Άστρα οι άνθρωποι.
του Πάνου Μουχτερού
Το περίμενα, σου λέω. Από μικρό παιδάκι ήξερα ότι κάπως έτσι θα γίνει. Σαν από προαίσθηση, λες και ήταν ένα αυθόρμητο ένστικτο, δεν ξέρω πως να το πω, αλλά απροειδοποίητα, σχεδόν από το πουθενά, ειδικά κατά τις στιγμές εκείνες που η παιδική μου ευτυχία κορυφωνόταν, ανάμεσα στο παιχνίδι και την ξεγνοιασιά, ερχόντουσαν στα μάτια μου μπροστά εικόνες περίεργες, θολές, εικόνες βγαλμένες από το μέλλον, εικόνες απώλειας, γεμάτες αγωνία, ανθρωπιά, συγκίνηση. Ήταν τότε που ήρθε και άνθισε μέσα μου το αγκάθινο λουλούδι της επιθανάτιας αγωνίας. Κάποιοι φίλοι καλοί μού είπαν αργότερα ότι όλο αυτό το φαινόμενο δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένας καλά μελετημένος ψυχολογικός μηχανισμός για την άμυνά μου απέναντι στον αόριστο χρονικά πόνο που επρόκειτο να βιώσω. Ότι ανέκαθεν προετοιμαζόμουν υποσυνείδητα για το βίωμα της αναπόφευκτης απώλειας, ότι έχτιζα τις δικές μου αντιστάσεις, όπως πάνω-κάτω συμβαίνει σε όλους τους ανθρώπους, απλά σε άλλους η αντίδραση αυτή εμφανίζεται νωρίτερα και σε άλλους αργότερα, με το που αντιληφθούν τη φθορά και το βιολογικό μας τέλος. Μόνο που εδώ υπήρχε μία διαφορά σπουδαία. Αυτή μου η βεβαιότητα για την αρνητική εξέλιξη των γεγονότων δεν περιοριζόταν στο γεγονός και μόνο του θανάτου. Αφορούσε τον τρόπο, τον πρόωρο ερχομό του, το ότι ο πατέρας μου δεν θα είχε τελικά βαθιά, ευτυχισμένα γεράματα. Ότι θα έφευγε νέος, διανύοντας μια διαδρομή επίπονη για εκείνον και για εμάς, ότι το τέλος του δεν θα ήταν “φυσιολογικό”. Ότι θα δοκιμαστούμε όλοι μαζί του, βλέποντας τελικά την ίδια τη ζωή μέσα από τα μάτια του θανάτου. Όπως κι έγινε.
“Ποιος είναι ο γιος του;”. Αυτή η ερώτηση που σαν αντίλαλος εξαπλώνεται στο βάθος των διαδρόμων των νοσοκομείων όλης της χώρας και που από μόνη της μπορεί να σταθεί άνετα ως πιασάρικος τίτλος σε μυθιστόρημα, σε σίριαλ για την τηλεόραση, σε ποιητική συλλογή και που με τις ίδιες ακριβώς λέξεις και το ίδιο ακριβώς ύφος αναδιατυπώνεται καθημερινά από τους ίδιους ακριβώς ασπροφορεμένους γιατρούς απέναντι σε γιους χιλιάδες που στέκονται απορημένοι και που πρέπει να μάθουν πρώτοι τα δυσάρεστα νέα για τον μπαμπά τους και που πρέπει να φανούνε δυνατοί, όπως αρμόζει σε άντρες που ποτέ δεν κλαίνε. Το ήξερα και αυτό όμως. Ήξερα ότι θα ανοίξει με αυτό το συγκεκριμένο ρυθμό η πόρτα και θα βγουν οι γιατροί και θα πάρουν αυτό το συμπονετικό ύφος και θα με αναζητήσουν για να μου πουν κάτι που επαναλάμβανα για χρόνια μέσα μου από πιτσιρικάς. Ότι ο πατέρας είναι βαριά άρρωστος. Ότι η περίπτωσή του είναι προχωρημένη. Ότι δεν πρέπει να χάνουμε την ελπίδα μας αλλά τα πράγματα είναι δύσκολα. Ότι πρέπει να ακολουθήσουμε πιστά όλες τις οδηγίες. Ότι θα μπούμε σε έναν απαραίτητο κύκλο αναλυτικών εξετάσεων. Ότι τα χρονικά περιθώρια είναι περιορισμένα. Ότι κάθε οργανισμός αντιδράει διαφορετικά. Ότι φταίει η κακή ποιότητα ζωής. Ότι ο πατέρας δεν πρόσεχε και κάπνιζε και ποτέ του δεν έκανε προληπτικές εξετάσεις και ότι ήταν άνθρωπος λαϊκός που δεν είχε το νου του στα τεστ αλλά στον αγώνα για το μεροκάματο. Ότι σπουδαίο ρόλο παίζει η ψυχολογία του ασθενή. Ότι καλό θα ήταν να μην του πούμε ακόμα τίποτα πριν να έχουμε την πλήρη εικόνα της νόσου. Ότι έτσι είναι αυτά. Ότι όλα είναι μέσα στη ζωή, τη ζωή μου μέσα.
Κι όλα τριγύρω αλλάζουνε και όλα τα ίδια μένουν. Ναι, είναι τότε που κάνουν την εμφάνισή τους όλες εκείνες οι αφόρητα κλισέ εκφράσεις που μέχρι πριν αντιμετώπιζες κάπως υποτιμητικά. Είναι τότε που αναθεωρείς την αντίληψη που μέχρι πριν είχες για τις ματιές, τα αντικείμενα, τις έννοιες. Δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο, δεν υπάρχει χρόνος, γενικά. Τα ρολόγια αχρηστεύονται, μετράς πια τις στιγμές παρατηρώντας το ρυθμό από τις ατέλειωτες σταγόνες, έτσι όπως πέφτουν από τον παραγεμισμένο ορό και από εκεί εξαπλώνονται στο ταλαιπωρημένο σώμα. Οι ρημάδες πέφτουν με τόσο σταθερή συχνότητα που αντικαθιστούν τα δευτερόλεπτα, γίνονται μια ολοκαίνουργια μονάδα μέτρησης, ο χρόνος πλέον μετριέται σε δόσεις χημειοθεραπείας. Είναι τότε που γυρνάς στο άδειο σπίτι και το κρεβάτι σού φαίνεται αλλιώτικο, να, εκείνο το εικόνισμα που είχες ξεχάσει ότι βρίσκεται εκεί απέναντι θαρρείς ότι πριν λίγο σε κοίταξε και σχεδόν απαιτεί να πας και να το προσκυνήσεις, παρακαλώντας για ένα θαύμα, την ώρα που λες χιλιάδες μπερδεμένες προσευχές και που τις λες από την αρχή ξανά με το σωστό τρόπο μήπως και πιάσουν. Και είναι οπωσδήποτε ανυπόφορο να πέφτεις για ύπνο με ταλαιπωρημένο το μυαλό σου, αλλά είναι ασύγκριτα δυσκολότερο να ξυπνάς και να ταλαιπωρείται ο νους με το που ανοίξεις τα βλέφαρά σου. Κάθε μέρα, συνηθίζεις στην αποτυχημένη σου απόπειρα να πεταχτείς απότομα και να βγάλεις τη μεγαλύτερή σου ανάσα και να αναφωνήσεις με ανακούφιση ότι ένα κακό όνειρο ήταν και πάει. “Γιατί σε εμένα; Γιατί σε εκείνον; Και μετά, τι; Και μετά, ποιοι;” Ερωτήσεις που σου κάθονται στο λαιμό λες και ο λαιμός πήγε και κρεμάστηκε από τα ερωτηματικά τους.
“Σισπλατίνη, καρμποπλατίνα! Μην ξεχάσετε την αγωγή για τις κρίσεις Ε. Λευκά, αιματοκρίτης, πεσμένα. Πάμε για τριήμερη, μέχρι να γίνει σχήμα. Το σκιαγραφικό. Δευτεροπαθείς εντοπίσεις. Συμπέρασμα. Απαιτείται περαιτέρω ακτινολογική διερεύνηση μέσω MRI. Συμπέρασμα. Δευτεροπαθείς εντοπίσεις ιδιαιτέρως ευμεγέθεις.” Τι λες τώρα! Κι όμως. Στην αρχή όλα αυτά σού ακούγονται κινέζικα αλλά στην πορεία γίνονται η καλημέρα και η καληνύχτα σου. Μαθαίνεις να διαβάζεις τα πορίσματα, βάζεις την ορολογία στις μηχανές αναζήτησης, βλέπεις σχεδιαγράμματα με κύτταρα σε χρώμα μοβ, ανοίγεις άπειρα παράθυρα στον υπολογιστή σου, συγκρίνεις εμπειρίες επιζώντων, ζώντων και θανόντων. Κι ύστερα, πάντα, ο κέρσορας από το ποντίκι πέφτει στο ίδιο έσχατο σημείο. Στο προσδόκιμο επιβίωσης. Ναι, η ζωή έχει πια αλλάξει όνομα και αποκαλείται επιβίωση γιατί είναι πια ζωή σε αναμονή, δεν ζεις ακριβώς, επιβιώνεις. Και γυρνάς αγκαλιά με τους φακέλους και τα αποτελέσματα από τα εξειδικευμένα διαγνωστικά κέντρα και σου έρχεται να αρπάξεις τον ταξιτζή από το λαιμό γιατί σε ρωτάει χίλια δυο άσχετα πράγματα και θυμήθηκε εκείνη την ώρα να πει την κάθε μαλακία του, την ώρα που η ψυχή σου φλέγεται από την αγωνία για το πώς θα παραστήσεις τον θεατρίνο για μια ακόμη φορά και θα καταφέρεις να παίξεις το ρόλο που έμαθες να παίζεις τόσο καλά όλους αυτούς τους μήνες και να φορέσεις πάλι το ψεύτικο χαμόγελο για να πεις ψέματα στον πάσχοντα πατέρα που πασχίζει να μάθει τα νέα. “Γιατί είσαι έτσι ταραγμένος, γιε μου; Μήπως έχω τίποτα πιο σοβαρό και δεν μου το λες; Θα ήμουν έτσι χαμογελαστός ρε πατέρα αν ήταν έτσι; Αυτό να μου πεις, γιε μου.” Κλόουν, γιε μου.
Όλα ‘γίναν όπως περίμενα να γίνουν. Ο πατέρας έμεινε χωρίς μαλλιά, έγινε σταδιακά ένας ενήλικας με μωρουδιακές εκφράσεις, μετά από κάποιο σημείο άρχιζε να θυμίζει εμένα όταν ήμουν μωρό παιδί. Ακόμα και όταν φαινομενικά είχε χάσει την επαφή με το περιβάλλον, εξακολουθούσε να συμπεριφέρεται ενστικτωδώς, ειδικά όταν τον πλησίαζα και, μολονότι ο εγκέφαλός του δεν λειτουργούσε, εκείνος σούφρωνε τα χείλη για να μου φιλήσει το μάγουλο. Κι έτσι, έφυγε, ενστικτωδώς, με τον τρόπο εκείνο που είχα φανταστεί από την αρχή. Τα κλάματα, οι συγκλονισμένοι συγγενείς, οι επικήδειοι λόγοι, τα λόγια των γιατρών. “Ο καλύτερος γιος του κόσμου”. Και περάσαν τα χρόνια. Και βάλαμε πάλι τα ρολόγια στους τοίχους και στα χέρια μας. Και αρχίσαμε πάλι να μετράμε το χρόνο όπως πριν. Προχτές, βρέθηκα τυχαία έξω από εκείνο το νοσοκομείο. Είδα τα ασθενοφόρα να λείπουν και τις θέσεις στάθμευσης όλες αδειανές. Αποφάσισαν να το κλείσουν, λέει. Για έναν περίεργο λόγο μπήκα στον πειρασμό και παραβίασα τις κορδέλες που απαγορεύανε την είσοδο και περπάτησα στους άδειους του διαδρόμους, ενώ περιεργαζόμουν τα σκουριασμένα πόμολα στις πόρτες. Μερικοί παραπεταμένοι φάκελοι με παλιές εξετάσεις και τσαλακωμένες ακτινογραφίες εξείχαν από τα ντουλάπια και, πιο πέρα, σεντόνια βρόμικα, τυλιγμένα σε κουβάρια, να θυμίζουν ψυχές που μπήκανε στα άπλυτα. Δωμάτιο 133. Πνευμονολογική Κλινική. Οι ταμπέλες, ακόμα, στη θέση τους. Όπως και το κρεβάτι που ξεψύχησε ο πατέρας. Το πλησίασα. Και χάιδεψα τρυφερά το παγωμένο σεντόνι. Και ξάφνου, στα χέρια μου, κάτι περίεργο, κάτι σαν σκόνη. Σκόνη από άστρο.
Αυτό, δεν το περίμενα.