Πηγή : Η Λέσχη της Ανυπότακτης Θεωρίας
Του Χρήστου Αβραμίδη
Κάπως έτσι, φαίνεται να αποκρίθηκε το Ελληνικό κράτος, η Ασφάλεια και τα ΜΜΕ μετά την διαδήλωση των εργαζόμενων ενάντια στον Φούχτελ και τις απολύσεις στην τοπική αυτοδιοίκηση. Το σύστημα πεινούσε. Και πεινούσε για ανθρώπινη σάρκα, κατά προτίμηση αγωνιστών. Πως να σταματήσεις, όμως με τα γκλομπ, κάποιον που ακούει την παραπάνω φράση καθημερινά από παιδικά στόματα στον χώρο εργασίας του. Πως να φοβίζεις τρεις εργαζόμενους που απειλούνται με απόλυση μετά από τόσα χρόνια δουλειάς.
Όταν περάσεις πρώτη φορά την πόρτα της σχολικής τάξης, αυτή την φορά για να διδάξεις και όχι (μόνο) για να διδαχθείς, τα πρώτα συναισθήματα είναι μια γλυκιά νοσταλγία και πολλά χαμόγελα για τα παιδιά που βλέπεις στην τάξη και αρχίζεις να αγαπάς. Σιγά σιγά όμως τα χαμόγελα μετριάζονται και εκτός από χαμογελαστά προσωπάκια αρχίζεις να παρατηρείς τον αποκλεισμό την στεναχώρια και την μοναξιά, το ανεκπλήρωτο μιας παιδικής ηλικίας, που δεν πρόκειται ποτέ να εκπληρωθεί.
Οι τέσσερις τοίχοι που σε περιτριγυρίζουν, το νιώθεις πια, κλείνουν μέσα τους σαν φυλακή όλη την φτώχεια, και την εξαθλίωση. Η δυστυχία και η εκμετάλλευση είναι για τα πιο πολλά παιδιά σου, λέξεις που περιέχουν ολόκληρο μέλλον. Μερικά παιδάκια δεν παίζουν με τα άλλα, είτε επειδή δεν ξέρουν την γλώσσα, είτε επειδή δεν είχαν παπούτσια για να έρθουν στο σχολείο. Ας δούμε το απλούστερο παράδειγμα μόνο. Το ένα παιδί βλέπει και μαθαίνει από τον γονιό του, τον αγαπά, το αγαπά και μαζί ανακαλύπτουν τον κόσμο, γιατί οι γονείς του έχουν μια οικονομική άνεση ,δουλεύουν λιγότερο και μπορούν να το βλέπουν και να το φροντίζουν. Το άλλο δεν βλέπει τον πατέρα του, ή τον βλέπει κουρασμένο και εκνευρισμένο, γιατί αυτός εργάζεται 10ωρα ή κάνει δυο δουλειές για να τα βγάλουν πέρα.Ποιο από τα δύο θα προοδεύσει και θα τα πάει καλά στο σχολείο;
Είναι έτσι φτιαγμένο το σχολείο, που τα παιδιά των ανώτερων τάξεων (συνήθως τον μπροστά θρανίων) , μπορεί να προσέξουν και να προοδέψουν, ενώ στα πίσω θρανία, πάντα θα γίνεται φασαρία, και πάντα κάποιοι θα μένουν πίσω. Όταν ο δάσκαλος μπαίνει τις πρώτες χρονιές στην τάξη, προσπαθεί και δουλεύει νυχθημερόν, δοκιμάζει πράγματα, μερικές φορές επιτυγχάνει, μερικές αποτυγχάνει, σίγουρα πάντως το τέλος της σχολικής μέρας θα τον βρει θλιμμένο σε κάποια γωνία να ψάχνει τι πήγε στραβά και εκείνο το παιδικό βλέμμα στο πίσω θρανίο γίνεται όλο και πιο σκοτεινό.
Όταν αυτό συμβαίνει για μερικούς μήνες και μετά για μερικά χρόνια, ο δάσκαλος συνήθως, συμβιβάζεται, ενσωματώνει, το ότι όσο και να προσπαθήσει είτε, πάντα θα κάνει πολλά πράγματα στραβά, ή ότι μερικοί μαθητές-άνθρωποι προορίζονται εξ ορισμού για χαμηλότερα. Το μάθημα προκαλεί στον δάσκαλο, πόνο, νεύρα φωνές, ίσως και δάκρυα. Το μάθημα θέλει υπομονή και ο θυμός συσσωρεύεται, πρέπει να έχεις κάπου να τον διοχετεύσεις Μερικοί εκπαιδευτικοί ξεσπούν πάνω στα παιδιά (επίσημη πολιτική του Ελληνικού κράτους, μέχρι πριν μερικά χρόνια). Μάλιστα εκκρεμούν καταγγελίες για έναν εκπαιδευτικό της Χρυσής Αυγής, ότι βίαζε ανήλικες μαθήτριες. Αυτόν καμία αστυνομία δεν τον κυνήγησε.
Υπάρχει όμως και η άλλη εκπαίδευση. Αυτή απαρτίζεται από τους εκπαιδευτικούς που ψάχνουν, μαθαίνουν, αναζητούν γιατί τελικά τα παιδιά των πίσω θρανίων, δεν εντάσσονται και μένουν στάσιμα. Μετά επιλέγουν να αφιερώσουν τον χρόνο τους, ίσως και την ζωή τους, στην άρση αυτής της αδικίας, και όταν θα έρθει κάποιος “ισχυρός άνδρας” , να συζητήσει και να εξαγγείλει, νέες μειώσεις μισθών, νέες απολύσεις, νέο κύμα παιδιών που οι γονείς τους θα είναι άνεργοι και αυτά θα έρχονται στην τάξη σαν ζωντανά νεκρά, δεν έχεις ούτε στιγμή το δίλημμα. Εκεί διοχετεύεται και ο θυμός. Θα είσαι στην πρώτη γραμμή ενάντια σε αυτόν τον σιχαμένο και το σύστημά τους . Ανεξάρτητα από την εθνικότητά του. Άλλωστε, το επόμενο πρωινό, πώς να κρυφτείς απ’τα παιδιά και από αυτά τα σκοτεινά βλέμματα που σε κοιτούν από εκεί πίσω ανήμπορα να αντιδράσουν.
Η Αστυνομία σε αυτόν τον τόπο, (από δασκάλους) κυνηγούσε πάντα, τους υπερασπιστές των αδυνάτων. Τι θα δήλωνε άραγε ο ο “βλάσφημος” Λουντέμης, ο “κατάσκοπος” Πλουμπίδης, και η “αντεθνική” Ρόζα Ιμβριώτη. Πως θα ένιωθαν οι Βάρναλης και Γληνός αν τον χειμώνα του 1935 που πέρασαν εξόριστοι στον Άη Στράτη, γνώριζαν ότι 68 χρόνια μετά, στην ίδια εποχή, συνεχίζονται οι διώξεις, και τα χαρτιά μετανοίας σε συναδέλφους τους. Ήταν σχεδόν ολόκληρος ο 20ος αιώνας, στην Ελλάδα που τα σκουπίδια αυτού του τόπου, οι χωροφύλακες, και οι μετέπειτα ταγματασφαλίτες και οι δωσίλογοι, ωσάν σκυλάκια των ισχυρών, έμπαιναν νύχτα στα σπίτια και στους χώρους εργασίας, και έπιαναν αυτούς που αντιστάθηκαν στην εκμετάλλευση. Χτυπούσαν γυναίκες και παιδιά, μέσα στα ίδια τους τα σπίτια όπως οι σημερινοί πολιτικοί τους απόγονοι στα τηλεοπτικά στούντιο.
Ο 21ος αιώνας, τελικά, δεν φαίνεται να δείχνει ότι οι από πάνω θα φερθούν κάπως πιο πολιτισμένα στους από κάτω. Για όσους δεν το είχαμε καταλάβει μέχρι στιγμής, η σύλληψη των δύο εργαζόμενων της τοπικής αυτοδιοίκησης αλλά και του δασκάλου, Θανάση Αγαπητού, μέσα στο σχολείο του, που έγιναν πριν από μερικές μέρες δείχνει τις θα προσπαθήσουν να μας κάνουν και σε τούτον τον αιώνα.
Το τέλος της ιστορίας και η διαιώνιση της αδικίας, προβλέφθηκαν πολλάκις. Δεν μας είπαν, όμως, ότι για να γίνει αυτό, θα πρέπει να (ξανά) σταλούν στα δικαστήρια και στα ξερονήσια, αυτοί που θέλουν και μπορούν, να γράψουν ιστορία και να αγωνιστούν για το τέλος της αδικίας. Βέβαια τότε, οι νικητές, έστειλαν στα ξερονήσια, τους ηττημένους, αλλά σήμερα αυτή η διάκριση νικητών και ηττημένων όσο οξύνεται, τόσο κινδυνεύει να ανατιναχθεί.
Το παιχνίδι ξαναξεκίνησε, και όλα παίζονται…
ΥΓ: Στο τέλος της απολογίας ο πρόεδρος του δικαστηρίου παρατηρεί: «Απορώ … πώς δεν υπογράψατε μια δήλωση [μετανοίας] για να σώσετε από τη δοκιμασία εσάς και το παιδί σας…».
Και ο Λουντέμης απαντά: «Χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να γίνουν τα τέσσερα πόδια δύο. Δεν θα τα κάμω πάλι τέσσερα εγώ!»