χαρά που φεύγει στα ψηλά
θυμός που πέφτει κάτω
Να νιώθεις εξαπατημένος χωρίς να έχεις συμφωνήσει τίποτα. Να είσαι μέρος της απάτης· εκείνης που σου επιστρέφει γλυκά πρόσφορα, έτοιμα να τα ξαναρίξεις με όλη τη φόρα στη φωτιά. Στη φωτιά. Μέσα εκεί μόνο σου μίλησα αληθινά, φωτεινά -η φωτιά βγαίνει από τη λέξη φως, και φως βγαίνει από τη φωτιά- εκεί σου είπα τα πάντα, όποιο κι αν ήταν τ'όνομά σου, όποια κι αν ήταν η μορφή σου. Φίλος, γυναίκα, δουλειά που πρέπει να κλείσει, χαζολόγημα με τον διπλανό για να περάσει η ώρα, πλάκα με το καθετί για να περνάνε όλα, για να περνάς όλος, όλα απ'τη φωτιά μιλώντας, όλα στη φωτιά. Να τα ρίξεις και πυρωμένα να σε ξαναβρούν, να σε καίνε, να ανασαίνεις φλεγόμενος, να απειλείσαι και να απειλείς, να ρίχνεσαι και να σε ρίχνουν, να μη βγαίνει κανένα μέτρημα υπέρ σου, κι αυτό γιατί μέσα στη φωτιά κανείς δεν μπόρεσε μέχρι τώρα να μετρήσει, μόνο απέξω μετράνε, μόνο έξω σε μετράνε. Να απατάς και να σε απατούν, να κοροϊδεύεις με χίλιους τρόπους το θάνατο, να γελάς με κάθε σήψη, με κάθε τι που διαφημίζει την παρακμή του και ξεφτιλίζει κάθε ιερή σου λέξη. Να έχεις τα δάχτυλά σου μέσα σε μαλλιά για να αγγίζεις το πρόσωπο του άλλου, το μέρος που κρύβεται και δεν βλέπει ο ήλιος και έτσι δεν του αφήνει ρυτίδες (οι ρυτίδες είναι σημάδια της επαφής μας με τον ήλιο ή την πραγματικότητα, λένε), το μέρος του κεφαλιού που πάντα προστατεύει τις περιοχές που φτιάχνουν τις σκέψεις -τόποι είναι και οι σκέψεις, τόπο θέλουν και ζητούν. Να είσαι τόσο κοντά του, τόσο πυρακτωμένα να αγγίζεις το ο,τιδήποτε. Δεν το συνηθίζεις, γιατί με τη μία θα σε πουν ερωτευμένο, θα παρεξηγηθείς ίσως.
Μόνο ερωτευμένος, λένε, μπορείς να το κάνεις, μόνο τότε δικαιολογείται· τότε, που δεν έχεις καμία άλλη δικαιολογία. Δηλαδή όλες. Και άντε να τους πεις ότι ο έρωτας είναι μια μικρή πολύ μικρή ελάχιστη εξήγηση· δεν είναι καν εξήγηση. Είναι βήμα για να γίνεις μεγαλύτερος, για να χωράς τον κόσμο, όλο τον κόσμο, τον κάθε κόσμο, τον κόσμο του καθενός, τον κόσμο της, αλλά και να βγαίνεις έξω από τον κόσμο, έξω από κάθε κόσμο. Είναι τρόπος να μεγαλώνεις, να περνάει ο χρόνος, αλλά να περνάει νικημένος, να περνάς εσύ επάνω του, να του βάζεις εσύ όνομα, να του υπαγορεύεις εσύ τι ήταν στιγμή και τι δεν ήταν, να του λες εσύ πότε πέρασε και πότε δεν περνάει. Να νιώθεις ξεγελασμένος, να ξεγίνεται το γέλασμα, κι αυτό μόνο γιατί όσο γελιόσουν εσύ μεγάλωνες, μόνο γιατί όσο μεγάλωνες γελιόσουν. Να το ξέρεις ότι μόνο έτσι μπορείς, όπως το'λεγε κι εκείνη η λαϊκή προσευχή που έψαλλε ο Μητροπάνος. Να μη ζητάς τίποτα λιγότερο από τις μέρες σου, από τον πανδαμάτορα χρόνο και τις αντανακλάσεις σου στα μάτια των άλλων, να μην περισσεύει τίποτα από από τις δικές σου προσευχές, να μην αφήνεις καμια σπονδή έρμαιο της αοριστίας των συναφειών εκτός σου, να έχεις όλα τα δάχτυλα στα μαλλιά του άλλου, της άλλης, του μικρού πιτσιρικιού που μόνο να γελάει ξέρει, του φίλου που θέλει κουράγιο, της φίλης που κάτι την έκανε να δακρύσει.
Μόνο ερωτευμένος, λένε, μπορείς να το κάνεις, μόνο τότε δικαιολογείται· τότε, που δεν έχεις καμία άλλη δικαιολογία. Δηλαδή όλες. Και άντε να τους πεις ότι ο έρωτας είναι μια μικρή πολύ μικρή ελάχιστη εξήγηση· δεν είναι καν εξήγηση. Είναι βήμα για να γίνεις μεγαλύτερος, για να χωράς τον κόσμο, όλο τον κόσμο, τον κάθε κόσμο, τον κόσμο του καθενός, τον κόσμο της, αλλά και να βγαίνεις έξω από τον κόσμο, έξω από κάθε κόσμο. Είναι τρόπος να μεγαλώνεις, να περνάει ο χρόνος, αλλά να περνάει νικημένος, να περνάς εσύ επάνω του, να του βάζεις εσύ όνομα, να του υπαγορεύεις εσύ τι ήταν στιγμή και τι δεν ήταν, να του λες εσύ πότε πέρασε και πότε δεν περνάει. Να νιώθεις ξεγελασμένος, να ξεγίνεται το γέλασμα, κι αυτό μόνο γιατί όσο γελιόσουν εσύ μεγάλωνες, μόνο γιατί όσο μεγάλωνες γελιόσουν. Να το ξέρεις ότι μόνο έτσι μπορείς, όπως το'λεγε κι εκείνη η λαϊκή προσευχή που έψαλλε ο Μητροπάνος. Να μη ζητάς τίποτα λιγότερο από τις μέρες σου, από τον πανδαμάτορα χρόνο και τις αντανακλάσεις σου στα μάτια των άλλων, να μην περισσεύει τίποτα από από τις δικές σου προσευχές, να μην αφήνεις καμια σπονδή έρμαιο της αοριστίας των συναφειών εκτός σου, να έχεις όλα τα δάχτυλα στα μαλλιά του άλλου, της άλλης, του μικρού πιτσιρικιού που μόνο να γελάει ξέρει, του φίλου που θέλει κουράγιο, της φίλης που κάτι την έκανε να δακρύσει.
Γελιέσαι και γελάς, και έχει αυτό πάντα μέσα του το γέλιο. Γελώ· ρήμα αρχαϊκό, που δεν είναι παράγωγο ούτε έχει άλλη ρίζα. Έχει ρίζα την πιο μεγάλη συνήθεια του ανθρώπου απ'όταν άγγιξε το σώμα του, απ'όταν άγγιξε το διπλανό σώμα, απ'όταν έμαθε ότι ζει ανάμεσα στα άλλα σώματα, μέσα στα σώμα του, μέσα στα σώματα των άλλων. Γελιέσαι, δηλαδή κάποιος άλλος σε γελάει, σε κάνει γέλιο. Γελάς και βγαίνεις γελασμένος. Γελάς και γελάνε τα πάντα. Γελάς και σου επιστρέφει αγάπη, γελάς και έρωτας υπάρχει. Γελάς και ένα γέλιο επιστρέφει. Έξω από αυτό, μόνο η συνάφεια της αοριστίας, οι ιαχές των σίγουρων και των σιγουρευμένων, οι απαντοχές των παντρεμένων, τα κεράκια που λιώνουν. Που λιώνουν.
Η συγκίνηση της Μελίνας είναι κάτι απ'τη φωτιά, κάτι πολύ αληθινό. Κι είναι συγκίνηση διπλή, διπλά αληθινή, να ξέρεις πως είσαι μέσα σ'αυτό το τραγούδι, μέσα στο βίντεο -κι ας μη φαίνεσαι στο πλάνο. Είναι ένα περσινό καλοκαίρι που άφησε πληγές στον αυχένα και ένα ξημέρωμα του φετινού που εναποθέτει ευλαβικά βαθιά μπλε ρίγη στη σπονδυλική στήλη. Είναι μια υπόθεση του σώματος όλο αυτό, όπως κάθε φωτιά, κάθε απάτη, κάθε ομορφιά. Κι αν κάποιος σου είπε ότι αυτά είναι του μυαλού και πως άλλο το σώμα άλλο το μυαλό, πες μου που σκατά έχει το μυαλό του και ακόμα λειτουργεί. Λένε οι επιστήμονες πως αν αφαιρέσεις την καρδιά ή το μυαλό από το σώμα, ζωή παύει να υπάρχει. Λένε.
Κι οι άλλοι δίπλα λιώνουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για οποιαδήποτε πληροφορία ή ερώτηση στείλτε email στο dikaexarchion@gmail.com.