στο αδόκητο του επίγειου ταξιδιού σου το τέλος
η θύμηση σταυρώνεται.
Μόνο τούτα τα λίγα:
Τις αφίσες με τα προγράμματα της βδομάδας, αυτές που όμοιές της δεν έκανε κανένας άλλος. Κάθε βδομάδα και σε άλλο χρώμα το χαρτί, μα τα γράμματα ίδια, μαύρα.
Τις έφερνες στο μαγαζί και προσπαθούσαμε να τις κολλήσουμε "ίσια" μα μένα το μάτι έπαιζε ανάμεσα στο πρόγραμμα της βδομάδας και πάντα έγερναν λιγάκι.
Και κείνα τα ξημερώματα, εσύ κατ' ευθείαν στη "διοίκηση"
να αποκρούσεις τα κυνηγητά της κι' εγώ στο μαγαζί παραδίπλα.
Ανάλαφρο το περπάτημά σου εκεί ψηλά Βασίλη.
Σού ρηξαν πολύ μουχρίτσα, Πάσχα μες την μαγειρίτσα,
μα δεν ξέρουν τόν Τσιμπίδη, τί σκληρό πού είναι καρύδι.
Τό παράσιτο κατάπιες και σκαρφάλωσες στίς ντάπιες,
μ ένα παλιοκαριοφίλι, εγουτούρεψες Βασίλη… (λύσαξες από αγωνιστικό μένος, ποντιστί)
Τό παράσιτο σκοτώνεις και στόν κάμπο ξεσαλώνεις,
τά λαζούδεα(καλαμπόκια) γουρταρεύταν (σώθηκαν)
κι οι εχθροί επογαλεύταν (απελπίστηκαν, κουράστηκαν).
Χωρατά από φίλους
βιογραφικό
To νέο έπεσε σαν κεραυνός στην αριστεροποντιακή μας παρέα: ”Πέθανε ο Βασίλης ο Τσιπίδης.” Απίστευτο! Τίποτα δεν προοιώνιζε αυτό το θλιβερό γεγονός. Ο Βασίλης ήταν ένας από τους παλιούς αυθεντικούς αριστεροπόντιους, που κουβαλούσε μια εμπειρία ζωής που θυμίζει Οδύσσεια. Μια Οδύσσεια του ελληνισμού παραγνωρισμένη απολύτως απ’ όλους στη μίζερη “μικρή πλην έντιμο” Ελλάδα.
Ο Βασίλης Τσιπίδης, ηθοποιός στο επάγγελμα, γεννήθηκε στο Βατούμι του Καυκάσου το 1946 από Πόντιους πρόσφυγες γονείς, φυγάδες εκεί από το μικρασιατικό Πόντο λόγω της Γενοκτονίας και της Μικρασιατικής Καταστροφής. Τον Ιούνη του 1949 ολόκληρη η ελληνική κοινότητα των παρευξείνιων (και των παρά την Κασπία) σοβιετικών περιοχών, εκτοπίστηκε από τον σταλινισμό στην Κεντρική Ασία. Έτσι, στα τρία του χρόνια ο Βασίλης θα είναι χαρακτηρισμένος ως “εχθρός του λαού” από τους σταλινικούς εξουσιαστές….
Εκεί, στις στέπες του Καζαχστάν έζησε μέχρι το 1956, οπότε με την αποσταλινοποίηση (20ο Συνέδριο ΚΚΣΕ) χαλάρωσαν τα απαγορευτικά μέτρα. Κάποιοι λίγοι εκτοπισμένοι κατάφεραν να έρθουν στην Ελλάδα. Μεταξύ τους και ο Βασίλης με τη μητέρα του. (Oι περισσότεροι πρόσφυγες του συγκεκριμένου προσφυγικού κύματος του ’56 εγκαταστάθηκαν στον Καρέα Αττικής και στη Νέα Βίγλα Άρτας)….
Καμιά πολιτική ενσωμάτωσης και αποκατάστασης δεν υπήρχε για τους νέους αυτούς Πόντιους πρόσφυγες της μικρασιατικής οδύνης. Μόνοι τους, βασισμένοι στις δικές τους δυνάμεις, προσπάθησαν να σταθούν στα πόδια τους στην άξενη πατρίδα.
Ο Βασίλης βίωσε έντονα τις άσχημες συνθήκες και πάλεψε σκληρά για να επιβιώσει. Τα κατάφερε σε εξαιρετικά αντίξοo περιβάλλον. Η εποχή της Χούντας άρχισε όταν ο Βασίλης ήταν 19 χρονών. Ευαίσθητος και προβληματισμένος για την κοινωνική αδικία θα ενταχθεί στην παράνομη αντίσταση, θα συλληφθεί, θα βασανιστεί και θα φυλακιστεί από τους ανθρωποφύλακες της ξενοδουλείας. Αν στα τρία του χρόνια ήταν “πράκτορας του καπιταλισμού” για τους σταλινικούς, στα 20 του για τους χουντικούς ήταν “πράκτορας του κομμουνισμού” …
Με την αποφυλάκισή του θα σπουδάσει αυτό που αγαπούσε: ηθοποιός στη Σχολή Κατσέλη και θα το μετατρέψει σε αγαπημένο λειτούργημα. Έπαιξε διάφορους ρόλους στον κινηματογράφο, το θέατρο και την τηλεόραση, μα πιο χαρακτηριστική ήταν η συμμετοχή του στο θεατρικό εγχείρημα του “Ξυπόλητου Τάγματος“…
Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 δημιούργησε ένα εξαιρετικό μουσικό στέκι στη Ζωοδόχου Πηγής, με την ονομασία ”Το μπαράκι του Βασίλη“, το οποίο θα το μεταφέρει στη συνέχεια στην Διδότου 3.
Για τη συμβολή του στη μουσική ζωή της Αθήνας η Ν. Χ”αντωνίου έγραψε:“Ευκαιρίες σε νέους μουσικούς, εναλλασσόμενα σχήματα: ο Βασίλης και το μπαράκι του βοήθησαν επί 25 χρόνια ν’ αλλάξει η ανθρωπογεωγραφία των live.Γιατί είτε στη Ζωοδόχου Πηγής είτε πιο πρόσφατα στη Διδότου, «Το Μπαράκι του Βασίλη» μάς σύστησε πολλούς αδισκογράφητους και ταλαντούχους, προτού να τους εντοπίσουν η δισκογραφία και το μεγάλο κοινό. Γι’ αυτό και η είδηση ότι το στέκι που έφτιαξε ο ηθοποιός Βασίλης Τσιπίδης κλείνει, σήμανε κι ένα τέλος εποχής. Κι ας ήταν ο χώρος της Διδότου μια σταλιά (80 θέσεων). Ετσι χωρούσε μια χαρά στην ατζέντα όσων έψαχναν να ανακαλύψουν καινούργια πράγματα.”
To νέο έπεσε σαν κεραυνός στην αριστεροποντιακή μας παρέα: ”Πέθανε ο Βασίλης ο Τσιπίδης.” Απίστευτο! Τίποτα δεν προοιώνιζε αυτό το θλιβερό γεγονός. Ο Βασίλης ήταν ένας από τους παλιούς αυθεντικούς αριστεροπόντιους, που κουβαλούσε μια εμπειρία ζωής που θυμίζει Οδύσσεια. Μια Οδύσσεια του ελληνισμού παραγνωρισμένη απολύτως απ’ όλους στη μίζερη “μικρή πλην έντιμο” Ελλάδα.
Ο Βασίλης Τσιπίδης, ηθοποιός στο επάγγελμα, γεννήθηκε στο Βατούμι του Καυκάσου το 1946 από Πόντιους πρόσφυγες γονείς, φυγάδες εκεί από το μικρασιατικό Πόντο λόγω της Γενοκτονίας και της Μικρασιατικής Καταστροφής. Τον Ιούνη του 1949 ολόκληρη η ελληνική κοινότητα των παρευξείνιων (και των παρά την Κασπία) σοβιετικών περιοχών, εκτοπίστηκε από τον σταλινισμό στην Κεντρική Ασία. Έτσι, στα τρία του χρόνια ο Βασίλης θα είναι χαρακτηρισμένος ως “εχθρός του λαού” από τους σταλινικούς εξουσιαστές….
Εκεί, στις στέπες του Καζαχστάν έζησε μέχρι το 1956, οπότε με την αποσταλινοποίηση (20ο Συνέδριο ΚΚΣΕ) χαλάρωσαν τα απαγορευτικά μέτρα. Κάποιοι λίγοι εκτοπισμένοι κατάφεραν να έρθουν στην Ελλάδα. Μεταξύ τους και ο Βασίλης με τη μητέρα του. (Oι περισσότεροι πρόσφυγες του συγκεκριμένου προσφυγικού κύματος του ’56 εγκαταστάθηκαν στον Καρέα Αττικής και στη Νέα Βίγλα Άρτας)….
Καμιά πολιτική ενσωμάτωσης και αποκατάστασης δεν υπήρχε για τους νέους αυτούς Πόντιους πρόσφυγες της μικρασιατικής οδύνης. Μόνοι τους, βασισμένοι στις δικές τους δυνάμεις, προσπάθησαν να σταθούν στα πόδια τους στην άξενη πατρίδα.
Ο Βασίλης βίωσε έντονα τις άσχημες συνθήκες και πάλεψε σκληρά για να επιβιώσει. Τα κατάφερε σε εξαιρετικά αντίξοo περιβάλλον. Η εποχή της Χούντας άρχισε όταν ο Βασίλης ήταν 19 χρονών. Ευαίσθητος και προβληματισμένος για την κοινωνική αδικία θα ενταχθεί στην παράνομη αντίσταση, θα συλληφθεί, θα βασανιστεί και θα φυλακιστεί από τους ανθρωποφύλακες της ξενοδουλείας. Αν στα τρία του χρόνια ήταν “πράκτορας του καπιταλισμού” για τους σταλινικούς, στα 20 του για τους χουντικούς ήταν “πράκτορας του κομμουνισμού” …
Με την αποφυλάκισή του θα σπουδάσει αυτό που αγαπούσε: ηθοποιός στη Σχολή Κατσέλη και θα το μετατρέψει σε αγαπημένο λειτούργημα. Έπαιξε διάφορους ρόλους στον κινηματογράφο, το θέατρο και την τηλεόραση, μα πιο χαρακτηριστική ήταν η συμμετοχή του στο θεατρικό εγχείρημα του “Ξυπόλητου Τάγματος“…
Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 δημιούργησε ένα εξαιρετικό μουσικό στέκι στη Ζωοδόχου Πηγής, με την ονομασία ”Το μπαράκι του Βασίλη“, το οποίο θα το μεταφέρει στη συνέχεια στην Διδότου 3.
Για τη συμβολή του στη μουσική ζωή της Αθήνας η Ν. Χ”αντωνίου έγραψε:“Ευκαιρίες σε νέους μουσικούς, εναλλασσόμενα σχήματα: ο Βασίλης και το μπαράκι του βοήθησαν επί 25 χρόνια ν’ αλλάξει η ανθρωπογεωγραφία των live.Γιατί είτε στη Ζωοδόχου Πηγής είτε πιο πρόσφατα στη Διδότου, «Το Μπαράκι του Βασίλη» μάς σύστησε πολλούς αδισκογράφητους και ταλαντούχους, προτού να τους εντοπίσουν η δισκογραφία και το μεγάλο κοινό. Γι’ αυτό και η είδηση ότι το στέκι που έφτιαξε ο ηθοποιός Βασίλης Τσιπίδης κλείνει, σήμανε κι ένα τέλος εποχής. Κι ας ήταν ο χώρος της Διδότου μια σταλιά (80 θέσεων). Ετσι χωρούσε μια χαρά στην ατζέντα όσων έψαχναν να ανακαλύψουν καινούργια πράγματα.”
“….Το μπαράκι ήταν στέκι καλλιτεχνών και διανοουμένων. Εκδότες αριστερών περιοδικών, νέοι σκηνοθέτες, νέοι ηθοποιοί, νέοι μουσικοί που μίλαγαν για τα όνειρά τους για τα σχέδια τους για τον κόσμο που ήθελαν να δουν να κτίζεται. Εκεί μέσα υπήρχε συνεχής όσμωση της πολιτικής σκέψης όλων των τάσεων της πλατείας σε συνδιασμό με τα καλλιτεχνικά ρεύματα. Ήταν η περίοδος που τα διάφορα στέκια (Dada, Τουταγχαμών κλπ) μαράζωναν και ο κόσμος έψαχνε για κάτι άλλο.
Σιγά σιγά το μπαράκι έγινε σκηνή. Οι πελάτες άρχισαν να αυτενεργούν, άρχισαν να παρουσιάζουν έργα τους. Έχω την εντύπωση ότι η αρχή έγινε όταν χρησιμοποιήθηκε το μπαράκι για να γυριστεί μια σκηνή μιας ταινίας που μάλιστα έπαιζε και ο Βασίλης. Ξαφνικά οι πελάτες ζήλεψαν. Ποιος είναι ο Βασίλης που μας το παίζει και ηθοποιός; Έτσι αρχίσαμε να βλέπουμε κουκλοθέατρο, μετά άλλο βράδυ μουσική χωρίς μικρόφωνα, άλλο βράδυ μια παράσταση και πάει λέγοντας.
Αυτό μέχρι που με τον σεισμό οι μηχανικοί το έβγαλαν κόκκινο και ο Βασίλης αναγκάστηκε να μετακομίσει στην Διδότου λίγο πιο πάνω από τα πρώτα γραφεία της ΠΠΣΠ. Ο Βασίλης ήταν στις μαύρες του (μεγαλύτερο ενοίκιο, περισσότερα έξοδα κλπ), σε αντίθεση με μένα που είχα συγκινηθεί πάρα πολύ που δύο από τους αγαπημένους κόσμους μου πλησίασαν και τοπολογικά, αλλά δεν τολμούσα να του πω τίποτα γιατί …θα με έδερνε και με το δίκιο του.
Ό,τι έζησε, αξίζει και να πεθάνει. Το μπαράκι του Βασίλη όχι μόνο έζησε, αλλά χάρισε και ζωή. Μοίρασε απλόχερα όραμα, κουλτούρα, επίπεδο.”
-1949. Οι σταλινικές αρχές εκτοπίζουν τις ελληνικές κοινότητες στην Κεντρική Ασία. Ο Βασίλης θα είναι ένας τρίχρονος “εχθρός του λαού”, ύποπτος εξαιτίας της ελληνικής εθνικής του καταγωγής. Επτά χρόνια θα ζήσει στο Καζαχστάν, κάπου κοντά στα σινοσοβιετικά σύνορα.
-1956. Δέκα ετών, θα έρθει με τη μητέρα του στην Ελλάδα μέσω Οδησού. Είναι οι μόνοι επιζήσαντες από την οικογένεια. Κανένα ενδιαφέρον στην αφιλόξενη “μητέρα-πατρίδα”, καμιά αποζημίωση (που προέβλεπε η Συνθήκη της Λωζάννης για τους “Ανταλλάξιμους” της Μικρασιατικής Καταστροφής)
-1967. Χούντα. Ο Βασίλης θα ενταχθεί στην Αντίσταση, θα συλληφθεί, θα βασανιστεί, θα φυλακιστεί.
-1974. Μεταπολίτευση
-2013. Τέλος……….
Η κηδεία του Βασίλη θα γίνει την Τετάρτη 24 Ιούλη ώρα 18.00
από το νεκροταφείο του Αμαρουσίου
Η είδηση
Του Τάσου Κατιντσάρου
Από ανακοπή “έφυγε” χθες ο Βασίλης Τσιπίδης, ηθοποιός, ιστορικός αγωνιστής και εμβληματική μορφή της ελληνικής Επαναστατικής Αριστεράς, ευρύτερα γνωστός από την ταβέρνα “Πειναλέων” και το “Μπαράκι του Βασίλη” στα Εξάρχεια.
Δεν πίστευα ότι ήταν ηθοποιός, γιατί το όλο παρουσιαστικό του με κάτι σαν οικοδόμος θα μπορούσε να παρομοιαστεί (άσε που τα τεράστια, σαν φτυάρια, χέρια του ήταν θαυματουργά στο φτιάξιμο οδοφραγμάτων όλα τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, αυτοδίδακτος κι αυτός απ’ τη μεγάλη νοεμβριανή σχολή).
Όταν τον είδα στην “Απεργία” του Σκούρτη (μια απ’ τις καλύτερες θεατρικές παραστάσεις που έχουν γίνει ποτέ στην Αθήνα -στο θέατρο Λουζιτάνια, αν θυμάμαι καλά-, μαζί με τον Αντώνη (από ανακοπή κι αυτός), δεν σταματάγαμε να τον χειροκροτάμε.
Θα τον θυμόμαστε και θα τον έχουμε πάντα μαζί μας στους νέους αγώνες…
Της ΝΑΤΑΛΙ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ
Δευτέρα 6 Ιουνίου 2011, ΤΕΛΗ ΙΟΥΝΙΟΥ ΚΛΕΙΝΕΙ «ΤΟ ΜΠΑΡΑΚΙ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ». Οικονομικά δεν βγαίνει, βγαίνει στη σύνταξη
Ενα υποκοριστικό: Το μπαράκι. Κι ένα βαφτιστικό σε γενική κτητική: Του Βασίλη. Μαζί τα δύο έβαλαν επί 25 χρόνια τη νύχτα σε ανθρώπινα μέτρα.
Ευκαιρίες σε νέους μουσικούς, εναλλασσόμενα σχήματα: ο Βασίλης (φωτ.) και το μπαράκι του βοήθησαν επί 25 χρόνια ν’ αλλάξει η ανθρωπογεωγραφία των live. Γιατί είτε στη Ζωοδόχου Πηγής είτε πιο πρόσφατα στη Διδότου, «Το Μπαράκι του Βασίλη»μάς σύστησε πολλούς αδισκογράφητους και ταλαντούχους, προτού να τους εντοπίσουν η δισκογραφία και το μεγάλο κοινό. Γι’ αυτό και η είδηση ότι το στέκι που έφτιαξε ο ηθοποιός Βασίλης Τσιπίδης κλείνει, σήμανε κι ένα τέλος εποχής. Κι ας ήταν ο χώρος της Διδότου μια σταλιά (80 θέσεων). Ετσι χωρούσε μια χαρά στην ατζέντα όσων έψαχναν να ανακαλύψουν καινούργια πράγματα.
Φως, νερό, τηλέφωνο
«Η απόφαση να κλείσουμε ήταν συγκυρία πολλών πραγμάτων», εξηγεί ο Βασίλης που ξεκίνησε και παραμένει ηθοποιός-«φως, νερό, τηλέφωνο απλήρωτα», όπως συμπληρώνει γελώντας. «Ηρθε η ώρα να βγω στη σύνταξη. Εφτασα και σε μια ηλικία που δεν μπορώ πια να τρέχω από συναυλία σε συναυλία κι έτσι να βρίσκω νέους μουσικούς ή να με βρίσκουν. Κι ύστερα, κακά τα ψέματα, άλλαξε η νύχτα, ο κόσμος δεν πολυκυκλοφορεί κι αν βγει δεν μπορεί να πάρει δεύτερο ποτό κι εμείς δεν βγάζουμε πια ούτε τα έξοδά μας».
Τέλη Ιουνίου θα κλείσει οριστικά το μπαράκι που ακόμα κι αν πωληθεί, όπως ευελπιστεί ο ιδιοκτήτης του, δεν θα είναι πια «του Βασίλη». Ο ίδιος επιστρέφει νοερά στη Ζωοδόχου Πηγής πριν από δυόμισι δεκαετίες, όταν παρέλαβε ένα ποτάδικο και μέσα σ’ ένα εξάμηνο καθιέρωσε live δύο φορές την εβδομάδα κι ύστερα «υπήρξα ο πρώτος», όπως λέει με καμάρι, «πουεφάρμοσε τη μέθοδο εναλλάξ σχήματα όλη την εβδομάδα».
Θυμάται το πρώτο πρώτο live; «Φυσικά. Ηταν ο Αλέκος Βασιλάτος στο κοντραμπάσο, ο Γιάννης Φιλίππου στα κρουστά κι εγώ που με συνοδεία τη μουσική τους διάβαζα παραμύθια. Μετά ήρθε ο Σωκράτης Σινόπουλος κι άλλοι μουσικοί που τους ήξερα και μου ζητούσαν να παίξουν 1-2 βράδια. Κι ο συγχωρεμένος ο Περικλής Χαρδάς που ‘χε γράψει το “Κι εσύ τρελή με τυραννάς”. Μετά ο Γιώργος Γαβαλάς κι ο Δημήτρης Ζαφειρέλης που είχαν την μπάντα “Υγρό Πυρ” κι έπαιζαν ροκ. Κι έτσι μας έμαθαν. Στόμα στόμα, γίναμε στέκι».
Ο Ρος Ντέιλι
Εκεί προτιμούσε να εμφανίζεται ο Ρος Ντέιλι όσο ακόμα ζούσε στην Αθήνα. Από εκεί ξεκίνησαν ως μια άγνωστη νεανική μπάντα οι «Μέρες Αδέσποτες», προτού καν η μουσική παρέα του Χρήστου Θηβαίου, του Τάσου Λώλη, του Αλέκου Βασιλάτου κι αργότερα και του Βασίλη Βασιλάτου να μετονομαστούν «Συνήθεις Υποπτοι» και να διαγράψουν μια πολύ ενδιαφέρουσα τροχιά στην ελληνική μουσική σκηνή. Εκεί βρήκε στέγη η ιδιόμορφη και πολύ ενδιαφέρουσα τραγουδοποιία της Δανάης Παναγιωτοπούλου. Κι εκεί πρωτακούσαμε τον Γιάννη Χαρούλη, προτού ο Κρητικός τραγουδιστής να αρχίσει να γεμίζει πατείς με-πατώ σε τις πιο mainstream μουσικές σκηνές. Να θυμίσουμε κι άλλους σπουδαίους που πήραν σ’ αυτό το παταράκι το βάπτισμα του πυρός ή, έστω, βρήκαν πρόθυμο οικοδεσπότη τον Βασίλη; «Παλαϊνά Σεφέρια», Ζαχαρίας Σπυριδάκης, Χάρης Λαμπράκης, Χρήστος Τσιαμούλης κ.ά.
«Είχα μια ικανότητα να μυρίζομαι ποιος θα μείνει στον χώρο. Δεν μπορώ να το εξηγήσω με τη λογική. Αλλά όλα έχουν μια εξήγηση. Εβλεπα ποιος είναι ταγμένος να μείνει στη μουσική. Γιατί άλλοι, παρά το ταλέντο τους, φαίνονταν ότι είχαν το ένα πόδι έξω από το χώρο. Αλλά δεν στηρίξαμε μόνο εμείς τα νέα παιδιά. Μας στήριξαν κι αυτά», λέει ο Βασίλης, που λόγω εμπειρίας συμβούλευε πρόθυμα τους νέους μουσικούς και τραγουδιστές -«να πας να κάνεις ορθοφωνία», τους έλεγε.
Τι άλλο θυμάται; Τα πρώτα βράδια με τους «Συνήθεις Υπόπτους». «Δεν είχαμε πολύ κόσμο. Κι όμως επειδή μου άρεσαν ο στίχος κι αυτή η μελαγχολία στη μουσική τους, κατάλαβα ότι κάτι έχουν να πουν. Κι έτσι τους έδωσα παραπάνω μέρες. Ενα βράδυ ήρθε γκεστ κι ο Αλκίνοος. Σιγά σιγά τους γνώρισε ο κόσμος κι άρχισε να γίνεται χαμός».
Σιωπή
Ο κόσμος ερχόταν για να ακούσει ευλαβικά. «Δεν μιλούσε κανείς. Θυμάμαι μάλιστα ένα βράδυ, που ‘χα βγει και κάτι έφτιαχνα στο πεζοδρόμιο, άκουσα τρία παιδιά να μιλάνε μεταξύ τους. “Τι ‘ναι εδώ;” ρώτησε ο ένας. “Είναι ένα μπαρ που πληρώνεις και δεν σ’ αφήνουν να μιλάς”, του απάντησε ο άλλος».
Σαν ηθοποιός (μερικές από τις ταινίες και σειρές όπου έχει εμφανισθεί)
Λεμονόδασος 1978, Σκηνοθεσία: Τώνια Μαρκετάκη
Χαίρε Τάσο Καρατάσο 1985, Σκηνοθεσία: Γιάννης Σμαραγδής
1922 (1978) Σκηνοθεσία: Νίκος Κούνδουρος
Happy day 1977, Σκηνοθεσία: Παντελής Βούλγαρης
Ένας ερωδιός για τη Γερμανία 1987, Σκηνοθεσία: Σταύρος Τορνές
Θανάση σφίξε κι άλλο το ζωνάρι 1980, Σκηνοθεσία: Θόδωρος Μαραγκός
Λάβετε θέσεις 1973, Σκηνοθεσία: Θόδωρος Μαραγκός
Oι Κυνηγοί 1977, Σκηνοθεσία: Θόδωρος Αγγελόπουλος
διαβάστε ακόμη:
Ποντιακή βραδιά στο Μπαράκι του Βασίλη (9 Μαϊου)
http://pontosandaristera.wordpress.com/2009/05/06/9-5-2009
Το μυστήριο του Βασίλη Τσιμπίδη*!!!http://efhbos.wordpress.com/2008/10/11/basilis_tsimpidis/ http://heimarmenh.blogspot.gr/2013/07/blog-post_21.html
*σημείωση: στο επίθετο άλλοτε αναφέρεται σαν Τσιπίδης (το σωστό) και άλλοτε σαν Τσιμπίδης (το καλλιτεχνικό με το οποίο εμφανιζόταν πολλές φορές σαν ηθοποιός.