από Το Περιοδικό
Επιλογή και μετάφραση: Χρήστος Σιορίκης
«Δεν το πιστεύω! Απίστευτο! Έχω όλα σας τα βιβλία!»
Μια κοπέλα διακόπτει ξαφνικά. Καθαρή, ανεξέλεγκτη συγκίνηση. Πλησιάζει τον Γκαλεάνο, δεν σταματά να του μιλά: «Μόνο για εσάς ήρθα να ζήσω εδώ, στο Μοντεβιδέο». Η φωνή της την προδίδει: είναι μεξικάνα. Είναι χωρίς αμφιβολία, πολύ συγκινημένη. Γνώστρια των συνηθειών του ειδώλου της, τριγύριζε στην περιοχή του Καφέ Μπραζιλέρο. Μόνο μια λεπτομέρεια της ξέφυγε: δεν έχει μαζί της κανένα βιβλίο για να καταγράψει το αυτόγραφο του συγγραφέα.
«Μα τι γεγονός» συνεχίζει, μαγεμένη. «Έχω όλα τα βιβλία σας. Και τα συστήνω».
Ο Γκαλεάνο χαμογελά και σχολιάζει: «Διαδίδοντας το μαρτύριο…». Βγάζει από την τσάντα ένα μικρό σημειωματάριο, της το δίνει: «Για να το γεμίσεις με τις βαθύτερες σκέψεις σου. Εδώ θα σου ζωγραφίσω ένα γουρουνάκι, απόδειξη της αυθεντικότητας της υπογραφής μου. Το όνομά σου;»
«Ντανιέλα», απαντά εκείνη.
«Λοιπόν, Ντανιέλα, θα σου φτιάξω το γουρουνάκι κι ένα λουλούδι κόκκινο», λέει ενώ σχεδιάζει, ο άνθρωπος που έκανε τα πρώτα του βήματα στον κόσμο του τύπου όχι ως δημοσιογράφος, αλλά ως εικονογράφος. Και δεν το ξεχνά.
Η Ντανιέλα, εκστασιασμένη, κάθεται λίγο ακόμη. Μιλάνε για τη χώρα της, τα ταξίδια, για αυτή την ιδιαίτερη περιοχή δημιουργίας ανάμεσα στη λαϊκή και θρησκευτική τέχνη: τα μεξικάνικα τέμπλα. Ο Γκαλεάνο ξεκινά καινούργια ιστορία: «Ξέρεις, το πρώτο τέμπλο που είδα στο Μεξικό ήταν σε μια μικρή εκκλησία ερειπωμένη. […] Θαμπώθηκα. Μου εξήγησαν ότι αυτά τα τέμπλα ήταν αναθήματα. Πλησίασα. Ήταν υπέροχο, αλλά δεν τόλμησα να το κλέψω. Ένεκα μάλλον της καθολικής παιδικής ηλικίας. Βέβαια, το τέμπλο δεν ήταν και πολύ άγιο, θα λέγαμε. Γιατί έλεγε: Παναγία μου, σ’ ευχαριστώ που όταν μπήκε ο στρατός του Πάντσο Βίγια στο χωριό, βίασαν την αδερφή μου κι όχι εμένα».
Σκάμε στα γέλια. Η μεξικάνα φαν τον αγκαλιάζει, τον φιλά. Τον αγκαλιάζει ξανά πριν φύγει με το σημειωματάριο, το αυτόγραφο και το σχέδιο, χωρίς ακόμα να μπορεί να πιστέψει πως, ό, τι συνέβη, συνέβη στ’ αλήθεια.
Είναι συχνές τέτοιες συναντήσεις;
«Ναι. Ο κόσμος είναι πολύ τρυφερός. Όχι μόνο εδώ. Είναι αλήθεια πως έχω και εχθρούς, αλλά όπως έλεγε ο Αμβρόσιος Μπηρς: «Όποιος δεν έχει εχθρούς, δεν αξίζει να έχει φίλους». Κι η αλήθεια είναι πως έχω πολλούς φίλους. Μάλιστα, άνθρωποι γίνονται φίλοι σου διαβάζοντας αυτά που γράφεις. Φαίνεται ότι οι λέξεις δραπετεύουν απ’ τις σελίδες κι έχουν δάχτυλα και αγγίζουν αυτόν που διαβάζει. Σε αγγίζουν, σε χαϊδεύουν, σε χτυπάνε καμιά φορά, σε γρατσουνάνε.»
«Εμένα, η αλήθεια είναι, πως το να γράφω, με σώζει» θα ομολογήσει έπειτα. «Γιατί μου επιτρέπει να βγω έξω από μένα. Αυτό με βοηθά να ζω και να πηδώ πάνω από κάποια εμπόδια που η ζωή σου βάζει, και φαίνονται αξεπέραστα».
Ποια;
«Αν τα ορίσω, θα πω ψέματα. Χειρότερα∙ αν τα ορίσω τα μετατρέπω σε εμπόδια χαζά. Και δεν είναι. Αλλά αποδεικνύονται πολύ πολύπλοκα για να τα πεις με μια λέξη. Γράφοντας, τα θέτω εκτός. Είναι σαν κάποιος να έχει μέσα στην ψυχή θραύσματα από γυαλί που τον πληγώνουν. Όλοι έχουμε κάποιο σπασμένο γυαλί στην ψυχή μας, που πληγώνει και τη ματώνει, έστω και μικρό. Έτσι, γράφοντας, νιώθω ότι βγάζω λίγα απ’ αυτά τα γυαλάκια έξω από μένα. Τα βάζω σ’ ένα χαρτί και πια δεν μου κάνουν κακό. Δεν μου κάνουν τη ζωή ανυπόφορη, αλλά την πολλαπλασιάζουν, επειδή μου επιτρέπουν να συνεννοούμαι καλύτερα με τους άλλους. Γιατί ο καθένας έχει τα γυαλάκια του που τον πονάνε [χαμογελά λίγο]. Πιστεύω πως η λογοτεχνία είναι επικοινωνία ή δεν είναι τίποτα. Δεν γράφω για μένα, γράφω για να επικοινωνήσω με άλλους, για να φτάσω στους άλλους που θα γίνουν φίλοι μου, ακόμα κι αν δεν τους γνωρίζω ακόμα.»
Στην παραλιακή λεωφόρου του Μοντεβιδέο έχει λίγο κόσμο. Λίγο μένει ακόμα για να δύσει ο ήλιος, μα το σούρουπο ήδη αναγγέλλεται. Ένα φως απαλό, μόλις ρόδινο, ακόμα προστατευτικό, τυλίγει το μεγάλο περιπατητή, το θαυμαστή των θαλασσινών δειλινών. Λέει πως έχει ξεκινήσει νέα σχέδια για δύο βιβλία ∙ πως δεν διστάζει να ετοιμάσει βαλίτσες όταν είναι να παρουσιάσει στο εξωτερικό κάποιο από τα ήδη εκδοθέντα. Λέει επίσης πως θα συμμετάσχει ως σύμβουλος σε μία σειρά αφιερωμένη στο ποδόσφαιρο, που θα μεταδοθεί από κανάλι «Encuentro». Είναι πιθανό, μέσα σ’ αυτό τον κύκλο, να πάρει συνέντευξη από τον Ντιέγο Μαραντόνα, ο οποίος -διαβεβαιώνει- πως θα δεχόταν να συμμετάσχει μόνο αν είναι να συνομιλήσει με τον ουρουγουανό συγγραφέα.
Ακούραστος, ο Γκαλεάνο αφήνεται να τον χαϊδεύει η απαλότητα ενός ήλιου που, ακόμα, δεν τον διαλύουν οι φλόγες του δειλινού. Στο «Βιβλίο των Εναγκαλισμών» είπε ότι, αν κοιτάξεις από ψηλά, οι άνθρωποι «είμαστε μια θάλασσα από μικρές φλόγες» ∙ ο ίδιος λάμπει όπως οι πιο απαραίτητες από αυτές τις φλόγες: αυτές που «καίνε τη ζωή με τόσο πάθος που δεν μπορείς να τις κοιτάξεις χωρίς να ανοιγοκλείσεις τα μάτια, και που όποιος τις πλησιάζει, πιάνει φωτιά».
* Το όνομα αυτό σημαίνει «θαλασσινή αυγή». Το ονοματεπώνυμο λοιπόν της κοπέλας μπορεί να μεταφραστεί ως «θαλασσινή θεϊκή αυγή».
Η τελευταία συνέντευξη του Εδουάρδο Γκαλεάνο
Επιλογή και μετάφραση: Χρήστος Σιορίκης
Με αφορμή της έκδοσης στην Ελλάδα του τελευταίου βιβλίου του Εδουάρδο Γκαλεάνο, «Το Ποδόσφαιρο στη Σκιά και το Φως» (Εκδ. Πάπυρος), παραθέτουμε αποσπάσματα από την τελευταία συνέντευξη που έδωσε ο συγγραφέας στην εφημερίδα «La Nación» της Αργεντινής, τον Μάιο του 2013.
Στην συνέντευξη αυτήν, ο συγγραφέας έκανε μια βαθιά ανάλυση για την πραγματικότητα της Λατινικής Αμερικής και έδινε ακόμη τη γνώμη του σχετικά με την υποτιθέμενη «έχθρα» ανάμεσα σε Αργεντίνους και Ουρουγουανούς. «Δυστυχώς, μια ηλιθιότητα πολύ διαδεδομένη», σημείωνε.
Κάθε απόγευμα, ο Εδουάρδο Γκαλεάνο πίνει ένα καφέ με το Θεό. Ακουμπά με τους αγκώνες δίπλα στο παράθυρο του «Μπραζιλέρο» (το μπαρ που στην παρούσα φάση είναι σαν δεύτερο σπίτι του), εισπνέει βαθιά τη μυρωδιά του ξύλου και της αναμονής, υπομονετικός, μέχρι η ακτινοβολούσα Ανδαλουσιανή που σερβίρει αυτά τα τραπέζια – Άλμπα Μαρίνα* στο μικρό, Ντιός («Θεού») στο επίθετο – να του φέρει, ανάμεσα σε χαμόγελα, αστεία και εγκώμια για το νεαρό της θεότητάς της, τον καφέ της ημέρας. «Λίγοι έχουν το όνομα Ντιός» λέει, ευτυχής με το παιχνίδι αυτό, ο συγγραφέας που τόσες φορές τσακώθηκε με εκείνη την άλλη θεϊκή παρουσία, των βωμών και των εντολών. «Νομίζω ότι στην Κόρδοβα της Ισπανίας, από εκεί όπου αυτή κατάγεται, υπάρχουν μόνο πέντε.».
Δεν είναι περίεργο που τα πηγαίνει καλά με το Θεό. Η μανία με την οποία έχει γράψει σχετικά με τα της θρησκείας δεν είναι αυτή ενός άθεου.
«Όταν ήμουν μικρός ήμουν πολύ πιστός, πολύ μυστικός. Κι αυτό είναι σαν το κατακάθι του κρασιού στον πάτο του ποτηριού, σου μένει για πάντα. Δεν είναι ένα πράγμα που φεύγει∙ μεταπλάθεται, αλλάζει όνομα. Κατά βάθος, ψάχνει κανείς το Θεό στους άλλους. Ή στη φύση, νοούμενη ως μια όμορφη ενέργεια του κόσμου, που είναι συγχρόνως τρομερή και υπέροχη. Πού είναι εκείνος ο Θεός που είχα μικρός και μια μέρα μου ’πεσε από μια τρυπούλα της τσέπης και δεν τον ξαναβρήκα ποτέ; Αργότερα έμαθα πως τον καλούσα με άλλα ονόματα. Γι’ αυτό η λέξη «Θεός» μπορεί να ορίσει την όμορφη κοπέλα που μας φέρνει αυτούς τους καφέδες.»
Και πώς να μη βρίσκεται το θεϊκό σε μια θαλασσινή αυγή.
«Ακριβώς. Ή σε ένα δειλινό. Όταν ο ήλιος φεύγει και πέφτει να κοιμηθεί σ’ αυτή την αιώρα που λέγεται ορίζοντας, στην πιο όμορφη ώρα της μέρας. Πολλές φορές αναρωτιέμαι πόσο λυπηρό πρέπει να είναι να πεθάνεις και να μην βλέπεις το δειλινό. Γιατί, η ικανότητά του για ομορφιά, σου επιστρέφει την πίστη σε ό,τι μπορεί να την έχει πληγώσει ή να την έχει κάνει να χαθεί. Δεν υπάρχει κανένα δειλινό που να μοιάζει με το άλλο. Είναι όλα διαφορετικά, και στο Μοντεβιδέο είμαστε τόσο τυχεροί που το έχουμε μπροστά μας. Ο ήλιος πέφτει μπροστά στα μάτια μας.»
Πολλές από τις σύντομες ιστορίες του έχουν γεννηθεί στις σημειώσεις που κρατά σε μικροσκοπικά τετράδια, ενίοτε πάνω στο ίδιο τραπέζι του Καφέ Μπραζιλέρο, εδώ όπου τώρα μιλάει με το Περιοδικό (της «Nación»).
«Είμαι παιδί των καφέ -θα πει. Ό, τι ξέρω το οφείλω σ’ αυτά. Κυρίως την τέχνη της αφήγησης. Την έμαθα ακούγοντας, στα τραπέζια των μπαρ, αυτούς τους θαυμάσιους προφορικούς αφηγητές των οποίων τα ονόματα αγνοώ, που έλεγαν θαυμαστά ψέματα, και τα έλεγαν με τόσο ωραίο τρόπο που, όσα έλεγαν, συνέβαιναν ξανά, κάθε φορά που τα αφηγούνταν. Είμαι παιδί αυτών των καφέ και αυτού του Μοντεβιδέο όπου υπήρχε χρόνος για να χάνεις χρόνο.»
Στην συνέντευξη αυτήν, ο συγγραφέας έκανε μια βαθιά ανάλυση για την πραγματικότητα της Λατινικής Αμερικής και έδινε ακόμη τη γνώμη του σχετικά με την υποτιθέμενη «έχθρα» ανάμεσα σε Αργεντίνους και Ουρουγουανούς. «Δυστυχώς, μια ηλιθιότητα πολύ διαδεδομένη», σημείωνε.
Κάθε απόγευμα, ο Εδουάρδο Γκαλεάνο πίνει ένα καφέ με το Θεό. Ακουμπά με τους αγκώνες δίπλα στο παράθυρο του «Μπραζιλέρο» (το μπαρ που στην παρούσα φάση είναι σαν δεύτερο σπίτι του), εισπνέει βαθιά τη μυρωδιά του ξύλου και της αναμονής, υπομονετικός, μέχρι η ακτινοβολούσα Ανδαλουσιανή που σερβίρει αυτά τα τραπέζια – Άλμπα Μαρίνα* στο μικρό, Ντιός («Θεού») στο επίθετο – να του φέρει, ανάμεσα σε χαμόγελα, αστεία και εγκώμια για το νεαρό της θεότητάς της, τον καφέ της ημέρας. «Λίγοι έχουν το όνομα Ντιός» λέει, ευτυχής με το παιχνίδι αυτό, ο συγγραφέας που τόσες φορές τσακώθηκε με εκείνη την άλλη θεϊκή παρουσία, των βωμών και των εντολών. «Νομίζω ότι στην Κόρδοβα της Ισπανίας, από εκεί όπου αυτή κατάγεται, υπάρχουν μόνο πέντε.».
Δεν είναι περίεργο που τα πηγαίνει καλά με το Θεό. Η μανία με την οποία έχει γράψει σχετικά με τα της θρησκείας δεν είναι αυτή ενός άθεου.
«Όταν ήμουν μικρός ήμουν πολύ πιστός, πολύ μυστικός. Κι αυτό είναι σαν το κατακάθι του κρασιού στον πάτο του ποτηριού, σου μένει για πάντα. Δεν είναι ένα πράγμα που φεύγει∙ μεταπλάθεται, αλλάζει όνομα. Κατά βάθος, ψάχνει κανείς το Θεό στους άλλους. Ή στη φύση, νοούμενη ως μια όμορφη ενέργεια του κόσμου, που είναι συγχρόνως τρομερή και υπέροχη. Πού είναι εκείνος ο Θεός που είχα μικρός και μια μέρα μου ’πεσε από μια τρυπούλα της τσέπης και δεν τον ξαναβρήκα ποτέ; Αργότερα έμαθα πως τον καλούσα με άλλα ονόματα. Γι’ αυτό η λέξη «Θεός» μπορεί να ορίσει την όμορφη κοπέλα που μας φέρνει αυτούς τους καφέδες.»
Και πώς να μη βρίσκεται το θεϊκό σε μια θαλασσινή αυγή.
«Ακριβώς. Ή σε ένα δειλινό. Όταν ο ήλιος φεύγει και πέφτει να κοιμηθεί σ’ αυτή την αιώρα που λέγεται ορίζοντας, στην πιο όμορφη ώρα της μέρας. Πολλές φορές αναρωτιέμαι πόσο λυπηρό πρέπει να είναι να πεθάνεις και να μην βλέπεις το δειλινό. Γιατί, η ικανότητά του για ομορφιά, σου επιστρέφει την πίστη σε ό,τι μπορεί να την έχει πληγώσει ή να την έχει κάνει να χαθεί. Δεν υπάρχει κανένα δειλινό που να μοιάζει με το άλλο. Είναι όλα διαφορετικά, και στο Μοντεβιδέο είμαστε τόσο τυχεροί που το έχουμε μπροστά μας. Ο ήλιος πέφτει μπροστά στα μάτια μας.»
[…]
Πολλές από τις σύντομες ιστορίες του έχουν γεννηθεί στις σημειώσεις που κρατά σε μικροσκοπικά τετράδια, ενίοτε πάνω στο ίδιο τραπέζι του Καφέ Μπραζιλέρο, εδώ όπου τώρα μιλάει με το Περιοδικό (της «Nación»).
«Είμαι παιδί των καφέ -θα πει. Ό, τι ξέρω το οφείλω σ’ αυτά. Κυρίως την τέχνη της αφήγησης. Την έμαθα ακούγοντας, στα τραπέζια των μπαρ, αυτούς τους θαυμάσιους προφορικούς αφηγητές των οποίων τα ονόματα αγνοώ, που έλεγαν θαυμαστά ψέματα, και τα έλεγαν με τόσο ωραίο τρόπο που, όσα έλεγαν, συνέβαιναν ξανά, κάθε φορά που τα αφηγούνταν. Είμαι παιδί αυτών των καφέ και αυτού του Μοντεβιδέο όπου υπήρχε χρόνος για να χάνεις χρόνο.»
[…]
«Δεν το πιστεύω! Απίστευτο! Έχω όλα σας τα βιβλία!»
Μια κοπέλα διακόπτει ξαφνικά. Καθαρή, ανεξέλεγκτη συγκίνηση. Πλησιάζει τον Γκαλεάνο, δεν σταματά να του μιλά: «Μόνο για εσάς ήρθα να ζήσω εδώ, στο Μοντεβιδέο». Η φωνή της την προδίδει: είναι μεξικάνα. Είναι χωρίς αμφιβολία, πολύ συγκινημένη. Γνώστρια των συνηθειών του ειδώλου της, τριγύριζε στην περιοχή του Καφέ Μπραζιλέρο. Μόνο μια λεπτομέρεια της ξέφυγε: δεν έχει μαζί της κανένα βιβλίο για να καταγράψει το αυτόγραφο του συγγραφέα.
«Μα τι γεγονός» συνεχίζει, μαγεμένη. «Έχω όλα τα βιβλία σας. Και τα συστήνω».
Ο Γκαλεάνο χαμογελά και σχολιάζει: «Διαδίδοντας το μαρτύριο…». Βγάζει από την τσάντα ένα μικρό σημειωματάριο, της το δίνει: «Για να το γεμίσεις με τις βαθύτερες σκέψεις σου. Εδώ θα σου ζωγραφίσω ένα γουρουνάκι, απόδειξη της αυθεντικότητας της υπογραφής μου. Το όνομά σου;»
«Ντανιέλα», απαντά εκείνη.
«Λοιπόν, Ντανιέλα, θα σου φτιάξω το γουρουνάκι κι ένα λουλούδι κόκκινο», λέει ενώ σχεδιάζει, ο άνθρωπος που έκανε τα πρώτα του βήματα στον κόσμο του τύπου όχι ως δημοσιογράφος, αλλά ως εικονογράφος. Και δεν το ξεχνά.
Η Ντανιέλα, εκστασιασμένη, κάθεται λίγο ακόμη. Μιλάνε για τη χώρα της, τα ταξίδια, για αυτή την ιδιαίτερη περιοχή δημιουργίας ανάμεσα στη λαϊκή και θρησκευτική τέχνη: τα μεξικάνικα τέμπλα. Ο Γκαλεάνο ξεκινά καινούργια ιστορία: «Ξέρεις, το πρώτο τέμπλο που είδα στο Μεξικό ήταν σε μια μικρή εκκλησία ερειπωμένη. […] Θαμπώθηκα. Μου εξήγησαν ότι αυτά τα τέμπλα ήταν αναθήματα. Πλησίασα. Ήταν υπέροχο, αλλά δεν τόλμησα να το κλέψω. Ένεκα μάλλον της καθολικής παιδικής ηλικίας. Βέβαια, το τέμπλο δεν ήταν και πολύ άγιο, θα λέγαμε. Γιατί έλεγε: Παναγία μου, σ’ ευχαριστώ που όταν μπήκε ο στρατός του Πάντσο Βίγια στο χωριό, βίασαν την αδερφή μου κι όχι εμένα».
Σκάμε στα γέλια. Η μεξικάνα φαν τον αγκαλιάζει, τον φιλά. Τον αγκαλιάζει ξανά πριν φύγει με το σημειωματάριο, το αυτόγραφο και το σχέδιο, χωρίς ακόμα να μπορεί να πιστέψει πως, ό, τι συνέβη, συνέβη στ’ αλήθεια.
Είναι συχνές τέτοιες συναντήσεις;
«Ναι. Ο κόσμος είναι πολύ τρυφερός. Όχι μόνο εδώ. Είναι αλήθεια πως έχω και εχθρούς, αλλά όπως έλεγε ο Αμβρόσιος Μπηρς: «Όποιος δεν έχει εχθρούς, δεν αξίζει να έχει φίλους». Κι η αλήθεια είναι πως έχω πολλούς φίλους. Μάλιστα, άνθρωποι γίνονται φίλοι σου διαβάζοντας αυτά που γράφεις. Φαίνεται ότι οι λέξεις δραπετεύουν απ’ τις σελίδες κι έχουν δάχτυλα και αγγίζουν αυτόν που διαβάζει. Σε αγγίζουν, σε χαϊδεύουν, σε χτυπάνε καμιά φορά, σε γρατσουνάνε.»
«Εμένα, η αλήθεια είναι, πως το να γράφω, με σώζει» θα ομολογήσει έπειτα. «Γιατί μου επιτρέπει να βγω έξω από μένα. Αυτό με βοηθά να ζω και να πηδώ πάνω από κάποια εμπόδια που η ζωή σου βάζει, και φαίνονται αξεπέραστα».
Ποια;
«Αν τα ορίσω, θα πω ψέματα. Χειρότερα∙ αν τα ορίσω τα μετατρέπω σε εμπόδια χαζά. Και δεν είναι. Αλλά αποδεικνύονται πολύ πολύπλοκα για να τα πεις με μια λέξη. Γράφοντας, τα θέτω εκτός. Είναι σαν κάποιος να έχει μέσα στην ψυχή θραύσματα από γυαλί που τον πληγώνουν. Όλοι έχουμε κάποιο σπασμένο γυαλί στην ψυχή μας, που πληγώνει και τη ματώνει, έστω και μικρό. Έτσι, γράφοντας, νιώθω ότι βγάζω λίγα απ’ αυτά τα γυαλάκια έξω από μένα. Τα βάζω σ’ ένα χαρτί και πια δεν μου κάνουν κακό. Δεν μου κάνουν τη ζωή ανυπόφορη, αλλά την πολλαπλασιάζουν, επειδή μου επιτρέπουν να συνεννοούμαι καλύτερα με τους άλλους. Γιατί ο καθένας έχει τα γυαλάκια του που τον πονάνε [χαμογελά λίγο]. Πιστεύω πως η λογοτεχνία είναι επικοινωνία ή δεν είναι τίποτα. Δεν γράφω για μένα, γράφω για να επικοινωνήσω με άλλους, για να φτάσω στους άλλους που θα γίνουν φίλοι μου, ακόμα κι αν δεν τους γνωρίζω ακόμα.»
Στην παραλιακή λεωφόρου του Μοντεβιδέο έχει λίγο κόσμο. Λίγο μένει ακόμα για να δύσει ο ήλιος, μα το σούρουπο ήδη αναγγέλλεται. Ένα φως απαλό, μόλις ρόδινο, ακόμα προστατευτικό, τυλίγει το μεγάλο περιπατητή, το θαυμαστή των θαλασσινών δειλινών. Λέει πως έχει ξεκινήσει νέα σχέδια για δύο βιβλία ∙ πως δεν διστάζει να ετοιμάσει βαλίτσες όταν είναι να παρουσιάσει στο εξωτερικό κάποιο από τα ήδη εκδοθέντα. Λέει επίσης πως θα συμμετάσχει ως σύμβουλος σε μία σειρά αφιερωμένη στο ποδόσφαιρο, που θα μεταδοθεί από κανάλι «Encuentro». Είναι πιθανό, μέσα σ’ αυτό τον κύκλο, να πάρει συνέντευξη από τον Ντιέγο Μαραντόνα, ο οποίος -διαβεβαιώνει- πως θα δεχόταν να συμμετάσχει μόνο αν είναι να συνομιλήσει με τον ουρουγουανό συγγραφέα.
Ακούραστος, ο Γκαλεάνο αφήνεται να τον χαϊδεύει η απαλότητα ενός ήλιου που, ακόμα, δεν τον διαλύουν οι φλόγες του δειλινού. Στο «Βιβλίο των Εναγκαλισμών» είπε ότι, αν κοιτάξεις από ψηλά, οι άνθρωποι «είμαστε μια θάλασσα από μικρές φλόγες» ∙ ο ίδιος λάμπει όπως οι πιο απαραίτητες από αυτές τις φλόγες: αυτές που «καίνε τη ζωή με τόσο πάθος που δεν μπορείς να τις κοιτάξεις χωρίς να ανοιγοκλείσεις τα μάτια, και που όποιος τις πλησιάζει, πιάνει φωτιά».
* Το όνομα αυτό σημαίνει «θαλασσινή αυγή». Το ονοματεπώνυμο λοιπόν της κοπέλας μπορεί να μεταφραστεί ως «θαλασσινή θεϊκή αυγή».