Αναδημοσιεύουμε δύο άρθρα σχετικά με τους έλληνες μετανάστες στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Στα κείμενα θα αποκαλυφθούν οι ομοιότητες του σημερινού ζητήματος της μετανάστευσης χιλιάδων προσφύγων στη χώρα μας με εκείνο των ελλήνων μεταναστών στις γαίες της "επαγγελίας" του περασμένου αιώνα.
Το πρώτο άρθρο
Έλληνες μετανάστες σε στρατόπεδα συγκέντρωσης της Αυστραλίας – τα “σκλαβοπάζαρα των μεταναστών” (1953)
Πριν λίγο καιρό, με αφορμή το πογκρόμ των μεταναστών στο κέντρο της Αθήνας, είχαμε αναρτήσει ένα βίντεο-ντοκυμαντέρ με θέμα Το προγκρόμ κατά των Ελλήνων μεταναστών στο Τορόντο του Καναδά (1918)
Είχαμε υποσχεθεί τότε ότι θα επανέλθουμε και με με άλλα δημοσιεύματα που καταδεικνύουν τη ζωή και την αντιμετώπιση των Ελλήνων μεταναστών σε διάφορα μέρη της γης, ελπίζοντας πως θα διδαχθούμε από το παρελθόν και θα οπλιστούμε κατά του ρατσισμού και της ξενοφοβίας.
Σήμερα λοιπόν, αναρτούμε ένα σχετικό άρθρο της “Αυγής” για τους Έλληνες μετανάστες της Αυστραλίας. Είναι πραγματικά συγκλονιστικό. Διαβάστε και διαδώστε το…
Εφημερίδα "Αυγή", 24 6 1953 - κάντε κλικ στην εικόνα για μεγέθυνση
Το δεύτερο άρθρο*
America America. Η σκοτεινή πλευρά μιάς ...εποποιείας
Πρόλογος
Η ιστορία των μεταναστεύσεων είναι τόσο παληά όσο και η ανθρώπινη ιστορία. Σε σύγκριση με τις μεταναστεύσεις της προ-βιομηχανικής εποχής οι νεώτερες μεταναστεύσεις έχουν σχεδόν απόλυτα οικονομικά χαρακτηριστικά. Οι μεν μεταναστεύοντες αναζητούν μια καλύτερη οικονομικά τύχη, οι δε χώρες προορισμού, κατά τεκμήριο αναπτυσσόμενες ή ανεπτυγμένες- τους υποδέχονται ως την πρώτη ύλη που θα τροφοδοτήσει την ανάπτυξή τους. Η κύρια αιτία της μετανάστευσης επομένως είναι η ανισομερής, ανάμεσα στις διάφορες περιοχές του πλανήτη- ανάπτυξη.
Κατά την υλοποίηση του σχεδίου μετανάστευση τόσο από τη μία (χώρα καταγωγής των μεταναστών) , όσο και από την άλλη πλευρά (χώρα προορισμού) έχουν προετοιμασθεί οι κατάλληλοι μηχανισμοί αναζήτησης, προώθησης ελέγχου και καταπίεσης των μεταναστών.
Η ελληνική μετανάστευση των τελευταίων τριών αιώνων αν και καθαρά οικονομικής φύσεως έχει καταγραφεί στην ιστορία ως μια ακόμη "εποποιεία" της ελληνικής φυλής. Ταυτίζεται ή θεωρείται ως η συνέχεια της ανάγκης των ελληνικών κρατών-πόλεων των ιστορικών χρόνων για επέκταση. Αυτή η επέκταση υλοποιήθηκε με τη δημιουργία αποικιών στον ευρύτερο χώρο της Μεσογείου και των παραλίων της Μαύρης Θάλασσας και του Εύξεινου Πόντου. Η σκόπιμη αυτή ταύτιση θέλει να αποκρύψει τόσο τους λόγους για τους οποίους ένα μεγάλο ανθρώπινο δυναμικό της χώρας μας αναγκάστηκε να πουληθεί ως φθηνή εργατική δύναμη σε άλλες χώρες όσο και τις μαύρες σελίδες της υπερεκμετάλλευσης των ελλήνων μεταναστών πριν, κατά και μετά το μεγάλο ταξίδι τους προς την εκάστοτε "Γή της Επαγγελίας".
Αυτή τη σκοτεινή πλευρά της ιστορίας της ελληνικής μετανάστευσης κατά τη βιομηχανική περίοδο αποτελεί και το θέμα του σημερινού άρθρου. Και όπως βλέπουμε η ιστορία επαναλαμβάνεται και σήμερα με κάπως αντεστραμμένους τους ρόλους στην περίπτωση της χώρας μας.
"Πλάνητες πάνω στο πλανήτη, φυγάδες θεόθεν, καταδιωγμένοι από την πείνα, τους πολέμους και την καταπίεση, θύματα της παγκοσμιοποίησης της αθλιότητας, οι οικονομικοί πρόσφυγες, συνοδεύουν σαν σκιά τον αιώνα που πέρασε και τον αιώνα που άρχισε.
Μεταναστευτικά ρεύματα η ιστορία της ανθρωπότητας γνώρισε πολλά. Αποκτούν, όμως, ένα εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Ήδη την επαύριον του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, μιλώντας για τις μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών και τα ατέλειωτα καραβάνια των προσφύγων, η Hannah Arendt επεσήμαινε ότι βρισκόμαστε πλέον μπροστά σε ένα καινούργιο ιστορικό φαινόμενο: τα εκατομμύρια των «μη πολιτών», των ξεριζωμένων από τις χώρες καταγωγής τους και μετακινούμενων στις χώρες της υποδοχής και της μη αποδοχής, αποκαλύπτουν ότι τα περιβόητα «δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη» που διακήρυξε η Γαλλική Επανάσταση αποτελούν μια κενή αφαίρεση.
Όποιος δεν καλύπτεται από εθνική κυριαρχία και την νομική ιδιότητα του πολίτη ενός Κράτους-Έθνους, ο μετανάστης σαν μη πολίτης δεν είναι άνθρωπος. Το αντίστροφο, επίσης ισχύει: εάν ο μη πολίτης έχασε μαζί με την ιδιότητα του πολίτη και την ιδιότητα του ανθρώπου, τότε τα λεγόμενα ανθρώπινα δικαιώματα δεν ισχύουν για κανένα, πολίτη και μη και στη θέση του αφηρημένου ανθρώπου σαν κέντρου της νεωτερικότητας απομένει ένα αβυσσαλέο κενό".
Οι λέξεις αυτές περιγράφουν την τότε και την παρούσα εικόνα του μετανάστη-δουλοπάροικου και αποδεικνύουν ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται εσαεί, ενίοτε δε με τραγικότερο τρόπο.
Τοκογλύφοι και Εμποροι Ελπίδων
Η ιστορία της ελληνικής μετανάστευσης προς τις ανεπτυγμένες βιομηχανικά χώρες (σαν πρώτη τέτοια χώρα καταγράφονται οι Η.Π.Α.) έχει τις ρίζες της στην Ελληνική επανάσταση του 1821. Τότε, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δημιούργησαν στρατιές ξεριζωμένων αμάχων και ιδίως παιδιών-ορφανών. Τότε ήταν που οι ιεραπόστολοι αμερικανικών θρησκευτικών δογμάτων αλώνιζαν σε όλη την Βαλκανική και γενικά στην επικράτεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Χιλιάδες παιδιά-ορφανά τότε στρατολογήθηκαν και εστάλησαν στις Η.Π.Α. για υιοθεσία. Αυτά τα παιδιά σαν ενήλικες πλέον απετέλεσαν και τον πρώτο πυρήνα των ελληνικής καταγωγής μεταναστών στη νέα γή της επαγγελίας.
Απετέλεσαν δηλαδή τους "κράχτες" που θα έδιναν το έναυσμα για την μετέπειτα οργανωμένη και συστηματική μετανάστευση προς την Βόρεια Αμερικανική Ηπειρο. Το 1864 καταγράφονται οι πρώτες οικονομικές μεταναστεύσεις προς τις Η.Π.Α. Ανάμεσα στα έτη 1900-1920 ήδη η Ελλάδα έχει "στείλλει" το 8% (και πάνω από το 30% του ενεργού οικονομικά) πληθυσμού της προς τις Η.Π.Α. Η μετανάστευση είναι αδιάψευστο επιχείρημα για την άθλια οικονομική και κοινωνική κατάσταση της ελληνικής υπαίθρου των ετών 1870 έως 1930 αλλά και μετέπειτα.
Οι Έλληνες που μετανάστευαν στις υπερπόντιες χώρες, εκτός από τη σωματική ικανότητα, δε διέθεταν άλλο προσόν. Hταν δε κυρίως αγρότες-δουλοπάροικοι ή μικροιδιοκτήτες που ζούσαν κάτω από άθλιες συνθήκες και μαστίζονταν από την τοκογλυφία και την εκμετάλλευση των εμπόρων. Ο τόκος, ήταν 20-30% σε χρήμα, αλλά οι δανειστές έπαιρναν από τους οφειλέτες τους, γάλα, βούτυρο, και άλλα προϊόντα, ανεβάζοντας τον τόκο σε 70 ή και 80%. Δημιουργούνταν έτσι οι κατάλληλες συνθήκες για να εκπατρισθεί ένα σημαντικό κομμάτι του ενεργού δυναμικού της χώρας. Αλλά και ευκαιρία πλουτισμού μιας μερίδας εμπόρων ελπίδας.
Οι περισσότεροι μετανάστες ήταν αγράμματοι, λίγοι είχαν τελειώσει το Δημοτικό, “άβγαλτοι” και αθώοι, στερημένοι άνθρωποι, πού δεν είχαν συνείδηση της δύναμής τους, ούτε φυσικά των δικαιωμάτων τους. Δηλαδή ήταν το κατάλληλο υλικό για εκμετάλλευση. Ο μύθος της αμερικάνικης “Γης της επαγγελίας”, του καταφύγιου των αποδήμων όλου του κόσμου, αναμφισβήτητα διαπότισε όλη την ύπαιθρο. Είχε βέβαια στηθεί όλος ο παραραίτητος προπαγανδιστικός μηχανισμός που διαφήμιζε τον πλούτο και τις ευκαιρίες που παρουσιάζει η Αμερική. Μεγάλο ρόλο έπαιξαν και οι πράκτορες των μεταναστευτικών γραφείων και των ατμοπλοϊκών εταιρειών που διαφήμιζαν τον πλούτο και τις ευκαιρίες που παρουσιάζει η Αμερική. Ετσι οι περισσότεροι μετανάστες έφευγαν με την ελπίδα του γρήγορου πλουτισμού και της σύντομης επιστροφής στην πατρίδα. Ετσι τους υπόσχονταν τα μεσιτικά γραφεία μετανάστευσης που είχαν στηθεί σε όλη τη χώρα (όπως ακριβώς λίγες δεκαετίες μετά στήθηκαν οι ΕΛΔΕ του χρηματιστηρίου και τώρα τα ενεχυροδανειστήρια χρυσού).
Το ταξίδι απαιτούσε αρκετά χρήματα και οι πράκτορες ή οι τοκογλύφοι που θα δάνειζαν το απαραίτητο για τα ναύλα ποσό, ζητούσαν εξασφάλιση. Έτσι μικροκτηματίες με υποθηκευμένα κτήματα ήσαν πολλοί μεταξύ των μεταναστών. Βέβαια και για τους τελείως φτωχούς και άκληρους υπήρχε ο τρόπος. Τους δέσμευαν με συμβόλαια εργασίας και έτσι ξεχρέωναν τα ναύλα τους, σκλάβοι στην κυριολεξία, στους σιδηροδρόμους ή στα ορυχεία του Κολοράδο. Ακόμα και μικρά παιδιά και εφήβους 8-12 χρονών στρατολογούσαν για τα στιλβωτήρια που διατηρούσαν κυρίως Έλληνες στις μεγάλες πόλεις των Η.Π.Α.
Ενδεικτικό του ότι οι Έλληνες πήγαιναν με πρόθεση να μείνουν προσωρινά στην Αμερική, είναι το γεγονός ότι έφευγαν μόνο άντρες σε αντίθεση με τους μετανάστες από άλλες χώρες. Έφευγαν οι Έλληνες, με την ελπίδα να γυρίσουν σύντομα με χρήματα, για να ξεχρεώσουν το κτήμα τους, να κάνουν μια δουλειά στον τόπο τους, να προικίσουν τις αδελφές τους. Και βέβαια κύρια για να γλιτώσουν από την πείνα, τη δυστυχία και την εκμετάλλευση που βασίλευαν στην πατρίδα τους. Δεν ήξεραν όμως συνήθως τι τους περίμενε εκεί. Μετανάστες από όλη τη χώρα ελεύθερη ή μη κατέφθαναν με τα πόδια από τον τόπο τους στα λιμάνια αναχώρησης (Πειραιά ή Πάτρα) και αντίκριζοντας για πρώτη φορά θάλασσα και βαπόρια.
Μεταφορές ... Φορτίων
Μέχρι το 1907 το ελληνικό μεταναστευτικό κύμα προς την Αμερική το διακινούσαν ξένες ατμοπλοϊκές εταιρίες. Από το 1908 και έως το 1937 η «Εθνική Ατμοπλοία της Ελλάδος» των αδελφών Εμπειρίκου, κυριάρχησε στο χώρο της μεταφοράς των μεταναστών προς την αμερικανική ήπειρο. Με εξασφαλισμένα φορτία 30 έως 45 χιλιάδων μεταναστών ετησίως δημιούργησε ένα στόλο 10 υπερωκεανίων που εκτελούσαν τα δρομολόγια προς την βόρεια αμερικανική ήπειρο.
Αν κρίνουμε από τις «φρικτές» συνθήκες διαβίωσης κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, στα μεταναστευτικά υπερωκεάνια, ιδιαίτερα εκείνα της πρώτης περιόδου (1907-1937), οι μετανάστες θεωρούνταν «φορτίο». Αρκεί να σκεφτούμε ότι πλοία μόλις 5-6 χιλιάδων τόνων, μετέφεραν έως 1.200-1.300 επιβάτες, σε ταξίδια που συχνά ξεπερνούσαν τις 20-22 ημέρες. Οι δοκιμασίες των φτωχών μεταναστών, οι οποίοι ελάχιστα νοιάζονταν για ανέσεις, που ποτέ άλλωστε δεν είχαν γευτεί, άρχιζαν πολύ πριν το ταξίδι. Οι περισσότεροι αγνοούσαν τις μεγάλες δυσκολίες που τους περίμεναν στο Νέο Κόσμο, τον οποίο εκατοντάδες μεσίτες μετανάστευσης παρουσίαζαν ως νέα Γη της Επαγγελίας. Με την ελπίδα λοιπόν ότι στην ξένη χώρα θα αποκτήσουν ό,τι χρειάζονται για να επιστρέψουν εφοδιασμένοι για μια καλύτερη ζωή, αγωνίζονταν να πάρουν την πολυπόθητη άδεια μετανάστευσης για την Αμερική. Όσοι τα κατάφερναν, πριν την επιβίβαση στο πλοίο, υποβάλλονταν σε ξεψείριασμα και εμβολιασμό.
Οι μετανάστες «πακετάρονταν» κυριολεκτικά στους χώρους κάτω από το κυρίως κατάστρωμα σε απελπιστικά στενούς χώρους. Τα διάφορα κράτη άργησαν να θεσπίσουν διατάξεις για τη σωστή μεταφορά των επιβατών, με αποτέλεσμα οι ατμοπλοϊκές εταιρίες που εκμεταλλεύονταν τα υπερωκεάνια να «οργιάζουν» εις βάρος των άτυχων μεταναστών. Ένας αμερικανικός νόμος που ψηφίστηκε το 1882 και σκοπό είχε να προστατεύσει κυρίως τους επιβάτες της τρίτης θέσης, προέβλεπε ότι κάθε επιβάτης δεν μπορούσε να έχει στη διάθεσή του λιγότερα από 100 κυβικά πόδια (2,83 κυβ. μέτρα) ή αν έμενε σε χώρο κάτω από δύο καταστρώματα, 120 κυβ. πόδια (3,40 κυβ. μέτρα). Δύο παιδιά κάτω από οκτώ ετών υπολογίζονταν για ένας επιβάτης. Αν ο ισχνός αυτός χώρος δεν διατίθετο, ο πλοίαρχος του πλοίου έπρεπε να πληρώσει πρόστιμο πενήντα δολαρίων για κάθε επιβάτη. Σημειώνουμε ότι ποτέ δεν έγινε σχετικός έλεγχος από τις αρμόδιες αρχές και πουθενά δεν αναφέρεται να επιβλήθηκε ποτέ σχετικό πρόστιμο. Οι χώροι της τρίτης θέσης ήταν κυριολεκτικά «πακεταρισμένοι» με σειρές από σιδερένια ή ξύλινα διώροφα κρεβάτια. Κάθε κρεβάτι είχε έξι πόδια (1,88 μέτρα) μάκρος και δύο πόδια (0,61 μέτρα) πλάτος, με μόνο 30 ίντσες (0,762 μ.) ύψος ανάμεσα στα κρεβάτια για κάθε επιβάτη, δηλαδή αντιστοιχούσαν συνολικά τριάντα κυβικά πόδια (0,84 κυβ. μ.) έχοντας τις διαστάσεις από δύο... φέρετρα.
Στο κλειστοφοβικό αυτό διπλό «φέρετρο», ο μετανάστης έπρεπε να περάσει όλες τις ώρες, μέρα ή νύχτα. εκεί να ζει, να κοιμάται, να ησυχάζει, να ντύνεται. Δεν υπήρχαν καρέκλες ή σκαμνιά, ούτε τραπέζι. Οι αποσκευές, τα ρούχα, τα σκεύη του φαγητού και όλα τα υπάρχοντά του, αν σκεφθούμε μάλιστα ότι πολλοί μετακόμιζαν για πάντα, έπρεπε να βολευτούν κατά κάποιο τρόπο ανάμεσα στα στενά αυτά κρεβάτια. Ο διαχωρισμός των γυναικών επιβατών ήταν αδύνατος. Στην προσπάθειά τους για κάποια απομόνωση οι γυναίκες κρεμούσαν τα ρούχα τους γύρω από τα κρεβάτια τους προκειμένου να δημιουργήσουν κάποιο υποτυπώδες παραπέτασμα. Ο νόμος προέβλεπε καθημερινή ιατρική επίσκεψη στη διάρκεια του ταξιδιού. Οι μετανάστες θα έπρεπε να μπαίνουν στη γραμμή και να περάσουν από τους γιατρούς του πλοίου. Ο κανονισμός δεν εφαρμόσθηκε ποτέ. Η καθημερινή επιθεώρηση επιβεβαιώνονταν από ειδικές κάρτες που έπρεπε να τρυπηθούν από τον εποπτεύοντα γιατρό. Συνήθως όμως, τις κάρτες τρυπούσε έξι-επτά φορές σε κάθε επίσκεψη, κάποιος «εξυπηρετικός θαλαμηπόλος», γα να μη στέκονται όλοι οι μετανάστες κάθε φορά στην ουρά, πράγμα που βόλευε τόσο τους ίδιους όσο και τους γιατρούς.
Σε κάθε επιβάτη δινόταν με την επιβίβασή του στο πλοίο ένα κουτάλι, ένα πιρούνι και μία τενεκεδένια καραβάνα. Όταν αναγγελλόταν το πρωινό, συνήθως στις επτά παρά τέταρτο, όλοι στριμώχνονταν στο χώρο της διανομής καθώς δεν υπήρχε ειδική τραπεζαρία παρά μονάχα ένας χώρος σε κάποια άκρη με λίγα τραπέζια και μερικούς πάγκους, όπου συνήθως κάθονταν οι γυναίκες και τα παιδιά. Οι άνδρες έπρεπε να περάσουν από τους πάγκους του σερβιρίσματος, κρατώντας τις καραβάνες και μετά να βρουν κάποιο χώρο για να φάνε ή να βγουν στο ανοιχτό κατάστρωμα. Οι γυναίκες - επιβάτες τότε βρίσκανε την ευκαιρία να ντυθούν, καθώς άδειαζαν τα διαμερίσματα πριν από το πρωινό, με αποτέλεσμα να φθάνουν αργά ή να μην προλαβαίνουν καθόλου τη διανομή. Στις ρεκλάμες των πρακτορείων που εκδίδανε τα εισιτήρια, το φαγητό περιγραφόταν ως υγιεινό και θρεπτικό. Στην πραγματικότητα όμως, ήταν τόσο κακομαγειρεμένο που σχεδόν δεν τρωγόταν. Συνήθως το μισό φαγητό που ετοιμαζόταν για τους μετανάστες κατέληγε τροφή για τα ψάρια του ωκεανού. Οι επιβάτες μπορούσαν να αγοράσουν από την καντίνα του θαλαμηπόλου κάτι γα να συμπληρώσουν το φαγητό τους, πράγμα που έκανε την ποιότητα του φαγητού χειρότερη, προκειμένου να αυξηθεί ο τζίρος της καντίνας.
Φθάνοντας στη Γή της Επαγγελίας
Στην είσοδο ακριβώς των εκβολών του ποταμού Hudson μόλις μέσα από τα Narrows, στο Clifton, του Staten Island ήταν η «Καραντίνα», ο δημόσιος υγειονομικός σταθμός ελέγχου. Καθώς το πλοίο αγκυροβολούσε εκεί, το περικύκλωνε ένας στολίσκος από μικρά πλοία. Οι άνδρες της υπηρεσίας Αλλοδαπών και της Δημόσιας Υγείας, ανέβαιναν στο πλοίο και περνούσαν γρήγορα από τους χώρους της πρώτης και της δεύτερης θέσεως σε μια βιαστική επιθεώρηση των επιβατών των θέσεων αυτών. Στη συνέχεια κατέβαιναν στα ... ευώδη διαμερίσματα, όπου βρίσκονταν οι επιβάτες της τρίτης θέσεως για το πιο χρονοβόρο μέρος της δουλειάς τους, προκειμένου να εξετάσουν κάθε επιβάτη.
Η μέρα των μεταναστών μόλις άρχιζε. Ύστερα από μια ατελείωτη αναμονή στο πλοίο προκειμένου να τελειώσουν οι έλεγχοι, άρχιζαν να κατεβαίνουν επιτέλους τη σκάλα του πλοίου, φορτωμένοι με τις αποσκευές τους. Έτσι παραφορτωμένοι κατευθύνονταν στις βάρκες της Υπηρεσίας Αλλοδαπών που τους περίμεναν για να τους μεταφέρουν στο περίφημο Ellis Island, νησί ελπίδων και αγωνίας, νησί ολοκλήρωσης πόθων και ματαίωσης ονείρων. Εκεί μέσα στις πολύβουες στοές του γραφείου απογραφής, οι μετανάστες υποβάλλονταν στην τελική δοκιμασία. Οι περισσότεροι περνούσαν τον έλεγχο και ξεχνούσαν τις ταλαιπωρίες του ταξιδιού.
Όμως οι άρρωστοι, όσοι δεν είχαν συγγενείς ή φίλους στην Αμερική, και όσοι ακόμη δεν φαινόντουσαν αρκετά γεροί για να δουλέψουν στις σιδηροδρομικές γραμμές, στα μεταλλεία και τόσες άλλες βαριές δουλειές και τέλος όσοι θεωρούνταν ύποπτοι για τη δημόσια τάξη υποχρεωνόταν να γυρίσουν στο πλοίο και παραδινόταν στην ατμοπλοϊκή εταιρία για επαναπατρισμό. Δράματα ζωής και θανάτου παίχθηκαν μέσα στις αίθουσες όπου γινόταν η εξέταση των μεταναστών ή πίσω από τα κάγκελα των κρατητηρίων όπου έμεναν όσοι επρόκειτο να απελαθούν στον τόπο της προελεύσής τους. Από το 1903 μέχρι το 1908 απαγορεύτηκε η είσοδος περίπου σε 3.500 μετανάστες. Έτσι και στην Αμερική υπήρξε κατ΄ ανάγκη η λαθραία και παράνομη αποβίβαση και μάλιστα σε μεγάλη έκταση.
Οι μετανάστες, ύστερα από τις ατελείωτες αυτές ταλαιπωρίες πατούσαν επιτέλους το έδαφος της νέας Γης της Επαγγελίας, όπου άλλου είδους περιπέτειες άρχιζαν γι΄ αυτούς. Οι περισσότεροι νεοαφιχθέντες έμεναν για λίγο στη Νέα Υόρκη. Εκεί υπήρχαν μικρά ξενοδοχεία και μικρομάγαζα Ελλήνων ιδιοκτητών, οι οποίοι τους υποδέχονταν όταν ξεμπαρκάριζαν από τα σκάφη που τους έφερναν στο νότιο τμήμα του Μανχάταν από το Έλις Άιλαντ. Ήταν ακριβή η πόλη και οι περισσότεροι είχαν λιγότερα από τριάντα δολάρια στην τσέπη τους. Βιάζονταν λοιπόν να συνεχίσουν το ταξίδι τους.
Η αναζήτηση στέγης και εργασίας. Οι συνθήκες διαβίωσης
Στις αρχές του 20ου αιώνα περίπου ένας στους επτά μετανάστες παρέμενε στη Νέα Υόρκη, που είχε το 1910 πάνω από 12.000 Έλληνες. Οι υπόλοιποι συνέχιζαν την πορεία τους στην τεράστια αμερικανική ενδοχώρα.
Μπορούμε να διακρίνουμε τρεις κύριους προορισμούς των Ελλήνων μεταναστών της εποχής εκείνης: τις Δυτικές Πολιτείες, τις βιομηχανικές πόλεις της Νέας Αγγλίας και τις μεγάλες πόλεις του Βορρά, ειδικά στη Νέα Υόρκη και το Σικάγο.
Η πρώτη μεγάλη ομάδα Ελλήνων που έφτασε στις Δυτικές Πολιτείες χρησιμοποιήθηκε σαν απεργοσπαστικός μηχανισμός. Μια απεργία ανθρακωρύχων της Utah το 1903 έσπασε από Έλληνες που μεταφέρθηκαν εκεί από τις Ανατολικές Πολιτείες για το σκοπό αυτό. Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρχαν τουλάχιστον 50.000 Έλληνες εργάτες στα ορυχεία και στις σιδηροδρομικές γραμμές των Δυτικών Πολιτειών, ενώ οι εργάτες σιδηροδρόμων είχαν συγκεντρωθεί κυρίως στην Καλιφόρνια, όπου το 1910 το ποσοστό Ελλήνων στο συνολικό πληθυσμό ήταν μεγαλύτερο από οποιασδήποτε άλλης Πολιτείας.
Η ζωή των Ελλήνων στις βιομηχανικές αυτές πόλεις ήταν στερημένη. Μια και ο σκοπός τους ήταν να εξοικονομήσουν όσο το δυνατόν περισσότερα χρήματα για να τα στείλουν πίσω στην Ελλάδα, ζούσαν πολύ λιτά. Ήταν συνηθισμένο φαινόμενο για έξι άτομα να νοικιάζουν ένα διαμέρισμα και να μοιράζονται τα έξοδα, χωρίς σωστή διατροφή ή στοιχειώδεις κανόνες υγιεινής. Γιαυτό και η φυματίωση ήταν πολύ συνηθισμένη. Οι συνθήκες της ζωής τους ήταν άθλιες. Η φυματίωση εθέριζε. Υπέμεναν όμως τα πάντα προκειμένου να εξασφαλίσουν το γυρισμό τους στην πατρίδα, με κάποια άνεση και είναι γνωστό ότι πολλοί δεν γύρισαν πολύ πλουσιότεροι απ΄ ό,τι έφυγαν. Τα πράγματα γίνονταν ακόμη χειρότερα, λόγω της δεδομένης εχθρικής υποδοχής που επιφύλασσαν στους Έλληνες μετανάστες, οι μετανάστες άλλων εθνικοτήτων ή και οι ίδιοι οι Αμερικανοί εργάτες.
Αλλά και οι εργάτες των ορυχείων ή των σιδηροδρομικών έργων δεν είχαν καλύτερη τύχη. Στις γραμμές οι εργάτες κατοικούσαν στα παληά βαγόνια, τα οποία τους "παρέχουν" οι εταιρείες, ή σε ξύλινες καλύβες, κατασκευαζμένες για αυτούς στα εργατικά στρατόπεδα, ισχύει δε και εκεί όπως στις πόλεις το κοινοβιακό σύστημα. Τέλος για τα παιδιά που προορίζονταν για λούστροι ή μικροπωλητές επιφυλλάσονταν τα υπόγεια διαμερίσματα των πόλεων, χωρίς καμμία συνθήκη υγιεινής, με ελάχιστη τροφή και εξαντλητικό ωράριο εργασίας.
Τις περισσότερες φορές έμεναν νηστικά όλη την ημέρα και έτρωγαν μόνο το βράδυ όταν επέστρεφαν στα δωμάτια τους. Τα πράγματα ήταν ακόμη χειρότερα για τα παιδιά που δούλευαν στα στιλβωτήρια. Σε μερικά δωμάτια ήταν αραδιασμένα το ένα πλάι στο άλλο δύο ή τρία κρεβάτια στα οποία έπεφταν από τρία ή τέσσερα παιδιά. Σε άλλα δωμάτια δεν υπήρχαν κρεβάτια και τα παιδιά εκοιμούντο στο πάτωμα. Όταν η κατοικία τους ήταν σε μεγάλη απόσταση από το κέντρο (ως συνήθως) ξυπνούσαν στις 4.30 το πρωί. Πάντοτε έμεναν στην εργασία τους μέχρι τις 9.30 και 10 τη νύχτα... Μετά το κλείσιμο των στιλβωτηρίων, έμεναν για να καθαρίσουν τα μάρμαρα, να σφουγγαρίσουν τα πατώματα και να ξεσκονίσουν τις καρέκλες. Τις περισσότερες φορές όμως οι εργοδότες έδιναν μόνο τυρί, ελιές και ξερό ψωμί. Τη νύχτα ήταν τόσο εξαντλημένα, ώστε έπεφταν συχνά στο κρεβάτι χωρίς να ξεντυθούν (αφού είχαν κάνει μια και περισσότερη ώρα δρόμο με τα πόδια). Τα στιλβωτήρια έμεναν ανοιχτά κάθε μέρα της εβδομάδος και τις Κυριακές και τις γιορτές.
Η ζωή που περίμενε, στο νέο περιβάλλον τους μετανάστες, δεν έμοιαζε καθόλου μ΄ αυτήν που περιγράφανε στους αγρότες στην Ελλάδα, οι πράκτορες των ατμοπλοϊκών εταιρειών και των εκμισθωτών εργασίας για τους τόπους δουλειάς στην Αμερική. Καθώς πήγαιναν στην Αμερική με πρόθεση να μείνουν προσωρινά, πολλοί αρνιόντουσαν να μάθουν την αγγλική γλώσσα και καθώς ήσαν και ανειδίκευτοι, δεν τους απέμεινε παρά να δουλέψουν στα μεταλλεία ή στους σιδηροδρόμους ενώ πολλοί εκδηλώνοντας το "επιχειρηματικό δαιμόνιο του έλληνα", έστηναν καροτσάκια πουλώντας λαχανικά ή φρούτα κ.λ.π. στους δρόμους. Σύμφωνα με μια έκθεση το 1901 υπήρχαν 1500 περίπου πλανόδιοι πωλητές στη Νέα Υόρκη.
και οι ...προστάτες
Στην ιστορία του ελληνισμού υπάρχουν πολλές σκοτεινές σελίδες εκμετάλλευσης, το επαίσχυντο περιεχόμενο πολλών απ΄ αυτές τις σελίδες γράφτηκε από τους ίδιους τους Έλληνες, εκείνους που κατατρέχουν τους συντρόφους τους μετανάστες. Αρκετοί ανάμεσά τους (Έλληνες μετανάστες), έχοντας υπερνικήσει τα πρώτα εμπόδια, αντί να προσπαθήσουν να εξυπηρετήσουν τους συμπατριώτες τους, εκμεταλλεύτηκαν την απειρία και την αμάθειά τους σε τέτοιο αποκρουστικό βαθμό που ήταν απαραίτητη η επέμβαση των αμερικανικών αρχών να σταματήσουν την εκμετάλλευση των αθώων θυμάτων. Κανένα άλλο αδίκημα δε χτύπησε τόσο βαθιά την ελληνοαμερικανική κοινότητα στα πρώτα της χρόνια και δεν είχε τόσο ζημιογόνο αποτέλεσμα στην αμερικανική κοινή γνώμη και στις κυβερνητικές αρχές όσον αφορά το ελληνικό όνομα και την ελληνική μετανάστευση στην Αμερική, όσο το σύστημα των προστατών (Patrone). Το σύστημα ήταν διαδεδομένο ανάμεσα στους μετανάστες που είχαν λίγη ή καμία γνώση της αγγλικής γλώσσας.
Το σύστημα εκμετάλλευσης από τους «Πατρόνους» είχε πρωτοεμφανιστεί από Ιταλούς αφέντες στη σιδηροδρομική βιομηχανία. Στην ουσία, οι Πατρόνοι ήταν εργολάβοι στους οποίους οι νεοφερμένοι, που ήξεραν πολύ λίγο τη γλώσσα και τις συνθήκες εργασίας, στηρίζονταν για εργασία (απασχόληση). Μερικές φορές οι Πατρόνοι τους εξασφάλιζαν δωμάτιο και ένα συμφωνημένο ποσό ως μισθό, που σήμαινε ότι τροφή και οτιδήποτε έπαιρνε ο εργάτης επιπλέον απ΄ αυτό το ποσό ανήκε σ΄ αυτόν, δηλαδή τον Πατρόνο.
Από το 1900 οι Έλληνες «αφεντικά» υιοθέτησαν το σύστημα των Πατρόνων και το επεξέτειναν. Τα πρώτα θύματα ήταν κυρίως οι μικροπωλητές λουλουδιών και, σε μικρότερη έκταση, οι πωλητές φρούτων και γλυκών στους δρόμους της Ν. Υόρκης. Ήταν εφοδιασμένοι με χειράμαξες και με το εμπόρευμα της ημέρας. Το βράδυ επέστρεφαν τα καροτσάκια και τις εισπράξεις στο «αφεντικό». Στην αρχή το σύστημα περιοριζόταν στους μεσήλικες Έλληνες μετανάστες αλλά μετά το 1900 επεκτάθηκε και συμπεριέλαβε αγόρια ηλικίας 14-20.
Αυτά τα αγόρια έκλειναν συνήθως συμβόλαιο στην Ελλάδα. Το συμβόλαιο το υπέγραφαν τα αγόρια και οι γονείς τους, λίγοι από τους οποίους ήξεραν το αληθινό νόημα της συμφωνίας. Ο Πατρόνος πλήρωνε τη μετάβαση στις Ηνωμένες Πολιτείες και γιαυτό ήταν υποχρεωμένοι να δουλεύουν γι΄ αυτόν για χρόνια. Ήταν μια μορφή δουλείας με συμβόλαιο.
Σαν επίλογος
Προς δόξαν της ελληνικής εποποιείας "America, America" οποιαδήποτε ομοιότητα με σημερινά γεγονότα, πρόσωπα ή καταστάσεις είναι "ατυχής". Κάθε σύγκριση δε επιτρεπτή.
* Το κείμενο αυτό γράφτηκε πριν 4 χρόνια κατόπιν "παραγγελίας" γνωστού περιοδικού "κοινωνικού προβληματισμού". Η προτίμηση των συντακτών του περιοδικού οφειλόταν σε παληότερα κείμενά μου για τη μετανάστευση που απετέλεσε και αντικείμενο πτυχιακής εργασίας μου στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο. Η δημοσίευση του κειμένου στο περιοδικό απετράπη άρδην άμα τη αναγνώσει των "αντιπατριωτικών" του μηνυμάτων.
Βιβλιογραφία:
- Οφείλω να αναφέρω ότι το άρθρο αυτό είναι στο κύριο μέρος του αναδημοσίευση εργασίας τριών φοιτητριών (Μπόραβου Βασιλική, Ταβελλάρη Σοφία, Τρώντσιου Ευαγγελία (1998 ) με θέμα "Η ελληνική μετανάστευση στις ΗΠΑ (1900-1925)".
-Σημαντική βιβλιογραφική πηγή απετέλεσε το βιβλίο "Συναξάρι του Αντρέα Κορδοπάτη" εκδόσεις ΑΓΡΑ,1992. Επίσης τα αφιερώματα της "Καθημερινής" "Επτά Ημέρες" 15/12/1996 και του "Οικονομικού Ταχυδρόμου" το 1997.
Συντάκτης Θ.