Κυριακή 20 Μαΐου 2012

Χάρντ και Χόλογουεη: Δημιουργώντας κοινό πλούτο και διαρρηγνύοντας τον καπιταλισμό - Μια διασταυρούμενη ανάγνωση

Αναδημοσίευση από Εφημερίδα Δράση
(Μέρος Ι)

Στο πρώτο μέρος της αλληλογραφίας τους, ο John Holloway και ο Michael Hardt συζητούν κάποια κοινά θέματα που έχουν προκύψει από τα πιο πρόσφατα βιβλία τους, τα οποία άπτονται της οργάνωσης, της δημοκρατίας και των θεσμών.



Ιούλιος 2010
Αγαπητέ John,
Κάτι που μου αρέσει στο «Crack Capitalism»i, το οποίο είναι κοινό και στο «Change the World Without Taking Power»ii, είναι ότι η επιχειρηματολογία του ιχνηλατεί τη γενεαλογία της εξέγερσης. Με άλλα λόγια, ξεκινάς με την αγανάκτηση, την οργή, το θυμό που οι άνθρωποι αισθάνονται, αλλά δεν σταματάς εκεί. Η επιχειρηματολογία σου οδηγεί την εξέγερση τόσο προς τη δημιουργική πρακτική όσο και προς τη θεωρητική έρευνα.

Από τη μία πλευρά, αν και η άρνηση είναι ουσιώδης, ίσως ακόμη και πρωταρχική στην επιχειρηματολογία σου, ιδιαίτερα η ρήξη ή η έξοδος από τις καπιταλιστικές κοινωνικές μορφές, κάθε καταστροφική δύναμη πρέπει να συνοδεύεται από μια δημιουργική, κάθε προσπάθεια να γκρεμίσουμε τον κόσμο γύρω μας πρέπει να αποσκοπεί, επίσης, στη δημιουργία ενός νέου. Επιπλέον, αυτές οι δύο διαδικασίες, η καταστροφική και η εποικοδομητική, δεν μπορούν να διαχωριστούν, αλλά είναι εντελώς ενσωματωμένες ή συνυφασμένες μεταξύ τους. Αυτός είναι ο λόγος, όπως λες, που δεν έχει νόημα να αναβάλουμε τη δημιουργία μιας νέας κοινωνίας μέχρι την πλήρη κατάρρευση ή κατεδάφιση της καπιταλιστικής κοινωνίας. Αντίθετα πρέπει να αγωνιστούμε τώρα να δημιουργήσουμε μια νέα κοινωνία μέσα στο κέλυφος της παλαιάς ή, μάλλον, στις ρωγμές της, στα διάκενά της.

Από την άλλη πλευρά, καταδεικνύεις πως η εξέγερση πρέπει να οδηγήσει όχι μόνο σε πρακτική αλλά και σε θεωρητική καινοτομία. Παρότι το βιβλίο σου αρχίζει παρουσιάζοντας συναισθηματικές καταστάσεις και περιπτώσεις πρακτικών αντίστασης, η κεντρική επιχειρηματολογία περιλαμβάνει μια εννοιολογική διερεύνηση, πολύ σημαντική κατά τη γνώμη μου, σχετικά με το ρόλο και τις δυνατότητες των παραγωγικών ικανοτήτων μας στην καπιταλιστική κοινωνία. Δε θέλω να θέσω ένα διαχωρισμό εδώ μεταξύ πρακτικής και θεωρίας. Στην πραγματικότητα, η επιχειρηματολογία σου προϋποθέτει ότι είναι πλήρως ενσωματωμένες ή συνυφασμένες. Για να αλλάξουμε τον κόσμο, πρέπει όχι μόνο να δράσουμε με διαφορετικό τρόπο, αλλά και να σκεφτούμε διαφορετικά, κάτι που απαιτεί να εργαστούμε πάνω στις έννοιες και μερικές φορές να επινοήσουμε νέες έννοιες.

Η κεντρική επιχειρηματολογία του βιβλίου, η οποία διακρίνει το πράττειν από την εργασία και προσδιορίζει την αφαίρεση ως πρωταρχική δύναμη της καπιταλιστικής κυριαρχίας, μου φαίνεται βαθιά μαρξιστική. Μπορεί να φαίνεται παράδοξο να το λέω αυτό, επειδή αντιπαραθέτεις προσεκτικά την επιχειρηματολογία σου με την ορθόδοξη μαρξιστική παράδοση, τοποθετούμενος σε σχέση με τα γραπτά του ίδιου του Μαρξ, μερικές φορές διευκρινίζοντας τι όντως λέει και αποδεικνύοντας πως αυτό έρχεται σε αντίθεση με την ορθόδοξη μαρξιστική παράδοση, και άλλες φορές προχωρώντας πέρα από τον Μαρξ. Παρόλο που η επιχειρηματολογία σου βρίσκεται πράγματι σε αντίθεση με την ορθόδοξη μαρξιστική παράδοση, διαβάζοντας τον Μαρξ ενάντια στο μαρξισμό και προχωρώντας πέρα από τον Μαρξ τοποθετείσαι στέρεα στο πλαίσιο (ή, ίσως καλύτερα, σε διάλογο) ενός ισχυρού ρεύματος αποκαλούμενου ετερόδοξη μαρξιστική παράδοση που έχει δραστηριοποιηθεί από το 1960. Αυτό είναι σαφώς εμφανές, για παράδειγμα, στο πλαίσιο του ισχυρισμού, κεντρικού στην επιχειρηματολογία σου σε αυτό το βιβλίο, ότι το πέρασμα προς την ελευθερία δεν έγκειται στην απελευθέρωση της εργασίας, όπως υποστήριξε η μαρξιστική ορθοδοξία και η σοβιετική ιδεολογία, αλλά στην απελευθέρωση από την εργασία. Βλέπω αυτό ως βασικό σύνθημα ή αρχή αυτής της ετερόδοξης παράδοσης.

Αυτό που προκύπτει για μένα είναι ότι ενώ τη δεκαετία του 1970 ο ορθόδοξος μαρξισμός ήταν όντως κυρίαρχος, ενισχυμένος από τους ιδεολόγους των διάφορων επίσημων κομμουνιστικών κομμάτων, σήμερα αυτή η γραμμή ερμηνείας είναι σχεδόν τελείως αναξιόπιστη. Αντίθετα, η μαρξιστική θεωρία σήμερα χαρακτηρίζεται κυρίως, κατά την άποψή μου, από αυτό που κάποτε ήταν η ετερόδοξη γραμμή, στης οποίας την ανάπτυξη συνέβαλες μαζί με τους συναδέλφους σου στη Διάσκεψη των Σοσιαλιστών Οικονομολόγων και σε συνεργασία με παρόμοιες τάσεις στην Ιταλία, τη Γερμανία και τη Γαλλία. Αυτό είναι καλό και κάνει τη μαρξιστική θεωρία σήμερα περισσότερο ενδιαφέρουσα και επίκαιρη.

Δε θέλω με αυτό να σε χαλιναγωγήσω εντός του μαρξισμού. Όπως και εσένα, λίγο με νοιάζει για το αν το έργο μου αποκαλείται μαρξιστικό ή όχι. Συχνά βρίσκω ότι μαρξιστές με κατηγορούν ότι δεν είμαι αρκετά μαρξιστής και μη-μαρξιστές ότι είμαι πάρα πολύ μαρξιστής. Τίποτε από αυτά δεν έχει σημασία για μένα. Αυτό που είναι σημαντικό, όμως, είναι το πόσο χρήσιμο βρίσκω το διάβασμα του έργου του Μαρξ και πόσο χρήσιμο είναι επίσης για σένα σε αυτό το βιβλίο.

Μια βαθιά και σημαντική αντήχηση της επιχειρηματολογίας σου σε αυτό το βιβλίο, που είναι κοινή με τα γραπτά του Μαρξ, βρίσκεται στην αναγνώριση της εργασίας (ή της ανθρώπινης παραγωγικής ικανότητας) ως τόπο τόσο της εκμετάλλευσής μας όσο και της δύναμής μας. Ορίζεις αυτή τη δυαδικότητα διακρίνοντας την εργασία (την οποία προσδιορίζεις ως παραγωγή σε ένα καθεστώς καπιταλιστικής αφαίρεσης) από το πράττειν (το οποίο μου φαίνεται παρόμοιο με την έννοια του Μαρξ «ζωντανή εργασία»). Από τη μία πλευρά, το κεφάλαιο χρειάζεται τις παραγωγικές ικανότητές μας και δεν θα μπορούσε να υπάρξει και να αναπαραχθεί χωρίς αυτές. Το κεφάλαιο, με άλλα λόγια, δεν μας καταπιέζει ή κυριαρχεί πάνω μας μόνο, αλλά μας εκμεταλλεύεται, κάτι που σημαίνει ότι πρέπει συνεχώς να προσπαθεί να εξημερώνει και να διοικεί τις παραγωγικές δυνάμεις μας μέσα στο περιορισμένο πλαίσιο του κοινωνικού συστήματός του. Σύμφωνα με την επιχειρηματολογία σου, αυτό επιτυγχάνεται κατά κύριο λόγο μέσω των διαδικασιών της αφαίρεσης. Από την άλλη πλευρά, οι παραγωγικές ικανότητές μας πάντα υπερβαίνουν το κεφάλαιο και είναι δυνητικά αυτόνομες από αυτό. Αυτή η ασυμμετρία είναι ζωτικής σημασίας: ενώ το κεφάλαιο δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς την εργασία μας, οι παραγωγικές ικανότητές μας μπορούν δυνητικά να υπάρχουν και να ευδοκιμούν χωρίς την καπιταλιστική οργάνωση. Πράγματι, όπως καταδεικνύεις, υπάρχουν πάντοτε αναρίθμητα παραδείγματα της παραγωγικής αυτονομίας μας μέσα στις ρωγμές ή τα διάκενα της καπιταλιστικής κοινωνίας. Αυτά είναι εξαιρετικά σημαντικά, αλλά δεν αρκούν. Το σχέδιό σου είναι η δημιουργία εναλλακτικών κοινωνικών δικτύων αυτόνομης παραγωγικής συνεργασίας που μπορούν, όπως είπα και προηγουμένως, να οικοδομήσουν μια κοινωνία της ελευθερίας μέσα από την καπιταλιστική κοινωνία.

Όπως διάβασα το «Crack Capitalism», μου φάνηκε ότι, ενώ το «Change the World» υιοθέτησε και επέκτεινε το σχέδιο για την κατάργηση του κράτους, ακόμη και την κατάργησή του στο μυαλό και τις πρακτικές μας, αυτό το βιβλίο λειτουργεί μέσω του σχεδίου της άρνησης της εργασίας – με την αντίληψη ότι κάθε εξέγερση ενάντια στο καπιταλιστικό καθεστώς εργασίας είναι επίσης, κατ' ανάγκη, ανάπτυξη των δικών μας αυτόνομων δυνατοτήτων του πράττειν, ότι η καταστροφή της κοινωνίας της εργασίας συνοδεύεται από τη δημιουργία μιας νέας κοινωνίας που βασίζεται σε μια διαφορετική αντίληψη της παραγωγής και της παραγωγικότητας.

Αυτό με οδηγεί σε μια πρώτη, αρχική ερώτηση. Γνωρίζουμε ότι το καπιταλιστικό καθεστώς εργασίας έχει εξαιρετικά ανεπτυγμένα συστήματα κοινωνικής οργάνωσης και συνεργασίας, τα οποία λειτουργούν μέσω της πειθαρχίας και του ελέγχου. Τα αναλύεις αυτά κατά κύριο λόγο μέσα από το πρίσμα της αφαίρεσης. Τα δεσπόζοντα εργατικά κινήματα, κυρίως τα βιομηχανικά συνδικάτα, έχουν επίσης αναπτύξει μορφές οργάνωσης και πειθαρχίας σε ένα είδος αντίπαλου δέους, αλλά, σύμφωνα με την ανάλυσή σου, κι αυτά, όπως και το καπιταλιστικό καθεστώς, είναι αφιερωμένα στην οργάνωση της αφηρημένης εργασίας. Νομίζω ότι καταλαβαίνω αυτή την κριτική και συμφωνώ με αυτή σε μεγάλο βαθμό, με την αίρεση, όπως λες, επικαλούμενος το εξαιρετικό βιβλίο του Karl Heinz Roth που εκδόθηκε το 1970, ότι πάντοτε υπάρχει επίσης ένα «άλλο» εργατικό κίνημα. Το ερώτημά μου, λοιπόν, είναι πώς μπορεί οι αυτόνομες παραγωγικές πρακτικές μας, το πράττειν μας, να οργανωθούν και να διατηρηθούν ως εναλλακτικές κοινωνικές μορφές; Νομίζω ότι θα συμφωνείς πως τα σχήματα συνεργασίας και συντονισμού μεταξύ των πρακτικών του πράττειν μας δεν είναι αυθόρμητα, αλλά πρέπει να οργανωθούν. Θα ήθελα να προσθέσω ότι πρέπει να δημιουργήσουμε θεσμούς κοινωνικής συνεργασίας, και θα μπορούσες να συμφωνήσεις με αυτό επίσης, εφόσον εξηγώ ότι με τον όρο θεσμούς εδώ δεν εννοώ μια γραφειοκρατική δομή, αλλά μάλλον, όπως οι ανθρωπολόγοι χρησιμοποιούν τον όρο, μια επαναλαμβανόμενη κοινωνική πρακτική, μια συνήθεια, που δομεί τις κοινωνικές σχέσεις. Τι θεσμούς έχουμε ήδη που εκπληρώνουν αυτόν το ρόλο και τι μπορούμε να αναπτύξουμε; Και, πιο συγκεκριμένα, ποια σχέση μπορεί να έχει αυτό με τις συνδικαλιστικές παραδόσεις; Το ζήτημα εδώ, φυσικά, δεν είναι να απορρίψουμε πλήρως τις παραδοσιακές οργανώσεις των εργατικών κινημάτων, αλλά, από ορισμένες απόψεις, να τις επεκτείνουμε και να τις μετασχηματίσουμε. Εδώ θα ήθελα να διερευνήσω τις καινοτομίες στη σύγχρονη οργάνωση της εργασίας που δείχνουν προς την κατεύθυνση της επιχειρηματολογίας σου. Μπορούμε να φανταστούμε στη θέση ενός παραδοσιακού εργατικού κινήματος μια ένωση ή συνδικάτο των πραττόντων ή, καλύτερα, έναν κοινωνικό θεσμό του πράττειν; Ποιοι θα ήταν οι μηχανισμοί της κοινωνικής συνεργασίας και οι δομές της οργάνωσης; Δεν είμαι σίγουρος ότι έχεις τις απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά, και δεν υποκρίνομαι, αλλά νομίζω ότι έχεις μερικούς τρόπους σκέψης για το πώς μπορούμε να αναπτύξουμε τις δομές και τους θεσμούς της κοινωνίας του πράττειν και αυτό είναι που θα ήθελα καταρχάς να κατευθύνει το διάλογό μας.
Ευχές,
Michael

*****

Δεκέμβριος 2010
Αγαπητέ Michael,
Σε ευχαριστώ πολύ για τα σχόλιά σου και για τη χροιά τους που μου φαίνεται σωστή: ισχυρή αίσθηση των κοινών ανησυχιών και κατευθύνσεών μας και επιθυμία να προχωρήσουμε μπροστά μέσω της εξερεύνησης των διαφορών μας. Αυτό αντικατοπτρίζει σε μεγάλο βαθμό αυτό που ένιωσα καθώς διάβαζα το «Commonwealth»iii: μια αίσθηση πολύ στενής εγγύτητας των ανησυχιών σου με τις δικές μου, ένα συναίσθημα ότι περπατάμε χέρι-χέρι, μερικές φορές πολύ κοντά, μερικές φορές τραβώντας προς διαφορετικές κατευθύνσεις, παράγοντας μια ακολουθία τρανταγμάτων θαυμασμού, ενθουσιασμού και αγανάκτησης.

Το ερώτημα που θέτεις στο τέλος της επιστολής σου είναι πολύ σωστό γιατί πέφτει κατευθείαν πάνω σε μία από τις κυριότερες ανησυχίες μου κατά την ανάγνωση του «Commonwealth»: το θέμα των θεσμών, το οποίο εσύ και ο Toni τονίζετε πολύ και το οποίο αναπτύσσεις ιδιαίτερα στο τελευταίο μέρος του βιβλίου.

Η έγνοια όλων μας, νομίζω, είναι η ίδια, αλλά η απάντηση που δίνουμε είναι μάλλον διαφορετική. Η ανησυχία που μοιραζόμαστε είναι: πώς μπορούμε να προχωρήσουμε μετά τις εκρήξεις της οργής; Το Αργεντινάσο πριν από σχεδόν δέκα χρόνια, όταν οι άνθρωποι στους δρόμους της Αργεντινής ανέτρεψαν τον έναν μετά τον άλλον πρόεδρο, με την ηχηρή κραυγή του «que se vayan todos» («να φύγουν όλοι»)· το κίνημα της εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης και οι μεγάλες διαδηλώσεις ενάντια στις συνόδους κορυφής στο Σιάτλ, το Κανκούν, τη Γένοβα, το Γκλένιγκλς, το Ροστόκ και αλλού· οι εκρήξεις οργής κατά τον τελευταίο χρόνο σε Ελλάδα, Γαλλία, Ιταλία, Βρετανία, Ιρλανδία, και τώρα που γράφω, στην Τυνησία, την Αίγυπτο, την Αλγερία. Σπουδαία. Επευφημούμε, χοροπηδάμε με ενθουσιασμό. Αλλά έπειτα τι; Πώς συνεχίζουμε; Και οι δύο συμφωνούμε ότι η οργή δεν επαρκεί, ότι πρέπει να υπάρξει μια θετική στιγμή. Και οι δύο συμφωνούμε ότι η απάντηση δεν είναι να οικοδομήσουμε το κόμμα και να κερδίσουμε τις επόμενες εκλογές ή να πάρουμε τον έλεγχο του κράτους. Αλλά, αν όχι αυτό, τότε τι; Η απάντηση που δίνεις είναι «Θεσμοποίηση. Δημιουργία θεσμικών οργάνων που θα δώσουν διάρκεια στα επιτεύγματα του κύματος της εξέγερσης». Και θέλω να πω «όχι, όχι, όχι, δεν είναι αυτός ο σωστός δρόμος, αυτό είναι μια επικίνδυνη πρόταση».

Δεν θέλω, βεβαίως, να παρωδήσω αυτό που λες, γιατί υπάρχει μεγάλη φροντίδα και οξύνοια στην επιχειρηματολογία σου. Στην επιστολή σου λες: «Θα ήθελα να προσθέσω ότι πρέπει να δημιουργήσουμε θεσμούς κοινωνικής συνεργασίας, και θα μπορούσες να συμφωνήσεις με αυτό επίσης, εφόσον εξηγώ ότι με τον όρο θεσμούς εδώ δεν εννοώ μια γραφειοκρατική δομή, αλλά μάλλον, όπως οι ανθρωπολόγοι χρησιμοποιούν τον όρο, μια επαναλαμβανόμενη κοινωνική πρακτική, μια συνήθεια, που δομεί τις κοινωνικές σχέσεις». Αλλά όχι, δεν συμφωνώ με αυτό, ακόμη και αν ληφθεί υπόψη η ευρεία αντίληψή σου για τους θεσμούς.

Γιατί δεν συμφωνώ; Πρώτον, επειδή αν και υποστηρίζεις μια ευρεία κατανόηση της θεσμοποίησης, ανοίγεις μια πόρτα ώστε η διάκριση μεταξύ των δύο εννοιών να γίνει ασαφής. Η επαναλαμβανόμενη κοινωνική πρακτική ολισθαίνει εύκολα σε μια γραφειοκρατική δομή και, εκτός εάν δημιουργήσεις μια πολύ σαφή διάκριση μεταξύ των δύο (με τη χρήση διαφορετικών λέξεων, για παράδειγμα), υπάρχει ο κίνδυνος να νομιμοποιήσεις αυτή την ολίσθηση. Στο βιβλίο, η διάκριση είναι σαφής κάποιες φορές, αλλά κάποιες άλλες φαίνεται να εξατμίζεται, όπως στην πρόταση, στη σελίδα 380, που προκαλεί έκπληξη και αμηχανία, ότι ο ΟΗΕ θα μπορούσε να παρέχει ένα παγκόσμιο εγγυημένο εισόδημα (ο νους παγώνει). Η θεσμοποίηση οδηγεί εύκολα σε κρατοκεντρικές πολιτικές - πώς αλλιώς θα μπορούσες ακόμη και να φανταστείς την επίτευξη μιας τέτοιας εγγύησης του ΟΗΕ;

Δεύτερον, διαφωνώ διότι θεσμοποίηση σημαίνει πάντα να προβάλλεις το παρόν στο μέλλον. Ακόμη και με την πλαδαρή έννοια μιας επαναλαμβανόμενης κοινωνικής πρακτικής, δημιουργεί την προσδοκία πως οι νέοι θα πρέπει να συμπεριφέρονται όπως οι γονείς τους (ή τα μεγαλύτερα αδέλφια τους). Αλλά όχι, δεν θα έπρεπε. «Αυτός δεν είναι ο σωστός τρόπος, πρέπει να κάνετε αυτό» είπαν οι βετεράνοι του 1968 στους φοιτητές, στη μεγάλη απεργία της UNAM το 2000, αλλά ευτυχώς (ή όχι) οι φοιτητές δεν έδωσαν καμία προσοχή. Η θεσμοποίηση είναι πάντα μια καθαγίαση της παράδοσης, έτσι δεν είναι; Και αυτό που έγραφε ο Toni χρόνια πριν ότι η παράδοση είναι εχθρός της ταξικής πάλης; Δεν θυμάμαι ακριβώς πού, αλλά θυμάμαι ότι η σκέψη αυτή ήταν θαυμάσια.

Τρίτον, η θεσμοποίηση δεν λειτουργεί, ή τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που υπάρχει πρόθεση να λειτουργήσει. Υπάρχει μια ροή αγώνα, μια κοινωνική ροή εξέγερσης (όπως ο φίλος μου Sergio Tischler το τοποθετεί) που δεν μπορεί να ελεγχθεί και που επανειλημμένα σαρώνει θεσμούς που έχουν επινοηθεί για να τη διοχετεύσουν σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Η αίσθησή μου είναι ότι δίνεις πολύ μεγάλο βάρος στους θεσμούς, στην αντίληψή σου για την κοινωνία. Μπορεί η αγάπη να θεσμοποιηθεί; Συμφωνώ απόλυτα με την τολμηρή αντίληψή σου για την επαναστατική δύναμη της αγάπης, αλλά τότε πρέπει να αναρωτηθείς, μπορεί η αγάπη να θεσμοποιηθεί; Σίγουρα όχι. Ακόμη κι αν λέμε ότι δεν μιλάμε για μια σύμβαση γάμου, αλλά απλώς για «μια επαναλαμβανόμενη κοινωνική πρακτική, μια συνήθεια», η εμπειρία όλων μας πιθανώς είναι ότι η αγάπη συνεχώς συγκρούεται με τη συνήθεια. Η αγάπη μπορεί να επιβιώσει στο πλαίσιο της επαναλαμβανόμενης κοινωνικής πρακτικής, αλλά μόνο αν κινείται συνεχώς εντός-ενάντια-και-πέρα από αυτήν.

Σκεφτείτε το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ, τον κύριο θεσμό που έχει προκύψει από το κίνημα της εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης. Δεν είμαι ιδιαίτερα αντίθετος με αυτό και νομίζω ότι μπορεί να προσφέρει ένα χρήσιμο και ευχάριστο χώρο συνάντησης, αλλά, σε αντίθεση με τις προθέσεις των περισσότερων συμμετεχόντων, τείνει να προωθήσει μια γραφειοκρατικοποίηση του κινήματος και σίγουρα δεν είναι το κλειδί για την επανάσταση.

Θεσμοποίηση (ευρεία ή στενή) σημαίνει προσπάθεια να τεθεί η ζωή πάνω σε σιδηροτροχιές ή σε λεωφόρους, ενώ εξέγερση είναι η συνεχής προσπάθεια για διάρρηξή τους, η ανακάλυψη νέων τρόπων να κάνουμε πράγματα. Η πρόταση για τη δημιουργία θεσμών, όπως το βλέπω εγώ, λέει ότι οι παλιοί δρόμοι για επανάσταση δεν λειτουργούν πλέον και πρέπει να δημιουργήσουμε νέους δρόμους για εκείνους που μας ακολουθούν, για να περπατήσουμε μαζί. Αλλά σίγουρα δεν είναι έτσι: η επανάσταση είναι πάντα μια διαδικασία δημιουργίας των δικών μας διαδρομών. Το «Se hace el camino al andar» («δημιουργούμε το δρόμο περπατώντας») αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της επαναστατικής διαδικασίας. Βλέπω την ίδια την ιδέα της θεσμοποίησης ως μια πτυχή της οργάνωσης της ανθρώπινης δραστηριότητας ως αφηρημένη εργασία, ακριβώς ό,τι αντιπαλεύουμε.

«Πάρα πολύ εύκολο», μπορείς να πεις και ασφαλώς θα είχες δίκιο. Δεν χρειάζεται κάποια μορφή κοινωνικής οργάνωσης; Βεβαίως, αλλά οι δικές μας μορφές οργάνωσης, οι μορφές οργάνωσης που δείχνουν προς μια διαφορετική κοινωνία, δεν μπορεί να θεωρούνται σταθερές. Έχουμε ιδέες και αρχές και εμπειρίες και κατευθύνσεις που είναι περισσότερο ή λιγότερο κοινές στα κινήματα ενάντια στον καπιταλισμό, αλλά δεδομένου ότι εμείς οι ίδιοι, οι πρακτικές και οι ιδέες μας είναι τόσο σημαδεμένες από την κοινωνία ενάντια στην οποία αγωνιζόμαστε, οι μορφές οργάνωσης δεν μπορεί παρά να είναι πειραματικές, μια διαδικασία κίνησης μέσω δοκιμών και λαθών και αναστοχασμού.

Αλλά δεν χρειάζεται μια συνάντηση των ρωγμών; Ναι, και νομίζω ότι αυτό είναι ένα θέμα που δεν έχει διερευνηθεί επαρκώς στο βιβλίο μου. Θα ήθελα να αναπτύξω περαιτέρω σε κάποιο σημείο το θέμα της συμβολής των ρωγμών, τόσο όσον αφορά το οραματικό φώτισμα των πυρκαγιών όσο και την πρακτική οργάνωση της συνεργασίας. Αλλά δύο πράγματα. Πιστεύω ότι ο θεσμικός τρόπος σκέψης είναι πιθανώς ένα εμπόδιο για να δούμε την πρακτική και τις δυνατότητες αυτής της συμβολής. Και δεύτερον, είναι σημαντικό να σκεφτούμε τη συμβολή ως μια διαρκώς πειραματική κίνηση από το συγκεκριμένο, όχι μια χαρτογράφηση του μέλλοντος που κινείται από την ολότητα, όπως νομίζω ότι είναι η τάση στο βιβλίο σου. Είμαστε στις ρωγμές και ωθούμε από εκεί. Το πρόβλημά μας είναι να διαρρήξουμε και να κινηθούμε παραπέρα, όχι να ανεγείρουμε ένα εναλλακτικό σύστημα διακυβέρνησης. Μπορούμε να προσπαθήσουμε να ακολουθούμε τις πρακτικές των υπαρχόντων κινημάτων, κριτικάροντάς τα και βλέποντας πώς η συμβολή επιτυγχάνεται ή όχι, αλλά δεν μπορούμε να θεσπίσουμε ένα μοντέλο για το μέλλον.

Η αξιοπρέπεια είναι ένας γρήγορος χορός, δείχνω στο βιβλίο. Αλλά η αμφιβολία που προκύπτει είναι ότι ίσως δεν είμαστε σε θέση για τέτοια ευκινησία. Ίσως είμαστε ικανοί μόνο για να κινούμαστε πιο αργά. Ίσως χρειαζόμαστε θεσμούς σαν πατερίτσες, έτσι ώστε να μπορούμε να στερεώνουμε κάθε βήμα που κάνουμε. Πιθανόν να είναι έτσι, αλλά ακόμη και τότε η μάθηση του περπατήματος είναι το πέταμα της πατερίτσας. Προδίδουμε τους εαυτούς μας αν δεν συνδέσουμε την ανατροπή με τη θεσμοποίηση. Αν πρέπει να θεσμοποιήσουμε, τότε θα πρέπει να ανατρέψουμε τους δικούς μας θεσμούς ταυτόχρονα. Αυτό είναι παρόμοιο με το ζήτημα της ταυτοποίησης. Στο «Change the World» δέχομαι ότι μπορεί μερικές φορές να είναι σημαντικό να επιβεβαιώσουμε την ταυτότητά μας, αλλά μόνο αν την ανατρέψουμε ή προχωρήσουμε πέρα από αυτήν ταυτόχρονα, και αυτό που εσύ και ο Toni λέτε στη δική σας συζήτηση περί ταυτότητας είναι παρόμοιο. Θεσμοποιώ-και-ανατρέπω, λοιπόν, είναι μια διατύπωση που θα έβρισκα πιο ελκυστική, αλλά και πάλι δεν μου αρέσει. Η θεσμοθέτηση μπορεί να είναι αναπόφευκτη μερικές φορές, αλλά στην ένταση μεταξύ θεσμοθέτησης και ανατροπής έχουμε ήδη λάβει θέση. Η σκέψη είναι ανατροπή. Σκέφτομαι σημαίνει προχωράω παραπέρα, όπως λέει ο Ernst Bloch - τον οποίο αναφέρεις πολλές φορές στο βιβλίο, αλλά ο Toni αλλού χαρακτηρίζει, ασυγχώρητα, ως αστικό φιλόσοφο (Antonio Negri, «Time for Revolution», 2003, σ.. 109).

Η δημοσίευση, φυσικά, είναι μια μορφή θεσμοποίησης και συμμετέχω ενεργά σε αυτήν. Δημοσιεύοντας τα επιχειρήματά μου, τους δίνω στερεότητα. Αλλά ίσως αυτή η ανταλλαγή επιστολών αποτελεί μια προσπάθεια των δυο μας να ανατρέψουμε αυτή τη θεσμικότητα: ο σκοπός δεν είναι να υπερασπιστούμε τις θέσεις που έχουμε λάβει, αλλά να προκαλέσουμε ο ένας τον άλλον για να προχωρήσουμε πέρα από όσα έχουμε ήδη γράψει.

Και στη συνέχεια, ένα αναπόφευκτο θέμα, αν μιλάμε για θεσμούς: τι μπορώ να πω για τον τίτλο του τελευταίου κεφαλαίου σου - «Κυβερνώντας την Επανάσταση»; Ένα τρομακτικό οξύμωρο; Μια σκληρή αυθάδης πρόκληση; Ή μήπως είναι μια σοβαρή πρόταση; Στο βαθμό που φαίνεται να είναι μια σοβαρή πρόταση, σίγουρα με προκαλεί και με τρομάζει. Αυτό που με αναστατώνει είναι ότι η φράση υποδηλώνει ένα διαχωρισμό μεταξύ διακυβέρνησης και επανάστασης, ενώ για μένα επανάσταση είναι η κατάργηση αυτού του διαχωρισμού. Το «κυβερνώντας την επανάσταση» αμέσως με κάνει να αναρωτηθώ ποιος, ποιος πρόκειται να την κυβερνήσει; Ακριβώς όπως η δήλωσή σου στη σελ. 377 ότι «οι άνθρωποι είναι εκπαιδεύσιμοι» με τρομάζει επίσης, για το ποιος πρόκειται να κάνει την εκπαίδευση; Ποιος θα κυβερνήσει την επανάσταση, ποιος θα εκπαιδεύσει τους ανθρώπους; Εάν λες ότι μιλάμε για αυτο-κυβέρνηση, τότε εντάξει, αλλά γιατί δεν μιλάμε τότε για τις οργανωτικές μορφές της αυτοδιάθεσης, κατανοώντας ότι αυτοδιάθεση σημαίνει μια διαδικασία αυτο-εκπαίδευσης, αυτο-μεταμόρφωσης; Αλλά αν αναδιατυπώσουμε το ζήτημα έτσι, τότε αμέσως πρέπει να πούμε ότι οι οργανωτικές μορφές της αυτοδιάθεσης είναι αυτο-καθορισμός και ως εκ τούτου δεν μπορεί να θεσμοποιηθεί.

Επίτρεψέ μου να ανοίξω ένα δεύτερο μέτωπο ανησυχίας. Δημοκρατία. Θέτεις στο κέντρο της συζήτησης για την επανάσταση την πάλη για τη δημοκρατία. Η κατάργηση του καπιταλισμού μπαίνει σε δεύτερη μοίρα, κατά κάποιον τρόπο, και αυτό με μπερδεύει. Διατυπώνεις την επιχειρηματολογία στο κεφάλαιο 5.3 όσον αφορά ένα πρόγραμμα για τη σωτηρία του κεφαλαίου και στη συνέχεια λες ότι δεν είναι ότι έχεις εγκαταλείψει την ιδέα της επανάστασης, αλλά ότι επεξεργάζεσαι μια διαφορετική αντίληψη της μετάβασης. Δεν έχω ξεκαθαρίσει τι εννοείς με αυτή τη διαφορετική αντίληψη της μετάβασης. Ακούγεται σχεδόν σαν ένα πρόγραμμα μεταβατικών διεκδικήσεων, ένα σχέδιο επίτευξης της αντι-καπιταλιστικής επανάστασης μέσω του αγώνα για μια δημοκρατία που ξέρουμε (αλλά δεν λέγεται ανοιχτά) ότι είναι ασυμβίβαστη με τον καπιταλισμό. Ο κίνδυνος είναι ότι όσο περισσότερο μιλάς για δημοκρατία και λιγότερο για τον καπιταλισμό, τόσο περισσότερο το συνολικό ζήτημα της επανάστασης ξεθωριάζει. Μου φαίνεται πολύ πιο απλό να ξεκινήσεις αντίστροφα, λέγοντας: ο καπιταλισμός είναι μια καταστροφή, πώς μπορούμε να απαλλαγούμε από αυτόν;

Η επιστολή αυτή είναι υπερβολικά μεγάλη. Υπαιτιότητά σου, φυσικά, λόγω της συγγραφής ενός τέτοιου διεγερτικού βιβλίου. Περιμένω τις απαντήσεις σου.
Τις καλύτερες ευχές μου,
John

---------------
1). John Holloway, Ρωγμές στον καπιταλισμό, μετάφραση Άννα Χόλογουεη, εκδόσεις Σαββάλας, 2011
2). John Holloway, Ας αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία, μετάφραση Άννα Χόλογουεη, εκδόσεις Σαββάλας, 2006
iiiMichael Hardt – Toni Negri, Commonwealth, Harvard Univercity Press, 2009

Ο John Holloway είναι καθηγητής στο Instituto de Ciencias Sociales y Humanidades του Benemerita Universidad Autonoma de Puebla στο Μεξικό.

Ο Michael Hardt είναι καθηγητής Λογοτεχνίας στο Duke University, στις ΗΠΑ, και έχει δημοσιεύσει πολλά βιβλία, συμπεριλαμβανομένων των «Empire» και «Commonwealth», μαζί με τον Antonio Negri.

Μετάφραση: Κ.Χ.
Πηγή: Shift Magazine, τεύχος 14

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για οποιαδήποτε πληροφορία ή ερώτηση στείλτε email στο dikaexarchion@gmail.com.