Σάββατο 27 Ιουλίου 2013

Στον αστερισμό του καρκίνου (αναδημοσίευση)

Άστρα οι άνθρωποι.


από ΤΑ ΚΑΚΩΣ ΚΕΙΜΕΝΑ (http://kakoskeimena.net/)
του Πάνου Μουχτερού

Το περίμενα, σου λέω. Από μικρό παιδάκι ήξερα ότι κάπως έτσι θα γίνει. Σαν από προαίσθηση, λες και ήταν ένα αυθόρμητο ένστικτο, δεν ξέρω πως να το πω, αλλά απροειδοποίητα, σχεδόν από το πουθενά, ειδικά κατά τις στιγμές εκείνες που η παιδική μου ευτυχία κορυφωνόταν, ανάμεσα στο παιχνίδι και την ξεγνοιασιά, ερχόντουσαν στα μάτια μου μπροστά εικόνες περίεργες, θολές, εικόνες βγαλμένες από το μέλλον, εικόνες απώλειας, γεμάτες αγωνία, ανθρωπιά, συγκίνηση. Ήταν τότε που ήρθε και άνθισε μέσα μου το αγκάθινο λουλούδι της επιθανάτιας αγωνίας. Κάποιοι φίλοι καλοί μού είπαν αργότερα ότι όλο αυτό το φαινόμενο δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένας καλά μελετημένος ψυχολογικός μηχανισμός για την άμυνά μου απέναντι στον αόριστο χρονικά πόνο που επρόκειτο να βιώσω. Ότι ανέκαθεν προετοιμαζόμουν υποσυνείδητα για το βίωμα της αναπόφευκτης απώλειας, ότι έχτιζα τις δικές μου αντιστάσεις, όπως πάνω-κάτω συμβαίνει σε όλους τους ανθρώπους, απλά σε άλλους η αντίδραση αυτή εμφανίζεται νωρίτερα και σε άλλους αργότερα, με το που αντιληφθούν τη φθορά και το βιολογικό μας τέλος. Μόνο που εδώ υπήρχε μία διαφορά σπουδαία. Αυτή μου η βεβαιότητα για την αρνητική εξέλιξη των γεγονότων δεν περιοριζόταν στο γεγονός και μόνο του θανάτου. Αφορούσε τον τρόπο, τον πρόωρο ερχομό του, το ότι ο πατέρας μου δεν θα είχε τελικά βαθιά, ευτυχισμένα γεράματα. Ότι θα έφευγε νέος, διανύοντας μια διαδρομή επίπονη για εκείνον και για εμάς, ότι το τέλος του δεν θα ήταν “φυσιολογικό”. Ότι θα δοκιμαστούμε όλοι μαζί του, βλέποντας τελικά την ίδια τη ζωή μέσα από τα μάτια του θανάτου. Όπως κι έγινε.

“Ποιος είναι ο γιος του;”. Αυτή η ερώτηση που σαν αντίλαλος εξαπλώνεται στο βάθος των διαδρόμων των νοσοκομείων όλης της χώρας και που από μόνη της μπορεί να σταθεί άνετα ως πιασάρικος τίτλος σε μυθιστόρημα, σε σίριαλ για την τηλεόραση, σε ποιητική συλλογή και που με τις ίδιες ακριβώς λέξεις και το ίδιο ακριβώς ύφος αναδιατυπώνεται καθημερινά από τους ίδιους ακριβώς ασπροφορεμένους γιατρούς απέναντι σε γιους χιλιάδες που στέκονται απορημένοι και που πρέπει να μάθουν πρώτοι τα δυσάρεστα νέα για τον μπαμπά τους και που πρέπει να φανούνε δυνατοί, όπως αρμόζει σε άντρες που ποτέ δεν κλαίνε. Το ήξερα και αυτό όμως. Ήξερα ότι θα ανοίξει με αυτό το συγκεκριμένο ρυθμό η πόρτα και θα βγουν οι γιατροί και θα πάρουν αυτό το συμπονετικό ύφος και θα με αναζητήσουν για να μου πουν κάτι που επαναλάμβανα για χρόνια μέσα μου από πιτσιρικάς. Ότι ο πατέρας είναι βαριά άρρωστος. Ότι η περίπτωσή του είναι προχωρημένη. Ότι δεν πρέπει να χάνουμε την ελπίδα μας αλλά τα πράγματα είναι δύσκολα. Ότι πρέπει να ακολουθήσουμε πιστά όλες τις οδηγίες. Ότι θα μπούμε σε έναν απαραίτητο κύκλο αναλυτικών εξετάσεων. Ότι τα χρονικά περιθώρια είναι περιορισμένα. Ότι κάθε οργανισμός αντιδράει διαφορετικά. Ότι φταίει η κακή ποιότητα ζωής. Ότι ο πατέρας δεν πρόσεχε και κάπνιζε και ποτέ του δεν έκανε προληπτικές εξετάσεις και ότι ήταν άνθρωπος λαϊκός που δεν είχε το νου του στα τεστ αλλά στον αγώνα για το μεροκάματο. Ότι σπουδαίο ρόλο παίζει η ψυχολογία του ασθενή. Ότι καλό θα ήταν να μην του πούμε ακόμα τίποτα πριν να έχουμε την πλήρη εικόνα της νόσου. Ότι έτσι είναι αυτά. Ότι όλα είναι μέσα στη ζωή, τη ζωή μου μέσα.

Κι όλα τριγύρω αλλάζουνε και όλα τα ίδια μένουν. Ναι, είναι τότε που κάνουν την εμφάνισή τους όλες εκείνες οι αφόρητα κλισέ εκφράσεις που μέχρι πριν αντιμετώπιζες κάπως υποτιμητικά. Είναι τότε που αναθεωρείς την αντίληψη που μέχρι πριν είχες για τις ματιές, τα αντικείμενα, τις έννοιες. Δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο, δεν υπάρχει χρόνος, γενικά. Τα ρολόγια αχρηστεύονται, μετράς πια τις στιγμές παρατηρώντας το ρυθμό από τις ατέλειωτες σταγόνες, έτσι όπως πέφτουν από τον παραγεμισμένο ορό και από εκεί εξαπλώνονται στο ταλαιπωρημένο σώμα. Οι ρημάδες πέφτουν με τόσο σταθερή συχνότητα που αντικαθιστούν τα δευτερόλεπτα, γίνονται μια ολοκαίνουργια μονάδα μέτρησης, ο χρόνος πλέον μετριέται σε δόσεις χημειοθεραπείας. Είναι τότε που γυρνάς στο άδειο σπίτι και το κρεβάτι σού φαίνεται αλλιώτικο, να, εκείνο το εικόνισμα που είχες ξεχάσει ότι βρίσκεται εκεί απέναντι θαρρείς ότι πριν λίγο σε κοίταξε και σχεδόν απαιτεί να πας και να το προσκυνήσεις, παρακαλώντας για ένα θαύμα, την ώρα που λες χιλιάδες μπερδεμένες προσευχές και που τις λες από την αρχή ξανά με το σωστό τρόπο μήπως και πιάσουν. Και είναι οπωσδήποτε ανυπόφορο να πέφτεις για ύπνο με ταλαιπωρημένο το μυαλό σου, αλλά είναι ασύγκριτα δυσκολότερο να ξυπνάς και να ταλαιπωρείται ο νους με το που ανοίξεις τα βλέφαρά σου. Κάθε μέρα, συνηθίζεις στην αποτυχημένη σου απόπειρα να πεταχτείς απότομα και να βγάλεις τη μεγαλύτερή σου ανάσα και να αναφωνήσεις με ανακούφιση ότι ένα κακό όνειρο ήταν και πάει. “Γιατί σε εμένα; Γιατί σε εκείνον; Και μετά, τι; Και μετά, ποιοι;” Ερωτήσεις που σου κάθονται στο λαιμό λες και ο λαιμός πήγε και κρεμάστηκε από τα ερωτηματικά τους.

“Σισπλατίνη, καρμποπλατίνα! Μην ξεχάσετε την αγωγή για τις κρίσεις Ε. Λευκά, αιματοκρίτης, πεσμένα. Πάμε για τριήμερη, μέχρι να γίνει σχήμα. Το σκιαγραφικό. Δευτεροπαθείς εντοπίσεις. Συμπέρασμα. Απαιτείται περαιτέρω ακτινολογική διερεύνηση μέσω MRI. Συμπέρασμα. Δευτεροπαθείς εντοπίσεις ιδιαιτέρως ευμεγέθεις.” Τι λες τώρα! Κι όμως. Στην αρχή όλα αυτά σού ακούγονται κινέζικα αλλά στην πορεία γίνονται η καλημέρα και η καληνύχτα σου. Μαθαίνεις να διαβάζεις τα πορίσματα, βάζεις την ορολογία στις μηχανές αναζήτησης, βλέπεις σχεδιαγράμματα με κύτταρα σε χρώμα μοβ, ανοίγεις άπειρα παράθυρα στον υπολογιστή σου, συγκρίνεις εμπειρίες επιζώντων, ζώντων και θανόντων. Κι ύστερα, πάντα, ο κέρσορας από το ποντίκι πέφτει στο ίδιο έσχατο σημείο. Στο προσδόκιμο επιβίωσης. Ναι, η ζωή έχει πια αλλάξει όνομα και αποκαλείται επιβίωση γιατί είναι πια ζωή σε αναμονή, δεν ζεις ακριβώς, επιβιώνεις. Και γυρνάς αγκαλιά με τους φακέλους και τα αποτελέσματα από τα εξειδικευμένα διαγνωστικά κέντρα και σου έρχεται να αρπάξεις τον ταξιτζή από το λαιμό γιατί σε ρωτάει χίλια δυο άσχετα πράγματα και θυμήθηκε εκείνη την ώρα να πει την κάθε μαλακία του, την ώρα που η ψυχή σου φλέγεται από την αγωνία για το πώς θα παραστήσεις τον θεατρίνο για μια ακόμη φορά και θα καταφέρεις να παίξεις το ρόλο που έμαθες να παίζεις τόσο καλά όλους αυτούς τους μήνες και να φορέσεις πάλι το ψεύτικο χαμόγελο για να πεις ψέματα στον πάσχοντα πατέρα που πασχίζει να μάθει τα νέα. “Γιατί είσαι έτσι ταραγμένος, γιε μου; Μήπως έχω τίποτα πιο σοβαρό και δεν μου το λες; Θα ήμουν έτσι χαμογελαστός ρε πατέρα αν ήταν έτσι; Αυτό να μου πεις, γιε μου.” Κλόουν, γιε μου.

Όλα ‘γίναν όπως περίμενα να γίνουν. Ο πατέρας έμεινε χωρίς μαλλιά, έγινε σταδιακά ένας ενήλικας με μωρουδιακές εκφράσεις, μετά από κάποιο σημείο άρχιζε να θυμίζει εμένα όταν ήμουν μωρό παιδί. Ακόμα και όταν φαινομενικά είχε χάσει την επαφή με το περιβάλλον, εξακολουθούσε να συμπεριφέρεται ενστικτωδώς, ειδικά όταν τον πλησίαζα και, μολονότι ο εγκέφαλός του δεν λειτουργούσε, εκείνος σούφρωνε τα χείλη για να μου φιλήσει το μάγουλο. Κι έτσι, έφυγε, ενστικτωδώς, με τον τρόπο εκείνο που είχα φανταστεί από την αρχή. Τα κλάματα, οι συγκλονισμένοι συγγενείς, οι επικήδειοι λόγοι, τα λόγια των γιατρών. “Ο καλύτερος γιος του κόσμου”. Και περάσαν τα χρόνια. Και βάλαμε πάλι τα ρολόγια στους τοίχους και στα χέρια μας. Και αρχίσαμε πάλι να μετράμε το χρόνο όπως πριν. Προχτές, βρέθηκα τυχαία έξω από εκείνο το νοσοκομείο. Είδα τα ασθενοφόρα να λείπουν και τις θέσεις στάθμευσης όλες αδειανές. Αποφάσισαν να το κλείσουν, λέει. Για έναν περίεργο λόγο μπήκα στον πειρασμό και παραβίασα τις κορδέλες που απαγορεύανε την είσοδο και περπάτησα στους άδειους του διαδρόμους, ενώ περιεργαζόμουν τα σκουριασμένα πόμολα στις πόρτες. Μερικοί παραπεταμένοι φάκελοι με παλιές εξετάσεις και τσαλακωμένες ακτινογραφίες εξείχαν από τα ντουλάπια και, πιο πέρα, σεντόνια βρόμικα, τυλιγμένα σε κουβάρια, να θυμίζουν ψυχές που μπήκανε στα άπλυτα. Δωμάτιο 133. Πνευμονολογική Κλινική. Οι ταμπέλες, ακόμα, στη θέση τους. Όπως και το κρεβάτι που ξεψύχησε ο πατέρας. Το πλησίασα. Και χάιδεψα τρυφερά το παγωμένο σεντόνι. Και ξάφνου, στα χέρια μου, κάτι περίεργο, κάτι σαν σκόνη. Σκόνη από άστρο.

Αυτό, δεν το περίμενα.

Πέμπτη 25 Ιουλίου 2013

Τα τζιτζικια ροκανίζουν το καλοκαίρι (αναδημοσίευση)

του Γιάννη Μακριδάκη

Καθόμουν σήμερα, ώρες εργάσιμες του συστήματος, κι άκουγα δίχως τύψη καμία τα τζιτζίκια που κυριαρχούσαν στο μικροσύμπαν μου, λες και ροκάνιζαν το καλοκαίρι, έβλεπα τα κλαριά των λιόδεντρων να σουρομαλλιάζονται από τον άνεμο, μέλισσες να πετάνε από τον έναν κολοκυθοανθό στον άλλον, ακριδάκια και χίλια δυο άλλα έντομα να κάνουν κι αυτά τη ζωή τους, οι γάτες ξάπλα σε λήθαργο και όλα τα φυτά να καρτερούνε πότε θα φύγει ο ήλιος από πάνω τους, πότε θα πέσει πάλι η δροσιά της νύχτας να αναλάβουν κι αυτά δυνάμεις.

Και σκεφτόμουν πως καθόλου δεν τη νοιάζει τη φύση ολόγυρα για το παράλληλο σύμπαν, το οποίο φτιάξαμε και μέσα του ζούμε δυστυχισμένοι οι άνθρωποι. Καρφί δεν της καίγεται αν βάλαμε μαντρότοιχους και σύρματα, αν ορίσαμε περιουσίες και σύνορα, αν κάναμε μεταξύ μας συμβόλαια, αν πληρώνουμε φόρους και χαράτσια, αν έχουμε πάρει στα πολύ σοβαρά τον εαυτό μας και τον ρόλο μας ως ιδιοκτήτες της, αν νομίζουμε πως την ορίζουμε, πως είμαστε αιώνιοι και πως θα την κληροδοτήσουμε κιόλας ο καθένας όπου γουστάρει.

Καμία απολύτως έγνοια δεν έχει η φύση ολόγυρα για το αν έχουμε ορίσει εμείς την πλάνη μας, αισθανόμαστε βολεμένοι ως αυθεντικοί ηλίθιοι εντός της, και διάγουμε τον βίο μας όλον δουλεύοντας για το χρήμα και την ιδιοκτησία, πεθαίνουμε στο τέλος δίχως να έχουμε ζήσει τίποτα.

Τόσους και τόσους είδανε τούτα τα αιωνόβια λιόδεντρα να κάθονται από κάτω τους, να απολαμβάνουν, να ερωτεύονται, να μοχθούν. Σαν τα τζιτζίκια που κάθε καλοκαίρι είναι άλλα πάνω στα κλαριά τους, αλλά όλα τα ίδια φαίνονται κι ακούγονται, έτσι μας βλέπει κι εμάς ύστερα από τόσες χιλιάδες χρόνια πια η φύση. Δεν ξεχωρίζει ούτε βενιζέλους, ούτε σαμαράδες, ούτε στουρνάρες, ούτε σοιμπλέδες, ούτε κανέναν κρετίνο αλαζόνα που μοστράρει τις κοιλιές και τις γραβάτες του, τις γνώσεις του τις απολύτως χειραγωγημένες, και νομίζει πως είναι κάτι. Δεν ξεχωρίζει η φύση ούτε καν χοντρούς, κεκέδες, βλάκες, μαύρους, λευκούς, ανάπηρους, πλούσιους ή φτωχούς, τίποτα δεν ξεχωρίζει. Ένα είμαστε όλοι γι’ αυτήν. Ένα σώμα η ανθρωπότητα. Κανείς δεν είναι ανώτερος από τον άλλον, κι όλοι εξυπηρετούμε τους κύκλους της ζωής και της οικονομίας της, της μοναδικής αληθινής, αυθύπαρκτης οικονομίας, όλοι μετέχουμε σ’ αυτούς τους κύκλους ως οργανικά στοιχεία της που ετοιμάζονται να γίνουν ανόργανη ύλη, είμαστε απλά και μόνο ο κρίκος της αέναης αλυσίδας θανάτων, ο οποίος τούτη τη στιγμή οδεύει στο να γίνει χώμα κι αυτός, όπως εκατομμύρια άλλοι όμοιοι κρίκοι στο παρελθόν, για να θρέψει τους επόμενους, ανθρώπους, φυτά και ζώα, που θα γεννηθούν και θα δοκιμάσουν κι αυτοί μπας και ζήσουν…

Χαμπάρι όμως δεν παίρνουμε από τίποτα. Ούτε από ιστορία ούτε από θάνατο πια. Πορευόμαστε στα ίδια και τα ίδια λάθη, την ίδια ύβρη χιλιάδες χρόνια και όσο πάμε μπρος, όσο πιο “πολιτισμένοι” γινόμαστε, τόσο για τον θάνατό μας ιδέα δεν έχουμε, τόσο από ζωή δεν παίρνουμε πρέφα τίποτα. Αντ’ αυτού ξανά και ξανά αναλωνόμαστε στο να θρέφουμε όσο πιο χοντρό και υπερφίαλο το τομάρι μας, κι έτσι τόσο πιο έντρομοι φτάνουμε στην ύστατη ώρα, στον προσωπικό μας θάνατο.

Ο καθένας θα την βρει μπροστά του πολύ σύντομα την κάθε του πράξη και την κάθε του μη πράξη, την ύβρη που διέπραξε σπαταλώντας το δώρο της μοναδικής του ζωής για να θρέψει κοιλιά και μάταιο εγωισμό.

Εν αναμονή λοιπόν της κρίσης του καθένα, ας απολαύσουμε ως τότε όποιοι και όσο μπορούν την κάθε μοναδική στιγμή και ανάσα μας

Τετάρτη 24 Ιουλίου 2013

Έργο Τέχνης (αναδημοσίευση)

του Γιάννη Μακριδάκη
Σήμερα έκοβα χορταράκια, εκεί ανάμεσα στις ντοματιές, και ξάφνου, μου μεινε στο χέρι ένα σπάνιο έργο τέχνης.

Ένα πήλινο αγγείο σε μέγεθος στραγαλιού, με μια τρυπίτσα σαν το κεφάλι της καρφίτσας για στόμιο, καλοζυγισμένο το όλον του, σμιλεμένο με ύψιστη τέχνη και στηριγμένο με χάρη στο τρυφερό κλαράκι, ήτανε προφανώς η φωλίτσα κάποιου μικροσκοπικού θαυματοποιού.

Από αυτούς που δεν κατέχουν από οικονομικά της ανθρωπότητας, ούτε από συστημικά πανεπιστήμια, ούτε από τέχνες καλές, μα ούτε από καν συμπεριφορές και τρόπους πολιτισμένων.

Από αυτούς που είναι τόσο σημαντικοί, όσο ανεπαίσθητοι.

Από αυτούς που η ύπαρξή τους και μόνο, είναι μια διαρκής απόδειξη της ματαιότητας και της πλάνης των ανθρώπων, του αδιεξόδου στο οποίο οδηγούν τον βίο τους…

Δευτέρα 22 Ιουλίου 2013

Καλό ταξίδι Βασίλη…




στο αδόκητο του επίγειου ταξιδιού σου το τέλος
η θύμηση σταυρώνεται.

Μόνο τούτα τα λίγα:
Τις αφίσες με τα προγράμματα της βδομάδας, αυτές που όμοιές της δεν έκανε κανένας άλλος. Κάθε βδομάδα και σε άλλο χρώμα το χαρτί, μα τα γράμματα ίδια, μαύρα. 
Τις έφερνες στο μαγαζί και προσπαθούσαμε να τις κολλήσουμε "ίσια" μα μένα το μάτι έπαιζε ανάμεσα στο πρόγραμμα της βδομάδας και πάντα έγερναν λιγάκι.

Και κείνα τα ξημερώματα, εσύ κατ' ευθείαν στη "διοίκηση" 
να αποκρούσεις τα κυνηγητά της κι' εγώ στο μαγαζί παραδίπλα.
 Ανάλαφρο το περπάτημά σου εκεί ψηλά Βασίλη.


Σού ρηξαν πολύ μουχρίτσα, Πάσχα μες την μαγειρίτσα,
μα δεν ξέρουν τόν Τσιμπίδη, τί σκληρό πού είναι καρύδι.
Τό παράσιτο κατάπιες και σκαρφάλωσες στίς ντάπιες,
μ ένα παλιοκαριοφίλι, εγουτούρεψες Βασίλη… (λύσαξες από αγωνιστικό μένος, ποντιστί)

Τό παράσιτο σκοτώνεις και στόν κάμπο ξεσαλώνεις,
τά λαζούδεα(καλαμπόκια) γουρταρεύταν (σώθηκαν)
κι οι εχθροί επογαλεύταν (απελπίστηκαν, κουράστηκαν).
Χωρατά από φίλους




βιογραφικό


To νέο έπεσε σαν κεραυνός στην αριστεροποντιακή μας παρέα: ”Πέθανε ο Βασίλης ο Τσιπίδης.” Απίστευτο! Τίποτα δεν προοιώνιζε αυτό το θλιβερό γεγονός. Ο Βασίλης ήταν ένας από τους παλιούς αυθεντικούς αριστεροπόντιους, που κουβαλούσε μια εμπειρία ζωής που θυμίζει Οδύσσεια. Μια Οδύσσεια του ελληνισμού παραγνωρισμένη απολύτως απ’ όλους στη μίζερη “μικρή πλην έντιμο” Ελλάδα.

Ο Βασίλης Τσιπίδης, ηθοποιός στο επάγγελμα, γεννήθηκε στο Βατούμι του Καυκάσου το 1946 από Πόντιους πρόσφυγες γονείς, φυγάδες εκεί από το μικρασιατικό Πόντο λόγω της Γενοκτονίας και της Μικρασιατικής Καταστροφής. Τον Ιούνη του 1949 ολόκληρη η ελληνική κοινότητα των παρευξείνιων (και των παρά την Κασπία) σοβιετικών περιοχών, εκτοπίστηκε από τον σταλινισμό στην Κεντρική Ασία. Έτσι, στα τρία του χρόνια ο Βασίλης θα είναι χαρακτηρισμένος ως “εχθρός του λαού” από τους σταλινικούς εξουσιαστές….

Εκεί, στις στέπες του Καζαχστάν έζησε μέχρι το 1956, οπότε με την αποσταλινοποίηση (20ο Συνέδριο ΚΚΣΕ) χαλάρωσαν τα απαγορευτικά μέτρα. Κάποιοι λίγοι εκτοπισμένοι κατάφεραν να έρθουν στην Ελλάδα. Μεταξύ τους και ο Βασίλης με τη μητέρα του. (Oι περισσότεροι πρόσφυγες του συγκεκριμένου προσφυγικού κύματος του ’56 εγκαταστάθηκαν στον Καρέα Αττικής και στη Νέα Βίγλα Άρτας)….

Καμιά πολιτική ενσωμάτωσης και αποκατάστασης δεν υπήρχε για τους νέους αυτούς Πόντιους πρόσφυγες της μικρασιατικής οδύνης. Μόνοι τους, βασισμένοι στις δικές τους δυνάμεις, προσπάθησαν να σταθούν στα πόδια τους στην άξενη πατρίδα.

Ο Βασίλης βίωσε έντονα τις άσχημες συνθήκες και πάλεψε σκληρά για να επιβιώσει. Τα κατάφερε σε εξαιρετικά αντίξοo περιβάλλον. Η εποχή της Χούντας άρχισε όταν ο Βασίλης ήταν 19 χρονών. Ευαίσθητος και προβληματισμένος για την κοινωνική αδικία θα ενταχθεί στην παράνομη αντίσταση, θα συλληφθεί, θα βασανιστεί και θα φυλακιστεί από τους ανθρωποφύλακες της ξενοδουλείας. Αν στα τρία του χρόνια ήταν “πράκτορας του καπιταλισμού” για τους σταλινικούς, στα 20 του για τους χουντικούς ήταν “πράκτορας του κομμουνισμού” …

Με την αποφυλάκισή του θα σπουδάσει αυτό που αγαπούσε: ηθοποιός στη Σχολή Κατσέλη και θα το μετατρέψει σε αγαπημένο λειτούργημα. Έπαιξε διάφορους ρόλους στον κινηματογράφο, το θέατρο και την τηλεόραση, μα πιο χαρακτηριστική ήταν η συμμετοχή του στο θεατρικό εγχείρημα του “Ξυπόλητου Τάγματος“…

Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 δημιούργησε ένα εξαιρετικό μουσικό στέκι στη Ζωοδόχου Πηγής, με την ονομασία ”Το μπαράκι του Βασίλη“, το οποίο θα το μεταφέρει στη συνέχεια στην Διδότου 3. 

Για τη συμβολή του στη μουσική ζωή της Αθήνας η Ν. Χ”αντωνίου έγραψε:“Ευκαιρίες σε νέους μουσικούς, εναλλασσόμενα σχήματα: ο Βασίλης και το μπαράκι του βοήθησαν επί 25 χρόνια ν’ αλλάξει η ανθρωπογεωγραφία των live.Γιατί είτε στη Ζωοδόχου Πηγής είτε πιο πρόσφατα στη Διδότου, «Το Μπαράκι του Βασίλη» μάς σύστησε πολλούς αδισκογράφητους και ταλαντούχους, προτού να τους εντοπίσουν η δισκογραφία και το μεγάλο κοινό. Γι’ αυτό και η είδηση ότι το στέκι που έφτιαξε ο ηθοποιός Βασίλης Τσιπίδης κλείνει, σήμανε κι ένα τέλος εποχής. Κι ας ήταν ο χώρος της Διδότου μια σταλιά (80 θέσεων). Ετσι χωρούσε μια χαρά στην ατζέντα όσων έψαχναν να ανακαλύψουν καινούργια πράγματα.”



Ο Καναλιώτης έγραψε για το “Μπαράκι” μ’ αφορμή το κλείσιμό του (Ιούνης 2011):
“….Το μπαράκι ήταν στέκι καλλιτεχνών και διανοουμένων. Εκδότες αριστερών περιοδικών, νέοι σκηνοθέτες, νέοι ηθοποιοί, νέοι μουσικοί που μίλαγαν για τα όνειρά τους για τα σχέδια τους για τον κόσμο που ήθελαν να δουν να κτίζεται. Εκεί μέσα υπήρχε συνεχής όσμωση της πολιτικής σκέψης όλων των τάσεων της πλατείας σε συνδιασμό με τα καλλιτεχνικά ρεύματα. Ήταν η περίοδος που τα διάφορα στέκια (Dada, Τουταγχαμών κλπ) μαράζωναν και ο κόσμος έψαχνε για κάτι άλλο.

Σιγά σιγά το μπαράκι έγινε σκηνή. Οι πελάτες άρχισαν να αυτενεργούν, άρχισαν να παρουσιάζουν έργα τους. Έχω την εντύπωση ότι η αρχή έγινε όταν χρησιμοποιήθηκε το μπαράκι για να γυριστεί μια σκηνή μιας ταινίας που μάλιστα έπαιζε και ο Βασίλης. Ξαφνικά οι πελάτες ζήλεψαν. Ποιος είναι ο Βασίλης που μας το παίζει και ηθοποιός; Έτσι αρχίσαμε να βλέπουμε κουκλοθέατρο, μετά άλλο βράδυ μουσική χωρίς μικρόφωνα, άλλο βράδυ μια παράσταση και πάει λέγοντας.

Αυτό μέχρι που με τον σεισμό οι μηχανικοί το έβγαλαν κόκκινο και ο Βασίλης αναγκάστηκε να μετακομίσει στην Διδότου λίγο πιο πάνω από τα πρώτα γραφεία της ΠΠΣΠ. Ο Βασίλης ήταν στις μαύρες του (μεγαλύτερο ενοίκιο, περισσότερα έξοδα κλπ), σε αντίθεση με μένα που είχα συγκινηθεί πάρα πολύ που δύο από τους αγαπημένους κόσμους μου πλησίασαν και τοπολογικά, αλλά δεν τολμούσα να του πω τίποτα γιατί …θα με έδερνε και με το δίκιο του.

Ό,τι έζησε, αξίζει και να πεθάνει. Το μπαράκι του Βασίλη όχι μόνο έζησε, αλλά χάρισε και ζωή. Μοίρασε απλόχερα όραμα, κουλτούρα, επίπεδο.”


Μια “Οδύσσεια” σε δύο γενιές….
-1949. Οι σταλινικές αρχές εκτοπίζουν τις ελληνικές κοινότητες στην Κεντρική Ασία. Ο Βασίλης θα είναι ένας τρίχρονος “εχθρός του λαού”, ύποπτος εξαιτίας της ελληνικής εθνικής του καταγωγής. Επτά χρόνια θα ζήσει στο Καζαχστάν, κάπου κοντά στα σινοσοβιετικά σύνορα.
-1956. Δέκα ετών, θα έρθει με τη μητέρα του στην Ελλάδα μέσω Οδησού. Είναι οι μόνοι επιζήσαντες από την οικογένεια. Κανένα ενδιαφέρον στην αφιλόξενη “μητέρα-πατρίδα”, καμιά αποζημίωση (που προέβλεπε η Συνθήκη της Λωζάννης για τους “Ανταλλάξιμους” της Μικρασιατικής Καταστροφής)
-1967. Χούντα. Ο Βασίλης θα ενταχθεί στην Αντίσταση, θα συλληφθεί, θα βασανιστεί, θα φυλακιστεί.
-1974. Μεταπολίτευση
-2013. Τέλος……….

Η κηδεία του Βασίλη θα γίνει την Τετάρτη 24 Ιούλη ώρα 18.00 
από το νεκροταφείο του Αμαρουσίου

Η είδηση 
Του Τάσου Κατιντσάρου 

Από ανακοπή “έφυγε” χθες ο Βασίλης Τσιπίδης, ηθοποιός, ιστορικός αγωνιστής και εμβληματική μορφή της ελληνικής Επαναστατικής Αριστεράς, ευρύτερα γνωστός από την ταβέρνα “Πειναλέων” και το “Μπαράκι του Βασίλη” στα Εξάρχεια.

Δεν πίστευα ότι ήταν ηθοποιός, γιατί το όλο παρουσιαστικό του με κάτι σαν οικοδόμος θα μπορούσε να παρομοιαστεί (άσε που τα τεράστια, σαν φτυάρια, χέρια του ήταν θαυματουργά στο φτιάξιμο οδοφραγμάτων όλα τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, αυτοδίδακτος κι αυτός απ’ τη μεγάλη νοεμβριανή σχολή).

Όταν τον είδα στην “Απεργία” του Σκούρτη (μια απ’ τις καλύτερες θεατρικές παραστάσεις που έχουν γίνει ποτέ στην Αθήνα -στο θέατρο Λουζιτάνια, αν θυμάμαι καλά-, μαζί με τον Αντώνη (από ανακοπή κι αυτός), δεν σταματάγαμε να τον χειροκροτάμε.
Θα τον θυμόμαστε και θα τον έχουμε πάντα μαζί μας στους νέους αγώνες…


Για το μπαράκι
Της ΝΑΤΑΛΙ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

Δευτέρα 6 Ιουνίου 2011, ΤΕΛΗ ΙΟΥΝΙΟΥ ΚΛΕΙΝΕΙ «ΤΟ ΜΠΑΡΑΚΙ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ». Οικονομικά δεν βγαίνει, βγαίνει στη σύνταξη
Ενα υποκοριστικό: Το μπαράκι. Κι ένα βαφτιστικό σε γενική κτητική: Του Βασίλη. Μαζί τα δύο έβαλαν επί 25 χρόνια τη νύχτα σε ανθρώπινα μέτρα.

Ευκαιρίες σε νέους μουσικούς, εναλλασσόμενα σχήματα: ο Βασίλης (φωτ.) και το μπαράκι του βοήθησαν επί 25 χρόνια ν’ αλλάξει η ανθρωπογεωγραφία των live. Γιατί είτε στη Ζωοδόχου Πηγής είτε πιο πρόσφατα στη Διδότου, «Το Μπαράκι του Βασίλη»μάς σύστησε πολλούς αδισκογράφητους και ταλαντούχους, προτού να τους εντοπίσουν η δισκογραφία και το μεγάλο κοινό. Γι’ αυτό και η είδηση ότι το στέκι που έφτιαξε ο ηθοποιός Βασίλης Τσιπίδης κλείνει, σήμανε κι ένα τέλος εποχής. Κι ας ήταν ο χώρος της Διδότου μια σταλιά (80 θέσεων). Ετσι χωρούσε μια χαρά στην ατζέντα όσων έψαχναν να ανακαλύψουν καινούργια πράγματα.

Φως, νερό, τηλέφωνο
«Η απόφαση να κλείσουμε ήταν συγκυρία πολλών πραγμάτων», εξηγεί ο Βασίλης που ξεκίνησε και παραμένει ηθοποιός-«φως, νερό, τηλέφωνο απλήρωτα», όπως συμπληρώνει γελώντας. «Ηρθε η ώρα να βγω στη σύνταξη. Εφτασα και σε μια ηλικία που δεν μπορώ πια να τρέχω από συναυλία σε συναυλία κι έτσι να βρίσκω νέους μουσικούς ή να με βρίσκουν. Κι ύστερα, κακά τα ψέματα, άλλαξε η νύχτα, ο κόσμος δεν πολυκυκλοφορεί κι αν βγει δεν μπορεί να πάρει δεύτερο ποτό κι εμείς δεν βγάζουμε πια ούτε τα έξοδά μας».

Τέλη Ιουνίου θα κλείσει οριστικά το μπαράκι που ακόμα κι αν πωληθεί, όπως ευελπιστεί ο ιδιοκτήτης του, δεν θα είναι πια «του Βασίλη». Ο ίδιος επιστρέφει νοερά στη Ζωοδόχου Πηγής πριν από δυόμισι δεκαετίες, όταν παρέλαβε ένα ποτάδικο και μέσα σ’ ένα εξάμηνο καθιέρωσε live δύο φορές την εβδομάδα κι ύστερα «υπήρξα ο πρώτος», όπως λέει με καμάρι, «πουεφάρμοσε τη μέθοδο εναλλάξ σχήματα όλη την εβδομάδα».

Θυμάται το πρώτο πρώτο live; «Φυσικά. Ηταν ο Αλέκος Βασιλάτος στο κοντραμπάσο, ο Γιάννης Φιλίππου στα κρουστά κι εγώ που με συνοδεία τη μουσική τους διάβαζα παραμύθια. Μετά ήρθε ο Σωκράτης Σινόπουλος κι άλλοι μουσικοί που τους ήξερα και μου ζητούσαν να παίξουν 1-2 βράδια. Κι ο συγχωρεμένος ο Περικλής Χαρδάς που ‘χε γράψει το “Κι εσύ τρελή με τυραννάς”. Μετά ο Γιώργος Γαβαλάς κι ο Δημήτρης Ζαφειρέλης που είχαν την μπάντα “Υγρό Πυρ” κι έπαιζαν ροκ. Κι έτσι μας έμαθαν. Στόμα στόμα, γίναμε στέκι».

Ο Ρος Ντέιλι
Εκεί προτιμούσε να εμφανίζεται ο Ρος Ντέιλι όσο ακόμα ζούσε στην Αθήνα. Από εκεί ξεκίνησαν ως μια άγνωστη νεανική μπάντα οι «Μέρες Αδέσποτες», προτού καν η μουσική παρέα του Χρήστου Θηβαίου, του Τάσου Λώλη, του Αλέκου Βασιλάτου κι αργότερα και του Βασίλη Βασιλάτου να μετονομαστούν «Συνήθεις Υποπτοι» και να διαγράψουν μια πολύ ενδιαφέρουσα τροχιά στην ελληνική μουσική σκηνή. Εκεί βρήκε στέγη η ιδιόμορφη και πολύ ενδιαφέρουσα τραγουδοποιία της Δανάης Παναγιωτοπούλου. Κι εκεί πρωτακούσαμε τον Γιάννη Χαρούλη, προτού ο Κρητικός τραγουδιστής να αρχίσει να γεμίζει πατείς με-πατώ σε τις πιο mainstream μουσικές σκηνές. Να θυμίσουμε κι άλλους σπουδαίους που πήραν σ’ αυτό το παταράκι το βάπτισμα του πυρός ή, έστω, βρήκαν πρόθυμο οικοδεσπότη τον Βασίλη; «Παλαϊνά Σεφέρια», Ζαχαρίας Σπυριδάκης, Χάρης Λαμπράκης, Χρήστος Τσιαμούλης κ.ά.

«Είχα μια ικανότητα να μυρίζομαι ποιος θα μείνει στον χώρο. Δεν μπορώ να το εξηγήσω με τη λογική. Αλλά όλα έχουν μια εξήγηση. Εβλεπα ποιος είναι ταγμένος να μείνει στη μουσική. Γιατί άλλοι, παρά το ταλέντο τους, φαίνονταν ότι είχαν το ένα πόδι έξω από το χώρο. Αλλά δεν στηρίξαμε μόνο εμείς τα νέα παιδιά. Μας στήριξαν κι αυτά», λέει ο Βασίλης, που λόγω εμπειρίας συμβούλευε πρόθυμα τους νέους μουσικούς και τραγουδιστές -«να πας να κάνεις ορθοφωνία», τους έλεγε.

Τι άλλο θυμάται; Τα πρώτα βράδια με τους «Συνήθεις Υπόπτους». «Δεν είχαμε πολύ κόσμο. Κι όμως επειδή μου άρεσαν ο στίχος κι αυτή η μελαγχολία στη μουσική τους, κατάλαβα ότι κάτι έχουν να πουν. Κι έτσι τους έδωσα παραπάνω μέρες. Ενα βράδυ ήρθε γκεστ κι ο Αλκίνοος. Σιγά σιγά τους γνώρισε ο κόσμος κι άρχισε να γίνεται χαμός».

Σιωπή
Ο κόσμος ερχόταν για να ακούσει ευλαβικά. «Δεν μιλούσε κανείς. Θυμάμαι μάλιστα ένα βράδυ, που ‘χα βγει και κάτι έφτιαχνα στο πεζοδρόμιο, άκουσα τρία παιδιά να μιλάνε μεταξύ τους. “Τι ‘ναι εδώ;” ρώτησε ο ένας. “Είναι ένα μπαρ που πληρώνεις και δεν σ’ αφήνουν να μιλάς”, του απάντησε ο άλλος».

Σαν ηθοποιός (μερικές από τις ταινίες και σειρές όπου έχει εμφανισθεί)
Λεμονόδασος 1978, Σκηνοθεσία: Τώνια Μαρκετάκη
Χαίρε Τάσο Καρατάσο 1985, Σκηνοθεσία: Γιάννης Σμαραγδής 
1922 (1978) Σκηνοθεσία: Νίκος Κούνδουρος 
Happy day 1977, Σκηνοθεσία: Παντελής Βούλγαρης
Ένας ερωδιός για τη Γερμανία 1987, Σκηνοθεσία: Σταύρος Τορνές 
Θανάση σφίξε κι άλλο το ζωνάρι 1980, Σκηνοθεσία: Θόδωρος Μαραγκός 
Λάβετε θέσεις 1973, Σκηνοθεσία: Θόδωρος Μαραγκός 
 Oι Κυνηγοί 1977,  Σκηνοθεσία: Θόδωρος Αγγελόπουλος

διαβάστε ακόμη: 

Ποντιακή βραδιά στο Μπαράκι του Βασίλη (9 Μαϊου)
http://pontosandaristera.wordpress.com/2009/05/06/9-5-2009 

Το μυστήριο του Βασίλη Τσιμπίδη*!!!http://efhbos.wordpress.com/2008/10/11/basilis_tsimpidis/ http://heimarmenh.blogspot.gr/2013/07/blog-post_21.html

*σημείωση: στο επίθετο άλλοτε αναφέρεται σαν Τσιπίδης (το σωστό) και άλλοτε σαν Τσιμπίδης (το καλλιτεχνικό με το οποίο εμφανιζόταν πολλές φορές σαν ηθοποιός.

Κυριακή 21 Ιουλίου 2013

Εμείς !


στη στράτα που χαρίστηκε στο φώς 
κ' αυτών που δεν ξαπόστασαν στο επίγειο ταξίδι τους,
το βιός 
ας ξεχαστούμε,τραγουδώντας,
 του ίσκιου τους να γλυκαθεί η θύμηση.



Σάββατο 20 Ιουλίου 2013

Φύλακας Άγγελος (αναδημοσίευση)


από τα ΚΑΚΩΣ ΚΕΙΜΕΝΑ (http://kakoskeimena.net)
Γράφει ο Πάνος Μουχτερός

Έμειναν τα αγγελούδια μόνα

Άσε με. Άσε με να κάνω λάθος. Μια ζωή προσπαθούσα να είμαι σωστός, φαίνεται δεν ήταν αρκετό. Έπρεπε να έχω φερθεί αλλιώτικα λοιπόν. Ξέρεις τι λέω. Να μην δείχνω όλες αυτές τις ηλίθιες ευαισθησίες, τα εύκολα τα κλάματα και τα τοιαύτα. Να μην είμαι εντελώς αληθινός στους άλλους, να είμαι στο περίπου, ναι, να είμαι ένα καθίκι που θα κοιτάει μονάχα το τομάρι του. Προσιτός και σαχλαμάρες. Ανοιχτό γράμμα σε όλους, φίλους, περαστικούς, γνωστούς και αγνώστους. Αυτό ήμουν πάντα. Τι κατάλαβα; Πες μου εσύ που με ξέρεις χρόνια. Δίκιο είχε ο πατέρας τελικά που έλεγε ότι όποιος είναι ο εαυτός του στο τέλος καταλήγει πρόβατο που το τρώνε οι λύκοι. Να δίνεις και την ψυχή σου. Να δίνεσαι σε όλα, δουλειά, έρωτες, παιδιά, σκυλιά, στο 101%. Να γίνεσαι χαλί να σε πατήσουν, να βοηθήσεις τον συνάνθρωπο, να αγαπάς τον πλησίον σου, να κάνεις το σταυρό σου και να το εννοείς ρε, όχι μόνο για τα μούτρα του παπά και του γείτονα. Μαλακίες. Η σωτηρία της ψυχής και κουραφέξαλα. Δεν πήρα πρέφα ότι εκτέθηκα και μαλάκωσα με τον καιρό. Ότι όσο πίστευα σε όλα αυτά τα άγια, χαλάρωσα και δεν προετοιμάστηκα σωστά για τη σφαλιάρα. Ναι, περπατούσα αμέριμνος, κοιτώντας προς τον ουρανό. Και λίγο μετά, εκεί που δεν το περιμένεις, να σου, ο γκρεμός. Και πέφτεις. Και δεν σταματάς να πέφτεις. Και καθώς πέφτεις, πνίγεσαι από το πολύ το οξυγόνο που σφηνώνεται στον ουρανίσκο και από ένα σημείο και μετά σταματάει να σε δροσίζει και σε ζεματάει. Πέφτεις. Και σωριάζεσαι. Και λες, τι στο διάολο κάνω εδώ κάτω εγώ που ήμουν στα ψηλά; Τι κάνω εδώ εγώ ρε, μέσα στις λάσπες; Και κοιτάς τον ουρανό πάλι. Και φτύνεις στα μούτρα τον Θεό.

Φτου σας ρε. Τα έμαθες τα νέα; Μας διώξανε. Ναι, ρε, μας ‘ρίξαν στον γκρεμό. Ναι, σου λέω. Δουλειά, τέλος. Όνειρα, τέλος. Ουρανός, τέλος. Μόνο πτώση, λάσπη και σμπαραλιασμένα κόκαλα. Πάει το σχολείο. Πάνε τα παιδάκια μου. Δεκαπέντε χρόνια εκεί μέσα ρε, τα ένιωσα όλα παιδιά δικά μου. Από τόσο δα, μικρά, στα γόνατά μου τα μεγάλωσα. Από τάξη σε τάξη. Πρωτάκια, δευτεράκια, τριτάκια, παιδάκια, αγοράκια που γίνανε άντρες, κοριτσάκια που γίνανε γυναίκες. Με το που άνοιγα την καγκελόπορτα τα χαράματα, περίμενα να φανούν, να δω μήπως ήρθε κανένα τους πεινασμένο, βρόμικο και ταλαιπωρημένο. Να τρέξω για όλα, τίποτα να μη λείψει. Να τα πάρω από το χεράκι από νωρίς, γιατί η μαμά και ο μπαμπάς έπρεπε να πάνε στη δουλειά και δεν είχαν άλλο τρόπο να αφήσουν τα καμάρια τους πουθενά εκείνη την ώρα, μέχρι να αρχίσει το μάθημα. Έπρεπε κάποιος να τα φυλάει, να έχει το νου του λέμε. Ειδικά τελευταία που τα έβλεπες να λιποθυμάνε από την πείνα, είχα φροντίσει να έχω μαζί μου καμιά τυρόπιτα, λίγο γάλα να τους δώσω, μη μου πάθουν τίποτα. Να τα καθησυχάσω, να τα τους πω γελοία αστεία, να ξεχαστούνε, να τρέξω κι εγώ μαζί τους όσο μπορώ, να κάνω ότι και καλά δεν βλέπω όταν είχαν κρυφτεί έτοιμα να μου ορμήξουν, να με ρίξουν κάτω και να με ποδοπατήσουν, να γίνω το παιχνίδι τους, δεν με ένοιαζε ρε που μου πατούσαν την καρδιά, εγώ ένιωθα ότι έτσι η καρδιά μου γίνεται πιο δυνατή, την ώρα ακριβώς που ήταν όλα από πάνω μου και με κυλούσαν σαν βαρέλι στο γρασίδι και μου κάνανε καψόνια και γελάγανε μεταξύ τους κάνοντας χαβαλέ. Έτσι μόνο άνοιγε η καρδιά, καρδιά μου.

Δεν απουσίασα ποτέ, ακόμα και όταν με πόναγε η καρδιά, ούτε τότε, όταν έπεφτα στο κρεβάτι και ψηνόμουνα, δεν γινόταν αλλιώς, το ξέρεις καλά, ήμουν εκεί κι ας έλιωνα στον πυρετό, κανείς δεν μπορούσε να κάνει τη δική μου δουλειά. Να ζητήσεις από κοτζάμ δάσκαλο, διευθυντή να μαζέψει τις καπότες και τις σύριγγες που ρίχνανε οι εξωσχολικοί στην αυλή εκείνες τις περίεργες τις νύχτες; Να του πεις τι; Να μαζέψει τα σκατά των σκύλων, τα πατημένα αποτσίγαρα, τι να ζητήσεις, δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Μόνο εγώ είχα αυτές τις επικίνδυνες αποστολές. Για να είναι το σχολειό μας καθαρό, οι τάξεις όλες σε μια τάξη. Να φροντίζω τον όμορφο τον κήπο μας, να βάζω τα ομορφότερα λουλούδια, να τα περιποιούμαι, να φαίνεται πως είναι ο καλύτερος κήπος του κόσμου, καλύτερος και από τον κήπο της Εδέμ. Καθόλου υπερβολές. Την αλήθεια λέω. Για μένα όλα αυτά ήταν ο Παράδεισος. Βιβλικές αποκαλύψεις, η αιώνια ζωή, η βασιλεία των ουρανών και λοιπές ανοησίες. Εκεί ήταν για ‘μένα η αληθινή ευτυχία, κάθε γράμμα αυτής της λέξης ήταν εκεί, φυτεμένο σαν λουλούδι που στέριωνε και άνθιζε μέσα σε εκείνον τον κήπο, δίπλα από τα παιδικά χαμόγελα, τις φωνές τις ανακατεμένες με τα τρεχαλητά, μέσα στα μπουγελώματα και τις κοπάνες, όλος μου ο κόσμος εκεί μέσα ήταν. Κι εγώ ένιωθα όπως ένας μικρός άγγελος που σκοπός του ήταν να προστατεύει τα υπόλοιπα ανυπεράσπιστα αγγελούδια από κάθε κίνδυνο, από κάθε θλίψη, ναι, αυτό ένιωθα και δεν με ενδιαφέρει αν κάποιος πει ότι την ψώνισα, ο καθένας όσα ξέρει τόσα λέει, σχολικός φύλακας σου λέει ήσουνα ρε μεγάλε, όχι και κανένας προστάτης, ούτε καν δάσκαλος δεν ήσουν.

Έτσι είναι, αν έτσι νομίζεις, ρε άσχετε. Όταν όμως έτρεμαν τα ποδαράκια των παιδιών σου και οι παιδέρες παραφυλάγανε στα κάγκελα με τις καραμέλες και τις σοκολάτες στα χέρια, εσύ ήσουν στη δουλειά σου, στην γκόμενα σου, δεν ξέρω και ‘γω που στο διάολο ήσουν, και μόνο εγώ ήμουν εκεί όταν έπρεπε και είχα και τα δυο τα μάτια ανοιχτά να βλέπω τι παίζει και να διώχνω τα τρωκτικά μακριά από τις ευαίσθητες ψυχούλες. Και τότε, όταν ράβανε την πρέζα μέσα σε μπάλες παιχνιδιών και τη ρίχνανε μέσα στο προαύλιο για να παίξουν οι μαθητές με το παιχνίδι του θανάτου, ήμουν εκεί να μυρίζομαι σαν το λαγωνικό τις ουσίες που θα κάνανε τόσα λευκά όνειρα μαύρους εφιάλτες. Και τους χειμώνες ρε, όταν ερχόμουνα μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα να δω αν έχουνε πετρέλαιο τα καλοριφέρ, για να καταλάβεις, πιο πολύ με ένοιαζε να έχει το σχολειό μας ζεστές αίθουσες παρά το ίδιο μου το σπίτι ρε, δεν άντεχα να δω χεράκια να τουρτουρίζουν, αρκετό ψύχος είχε μαζευτεί μέσα στην ψυχή τους, ακόμα και όταν οι σχολικές επιτροπές ξεμένανε και δεν είχανε λεφτά έβρισκα πάντα τον τρόπο ο λέβητας να γεμίσει και να αντέξουμε την παγωνιά και μην αρρωστήσει ο γιος σου και η κόρη σου, ρε ξεφτίλα. Και πιο πολύ τότε, όταν τα πιτσιρίκια πιανόντουσαν στα χέρια μεταξύ τους για το παραμικρό και οι μεγαλύτεροι το παίζανε ιστορία και πλακώνανε στις σφαλιάρες τους μικρούς για να τους φοβίσουν και μαζευόντουσαν πολλοί απέναντι σε έναν και του ρίχνανε σύννεφο τις φάπες και τα φτυσίματα, τότε φώναζα και έτρεχα ρε, να σταματήσω το κακό και να δείξω ότι εκεί μέσα θα ήμουν πάντα άγρυπνος φρουρός και δεν περνάνε με εμένα εδώ μέσα νταηλίκια. Σκασμός!

Χάνω την ψυχραιμία μου. Την έχω χάσει εδώ και ώρα. Τα χέρια μου τρέμουν. Κοιτάω συνέχεια το γαμημένο το ρολόι. Λες και σταμάτησε είναι, λες και η ώρα δεν αλλάζει. Δεν ξε. Δεν ξέρω. Άστο. Άσε με. Μη μιλάς! Σε ακούω να μιλάς στα αυτιά μου μέσα. Με τρυπάνε. Πνίγομαι. Οξυγόνο. Ζεματάει ο ουρανίσκος. Πτώση. Γιατί ρε; Τι ζήτησα ρε; Τη δου. Τη δουλειά. Τη δουλειά μου. Αξιο. Αξιοπρέπεια. Δεν μου βγαίνουν οι λέξεις. Πνίγομαι. Να σε κοιτώ στα μάτια. Αυτό θέλησα. Καθαρά. Υπερ. Υπερήφανα. Καθαρά. Μέχρι το περίπτερο. Ούτε μέχρι το περίπτερο. Δεν μπορώ. Να πάω. Πια. Αξιοπρέπεια. Τα παιδιά μου. Μου πήραν τα παιδιά μου. Τα παιδιά μου, ρε! Ποιος θα τα βάλει στα γόνατα τώρα, ρε; Ποιος θα δει αν πεινάνε, αν τρέμουν από το κρύο; Ποιος θα τρέξει να δαγκώσει στο λαιμό τους πορνόγερους που θα ξερογλείφονται με τα γλειφιτζούρια στο παντελόνι τους μέσα; Ποιος θα ανοίγει την πόρτα πρώτος το πρωί; Τον κήπο. Τα λουλούδια. Εδέμ. Ποιος θα τα ποτίσει; Ποιος θα τα φροντίσει; Ποιος θα τα ανθίσει; Κλάδεμα. Με κλαδέψατε. Πεφ. Πέφτω. Ξεριζώνομαι. Αλήτες. Η οικογένεια. Πως. Πως θα φροντίσω. Ο ρόλος μου. Ποιος είναι πια ο ρόλος μου. Νύχτες. Ξυπνήματα. Ταχυπαλμίες. Λίγο νερό. Πνίγομαι. Ήμουν άγγελος. Ψηλά. Πέταγα. Γκρεμός. Γιατί ρε; Το σχολείο. Η αυλή. Μπουγελώματα. Παλιόπαιδα, θα σας πιάσω! Μούσκεμα με κάνατε. Θέλω να πάω πίσω στο σχολείο. Δεν έχω. Πουθενά να πάω. Πνίγομαι. Ποτάμι. Το αίμα μου. Να σας πνί. Να σας πνίξει. Είμαι άνθρωπος. Όχι αρι. Αριθμός. Δεν μπορώ να γράψω άλλο. Διαβ. Διάβασε. Αυτό το σημείωμα. Φεύγω. Άσε με. Να προσέχεις. Τα παιδιά, να προσέχεις. Ο φύλακας.

Ο άγγελός σου.

Ας μιλήσουμε για τους 'καλλιτέχνες" μας: Οι τραγουδοποιοί των εφοπλιστών


Του Γιώργου Σταματόπουλου από την Εφημερίδα των Συντακτών

Από την κατακλείδα αναγνώστη στην «Εφ.Συν.», χθες: «Δεν θα ξαναπάω να δω τον Σαββόπουλο. Τον γλυκανάλατο, αστό, μουσικό των μεγαλοεπιχειρηματιών». Σπάραγμα από επιστολή αναγνώστριας (11/7/2013): «Ηταν αφοπλιστική η επιμονή της οικογένειας και έτσι δέχτηκα την πρόσκληση», δήλωσε ο αγαπητός Μαχαιρίτσας. Και το σχόλιό της: «Το μόνο σίγουρο είναι ότι ήταν αφοπλιστική μάλλον η αμοιβή για να δώσει το μουσικό στίγμα του σ” αυτό το πάρτι της ανθρώπινης ματαιοδοξίας». 

Πάντα καίριοι οι αναγνώστες. Σε ό,τι αφορά τον Σαββόπουλο έχουν γραφεί πολλά, θετικά και αρνητικά. Το μόνο που θυμάμαι είναι η έκφραση της αγαπημένης φιλολόγου, όταν τον υπερασπιζόμουν με μανία πριν από τριάντα χρόνια: Σαχλαμαράκιας είναι, μου έλεγε, και με παρότρυνε να ασχοληθώ με αυτούς που πονούσαν την Αριστερά, τον Μπερτολούτσι λόγου χάριν. Πού να ακούσω εγώ (όπως και κάθε νέος, που νομίζει ότι τα ξέρει όλα…). Δεν συμμερίζομαι τον χαρακτηρισμό της, αλλά δεν μου είναι και τόσο ξένος, πλέον, στο κοσμοείδωλό μου (όποιο κι αν είναι αυτό).

Το ενδιαφέρον μετατοπίζεται στους τραγουδοποιούς που κομπάζουν για την αντιεξουσιαστική – εναλλακτική τους, τάχα, στάση και συμπεριφορά στον χώρο δημιουργίας τους, εν προκειμένω στους Μαχαιρίτσα, Σταρόβα, Στόκα, που τραγούδησαν για τους εφοπλιστές την ώρα που οι κύριοι αυτοί εφοπλιστές είχαν επιβάλει καθεστώς τρομοκρατίας στο νησάκι της Σχοινούσας, απαγορεύοντας την κίνηση ανθρώπων και οχημάτων προκειμένου να μην εμποδιστεί η κίνηση των καλεσμένων στον γάμο βλασταριών τους. Πώς ανέχτηκαν οι μουσικοί της αμφισβήτησης τη φασιστική συμπεριφορά των κολαούζων των εφοπλιστών;

Αλλά το ερώτημα πρέπει να τεθεί ως εξής: Ξέφυγαν ποτέ τους από τις Σειρήνες της καπιταλιστικής επιτυχίας, του πλουτισμού εις βάρος άλλων, της καθιέρωσής τους ως περσόνων και μόνον της συμπαθητικής τηλοψίας;

Το ερώτημα, βεβαίως, αφορά όλους εκείνους οι οποίοι διακονούν δήθεν τον λόγο και την τέχνη, και μάλιστα την πρώτιστη μορφή αυτών, τη μουσική. Είναι δικαίωμά τους να τραγουδάνε για το κεφάλαιο και την ανήθικη στάση όσων υπηρετούν τούτο το κεφάλαιο· είναι ελεύθεροι να επιλέγουν πώς θα κάνουν καμιά αρπαχτή, να τα «κονομήσουν», εντάξει, ας μη βγαίνουν όμως στην αγορά και να καταγγέλλουν τα μνημόνια και την κυβερνητική αυθαιρεσία και καταστολή όταν το είναι τους βρίσκεται σε ευνοϊκή θέση στην άσκηση κυβερνητικής πολιτικής.

Δισέλιδες συνεντεύξεις στις εφημερίδες, και στα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις, προσκλήσεις από δήμους για «αρπαχτές» εμφανίσεις εντός θέρους, αναγνώριση από συμπλεγματικούς νεαρούς δημοσιογράφους, που δεν ξέρουν τι τους γίνεται, ε, πώς να μην καβαλήσουν καλάμι; Αλλά το έργο τους υποτίθεται δεν έχει σχέση με καλάμια.

Τότε, τι; Τίποτε. Απλώς, αυτοί είναι. Βολεψάκηδες, ολίγιστοι καίτοι ταλαντούχοι. Αλλά, άλλο πράγμα το ταλέντο και άλλο η κοινωνική συνείδηση. Βεβαίως, θα “πρεπε να ντρέπονται. Αλλά ποιος ξέρει, πλέον, τι σημαίνει αιδώς, τι σημαίνει έρως, τι σημαίνει αξιοπρέπεια.

υγ.
Ας προσθέσω  ...
Αχ Λαυρέντη, μόνο εγώ ήξερα τί κάθαρμα ήσουν...

Πέμπτη 18 Ιουλίου 2013

Τ' όνομά μου ήταν... (αναδημοσίευση)

    Μ' έλεγαν Νίκο, μ' έλεγαν Γιώργο, μ' έλεγαν Στάθη. Μ' έλεγαν Βασιλική, μ' έλεγαν Ηλέκτρα, μ' έλεγαν Μαρία. Τώρα μας λένε αυτόχειρες. Κατοικούμε πια σε άλλο τόπο, σε άλλο χρόνο. Κατοικούμε στο άπειρο του λογισμού και της φαντασίας σας.

Από τότε που αποχωριστήκαμε βαλθήκαμε να φτιάξουμε τις καινούργιες ζωές μας. Δεν λέμε, οι ευχές σας μας θέρμαιναν και μας θερμαίνουν, οι σταγόνες μνήμης σας μας δροσίζουν. Όμως, καθώς των παλαιών ημερών τα διδάγματα μας φώτισαν, ξέραμε ότι κι' εδώ μια κρύα κόλαση θα ήταν ο παράδεισος που μας τάζανε οι μισθοφόροι του θανάτου. Κι' έτσι ξανά κι απ' την αρχή. Περιπλάνηση για μια γωνιά στο άπειρο, για ένα στασίδι στο χρόνο.

Όλοι εμείς οι αναχωρητές εκείνης της μακρόσυρτης νύχτας σμίξαμε 'δώ πάνω όχι από πρόσταγμα δικαιοσύνης, μα πιο πολύ από πρόταγμα εκπλήρωσης των ονείρων μας. Αυτών που δεν ζήσαμε, αυτών που δεν χώρεσαν στις άϋπνες νύχτες μας. Ναι, οι νεκροί ονειρεύονται με χρώματα, ζωγραφίζουν σε τρισδιάστατους καμβάδες, εκθέτουν στων νεράϊδων τα τάγματα και στων κολασμένων τις ψυχές. Ναι, οι νεκροί βλέπουν όνειρα χρωματιστά.

Και σείς μπορείτε να τα δείτε. Όχι με τα δικά σας μάτια, μα με τα μάτια της ψυχής σας, αυτής που δραπετεύει από το κορμί σας, αποζητώντας την ελευθερία. Μπορείτε ακόμη να μας δείτε την ώρα που συνεδριάζουμε, εμείς οι τέσσερις χιλιάδες ιφιγένειες-θυσίες σε ανέμους ανάπτυξης. Φτιάξαμε ένα σύλλογο λοιπόν και κάθε Σάββατο συνεδριάζουμε. Γιατί το Σάββατο το νοιώθουμε σαν καταφθάνουν οι μνημονεύσεις σας, καθώς η μάνα σας η Γή προστάζει. Και κεί που συνεδριάζουμε, εσείς είστε το μοναδικό θέμα συζήτησης. Εσείς και η πιότερη ζωή μας.

Αυτήν που δεν αγαπήσαμε κι' ας αγαπηθήκαμε, αυτήν που αγαπήσαμε κι' ας μην αγαπηθήκαμε. Όλα τώρα θα τα σιάξουμε, λέει ο Νώντας και γελάμε. Γιατί ξέρουμε ότι εμείς δεν μπορούμε τίποτα να διορθώσουμε πια, όμως γελάμε. Και χορεύουμε. Τραγουδά ο Πάνος μοσχοβολούν οι γειτονιές βασιλικό κι' ασβέστη, τ' ακούει ο Τάσος και καταφθάνει από την πέρα γειτονιά κι' αρχίζει τον χορό, άφθαρτο το άϋλο της παρουσίας του, ξεχωρίζει στο ασπρογάλανο φώς. Ναι, οι νεκροί ακούνε, γελάνε, χορεύουν. Μα δεν μπορούν τίποτα να σιάξουν πια. Μόνο να ζήσουν όπως κάποτε ονειρεύτηκαν.


Και να σας κοιτάνε, να σας ακούνε, να σας αισθάνονται. Να νοιώθουν το αχ της μάνας γής από τις βαριές περπατησιές σας. Μα και να γνέθουν τα όνειρά σας, να τροχίζουν το νού σας,  να γίνονται παρηγοριά στη θλίψη σας και δάσκαλοι στα καμώματά σας.

 Δείτε μας, πόσο αθόρυβα σμίξαμε εμείς εδώ. Πως ακούμπησαν οι ψυχές μας πάνω στην απειρότητα του χρόνου, στο οικείο των ονείρων μας. Και τις στιγμές που τα δάκρυά σας τρέχουνε στα μάτια μας, ανασύρουμε τις λέξεις εκείνες που κάποτε λέγαμε οδηγείστε τον κόσμο σε πιο φωτεινά μονοπάτια, σπάστε τις αλυσίδες που κρατούν δεμένες τις ψυχές σας. Και σας μιλάμε. Ναι, εμείς οι νεκροί μιλάμε, μα πιο πολύ κλαίμε. Και δεν μπορούμε τίποτα πια να διορθώσουμε. Κάντε το εσείς για μάς.


από φιλικό blog

Τετάρτη 17 Ιουλίου 2013

Άνοιξα μανταρίνι ! (αναδημοσίευση)


της Αννίτας Λουδάρου (http://ann-lou.blogspot.gr/)

Έχω πια βάσιμες υποψίες ότι τα παπούτσια μας όταν κοιμόμαστε παίρνουν ζωή, βγαίνουν από το σπίτι και αρχίζουν τις βόλτες εν αγνοία μας. Ίσως επιχειρούν να πάνε εκεί που εμείς δεν πάμε. Να ακολουθήσουν τ΄όνειρα μας με λίγη παραπανίσια συνέπεια. Αλλοιώς δεν εξηγείται πως κατα καιρούς βλέπω στο δρόμο σε άσχετα σημεία, ζευγάρια παπουτσιών αφημένα σαν να περιμένουν κάτι η κάποιον. Δεν είναι ούτε πεταμένα, ούτε παλιά. Είναι τα περισσότερα σε αρκετά καλή κατάσταση, έχω δει ακόμα και καινούργια. Ίσως να είναι παπούτσια που αγοράστηκαν με ελπίδα , μπερδεύτηκαν με τα χρόνια σε άγονες γραμμές και ξαστόχησαν.

Θυμάμαι ένα ανοιξιάτικο βράδυ που σκόνταψα σ΄ένα ζευγάρι αθλητικά έξω από το κολυμβητήριο του Πανελληνίου. Αλλά και την περασμένη Κυριακή τριγυρνώντας το πρωί έπεσα πάνω σ΄ένα ζευγάρι, ξενυχτισμένες, γυναικείες μαύρες γόβες. Ήταν αφημένες η μια δίπλα στην άλλη, λες και περίμεναν δύο γυναικεία πόδια να τους δώσουν ζωή ή σαν να βαρέθηκαν την προηγούμενη ζωή τους και αποφάσισαν να κάνουν νέα αρχή.

Την πρώτη φορά που είδα τα μοναχικά παπούτσια μου φάνηκε παράξενο. Πλέον με διασκεδάζει και περιμένω να δω που θα συνατήσω το επόμενο ζευγάρι παπουτσιών. Κάτι απροσδιόριστο μου θυμίζουν με την σιωπή τους. Ίσως γιατί μαζί τους ξεκινάμε να πάμε σε απάτητες διαδρομές. Από τα βρώμικα πεζοδρόμια της πόλης, ως τα ασβεστωμένα σκαλάκια των νησιών. Μαζί τους στεκόμαστε μπροστά σε ακίνητες ανθρώπινες φιγούρες στο Θησείο, σε μουσικούς ξεκούρδιστους. Πατάμε φύλλα φθινοπωρινά, μαζεύουμε αδέσποτα χαρτιά, κλωτσάμε τα χαλίκια. Είναι παπούτσια που κάποια στιγμή στην ζωή μας, όταν τα φορούσαμε ή περνούσαμε τα κορδόνια τους από τις μεταλλικές ανυπόμονες τρύπες τους, ήταν σαν να τα ρωτούσαμε ''στις όχθες ποιου παραμυθιού θα με βγάλετε απόψε"; Ένα ελαφρύ τρίξιμο στο ξύλινο πάτωμα είναι η μόνη απάντηση που εγώ τουλάχιστον έπαιρνα.

Το καλοκαίρι αυτό μου φαίνεται διαφορετικό. Σαν κάποιος να πέρασε και να του φόρεσε τα ρούχα του Σεπτέμβρη. Βλέπεις το φθινόπωρο είναι πάντα καλύτερο άλλοθι κι ας αρχίζουν να μικραίνουν οι μέρες. Τα καλοκαίρια τα παπούτσια ανυπομονούν πιο πολύ για βόλτες, σε μέρη που θα ήθελες να είσαι. Είναι και που η πραγματικότητα ώρες ώρες γίνεται αβάσταχτη. Όμως για δες. Προχθές ακόμα μαζευτήκαμε με τους φίλους. Από αυτή την κατηγορία των φίλων που θέλεις να τους φωνάξεις, αντί για εκείνο το ''Μην ενοχλείτε'' που μπαίνει έξω από τις πόρτες των ξενοδοχείων, ''ενοχλείτε !'' 

Φιλίες που δυναμώσανε με αυτή την περιβόητη αβάσταχτη πραγματικότητα και δώσανε υπόσταση στο ψωμί κι αλάτι φάγαμε μαζί. Συναντηθήκαμε για να γιορτάσουμε το πλησίασμα ενός απ΄όλους μας στην μέση κάποιας δεκαετίας. Το μόνο που θέλω να πω είναι, πως είμαι εδώ που θέλω να ΄μαι : στην πόλη που αγαπώ, με τους φίλους και γενικά με τους ανθρώπους που αγαπώ. Με αυτούς που με κάνανε να πιστέψω πως ό,τι υπήρξε μια φορά, δεν γίνεται να πάψει να υπάρχει. Όπως εκείνο το ''άνοιξα μανταρίνι'' που παίζαμε παιδιά και χόρταινε αέρα η ψυχή μας, γιατί ξυπνάγαμε από την δύναμη των αναμνήσεων κι ας ήταν η στιγμή που μόλις τις φτιάχναμε. Υπάρχουν φωτογραφίες από την παιδική μας ηλικία, που μας βλεπεις να ξυπνάμε μέσα στην ίδια την φωτογραφία. Ξυπνούσαμε την ίδια ώρα που μαζεύαμε αναμνήσεις.

Με την σκέψη και μόνο (και κάθε σκέψη φέρνει πράξη) ανοίγεις δρόμους που περιμένουν ένα ζευγάρι παπούτσια να τους διαβούν. Με αυτόνομη σκέψη. Φαντάζομαι με όλα αυτά πως και τα δικά μου παπούτσια το σκάνε τα βράδια. Και αφού το σκάνε άραγε που πάνε; Ίσως εδώ που θέλω να είμαι.

Κοίταζε τη χούφτα της (αναδημοσίευση)


Αναδημοσίευση από το βυτίο

Με πλησίασε μια γυναίκα λίγο πριν τα σκαλάκια της εξόδου του μετρό. Τελευταία, διάφοροι άνθρωποι ζητάνε χρήματα όχι καθισμένοι όπως παλιά στην άκρη κάποιου πεζοδρομίου, αλλά κατεβαίνοντας στα εκδοτήρια των σταθμών του μετρό. Στέκονται δίπλα σου καθώς εσύ βάζεις τα κέρματα στο μηχάνημα. Έτσι, γρήγορα σκέφτεσαι ότι αυτό το εξωπραγματικό για την τσέπη σου 1,40, θα έπιανε περισσότερο τόπο αν αντί για εισιτήριο, γινόταν κουλούρι, καφές, τσιγάρο ή οτιδήποτε άλλο χρειάζεται ή θέλει αυτός ο άνθρωπος. Η γυναίκα λοιπόν με πλησίασε, άρχισα να σκέφτομαι αν και πόσα ψιλά έχω, αν και πόσα θέλω να δώσω. Η γυναίκα όμως μόλις έφτασε μπροστά μου ζήτησε απλά αν έχω ένα εισιτήριο για να πάει σπίτι της. Τα ρούχα της έμοιαζαν με κουρέλια, το πρόσωπό της ήταν σε άσχημη κατάσταση και οι λέξεις της αν και κανονικά τοποθετημένες αντηχούσαν μόνο τη γενικευμένη απόγνωση. Θέλω ένα εισιτήριο να πάω στο Περιστέρι, σπίτι μου.

Βγαίνοντας απ’ το μετρό πέτυχα ένα φίλο που είχα να δω καιρό. Στο τέταρτο που κουβεντιάσαμε, μου ανέλυσε τα σχέδια του για τη χρονιά που έρχεται. Τις χρονιές τις υπολογίζουμε ακόμη, όπως όταν πηγαίναμε σχολείο, από Σεπτέμβριο. Το περίπλοκο και με απειράριθμα αν σχέδιό του, μπορεί να συνοψιστεί στη λέξη επιβίωση. Ακούγονταν ποσά της τάξης των 200 και 300 ευρώ. Ακούγονταν φράσεις του στιλ μπορώ να ζήσω με τόσα. Μου αρκεί μια σαλάτα, δεν θα πολυβγαίνω και τέτοια. Δεν είχε απελπισία ο λόγος του φίλου, μόνο σκληρό ρεαλισμό και ίσως μια ελαφριά αίσθηση παραίτησης. Παραίτησης όχι απ’ τη ζωή, όσο απ’ τον άνισο και ανυπόφορο αγώνα με τα τέρατα της εποχής της λιτότητας και των ατελείωτων μέτρων. Θα ζήσουμε ναι, αλλά κουραστήκαμε πια να κυνηγάμε, να τρέχουμε σ’ ένα στάδιο χωρίς γραμμή τερματισμού, να τρέχουμε σ’ ένα αγώνα που είναι ταυτόχρονα σπριντ και μαραθώνιος και μετ’ εμποδίων. Κάπου θες απλά να σταθείς, να πιεις ένα δροσερό ποτήρι νερό και να ηρεμήσεις για πέντε λεπτά. Φέτος ο φίλος επέλεξε να είναι το δικό του πεντάλεπτο.

Λίγα λεπτά αργότερα σταματώντας με το αυτοκίνητο σε ένα φανάρι, βλέπω μια άλλη γυναίκα. Μοιάζει με την πρώτη του μετρό. Ρούχα βρώμικα, μαλλιά μπλεγμένα, πρόσωπο που φωνάζει όλα τα πιθανά είδη της απόγνωσης. Από τα πέντε μέτρα απόσταση μας μιλάει: «Πεινάω. Μήπως μπορείτε να μου δώσετε κάτι να φάω». Κοιτάζω το φανάρι, αλλά το κορίτσι ανοίγει την τσάντα της και δίνει ότι ψιλό είχε. Ας πούμε ότι ήταν δυομιση ευρώ. Τα δίνω στη γυναίκα, έκπληκτη κοιτάζει τη χούφτα της, μονολογεί «αυτά είναι πολλά λεφτά», ανάβει το φανάρι, συνεχίζει να κοιτάει τη χούφτα της, φεύγουμε.

Λέμε και ξαναλέμε για τη φτώχεια. Λέμε ότι δε μας φοβίζει. Μιλάμε για αλληλεγγύη, για κεράσματα, οι γονείς βοηθάνε, τα παιδιά βοηθάνε, οι φίλοι αλληλοβοηθιούνται. Μιλάμε για εγχειρήματα, συλλογικές κουζίνες και ένα σωρό ωραίες ιδέες.

Αλλά η φτώχεια μας κυκλώνει, δεν είναι εύκολος αντίπαλος, γονατίζει ανθρώπους, γονατίζει περαστικούς και φίλους, τους κλέβει χρόνια, τους αποκλείει απ’ την ίδια τους τη φαντασία και τη δημιουργικότητα. Η φτώχεια δεν είναι παλιά ελληνική ταινία, δεν έχει μόνο αυτοσαρκασμό και πλάκα και ωραίες ατάκες. Έχει κόσμο που παλεύει να ζήσει με 200 ευρώ και αυτό θα είναι το αισιόδοξο σενάριο. Έχει κόσμο που λέει πεινάω και θέλω να πάω σπίτι μου και κόσμο που ψάχνει το σπίτι του και δεν το βρίσκει πουθενά.

Μας βομβαρδίζουν με success stories και ανταγωνιστικότητα και τη θέση της χώρας που σταθεροποιείται στην Ευρώπη. Μιλάνε τη γλώσσα των αρπακτικών σε prime time, παρέχουν προκαταβολικά ασυλία στους ακριβούς εαυτούς τους, κουνάνε το δάκτυλο, μεταρρυθμίζουν χαλαρά, ασκούνται στον κυνισμό επαναλαμβάνοντας μονότονα «11.000 απολύσεις». Εμείς που δεν ζούμε στην τηλεόραση ή στο εικονικό κόσμο των υπουργικών γραφείων, κάθε μέρα, κάθε ώρα, περπατάμε μετρώντας τους πεσμένους, τους βουβούς επιβάτες των μέσων μεταφοράς, τους ανθρώπους που κουράστηκαν, τους ανθρώπους που δεν αντέχουν άλλο. Μετράμε τους ανθρώπους που δεν ανήκουν πια σ’ αυτή την εποχή.