το κείμενο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Επενδυτής, 3/8/2013
Κατεβαίνει την εσωτερική σκάλα διστακτικά, το χέρι της κρατάει γερά την κουπαστή. Το τελευταίο διάστημα δεν έχει εμπιστοσύνη στα πόδια της. Στέκεται αναποφάσιστη στο κέντρο το μεγάλου χολ, κάτω από τον πολυέλαιο με τα εκατοντάδες κρύσταλλα Swarovski, το φως είναι ανοικτό, ψάχνει το διακόπτη να το σβήσει, μουρμουρίζοντας «… ανόητη». Το βλέμμα της πέφτει στον τεράστιο καθρέφτη. Αντικρίζει μιαν άγνωστη, «Θεέ μου, πώς κατάντησα…», ψιθυρίζει και σκέφτεται ότι έχει να κάνει Botox πάνω από εξάμηνο. «Είναι έτοιμα τα πράγματα;», φωνάζει. «Ο σάκος είναι πάνω στον δερμάτινο καναπέ», ακούγεται η Ταμίλα από την κουζίνα και η κ. Χρεοκοπίδου βλέπει έντρομη τη Luis Vuitton. «Ανόητη!» φωνάζει, «είναι δυνατό να πάω στη φυλακή με τέτοια βαλίτσα;». Ανεβαίνει επάνω να ψάξει κάτι πιο διακριτικό, δεν βρίσκει τίποτα, συμβιβάζεται με την προσφορά της Ταμίλα να της δώσει έναν από τους δικούς νάιλον καρό σάκους. «Να βάλω ένα τάπερ με φαγητό;», ρωτάει η Ταμίλα. «Απαγορεύεται», απαντάει αυτή. «Το αυτοκίνητο περιμένει», λέει η Ταμίλα. «Τρελή είσαι, που θα πάω με το Hummer; Κάλεσε ένα ταξί», λέει επιτακτικά η κ. Χρεοκοπίδου. Η Ταμίλα υπακούει απρόθυμη κι απορημένη. Καθώς το ταξί ξεκινά, το βλέμμα της διασχίζει το ψηλό πέτρινο τείχος που περιβάλλει τα 4 στρέμματα κήπου και τους δύο ορόφους με τα 450 τετραγωνικά που με τόσο κόπο διακόσμησε και γέμισε με έπιπλα. Ούτε ξέρει πόσο κόστισε, γι’ αυτό κι έδιωξε οργισμένη τον μεσίτη που το εκτίμησε μόλις ένα εκατομμύριο, ούτε την αξία του οικοπέδου. «Αυτό το σπίτι έχει φιλοξενήσει υπουργούς, βουλευτές, πρέσβεις, έχει 20.000 μηνιαίο κόστος συντήρησης», του φώναζε, λες κι αυτό θα ανέβαζε την τιμή του. «Τι ηλίθια που ήμουν», σκέφτεται καθώς το ταξί αφήνει πίσω του την παρηκμασμένη αίγλη των βορείων προαστίων με προορισμό τον Κορυδαλλό.
Σ’ όλη τη διαδρομή μια καταιγίδα σκέψεων πλημμυρίζει το κεφάλι της. Δεν μπορεί να καταλάβει τον άντρα της. Δηλαδή, τι δυσκολία έχει να βρει 100 εκατομμύρια, να τα δώσει στην εφορία να ξεμπερδεύει; «Εκεί που είναι τα λεφτά είναι ασφαλή, εμείς δεν είμαστε ασφαλείς αν τα πάρουμε από εκεί», της είχε απαντήσει αυτός κάποια στιγμή, αποφεύγοντας περαιτέρω εξηγήσεις. «Μα δεν μιλάω γι’ αυτά που πήγα εγώ στο Βερολίνο», ψέλλισε αυτή, για να εισπράξει ένα σκληρό «σκάσε!». «Τι εξευτελισμός!» σκέφτεται. Από τότε ο άντρας της προφυλακίστηκε για χρέη προς το Δημόσιο, φοροδιαφυγή, ξέπλυμα κι ένα σωρό κατηγορίες που αδυνατεί να συγκρατήσει, όλες οι σκύλες -φίλες, να σου πετύχουν- την αποφεύγουν σαν λεπρή. Η αφοσίωσή τους δεν άξιζε ούτε τους καφέδες που τους κερνούσε στο «Da Capo», πολύ περισσότερο τα δείπνα στο «Matsuhisa». Πεταμένα λεφτά. Και να πεις ότι αυτές είναι σε καλύτερη κατάσταση... Τη μια την παράτησε ο άντρας της με το πρώτο μνημόνιο – μετώκησεν εις άγνωστον διεύθυνσιν, με γκόμενα κι αδειάζοντας όλους τους λογαριασμούς, πάνω από 500 εκατομμύρια λένε τα κουτσομπολιά. Της άλλης αυτοκτόνησε αφήνοντας χρέη 100 εκατομμύρια – «δεν του το ’χα του Κώστα ότι ήταν τόσο ευαίσθητος, είχε φήμη killer», σκέφτεται. Και της Φαίης ο άντρας είναι ιδιοκτήτης τριών πτωχευμένων κουφαριών με 1.000 απολυμένους και απλήρωτους υπαλλήλους – αυτός κι αν έπρεπε να σαπίζει στη φυλακή. Τέλος πάντων, σε καμιά τους δεν άξιζε τέτοια τύχη.
«Γιατί μας συμπεριφέρονται έτσι; Πώς θα υπάρξει αυτή η χώρα χωρίς εμάς;», σκέφτεται. Ο ταξιτζής την κοιτάζει κλεφτά από τον καθρέφτη, κάτι του θυμίζει, αυτή αντιλαμβάνεται το αδιάκριτο βλέμμα. Υποψιάζεται πως ίσως να την είχε δει σε εκείνη την εκπομπή για το σπίτι της, ίσως πάλι να τη θυμόταν από τα ρεπορτάζ, τότε που είχε ανακηρυχθεί «γυναίκα της χρονιάς» για τη χορηγία ενός ιδρύματος για παιδιά που έπασχαν από κάτι σπάνιο -δεν θυμάται πια τι, ενώ την άλλη με το παιδοογκολογικό τη θυμούνται όλοι-, το ’λεγε στον άντρα της, έπρεπε να διαλέξουν κάτι πιο ηχηρό να χορηγήσουν. «Οι χορηγίες στο Μέγαρο, δεν μπορώ να πω, πιάσαν τόπο», σκέφτεται.
«Ο φθόνος», συλλογίζεται, «δεν εξηγείται αλλιώς. Μας φθονούν γιατί πετύχαμε. Αχάριστοι Έλληνες. Τόσοι άνθρωποι έχουν φάει ψωμί απ’ το χέρι μας, όλη η χώρα μας χρωστάει, και τώρα μας πετάνε σαν την τρίχα απ’ το προζύμι. Η κρίση. Τι φταίμε εμείς για την κρίση; Το κράτος φταίει». Της φαίνεται αδιανόητο ότι βρήκε κλειστές τις πόρτες τόσων ανθρώπων που είχαν ευεργετηθεί από τον άντρα της – υπουργοί, βουλευτές, κρατικοί υπάλληλοι. Κι απ’ την τρόικα, περίμενε άλλη συμπεριφορά, πώς είναι δυνατό να παρακολουθεί ατάραχη να διασύρεται η αφρόκρεμα της χώρας. «Βρε, Βασίλη», ρώτησε κάποια στιγμή τον άντρα της, «δεν έχεις κανένα απ’ αυτά τα λαμόγια στο χέρι; Δώσε τουλάχιστον έναν στους δικαστές να γίνει κόλαση». «Σκάσε!», είναι η μοναδική απάντηση που πήρε, μαζί με την οδηγία να ακολουθεί αυστηρά τις εντολές των δικηγόρων. Μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων, υπογραφές μεταφοράς χρημάτων σε εταιρείες με αλλόκοτα ονόματα, σε μέρη που δεν ξέρει πού πέφτουν στον χάρτη. Κι η ίδια πάμφτωχη, να χρωστάει μηνιάτικα σ’ αυτή την αυθάδη, την Ταμίλα, και στον θρασύτατο τον Εμίλ, τον οδηγό, που του πέφτει βαρύ να ποτίσει και λίγο τον κήπο. «Ε, ρε Χρυσή Αυγή που τους χρειάζεται!», σκέφτεται. Έπειτα μαλώνει τον εαυτό της με την ιδέα, γιατί αισθανόταν ανέκαθεν γνήσια φιλελεύθερη. Ευτυχώς, τα παιδιά είναι μακριά και εξασφαλισμένα.Το ταξί σταματάει έξω από την πύλη. Πληρώνει, παίρνει τον νάιλον σάκο, τώρα αρχίζει αυτή η εξευτελιστική διαδικασία ελέγχου μέχρι το επισκεπτήριο. Φρικτή ζέστη, Αύγουστος, τέτοια εποχή θα ήταν κανονικά στο εξοχικό στη Μύκονο ή με το σκάφος στην Κεφαλονιά, μπορεί και στη Μαγιόρκα. «Τι πτώση, Θεέ μου», σκέφτεται. Πιάνει τον εαυτό της να επικαλείται για πολλοστή φορά τον Θεό, δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα θρήσκα, και αναρωτιέται αν είναι ώρα για μια στροφή. Θα κάνει τάμα στη Μεγαλόχαρη, να τελειώσει αυτός ο εφιάλτης, να βγει ο Βασίλης, να πληρώσουν και να φύγουν. Θα πάει στην Τήνο. Όχι απευθείας, θα περάσει από τη Μύκονο, να ρίξει και μια ματιά στο σπίτι. Θα δανειστεί ρούχα από την Ταμίλα, κάτι σεμνό, κι ένα σκούρο μαντίλι στο κεφάλι, να μην αναγνωρίζεται. Θα ξαπλώσει στον δρόμο να περάσει από πάνω της η εικόνα, όπως έχει δει να κάνουν οι γύφτισσες κι οι ανάπηροι. Κι ύστερα θ’ ανέβει στην εκκλησία, θα έχει μαζί της και τη μια σειρά μαργαριτάρια South Sea, θα τα ρίξει διακριτικά στα αφιερώματα. Θα κλάψει μπροστά στην εικόνα. Αφού δεν συγκινείται κανείς άλλος, ίσως συγκινηθεί η Παναγιά. Ναι, θα πάει. Παραμονή Δεκαπενταύγουστου θα είναι εκεί. Μόλις γυρίσει σπίτι, θα τσεκάρει τα δρομολόγια.
Στην είσοδο ασφαλείας της φυλακής την πιάνει η συνήθης ταραχή. Αδύνατο να βρει την ταυτότητα στην τσάντα της πάλι.
Υ.Γ. Οποιαδήποτε ομοιότης με πρόσωπα και καταστάσεις μπορεί και να μην είναι συμπτωματική.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Η δίκη ήταν υπέροχη. Η πολιτική αγωγή βάλτωσε σε τεχνικές λεπτομέρειες οικονομικής φύσεως. Ο δικαστής ήταν εχθρικός. Οι Ίνσελ έκλεψαν την παράσταση. Ήταν απλοί κι ανεπιτήδευτοι, χαμογελούσαν στους δημοσιογράφους, πόζαραν στους φωτογράφους, κατέβαιναν στο δικαστήριο με το λεωφορείο. Οι επενδυτές μπορεί να είχαν καταστραφεί, αλλά τα ίδιο είχαν πάθει, και το γνωστοποιούσαν καταλλήλως, και οι Ίνσελ. Ο καπετάνιος είχε βουλιάξει μαζί με το καράβι.
Ο γερο-Σάμιουελ Ίνσελ αγόρευε όλο ευγένεια στο εδώλιο, διηγήθηκε την ιστορία της ζωής του: από υπαλληλάκος γραφείου μεγαλομεγιστάνας, πώς αγωνίστηκε για να πετύχει, πως λάτρευε το σπίτι του και τα παιδάκια του. Δεν αρνήθηκε πως είχε κάνει λάθη, ουδείς αλάνθαστος, αλλά ήταν λάθη τίμια. Ο Σάμιουελ Ίνσελ έκλαψε. Ο αδελφός του Μάρτιν έκλαψε. Οι δικηγόροι έκλαψαν. Με φωνή που την έπνιγε η συγκίνηση, οι μεγαλοεπιχειρηματίες του Σικάγου απαρίθμησαν από το εδώλιο όλα όσα είχε κάνει ο Ίνσελ για τις επιχειρήσεις του Σικάγου. Δεν έμεινε μάτι που να μη δακρύσει στην αίθουσα.
Τελικά, όταν ο εισαγγελέας τον στρίμωξε, ο Σάμιουελ Ίνσελ το ξεφούρνισε: ναι, είχε κάνει κάποιο λάθος της τάξεως κάποιων εκατομμυρίων, αλλά ήταν λάθος τίμιο.
Ετυμηγορία: αθώος.
(… ) Μέσα σε μια ευωδία αγιοσύνης, ο εκθρονισμένος μονάρχης της υπερδύναμης, ο υπαλληλάκος που έγινε μέγας και τρανός, χαίρεται τα τελευταία του χρόνια ξοδεύοντας τη σύνταξη των είκοσι δύο χιλιάδων δολαρίων τον χρόνο που του αποδίδουν οι διευθυντές των πρώην εταιρειών του.
Τζον Ντος Πασος, USA, Τα πολλά λεφτά