύπνιοι και διαπιστώνουμε το επί εκατομμύρια χρόνια ηλίου φαεινότερο, πως κανείς δεν ξέρει πού πάει η ζωή και πως κανείς δεν πρόκειται να γλυτώσει. 

Μας πιάνει δέος, μας πιάνει φόβος, μας πιάνει τρόμος. Διότι δεν φροντίσαμε να ζήσουμε, να καλλιεργηθούμε, για να μαραθούμε ήρεμα.

Το τάμα (αναδημοσίευση)


από τον ΚΙΜΠΙ (http://kibi-blog.blogspot.gr/)
το κείμενο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Επενδυτής, 3/8/2013

Κατεβαίνει την εσωτερική σκάλα διστακτικά, το χέρι της κρατάει γερά την κουπαστή. Το τελευταίο διάστημα δεν έχει εμπιστοσύνη στα πόδια της. Στέκεται αναποφάσιστη στο κέντρο το μεγάλου χολ, κάτω από τον πολυέλαιο με τα εκατοντάδες κρύσταλλα Swarovski, το φως είναι ανοικτό, ψάχνει το διακόπτη να το σβήσει, μουρμουρίζοντας «… ανόητη». Το βλέμμα της πέφτει στον τεράστιο καθρέφτη. Αντικρίζει μιαν άγνωστη, «Θεέ μου, πώς κατάντησα…», ψιθυρίζει και σκέφτεται ότι έχει να κάνει Botox πάνω από εξάμηνο. «Είναι έτοιμα τα πράγματα;», φωνάζει. «Ο σάκος είναι πάνω στον δερμάτινο καναπέ», ακούγεται η Ταμίλα από την κουζίνα και η κ. Χρεοκοπίδου βλέπει έντρομη τη Luis Vuitton. «Ανόητη!» φωνάζει, «είναι δυνατό να πάω στη φυλακή με τέτοια βαλίτσα;». Ανεβαίνει επάνω να ψάξει κάτι πιο διακριτικό, δεν βρίσκει τίποτα, συμβιβάζεται με την προσφορά της Ταμίλα να της δώσει έναν από τους δικούς νάιλον καρό σάκους. «Να βάλω ένα τάπερ με φαγητό;», ρωτάει η Ταμίλα. «Απαγορεύεται», απαντάει αυτή. «Το αυτοκίνητο περιμένει», λέει η Ταμίλα. «Τρελή είσαι, που θα πάω με το Hummer; Κάλεσε ένα ταξί», λέει επιτακτικά η κ. Χρεοκοπίδου. Η Ταμίλα υπακούει απρόθυμη κι απορημένη. Καθώς το ταξί ξεκινά, το βλέμμα της διασχίζει το ψηλό πέτρινο τείχος που περιβάλλει τα 4 στρέμματα κήπου και τους δύο ορόφους με τα 450 τετραγωνικά που με τόσο κόπο διακόσμησε και γέμισε με έπιπλα. Ούτε ξέρει πόσο κόστισε, γι’ αυτό κι έδιωξε οργισμένη τον μεσίτη που το εκτίμησε μόλις ένα εκατομμύριο, ούτε την αξία του οικοπέδου. «Αυτό το σπίτι έχει φιλοξενήσει υπουργούς, βουλευτές, πρέσβεις, έχει 20.000 μηνιαίο κόστος συντήρησης», του φώναζε, λες κι αυτό θα ανέβαζε την τιμή του. «Τι ηλίθια που ήμουν», σκέφτεται καθώς το ταξί αφήνει πίσω του την παρηκμασμένη αίγλη των βορείων προαστίων με προορισμό τον Κορυδαλλό. 

Σ’ όλη τη διαδρομή μια καταιγίδα σκέψεων πλημμυρίζει το κεφάλι της. Δεν μπορεί να καταλάβει τον άντρα της. Δηλαδή, τι δυσκολία έχει να βρει 100 εκατομμύρια, να τα δώσει στην εφορία να ξεμπερδεύει; «Εκεί που είναι τα λεφτά είναι ασφαλή, εμείς δεν είμαστε ασφαλείς αν τα πάρουμε από εκεί», της είχε απαντήσει αυτός κάποια στιγμή, αποφεύγοντας περαιτέρω εξηγήσεις. «Μα δεν μιλάω γι’ αυτά που πήγα εγώ στο Βερολίνο», ψέλλισε αυτή, για να εισπράξει ένα σκληρό «σκάσε!». «Τι εξευτελισμός!» σκέφτεται. Από τότε ο άντρας της προφυλακίστηκε για χρέη προς το Δημόσιο, φοροδιαφυγή, ξέπλυμα κι ένα σωρό κατηγορίες που αδυνατεί να συγκρατήσει, όλες οι σκύλες -φίλες, να σου πετύχουν- την αποφεύγουν σαν λεπρή. Η αφοσίωσή τους δεν άξιζε ούτε τους καφέδες που τους κερνούσε στο «Da Capo», πολύ περισσότερο τα δείπνα στο «Matsuhisa». Πεταμένα λεφτά. Και να πεις ότι αυτές είναι σε καλύτερη κατάσταση... Τη μια την παράτησε ο άντρας της με το πρώτο μνημόνιο – μετώκησεν εις άγνωστον διεύθυνσιν, με γκόμενα κι αδειάζοντας όλους τους λογαριασμούς, πάνω από 500 εκατομμύρια λένε τα κουτσομπολιά. Της άλλης αυτοκτόνησε αφήνοντας χρέη 100 εκατομμύρια – «δεν του το ’χα του Κώστα ότι ήταν τόσο ευαίσθητος, είχε φήμη killer», σκέφτεται. Και της Φαίης ο άντρας είναι ιδιοκτήτης τριών πτωχευμένων κουφαριών με 1.000 απολυμένους και απλήρωτους υπαλλήλους – αυτός κι αν έπρεπε να σαπίζει στη φυλακή. Τέλος πάντων, σε καμιά τους δεν άξιζε τέτοια τύχη. 

«Γιατί μας συμπεριφέρονται έτσι; Πώς θα υπάρξει αυτή η χώρα χωρίς εμάς;», σκέφτεται. Ο ταξιτζής την κοιτάζει κλεφτά από τον καθρέφτη, κάτι του θυμίζει, αυτή αντιλαμβάνεται το αδιάκριτο βλέμμα. Υποψιάζεται πως ίσως να την είχε δει σε εκείνη την εκπομπή για το σπίτι της, ίσως πάλι να τη θυμόταν από τα ρεπορτάζ, τότε που είχε ανακηρυχθεί «γυναίκα της χρονιάς» για τη χορηγία ενός ιδρύματος για παιδιά που έπασχαν από κάτι σπάνιο -δεν θυμάται πια τι, ενώ την άλλη με το παιδοογκολογικό τη θυμούνται όλοι-, το ’λεγε στον άντρα της, έπρεπε να διαλέξουν κάτι πιο ηχηρό να χορηγήσουν. «Οι χορηγίες στο Μέγαρο, δεν μπορώ να πω, πιάσαν τόπο», σκέφτεται.

«Ο φθόνος», συλλογίζεται, «δεν εξηγείται αλλιώς. Μας φθονούν γιατί πετύχαμε. Αχάριστοι Έλληνες. Τόσοι άνθρωποι έχουν φάει ψωμί απ’ το χέρι μας, όλη η χώρα μας χρωστάει, και τώρα μας πετάνε σαν την τρίχα απ’ το προζύμι. Η κρίση. Τι φταίμε εμείς για την κρίση; Το κράτος φταίει». Της φαίνεται αδιανόητο ότι βρήκε κλειστές τις πόρτες τόσων ανθρώπων που είχαν ευεργετηθεί από τον άντρα της – υπουργοί, βουλευτές, κρατικοί υπάλληλοι. Κι απ’ την τρόικα, περίμενε άλλη συμπεριφορά, πώς είναι δυνατό να παρακολουθεί ατάραχη να διασύρεται η αφρόκρεμα της χώρας. «Βρε, Βασίλη», ρώτησε κάποια στιγμή τον άντρα της, «δεν έχεις κανένα απ’ αυτά τα λαμόγια στο χέρι; Δώσε τουλάχιστον έναν στους δικαστές να γίνει κόλαση». «Σκάσε!», είναι η μοναδική απάντηση που πήρε, μαζί με την οδηγία να ακολουθεί αυστηρά τις εντολές των δικηγόρων. Μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων, υπογραφές μεταφοράς χρημάτων σε εταιρείες με αλλόκοτα ονόματα, σε μέρη που δεν ξέρει πού πέφτουν στον χάρτη. Κι η ίδια πάμφτωχη, να χρωστάει μηνιάτικα σ’ αυτή την αυθάδη, την Ταμίλα, και στον θρασύτατο τον Εμίλ, τον οδηγό, που του πέφτει βαρύ να ποτίσει και λίγο τον κήπο. «Ε, ρε Χρυσή Αυγή που τους χρειάζεται!», σκέφτεται. Έπειτα μαλώνει τον εαυτό της με την ιδέα, γιατί αισθανόταν ανέκαθεν γνήσια φιλελεύθερη. Ευτυχώς, τα παιδιά είναι μακριά και εξασφαλισμένα.Το ταξί σταματάει έξω από την πύλη. Πληρώνει, παίρνει τον νάιλον σάκο, τώρα αρχίζει αυτή η εξευτελιστική διαδικασία ελέγχου μέχρι το επισκεπτήριο. Φρικτή ζέστη, Αύγουστος, τέτοια εποχή θα ήταν κανονικά στο εξοχικό στη Μύκονο ή με το σκάφος στην Κεφαλονιά, μπορεί και στη Μαγιόρκα. «Τι πτώση, Θεέ μου», σκέφτεται. Πιάνει τον εαυτό της να επικαλείται για πολλοστή φορά τον Θεό, δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα θρήσκα, και αναρωτιέται αν είναι ώρα για μια στροφή. Θα κάνει τάμα στη Μεγαλόχαρη, να τελειώσει αυτός ο εφιάλτης, να βγει ο Βασίλης, να πληρώσουν και να φύγουν. Θα πάει στην Τήνο. Όχι απευθείας, θα περάσει από τη Μύκονο, να ρίξει και μια ματιά στο σπίτι. Θα δανειστεί ρούχα από την Ταμίλα, κάτι σεμνό, κι ένα σκούρο μαντίλι στο κεφάλι, να μην αναγνωρίζεται. Θα ξαπλώσει στον δρόμο να περάσει από πάνω της η εικόνα, όπως έχει δει να κάνουν οι γύφτισσες κι οι ανάπηροι. Κι ύστερα θ’ ανέβει στην εκκλησία, θα έχει μαζί της και τη μια σειρά μαργαριτάρια South Sea, θα τα ρίξει διακριτικά στα αφιερώματα. Θα κλάψει μπροστά στην εικόνα. Αφού δεν συγκινείται κανείς άλλος, ίσως συγκινηθεί η Παναγιά. Ναι, θα πάει. Παραμονή Δεκαπενταύγουστου θα είναι εκεί. Μόλις γυρίσει σπίτι, θα τσεκάρει τα δρομολόγια. 

Στην είσοδο ασφαλείας της φυλακής την πιάνει η συνήθης ταραχή. Αδύνατο να βρει την ταυτότητα στην τσάντα της πάλι.

Υ.Γ. Οποιαδήποτε ομοιότης με πρόσωπα και καταστάσεις μπορεί και να μην είναι συμπτωματική.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Η δίκη ήταν υπέροχη. Η πολιτική αγωγή βάλτωσε σε τεχνικές λεπτομέρειες οικονομικής φύσεως. Ο δικαστής ήταν εχθρικός. Οι Ίνσελ έκλεψαν την παράσταση. Ήταν απλοί κι ανεπιτήδευτοι, χαμογελούσαν στους δημοσιογράφους, πόζαραν στους φωτογράφους, κατέβαιναν στο δικαστήριο με το λεωφορείο. Οι επενδυτές μπορεί να είχαν καταστραφεί, αλλά τα ίδιο είχαν πάθει, και το γνωστοποιούσαν καταλλήλως, και οι Ίνσελ. Ο καπετάνιος είχε βουλιάξει μαζί με το καράβι. 
Ο γερο-Σάμιουελ Ίνσελ αγόρευε όλο ευγένεια στο εδώλιο, διηγήθηκε την ιστορία της ζωής του: από υπαλληλάκος γραφείου μεγαλομεγιστάνας, πώς αγωνίστηκε για να πετύχει, πως λάτρευε το σπίτι του και τα παιδάκια του. Δεν αρνήθηκε πως είχε κάνει λάθη, ουδείς αλάνθαστος, αλλά ήταν λάθη τίμια. Ο Σάμιουελ Ίνσελ έκλαψε. Ο αδελφός του Μάρτιν έκλαψε. Οι δικηγόροι έκλαψαν. Με φωνή που την έπνιγε η συγκίνηση, οι μεγαλοεπιχειρηματίες του Σικάγου απαρίθμησαν από το εδώλιο όλα όσα είχε κάνει ο Ίνσελ για τις επιχειρήσεις του Σικάγου. Δεν έμεινε μάτι που να μη δακρύσει στην αίθουσα. 
Τελικά, όταν ο εισαγγελέας τον στρίμωξε, ο Σάμιουελ Ίνσελ το ξεφούρνισε: ναι, είχε κάνει κάποιο λάθος της τάξεως κάποιων εκατομμυρίων, αλλά ήταν λάθος τίμιο. 
Ετυμηγορία: αθώος. 
(… ) Μέσα σε μια ευωδία αγιοσύνης, ο εκθρονισμένος μονάρχης της υπερδύναμης, ο υπαλληλάκος που έγινε μέγας και τρανός, χαίρεται τα τελευταία του χρόνια ξοδεύοντας τη σύνταξη των είκοσι δύο χιλιάδων δολαρίων τον χρόνο που του αποδίδουν οι διευθυντές των πρώην εταιρειών του. 

Τζον Ντος Πασος, USA, Τα πολλά λεφτά

Σάββατο 3 Αυγούστου 2013

Χαμήλωσε (αναδημοσίευση)

της Αννίτας Λουδάρου

Όταν σηκώνεις και δείχνεις με τεντωμένο δάκτυλο τον απέναντι σου να προσέχεις. Και όταν πετάς στημένες απαντήσεις, βγαλμένες από το λυσσάρι σου πάλι να προσέχεις. Γιατί υπάρχουν πολλοί που μεγαλώνουν σήμερα τα παιδιά τους με ψέμματα. Με ψέμματα, όχι με κέρματα. Και αν δεν ξέρεις πως είναι αυτό καλύτερα να μην κουνάς δάκτυλα τεντωμένα.

Σκέψου μονάχα τι είσαι και εσύ. Με το ένα χέρι γαντζωμένο στο χθες και το άλλο μετέωρο, αυτό είσαι. Αφού χειρολαβή για το μέλλον ακόμα δεν υπάρχει. Αυτό το δήθεν καινούργιο που καθημερινά προστίθεται στην ειδησεογραφία είναι κατά κανόνα παλιό και ξανά ειπωμένο. Είτε με τον ίδιο, είτε με διαφορετικό τρόπο. Το σύστημα στο οποίο θεμελιώθηκε η καθημερινότητα σου δεν ήταν μόνο ψευδές και παράνομο αλλά και πολύπλοκο και επικύνδινο. Ό,τι μας περιβάλλει είναι ασφυκτικό και εξαιρετικά δυσλειτουργικό. Κι όμως δεν δέχτηκες να ξεβολευτείς για να έχεις τώρα επιλογές.

Η επιλογή δύσκολα περιγράφεται και ακόμα πιο δύσκολα βιώνεται. Που να δεις πως αφομιώνεται. Αυτή η επιλογή είναι όμως η χειρολαβή για το μέλλον. Τα ουτοπικά σχέδια αντικαθιστούνται μπροστά στα μάτια σου από τα ''μη σχέδια''. Μια ωραία μέρα απλά έρχεται η ώρα για να πέσουν κεφάλια ώστε να συμπληρωθεί ένας αριθμός. Και η επιλογή σε αυτό το τόπο είναι μία μόνο το μικρότερο πολιτικό κόστος. Το πελατειακό κράτος θα παραμείνει ζωντανό και μετά την πυρηνική καταστροφή, όσο εσύ κοιτάς μονάχα να σηκώνεις δασκαλίστικα το δάκτυλο σου για να δείξει τον απέναντι φταίχτη.

Κατέβασε το δάκτυλο γιατί δεν ξέρεις την πραγματικότητα του διπλανού σου. Δεν ξέρεις καν την αναπηρία της δια βίου άρνησης σου στην διαφορετικότητα του. Δεν νομίζεις πως είναι καιρός να την μάθεις; Θα αφήσεις το δάκτυλο σου να πέσει ; Χαμήλωσε . Κράτησες ενός λεπτού σιγή για τους απελπισμένους ; Άσε τα "έτσι μάθατε", "υποθηκεύσατε το μέλλον σας" και άλλες τέτοιες μελούρες. Χαμήλωσε να ακούσεις πιο καθαρά τον αδύναμο, τον άρρωστο, τον μόνο.

Αυτό το δάκτυλο θέλω μια μέρα να το δω κατεβασμένο. Θα είναι η μέρα που θα βγεις να περπατήσεις στους δρόμους. Θα σε ρωτήσω τότε '' Τι είδες; '' και θα μου πεις:
Είδα χαρούμενους, είδα λυπημένους
και είδα πολλούς ούτε χαρούμενους, ούτε λυπημένους. Μόνο πεινασμένους.

Θα καταλάβω πως εννοείς στερημένους. Και αυτό είμαστε όλοι. Και μας αφορά όλους. Θα είναι η μέρα που θ΄ αλλάξουν τα χρώματα. Θα είναι η νίκη δίχως πανοπλία.

Παρασκευή 2 Αυγούστου 2013

Ένα βαγόνι γεμάτο νεκρούς (αναδημοσίευση)

το κείμενο αναρτήθηκε στις 28 Ιούνη του 2012 στο http://mpananas.wordpress.com/.
αυτονόητη η επικαιρότητά του με ό,τι καθημερινά συ-ζούμε. είθε το κείμενο να στρέψει για λίγο την εγωκεντρική μας ματιά πάνω στον άλλο. Όποιος κι' αν είναι αυτός.

Λεπτομέρεια εξωφύλλου από τη Γαλλική έκδοση 
του Ξένου (L'Etranger) του Αλμπέρ Καμύ
Άνοιξα τα μάτια λίγο πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι. Αυτό συμβαίνει τις μέρες του άγχους. Πρώτη σκέψη της ημέρας ‘δεν έχω πληρώσει τη δεη’. Γαμώ τη δεή η επόμενη σκέψη. Το αντίδοτο του άγχους κοιμάται δίπλα μου. Ευτυχώς. Μέχρι να φτάσω στο μετρό η δεη έχει γίνει μια δουλειά που θα ταχτοποιήσω αύριο.

Μπαίνω στο μετρό. Αλλάζω γραμμή στο σύνταγμα και μπαίνω στο βαγόνι που με οδηγεί στον τελικό προορισμό. Μόλις που πρόλαβα να βρω τη γωνιά μου και να βγάλω το βιβλίο, μια σπαρακτική φωνή από δίπλα επαναλαμβάνει ‘Δε μπορώ να πάρω ανάσα’, ΄Χάνομαι’. Είναι μια γυναίκα γύρω στα 40 με τα ρούχα της δουλειάς. Έχει ιδρώσει, το βλέμμα της φανερώνει απελπισία, δε μπορεί να πάρει ανάσα. Παθαίνει έμφραγμα, κρίση πανικού, τι συμβαίνει; Οι διπλανοί της δεν την κοιτάνε καν. Την πλησιάζω. Δεν κουνιέται κανείς.

Μόνο εγώ την ακούω ρε; Τι γίνεται;

Στη διαδρομή μέχρι την επόμενη στάση, φωνάζει σπαρακτικά πως δεν έχει ανάσα. Κουνάει τα χέρια της για να κάνει αέρα στο πρόσωπο της. Σηκώνεται όρθια, το σώμα της έχει μια κλίση προς τα πάνω σαν να προσπαθεί να βγει πάνω από όλους μας για να αναπνεύσει.

Δε νιώθετε ρε σείς την απελπισία της;

Η οδηγός του μετρό έρχεται στο βαγόνι μας και με πολύ αυστηρό ύφος της λέει ‘ Σας παρακαλώ κυρία μου περάστε έξω’. Δε μπορώ να καταλάβω τι γίνεται, γιατί της μιλάει έτσι, τι έκανε λάθος; Τη βοηθάω να βγει έξω. Την ώρα που βγαίνει φωνάζει ‘είχε σταματήσει για χρόνια. Με έχει πιάσει κρίση πανικού. Χάνομαι’. Ζητάει απελπισμένα ένα μπουκάλι νερό. Το ξέρω ότι δεν έχω στην τσάντα αλλά κοιτάω. Δε ξέρω τι να κάνω. Ένα μπουκάλι νερό ρε σεις. Ο χρόνος έχει παγώσει στην αποβάθρα. Στην απόλυτη ησυχία μια γυναίκα φωνάζει την απελπισία της. Δε μπορεί να αναπνεύσει. Την ακούτε;

Γιατί κοιτάτε όλοι έτσι; Τι έχετε πάθει ρε; Τι σας συμβαίνει;

Ένας ζωντανός ανάμεσα τους της ρίχνει ένα μπουκάλι νερό στα μαλλιά, μια άλλη ζωντανή της δίνει οδηγίες για βαθιές ανάσες. Συνέρχεται. Ηρεμεί. Η ανάσα της κοπάζει, αλλάζει το βλέμμα της. Ζητάει συγνώμη.

Σας ζητάει συγνώμη ρε.

Πλησιάζει το βαγόνι, κάνει να ξαναμπεί. Δυο γυναίκες γύρω στα 60 δεν την αφήνουν. Απαγορεύεται να μπεις της λένε. Η κοπέλα που την είχε βοηθήσει νωρίτερα κι εγώ από λίγο πιο πίσω τους απαντάμε. Τι σημαίνει απαγορεύεται; Οι πόρτες κλείνουν, η γυναίκα μένει απέξω, το μετρό φεύγει.

Τι συμβαίνει; Υπάρχει κάποιος άνθρωπος εδώ μέσα ή έχετε πεθάνει όλοι ρε σεις;

Κλαίω. Δεν είναι μόνο η απελπισία της και τα σπαρακτικά της λόγια που με έχουν λυγίσει. Είναι που δεν υπάρχουν ζωντανοί. Τι έχουν πάθει; Δε μπορώ να συγκρατήσω με τίποτα τα δάκρυα μου. Τα σκουπίζω. Ό άντρας δίπλα μου με κοιτάει.

Τι με κοιτάς ρε; Κι αυτό σου φαίνεται περίεργο; Νιώθεις ρε;

Κι άλλος ένας ζωντανός, γύρω στα 60, κλαίει κι αυτός. Δεν προλαβαίνω να τα μαζέψω και πέφτουν κι άλλα. Κλαίμε εμείς για σας, τρέχουμε εμείς για σας. Για σας, τα ζόμπι με τις ωτοασπίδες που αγχώνεστε να φτάσετε στη δουλειά σας. Που κοιτάνε παγωμένοι, που μπροστά στην απελπισία του άλλου μάθατε μόνο να παγώνετε. Δε σκεφτήκατε σε καμία στιγμή άραγε πως θα μπορούσατε να είστε εσείς στη θέση της; Δε ξέρω πως τα καταφέρνετε.

Βγαίνω από το μετρό. Θέλω να μιλήσω σε έναν ζωντανό. Τα λέω. Κλαίω. Πρώτα μια περιγραφή, μετά η στεναχώρια και τα δε θέλω να ζω εδώ, κωλοέλληνες.

Εδώ, η ζωή δυσκολεύει. Νομίζεις πως θα την αντέξεις, από τη μία σκέφτεσαι πως εσύ πρέπει να συνεχίσεις να είσαι αυτός που θα βοηθήσεις τη γυναίκα που χάνεται και από την άλλη δεν αντέχεις άλλο να τους κοιτάς όλους αυτούς τους παγωμένους. Τους αδιάφορα παγωμένους.

Καθώς έμπαινα στο γραφείο, με έπιασα να φωνάζω σιωπηλά αυτά που δεν είπα στην 60άρα με το απαγορεύεται. Πόσα ‘εσείς μας φέρατε ως εδώ’ να επανέλαβα άραγε.

Την ξέρω την κρίση πανικού. Είναι μια σκέτη φρίκη. Ωμή απελπισία που σου κόβει την ανάσα. Αυτό που σε πεθαίνει όμως δεν είναι αυτό. Θάνατος είναι αυτά τα εκατοντάδες όρθια και καθιστά ζόμπι που παρακολουθούσαν. Τα σώματα τους έχουν παγώσει από το θάνατο. Η μόνη με ζεστό ακόμα χνώτο φώναζε ‘χάνομαι’ και 4-5 ζωντανοί της κρατούσαν το χέρι. Αυτοί, οι μόνοι ζεστοί.

Πέμπτη 1 Αυγούστου 2013

Μπορείτε να είστε περήφανοι για μένα (αναδημοσίευση)


Μπορείτε να είστε περήφανοι για μένα. Έχω την τιμή να είμαι ανάμεσα στους πρώτους που απολύονται από το δημόσιο. Μπορείτε να είστε ακόμα πιο περήφανοι. Είμαι ανάμεσα στους πρώτους που εξαιρέθηκαν λόγω αυξημένων προσόντων και μετά εξαιρέθηκαν από την εξαίρεση γιατί δεν έβγαιναν τα νούμερα, το είπε και ο υπουργός σε ασύντακτα ελληνικά: “Ο συνολικός αριθμός, που ήταν υποχρέωση της Κυβέρνησης δεν μπορούσε να καλυφθεί, κι επομένως κοιτάζουμε να καλύψουμε αυτόν τον αριθμό”. Μπορείτε να είστε κι ακόμα πιο περήφανοι. Έχω απολυθεί και από τον ιδιωτικό και από τον δημόσιο τομέα. Θέλετε κι άλλο; Θα σας κάνω ακόμα πιο περήφανους. Έβαλα πλάτη βρε, σε μένα οφείλεται το 1/250 των ανθρώπων (και όχι αριθμών) που έβαλαν πλάτη για να πάρουμε την επόμενη γαμημένη δόση που θα μας πετάξει στο τραπέζι η τρόικα. Όταν το σκέφτομαι φουσκώνω από περηφάνεια, εγώ τώρα σώζω την πατρίδα. Χαλάλι λοιπόν και τα πτυχία μου και τα μεταπτυχιακά μου και η δουλειά που έχω κάνει στα σχολεία, και τα σεμινάρια που παρακολούθησα στη ζωή μου, τα συνέδρια, οι δημοσιεύσεις, τα χρήματα που ξόδεψα, χαλάλι όλα….. Για την Ελλάδα ρε γαμώτο…..

Είπε κι άλλα ο υπουργός. Είμαι σίγουρη πως τώρα κλαίει με μαύρο δάκρυ και βρέχουν τα δάκρυα το μαξιλάρι του από τη στενοχώρια του για μας. Το σκέφτηκε όμως, δεν θα μας αφήσει έτσι, όοοοοοχι……. Κοιτάξτε βρε να δείτε τι άνθρωπος είναι (σε πιο ασύντακτα ελληνικά ο πανεπιστημιακός…..):“Θεωρούμε ότι άνθρωποι οι οποίοι έχουν αυξημένα προσόντα πρέπει, να κρατήσουμε στο Δημόσιο….. Οι άνθρωποι αυτοί θα πριμοδοτηθούν ούτως ώστε αμέσως κι αυτοί να απορροφηθούν σε Τομείς του Δημοσίου, γιατί έχουν αυξημένα προσόντα . Ακριβώς γιατί αυτό επιβάλλει και η λογική της αναδιάρθρωσης του Δημοσίου Τομέα, δηλαδή να κρατήσουμε ανθρώπους οι οποίοι έχουν αυξημένα προσόντα”. Καταλάβατε βρε; “Οι άνθρωποι αυτοί δεν θα πεταχθούν, μη κοιτάτε που τους πετάξαμε έξω τώρα για να ρίξουμε στάχτη στα μάτια της τρόικας…. εμείς προβλέψαμε. Θα τους δώσουμε μπόνους, έτσι ώστε να προηγούνται αυτών που προηγούνται από άλλους για να δουλέψουν σαν ωρομίσθιοι των 400 το πολύ ευρώ, στα ΙΕΚ που θα φτιάξουμε αφού διαλύσουμε την Τεχνική Εκπαίδευση”. Καταλάβατε βρε; Δεν καταλάβατε; Τι να σας πω…… Είστε σίγουρα προκατειλημμένοι, συριζαίοι κομμουνιστές και ανθέλληνες.

Τώρα ρίξτε μια ματιά κι εδώ να δείτε τι μπορεί να συμβαίνει εκτός από το διακαή πόθο του υπουργείου να αναβαθμίσει την κατακαημένη Τεχνική και Επαγγελματική Εκπαίδευση, καταργώντας ολόκληρους τομείς και ειδικότητες-φιλέτα με τη μεγαλύτερη ζήτηση από τους μαθητές και πετώντας στη διαθεσιμότητα που οδηγεί στην απόλυση, ανθρώπους και όχι αριθμούς.

Εναλλακτικά τσιμπούρια (αναδημοσίευση)

του Γιάννη Μακριδάκη

Έλεγα κι εγώ ότι πάνε όλα τόσο άψογα με την οργάνωση των συναντήσεων στη Βολισσό και ότι όλοι όσοι έχουν δηλώσει συμμετοχή είναι τόσο εξαιρετικά συνεργάσιμοι και συνενοήσημοι άνθρωποι, ότι μια φορά λέμε το κάθε πράγμα και καταλαβαινόμαστε, αλλά μάλλον το μάτιαξα το θέμα.

Ξαφνικά προέκυψε, όχι από το πουθενά αλλά από την Αθήνα, τύπος εναλλακτικός της θεωρίας, με χίλια δυο λινκ κάτω από το όνομά του, που παραθέτουν σε ό,τι είναι της μόδας τελευταίως, από οικολογικά χωριά μέχρι τράπεζες χρόνου, σε όλα συμμετέχει, προφανώς ακαδημαϊκά, ο οποίος μου έστειλε μέηλ ζητώντας μου πληροφορίες περί της διαμονής του για περισσότερες μέρες σε σκηνή επί παραλίας ή εντός κάποιου κτήματος για να κάνει τις διακοπές του και να ξεφύγει “από το άγχος του πλοίου, του ταξιδιού και της Αθήνας”, όπως συγκεκριμένα μού έγραψε.

Και βεβαίως του απάντησα ότι κανένα πρόβλημα δεν παίζει εδώ με τους κατασκηνωτές, ότι ποτέ κανείς δεν δημιούργησε πρόβλημα σε όσους κάνουν ελεύθερο κάμπινγκ στις παραλίες και ότι μπορεί να έρθει με την παρέα του και την σκηνή του και να μείνουν όσες μέρες θέλουν.

Ως εδώ όλα ωραία και καλά.
Προφανώς όμως του τύπου δεν του άρεσε η απάντησή μου διότι άλλο ήθελε εξαρχής και μάλλον δεν το έλεγε, οπότε μού ξανάγραψε ότι η λογική του αιτήματός του δεν είναι μόνο προσωπική, ότι κατά κάποιον τρόπο μιλάει εξ ονόματος όλων, για να γνωριστούμε όλοι και να ήμαστε σε κάποιο μέρος όλοι μαζί, λες και δεν έχω κανονίσει ήδη να είμαστε σε κάποιο μέρος όλοι μαζί. Συνεχίζοντας λοιπόν, μου γράφει ότι τελικά, με την απάντησή μου, κατάλαβε ότι είμαι άλλο ένα τίποτα μέσα στο τίποτα!!

Μάλλον εκεί στην πόλη τα ζωνάρια είναι λυμένα για καβγά και οι αντοχές και ανοχές περιορισμένες και μερικοί μέσα στο τίποτά τους όλα τα νιώθουν ως επίσης τίποτα. Αλλά από ανθρώπους που δηλώνουν αλλιώτικοι κι έχουν κι ένα κάρο οικολογικά χωριά, οικοκοινότητες και τράπεζες χρόνου κάτω από την υπογραφή τους, δεν περιμένει κανείς είναι τόσο κάφροι και τομάρια, διότι όποιος μονάχα το προσωπικό του συμφέρον και τομάρι σκέφτεται, δεν πηγαίνει σε συλλογικότητες παρά μόνο για να κάνει το τσιμπούρι. Να δουλεύουν άλλοι κι αυτός να ρουφάει από το σβέρκο τους.

Αυτή είναι και η παθογένεια όλων αυτών των ομάδων, αυτός είναι και ο λόγος που δημοσιοποιώ εδώ όλη αυτή την γελοία και κατά τα άλλα ανάξια λόγου ιστορία μιας επίσης ανάξιας λόγου αστικής προσωπικότητας, η οποία ήθελε να κάνει δωρεάν διακοπές μέσα στον μπαξέ μου προφανώς διότι άλλον χώρο δεν έχω, αλλά το έθετε σε πλαίσιο ιδεολογικό και όταν είδε πως δεν του βγαίνει, ξεβρακώθηκε μόνος του.

Διότι δεν τελείωσε εδώ η επικοινωνία μας, συνέχισε και μου έγραψε και χίλια δυο άλλα, όπως ότι θα πρεπε να υπήρχε από μέρους μου πλήρης φιλοξενία όλων, δίχως συμμετοχή οικονομική, με όμορφο πρόγραμμα για πραγματική επικοινωνία, όπως ότι ενδιαφέρομαι να γίνω δήμαρχος ή αρχικάτις και ότι είμαι κακή απομίμηση υποψήφιου στελέχους του συστήματος που θέλει να παράγει υπεραξία από τον εναλλακτικό χώρο, στον οποίον βεβαίως ανήκει ο ίδιος!

Τέτοιο θράσος από έναν τύπο εντελώς άγνωστο σε μένα, αλλά τόσο γνωστό όπως όλα τα κνώδαλα που ψάχνουν μέσα σε συλλογικότητες βιότοπο τσιμπουριού, όπου άλλοι θα δουλεύουν κι άλλοι θα θεωρητικολογούν επιβιώνοντας εις βάρος τους και κριτικάροντάς τους κι από πάνω.

Προσοχή στα “εναλλακτικά” τσιμπούρια λοιπόν, κυρίως τώρα το καλοκαίρι είναι πιο επιθετικά και αποτελούν τις πιο σημαντικές αιτίες καταστροφής κάθε συλλογικής προσπάθειας και κάθε εγχειρήματος.

σημείωση διαχειριστή: εκτός από τα εναλλακτικά υπάρχουν και άλλες συνομοταξίες τσιμπουριών: αντιστασιακά (στους παληούς καιρούς-τώρα είναι ντεμοντέ εννοείται), τα "αυτόνομα", τα "αναρχικά" και πλείστα άλλα μέσα κι' έξω από κόμματα, συνιστώσες, κινήματα, κ.λπ.

Τρίτη 30 Ιουλίου 2013

Κενό



Έσβησα το φώς κρατώντας τα μάτια ανοικτά, το μυαλό να περιοδεύει κατά τις πατημασιές των βημάτων όλου τούτου του καιρού. Απλώνω το χέρι να πιάσω το σκοτάδι και το χέρι επιστρέφει στη θέση του με τη ρικνή ύλη σωμάτων που λες και κάποτε υπήρξαν άνθρωποι.

Τούτη η έλλειψη φωτός σε βοηθά να δείς καλύτερασκέπτομαι. Σφικτοδένομαι στο κορμί μου, αφήνοντας το νού και την άσπλαχνη μνήμη να ταξιδεύουν. Και φεύγουν και ξανάρχονται, κομίζοντας την ίδια εκείνη ρικνή ύλη που τα χέρια μου πριν λίγο άγγιξαν.

Φωνάζω στη μνήμη και το μυαλό να μαζευτούν σιμά μου, να μη σεργιανούν σε τοπία επιμολυσματικά. Και κείνα έρχονται, καθόμαστε τώρα όλοι μαζί τυλιγμένοι στα σεντόνια.
Φτωχύναμε λέωΑπό καιρό θάπρεπε να τόχες σκεφθεί μου απαντά η φρόνηση, και διπλώνομαι ξανά στο κορμί μου. 

*****

Απονεκρώθηκαν οι αισθήσεις περιαγόμενες στο ταπεινό ίσως περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Τόσο που να μην μπορούμε ούτε να γροικήσουμε τα ουρλιαχτά των σχεδιαστών της ψυχής μας, τις σκιές των οργανωτών του μέλλοντός μας. Τόσο που οι λέξεις μας αρνούνται να υπακούσουν στη γλώσσα μας, αν πρώτα δεν πάρουν την αμοιβή τους. 

Δεν ξέρω αν κοιμάμαι, αν ονειρεύομαι, αν είμαι ζωντανός, αν υπάρχω εκεί έξω, αν ανήκω καν στη σκιά μου, αν έχω σκιά. Δεν ξέρω αν είμαι κάποιος, αν ήμουν ποτέ, αν ωφέλησα ή έβλαψα με την παρουσία μου, αν άπλωσα το χέρι μου και πήρα ευγνωμοσύνη, αν πλήγωσα, αν πληγώθηκα. Δεν ξέρω αν πέθανα ή ζώ.

Στριφογυρίζω στο κρεββάτι μου σαν από συνήθεια, κείνη τη συνήθεια των αϋπνιών μου, κείνος ο γύρος της ανυπαρξίας του αισθητού. Παράτησα το χρόνο, αφήνοντάς τον να κυλήσει στο δικό του ρυθμό. Κι' έφερε τη χαραυγή, κι' έφερε το ξημέρωμα, απιθώνοντας το φώς τους στα μάτια μου. Σηκώθηκα, πήγα στο μπαλκόνι, κι' αντίκρυσα τον ήλιο να μου μηνύει πως σε λίγο καταφθάνει, κι' άκουσα την αποκοτιά της πόλης, τ' άγουρο ξύπνημα των ανθρώπων, των ερωτευμένων την αγαλλίαση.

Κι' ήλθε το μικρό πουλί ζητώντας μου να γίνω ταίρι του, ο πλανόδιος πωλητής να μοιραστούμε την αγωνία μας. Γιατί μόνον αγωνία έχουμε πια, και φόβο. 

Πάρτε από την αγωνία μου ξαναφωνάζει ο πλανόδιος πωλητής -δύο κιλά κεράσια τρία ευρώ-, αγοράζω τον φόβο σου δωρεάν, διαλαλεί κάποιος άλλος. Κατέβηκα στο δρόμο κι' ώσπου να τελειώσει η συναλλαγή με την αγωνία, ο άλλος είχε σιωπήσει. Ίσως γιατί πρόλαβαν οι άλλοι και του φόρτωσαν τον φόβο τους. 

Ανέβηκα πάνω κρατώντας τα δύο κιλά κεράσια των τριών ευρώ. Κεράσια που σε λίγες ώρες θα σάπιζαν, τώρα ίσως και να είναι ευπρόσδεκτο δώρο από κάποιους. Και τη στιγμή που ξανανέβαινα λεύτερος πια από τα κεράσια, ελαφρότερος από την αγωνία του πωλητή, η ψυχή μου πεθύμησε να βροντοφωνάξει αγοράζω τον φόβο σας, μα η γλώσσα μου δίστασε από φόβο.

*****

Φτωχύναμε εμείς και εσείς πλουτίζοντας τους άλλους, αγοράζοντας πανάκριβα τον Φόβο τους. Μα τί λέω; εσείς, είστε εμείς που βαδίζουμε στα δικά σας χνάρια, που βροντοφωνάζουμε τα δικά σας συνθήματα. Μήπως είναι καιρός να πούμε και τα δικά μας; 

από φιλικό ιστολόγιο

Δευτέρα 29 Ιουλίου 2013

Ήσυχες μέρες στην Αθήνα (αναδημοσίευση)

φωτογραφία από εδώ

Από τις ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΥΝΩΜΟΣΙΑΣ - ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙΣΜΟ

Παρακολουθώντας τις ειδήσεις των ημερών, και τη αργή αλλά σταθερή εξάπλωση της σκοτεινιάς στην φαινομενικά ηλιόλουστη αυτή πατρίδα, θα μπορούσα να ξεκινήσω την ανάρτηση αυτή με κάποια ανατριχιαστικό και γοητευτικό συνάμα, λαβκραφτικό απόσπασμα, όπως....

Όσο για τις άμορφες αυτές οντότητες που κυριαρχούν πάνω στις θύελλες της κόλασης, που πολλαπλασιάζονται στα έγκατα της γης, είναι άραγε πάντα μια απειλή, όσο κι αν αδυνατίζει η ράτσα τους στα βάθη των μαύρων αβύσσων, ενώ άλλες μορφές ζωής συνεχίζουν να αναπνέουν στην επιφάνεια του πλανήτη μας?
(από το διήγημα μέσα στην άβυσσο του χρόνου)

Εκ πρώτης όψεως θα πει κάποιος, τι παράνοια σε έπιασε πρωί πρωί και τι σχέση έχουν τα γεγονότα των ημερών με τα τέρατα του Λάβκραφτ. Ξέρετε η λογοτεχνία του τρόμου, ασκεί πάντα μια ιδιαίτερη γοητεία (μαζί με το φόβο) πάνω στις ψυχές των ανθρώπων για πολύ συγκεκριμένους λόγους.

Κατ΄αρχήν για να σε γοητεύσει και να σε τρομάξει κάτι πρέπει να περιέχει δυο στοιχεία. Να αναφέρεται σε φόβους ίσως άγνωστους, αλλά που μπορούν να ανακαλέσουν μνήμες μέσα από τα βάθη της ψυχής, μνήμες που έχουν καταχωνιαστεί ακριβώς γιατί είναι πολύ οδυνηρές ή φρικιαστικές για να τις αντέχει κανείς στην καθημερινότητά του και να περιγράφει, τόπους, χρόνους όπου αυτοί οι φόβοι μπορούν να γίνουν πραγματικότητα, με τέτοιο τρόπο ώστε η μεν «λογική» να χαμογελάει ειρωνικά διαβάζοντας τις υπερβολικές αυτές φαντασιώσεις, αλλά χωρίς να εμποδίζει αυτή η ειρωνεία ένα έστω κι ελάχιστο φως να πέφτει μέσα στην πιο σκοτεινή άβυσσο αυτή που κρύβουμε μέσα μας.

Πολύ απλά σε μια φράση όπου συνυπάρχουν οι φράσεις «θύελλες της κόλασης», «έγκατα της γης» «μαύρων αβύσσων» «άλλες μορφές ζωής» είναι κλειδιά που ανοίγουν κάτι αμπαρωμένα πορτάκια που στέκονται δίπλα στις «ήσυχες μέρες» μας κι αφήνουν να βγει μια δυσωδία που δεν είναι καθόλου πρωτόγνωρη και γι΄αυτό τόσο τρομαχτική.

Πιστεύω πως οι πόρτες της αβύσσου έχουν ανοίξει εδώ και καιρό για την ανθρωπότητα. Ίσως γιατί σε καιρούς που υπήρχε πραγματικά η ευκαιρία, οι άνθρωποι αντί να σφραγίσουν μια για πάντα, αποφασιστικά, τα περάσματα σε «απειλητικές μορφές ζωής» οι οποίες κατά το παρελθόν είχαν κάνει την εμφάνισή τους κι είχαν αποδείξει πόσο ανελέητο και καταστροφικό ήταν το έργο τους, τα άφησαν ανοιχτά, θεωρώντας ηλιθιωδώς πως οι κάτοικοι της αβύσσου, πέθαναν. Εξαφανίστηκαν. Δεν θα ενοχλήσουν ξανά κανέναν.

Μέγα σφάλμα. Αυτές οι άλλες μορφές ζωής, που στην ουσία σιχαίνονται την ίδια τη ζωή, παραφύλαγαν, τη κατάλληλη ευκαιρία να ανέβουν ξανά στην επιφάνεια. Οι πόρτες της αβύσσου αφέθηκαν ανοιχτές για ποικίλους λόγους...

Αυτοί όμως που κοιτάζουν μέσα στην άβυσσο, διατρέχουν σοβαρό κίνδυνο αν την κοιτάξουν κατά πρόσωπο να γίνουν ...πέτρα. Και πολλές φορές οι απειλητικές μορφές ζωής, δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια μετάλλαξη της ειδυλλιακής μορφής που φαντασιωνόμαστε πως έχουμε, σε κάτι που υπάρχει.. πίσω από το καθρέφτη και που παραφυλάει να πάρει τη θέση του στην επιφάνεια και τις περισσότερες φορές είναι πολύ πεινασμένο, μετά από τόσο καιρό μοναξιάς στη φυλακή της αβύσσου.

Ο φύλακας στο κατώφλι, επειδή είναι καλοκαιράκι, έχει πάει διακοπές σε κάποια από τις μαγευτικές παραλίες μας. Και το παλιό σκοτάδι, απλώνεται, σιγά σιγά αλλά σταθερά.

Νομίζω πως οι ήσυχες μέρες στην Αθήνα, έχουν περάσει οριστικά. Κι αυτή η σιωπή που θα απλωθεί ως συνήθως τον Αύγουστο, αυτή τη φορά δεν θα είναι η ησυχία της ξεκούρασης από τον ετήσιο κόπο, αλλά η απουσία λέξεων γι΄αυτό που θα ακολουθήσει.

Λυπάμαι αν χαλάω την ειδυλλιακή καλοκαιρινή ατμόσφαιρα, αλλά η μετατροπή της ελληνικής κοινωνίας σε λύκο που έχει στριμωχτεί με τη πλάτη στο τοίχο, είναι κάτι που δεν μπορεί να αγνοηθεί, γιατί πάμε διακοπές....

Προχτές ονειρεύτηκα, πως πλάσματα βγαλμένα από κάποια άλλη πραγματικότητα, είχαν μπει στο σπίτι μου και πάλευα σ΄ολο το όνειρο μαζί τους. Προσπαθώντας να υπερασπίσω τη ζωή μου και τη ζωή της οικογένειάς μου. Ήταν μια μυθική μάχη. Το όνειρο θα μπορούσα να το μεταφράσω με διάφορους τρόπους. Ένας κρυφός φόβος που μεταφράστηκε σε εικόνες. Πως έχω ανάγκη από ξεκούραση. Πως βλέπω πολύ τηλεόραση ή πως πρέπει να τρώω πιο ελαφριά το βράδυ...

Εγώ όμως ξύπνησα με την αίσθηση πως ήταν απλά μια σκηνή από το μέλλον. Και μου φάνηκε τόσο φυσιολογική που τρόμαξα. Γιατί κοιτάζοντας γύρω μου, τίποτα δεν προμηνύει αυτό που είδα, ενώ είναι ήδη εδώ. Θυμήθηκα μια φίλη που έμπαινε μέσα στο δωμάτιο που καθόμασταν όλη η παρέα (4 άτομα) κι έλεγε γελώντας «καλησπέρα και στους πέντε!» και μας άφηνε να αναρωτιόμαστε ποιος στο καλό ήταν ο πέμπτος που δεν βλέπαμε.

Καλές διακοπές λοιπόν και μη δίνετε σημασία σ΄αυτά που γράφω. Ανούσιες πολυλογίες φαντασιόπληκτες. Κάνει και ζέστη...

Κυριακή 28 Ιουλίου 2013

Συλλυπητήρια στους αισιόδοξους (αναδημοσίευση)

από τον ΚΙΜΠΙ

(δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Επενδυτής, 27/7/2013)

Έχουμε ανακαλύψει έναν ιδιότυπο τρόπο να αποτιμούμε τα πράγματα, ν’ ανησυχούμε ή να αισιοδοξούμε για την κατάστασή μας. Κάποιοι επιμένουν να βλέπουν το ποτήρι μισογεμάτο, άλλοι το βλέπουν μισοάδειο. Αλλά σε τελική ανάλυση, μαθηματικά, το αποτέλεσμα είναι ένα και το αυτό: από το ποτήρι εξακολουθεί να λείπει τουλάχιστον το μισό του περιεχόμενο. Οι αισιόδοξοι (συγχαρητήρια στους αισιόδοξους!) θέλουν να πιστεύουν ότι είμαστε στη διαδικασία πλήρωσης του ποτηρίου, οι απαισιόδοξοι βλέπουν μια ταχεία διαδικασία εξάτμισης του περιεχομένου του. Δεν πρόκειται για τρικυμία εν ποτηρίω, περισσότερο είναι τρικυμία εν κρανίω, που σχετίζεται με το απλούστατο γεγονός ότι καθένας αντιλαμβάνεται την αντικειμενική κατάσταση μέσα από την υποκειμενική του πραγματικότητα, μετρημένη κι αυτή σε μισοάδεια και μισογεμάτα ποτήρια. Για κάποιους εντελώς άδεια. Και για άλλους χωρίς καν ποτήρια.

Οι έμποροι της αισιοδοξίας αναρωτιούνται γιατί το εμπόρευμά τους έχει τόση λίγη πέραση, ώστε στις δημοσκοπήσεις οι απαισιόδοξοι να εμφανίζονται ως συντριπτική πλειοψηφία που δηλώνει με βεβαιότητα ότι η κατάσταση της οικονομίας φέτος είναι χειρότερη από πέρυσι και του χρόνου θα είναι χειρότερη από φέτος. Ούτε περνά από το μυαλό των αισιόδοξων -ή, αν τους περνά, κάνουν τους Αλέκους- ότι το θηριώδες έλλειμμα αισιοδοξίας δεν είναι παρά απλή αποτύπωση της πραγματικότητας. Η τεράστια πλειοψηφία των Ελλήνων έχει χάσει χρήματα, έχει χάσει τη δουλειά της, έχει χάσει περιουσιακά στοιχεία, έχει χάσει την ικανότητα να προγραμματίζει όχι το μέλλον γενικώς, αλλά τον ερχόμενο μήνα ή την ερχόμενη εβδομάδα. Και θα χάσει κι άλλα, γιατί έτσι έχει προγραμματίσει το σύστημα της φορολογικής αρπαχτής, το σχέδιο της εσωτερικής υποτίμησης και το μνημονιακό «όραμα» ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας. Εν ολίγοις, το δικό τους κενό στο ποτήρι της αισιοδοξίας είναι μετρήσιμο.

Οι αισιόδοξοι -τα συγχαρητήριά μας και πάλι!- αντιτείνουν ότι εξίσου μετρήσιμη είναι η προσδοκία για βελτίωση. Προσπαθούν να μας πείσουν ότι έχουμε φάει τον γάιδαρο, ας μην κωλώσουμε στην ουρά του. Και αναλώνουν φαιά ουσία στην ακριβή μέτρηση της ουράς (όπως διαπιστώνετε, έχουμε φύγει από τη μέτρηση του όγκου των υγρών, και ασχολούμεθα με μήκη). Η ουρά του γαϊδάρου -σιγά μη στάξει…- μετριέται άλλοτε ως δημοσιονομικό κενό και άλλοτε ως χρηματοδοτικό κενό. Σε αδρές γραμμές, το πρώτο αφορά τις χρηματοδοτικές ανάγκες του κράτους για να πληρώνει τις υποχρεώσεις του και το δεύτερο τις ανάγκες της πραγματικής οικονομίας, ώστε να εξακολουθεί να παράγει το έστω συρρικνωμένο ετήσιο ΑΕΠ των 200 δισ. ευρώ. Οι αισιόδοξοι λένε, λοιπόν, ότι το δημοσιονομικό κενό μέχρι το 2016 είναι καμιά δεκαριά δισεκατομμύρια και το χρηματοδοτικό κενό της οικονομίας καμιά εικοσαριά. Δεν ξέρω πώς και με τι κριτήρια τα μετρούν, αλλά, επειδή εδώ και τριάμισι χρόνια τα πάντα μετριούνται με γνώμονα τα μνημόνια, υποθέτω ότι το υποδεκάμετρο των αισιόδοξων δεν είναι άλλο από αυτό της τρόικας. Δηλαδή η απλή υποχρέωση της κοινωνίας να ξεπληρώνει τους γαλαντόμους δανειστές.

Αλλά αυτή η υποχρέωση ελάχιστη σχέση έχει με το πραγματικό κενό της κοινωνίας. Το κριτήριο ενός κράτους θα έπρεπε να είναι πώς θα λειτουργήσουν οι υπηρεσίες του, το σύστημα υγείας, τα σχολεία, πώς θα συντηρούνται και θα εκσυγχρονίζονται οι υποδομές, πώς θα πληρώνονται οι συντάξεις και οι μισθοί. Και το κριτήριο χρηματοδότησης μιας οικονομίας, που αναπαράγει τουλάχιστον μια φορά τον εαυτό της κάθε χρόνο σε ΑΕΠ, θα έπρεπε να είναι το πόσα χρήματα χρειάζονται για να συντηρηθούν και να εκσυγχρονιστούν οι παραγωγικές υποδομές, για να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας, πόσα χρήματα απαιτούνται για να υπάρχει ισοζύγιο πληρωμών στις συναλλαγές ανάμεσα στις επιχειρήσεις ή μεταξύ επιχειρήσεων και κράτους. Αυτά τα κριτήρια έχουν εξαφανιστεί από τον ορίζοντα των αισιόδοξων, που επιμένουν να κάνουν την τρίχα τριχιά και να εννοούν πως με 30 δισ. ευρώ θα επιστρέψουμε σε μια κανονικότητα η οποία υπάρχει μόνο στη φαντασία τους.

Οι απαισιόδοξοι, πάλι, είναι υποχρεωμένοι να κάνουν τη μόνη ρεαλιστική μέτρηση του κενού: μετρά ο καθένας το δικό του. Κι εγώ αυτό κάνω. Κι όπως κι αν το μετρήσω, ο λογαριασμός δεν βγαίνει. Να τα βγάλω στη φόρα; Τα βγάζω! Έχουμε και λέμε, λοιπόν: αυτή τη στιγμή το χρηματοδοτικό μου κενό μετριέται σε 350 ευρώ απλήρωτων λογαριασμών για τα πάγια, συν 1.000 ευρώ ρυθμισμένης φορολογικής οφειλής κι άλλα τόσα αρρύθμιστης. Το φθινόπωρο θα προστεθούν δυο χιλιάρικα νέου φόρου εισοδήματος, συν μια πεντακοσάρα χαράτσι για το ακίνητο, το οποίο πάντως ανήκει στην τράπεζα, η οποία με τη σειρά της θα πάρει άλλο ένα διχίλιαρο μέχρι τέλος του έτους. Το φθινόπωρο έρχεται και το επόμενο κύμα λογαριασμών για τα πάγια (+ 400), συν ένα 200άρι για την εκκίνηση της δωρεάν εκπαίδευσης της κόρης μου κι άλλο ένα 800άρι για τα παρελκόμενά της – γλώσσες, φροντιστήρια. Βάλτε κι ένα χιλιάρικο για ασφάλιστρα και τέλη κυκλοφορίας δύο αυτοκινήτων – τι σπατάλη κι αυτή, να μη δουλεύουν οι δυο μισθωτοί μιας οικογένειας στην ίδια περιοχή, στην ίδια δουλειά, τις ίδιες ώρες! Περίπου 800 ευρώ, επίσης, για κοινόχρηστα μέχρι τέλος του χρόνου, εφόσον δεν χρειαστεί ν’ ανάψουμε καλοριφέρ πολλές φορές. Τα έβαλα όλα; Δεν μιλάμε για δαπάνες σίτισης, για βενζίνη, για έξοδο Σαββατοκύριακου ή για τις διακοπές που όλοι δικαιούνται, αλλά τις κατάπιε ένα χρηματοδοτικό κενό 2.000 ευρώ ανά τριμελή οικογένεια. Μιλούμε απλώς για το ποσό με το οποίο εξαγοράζεις το δικαίωμα να υπάρχεις έναντι του κράτους, χωρίς να κινδυνεύεις να πας φυλακή ή να σου κατασχέσουν το περιουσιακό σου σύμπαν. Άθροιση: το χρηματοδοτικό μου κενό για τους επόμενους πέντε μήνες είναι 10.000 με 12.000 ευρώ. Κι αυτό υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα συμβεί τίποτα έκτακτο, ότι θα εξακολουθήσουμε να έχουμε δουλειά εγώ κι η σύζυγος και θα συνεχίσουμε να αμειβόμαστε γι’ αυτήν, πράγμα διόλου δεδομένο για μια ευρεία μειοψηφία μισθωτών σκλάβων (αν δεν είναι και πλειοψηφία).

Υποθέτοντας ότι είμαι αρκετά πάνω από το μέσο των μνημονιακών υποζυγίων, πολύ πάνω από τους 1,5 εκατ. ανέργους και από τους 2 εκατ. νεόπτωχους συνταξιούχους, είμαι διατεθειμένος να δεχθώ πως το μέσο χρηματοδοτικό κενό ανά νοικοκυριό είναι περίπου το μισό δικό μου. Ήτοι, 6 χιλιάρικα. Επί 4 εκατ. νοικοκυριά, το συνολικό κενό ανέρχεται στα 24 δισ. Αν, λοιπόν, σ’ αυτό το κενό αθροίσει κανείς τους μετριοπαθείς υπολογισμούς των αισιόδοξων για τα κενά κράτους και οικονομίας, φτάνουμε αισίως -αλλά διόλου αισιόδοξα- τα 54 δισ. ευρώ. Κι αυτό απλώς για να μηδενιστεί το κοντέρ. Επιστροφή σε μια κάποια κανονικότητα, όμως, θα σήμαινε επαναφορά σε ένα ΑΕΠ τουλάχιστον 300 δισ. (του 2008), που σε σημερινές ονομαστικές τιμές θα ήταν περίπου 340 δισ.

Καταλήγουμε σε ένα κενό 140 + 54 δισ. ευρώ. Όπως αντιλαμβάνεστε, αυτό δεν είναι κενό. Είναι η άβυσσος. Που θα καταπιεί και τους αισιόδοξους και την αβυσσαλέα, πλην εντελώς ιδιοτελή, αισιοδοξία τους. Συλλυπητήρια, λοιπόν, στους αισιόδοξους!

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Μανολίτο: Ξέρεις γιατί τα χαρτονομίσματα είναι έτσι ατσαλάκωτα τώρα τελευταία; Γιατί είναι«wash and wear»!
Φελίπε: «Wash and wear»; Τα χαρτονομίσματα δεν είναι wash and wear, είναι «best sellers».
Μανολίτο: «Best sellers» είναι τα βιβλία, ανόητε!
Φελίπε: Και γιατί όχι τα χαρτονομίσματα; Έχουν μεγαλύτερο τιράζ και εξαντλούνται γρηγορότερα.
Μανολίτο (στη Μαφάλντα): Ξέρεις τι τυπώνεται περισσότερο από οτιδήποτε άλλο; Τα χαρτονομίσματα!
Μαφάλντα: Έλα!
Μανολίτο: Μάλιστα. Tα χαρτονομίσματα είναι πάντα best seller. 
Μαφάλντα: Να, λοιπόν, ποιος σχεδιάζει εκείνους τους κυρίους πάνω στα χαρτονομίσματα.
Μανολίτο:……
Μαφάλντα: Ο Γουόλτ Ντίσνεϋ!!
Quino, «Μαφάλντα, Συγχαρητήρια στους αισιόδοξους».

Σάββατο 27 Ιουλίου 2013

Εμπιστοσύνη στο Χάος (αναδημοσίευση)


Του Γιάννη Μακριδάκη

Η αμορφωσιά στην υπηρεσία της πολιτικής. Αυτός θα μπορούσε να είναι ο τίτλος της πολιτικής ιστορίας του νεοελληνικού κράτους. Βεβαίως οι πολιτικοί αγύρτες δεν προκύπτουν με παρθενογένεση αλλά είναι ο κακός εαυτός μας, βαλμένος εκεί ψηλά να φαίνεται σαν τον κώλο της μαϊμούς από παντού, μπας και νιώσουμε την κατάντια μας και αντιδράσουμε για να τον βελτιώσουμε.

Όλη η Ελλάδα βρίθει πολιτικών ρεταλιών της οθωμανικής εποχής, οι οποίοι ανδρωμένοι πολιτικά εντός των μεσαιωνικών κομματικών μηχανισμών, έχουν όλοι το ίδιο γελοίο κορδωμένο ύφος, κάνουν τον ίδιο θόρυβο γύρω από το είναι τους, αλλά, το δυστυχέστερο απ’ όλα είναι ότι, όπως κάθε αμόρφωτος, είναι βέβαιοι για όλα και κυρίως για το μυαλό τους και τις ικανότητές τους.

Όλοι αυτοί, διασκορπισμένοι σε κάθε βαθμίδα της διοίκησης, από την τοπική αυτοδιοίκηση μέχρι την κεντρική κυβέρνηση αλλά και σε όλο το φάσμα του Τύπου, από την πιο μικρή τοπική εφημερίδα και ραδιοτηλεόραση μέχρι τα πανελλαδικά μμε, αποτελούν τον εκφραστή του γελοίου και συνάμα θλιβερού και αδιέξοδου συστήματος που έχουμε φτιάξει και εντός του προσπαθούμε να επιβιώνουμε καταστρέφοντας τον κόσμο γύρω μας. Δίχως να νιώθουμε και δίχως να κατανοούμε ότι αυτοκαταστρεφόμαστε, ότι οδηγούμαστε στον αφανισμό. Αυτό ακριβώς, το ότι κάποιος δεν μπορεί πλέον ούτε να νιώσει ούτε να κατανοήσει κάτι που έχει να κάνει με το ίδιο το είναι του, αποτελεί την κορύφωση της έννοιας του αποκτηνωμένου βλάκα.

Κι έτσι βαδίζουμε όλοι μαζί όμορφα και πάντα προς την “ανάπτυξη”!

Έχοντας μπροστάρηδες τους χειρότερους, τους χειρίστους του είδους μας, αναξιοπρεπείς και προσκηνυμένους, να κάνουν κωλοτούμπες όπως κάθε χιμπατζής μπροστά στον καταστροφέα “επενδυτή” και τα καθρεφτάκια του.

Και να λένε πάντα ναι σε κάθε καταστροφή, σε κάθε ξεπούλημα οι θλιβεροί με τις εκπορνευμένες συνειδήσεις, να εκπορνεύουν με την ίδια ευκολία και την πατρίδα και την φύση γύρω τους σαν να τους ανήκει. Καρμπόν οι κουβέντες τους, οι προσεγγίσεις και η υποκρισία τους. Κι εμείς να μην τους βαριόμαστε. Κι εκείνοι να μην ντρέπονται. Τόσο γελοίοι είμαστε όλοι, ένας θίασος που οδεύει στο να γκρεμοτσακιστεί από την σκηνή.

Σας παραθέτω κλείνοντας, ως αποδεικτικό, μιας και τη σβήσαμε τη φωτιά γρήγορα φέτος, μια, εισαγωγική σε κάποια πιθανώς επερχόμενη λαίλαπα, ατάκα του παλαιοπασόκου πολιτικάντη που ξέμεινε να παριστάνει την εξουσία εδώ στη Χίο, την οποία διατύπωσε προχθές σε επίσημο θεσμό, το πιθανότερο κατά παραγγελία κάποιου “επενδυτή” που θα σκάσει μύτη οσονούπω, φυσικά για να μας σώσει κι αυτός. Όπως η ελντοράντο στην Χαλκιδική, όπως η ιμπερντρόλα πάλι εδώ στα νησιά μας.

“Η υπόγεια εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου του νησιού που από την Αρχαιότητα συνεισέφερε στην οικονομία του νησιού είναι μια δραστηριότητα που μπορεί να στηρίξει την οικονομική ανάκαμψη. Βέβαια είναι ανάγκη να ληφθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος και του τοπίου , με παράλληλη δημιουργία από την πλευρά των φορέων εκμετάλλευσης των κατάλληλων υποδομών για την διάθεση των βιομηχανικών απορριμμάτων και εξουδετέρωση των αποβλήτων “

Το να θεωρούν, και μάλιστα να είναι και απολύτως καθησυχασμένοι και βέβαιοι, ότι κάθε επέμβαση στη φύση ακόμα και η παραγωγή αποβλήτων και απορριμμάτων, μπορεί να εξουδετερωθεί, σημαίνει ηλιθιότητα ολκής. Το να υποκρίνονται ότι το πιστεύουν αποτελεί ανηθικότητα και αναξιοπρέπεια.

Έχω απόλυτη εμπιστοσύνη στο Χάος ότι θα αφανίσει τους ηλίθιους, τους ανήθικους και τους αναξιοπρεπείς του πλανήτη, επειδή ακριβώς δεν το βάζει ο νους τους ή δεν το υπολογίζουν λόγω αλαζονείας.

Στον αστερισμό του καρκίνου (αναδημοσίευση)

Άστρα οι άνθρωποι.


από ΤΑ ΚΑΚΩΣ ΚΕΙΜΕΝΑ (http://kakoskeimena.net/)
του Πάνου Μουχτερού

Το περίμενα, σου λέω. Από μικρό παιδάκι ήξερα ότι κάπως έτσι θα γίνει. Σαν από προαίσθηση, λες και ήταν ένα αυθόρμητο ένστικτο, δεν ξέρω πως να το πω, αλλά απροειδοποίητα, σχεδόν από το πουθενά, ειδικά κατά τις στιγμές εκείνες που η παιδική μου ευτυχία κορυφωνόταν, ανάμεσα στο παιχνίδι και την ξεγνοιασιά, ερχόντουσαν στα μάτια μου μπροστά εικόνες περίεργες, θολές, εικόνες βγαλμένες από το μέλλον, εικόνες απώλειας, γεμάτες αγωνία, ανθρωπιά, συγκίνηση. Ήταν τότε που ήρθε και άνθισε μέσα μου το αγκάθινο λουλούδι της επιθανάτιας αγωνίας. Κάποιοι φίλοι καλοί μού είπαν αργότερα ότι όλο αυτό το φαινόμενο δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένας καλά μελετημένος ψυχολογικός μηχανισμός για την άμυνά μου απέναντι στον αόριστο χρονικά πόνο που επρόκειτο να βιώσω. Ότι ανέκαθεν προετοιμαζόμουν υποσυνείδητα για το βίωμα της αναπόφευκτης απώλειας, ότι έχτιζα τις δικές μου αντιστάσεις, όπως πάνω-κάτω συμβαίνει σε όλους τους ανθρώπους, απλά σε άλλους η αντίδραση αυτή εμφανίζεται νωρίτερα και σε άλλους αργότερα, με το που αντιληφθούν τη φθορά και το βιολογικό μας τέλος. Μόνο που εδώ υπήρχε μία διαφορά σπουδαία. Αυτή μου η βεβαιότητα για την αρνητική εξέλιξη των γεγονότων δεν περιοριζόταν στο γεγονός και μόνο του θανάτου. Αφορούσε τον τρόπο, τον πρόωρο ερχομό του, το ότι ο πατέρας μου δεν θα είχε τελικά βαθιά, ευτυχισμένα γεράματα. Ότι θα έφευγε νέος, διανύοντας μια διαδρομή επίπονη για εκείνον και για εμάς, ότι το τέλος του δεν θα ήταν “φυσιολογικό”. Ότι θα δοκιμαστούμε όλοι μαζί του, βλέποντας τελικά την ίδια τη ζωή μέσα από τα μάτια του θανάτου. Όπως κι έγινε.

“Ποιος είναι ο γιος του;”. Αυτή η ερώτηση που σαν αντίλαλος εξαπλώνεται στο βάθος των διαδρόμων των νοσοκομείων όλης της χώρας και που από μόνη της μπορεί να σταθεί άνετα ως πιασάρικος τίτλος σε μυθιστόρημα, σε σίριαλ για την τηλεόραση, σε ποιητική συλλογή και που με τις ίδιες ακριβώς λέξεις και το ίδιο ακριβώς ύφος αναδιατυπώνεται καθημερινά από τους ίδιους ακριβώς ασπροφορεμένους γιατρούς απέναντι σε γιους χιλιάδες που στέκονται απορημένοι και που πρέπει να μάθουν πρώτοι τα δυσάρεστα νέα για τον μπαμπά τους και που πρέπει να φανούνε δυνατοί, όπως αρμόζει σε άντρες που ποτέ δεν κλαίνε. Το ήξερα και αυτό όμως. Ήξερα ότι θα ανοίξει με αυτό το συγκεκριμένο ρυθμό η πόρτα και θα βγουν οι γιατροί και θα πάρουν αυτό το συμπονετικό ύφος και θα με αναζητήσουν για να μου πουν κάτι που επαναλάμβανα για χρόνια μέσα μου από πιτσιρικάς. Ότι ο πατέρας είναι βαριά άρρωστος. Ότι η περίπτωσή του είναι προχωρημένη. Ότι δεν πρέπει να χάνουμε την ελπίδα μας αλλά τα πράγματα είναι δύσκολα. Ότι πρέπει να ακολουθήσουμε πιστά όλες τις οδηγίες. Ότι θα μπούμε σε έναν απαραίτητο κύκλο αναλυτικών εξετάσεων. Ότι τα χρονικά περιθώρια είναι περιορισμένα. Ότι κάθε οργανισμός αντιδράει διαφορετικά. Ότι φταίει η κακή ποιότητα ζωής. Ότι ο πατέρας δεν πρόσεχε και κάπνιζε και ποτέ του δεν έκανε προληπτικές εξετάσεις και ότι ήταν άνθρωπος λαϊκός που δεν είχε το νου του στα τεστ αλλά στον αγώνα για το μεροκάματο. Ότι σπουδαίο ρόλο παίζει η ψυχολογία του ασθενή. Ότι καλό θα ήταν να μην του πούμε ακόμα τίποτα πριν να έχουμε την πλήρη εικόνα της νόσου. Ότι έτσι είναι αυτά. Ότι όλα είναι μέσα στη ζωή, τη ζωή μου μέσα.

Κι όλα τριγύρω αλλάζουνε και όλα τα ίδια μένουν. Ναι, είναι τότε που κάνουν την εμφάνισή τους όλες εκείνες οι αφόρητα κλισέ εκφράσεις που μέχρι πριν αντιμετώπιζες κάπως υποτιμητικά. Είναι τότε που αναθεωρείς την αντίληψη που μέχρι πριν είχες για τις ματιές, τα αντικείμενα, τις έννοιες. Δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο, δεν υπάρχει χρόνος, γενικά. Τα ρολόγια αχρηστεύονται, μετράς πια τις στιγμές παρατηρώντας το ρυθμό από τις ατέλειωτες σταγόνες, έτσι όπως πέφτουν από τον παραγεμισμένο ορό και από εκεί εξαπλώνονται στο ταλαιπωρημένο σώμα. Οι ρημάδες πέφτουν με τόσο σταθερή συχνότητα που αντικαθιστούν τα δευτερόλεπτα, γίνονται μια ολοκαίνουργια μονάδα μέτρησης, ο χρόνος πλέον μετριέται σε δόσεις χημειοθεραπείας. Είναι τότε που γυρνάς στο άδειο σπίτι και το κρεβάτι σού φαίνεται αλλιώτικο, να, εκείνο το εικόνισμα που είχες ξεχάσει ότι βρίσκεται εκεί απέναντι θαρρείς ότι πριν λίγο σε κοίταξε και σχεδόν απαιτεί να πας και να το προσκυνήσεις, παρακαλώντας για ένα θαύμα, την ώρα που λες χιλιάδες μπερδεμένες προσευχές και που τις λες από την αρχή ξανά με το σωστό τρόπο μήπως και πιάσουν. Και είναι οπωσδήποτε ανυπόφορο να πέφτεις για ύπνο με ταλαιπωρημένο το μυαλό σου, αλλά είναι ασύγκριτα δυσκολότερο να ξυπνάς και να ταλαιπωρείται ο νους με το που ανοίξεις τα βλέφαρά σου. Κάθε μέρα, συνηθίζεις στην αποτυχημένη σου απόπειρα να πεταχτείς απότομα και να βγάλεις τη μεγαλύτερή σου ανάσα και να αναφωνήσεις με ανακούφιση ότι ένα κακό όνειρο ήταν και πάει. “Γιατί σε εμένα; Γιατί σε εκείνον; Και μετά, τι; Και μετά, ποιοι;” Ερωτήσεις που σου κάθονται στο λαιμό λες και ο λαιμός πήγε και κρεμάστηκε από τα ερωτηματικά τους.

“Σισπλατίνη, καρμποπλατίνα! Μην ξεχάσετε την αγωγή για τις κρίσεις Ε. Λευκά, αιματοκρίτης, πεσμένα. Πάμε για τριήμερη, μέχρι να γίνει σχήμα. Το σκιαγραφικό. Δευτεροπαθείς εντοπίσεις. Συμπέρασμα. Απαιτείται περαιτέρω ακτινολογική διερεύνηση μέσω MRI. Συμπέρασμα. Δευτεροπαθείς εντοπίσεις ιδιαιτέρως ευμεγέθεις.” Τι λες τώρα! Κι όμως. Στην αρχή όλα αυτά σού ακούγονται κινέζικα αλλά στην πορεία γίνονται η καλημέρα και η καληνύχτα σου. Μαθαίνεις να διαβάζεις τα πορίσματα, βάζεις την ορολογία στις μηχανές αναζήτησης, βλέπεις σχεδιαγράμματα με κύτταρα σε χρώμα μοβ, ανοίγεις άπειρα παράθυρα στον υπολογιστή σου, συγκρίνεις εμπειρίες επιζώντων, ζώντων και θανόντων. Κι ύστερα, πάντα, ο κέρσορας από το ποντίκι πέφτει στο ίδιο έσχατο σημείο. Στο προσδόκιμο επιβίωσης. Ναι, η ζωή έχει πια αλλάξει όνομα και αποκαλείται επιβίωση γιατί είναι πια ζωή σε αναμονή, δεν ζεις ακριβώς, επιβιώνεις. Και γυρνάς αγκαλιά με τους φακέλους και τα αποτελέσματα από τα εξειδικευμένα διαγνωστικά κέντρα και σου έρχεται να αρπάξεις τον ταξιτζή από το λαιμό γιατί σε ρωτάει χίλια δυο άσχετα πράγματα και θυμήθηκε εκείνη την ώρα να πει την κάθε μαλακία του, την ώρα που η ψυχή σου φλέγεται από την αγωνία για το πώς θα παραστήσεις τον θεατρίνο για μια ακόμη φορά και θα καταφέρεις να παίξεις το ρόλο που έμαθες να παίζεις τόσο καλά όλους αυτούς τους μήνες και να φορέσεις πάλι το ψεύτικο χαμόγελο για να πεις ψέματα στον πάσχοντα πατέρα που πασχίζει να μάθει τα νέα. “Γιατί είσαι έτσι ταραγμένος, γιε μου; Μήπως έχω τίποτα πιο σοβαρό και δεν μου το λες; Θα ήμουν έτσι χαμογελαστός ρε πατέρα αν ήταν έτσι; Αυτό να μου πεις, γιε μου.” Κλόουν, γιε μου.

Όλα ‘γίναν όπως περίμενα να γίνουν. Ο πατέρας έμεινε χωρίς μαλλιά, έγινε σταδιακά ένας ενήλικας με μωρουδιακές εκφράσεις, μετά από κάποιο σημείο άρχιζε να θυμίζει εμένα όταν ήμουν μωρό παιδί. Ακόμα και όταν φαινομενικά είχε χάσει την επαφή με το περιβάλλον, εξακολουθούσε να συμπεριφέρεται ενστικτωδώς, ειδικά όταν τον πλησίαζα και, μολονότι ο εγκέφαλός του δεν λειτουργούσε, εκείνος σούφρωνε τα χείλη για να μου φιλήσει το μάγουλο. Κι έτσι, έφυγε, ενστικτωδώς, με τον τρόπο εκείνο που είχα φανταστεί από την αρχή. Τα κλάματα, οι συγκλονισμένοι συγγενείς, οι επικήδειοι λόγοι, τα λόγια των γιατρών. “Ο καλύτερος γιος του κόσμου”. Και περάσαν τα χρόνια. Και βάλαμε πάλι τα ρολόγια στους τοίχους και στα χέρια μας. Και αρχίσαμε πάλι να μετράμε το χρόνο όπως πριν. Προχτές, βρέθηκα τυχαία έξω από εκείνο το νοσοκομείο. Είδα τα ασθενοφόρα να λείπουν και τις θέσεις στάθμευσης όλες αδειανές. Αποφάσισαν να το κλείσουν, λέει. Για έναν περίεργο λόγο μπήκα στον πειρασμό και παραβίασα τις κορδέλες που απαγορεύανε την είσοδο και περπάτησα στους άδειους του διαδρόμους, ενώ περιεργαζόμουν τα σκουριασμένα πόμολα στις πόρτες. Μερικοί παραπεταμένοι φάκελοι με παλιές εξετάσεις και τσαλακωμένες ακτινογραφίες εξείχαν από τα ντουλάπια και, πιο πέρα, σεντόνια βρόμικα, τυλιγμένα σε κουβάρια, να θυμίζουν ψυχές που μπήκανε στα άπλυτα. Δωμάτιο 133. Πνευμονολογική Κλινική. Οι ταμπέλες, ακόμα, στη θέση τους. Όπως και το κρεβάτι που ξεψύχησε ο πατέρας. Το πλησίασα. Και χάιδεψα τρυφερά το παγωμένο σεντόνι. Και ξάφνου, στα χέρια μου, κάτι περίεργο, κάτι σαν σκόνη. Σκόνη από άστρο.

Αυτό, δεν το περίμενα.