από τα "Κακώς κείμενα" (http://kakoskeimena.net)
Μικρά αθώα ψέματα
Για ακόμα μια Κυριακή δραπέτευσα στο πατρικό μου, μακριά από τη βοή της πόλης. Εκεί που πάντα ο νους μοιάζει διαυγέστερος, τα χρώματα πιο ζωηρά, οι χειραψίες πιο ουσιαστικές. Εκεί που οι γείτονες σε φιλούν σχεδόν στο στόμα για να σε καλημερίσουν. Όχι, δεν το κάνω ψυχαναγκαστικά, δεν πάω εκεί για να αισθανθώ ότι διεύρυνα την ακίνητή μου περιουσία, ούτε για να νιώσω ότι έχω καβάτζες. Το κάνω γιατί θέλω πάλι να προκαλέσω αυτήν την επιστροφή που βιώνω κάθε φορά όταν ανοίγω την πόρτα και έρχονται οι μυρωδιές της παιδικής μου ηλικίας και κάθονται απευθείας πάνω στον ουρανίσκο. Το κάνω γιατί με συγκινεί εκείνο το στιγμιαίο ταξίδι σε πρόσωπα, καταστάσεις, εποχές, καθώς κοιτάζω τις κορνίζες και τα κάδρα σαν στραβοκάθονται στους τοίχους. Πάλι δεν θα αντισταθώ και θα ψιλαφίσω εκείνη την παλιά πολυθρόνα, για να ανακαλέσω όλες τις φορές που έσφιξα τα ακλόνητα μπράτσα της, για χίλιους δυο διαφορετικούς λόγους. Θα ανοίξω με την ίδια περιέργεια ξανά τα μουχλιασμένα συρτάρια των δωματίων, για να δω να ξεδιπλώνονται μπροστά μου αμέτρητες μικρές ιστορίες μέσα από αντικείμενα, φθαρμένες φωτογραφίες, ευρετήρια τηλεφωνικά και σκισμένα ημερολόγια. 1988. Ευτυχισμένο το νέο έτος. Πολυσέλιδος οδηγός για τη νέα χρονιά. Ενοίκιο σπιτιού. 25.000 δρχ. Σχολείο παιδιού. Μια ζωγραφιά για ‘σενα, μανούλα. Είπες ότι δεν θα κλάψεις ποτέ ξανά, πάλι όμως κλαις. Έλα στο σαλόνι, ώρα για μεσημεριανό.
Περισσότερο απ’ όλα, με γοητεύει εκείνος ο τεράστιος καθρέφτης που στέκεται στο κέντρο του διαδρόμου και μοιάζει θαρρείς με πύλη προς έναν άλλο κόσμο, διαφορετικό. Θα σταθώ με τις ώρες απέναντί του, προσπαθώντας να ανασύρω όλα μου τα πρόσωπα, έτσι όπως μεγάλωνα μέσα στο είδωλό του, χρονιά με τη χρονιά. Κάτι ευφάνταστο θα γράψω πάλι πάνω στο γυαλί, εκμεταλλευόμενος την κάμποση υγρασία που έχει μαζευτεί εδώ πέρα. Ειδικά μετά από το μεθυστικό κρασί της κυρά-Ειρήνης που κατέβασα με λαχτάρα, τη νιώθω μπόλικη την έμπνευση. Καθώς αφήνω το άδειο ποτήρι κάτω, ένα σκούντηγμα στον ώμο με ταράζει. Φαίνεται πως από την πολλή την αναπόληση, ξέχασα την πόρτα ανοιχτή και κάποιος μπήκε μέσα. Είναι ένας έφηβος, με αραιό ακόμα το μουστάκι. Έχει μαζί του βιβλία ένα σωρό, γεμάτα με στιχάκια και φράσεις επαναστατικές. “Καλησπέρα σας, κύριε”, μου λέει με χαρακτηριστικά ευγενική σύσπαση του προσώπου. “Γεια σου, παιδί μου” απαντώ. “Ποιανού είσαι εσύ;”. “Είμαι το παιδί μιας άλλης Ελλάδος”, αποκρίνεται αποστομωτικά. “Καλό, πετυχημένο, αλλά πες μου τώρα, τι γυρεύεις τέτοια ώρα εδώ;” αναρωτιέμαι. “Θέλω να σας πω μια ιστορία, πραγματική, είμαι κι εγώ από αυτήν τη γειτονιά την ωραία. Ξέρω ότι πονάτε πολύ τελευταία. Γι’ αυτό θα σας πω λογάκια να γλυκάνω την καρδιά σας την καλή”. Τον μπαγάσα, λες και έλεγε λέξεις με ομοιοκαταληξία ήταν.
Έκατσε και μίλαγε με τις ώρες. Μου μίλησε για το χωριό, για τις γεμάτες από ανθρώπους πλατείες, για τα ατέλειωτα τα πανηγύρια, με τους γείτονες να τραγουδούν και να χορεύουν. Για την υπερηφάνεια που είχαν στα μάγουλα όταν αλέθανε τα κτήματά τους και για τον τίμιο ιδρώτα που έτρεχε από το μέτωπό τους ως αργά. Για τα σχολειά που πλημμύριζαν από όλων των ειδών τα χρώματα και από τις φωνές στα διαλείμματα. Για τους δασκάλους που γινόντουσαν πατεράδες και μανάδες στη θέση των κηδεμόνων. Για τα μικρομάγαζα που είχαν πάντα κόσμο και πελατεία και που δεν έκλειναν σχεδόν ποτέ, τα έβρισκες ανοιχτά ακόμα και τις αργίες για να μη λείψει τίποτα από το οικογενειακό τραπέζι της ευτυχίας. Για τα γήπεδα και τις αλάνες που ασφικτυούσαν από ιδρώτα, αίμα αγνό στο τσιμέντο, αλλά και για τους έρωτες, καθώς ξεπηδούσαν κάθε απόγευμα, ανάμεσα σε υπεροβολικές και περίτεχνες επιδεικτικές κινήσεις προς τις κοπέλες που παρατηρούσαν τα μαχόμενα νιάτα να σκοτώνονται για το ποιος θα κάνει τη θεαματικότερη κίνηση. Γκολ! Λες και σκόραρες στην καρδιά της ήταν κι ας έδειχνε εκείνη αφηρημένη και δεν καταλάβαινε ακριβώς το λόγο για το θρίαμβό σου. Για τα σπίτια που είχαν για τούβλα την υπομονή και για λάσπη την αγάπη, έτσι καθώς χτιστήκαν, σκαλί-σκαλί, πατάρι με πατάρι. “Ωραία τα λες, αγόρι μου, μεθυστικά. Κάτσε να βάλω ένα ποτηράκι ακόμα. Κι ας μεθύσω”.
Είπε και τι δεν είπε. Είπε για τη μάνα του, την Ελλάδα. Για τους υπέροχους, μεγάλους δρόμους, με τα φωτεινά γράμματα, που αναβόσβηναν από μακριά και γράφανε ΕΥΗΜΕΡΙΑ. Για τα γεμάτα Πανεπιστήμια και τα φλογερά αμφιθέατρα, για τους φοιτητές που λιώνανε παπούτσια, ενώ βαδίζανε πάνω στα μονοπάτια της επιστήμης και της Παιδείας. Για τα παιδιά που γυρνάγανε από τα ξένα πίσω στα σπίτια τους, μοιράζοντας τον πλούτο της γνώσης σε κάθε σπιθαμή τούτης της γής. Για τα εργοστάσια και τα ναυπηγεία που είχαν χιλιάδες εργάτες να φαίνονται από ψηλά σαν μυρμήγκια που καρτερικά φροντίζουν για κάθε επόμενο χειμώνα. Για τις ελληνικές επιχειρήσεις που εξαπλώνονταν και σε μέρη μακρινά, στέλνοντας λάδι και βαμβάκι μέχρι την άλλη άκρη της Ευρώπης. Για τους λαούς που κουράστηκαν και πόνεσαν από τους διχασμούς και που θέλησαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να γίνουν όλοι ένα, σαν μια αγαπημένη οικογένεια. Για τους ηγέτες που υποσχέθηκαν ότι θα καταργήσουν τα σύνορα στο χάρτη, ότι θα γκρεμίσουν τα τείχη και θα γίνει ο κόσμος μας μια μεγάλη γειτονιά. Για τους πολέμους που ποτέ ξανά δεν θα υπάρξουν, για τα ταξίδια που δεν θα είναι πια μόνο στα όνειρά μας. Για την αλληλεγγύη και τη στήριξη των αδυνάτων, για την αίσθηση της ασφάλειας και της εμπιστοσύνης σε κοινά οράματα. Για το τέλος κάθε τέλους. “Τέλος πάντων”, απάντησα.
Όσο περνούσε η ώρα, γινόταν όλο και δυνατότερη η φωνή του, λες και βρισκόταν στην απόλυτη έξαρση των όσων πίστευε. Γιατί, όντως πίστευε πολύ σε όσα εξιστορούσε, τόσο που έκανε τα πάντα για να με κάνει κι εμένα να πιστέψω. Να πιστέψω ότι δεν υπάρχουν πια άστεγοι και νοικοκυραίοι που παρακαλάνε για ένα κομμάτι ψωμί. Ότι δεν θα δούμε ποτέ ξανά κλειδαμπαρωμένες τις τράπεζες και τους πολίτες απ’ έξω να περιμένουν με τις κατσαρόλες για να βάλουν μέσα τις καταθέσεις τους με σκοπό να τις βράσουν. Ότι δεν θα ξημερώσει ποτέ ημέρα που θα ποδοπατάνε μαύρους ζητιάνους στα φανάρια και τα πεζοδρόμια, ότι δεν θα χτυπήσει με γροθιές ποτέ ο γιος τον πατέρα για να του δείξει τη δύναμη του μίσους. Ότι οι παππούδες και οι γιαγιάδες νιώθουν πως ανταμείφθηκαν για όσα προσφέραν με τα γδαρμένα δάκτυλά τους στο χώμα που είναι δικό τους και δικό μας. Ότι οι γειτονιές γεμίσαν πάλι με κόσμο και ότι οι ξενιτεμένοι επέστρεψαν και τ’ αδέρφια σμίξανε στα δικά τους πατρικά. Ότι ο λαός μας είναι πια ελεύθερος και δεν χρωστάει πουθενά παρά μόνο στον εαυτό του και στο μέλλον του. Ότι πλέον υπάρχει για τον καθένα μια δουλειά και μια αξιοπρέπεια. “Θέε μου, λες να είναι έτσι;”, αναφώνησα με λαχτάρα, καθώς άρχισα να συνέρχομαι από τη μέθη. Εκείνος ο έφηβος έχει φύγει πια από δίπλα μου και με κοιτάζει μέσα απ’ τον καθρέφτη. Πόσο, στ’ αλήθεια, μου μοιάζει. Στη γωνία επάνω καθρεφτίζεται το ημερολόγιο του τοίχου. 1η Απριλίου 2013.
Κι ήτανε όλα σαν ψέμα.