Ιχνηλατώντας τη διαδρομή του ανθρώπου πάνω στη Γη, μένει κανείς
εμβρόντητος με τη διαπίστωση ότι όλοι ανεξαιρέτως οι λαοί χρειάζονται
τα ίδια βέλη για να πετύχουν το στόχο της επιβίωσης. Αυτά τα βέλη,
βρεγμένα πλέον από τον κατακλυσμό του οικονομικού αποκλεισμού,
παλεύουν να στεγνώσουν μέσα στις αφιλόξενες φαρέτρες τους. Δανείζονται
μία λοξή αχτίδα ήλιου και αναπολούν τη χαμένη τους αίγλη… Τα
τελευταία χρόνια, κοπιαστικό το μέτρημά τους, τα βέλη όλο και
περισσότερων τοξοτών καθίστανται ανίκανα να καρφωθούν στο κέντρο.
Η επικρατούσα κατάσταση στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές
χώρες (όπως για παράδειγμα στην Ιταλία και την Ισπανία, ή στην Κύπρο)
αφήνει πρόσφορο έδαφος στον προβληματισμό, ενώ σέρνει στα κατώγια της
σκέψης όσους τη βιώνουν. Φαντάζομαι πως, αν ο προβληματισμός έπαιρνε
μορφή και αποκτούσε διαστάσεις, θα έμοιαζε μ’ έναν πανύψηλο γίγαντα ο
οποίος προκαλεί τρόμο με τις υπερφυσικές του παλάμες που στραγγαλίζουν
μέρα τη μέρα ένα όνειρο, μία ελπίδα, μία διέξοδο. Πέραν, λοιπόν, του
αδιαμφισβήτητου, οικονομικού περιορισμού που υφίστανται, οι λαοί
οφείλουν να αντιμετωπίσουν και τον εγκλωβισμό τους στις νοητικές φυλακές
που έχτισαν οι κραταιοί του πλανήτη, αλλά και οι φιλόδοξοι ηγέτες που
έλαχε να τους κυβερνήσουν.
Καθένας από εμάς αναρωτιέται και κυνηγά μία τουλάχιστον
απάντηση για παρηγοριά. Απορεί το πρωί που ξυπνά: «Μήπως ζήτησα κάτι
που δεν έπρεπε; Ψωμί ήθελα να έχει το τραπέζι και γάλα. Και το
μεσημέρι ν’ αχνίζει το φαγητό στα πιάτα των παιδιών». Το απόγευμα,
όταν γυρνά κουρασμένος από τη δουλειά, μονολογεί ξανά: « Ήταν ανέντιμο
που κράτησα λίγα χρήματα στην άκρη; Το έκανα για να φτιάξω αύριο το
δικό μου σπίτι και να σπουδάσω λίγο αργότερα τα παιδιά μου. Για να νιώθω
μια υποτυπώδη ασφάλεια για το μέλλον». Μα όταν έρχεται το βράδυ και
παρακολουθεί τις ειδήσεις, αυτό το δελτίο των απειλών και της επίπληξης,
στέκεται αποσβολωμένος και φοβισμένος σαν τιμωρημένο παιδί.
Γιατί το
οξυγόνο της σημερινής κοινωνίας να είναι το χρήμα;
Όμως το χρήμα δεν είναι, όπως το οξυγόνο, χημικό στοιχείο που
μπορεί να εξατμιστεί σε υψηλές θερμοκρασίες και υπό πίεση. Είναι
χαρτονομίσματα και κέρματα, τραπεζικά κεφάλαια και πλάκες χρυσού. Δεν
έχει επ’ αόριστον την ίδια αξία και δυναμική, παρά πέφτει και
τραμπαλίζεται ανάλογα με τις διαθέσεις των ισχυρών που κρύβονται πίσω
από τις περίφημες αγορές. Αυτών που μετέτρεψαν την κλοπή σε επάγγελμα
και σωτηρία. Μέχρι που έφτιαξαν το δικό τους Θεό και τον έβαλαν να κρατά
στα χέρια του ένα σακούλι νομίσματα, το σύγχρονο σύμβολο της πίστεως.
Αποστολή τους να στραγγίξουν το χρήμα απ’ όλα τα μήκη και πλάτη της Γης
και να το φέρουν στην κατοχή τους. Κι ύστερα θα αναζητούν
ανθρώπους-υποχείρια να ικανοποιούν κάθε τους όρεξη.
Ίσως τα παραπάνω να χαρακτηριστούν ως ένα παραλήρημα
συνομωσίας, παρ’ όλα αυτά απαιτώ να μάθω ποιος θέλει να λυγίσει και να
σπάσει τα βέλη της ειρήνης, της ευημερίας, της παιδείας και της
αλληλεγγύης με σκοπό το κέρδος. Ποιος στερεί από τους λαούς το φαγητό
και την ιατρική περίθαλψη; Ποιος έχει αναγάγει την εκπαίδευση σε
εμπόριο; Ποιος μάχεται την ομοψυχία των λαών;
Το σωστό ερώτημα, πιθανότατα, να είναι διαφορετικό. Λόγου χάρη,
ποιος είναι ικανός να βγάλει έναν λαό στην επιφάνεια και να μην τον
αφήσει να κυλιέται άλλο στο βούρκο και στα δύσοσμα έλη. Ποιος ηγέτης θα
παραγκωνίσει τις προσωπικές του φιλοδοξίες και θα αναδείξει τις ανάγκες
των πολιτών; Μέχρι στιγμής, σε όσους χάρισε ο ελληνικός λαός την
εξουσία, απέτυχαν παταγωδώς να κεντήσουν βελονιά τη βελονιά ένα όραμα
γι’ αυτόν τον τόπο προσφέροντάς του πρόοδο και καθαρό αέρα να ανασάνει.
Αλλά, γενικότερα στην υφήλιο, το ανάστημα όσων κυβερνούν είναι το ίδιο
με αυτό ενός νάνου, ενώ ο ζήλος τους ίδιος με αυτόν του τζίτζικα.
Εκμεταλλευτές της βουλευτικής ασυλίας τους, σαρκοβόρα αρπακτικά
που διψούν για χλιδή και άνεση, προκαλούν αποστροφή με τα οικονομικά
τους σκάνδαλα και με την κοροϊδία που δε δίστασαν να κεράσουν απλόχερα
το λαό. Έναν λαό που καλείται να αντιμετωπίσει μια μοντέρνα εκδοχή της
Λερναίας Ύδρας- πότε θα κόψει, ως άλλος Ηρακλής, και το τελευταίο κεφάλι
και θα το θάψει στο χώμα;
Σ’ αυτή την κρίση, όμως, τα μαύρα κοράκια που κρώζουν και
τριγυρνούν πάνω από τα κεφάλια μας περιμένοντας μια ευκαιρία για
τροφή, δεν είναι μόνο οι πολιτικοί. Είναι και όσοι, στο όνομα αυτής
της κρίσης, εκφοβίζουν τους εργαζομένους εκμεταλλεύοντάς τους μέχρι το
μεδούλι, αφού γνωρίζουν καλά πως ο βραχνάς της απόλυσης δεν θα τους
αφήσει σχεδόν κανένα περιθώριο για αντίρρηση. Έτσι, για κάποιους, οι
χαλεποί καιροί που διανύουμε ανοίγουν, τελικά, δρόμο στην επαύξηση των
κερδών τους, ή, ακόμα, στην επιβολή εξουσίας και δύναμης απέναντι στον
εργαζόμενο τον οποίο αρκετοί θα επιθυμούσαν να εξισώσουν με τον πληβείο ή
τον δούλο. Από τον αδηφάγο κύκλο των κορακιών, δεν θα μπορούσαν να
απουσιάζουν ορισμένοι Ευρωπαίοι εταίροι μας, αλλά και Ευρωπαίοι… μύστες
του πλούτου, που αναφέρονται στην Ελλάδα σαν να είναι το τσιφλίκι τους,
με το ύφος εκείνου που έχει την πλήρη κυριότητα, την απόλυτη
δικαιοδοσία και το αναφαίρετο δικαίωμα να λέει και, στο τέλος, να κάνει
ό,τι θέλει. Αδημονούν να στάξει μία σταγόνα αίμα για να τραφούν.
Η φαρέτρα που έχει ανάγκη κάθε λαός στην καθημερινότητά του δεν
ήταν ποτέ τόσο μεγάλη για να θεωρηθεί άπληστη ούτε τόσο μικρή για να μη
χωρά ιδανικά και αξίες. Εγώ κι εσύ, η γιαγιά που κάθεται, ξεχασμένη από
το χρόνο, στην πολυθρόνα και πλέκει, ο νέος που φεύγει από την πατρίδα
του πικραμένος, το παιδί που παίζει αμέριμνο στη σχολική αυλή και το
παιδί που κλαίει (ακόμα) από την πείνα, μοιραζόμαστε όλοι τον ίδιο
ουρανό κι ας « ξεχνάμε πως κι αυτόν τον έχουν πουλημένο»… Η Ελλάδα πάντα
θα θυμάται το σύνθημα του Πολυτεχνείου για ψωμί, παιδεία, ελευθερία.
Ποιος μάντης θα μπορούσε να προβλέψει ότι μετά από χρόνια το ίδιο
σύνθημα θα είχε και πάλι καθολικό νόημα; Ποιος θα μπορούσε να μαντέψει
ότι με τόσο χρήμα να κυκλοφορεί και τόσα τεχνολογικά επιτεύγματα ως
στήριγμα, οι λαοί θα ζούσαν σε μια κατ’ επίφαση αρμονική κοινωνία η
οποία φαινομενικά μόνο τους παρέχει όλα τα αγαθά που χρειάζονται;
πηγή: ΟΤΗΕRS / Ευθυμία Γιώσα