γράφει η Κική Μένου
Την εποχή που γράφει ο Μπωντλαίρ η Τέχνη μένει σε καλά δωμάτια κλειστά, γιατί ο κόσμος με την διαφθορά του και τον ξεπεσμό του θα την σπάσει. Δεν έχει έρθει ακόμα η ώρα ο ποιητής να ανοίξει την πόρτα για να μπουν τα φώτα της λαικής τέχνης και γλώσσας. Δεν έχει έρθει ακόμα η ώρα οι «από κάτω» να διεκδικήσουν τον χώρο που τους αναλογεί στην παιδεία, τη γνώση, την Τέχνη, είτε ως δημιουργοί, είτε ώς βασικοί αναπαραγωγοί των αρχών που διέπουν αυτά τα πεδία του ανθρώπινου πνεύματος.
Οι αναθυμιάσεις του καλοκαιριού στροβιλίζονται. Αρχίζουμε να μυρίζουμε το καρπούζι στα πλαινά των χειλιών μας, να γλύφουμε το αλάτι από τα μαλλιά και το κορμί, να μπλέκουμε τα δαχτυλάκια των ποδιών μας εκεί που σκάει το κύμα στη γραμμή του ορίζοντα του δύοντος ηλίου…Εκεί κάπου ανάμεσα στο χαμογελαστό ξύπνημα και στη μεσημεριανή ραστώνη ένα βιβλίο συντροφεύει την άπειρη ύπαρξη μας, ένα τραγούδι, ένα ποίημα.
Το καλοκαίρι είναι έτοιμο να δημιουργήσει ακόμα ένα μεγάλο Ταξίδι ή να θυμηθεί ένα Ταξίδι που δεν έγινε ποτέ, πάντα για κάποιο λόγο. Το πιο ουσιαστικό όμως, του ταξιδιού είναι η φυγή. Εκεί γύρω στροβιλίζεται όλη η ύπαρξη μας, γύρω από τη μικρή ή γιατί όχι και την πιο μεγάλη φυγή. Οι ποιητές, οι πιο ευαίσθητες υπάρξεις του πεπερασμένου τούτου κόσμου, με τα μελανισμένα άκρα τους το έχουν αντιληφθεί αυτό, πολύ πριν ο πρώτος μισθωτός αναφωνήσει «έχω δικαίωμα στις διακοπές». Τυραννισμένες ψυχές μέσα στον αχό αυτού του κόσμου, οι ποιητές αντιλαμβάνονται πριν από εμάς, για εμάς, το πόσο αναγκαίο είναι το «αναπόδραστο της φυγής» και τότε το κάνουν Λέξη, Ρυθμό, Ιστορία.
Δάσκαλος αυτής της επιθυμίας ο γλυκόπικρος Μπωντλαίρ που καταφέρνει να αντιλαμβάνεται τον άνθρωπο «που βλέπει γύρω του τα όρια της παράδοσης να γκρεμίζονται», και που «βασίζεται σε μία αίσθηση πως μία άβυσσος ανοίγεται μπροστά του…»[1], βλέπει την αγωνία του χάους στην καθημερινή υπόσταση.
Αυτός ο δάνδης της Δεύτερης Γαλλικής Αυτοκρατορίας, μαθητής του ρομαντισμού, όμως και αγκάθι του, διότι ξεπερνάει τα εσκαμμένα του καθωσπρεπισμού του, καταφέρνει να δώσει στην ποιητική Λέξη μία εικονοποιία μεστή, γεμάτη από αντιθέσεις και ειρωνική αίσθηση. Καθώς ο νεολαίος Σαρλ τριγυρνά στο ακμαίο και πολύβουο Παρίσι, αρνείται να δεχθεί τη «ανάπτυξη» που γεμίζει με φυλλάδες τους δρόμους της πόλης του φωτός και τα καλοκαιρινά σαλόνια των Κυριών, την ίδια αυτή «ανάπτυξη» που επιφέρει ο καπιταλισμός με αντίτιμο την αλλοτρίωση της εργατικής τάξης και των λούμπενοποιημένων κομματιών της κοινωνίας, που χαζεύουν λιγομένοι μια ομορφιά και μια ευχέρεια που δε θα έχουνε ποτέ. Εκεί ο ποιητής για να αντέξει αυτή τη βίαιη κοινωνική σύγκρουση που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια του, επιλέγει τη Φυγή. Φυγή για πού, πώς και γιατί; Ο Σάρλ παιδί της τότε αστικοποίησης της κοινωνίας, δεν αντέχει μία πραγματική φυγή στις γραμμές των οριζόντων (θα μιλήσουμε παρακάτω γι’ αυτές). Αδυνατεί να φανταστεί το μέλλον εκτός Παρισιού, γι’ αυτό και γίνεται ο μεγαλύτερος σκωπτικός κριτικός του.
Αν ο Μπωνλαίρ θέλει να φύγει από το άδοξο σήμερα, το κάνει με την Ποίηση του. Αυτά είναι τα εργαλεία του και τα γιατροσόφια του. Γυρνά στη Μούσα του για να γλύψει τις πληγές που του δημιουργεί η κοινωνία. «Είναι με την ποίηση και μέσα από την ποίηση [...] που η ψυχή ξεκρίνει την κάθε λαμπρότητα που υπάρχει πέρα από τον τάφο»[2]. Ο Μπωντλαίρ αγαπά τη θάλασσα αλλά ποτέ δεν άντεξε τον παφλασμό της, λατρεύει τον εξωτισμό, αλλά δεν κουνήθηκε από τη γενέτειρά του. Μας τα λέει άλλωστε όλα μέσα από την ποίησή του στο εξαιρετικό «Ultima», «Βρέχει. Ονειρεύομαι. Θαρρώ πλατάνι ναν τη σκέπει στο δρόμο εκεί να ορθώνεται, στο φως μια προτομή μαρμαρινή. Τ’ αδέρφι μου τη βλέπει διαβαίνοντας και μουρμουρίζει. “Αυτός”. Θα ’χεις πολύ, αδερφέ, αγαπήσει μόλους και νησιά τη θάλασσα περισσότερο τ’ αγέρι, εγώ τα ωραία τραγούδια , τα βιβλία, τη μοναξιά. Μα θα ’χουμε και οι δυό τόσο υποφέρει»[3].
Αυτό θα γίνει πολύ αργότερα και δεν έχει νόημα το πώς, αλλά το ότι ο πυρήνας της πρόσληψης μας για Φυγή δεν εκλείπει ούτε το 1933, όταν ο κακομούτσουνος Κόλιας θα εκδώσει την συλλογή Μαραμπού. Ο Καββαδίας, παιδί της εποχής του, για να φτιάξει προσωπικό στύλ πρέπει να αναμετρηθεί με τα όρια του Καρυωτακισμού. Μέσα από αυτή τη διαδικασία έρχεται αναγκαστικά σε επαφή με τους «άδοξους ποιητές», ανάμεσα σε αυτούς και ο Μπωντλαίρ. Θα ενσωματώσει πολλά στοιχεία της ποίησης του Γάλλου στο έργο του ξεκινώντας με τα μοτίβα (πόρνες, γάτες, άλμπαντρος, πίπα), μέχρι και τα θέματα όπως γυναίκα, θάνατος, φυγή. Μόνο που ο Κόλιας αυτή τη φυγή την έχει κάνει γονιδίωμα του, άλλωστε «μια τσιμινίερα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει»[4].
Αν η φυγή του Μπωντλαίρ έχει εσωτερικευμένο βάθος, η φυγή του Καββαδία έχει πολλαπλούς ορίζοντες. Αν ο Μπωντλαίρ στρατεύεται στην ονειρική φυγή, ο Καββαδίας ακολουθεί την τραγική πορεία. Εκεί που ο Σάρλ ξεκινά το ταξίδι μόνος για να τονίσει την εκκεντρικότητα της σύλληψής του, ο Κόλιας μεσα στην κενή πορεία του ταξιδιού φέρνει συντρόφους για να συνεχίσει το ατέρμονο της αναζήτησης. Γι’ αυτό και ο Καββαδίας προσωποποιεί το φευγιό όχι στον προσωπικό του πόνο, αλλά στο συλλογικό πόνο της ζωής του ναυτικού «τη νύχτα οι ναύτες κυνηγάνε το φεγγάρι, τη μέρα ταξιδεύουνε στα αστεία»[5]. Κάνει τη φυγή συλλογικό κεκτημένο στην ποιητική δημιουργία. Εκεί που σταματά η αντίδραση και η στοχευμένη ειρωνεία της εκφυλισμένης αστικής κοινωνίας ενός μποέμ νεολαίου, εκεί ξεκινά ο ασίγαστος βριχυθμός των παραγωγικών τάξεων αυτής μηχανής, που με το μόχθο τους και την αφέλειά τους βρίσκουν το ρυθμό της ζωής, στα καταστρώματα των επιβατικών.
Η Μούσα, λοιπόν, μας αποθέτει τα τέκνα της, για να μη λυπούμαστε για τα ταξίδια που δεν έγιναν ακόμα. Για να σώσουμε το μυαλό μας από την ανήλεη σύγκρουση των οριζόντων που έχουμε μπροστά μας ως δυνατότητα, με τα δυο μέτρα θάλασσα που ζούμε στα ταξικά μπαλκόνια μας ως πραγματικότητα. Για να σταματήσει ο πόνος του χωρισμού από τον Χώρο, τον Χρόνο, το Άλλο Κορμί, όχι απο τη θλίψη αλλά από την αδυναμία να αγαπήσουμε «ως το τέλος», δηλαδή την αδυναμία μας να ζήσουμε…[6]
Υ. Γ.: Τα φάρμακα που προτείνονται είναι ενδεικτικά και ποτέ αρκετά για τις ευαίσθητες ψυχές αλλά για αρχή το ταξίδι ξεκινά με τη «Μελαγχολία του Παρισιού», Σαρλ Μπωντλαίρ και συνεχίζουμε με καθημερινές δόσεις από τη «Βάρδια» του Νίκου Καββαδία.
[1] Σάρλ Μπωντλαίρ: ένας μεγάλος της τέχνης, Μαρία Αρκαδίου, Κ. Μιχαλάς 1979.
[2] Σάρλ Μπωντλαίρ: ένας μεγάλος της τέχνης, Μαρία Αρκαδίου, Κ. Μιχαλάς 1979.
[3] Σάρλ Μπωντλαίρ -Πώλ Βερλαίν, 25+6 ποιήματα σε μετάφραση Κ.Γ. Καρυωτάκη, Στοχαστής 2009.
[4] Ο ναυτικός και το πρόβλημα της μοναξιάς στην ποίηση του Νίκου Καββαδία, Γιώργος Δεληγιάννης, Ίδμων, 2002.
[5] Ο ναυτικός και το πρόβλημα της μοναξιάς στην ποίηση του Νίκου Καββαδία, Γιώργος Δεληγιάννης, Ίδμων, 2002
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για οποιαδήποτε πληροφορία ή ερώτηση στείλτε email στο dikaexarchion@gmail.com.