Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2014

Κρύο (αναδημοσίευση)

δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Εποχή 


(…)
ἡ ὀρχήστρα παίζει κίβδηλους
σκοποὺς
τί μάτια παθιασμένα τί γυναῖκες
τί ἔρωτες τί φωνὲς τί ἔρωτες
φίλε ἀγάπη αἷμα φίλε
φίλε δῶσ᾿ μου τὸ χέρι σου τί κρύο
Ἤτανε παγωνιὰ
δὲν ξέρω πιὰ τὴν ὥρα
ποὺ πέθαναν ὅλοι
κι ἔμεινα μ᾿ ἕναν
ἀκρωτηριασμένο φίλο
καὶ μ᾿ ἕνα ματωμένο κλαδάκι
συντροφιὰ
(Μίλτος Σαχτούρης,
«Η δύσκολη Κυριακή»)

Οι παλιοί έλεγαν πως το κρύο έρχεται κάθε χρόνο κάπου στις 21 Νοεμβρίου. Κάπου εκεί γιόρταζαν και την Παναγία την μεσοσπορίτισσα, γιατί μέχρι την ημερομηνία αυτή θα έπρεπε να έχει τελειώσει τουλάχιστον η μισή σπορά. Μα πια το μοίρασμα των εποχών, η αρμονία που επικαλείται και εορτάζει πράξεις και εργασίες, που μορφοποιεί τρόπους, δίαιτες και εκτονώσεις έχει περάσει ανεπιστρεπτί μέσα στον έναν, το μόνο τόνο της σύγχρονης ζωής. 

Το κρύο δεν μπορεί να είναι ανάμνηση. Σε αντίθεση με την πλαδαρότητα, το τέντωμα και τη σχετικότητα της ζέστης, ορίζει το πιο αδιάκοπο, το πιο επιθετικό παρόν, μια επανάληψη που η πλήρης θύμηση της έρχεται μονάχα στο εκ νέου βίωμα. Το κρύο ποτέ δεν επιστρέφει, λουσμένο στο λευκό, στο άγραφο, είναι πάντα από την αρχή. Και λίγο πριν ξεσπάσει, κάτι σε πιάνει να γυρίσεις στα βιβλία, προβάροντας νύχτες χειμώνα, νύχτες εσωτερικής κατανάλωσης. Στα μυθιστορήματα και τα διηγήματα του Τζακ Λόντον, όπου το κρύο αποκαλύπτει τη θριαμβική υπεροχή της φύσης έναντι του ανθρώπου -κρύο σαν δόντι λύκου, στους «Ανυπεράσπιστους» του Δημήτρη Χατζή, όπου το κρύο υπάρχει ως επιτακτικό ξεγύμνωμα του ανθρώπου από ιδέες, ιδεολογίες και στρατόπεδα (για λίγο βέβαια) όταν μια ομάδα αναρτών βρίσκει καταφύγιο δίπλα σε μια ομάδα του Εθνικού Στρατού και επιβίωση στο από κοινού τρίψιμο των σωμάτων, ή στο χιόνι εκείνο που περιέγραφε ο Τζέιμς Τζόις στους Νεκρούς: «Η ψυχή του γλάρωσε σιγά σιγά, καθώς άκουγε το χιόνι να πέφτει απαλά σ’ όλη την πλάση, και απαλά να πέφτει, σαν τον ερχομό του έσχατου τέλους, πάνω σε ζωντανούς και σε νεκρούς». Γυρίζεις στις σελίδες, σαν να περιμένεις πως η ουδέτερη θερμοκρασία των λέξεων θα σε μονώσει και πως θα σε προστατέψει από τα σημεία στίξης που στέκουν απειλητικά πάνω απ το κεφάλι σου σαν πρωτοβρόχι.

Τα παγωμένα σώματα 

Τα τελευταία χρόνια με την πρώτη παγωνιά κάτι σε αρπάζει. Εδώ δεν ξεδιψάει πια η συσσωρεμένη ζέστη του καλοκαιριού, το σώμα δεν ζητά, δεν προσδοκά, δεν περιμένει. Σαν να νοιώθεις την επίθεση πρώτα στα μέσα και ύστερα στο δέρμα. Ένας φόβος ασυναίσθητος και αιχμηρός για ό,τι δίπλα σου απλώνει, για ό,τι επαναλαμβάνεται με την τάξη του εφιάλτη: οι άστεγοι, τα μαγκάλια, τα ατυχήματα, οι τιμές του πετρελαίου, οι κρύες αίθουσες, τα παγωμένα σώματα των καλοριφέρ. [Μικρή παρένθεση που δεν καταφέρνω -και αρνούμαι- να αποβάλω: Τον χειμώνα του 2012, όταν ο δήμαρχος Καμίνης έστειλε τα ΜΑΤ να απομακρύνουν αστέγους που είχαν καταλάβει άδειο κτίριο του δήμου ώστε να ζεσταθούν τις πιο παγωμένες μέρες του έτους: ξυλοδαρμοί, μήνυση στους καταληψίες, 15 άστεγοι στο Αστυνομικό Τμήμα Εξαρχείων, το παγωμένο χαμόγελο της νομιμοφροσύνης να παίζει χαρωπό χιονοπόλεμο με το απάνθρωπο].

Καθώς η ανισότητα βαθαίνει, η διάκριση, η ταξικότητα, η αδικία έχουν την τάση να εμφανίζονται και να γιορτάζουν εξώστρεφα τον εαυτό τους στα πιο απλά: Στην τροφή, στη θερμοκρασία, στην αίσθηση, σε ό,τι διατυπώνει τη ζωή στις πιο πρωταρχικές της μονάδες. Αυτό που κατεβαίνει και απλώνει, λοιπόν, στους μήνες και στις μέρες γύρω είναι ένα κρύο πληθυντικό, το κρύο του καθενός.

Ο καθένας έχει την παγωνιά του, το κρύο, το χιόνι του. Για άλλους είναι το χαζοχαρούμενο βαμβακερό χιόνι των Χριστουγέννων, των βιτρινών και των χιονοδρομικών, για άλλους απλώς μια ενόχληση, κάποια στιγμή μπροστά σε κάποιο τζάκι ή κάτι τέτοιο. Μα είναι για τόσους, για πολλούς μαζί και για τον καθένα ξεχωριστά, το βουβό αυτό χιόνι, το χωρίς περιγραφές, χωρίς παρομοιώσεις, το κρύο αυτό που από την αρχή του άρθρου, προσπαθώ να κατονομάσω μα δεν μπορώ να πω, γιατί είναι το κρύο αυτό που έρχεται για κάποιους ανθρώπους τόσο κυριολεκτικό που δεν κατοικεί στις λέξεις. 

Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2014

"Χορεύοντας με το θάνατο" η επιστολή του Νίκου Ρωμανού


Επιστολή που κοινοποίησε ο Νίκος Ρωμανός μέσω του συνηγόρου του Φραγκίσκου Ραγκούση όταν του γνωστοποιήθηκε η απορριπτική απόφαση του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά σχετικά με το δίκαιο αίτημα του να λαμβάνει εκπαιδευτικές άδειες.

Το κείμενο της επιστολής
"Προσπαθώ να αποτυπώσω σε ένα κομμάτι χαρτί τα τελευταία υπολείμματα συγκροτημένης σκέψης με αφορμή τις τελευταίες εξελίξεις και την εκ νέου απόρριψη του αιτήματος της εκπαιδευτικής άδειας.

Από τις πρώτες μέρες της απεργίας είχα πει στην παρέμβασή μου στη συνέλευση αλληλεγγύης που είχε γίνει στο Πολυτεχνείο ότι η απορριπτική απάντηση του Νικόπουλου ο οποίος τόσο καιρό δήλωνε αναρμόδιος είναι η αρχή μιας κρατικής στρατηγικής με στόχο την εξόντωσή μου. 

Αυτή η πολιτική εκτίμηση επιβεβαιώθηκε απολύτως. Αρχικά με την εντολή της εισαγγελέως των φυλακών Κορυδαλλού Ευαγγελίας Μαρσιώνη για αναγκαστική μου σίτιση, πράξη που συνιστά πραγματικό βιασμό και έχει οδηγήσει στο θάνατο μεταξύ άλλων τόσο του Xολγκερ Μαϊνς στην Γερμανία όσο και μελών της GRAPO στην Ισπανία. Προς τιμήν τους οι ιατροί του νοσοκομείου πέταξαν στα σκουπίδια την εισαγγελική εντολή και αρνήθηκαν να διαπράξουν ένα τέτοιο κρατικό έγκλημα.

Εν συνεχεία η προσφυγή μου σε δικαστικό συμβούλιο εκτός φυλακής, (μια νομική κίνηση που επιλέγουν πολλοί κρατούμενοι, όταν το συμβούλιο της φυλακής απορρίπτει τις αιτήσεις τους) απορρίφθηκε με τη δικαιολογία ότι τους δεσμεύει η απόφαση του Νικόπουλου, ίδια ακριβώς απόφαση πάνω στην οποία είχε γίνει προσφυγή.

Για όσους έχουν την στοιχειώδη αντίληψη από πολιτική η παρέμβαση του Υπουργείου Δικαιοσύνης, μια μέρα πριν συνεδριάσει το συμβούλιο ήταν μια ξεκάθαρη εντολή για την απόρριψη του αιτήματος και θα εξηγήσω αμέσως το γιατί.

Στην ανακοίνωση που εξέδωσε το Υπουργείο Δικαιοσύνης αναφέρει τεχνηέντως ότι ο Αθανασίου δεν είναι αρμόδιος για να προσθέσει παρακάτω: «Οι εκπαιδευτικές άδειες χορηγούνται αποκλειστικά από το αρμόδιο συμβούλιο (της φυλακής), στο οποίο προΐσταται ο εισαγγελικός λειτουργός, ενώ για τους υπόδικους απαιτείται και η σύμφωνη γνώμη του δικαστικού οργάνου που διέταξε την προσωρινή κράτηση».

Με λίγα λόγια η εγκυρότητα της προσφυγής ακυρώνεται δια στόματος υπουργού απλά και ξεκάθαρα. Όλο αυτό ντυμένο με την ανυπόστατη πρόταση για μαθήματα μέσω τηλεδιάσκεψης αντί αδειών, η οποία δεν ευσταθεί λόγω των εργαστηρίων που έχουν αναγκαστική παρουσία, ενώ ανοίγει και τον δρόμο στα συμβούλια των φυλακών να τις καταργήσουν εντελώς, αφού είναι γνωστή η ευθυνοφοβία τους και η λύση της τηλεδιάσκεψης θα ισχύσει για όλους τους κρατούμενους.

Με την ίδια ακριβώς λογική σε λίγο καιρό τα επισκεπτήρια με τις οικογένειές μας θα γίνονται μέσα από οθόνες για λόγους ασφαλείας όπως και τα δικαστήριά μας. 
Η τεχνολογία στην υπηρεσία «του σωφρονισμού» και της δικαιοσύνης. Ανθρώπινη πρόοδος ή εκφασισμός… η ιστορία θα κρίνει.

Σε αυτό το σημείο έχει αξία να αναφέρω και τον ρόλο του ειδικού εφέτη ανακριτή Ευτύχη Νικόπουλου, ο οποίος από την πρώτη στιγμή που ξεκίνησα την απεργία πείνας έχει πάρει σαφείς πολιτικές εντολές από τους πολιτικούς του προϊσταμένους στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, γι’ αυτό άλλωστε και όλοι ρίχνουν την ευθύνη σε αυτόν. 
Αντάλλαγμα για αυτό του το λειτούργημα θα είναι η προαγωγή του στον Άρειο Πάγο, όπως άλλωστε συνέβη και με τον προκάτοχό του Δημήτρη Μόκα, που είχε πρωτοστατήσει σε δεκάδες αντιαναρχικές, κατασταλτικές εκστρατείες.Τώρα απολαμβάνει τον παχυλό μισθό της δικαστικής ελίτ του Αρείου Πάγου. Τυχαίο ; Δεν νομίζω.

Εγώ από την πλευρά μου συνεχίζω, προσπερνάω την οποιαδήποτε πιθανότητα να κάνω πίσω και απαντάω με ΑΓΩΝΑ ΩΣ ΤΗ ΝΙΚΗ Ή ΑΓΩΝΑ ΩΣ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ.

Σε κάθε περίπτωση αν το κράτος με δολοφονήσει με την στάση του, ο κύριος Αθανασίου και η παρέα του θα μείνουν στην ιστορία ως μια συμμορία δολοφόνων, ηθικοί αυτουργοί σε βασανισμό και δολοφονία πολιτικού κρατουμένου. Ας ελπίσουμε μόνο να βρεθούν εκείνα τα ελεύθερα πνεύματα που θα δικάσουν το δίκαιο της δικαιοσύνης τους με τον τρόπο τους.

Κλείνοντας θέλω να στείλω την συνενοχή μου και την φιλία μου σε όσους στέκονται δίπλα μου με όλα τα μέσα.
Τέλος δύο λόγια για τα αδέρφια μου, τον Γιάννη που βρίσκεται και αυτός στο νοσοκομείο, τον Αντρέα, τον Δημήτρη και αρκετούς ακόμα.

Ο αγώνας κυοφορεί και απώλειες αφού στα μονοπάτια προς μια αξιοπρεπή ζωή πρέπει να πάρουμε από το χέρι τον θάνατο, ρισκάροντας να τα χάσουμε όλα για να κερδίσουμε τα πάντα. Ο αγώνας συνεχίζεται με Γροθιά στο μαχαίρι, ξανά και ξανά.

ΟΛΑ ΓΙΑ ΟΛΑ !
ΓΙΑ ΟΣΟ ΖΟΥΜΕ ΚΑΙ ΑΝΑΠΝΕΟΥΜΕ ΖΗΤΩ Η ΑΝΑΡΧΙΑ !
6 ΔΕΚΕΜΒΡΗ ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΤΗΣ ΟΡΓΗΣ
Η ΣΚΕΨΗ ΜΟΥ ΘΑ ΤΡΙΓΥΡΝΑΕΙ ΣΤΟΥΣ ΓΝΩΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ
ΓΙΑΤΙ ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΖΕΙΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΑΣ ΕΙΝΑΙ Η ΦΩΤΙΑ ΤΟΥ ΝΑ ΣΕ ΚΑΨΕΙ
ΚΑΙ ΟΠΩΣ ΛΕΜΕ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΔΥΝΑΜΗ.

ΥΣ: Προφανώς και δεν μπορώ να ελέγξω τους κοινωνικούς αυτοματισμούς που προκαλούνται. Πάντως όσοι Συριζέοι και λοιποί έμποροι ελπίδων έχουν εμφανισθεί έχουν φάει πόρτα ΧΩΡΙΣ ΔΙΑΛΟΓΟ, ενώ ξανατονίζω ότι έχω υπογράψει επισήμως την άρνηση μου για οποιαδήποτε χορήγηση ορού.

Νίκος Ρωμανός

Ο λογαριασμός μας (προφίλ) στο Face Book απενεργοποιήθηκε

Χωρίς ειδοποίηση το FB απενεργοποίησε το προφίλ μας. Αιτία καθώς λένε είναι ότι δεν λειτουργεί σαν ατομικό προφίλ αλλά σαν προφίλ οργανισμού. Μας αναγκάζει δε να μετατρέψουμε το λογαριασμό μας σε σελίδα, κάτι που ήδη είχε γίνει και λειτουργούσε παράλληλα με το προφίλ μας.

Μέχρι να βρεθεί κάποια άλλη λύση (ιδέες ευπρόσδεκτες) αναγκαζόμαστε από αύριο να λειτουργούμε ως σελίδα κάτι που δεν θα μας εξυπηρετούσε και πολύ.

Δίκτυο Κοινωνικής Αλληλεγγύης Εξαρχείων

Δείτε και τη σχετική ειδοποίηση


Αναγκαστική απαλλοτρίωση: η νομοθετημένη αρπαγή "ακατοίκητων" σπιτιών από το real estate

πηγή: left.gr

Την αρπαγή κτηρίων, μεμονωμένων ή συνόλων, στο κέντρο της Αθήνας, αλλά και σε άλλα αστικά κέντρα της χώρας, από επιχειρήσεις με σκοπό την εκμετάλλευσή τους για ένα κομμάτι ψωμί προωθεί ο υπουργός ΠΕΚΑ Γ. Μανιάτης, ως πλασιέ υπερεθνικών και εθνικών συμφερόντων reale estate.

Το καινούργιο κόλπο αρπαγής, υπό μορφή σχεδίου νόμου, έδωσε στη δημοσιότητα το ΥΠΕΚΑ, σε μια περίοδο φτωχοποίησης της ελληνικής κοινωνίας και άγριας φορολογικής επιδρομής στη μικρή ιδιοκτησία, εισάγοντας τη διαδικασία της αναγκαστικής εξαγοράς κτηρίων προς διαχείριση και εκμετάλλευση από εταιρείες του τομέα κατασκευών, ανάπτυξης και διαχείρισης ακινήτων, από εταιρείες επενδύσεων σε ακίνητα ή εταιρείες του Δημοσίου με τίμημα εξαγοράς "τη μέση αγοραία αξία".

Ταυτόχρονα επιχειρείται ωμή παρέμβαση στη λειτουργία της Δικαιοσύνης για τη fast track αρπαγή από τους ιδιοκτήτες. Διατάσσουν να τηρεί ειδικό βιβλίο, υποχρεωτικά να εκδίδει αποφάσεις σε ένα μήνα, η προθεσμία άσκησης έφεσης να γίνει ασφυκτική, μόλις δεκαπέντε ημέρες, και, το πρωτάκουστο, να μην αναστέλλεται η εκτέλεση της πρωτόδικης απόφασης... Εφευρίσκονται αυθαίρετοι ή αστείοι ορισμοί για το ποιο κτήριο προσδιορίζεται ως εγκαταλελειμμένο ή κενό, αλλά σίγουρα οι συντάκτες του σχεδίου νόμου γνωρίζουν οδούς και αριθμό κτηρίων.

Στην πρώτη κατηγορία εντάσσουν ημιτελή κτήρια στα οποία δεν έχουν γίνει εργασίες αποπεράτωσης τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια ή συντρέχουν τα εξής:

"Δεν έχουν υποστεί καμιά συντήρηση τα τελευταία οκτώ, τουλάχιστον, έτη και χρήζουν εκτεταμένης επισκευής. Η εξωτερική τους εμφάνιση, καθώς και του τυχόν περιβάλλοντος χώρου τους, παρουσιάζουν εικόνα ερείπωσης ή έχει εκδοθεί πρωτόκολλο επικίνδυνου ή επικινδύνως ετοιμόρροπου. Αποτελούν απειλή για τη δημόσια υγεία ή ασφάλεια και εστία παραβατικότητας. Δεν διαθέτουν ενεργό σύνδεση με δίκτυα παροχών κοινής ωφέλειας κατά τα τελευταία τρία τουλάχιστον έτη. Δεν κατοικούνται ή δεν χρησιμοποιούνται για την άσκηση νόμιμης δραστηριότητας ούτε κατέχονται νόμιμα και δεν έχουν εκμισθωθεί για διάστημα έως ένα έτος τουλάχιστον, ή δεν έχουν προωθηθεί στην αγορά προς ενοικίαση ή πώληση τα τελευταία τρία έτη".

Κενό βαφτίζεται το κτήριο όταν συντρέχουν τουλάχιστον οι τρεις από τις παρακάτω προϋποθέσεις: 
-Δεν κατοικείται ή δεν χρησιμοποιείται για την άσκηση νόμιμης δραστηριότητας ούτε κατέχεται νόμιμα για συνεχόμενο χρονικό διάστημα πέντε ετών τουλάχιστον. 
-Αποτελεί εστία μόλυνσης και παραβατικότητας και απειλεί τη δημόσια υγεία ή ασφάλεια. 
-Χρήζει επισκευής μικρής κλίμακας ή βελτίωσης και δεν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι πρόκειται σύντομα να χρησιμοποιηθεί".

Για την αρπαγή των κτηρίων προβλέπεται καθορισμός Ζωνών Ειδικών Κτηριακών Επεμβάσεων με Προεδρικά Διατάγματα σε περιοχές όπου υπάρχουν εγκαταλελειμμένα ή κενά κτήρια σε ποσοστό άνω του 20% του συνολικού αριθμού των κτηρίων, πάνω από τα μισά χρήζουν ανακαίνισης,υπάρχουν μη αποκατεστημένα διατηρητέα κτήρια σε ποσοστό άνω του 30% κ.ά.

Για... ξεκάρφωμα προβλέπεται ότι ο δήμος μπορεί να διαχειριστεί κτήριο εγκαταλειμμένο επί 50 έτη ή να το αποκτήσει προς αξιοποίηση εφόσον, κατά παρέκκλιση του ισχύοντος πλαισίου, μπορούν να ιδρύσουν εταιρείες ή να συμμετέχουν σε εταιρείες με τράπεζες, εμπορικούς επενδυτικούς οργανισμούς, εταιρείες ανάπτυξης ακινήτων κ.λπ.

Ως μανδύα επιστημοσύνης και επεξεργασίας του σχεδίου, το ΥΠΕΚΑ, σε ανακοίνωσή του, επιδεικνύει "κοινή ομάδα εργασίας του υπουργείου και του Δήμου Αθηναίων και Ερευνητική Ομάδα του Τμήματος Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης της Πολυτεχνικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, με υπεύθυνο τον καθηγητή Ν. Τριανταφυλλόπουλο του Ιδρύματος Ωνάση (ΚΙΑΣΩ).

Ενθάδε κείται…νούμερο! (αναδημοσίευση)


Εικόνα στα υπόγεια του μετρό. Σχεδόν ετοιμοθάνατη, μπαίνει να πεθάνει στη θαλπωρή, την παίρνουν χαμπάρι από τις κάμερες, η Ασφάλεια τρέχει,τη μαζεύει και την…αδειάζει, έξω από το μετρό, να πεθάνει εκεί. Να μην έχει καμιά ευθύνη το μετρό…
Μήτε ΕΚΑΒ έρχεται να μαζέψει την ετοιμοθάνατη. Ειδοποιείται μόνο η Αστυνομία για τα…περαιτέρω. Πεθαίνει και θάβεται ως ένας αριθμός, συνήθως στό Τρίτο Νεκροταφείο.

Αυτή η αξιακή αρχή, από την αρχαιότητα, του σεβασμού των νεκρών, πάει πια κατά διαόλου… Στο βωμό της τρόικας θυσιάζονται αξίες πατρογονικές και ποδοπατούνται παραδόσεις, βαθιά ριζωμένες στο ήθος αυτού τού λαού.

Στα νοσοκομεία νεκροί μένουν στα «αζήτητα», στους νεκροθαλάμους, γιατί οι συγγενείς τους δεν έχουν λεφτά να τους κηδέψουν. Καμιά φορά προωθούν τις σωρούς στα εργαστήρια Ανατομίας της Ιατρικής. Κι” αυτά, όμως, έχουν φρακάρει.

Τότε, ανατίθεται η ταφή του απόρου, έναντι χιλίων τριακοσίων ευρώ σε γραφείο τελετών. Ο νεκρός ενταφιάζεται ανώνυμα σε μια γωνιά του Τρίτου Νεκροταφείου, με έναν αριθμό…
Το τέλος του Πολιτισμού!

Σε μια χώρα που δίδαξε τον Πολιτισμό και την απόδοση τιμών στους νεκρούς της.
Η Ευρώπη ανταποδίδει όσα οφείλει σ” αυτόν τον τόπο με μια πολιτική αφανισμού του. Αυτά πιστεύει ο Προτεσταντισμός κι” αυτά επιβάλλει.

Την απόλυτη έκπτωση αυτής τής χώρας. Τον εξανδραποδισμό όσων την κατοικούν. Το ξερίζωμα τους, όχι μόνο το υπαρξιακό, αλλά και το ηθικό. Τον ευτελισμό κάθε αξίας.

Αυτοί οι Έλληνες πέρασαν δια πυρός και σιδήρου. Διασχίσανε, πρόσφυγες καταδιωκόμενοι, την Ανατολία, και τα πρώτα που είχανε τυλίξει σ” ένα μπόγο ήταν τα οστά των προγόνων τους και μια εικόνα τής Παναγιάς. Αυτά ήταν η αναφορά στην εθνική μνήμη.

Αυτή, την εθνική μνήμη, στοχεύουν. Αυτή θέλουν να διαγράψουμε από τη συνείδησή μας, για να γίνουμε τα εύκολα εργαλεία του νεοκαπιταλισμού. Κι” αφού μας φτάσουν στην απόλυτη ένδεια και στον ακραίο εξευτελισμό όσο ζούμε, θα μας ταπεινώσουν ακόμα και ως… νεκρούς. Να διαγράψουν ότι όσιο και ιερό κουβαλάμε στους αιώνες.

Αριθμοί, όσο ζούμε, κι ύστερα ταφάριθμοι… Είναι ο νέος όρος πάνω στον οποίο θα στήσουν τη διατριβή τους οι νέοι προτεστάντες. Και μπροστά σ” αυτή την εξαθλίωση, σ” αυτή την απόλυτη απαξία ενός έθνους, μια ηγεσία ανίκανη άβουλη και ρίψασπις, εκλιπαρεί ακόμα τους «τροϊκανούς». Αντί να τους απαντήσει ότι αυτός ο λαός επιτέλους δικαιούται να επιλέξει τουλάχιστον την αξιοπρεπή του θυσία και να τους στείλει στο διάολο. Άλλωστε, αυτό μας δίδαξε η Ιστορία και οι νεκροί μας: Προτιμότερος ένας έντιμος θάνατος από μια ανάξια ζωή.

Κι” αυτή η εικόνα, να πετάμε τους νεκρούς μας μέσα σ” ένα κιβούρι από ροκανίδια και να σημειώνουμε τη θέση με έναν…αριθμό, είναι η χειρότερη ύβρις. Η Αντιγόνη για να τιμήσει το νεκρό της αδερφό, επέλεξε τη δική της εξόντωση. Αλλά να ζητήσεις από Βενιζέλο και Σαμαρά να σου πουν τι έχουν καταλάβει από την Αντιγόνη, πιθανόν και να τούς θυμίζει κάποια…ψιλικατζού!

Τουλάχιστον, αν έχουμε αρχ…δια, οφείλουμε να τους απαγορεύσουμε ν” ανεβάζουν την Αντιγόνη στα θέατρα τους. Γιατί, ο Σοφοκλής αναδεικνύει σε ύπατη αξία το σεβασμό ενός νεκρού, απέναντι στο φασισμό του Κρέοντα.

Αυτό είναι, αυτή τη στιγμή, η Ελλάδα. Μια Αντιγόνη απέναντι στον φασισμό μιας ολόκληρης Ευρώπης, πού μετράει τα πάντα με κάτι σκατονομίσματα, αδιαφορώντας για την υπεραξία μιας χώρας, πού της δάνεισε τους περισσότερους επιστημονικούς της όρους, πού τους δίδαξε Δημοκρατία και Δικαιοσύνη και που τους επιτρέπει να τέρπονται και να διδάσκονται από ένα ισάξιο με τον Παρθενώνα πνευματικό μνημείο, παγκόσμιας εμβέλειας και ασύλληπτης (από λογιστάκους του..κώλου) υπεραξίας:Την αρχαία τραγωδία.

Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2014

Ουρλιαχτό, για τον ληστή των εφησυχασμένων συνειδήσεων Νίκο Ρωμανό (αναδημοσίευση)




Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει
όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα,
έβλεπα τώρα πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω
πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες.
(Μανόλης Αναγνωστάκης)

Όλοι εμείς που γαβγίζουμε μέχρι λύσσας αλλά δε δαγκώνουμε και βγάζουμε λυρικά τελειοποιημένα χαπάκια-γραπτής ομολογίας πίστης στη δύναμη της εξουσίας-που κόβουν τη δίψα για δράση, ακούμε τώρα τις φωνές απ’ τα πηγάδια των φυλακών.

Τα καλύτερα μυαλά κάθε γενιάς οδηγούνται σε ψυχίατρο, έμπορο ναρκωτικών ή φυλακή. Τα καλύτερα μυαλά δεν είναι αυτά που λέγανε το μάθημα νεράκι αλλά αυτά που κατουρούσαν το νεράκι του μαθήματος και χέζαν τη μια και μοναδική άποψη του κυρίου νικητή όλων των απόψεων. Την άποψη που σιγοψήνουν οι νικητές στην ακαδημία και τη σερβίρουν στα παιδάκια οι έσχατοι διορθωτές. Οι όσοι έγιναν δάσκαλοι όσο θα γινόταν μπάτσοι, παπάδες ή δεκανείς.

Τα καλύτερα μυαλά της κάθε γενιάς είναι αυτά που δεν έγιναν κάτι για να ευχαριστήσουν τη μαμά και το μπαμπά. Αυτά που οδηγήθηκαν εκεί που δε βγάζει πουθενά. Γιατί το εκεί που δε βγάζει πουθενά είναι η εξορία εντός και εκτός. Είναι οι ψυχιατρικές κλινικές, τα κρατικά κρεματόρια των Λεχαινών με παιδιά φυλακισμένα σε κλουβιά, για το καλό τους, αφού δεν είχαν την αγαθή τύχη να τα συμπεριλάβει η κυρία Βαρδινογιάννη στο φιλανθρωπικό της μενού.

Είναι οι ψυχιατρικές κλινικές τα ξερονήσια των ευαίσθητων ψυχών. Εκεί που όλα τα άλγη της συναναστροφής με τους κοινωνικούς δυνάστες και τα θύματα-θύτες της βιοπάλης καταλήγουν στη χημεία του μυαλού και στη ροκάνα του κράτους. Αλλά είναι και οι φυλακές.

Οι φυλακές είναι για τους απείθαρχους. Γι’ αυτούς που από κούνια έμαθαν πως η ιδιοκτησία είναι κλοπή κι αποφάσισαν να κλέβουν τους κλέφτες. Κι είναι και αυτοί που κλέβουν τους κλέφτες για να δείξουν τους κλέφτες. Που γράφουν τα άκρως απαραίτητα και δεν συνομολογούν ήττες διαβάζοντας ποιήματα στην πλατεία Κοτζιά σαν γεροντοπαλίκαρα που γλύτωσαν το αφιόνι του καθεστώτος.

Είναι κι αυτοί που δε βλέπουν ήττες, που δεν αναγνωρίζουν δύναμη στον αντίπαλο και τον παλεύουν μέχρι τέλους. Διότι ξέρουν πως αν δεν πολεμήσουν μέχρι τέλους θα τους φάει η συστημική μούτα σε κάποιο καναπέ διαμερίσματος της επικράτειας, μηρυκάζοντας την κακή τους τύχη και τον κακό τους τον καιρό.

Τα καλύτερα μυαλά κάθε γενιάς δεν αφήνουν τίποτε όρθιο μέχρι να τους ξαπλώσει κάποιος κάτω νεκρούς. Μέχρι να τους επιχωματώσει με κατηγορίες η αμερικανική πρεσβεία και η θεολογία της πολιτικής ορθότητας.

Τα καλύτερα μυαλά κάθε γενιάς δεν έχουν μυαλό ταριχευμένο με οιστρογόνα πειθαρχίας αλλά αφροδίσιο πάθος για όλα εκείνα που οι άλλοι έχουν αδιαφορία, νοικοκυριό και ελεγχόμενη εκσπερμάτωση από το κράτος-εταιρία του κυρίου καπιταλιστή.

Τα καλύτερα μυαλά της κάθε γενιάς δε ζητάνε καλλίτερες συνθήκες για τους δούλους στις φυτείες αλλά κατάργηση της δουλείας.

Τα καλύτερα μυαλά της κάθε γενιάς δεν έχουν βαλσαμώσει τις ανάγκες τους. Δεν παθαίνουν εγκεφαλικά ψυχραιμίας. Δε σταχτώνουν απ’ τον ίλιγγο της ευπρέπειας. Γράφουν γράμματα στο κράτος για να τ’ ακούν οι δεσμοφύλακες που κάνουν το καθήκον τους. Για να τα ακούν οι υποτελείς. Οι κάτω που τα πάντα υπομένουν, περιμένοντας στην ουρά τα διαπιστευτήρια της υποτέλειάς τους.

Κάνουν απεργίες πείνας όχι ελπίζοντας στον ανθρωπισμό του εκμεταλλευτή, αλλά ελπίζοντας σε μια ακόμη δυνατότητα πνοής. Δίνοντας λίγη ακόμα παράταση στο κορμί να παλέψει για αυτό που πιστεύει.

Ιδού τι γράφει λοιπόν ο ληστής των εφησυχασμένων συνειδήσεων Νίκος Ρωμανός. (Κι αν αυτές οι λέξεις δεν είναι αστραφτερά διαμάντια αλήθειας και πολιτικής διαύγειας ενός εικοσάχρονου, ε, τότε δηλητηριάστε τον με το φαγητό σας γραφειοκράτες δεσμοφύλακες υποτακτικοί.)

«Ακριβώς, η ποίηση είναι η τέχνη του ατόφιου. Είναι αυτή που παραμένει ανυπότακτη, όταν η τάξη του διαφανούς έχει υποτάξει όλα τα άλλα είδη του λόγου. Όταν οι λέξεις έχουν προσεκτικά απολυμανθεί και στολιστεί σα μαρκησίες της αυλής, αφού θα καταλήξουν στο κρεβάτι του πρίγκιπα, όσο κι αν αυτό τις τρομάζει, και θα παραστήσουν τις σεμνές, θα υποκριθούν ότι έχουν αρετές που έχουν χάσει από καιρό στο βούρκο του συμβιβασμού και της εκπόρνευσης. Η ποίηση ή είναι ασυμβίβαστη ή δεν είναι τίποτα». (Ζαν-Μαρκ Ρουγιάν)

Συντρόφισσες και σύντροφοι, εδώ και καιρό μας εγκλωβίζουν. Από τα αστυνομικά μπλόκα και τα αντιτρομοκρατικά πογκρόμ, στα συμβούλια των οικονομολόγων που εξοντώνουν όσους δε χωράνε στις στατιστικές τους. Από τους έλληνες βιομηχάνους που αντιστέκονται στην επέλαση των πολυεθνικών κολοσσών στηρίζοντας τον όψιμο σοσιαλισμό του ΣΥΡΙΖΑ, στο καθεστώς έκτακτης ανάγκης, με πολιτικούς που προβάρουν το κοστούμι του υπερ-πατριώτη πάντα δουλικού για το καλό του τόπου, από τους μπάτσους και το στρατό που εξοπλίζονται με όπλα τελευταίας τεχνολογίας για την καταστολή εξεγέρσεων, στις φυλακές υψίστης ασφαλείας.

Ας πούμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους: αν κάτι εκμεταλλεύεται το κράτος, αυτό δεν είναι άλλο από την αδράνεια που πλέον έχει μονιμοποιηθεί ως μια φυσιολογική συνθήκη.

Σε λίγο θα είναι πια αργά, και η εξουσία με το μαγικό ραβδί της θα δίνει έλεος μόνο σε όσους γονατίζουν υποτακτικά μπροστά στην παντοδυναμία της.

Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2014

Ορισμοί (αναδημοσίευση)



Τέχνη είναι η σύγκρουση μ’ αυτό που μας επιβάλλεται.
Τέχνη είναι η απεγνωσμένη μας προσπάθεια να ακυρώσουμε το ήδη συντελεσμένο.

Τέχνη είναι οι ερωτικές επιστολές. Η ολομόναχη γύμνια μας στα χέρια του ταχυδρόμου.
Τέχνη είναι το καπρίτσιο μας να χαρτογραφήσουμε τα γεννητικά μας όργανα.

Τέχνη είναι να βγάζουμε απ’ τα έγκατα τη φωνή του ποδοπατημένου.
Τέχνη είναι να μπορείς να αγγίξεις τον άλλον από έτη φωτός μακριά.

Τέχνη είναι τα χρυσά δόντια των γύφτων που πεθαίνουν γελαστοί
 μέσα στα τραγικά σκοτάδια της ελευθερίας.
Τέχνη είναι να λατρεύεις το μουνί της μάνας σου και το μουνί της γυναίκας.

Τέχνη είναι να θυμάσαι πάντα από πού ξεμπούκαρες.
Τέχνη είναι πάνω στο αλλόκοτο ικρίωμα της φαντασίας να βγάζεις πνοή ζωής.

Τέχνη είναι η αποκάλυψη της φθοράς που μας πλάθει.
Τέχνη είναι οι στιγμές που μας βασανίζουν για μια αιωνιότητα.
Τέχνη είναι να χύνεις ανεμπόδιστα.

Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2014

Να περνάς καλά! (αναδημοσίευση)



Αν η γενιά μου αφιερώθηκε σε κάτι, αυτό είναι η λατρεία του φτηνού κυνισμού. Το πέρασμα απ’ την καταπιεστική υποχόντρια φαμίλια, που άνδρωσε την γενιά του εβδομήντα, στον ελευθεριακό ψυχαναγκασμό της ευτυχίας. Αυτό που νιώσαμε στην εφηβεία μας ήταν μια φονική βουβή περιφρόνηση προς τις ψόφιες αξίες. Το Πατρίς Θρησκεία Οικογένεια, η αγία τριάδα της νοικοκυροσύνης και του ευφρόσυνου συντηρητισμού ήταν ήδη χεσμένη πατόκορφα. Η δεκαετία του ογδόντα υπήρξε μιαν ακραία κιτς δεκαετία. Ντελικάτοι κοντόχοντροι κομματάρχες αλώνιζαν τα χωριά και τις πόλεις. Ένας νέος τύπος ανθρώπου ερχόταν στα πράματα. Οι περισσότεροι, δεξιοί που αυτομόλησαν την προηγούμενη δεκαετία προς το κέντρο, μοίραζαν αφειδώς διορισμούς και υποσχέσεις. Το βόλεμα και η ευκολία έγιναν καθεστώς, ανοίγοντας το δρόμο για τα μεγάλα κόλπα. Ο αυριανισμός ξεχείλωνε τις συνειδήσεις και το πολιτικό προσωπικό καβαλούσε το ακέφαλο άλογο των αγορών. Δάνεια και χωματερές. 

Συμφωνίες για θάψιμο της παραγωγής. Ένας εισαγόμενος πολιτισμός ερχόταν να χωνέψει τον πεινασμένο νεοέλληνα. Τα παιδιά της αντιπαροχής μεγάλωσαν με χαβαλέ και Στάθη Ψάλτη. Ο διασκεδαστής αντί να μας διασκεδάσει ερχόταν κι αμολούσε μια γερή κλανιά ακριβώς στη μούρη μας. Κι αυτό ήταν τέχνη και διασκέδαση. Κάθε χαζοχαρούμενη συνθήκη του τύπου να περνάς καλά και γράψτους όλους στ’ αρχίδια σου, έγινε ο μόνιμος καταναγκασμός των άβουλων τέκνων της γενιάς μου. Μια γενιά ζαλισμένη απ’ τα ξεθυμασμένα όπια της προηγούμενης. Μια γενιά που δεν είχε το θάρρος και το θράσος να ξεκάνει την πατρική σαβούρα και να προχωρήσει μπροστά

Μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα περάσαμε στην ψηφιακή πάχυνση και την πόζα. Στην γκρίνια και την ανασφάλεια. Στις κάρτες στα δάνεια στα πτυχία. Σε μια ακραία θεολογία του χρήματος και σε έναν ξεδιάντροπο φτηνό κυνισμό. Ο θάνατος, ο πόνος, η εξαθλίωση των άλλων, έγιναν σκηνές στο ηλεκτρισμένο κάδρο της τηλεόρασης. Τρώγοντας θα δεις σφαγμένους, ξεκοιλιασμένους, άστεγους, διάσημους ναρκομανείς και άσημα πρεζάκια. Τρώγοντας και πίνοντας με τον ψυχρό συναισθηματισμό του χειρούργου η κοινωνία του θεάματος καταναλώνει αμάσητες τις ανθρώπινες τραγωδίες. Ένας καταιγισμός από εικόνες και μια βροχή από σφαλιάρες πάνω στο σβέρκο του παντοδύναμου καταναλωτή. Ο καταναλωτής που έρχεται να προδώσει τις ίδιες του τις ανάγκες λειτουργώντας ως Ιούδας του ίδιου του εαυτού του. Είναι έτοιμος να χάσει την ψυχή του, δηλαδή την ουσία της ύπαρξής του, εκπληρώνοντας το θείο σχέδιο του καπιταλιστή. Είναι έτοιμος κάθε στιγμή να πουλήσει τα παιδιά του, στον έμπορο και στον τεχνοκράτη. Είναι σαν έτοιμος από καιρό να βγει ξανά στις αγορές και να το παίξει γκόμενος και καμάκι, να φέρει ξένους, τουρίστες, επενδυτές. Να φέρει λάδι απ’ την Τουρκία, κρασιά απ’ τη Γαλλία, λαστέξ απ’ το Πακιστάν και τάπερ απ’ την Κίνα. 

Η γενιά μου είναι δικτυωμένη. Κυβερνά τον κόσμο απ’ το ιντερνέτ. Η γενιά μου θα βάλει τα rooms to let και την τσαχπινιά και οι ξένοι θα βάλουν τα φράγκα. Η γενιά μου ετοιμάζεται να κάνει το τελειωτικό ξεπούλημα. Η γενιά μου ετοιμάζεται για την προδοσία. Το έσχατο τεκμήριο αγάπης προς τις μέλλουσες γενιές.

Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2014

Το ιδιότροπο σπέρμα (αναδημοσίευση)

by ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΑΚΟΣ


Δεν πιστεύω στον επικοινωνιακό ακτιβισμό της ψηφιακής ψωροκώσταινας αλλά στη σκέψη. Σκέψη λιμανίσια που νιώθει και νιώθεται βαθειά. Στις δυνατότητες του μέσου και στις μαγικές εικόνες όταν σκουραίνουν τα πράγματα κι όταν οι νοικοκυραίοι ελευθέρας βοσκής εξολοθρεύουν τη φυσική ζωή. Το ιδιότροπο σπέρμα. Εκείνο τον ωραίο παλιό καιρό με τη νευρικότητα του Αδάμ και της Εύας. Εκείνες τις οφθαλμολάγνες νοηματοδοτήσεις του νοικοκυραίικου οίστρου στα χαρακώματα των σούπερ μάρκετ. Εκείνα τα ψηλά βουνά του Παπαντωνίου με την ουτοπία της επαναστατημένης παιδικότητας. Τα πάντα όλα, όσα υπέστη το φεγγάρι από δυτικούς της ρομάντζας και το χνώτο του τυρέμπορα που έγινε παραγωγός του σινεμά. Η ζωή που μας δίνεται μας αφήνει μόνο να παίζουμε με τα ζύγια. Όταν μουδιάζεις απ’ την προσήλωση στις δεξιώσεις και τις διαταγές δε σου μένουν σκέψεις αλλά κινήσεις και πόζα. Μια βραχνάδα απ’ τις πολλές απάνθρωπες ανθρωποσυνάξεις. Κι αν αυτό που έχτισες με κόπο κι αφήνεις πίσω σου θέλει ξύλο και ΜΑΤ για να διατηρηθεί, έ τότε θα καταρρεύσει. Τίποτε. Ερείπια και σπασμένα αγάλματα. Τα δασώδη εφηβαία στα μουσεία, για να θαυμάζουν μηχανικά τις ομορφιές και τις γλύκες μιας εποχής που χάθηκε οριστικά, οι νέοι ακτιβιστές της ζωής. Τα παιδάκια που θα σηκώσουν κάποτε κεφάλι όταν μάθουν την πάσα ταξική αλήθεια.

Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2014

Ο,τιδήποτε ξέρεις, είναι λάθος (αναδημοσίευση)

αρχικός τίτλος ανάρτησης: Ο Πάνως Κάππα πήρε το πληκτρολόγιο του


Ο Πάνως Κάππα είναι μεγάλος αγύρτης των λέξεων. Ο Πάνως Κάππα δαμάζει τις λέξεις. Τις εξουσιάζει. Καθοδηγεί τις λέξεις, όπως ο τσοπάνης τα πρόβατα του. Παίζει τις λέξεις στα δάχτυλα. Ο Πάνως Κάππα είναι αστείρευτος. Ασυγκράτητος. Ασυναγώνιστος. Δεν βαριέται ποτέ το γράψιμο. Δεν ξεμένει ποτέ από έμπνευση. Δεν σταματάει ποτέ να διηγείται ιστορίες, σαν κι αυτή εδώ:

Ένα πρωί ο Πάνως Κάππα σηκώθηκε έτοιμος για μια ακόμα εμπνευσμένη ιστορία. Μετά τον Άνθρωπο Χωρίς Ηχομόνωση και τον Άνθρωπο που Έχασε τον Εαυτό του, αυτή τη φορά θα μιλούσε για τον άνθρωπο που ήθελε να γράψει μια ιστορία για κάποιον που έψαχνε λέξεις για να γράψει μια ιστορία για τη βροχή. Θα ήταν σίγουρα το μάστερπις του, δεν χωρούσε καμία αμφιβολία γι’ αυτό. Έφτιαξε ένα φλιτζάνι τσάι κι έκατσε στον υπολογιστή, τράβηξε κοντά το πληκτρολόγιο, έσπρωξε την καρέκλα κοντά στο γραφείο. Πληκτρολόγησε τα πρώτα γράμματα που ήδη χόρευαν χαρούμενα κάτω απ’ τα μαγικά του δάχτυλα. Ξεκίνησε τη διήγηση με μια φράση δυναμική και αποφασιστική συνάμα, που θα έβαζε τον αναγνώστη αμέσως στο κλίμα της ιστορίας:

Εκείνο το πρωί η βροχή έπεφτε μανιασμένη… Όχι μανιασμένη, σκέφτηκε ύστερα από λίγο ο Πάνως Κάππα, η βροχή έπρεπε να είναι κάπως πιο διακριτική. Εκείνο το πρωί η βροχή έπεφτε ορμητική… Πάλι όχι, ο θόρυβος θα αποσυντόνιζε τον ιστολόγο από τις σκέψεις του. Να ήταν απλά δυνατή η βροχή; Ή μήπως να ήταν σιωπηλή; Μήπως ραγδαία; Όχι φυσικά, ο Πάνως Κάππα είχε συνηθίσει τους αναγνώστες του σε πιο φανταχτερές λέξεις, δεν θα συμβιβαζόταν τώρα με κάτι τόσο τετριμμένο. Πως στο καλό έπεφτε η βροχή; Μισή ώρα ο ιστολόγος κοιτούσε σαν υπνωτισμένος την άδεια οθόνη του υπολογιστή του, χωρίς να μπορεί να σκεφτεί το παραμικρό. Ίσως λοιπόν να βρισκόταν αντιμέτωπος με το διαβόητο writer’s block, είχε ακούσει να μιλούν γι΄αυτό σε διάφορα φόρουμς στο ίντερνετ, μέχρι τώρα όμως αυτή ήταν μια άγνωστη έννοια για τον Πάνως Κάππα, που δάμαζε τις λέξεις σαν θηριοδαμαστής. Η βροχή πάντως έπρεπε να αρχίσει να πέφτει το συντομότερο. Η βροχή ξεκίνησε πάλι να πέφτει, κάπως βαριά. Μετά η βροχή έπεφτε πιο κεφάτα. Σε λίγο η βροχή μέσα στο κεφάλι του Πάνως Κάππα άρχισε να πέφτει καταρρακτωδώς, όχι όμως για πολύ, αφού σύντομα ο ιστολόγος αναφώνισε “Ως εδώ!”, χτυπώντας παράλληλα το χέρι στο γραφείο. Η βροχή στο κείμενο του Πάνως Κάππα έπρεπε να πέφτει με ένα τρόπο ιδιαίτερο, πρωτότυπο, ξεχωριστό, παιχνιδιάρικο.

Πως σκατά έπεφτε η βροχή;

Κατά την προσφιλή του συνήθεια, ο ιστολόγος έτρεξε στους ποιητές για βοήθεια. Ο Αναγνωστάκης τον συμβούλευσε η βροχή να είναι κίτρινη, παλιά βροχή που χτυπάει τη νύχτα σα μαστίγιο. Η Διμουλά του είπε διάφορα περίεργα κι ακατανόητα για μια βραδύγλωσση βροχή, σαν πρόθεση ναυαγισμένη. Στον Πάνως Κάππα φυσικά ταίριαζε περισσότερο ο Μιχάλης Γκανάς που τη βροχή την ήθελε ψιχαλιστή, ποτιστική, δαρτή, ομηρική, βροχούλα μουσκεμένη. Ο Ρίτσος πάλι τα δικά του, η βροχή είναι άλλοτε συνωμοτική και άλλοτε πικρή, άλλοτε πέτρινη κι άλλοτε λυγμική. Ο Ελύτης, περισσότερο αινιγματικός, είπε στον Πάνως Κάππα πως πρέπει να πέφτει πάνω στους τσίγκους όπως η βροχή, ρυθμικά, με ανωτερότητα.

Ο Πάνως Κάππα είχε αρχίσει να νευριάσει, όχι μόνο γιατί δε γούσταρε τις υποδείξεις του Ελύτη, ούτε γιατί ο Γκανάς του είχε κλέψει όλα τα ωραία επίθετα, αλλά -κυρίως- γιατί η έλλειψη έμπνευσης ήταν πρωτόγνωρη γι΄αυτόν. Κάπου εκεί του ήρθε η ιδέα: Θα άπλωνε στο χαλί όλα τα επίθετα που ήξερε και θα διάλεγε μερικά στην τύχη!

Ξεκίνησε από το Άλφα: Η βροχή έπεφτε αδυσώπητη. Η βροχή έπεφτε αβάσιμη. Αβαρής. Αβάσταχτη, αβυσσαλέα κι αγενής, άγρια, αγαθή, και λίγο αδιάκριτη. Ή μήπως αγγελόψυχη; Κανένα επίθετο δεν ήταν αρκετά καλό για τον Πάνως Κάππα.

Στο Βήτα τα ίδια: Η βροχή έπεφτε βάναυση. Ή μήπως βάρβαρη; Η βροχή έπεφτε βαρύγδουπη και βαρυσήμαντη. Βραχνή και λίγο βεριτάμπλ.

Στο Γάμμα δεν είχε καλύτερη τύχη: Η βροχή έπεφτε γάργαρη. Γλιστερή. Γοερή. Γλυκερή. Θα μπορούσε να έπεφτε γλυκόλαλη αλλά ο Πάνως Κάππα δεν ήταν απ΄αυτούς τους λαπάδες που σε ρίχνουν με φτηνούς συναισθηματισμούς.

Προχώρησε στο Δέλτα. Εκεί η βροχή έπεφτε δαιμόνια. Η βροχή έπεφτε δειλή. Δεινή. Δεσποτική. Πάντως όχι διαμαντένια, ούτε διονυσιακή, ούτε καν δίκαιη. Και σίγουρα η βροχή δεν έπεφτε καθόλου δραματική.

Στο Έψιλον οι επιλογές ήταν σαφώς περισσότερες: Η βροχή έπεφτε ελευθεριακή! Αυτό ναι, του άρεσε σίγουρα. Το σημείωσε σε ένα μικρό χαρτάκι και συνέχισε την εξερεύνηση. Η βροχή έπεφτε εγκάρδια. Η βροχή έπεφτε ειρηνευτική. Μήπως εκθεμελιωτική; Όχι! Ούτε εγκάρδια έπεφτε η βροχή, ούτε εκπληκτική, ούτε ελεητική.

Η βροχή ίσως να έπεφτε ζόρικη ή ζωηρή, ακόμα και ζωώδης ή ζωντανή, στην τελική ανάλυση γιατί να μην έπεφτε ζαβολιάρα ή ζαφειρένια; Τζίφος και το Ζήτα.

Στο Ήττα παρουσιάστηκαν κάποιες ευκαιρίες για τον Πάνως Κάππα, που σημείωσε ξανά στο μικρό του χαρτάκι: Η βροχή έπεφτε ηδυπαθής! Η βροχή έπεφτε ηδονική! Η βροχή έπεφτε ηλεκτρική! Τώρα κάτι πήγαινε να γίνει!

Στο Θήτα τα πράγματα έγιναν ξανά πιο ζόρικα. Αν η βροχή έπρεπε σώνει και καλά να πέφτει κάπου εκεί γύρω, θα έπρεπε να πέφτει ή θαυματουργή ή θαρραλέα ή θεσπέσια, μπορεί και θεραπευτική. Σίγουρα δεν θα ήταν πολύ θεαματική ή θορυβώδης, γιατί τότε θα έκλεβε την παράσταση από το κείμενο του Πάνως Κάππα κι αυτό δεν ήταν καθόλου επιθυμητό.

Το Γιώτα ξεπεράστηκε εύκολα, αφού η βροχή αποκλείεται να ήταν ιδιόρρυθμη, ικετευτική ή ιλιγγιώδης (θα μπορούσε βέβαια να είναι ιδιώνυμη, είπε μέσα από τα δόντια του ο Πάνως Κάππα, ενώ ο δείκτης του αριστερού του χεριού έκανε αμήχανους κύκλους στον αέρα, και συνέχισε την αλφάβητο).


Η βροχή σύμφωνα με το Κάππα θα μπορούσε να πέφτει καθαρτική, αλλά αυτό θα ήταν πάρα πολύ προβλέψιμο, οπότε γρήγορα προσπεράστηκε. Η βροχή ίσως να έπεφτε καμαρωτή ή καταδεκτική, μιλάμε όμως για τον κόσμο του Πάνως Κάππα, οπότε η βροχή μάλλον θα ήταν καταγγελτική ή και καλορίζικη, ακόμα και καβαφική! (στο σημείο αυτό ακούστηκε ένα πονηρό γελάκι στο δωμάτιο).

Το Λάμδα έδινε νέες ευκαιρίες στον ιστολόγο: Η βροχή θα μπορούσε να πέφτει λάγνα, λαίμαργη ή λαχταριστή, λεβέντικη, λεπτεπίλεπτη ή και λεία. Το πιθανότερο βέβαια ήταν η βροχή να έπεφτε λασπώδης. Τζίφος και πάλι!

Το γράμμα Μι άρεσε στον Πάνως Κάππα, που όμως δεν κατάφερε να βρει ένα επίθετο αρκετά μεγαλειώδες για να περιγράψει τη βροχή: Εδώ η βροχή έπεφτε μακάρια και μαγική, μακρόθυμη, μαρτυρική, μάταιη και μεγαλόκαρδη. Α-χα! Μήπως μεγαλειώδης; Έβγαλε πάλι το χαρτάκι του ο Πάνως Κάππα.

Πριν το Νι χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν για δουλειές, βαρετά πράγματα, βιάστηκε να το κλείσει πριν χαθεί η έμπνευση, τώρα πια έδινε σωστή μάχη με τις λέξεις. Η βροχή έπεφτε ναζιάρα! Πολύ καλό, αλλά ίσως το χρησιμοποιούσε σε κάποια άλλη ανάρτηση. Τώρα η βροχή έπρεπε να πέφτει κάπως νυσταγμένη ή κάπως ντροπαλή, νανουριστική, νοσταλγική ή ακόμα και νωχελική. Ο Πάνως Κάππα σημείωνε πια στο χαρτάκι του με ρυθμό καταιγιστικό.

Στο Ξι το πράγμα χώλαινε και πάλι: Η βροχή έπεφτε ξέγνοιαστη. Η βροχή έπεφτε ξεδιάντροπη. Ξέφρενη. Ξέχειλη. Ακόμα και ξωτική.

Στο Όμικρον τα πράγματα ήταν λίγο στενάχωρα γιατί η βροχή αναγκαστικά έπρεπε να πέφτει οδυνηρή, αν και σταδιακά θα γινόταν ονειρική ή ολόθυμη, πιο ευχάριστη τέλος πάντων, στην τελική ας έπεφτε οκνηρή ή ολιγόλεπτη.

Στο Πι επικράτησε ένας πανικός, ένας πανζουρλισμός, μια πανδαισία, θα έλεγε κανείς, επιθέτων: Η βροχή τώρα πια έπεφτε παραισθητική. Η βροχή έπεφτε παλαβή. Η βροχή έπεφτε παντοδύναμη μαζί και παιχνιδιάρικη, πανώρια, παγανιστική.

Στο Ρο τα ίδια: Η βροχή έπεφτε ραγδαία, ριζοσπαστική, ρωμαλέα, ράθυμη. Θα μπορούσε να έπεφτε και ριποειδής, όχι τώρα όμως, τώρα πια όλα ήταν ευχάριστα και ρυθμικά!

Λίγο πριν το Σίγμα ο Πάνως Κάππα έπρεπε να επισκεφτεί την τουαλέτα. Η δύνη των λέξεων είχε αποσπάσει για τα καλά την προσοχή του από τις επιπτώσεις της κατανάλωσης απανωτών φλιτζανιών τσαγιού. Φυσικά, την ώρα της πράξης δεν σταμάτησε να σκέφτεται τρόπους να εμπλουτίσει το κείμενο του: Η βροχή έπεφτε σαρκαστική (καθόλου άσχημα!). Η βροχή έπεφτε σαδιστική (φοβερή μεταφορά!). Η βροχή έπεφτε σεντόρεια! Η βροχή έπεφτε σκανταλιάρα. Μπορεί και σαγηνευτική. Η βροχή τώρα πια ήταν συναρπαστική, συγκλονιστική, σαρωτική. Ίσως να ήταν και λίγο σπλαχνική, σίγουρα όμως όχι σκληρή, δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος ο Πάνως Κάππα.

Στο Ταυ είχε ήδη επιστρέψει στο γραφείο του, είχε σύρει την καρέκλα κοντά και το πληκτρολόγιο είχε πάρει στην κυριολεξία φωτιά: Η βροχή τώρα πια έπεφτε τελεσίδικη. Η βροχή έπεφτε τερατώδης. Έπεφτε ταπεινή μαζί και τραυματική. Μπορεί να ήταν και τοξική, τώρα πια όμως κανείς δεν νοιαζόταν, ας ήταν και τρελή η βροχή, σε λίγο που θα τέλειωνε το κείμενο η βροχή θα ήταν πάνω απ’ όλα τονωτική.

Δεν έβλεπε πια την ώρα. Οι λέξεις ξεπηδούσαν απ’ το κεφάλι του Πάνως Κάππα υπερβατικά, έτσι που στο γράμμα Ύψιλον η βροχή έπεφτε μαζί υγρή και υδαρής, υπαινικτική, υπαρξιστική, υπερκόσμια, υπερφίαλη, δεν είχε καμία σημασία πως έπεφτε η βροχή, ας έπεφτε και υγιεινή.

Ο Πάνως Κάππα βρισκόταν σε σωστή έκσταση. Στο Φι τα πράγματα ήταν πανεύκολα, η βροχή θα έπεφτε φασαριόζα, πάει και τελείωσε. Αν είχε λίγο μεγαλύτερη ψυχραιμία, ίσως να σκεφτόταν πως η βροχή θα μπορούσε να πέφτει φανταχτερή ή φειδωλή, φιλεύσπλαχνη ή ακόμα και φάλτσα, ο ιστολόγος θα έκλεβε έτσι και τις εντυπώσεις, τώρα πια όμως τίποτα δεν είχε σημασία, το κείμενο ήταν σχεδόν έτοιμο, η βροχή ας έπεφτε όπως ήθελε να πέσει, ακόμα και φιλελεύθερη.


Με το Χι τα πράγματα ήταν δύσκολα, η βροχή θα μπορούσε να πέφτει κάπως χαιρέκακη ή χυδαία, όμως ο Πάνως Κάππα ήθελε κάτι πιο χαριτωμένο για τη βροχή του, και γρήγορα έσβησε όλες τις λέξεις με μια γραμμή. Θα είχε ενδεχομένως κάποιο ενδιαφέρον αν η βροχή έπεφτε χλωμή ή χαώδης ή χειμαρρώδης, ο ιστολόγος όμως θα χαράμιζε άσκοπα μερικά επίθετα, έτσι προχώρησε γρήγορα παρακάτω.

Προσπέρασε γρήγορα και το Ψι, όπου η βροχή αναγκαστικά έπεφτε ψαλμική και ψοφοδεής. Καλού κακού ο Πάνως Κάππα σημείωσε στο χαρτάκι του μερικά ακόμα επίθετα για μια ώρα ανάγκης, όπως: ψιθυριστή, ψυχοβλαβής, ψυχοπονιάρα, και έσπευσε να ολοκληρώσει την αλφάβητο για να πατήσει το κουμπί της δημοσίευσης.

Στο Ωμέγα τα πράγματα ήταν αρκετά πιο εύκολα από ό,τι τα περίμενε. Εδώ η βροχή σίγουρα έπεφτε ωδική, θα μπορούσε ωστόσο να πέφτει και ωραιοπαθής. Αν βέβαια η βροχή έπεφτε ωκύπους ή ωκύπτερη θα ήταν ακόμα καλύτερα, όμως ο Πάνως Κάππα σκέφτηκε τους αναγνώστες του, που μπορεί να μην καταλάβαιναν τις δύσκολες λέξεις, έτσι η βροχή κατέληξε να πέφτει ωφέλιμη και ωχρή.

Κάπως έτσι πέρασε όλο του το πρωινό ο δαιμόνιος ιστολόγος Πάνως Κάππα, ώσπου στο τέλος ξεκίνησε να βρέχει στ΄αλήθεια κι έτρεξε στο παράθυρο να χαζέψει τη βροχή, που τελικά, όσο κι αν προσπάθησε να το αποφύγει, έπεφτε μανιασμένη κι ορμητική!