Του Αντώνη Αγγελή
Υπάρχουν πάρα πολλές λέξεις που αποδίδουν την απανθρωπιά, την εκμετάλλευση, την αδικία, την εξαπάτηση, την αναξιοπρέπεια, απ’ όλες όμως ο καπιταλισμός είναι η αντιπροσωπευτικότερη, γιατί περιλαμβάνει όλες αυτές τις έννοιες μαζί. Το κακό είναι ότι ο καπιταλισμός πέρα από απλός όρος, είναι το οικονομικό αυτό σύστημα που αιώνες τώρα καθορίζει την κοινωνικό-πολιτική πραγματικότητα των λαών. Μια επικείμενη κατάρρευση του καπιταλισμού θα σήμαινε την ταυτόχρονη κατάρρευση ολόκληρου του γνωστού μέχρι τώρα κόσμου για τον άνθρωπο, ολόκληρης της πραγματικότητάς του....Κάτι τέτοιο φαίνεται να προμηνύουν ορισμένες από τις φράσεις που ακούγονται όλο και πιο συχνά τελευταία, όπως: «το οικονομικό μοντέλο καταρρέει», «το οικονομικό σύστημα και οι πολιτικές που το στηρίζουν αποτυγχάνουν». Τέτοιες διατυπώσεις γεννούν σίγουρα ένα πλήθος προβληματισμών, όπως εξίσου σίγουρα εγείρουν οράματα, φόβους και ψευδοδιλήμματα.
Ο καπιταλισμός όμως είναι ένα σύστημα, που έχει αποδείξει επανειλημμένα την ανθεκτικότητά του στην κρίση των χρόνων και στα χρόνια της κρίσης. Για την ακρίβεια, είναι ένα σύστημα που γεννά κρίσεις προκειμένου μεταλλαγμένο πια να αναβιώσει και να συνεχίσει να λειτουργεί. Ο καπιταλισμός έχει μια εγγενή ιδιότητα, μετασχηματίζεται, απ’ αυτό ανατροφοδοτείται. Τα ποικίλα επίθετα που έχει λάβει μέσα στους αιώνες, μέχρι το σύγχρονό του -νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός- αποδεικνύουν αυτήν την εγγενή υβριδικότητά του.
Αυτοί που προσδίδουν θετικό πρόσημο στον καπιταλισμό, ερμηνεύουν αυτήν την ιδιαιτερότητά του -την ευμεταβλητότητά του- σαν απόδειξη λειτουργικής τελειότητας, παρουσιάζοντάς τον ταυτόχρονα ως γέννημα, δημιούργημα και αποτέλεσμα της φυσικής, καθορισμένης και αναμενόμενης εξέλιξης του ανθρώπου και των κοινωνιών του. Από την άλλη, όσοι αποδίδουν στο καπιταλιστικό σύστημα αρνητικό πρόσημο, υποστηρίζουν ότι η λερναιακή του μορφή αντλείται από την εξουσιαστική ισχύ του κεφαλαίου, που μπορεί να αλλάζει διαρκώς προσωπεία τόσο μέσα από τη ρυθμιστική λειτουργία που επιτελούν σε κάθε επίπεδο πολιτικό-κοινωνικής οργάνωσης οι νόμοι της αγοράς, όσο και μέσα από την εκάστοτε ηγεμονική νοοτροπία της αστικής τάξης. Αυτή η δεύτερη άποψη (που με βρίσκει σε μεγάλο βαθμό σύμφωνο) επικαθορίζεται από μια κρατικίστικη προοπτική (που με βρίσκει αντίθετο). Αυτές οι δύο κυρίαρχες τοποθετήσεις, χωρίς να περιλαμβάνω έναν μεγάλο αριθμό άλλων προσεγγίσεων και θεωρήσεων του εν λόγω συστήματος αλλά και χωρίς να τον αποκλείω, εκτός του ότι αποδίδουν στον καπιταλισμό το χαρακτήρα του αναπόφευκτου είτε ως φυσική αναγκαιότητα είτε ως αναγκαίο κακό, αγνοούν τη δομική του ισχύ.
Ο καπιταλισμός εκμεταλλεύτηκε έννοιες που αποτέλεσαν και συνεχίζουν να αποτελούν τον μπούσουλα στην οικονομική, πολιτική και κοινωνική οργάνωση, όπως, ιδιοκτησία, ανταγωνισμός, κεφάλαιο, κέρδος, εξουσία. Η μετατροπή των εννοιών αυτών σε βασικές προοπτικές και επιδιώξεις για τα άτομα, τις κοινωνίες και τα κράτη, καθώς και η θεσμική τους πλαισίωση κατόρθωσε να παγιώσει τον καπιταλισμό ως το πλέον αντιπροσωπευτικό και λειτουργικό σύστημα, και μάλιστα, με την ανοχή ή και τη συγκατάθεση ακόμη και των μη προνομιούχων τάξεων. Αυτός είναι ένας πραγματικά θαυμαστός τσαρλατανισμός που πρέπει να του αναγνωρίσουμε. Ο καπιταλισμός, ενώ ανοίγει το χάσμα μεταξύ των τάξεων, πλούσιων και φτωχών, προνομιούχων και μη, ευαγγελίζεται το αντίθετο, ότι δηλαδή αφήνει πάντα ανοιχτά τα περιθώρια στο άτομο για μεταπήδηση μεταξύ των τάξεων, πάντοτε όμως υπό προϋποθέσεις και με τους δικούς του όρους. Αυτή η καπηλεία της ελπίδας για οικονομική και κοινωνική αναρρίχηση και το ντοπάρισμα της ιδιοτέλειας και της φιλοδοξίας με έναν άμετρο ανταγωνισμό είναι που καθιστούν τον καπιταλισμό δομικό στοιχείο όχι μόνο της οικονομικής και πολιτικής οργάνωσης, αλλά και δομικό στοιχείο της ίδιας της ανθρώπινης «συνείδησης».
Όταν ο Προυντόν, για παράδειγμα, υποστήριζε πως η ιδιοκτησία είναι κλοπή, ουσιαστικά διαπίστωνε μια χειμαρρώδη τάση καταπάτησης των ανθρώπινων δικαιωμάτων, της ελευθερίας και της ισότητας, που συνδιαπερνούσε και συνδιαμόρφωνε τα δομικά χαρακτηριστικά κρατών, κοινωνιών και ανθρώπων ταυτόχρονα. Πράγματι, η κλοπή προϋποθέτει την ιδιοκτησία και η ιδιοκτησία προϋποθέτει την κλοπή. Με μια πρώτη ανάγνωση, η αρχική σχέση γίνεται άμεσα αντιληπτή, αφού για να κλέψει κανείς κάτι, θα πρέπει αυτό το κάτι να ανήκει σε κάποιον. Από την άλλη, η δεύτερη σχέση μοιάζει δυσνόητη, και για έναν υπέρμαχο του καπιταλισμού αδιανόητη. Ωστόσο, ο ιδιοκτήτης μιας έκτασης γης έχει ιδιοποιηθεί ένα κομμάτι της φύσης, που ως τέτοιο ανήκει στον καθένα. Ο ιδιοκτήτης καρπώνεται τα οφέλη που του παρέχει αυτή η γη, τα οποία θα έπρεπε να ανήκουν στον καθένα. Τι άλλο, λοιπόν, είναι αυτό αν όχι βίαιη απόσπαση ενός κοινού αγαθού και εκμετάλλευσή του προς ίδιον όφελος; Βέβαια, κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι όλα αυτά έγιναν νόμιμα και συνεπώς δεν πρόκειται για κλοπή, αλλά για νόμιμη αξιοποίηση όσων σε διαφορετική περίπτωση θα έμεναν αναξιοποίητα. Αυτή ακριβώς είναι και η προκάλυψη της ληστρικής διάθεσης που νομιμοποιούν οι τίτλοι ιδιοκτησίας.
Το ότι χρησιμοποιώ το παράδειγμα της ιδιοκτησίας για να αναδείξω τη δομική ισχύ του καπιταλιστικού συστήματος, δεν είναι τυχαίο. Το χρησιμοποιώ, γιατί το θεωρώ ένα από τα χαρακτηριστικότερα, συστατικά στοιχεία της καπιταλιστικής νοοτροπίας. Οι τίτλοι ιδιοκτησίας, άλλωστε, δεν περιορίζονται στις γαίες και το μοίρασμά τους, αντίθετα, λειτουργούν κανονιστικά σε πολλά και πολλαπλά επίπεδα της κρατικής και κοινωνικής οργάνωσης, ακόμη και στην καθημερινότητά μας. Έτσι, ο ιδιοκτήτης μιας μεγάλης επιχείρησης, μιας πολυεθνικής εταιρίας, δηλαδή το κεφάλαιο, που είναι και ιδιοκτήτης των μέσων παραγωγής, καρπώνεται τα κέρδη, που του δίνουν τη δυνατότητα να πολλαπλασιάσει τους τίτλους ιδιοκτησίας του και κατά συνέπεια και τα κέρδη του. Αυτό βέβαια θα μπορούσε να μην ήταν a priori αρνητικό, αν το αποτέλεσμα του πολλαπλασιασμού δεν αφορούσε αποκλειστικά το ίδιον όφελος, αλλά το κοινωνικό σύνολο.
Κάπου εδώ και κάπως έτσι, όμως, γεννιέται ο προβληματισμός των κινήτρων και της ανταμοιβής. Γιατί, για ποιο λόγο κάποιος να σκεφτεί δημιουργικά και να υλοποιήσει τη δημιουργική του σκέψη, αν είναι να μην ανταμειφθεί δεόντως, για κάτι μάλιστα που αφορά το κοινωνικό σύνολο, από τη στιγμή που δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας και ενισχύει την οικονομία του κράτους; Η απάντηση «κανείς δεν του το ζήτησε», συνήθως, δεν ικανοποιεί τους νεοφιλελεύθερους στοχαστές. Ας τη θέσουμε, λοιπόν, διαφορετικά, πιο αναλυτικά. Αν το έκανε για να ικανοποιήσει μια προσωπική του ανάγκη, ποια ήταν η ανάγκη αυτή; Αν το έκανε για να πλουτίσει, τότε δε μπορεί να διαφωνήσει στο ότι είναι ιδιοτελής, αν, από την άλλη, το έκανε για να προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο, πέρα από πρόφαση, αυτή η δικαιολογία είναι άτοπη, από τη στιγμή που δεν καρπώνονται όλοι, ή τουλάχιστον όσοι συμμετέχουν, εξίσου τα οφέλη της δημιουργικότητας. Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι ο ιδιοκτήτης συνέλαβε την ιδέα και έβαλε το κεφάλαιο για να υλοποιηθεί, θα έπρεπε να καταλήξουμε ότι δικαιωματικά παίρνει τη μερίδα του λέοντος. Ωστόσο, η ιδέα του δε θα υλοποιούταν ποτέ, αν δεν συνέβαλλαν αυτοί που την υλοποιούν καθημερινά, αντίθετα, θα έμενε στο αφηρημένο επίπεδο των εννοιών. Μια επιχείρηση, μια εταιρία, ένα εργοστάσιο λειτουργούν τόσο μέσα από τη διοίκηση όσο και μέσα από την παραγωγική δύναμη των εργατών, διαφορετικά, δε λειτουργεί. Αξιολογικά και μόνο, λοιπόν, κάτι δεν πάει καλά στη συλλογιστική του κεφαλαίου. Στην πραγματικότητα, αυτό που ευνοεί μια τέτοια ανάπτυξη με αυτούς τους όρους, είναι μια ακόμη πιο ριζωμένη και παγιωμένη καπιταλιστική κουλτούρα της εκμετάλλευσης σε κάθε επίπεδο.
Στη βάση αυτής της ιδιοκτητικής-κεφαλαιοκρατικής λειτουργίας διαρθρώνονται και οι σχέσεις μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου. Για την ακρίβεια, ολόκληρο το καπιταλιστικό σύστημα δε θα λειτουργούσε αν δεν είχε εξασφαλισθεί η σχέση εργοδότη-εργαζόμενου. Ο εργάτης, ο υπάλληλος, ο καθένας μας, δέχεται τη μικρότερη ή μεγαλύτερη από οκτάωρη, την εβδομαδιαία, τη δεκαπενθήμερη, τη μηνιαία μίσθωση των γνώσεων, των ικανοτήτων και των δεξιοτήτων του, προκειμένου να εξασφαλίσει τη δυνατότητα ανάπτυξης της ιδιοκτητικής του ικανότητας. Ο καθένας μας συνεχίζει να λειτουργεί στην καθημερινότητά του με τους όρους της αγοράς, του κεφαλαίου και του καπιταλισμού γενικότερα, στο βαθμό που είναι ικανός να καταναλώνει. Η καταναλωτική δυνατότητα για το άτομο αποτελεί ένδειξη πως οι καθημερινοί, εφήμεροι, μικροί τίτλοι ιδιοκτησίας, που κατακτά μέσω της αγοράς απλών αντικειμένων και υπηρεσιών, κρατούν πάντα ζωντανή μια πιθανή γιγάντωση της κεφαλαιακής του δύναμης, μια θέση στο καπιταλιστικό όνειρο. Το ότι αυτή η επιδίωξη, αυτό το καθημερινό όραμα του καθενός καθίσταται η τροφοδοτική δύναμη του καπιταλιστικού μηχανισμού, γίνεται ακόμη πιο έντονα αντιληπτό, όταν ο μισθός πέφτει στα επίπεδα της απλής επιβίωσης. Τότε, οι διεκδικήσεις για αύξηση των μισθών οδηγούν, δυστυχώς, την πλειοψηφία των διεκδικούντων σε ένα κυνήγι ανάκτησης του ονείρου. Μόνο που, σε κάθε περίπτωση, το αδιέξοδο, στο οποίο οδηγεί κάθε καπιταλιστική εκδοχή, μετατρέπει το όνειρο σε εφιάλτη. Ο λόγος βέβαια είναι πως το υλικό του ονείρου είναι ένα, το κέρδος, το περισσότερο κέρδος, το ακόμη περισσότερο κέρδος, για όσους, γι’ αυτούς, για λίγους.
Από αυτό το μικροεπίπεδο των εργασιακών σχέσεων και της καθημερινότητας, αν περάσουμε στο μακροεπίπεδο των κρατών, μπορούμε να διαπιστώσουμε αυτήν την ίδια τάση κτητικότητας, ακόμη και ιδιοκτητικότητας. Οι επεκτατικές πολιτικές, στο βαθμό που δημιουργούν σφαίρες επιρροής εξυπηρετώντας τα οικονομικά συμφέροντα εταιριών -οικονομικών κολοσσών-, λειτουργούν στα πλαίσια μιας απάνθρωπης καπιταλιστικής τακτικής που καταπατά τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα της ζωής, της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας. Η παγκόσμια καπιταλιστική νοοτροπία, όταν τα κέρδη που διακυβεύονται είναι τεράστια, εκτός από τη ληστρική της διάσταση λαμβάνει και εγκληματικές, δολοφονικές διαστάσεις. Στα πλαίσια τέτοιων διαστάσεων, εταιρίες αμερικανικών συμφερόντων μπορούν να υποστηρίζουν, ακόμη και να σπονσοράρουν απροκάλυπτα και αδιάντροπα, το βομβαρδισμό αμάχων σε κατοικημένες περιοχές του Κοσσόβου και της Βαγδάτης. Μπορούν επίσης, να αγοράζουν από τις δουλικές κυβερνήσεις ή τις υπό οικονομική και πολιτική ομηρία κυβερνήσεις στην Ασία, την Αφρική, τη Νότιο Αμερική ολόκληρες περιοχές, να εκμεταλλεύονται για ένα κομμάτι ψωμί και λίγο νερό, μολυσμένο κατά πάσα πιθανότητα, το φθηνό, ντόπιο, ανθρώπινο δυναμικό, όποιας ηλικίας, ανεξαρτήτου ηλικίας, προκειμένου να επιτύχουν το κέρδος, την ανάπτυξη. Ποια ανάπτυξη; Κέρδος για ποιούς;
Μόνο έτσι λειτουργεί ο καπιταλισμός. Όποια εκδοχή κι αν επιχειρήσει ένα κράτος, μια κοινωνία, στα πλαίσια του καπιταλισμού, ο απώτερος σκοπός είναι ένας, η αύξηση του κεφαλαίου με οποιοδήποτε κόστος. Επανερχόμενος έτσι στην αφορμή, στις ρητορικές δηλαδή, που διαβλέπουν το τέλος του τωρινού οικονομικού μοντέλου, η ερμηνεία τους μέσα από το πρίσμα μιας τέτοιας λειτουργίας των δομών του καπιταλιστικού συστήματος φαίνεται διαφορετική. Αυτές οι ρητορικές μοιάζει να προέρχονται από πολιτικές σκοπιές που βλέπουν ως λύση στη σημερινή κρίση την κρατικοποίηση από τη μία και την ιδιωτικοποίηση από την άλλη. Ο καπιταλισμός, όμως, έχει αποδείξει ότι ξέρει να λειτουργεί τόσο με προκάλυμμα το κράτος όσο και απροκάλυπτα μέσα από τον ιδιωτικό, επιχειρησιακό, εταιρικό τομέα. Σε κάθε περίπτωση, η καπιταλιστική εξουσία πραγματώνεται όσο κι αν ακούγεται οξύμωρο τόσο μέσα από το μεγαλοαστό, τον κεφαλαιοκράτη, τον τραπεζίτη, όσο και μέσα από κυβερνήσεις περισσότερο ή λιγότερο δημοκρατικές και τους εκλεγμένους ή μη εκπροσώπους τους, ακόμη και μέσα από το προλεταριάτο. Η εφαρμογή των διάφορων οικονομικών μοντέλων της ελεύθερης αγοράς και του ανταγωνισμού έχει εξυπηρετηθεί εξίσου από δικτατορικά καθεστώτα οποιασδήποτε ιδεολογικής απόχρωσης και από δημοκρατικές κυβερνήσεις. Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια, οι τεταμένες τοποθετήσεις περί κατάρρευσης του συστήματος μοιάζουν περισσότερο με μεθοδεύσεις ανασύστασής του, από έναν άλλο δρόμο και μια άλλη σκοπιά. Μάλιστα, σε κρίσιμες περιόδους, αυτή η αίσθηση του κατεπείγοντος που μεταφέρουν οι κυρίαρχοι λόγοι, τα ψευδοδιλήμματα που γεννούν και ο φόβος που πυροδοτούν, οδηγούν σε μια άνευ όρων παράδοση στην «ασφάλεια» της συστημικής ροής των πραγμάτων.
Η αλλαγή, λοιπόν, στο μοντέλο του συστήματος δε σημαίνει και αλλαγή του ίδιου του συστήματος. Η συστημική ροή περνά μέσα από περίεργες διασυνδέσεις και δίκτυα συνηθειών τόσο οικονομικά και πολιτικά όσο και ατομικά και κοινωνικά. Το όραμα που μπορεί να έχει κανείς για εκτροπή της ροής του συστήματος είναι φτιαγμένο από υλικά του συστήματος. Εδώ έγκειται η δυσκολία. Πόσο διατεθειμένοι είμαστε να αλλάξουμε πραγματικά τη ροή των εννοιών, των προσδοκιών, των επιδιώξεων, των συνηθειών, της καθημερινότητάς μας, του συστήματος; Στους περισσότερους, αν όχι σε όλους, προκαλεί φόβο η προσπάθεια απάντησης και μόνο, επειδή περνά μέσα από μονοπάτια άγνωστα μέχρι τώρα, όπως αυτά της αυτό-οργάνωσης, της αλληλεγγύης, της συλλογικότητας, της ελευθερίας, της ισότητας. Ωστόσο, για όσο θα συνεχίζεται αυτός ο φόβος της απάντησης, θα οδηγούμαστε πάντα στην ασφάλεια του καπιταλιστικού ονείρου με τα χίλια πρόσωπα, και είναι αυτά τα χίλια πρόσωπα που κάνουν το όνειρο εφιάλτη.