Γράφει ο Πάνος Μουχτερός
Έμειναν τα αγγελούδια μόνα
Άσε με. Άσε με να κάνω λάθος. Μια ζωή προσπαθούσα να είμαι σωστός, φαίνεται δεν ήταν αρκετό. Έπρεπε να έχω φερθεί αλλιώτικα λοιπόν. Ξέρεις τι λέω. Να μην δείχνω όλες αυτές τις ηλίθιες ευαισθησίες, τα εύκολα τα κλάματα και τα τοιαύτα. Να μην είμαι εντελώς αληθινός στους άλλους, να είμαι στο περίπου, ναι, να είμαι ένα καθίκι που θα κοιτάει μονάχα το τομάρι του. Προσιτός και σαχλαμάρες. Ανοιχτό γράμμα σε όλους, φίλους, περαστικούς, γνωστούς και αγνώστους. Αυτό ήμουν πάντα. Τι κατάλαβα; Πες μου εσύ που με ξέρεις χρόνια. Δίκιο είχε ο πατέρας τελικά που έλεγε ότι όποιος είναι ο εαυτός του στο τέλος καταλήγει πρόβατο που το τρώνε οι λύκοι. Να δίνεις και την ψυχή σου. Να δίνεσαι σε όλα, δουλειά, έρωτες, παιδιά, σκυλιά, στο 101%. Να γίνεσαι χαλί να σε πατήσουν, να βοηθήσεις τον συνάνθρωπο, να αγαπάς τον πλησίον σου, να κάνεις το σταυρό σου και να το εννοείς ρε, όχι μόνο για τα μούτρα του παπά και του γείτονα. Μαλακίες. Η σωτηρία της ψυχής και κουραφέξαλα. Δεν πήρα πρέφα ότι εκτέθηκα και μαλάκωσα με τον καιρό. Ότι όσο πίστευα σε όλα αυτά τα άγια, χαλάρωσα και δεν προετοιμάστηκα σωστά για τη σφαλιάρα. Ναι, περπατούσα αμέριμνος, κοιτώντας προς τον ουρανό. Και λίγο μετά, εκεί που δεν το περιμένεις, να σου, ο γκρεμός. Και πέφτεις. Και δεν σταματάς να πέφτεις. Και καθώς πέφτεις, πνίγεσαι από το πολύ το οξυγόνο που σφηνώνεται στον ουρανίσκο και από ένα σημείο και μετά σταματάει να σε δροσίζει και σε ζεματάει. Πέφτεις. Και σωριάζεσαι. Και λες, τι στο διάολο κάνω εδώ κάτω εγώ που ήμουν στα ψηλά; Τι κάνω εδώ εγώ ρε, μέσα στις λάσπες; Και κοιτάς τον ουρανό πάλι. Και φτύνεις στα μούτρα τον Θεό.
Φτου σας ρε. Τα έμαθες τα νέα; Μας διώξανε. Ναι, ρε, μας ‘ρίξαν στον γκρεμό. Ναι, σου λέω. Δουλειά, τέλος. Όνειρα, τέλος. Ουρανός, τέλος. Μόνο πτώση, λάσπη και σμπαραλιασμένα κόκαλα. Πάει το σχολείο. Πάνε τα παιδάκια μου. Δεκαπέντε χρόνια εκεί μέσα ρε, τα ένιωσα όλα παιδιά δικά μου. Από τόσο δα, μικρά, στα γόνατά μου τα μεγάλωσα. Από τάξη σε τάξη. Πρωτάκια, δευτεράκια, τριτάκια, παιδάκια, αγοράκια που γίνανε άντρες, κοριτσάκια που γίνανε γυναίκες. Με το που άνοιγα την καγκελόπορτα τα χαράματα, περίμενα να φανούν, να δω μήπως ήρθε κανένα τους πεινασμένο, βρόμικο και ταλαιπωρημένο. Να τρέξω για όλα, τίποτα να μη λείψει. Να τα πάρω από το χεράκι από νωρίς, γιατί η μαμά και ο μπαμπάς έπρεπε να πάνε στη δουλειά και δεν είχαν άλλο τρόπο να αφήσουν τα καμάρια τους πουθενά εκείνη την ώρα, μέχρι να αρχίσει το μάθημα. Έπρεπε κάποιος να τα φυλάει, να έχει το νου του λέμε. Ειδικά τελευταία που τα έβλεπες να λιποθυμάνε από την πείνα, είχα φροντίσει να έχω μαζί μου καμιά τυρόπιτα, λίγο γάλα να τους δώσω, μη μου πάθουν τίποτα. Να τα καθησυχάσω, να τα τους πω γελοία αστεία, να ξεχαστούνε, να τρέξω κι εγώ μαζί τους όσο μπορώ, να κάνω ότι και καλά δεν βλέπω όταν είχαν κρυφτεί έτοιμα να μου ορμήξουν, να με ρίξουν κάτω και να με ποδοπατήσουν, να γίνω το παιχνίδι τους, δεν με ένοιαζε ρε που μου πατούσαν την καρδιά, εγώ ένιωθα ότι έτσι η καρδιά μου γίνεται πιο δυνατή, την ώρα ακριβώς που ήταν όλα από πάνω μου και με κυλούσαν σαν βαρέλι στο γρασίδι και μου κάνανε καψόνια και γελάγανε μεταξύ τους κάνοντας χαβαλέ. Έτσι μόνο άνοιγε η καρδιά, καρδιά μου.
Δεν απουσίασα ποτέ, ακόμα και όταν με πόναγε η καρδιά, ούτε τότε, όταν έπεφτα στο κρεβάτι και ψηνόμουνα, δεν γινόταν αλλιώς, το ξέρεις καλά, ήμουν εκεί κι ας έλιωνα στον πυρετό, κανείς δεν μπορούσε να κάνει τη δική μου δουλειά. Να ζητήσεις από κοτζάμ δάσκαλο, διευθυντή να μαζέψει τις καπότες και τις σύριγγες που ρίχνανε οι εξωσχολικοί στην αυλή εκείνες τις περίεργες τις νύχτες; Να του πεις τι; Να μαζέψει τα σκατά των σκύλων, τα πατημένα αποτσίγαρα, τι να ζητήσεις, δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Μόνο εγώ είχα αυτές τις επικίνδυνες αποστολές. Για να είναι το σχολειό μας καθαρό, οι τάξεις όλες σε μια τάξη. Να φροντίζω τον όμορφο τον κήπο μας, να βάζω τα ομορφότερα λουλούδια, να τα περιποιούμαι, να φαίνεται πως είναι ο καλύτερος κήπος του κόσμου, καλύτερος και από τον κήπο της Εδέμ. Καθόλου υπερβολές. Την αλήθεια λέω. Για μένα όλα αυτά ήταν ο Παράδεισος. Βιβλικές αποκαλύψεις, η αιώνια ζωή, η βασιλεία των ουρανών και λοιπές ανοησίες. Εκεί ήταν για ‘μένα η αληθινή ευτυχία, κάθε γράμμα αυτής της λέξης ήταν εκεί, φυτεμένο σαν λουλούδι που στέριωνε και άνθιζε μέσα σε εκείνον τον κήπο, δίπλα από τα παιδικά χαμόγελα, τις φωνές τις ανακατεμένες με τα τρεχαλητά, μέσα στα μπουγελώματα και τις κοπάνες, όλος μου ο κόσμος εκεί μέσα ήταν. Κι εγώ ένιωθα όπως ένας μικρός άγγελος που σκοπός του ήταν να προστατεύει τα υπόλοιπα ανυπεράσπιστα αγγελούδια από κάθε κίνδυνο, από κάθε θλίψη, ναι, αυτό ένιωθα και δεν με ενδιαφέρει αν κάποιος πει ότι την ψώνισα, ο καθένας όσα ξέρει τόσα λέει, σχολικός φύλακας σου λέει ήσουνα ρε μεγάλε, όχι και κανένας προστάτης, ούτε καν δάσκαλος δεν ήσουν.
Έτσι είναι, αν έτσι νομίζεις, ρε άσχετε. Όταν όμως έτρεμαν τα ποδαράκια των παιδιών σου και οι παιδέρες παραφυλάγανε στα κάγκελα με τις καραμέλες και τις σοκολάτες στα χέρια, εσύ ήσουν στη δουλειά σου, στην γκόμενα σου, δεν ξέρω και ‘γω που στο διάολο ήσουν, και μόνο εγώ ήμουν εκεί όταν έπρεπε και είχα και τα δυο τα μάτια ανοιχτά να βλέπω τι παίζει και να διώχνω τα τρωκτικά μακριά από τις ευαίσθητες ψυχούλες. Και τότε, όταν ράβανε την πρέζα μέσα σε μπάλες παιχνιδιών και τη ρίχνανε μέσα στο προαύλιο για να παίξουν οι μαθητές με το παιχνίδι του θανάτου, ήμουν εκεί να μυρίζομαι σαν το λαγωνικό τις ουσίες που θα κάνανε τόσα λευκά όνειρα μαύρους εφιάλτες. Και τους χειμώνες ρε, όταν ερχόμουνα μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα να δω αν έχουνε πετρέλαιο τα καλοριφέρ, για να καταλάβεις, πιο πολύ με ένοιαζε να έχει το σχολειό μας ζεστές αίθουσες παρά το ίδιο μου το σπίτι ρε, δεν άντεχα να δω χεράκια να τουρτουρίζουν, αρκετό ψύχος είχε μαζευτεί μέσα στην ψυχή τους, ακόμα και όταν οι σχολικές επιτροπές ξεμένανε και δεν είχανε λεφτά έβρισκα πάντα τον τρόπο ο λέβητας να γεμίσει και να αντέξουμε την παγωνιά και μην αρρωστήσει ο γιος σου και η κόρη σου, ρε ξεφτίλα. Και πιο πολύ τότε, όταν τα πιτσιρίκια πιανόντουσαν στα χέρια μεταξύ τους για το παραμικρό και οι μεγαλύτεροι το παίζανε ιστορία και πλακώνανε στις σφαλιάρες τους μικρούς για να τους φοβίσουν και μαζευόντουσαν πολλοί απέναντι σε έναν και του ρίχνανε σύννεφο τις φάπες και τα φτυσίματα, τότε φώναζα και έτρεχα ρε, να σταματήσω το κακό και να δείξω ότι εκεί μέσα θα ήμουν πάντα άγρυπνος φρουρός και δεν περνάνε με εμένα εδώ μέσα νταηλίκια. Σκασμός!
Χάνω την ψυχραιμία μου. Την έχω χάσει εδώ και ώρα. Τα χέρια μου τρέμουν. Κοιτάω συνέχεια το γαμημένο το ρολόι. Λες και σταμάτησε είναι, λες και η ώρα δεν αλλάζει. Δεν ξε. Δεν ξέρω. Άστο. Άσε με. Μη μιλάς! Σε ακούω να μιλάς στα αυτιά μου μέσα. Με τρυπάνε. Πνίγομαι. Οξυγόνο. Ζεματάει ο ουρανίσκος. Πτώση. Γιατί ρε; Τι ζήτησα ρε; Τη δου. Τη δουλειά. Τη δουλειά μου. Αξιο. Αξιοπρέπεια. Δεν μου βγαίνουν οι λέξεις. Πνίγομαι. Να σε κοιτώ στα μάτια. Αυτό θέλησα. Καθαρά. Υπερ. Υπερήφανα. Καθαρά. Μέχρι το περίπτερο. Ούτε μέχρι το περίπτερο. Δεν μπορώ. Να πάω. Πια. Αξιοπρέπεια. Τα παιδιά μου. Μου πήραν τα παιδιά μου. Τα παιδιά μου, ρε! Ποιος θα τα βάλει στα γόνατα τώρα, ρε; Ποιος θα δει αν πεινάνε, αν τρέμουν από το κρύο; Ποιος θα τρέξει να δαγκώσει στο λαιμό τους πορνόγερους που θα ξερογλείφονται με τα γλειφιτζούρια στο παντελόνι τους μέσα; Ποιος θα ανοίγει την πόρτα πρώτος το πρωί; Τον κήπο. Τα λουλούδια. Εδέμ. Ποιος θα τα ποτίσει; Ποιος θα τα φροντίσει; Ποιος θα τα ανθίσει; Κλάδεμα. Με κλαδέψατε. Πεφ. Πέφτω. Ξεριζώνομαι. Αλήτες. Η οικογένεια. Πως. Πως θα φροντίσω. Ο ρόλος μου. Ποιος είναι πια ο ρόλος μου. Νύχτες. Ξυπνήματα. Ταχυπαλμίες. Λίγο νερό. Πνίγομαι. Ήμουν άγγελος. Ψηλά. Πέταγα. Γκρεμός. Γιατί ρε; Το σχολείο. Η αυλή. Μπουγελώματα. Παλιόπαιδα, θα σας πιάσω! Μούσκεμα με κάνατε. Θέλω να πάω πίσω στο σχολείο. Δεν έχω. Πουθενά να πάω. Πνίγομαι. Ποτάμι. Το αίμα μου. Να σας πνί. Να σας πνίξει. Είμαι άνθρωπος. Όχι αρι. Αριθμός. Δεν μπορώ να γράψω άλλο. Διαβ. Διάβασε. Αυτό το σημείωμα. Φεύγω. Άσε με. Να προσέχεις. Τα παιδιά, να προσέχεις. Ο φύλακας.
Ο άγγελός σου.