Πέμπτη 22 Αυγούστου 2013

Η γενιά μου σε κατάθλιψη (αναδημοσίευση)


Γιώργος Τούλας,  στην ΠΑΡΑΛΑΞΗ

Σε κάθε πόλεμο της Ιστορίας μια γενιά έμοιαζε ανέτοιμη. Σε τούτο τον πόλεμο είναι η δική μου γενιά!

Η γενιά μου, ανάμεσα στα 40 και τα πενήντα είναι μια τυχερή άτυχη γενιά. Πέρασε τα παιδικά της χρόνια στα ‘70ς, έχοντας στον περίγυρο τα τελευταία σημάδια μιας Ελλάδας που άφηνε πίσω τη φτώχια και τη στέρηση. Όλοι μας λίγο ως πολύ θυμόμαστε τα σημάδια εκείνης της μεταβατικής εποχής. Τις λίγες χαρές, που εκτιμούσαμε δεόντως, τη ζωή στο χρώμα της σέπιας, την προσμονή για το νέο. Το νέο ήρθε με την είσοδο στην ΕΟΚ, τη θυμάμαι τη μέρα της υπογραφής στο Ζάππειο. Καθόμασταν με τον πατέρα μου και το βλέπαμε στις ειδήσεις. Ο Καραμανλής έλαμπε από περηφάνια. Να δεις θα αλλάξουν όλα, μου έλεγε ο πατέρας μου, εκφράζοντας την ελπίδα ενός ολόκληρου στερημένου λαού. Μετά ήρθε ο λαοπλάνος Ανδρέας Παπανδρέου. Μίλησε στις καρδιές των ανθρώπων και είπε αυτά που χρειαζόταν να ακούσουν. Ο πατέρας μου, αριστερός από παράδοση και οικογένεια κατατρεγμένη τον ψήφισε. Όπως και όλη η Ελλάδα. Τα πρώτα χρόνια του ’80 έμοιαζαν με κοσμογονία. Μαζί με τις υποσχέσεις για δικαιοσύνη, ανεξαρτησία, λαϊκή κυριαρχία ήρθε και το ευρωπαϊκό χρήμα. Και άρχισαν οι μέρες και οι νύχτες μας να αλλάζουν. Εμείς ενηλικιωνόμασταν μαζί με μια Ελλάδα που άρχισε να ευημερεί. Να ταξιδεύει, να αγοράζει, να ξοδεύει. Τα στερητικά σύνδρομα των γιαγιάδων και των παππούδων μας άρχισαν να μένουν πια στις αναμνήσεις και τις διηγήσεις τους. 

Η γενιά μου σπούδασε, έκανε όνειρα, διεκδίκησε και πήρε θέσεις, άλλες από αυτές με δίκαιο τρόπο, άλλες με τα γνωστά τηλεφωνήματα σε πολιτικούς. Ο δημόσιος τομέας γιγαντώθηκε, οι επιχειρήσεις πολλαπλασιάστηκαν, τα δάνεια που τόσο φοβόταν οι δικοί μας έγιναν καθημερινότητα. Για σπίτια, σκάφη, διακοπές, τσάντες. Και μετά ήρθε το τέλος της ευημερίας. Με τα γνωστά αποτελέσματα.

Η γενιά μου βρέθηκε μετέωρη. Πιο μετέωρη από κάθε γενιά. Οι παλιοί τα είχαν ξαναζήσει και είχαν τη σύνεση να αντιμετωπίσουν πιο ψύχραιμα. Οι νεότεροι, άρχισαν να αντιλαμβάνονται τον κόσμο πάνω στο γύρισμα του. Έγιναν γενιά των οκτακοσίων, επτακοσίων, εξακοσίων, πεντακοσίων και προσφάτως 300 ευρώ. Προσαρμόστηκαν, όσο γίνεται ή έφυγαν. Εμείς μουδιάσαμε. Μεγάλοι για να φύγουμε, μικροί για να αποσυρθούμε.

Και τότε άρχισε το δράμα. Αυτό το καλοκαίρι οι άνθρωποι που γνωρίζω, οι συνομήλικοι μου δεν μιλιούνται. Οι βεβαιότητες μας γκρεμίστηκαν ολοσχερώς. Όσοι βρεθήκαμε στην ανεργία παρακολουθούμε αμήχανοι τις τσέπες να αδειάζουν και αυτό μοιάζει εφιάλτης. Τα παρηγορητικά λόγια εκλείπουν για τον απλούστατο λόγο ότι οι τριγύρω γνωρίζουν καλά ότι έρχεται και η δική τους σειρά. Η κατάθλιψη δεν είναι πια προ των πυλών. Είναι μέσα στα σπίτια της γενιάς μου. Η ώρα των ψυχολόγων έχει φτάσει. Οι κουβέντες με φίλους δεν είναι πια αρκετές. Όλοι ψάχνουν τη ρίζα του κακού. Εξομολογούνται λάθος επιλογές, αποτυχημένες ερωτικές σχέσεις, αδυναμίες χειρισμού καταστάσεων. Νιώθουν να πνίγονται. Στη φόρα βγήκαν βίαια όλα όσα κρύβονταν κάτω από ένα χαλί ευημερίας.

Η γενιά μου βιώνει μια ξαφνική αναπηρία. Ξαφνικά πίνει πολύ, καπνίζει πολύ, παίρνει χάπια, κλαίει, γυρίζει σπίτι εκνευρισμένη, ξεσπάει σε ανθρώπους, στέλνει ζόρικα sms, ανεβάζει απεγνωσμένα στάτους, ποστάρει σκοτεινά τραγούδια, απέχει. Κλείνεται. Θα της πάρει καιρό να συνέλθει. Είναι μια γενιά που της αφαίρεσαν βίαια όσα της έδωσαν απλόχερα, χωρίς πολλές φορές καλά καλά να τα διεκδικήσει. Η γενιά μου αρρωσταίνει. Και η αρρώστια της μοιάζει ανίατη. Σε κάθε πόλεμο της Ιστορίας μια γενιά τουλάχιστον έμοιαζε ανέτοιμη απέναντι του. Σε τούτο τον πόλεμο είναι η δική μου γενιά.

Τετάρτη 21 Αυγούστου 2013

H τρυφερή επανάσταση (αναδημοσίευση)

από http://yiannismakridakis.gr
Η απάντηση του Γιάννη Μακριδάκη στην επιστολή του Νίκου Μπελαβίλα.
Αγαπητέ σύντροφε Νίκο Μπελαβίλα,
Με έκπληξη και χαρά διάβασα το ανοιχτό σου γράμμα σε μένα, που δημοσίευσες στην “Αυγή” την περασμένη Κυριακή και θέλω να σ’ ευχαριστήσω για τα λόγια σου και για την ευκαιρία που μου έδωσες να θέσω επιγραμματικά μερικά ζητήματα, τα οποία κατά τη γνώμη μου αποτελούν πρόκληση για τη σύγχρονη Αριστερά. 
Το αδιέξοδο, το οποίο αυτή τη στιγμή καλείται να αντιμετωπίσει η ανθρωπότητα, είναι η ταχύτατη αστικοποίηση του πλανήτη. Σήμερα το 60% των κατοίκων της γης που ανήκουν στο ανθρώπινο είδος, είναι αστοί καταναλωτές, γεγονός που σημαίνει ότι: 
Α) Από την ώρα που θα ανοίξουν τα μάτια τους το πρωί, μέχρι την ώρα που θα τα κλείσουν το βράδυ, καταναλώνουν, λελογισμένα ή σπάταλα, φυσικούς πόρους, τους οποίους ούτε στο ελάχιστο δεν αναπληρώνουν. Οι πιο συνειδητοποιημένοι από αυτούς κάνουν ανακύκλωση, ενέργεια που απέχει πολύ από την αναπλήρωση και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι έχει τελικά θετικό περιβαλλοντικό πρόσημο. Όλη αυτή η στάση ζωής οδηγεί σε οφθαλμοφανές αδιέξοδο, με δεδομένο και επιστημονικά τεκμηριωμένο το πεπερασμένο του πλανήτη. 

Β) Έχουν απομακρυνθεί από τις συνέπειες των απλών καθημερινών τους κινήσεων. Έτσι, δεν γνωρίζουν και δεν σκέφτονται π.χ. τι συνέπειες έχει, «κάπου μακριά», η παραγωγή της ενέργειας που καταναλώνουν με κάθε πράξη τους, δεν σκέφτονται ότι οι φυσικοί πόροι είναι πεπερασμένοι. Απεναντίας, έχουν γενιά με τη γενιά γαλουχηθεί πλέον με την εντύπωση ότι ο μοναδικός φυσικός πόρος, η αρχή των πάντων είναι το χρήμα, το έχουν αναγάγει αυτό καθαυτό σε αξία, ενώ δεν είναι παρά μια μονάδα μέτρησης αξιών, μια ευφυής σύλληψη του ανθρώπου για να διευκολύνει τις ανταλλαγές του. Δώσαμε υπέρτατη αξία στη μονάδα μέτρησης των αξιών και απαξιώσαμε τις αξίες δηλαδή, γεγονός που οδηγεί στο να έχουμε απαξιώσει πρώτα απ’ όλα τον ίδιο μας τον εαυτό, να τον βλέπουμε και να τον ορίζουμε πλέον ως έναν αριθμό του συστήματος, κατόπιν στο να παράγουμε χρηματοοικονομικές φούσκες που γίνονται ολοένα και μεγαλύτερες, και τέλος στο να «παράγουμε απορρίμματα», σχήμα οξύμωρο και τρανή απόδειξη της κατάντιας του λεγόμενου πολιτισμού μας. 

Γ) Έχουν αφήσει πίσω τα αρχέγονα, τα βασικά, τα πρωταρχικά της ανθρώπινης ύπαρξης και δεν ασχολούνται καθόλου με αυτά. Κανείς καταναλωτής στις πόλεις δεν ασχολείται και δεν ασχολήθηκε ποτέ με τα τρία βασικά στοιχεία της ύπαρξής του, τους σπόρους, το νερό και οξυγόνο. Παράτησαν αυτά τα ταπεινά, τα χαρακτήρισαν ως ανούσια και ανάξια λόγου και ενασχόλησης, παράτησαν και τις πατρίδες τους, τους τόπους που έθρεψαν, με δυσκολίες βέβαια, γενιές και γενιές, για να μετακομίσουν από το χωριό στην πόλη κι από το οικοσύστημα στο χρηματοοικονομικό σύστημα, να μεταλλαχθούν από πλάσματα της φύσης σε καταναλωτές, από ελεύθεροι άνθρωποι – όντα του οικοσυστήματος σε αριθμημένα γρανάζια του χρηματοοικονομικού συστήματος κι από πλούσιοι με πολλά μικρά εισοδήματα και προϊόντα σε εξαρτημένους εκ μηνιαίου μισθού εξειδικευμένους πένητες. Άφησαν τα ταπεινά αλλά τόσο ουσιώδη και τόσο απαραίτητα για την ίδια τους την ύπαρξη, και στράφηκαν σε μια πρόοδο και μια ανάπτυξη συνώνυμη του γιγαντισμού και της Ύβρης. 

Και είναι απόλυτα σαφές σύντροφε Νίκο, πώς ό,τι αφήνεις, το παίρνει άλλος. Κι όσα εμείς ως ανθρωπότητα αφήσαμε, όλα αυτά που απαρχής της ύπαρξης του ανθρώπου επί γης αποτελούσαν αγαθά κοινοκτημοσύνης, τα παραδώσαμε τώρα με την αδιαφορία μας και τη μετάλλαξή μας σε καταναλωτές, στα χέρια ανήθικων και κερδοσκοπικών πολυεθνικών, για να τα διαχειρίζονται (να τα δηλητηριάζουν) και να μας τα πουλάνε ως προϊόντα αγορών. 

Μετατρέψαμε με λίγα λόγια τα αγαθά σε προϊόντα, την κοινοκτημοσύνη σε ιδιώτευση, την αξία σε τίποτα, το τίποτα σε αξία, τον πολυμήχανο άνθρωπο σε εξειδικευμένο, αριθμημένο γρανάζι καταναλωτή και με αυτή την πορεία που ακολουθούμε, συμβάλλουμε καθημερινά, ο καθένας με την προσωπική του στάση ζωής στο να επέλθει σύντομα η πλήρης υποκατάσταση του αυθύπαρκτου οικοσυστήματος από το φτιαχτό, πλαστό και πλάνο χρηματοοικονομικό σύστημα, στην εξολοκλήρου άλωσή μας δηλαδή, αφού ολόκληρος ο πλανήτης σε λίγα χρόνια θα έχει αστικοποιηθεί, με όλες βέβαια τις συνέπειες που έχει κάτι τέτοιο και διαφαίνονται ήδη, στα άλλα πλάσματα, στα τοπία, στο κλίμα, στον εναπομείναντα άνθρωπο. Ζούμε δηλαδή έναν ανηλεή ιμπεριαλιστικό πόλεμο, τον οποίον έχουν εξαπολύσει και τροφοδοτούν με τη ζωή τους καθημερινά οι καταναλωτές εναντίον των ανθρώπων (που έχουν οι ίδιοι μέσα τους αλλά και όσων δεν εντάχθηκαν ακόμα στο σύστημα και συνεχίζουν να αντιστέκονται) και κάθε άλλου πλάσματος, κι αυτό το ζούμε στο πετσί μας πολύ έντονα τα τελευταία χρόνια εδώ στην Ελλάδα. 

Ζούμε τις συνέπειες της άκρατης αστυφιλίας των περασμένων δεκαετιών. Η ανθρωπότητα αυτή την ιστορική στιγμή της, μοιάζει με τον σκορπιό που έχει γυρίσει το κεντρί του και ετοιμάζεται να τσιμπήσει το κεφάλι του. Η ιδιωτικοποίηση των βασικών φυσικών πόρων (σπόρων, νερού, οξυγόνου, ενέργειας) είναι η τελευταία πράξη του καπιταλιστικού δράματος. Κι η μόνη διέξοδος πλέον, η μόνη πρόταση ζωής, είναι η αποσυμπίεση, η αλλαγή πορείας, η αποανάπτυξη, το τέλος του γιγαντισμού, η κατεδάφιση του πύργου της Βαβέλ μας τούβλο – τούβλο, και η στροφή της ανθρωπότητας στη μικρή κλίμακα με σεβασμό στον άνθρωπο και στη φύση γύρω του, η επιστροφή στην παραγωγή, στα ταπεινά αλλά τόσο βασικά, τα αρχέγονα της ύπαρξής μας διότι αν δεν επιζούμε ως βιολογικά όντα, ούτε ανθρώπινες σχέσεις, ούτε ανάπτυξη, ούτε πρόοδο, ούτε τεχνολογία, ούτε σπουδές, ούτε τέχνες, ούτε πολιτική μπορούμε να παράξουμε και να θεραπεύσουμε. Αυτά τα ζητήματα έχει χρέος να θέσει στην κοινωνία η σύγχρονη Αριστερά σύντροφε Νίκο, κι όχι να μπαίνει στο πλαστό καπιταλιστικό δίλημμα «λιτότητα ή ανάπτυξη», του οποίου όλοι οι όροι είναι παντελώς αλλοιωμένοι, αφού η λιτότητα από αρετή έχει πλασαριστεί ως κατάρα και η ανάπτυξη από πρόοδος έχει μετατραπεί σε οπισθοδρόμηση, κατάντια και καταστροφή. 

Προσωπικά λοιπόν σύντροφε Νίκο, κάνω πράξη την πεποίθησή μου ότι δεν υπάρχει καμία παγκόσμια συνωμοσία που απεργάζεται την καταστροφή μας, κάνω πράξη την πίστη μου ότι το σύστημα είμαι εγώ, κι αφού συνειδητοποίησα την αδιέξοδη καταναλωτική ζωή μου ως αστός, επέστρεψα στη γη για να ασχοληθώ με τους σπόρους και τα νερά, έτσι ώστε να συμβάλλω στην επανάσταση από ένα άλλο μετερίζι, το οποίο αφήσαμε, με κίνδυνο όταν και αν, εξεγερθούμε μια μέρα στις πόλεις, όπως λες, να ξεκάνουμε και να διαλύσουμε τους καπιταλιστές μέσα μας κι έξω από μας αλλά ύστερα να πεθάνουμε όλοι από έλλειψη καθαρής τροφής, μιας και τους σπόρους και τα νερά μας τα έχουμε παραδώσει προ πολλού στα βρόμικα χέρια του χρηματοοικονομικού μας συστήματος. 

Κλείνοντας λοιπόν έχω να σου πω ότι μπορεί από τη βιομηχανική επανάσταση κι ύστερα οι ιδέες και οι εξεγέρσεις να ξεκινούσαν πάντοτε από τις πόλεις, αλλά ας μην υποτιμούμε τον ρόλο των ανθρώπων του βουνού και του λόγγου σε αυτές. Ιδίως στη σημερινή εποχή που ενώ οι κάτοικοι της πόλης είναι, όπως και στην προηγούμενη Κατοχή, υπό σφιχτή και αδίστακτη επιτήρηση, σε όλη την άλλη Ελλάδα, από το Αποπηγάδι μέχρι τις Σκουριές γεννιούνται και δρουν ανυποχώρητοι πυρήνες όχι μόνο αντίστασης αλλά και επίθεσης, με όπλο μια διαφορετική φιλοσοφία ζωής, μια διαφορετική θεώρηση του εαυτού και του κόσμου μας, μια αλλαγή του τοπίου μέσα κι έξω μας. 

Αυτή είναι η ελπίδα μιας τρυφερής επανάστασης σύντροφε Νίκο, οι νέοι άνθρωποι που αλλάζουν και καθημερινά ζυμώνουν το διαφορετικό μέσα τους, και ένα μεγάλο κομμάτι αυτών, πίστεψέ με, ειδικά σήμερα, δεν βρίσκονται στα αστικά κέντρα αλλά έχουν πάρει των ομματιών τους και προετοιμάζουν το μέλλον που έρχεται ολοταχώς ύστερα από την επερχόμενη ολοφάνερη κατάρρευση του παρελθόντος, το οποίο ακόμα μας κυβερνά. 

Με απόλυτη εκτίμηση και πάθος για προσέγγιση, σύνθεση, αγώνα…

Τρίτη 20 Αυγούστου 2013

Ο Αύγουστος του φόβου μου (αναδημοσίευση)


από ΚΑΡΤΕΣΙΟΣ 

Το παραμύθι του σοκ έλαβε επίσημα τέλος. Για σοκ θα μιλούσαμε αν κάποιο πρωί σε πετούσαν ξαφνικά από το σπίτι σου δίχως να το περιμένεις. Τώρα πλέον το περιμένεις. Σε προειδοποίησαν με τον πλέον επίσημο τρόπο. Το άφηναν να διαρρεύσει επί μήνες. Δεν αντέδρασες. Το αντίθετο, πήγες διακοπές. 

Δε σε κατηγορώ. Αυτό είχες ανάγκη. Άλλωστε ίσως και να μην πίστεψες ότι θα σου πάρουν το σπίτι. Όμως τώρα σε προειδοποίησε ο ίδιος ο υπουργός Οικονομικών. «Αν δε σου πάρουμε το σπίτι, θα καταρρεύσουν οι τράπεζες», σου είπε. 

Αν μάθαινες ότι ξέσπασε φωτιά κοντά στο σπίτι σου θα επέστρεφες κι από την άλλη άκρη του κόσμου για να παλέψεις να το σώσεις. Τώρα, δεν επέστρεψες. Έμεινες εκεί. Καλά έκανες. Δε σε κατηγορώ. 

Δε θα έμαθες ότι για την κατάσχεση του σπιτιού σου θα συνυπολογιστούν οι έννοιες των «αποδεκτών συνθηκών διαβίωσης» και του «συνεργάσιμου δανειολήπτη». Πήγες διακοπές. Ή ακόμη κι αν δεν πήγες. Έφαγες όμως τρία γεύματα την ημέρα και δε στήθηκες σε συσσίτιο. Κάπνισες κι ένα πακέτο τσιγάρα. Ίσως αγόρασες κι ένα παγωτό στα παιδιά. Άρα, ζεις σε «αποδεκτές συνθήκες διαβίωσης», οπότε θα μπορούσες να πληρώνεις το δάνειό σου τρώγοντας λιγότερο, μην καπνίζοντας και μην αγοράζοντας παγωτό στα παιδιά σου. 

Αν έκανες αυτές τις θυσίες «για να μην καταρρεύσουν οι τράπεζες», τότε παίρνεις το παράσημο του «συνεργάσιμου δανειολήπτη», οπότε ίσως δε θα χάσεις φέτος το σπίτι σου, αλλά του χρόνου. Αναλόγως πόσο κώλο έστησες στις τράπεζες, θα κερδίσεις κάποιους μήνες κάτω από κεραμίδι. 

Παρ’ όλα αυτά, δεν επέστρεψες από τις διακοπές σου, δε συσπειρώθηκες, δεν ούρλιαξες, δε βγήκες στο δρόμο. Δεν πειράζει. Θα σε πετάξουν τώρα στο δρόμο οι τράπεζες. Ο δρόμος, πάντως, ήταν ο μονόδρομός σου. Σημασία είχε ο τρόπος που θα έβγαινες στο δρόμο. Αν θα έβγαινες μόνος σου ή αν θα σε πετούσαν. Σου το είχαν ξεκαθαρίσει πριν τους ψηφίσεις. Όμως πήγες και τους ψήφισες. Έτσι είναι αυτά τα πράγματα. 

Κι εσύ, ο κάποιος άλλος, μπορεί να απολυθείς. Βέβαια πρώτα θα αξιολογηθείς. Πόσο νεοδημοκράτης είσαι; Πόσο πιστός πασοκτσής είσαι; Ποιος βαθμός συγγένειας σε συνδέει με κάποιον υπουργό; Κι αν είσαι συγγενής κάποιου βουλευτή, πόσο παλιός και χρήσιμος είναι αυτός ο βουλευτής; Είναι ακόμη εν ενεργεία ή όχι; 

Η αξιολόγηση θα είναι αντικειμενική. Έχουν εκδοθεί τόσες εκατοντάδες οδηγίες προσμέτρησης και αφαίρεσης μορίων αξιολόγησης που δε μπορείς να βγάλεις άκρη αν αξιολογήθηκες σωστά ή όχι. Άρα είναι αντικειμενική η αξιολόγηση. Έφτασες στο έσχατο σημείο αναξιοπρέπειας. Κατέκτησες την κορυφή της προσωπικής εξαθλίωσης. Σε αξιολογούν ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο Άδωνις Γεωργιάδης, ο Γιάννης Μιχελάκης. 

Παρ’ όλη την ξευτίλα δεν επέστρεψες από τις διακοπές σου, δε συσπειρώθηκες, δεν πέταξες πέτρα. Δε σε κατηγορώ. Καλά έκανες. Το πήρες απόφαση μάλλον ότι αυτή η μοίρα είναι που σου αξίζει. Ίσως σκέφτεσαι «σ’ εμένα θα τύχει;». Είναι όπως τα τροχαία. «Εγώ θα σκοτωθώ;». Μέχρι που σκοτώνεσαι και παύεις ν’ αναρωτιέσαι. Όταν όμως τύχει να σου πάρουν το σπίτι και να μείνεις άνεργος, δεν έρχεται η λύτρωση. Θα συνεχίσεις ν’ αναρωτιέσαι. Θα έχεις όλο το χρόνο δικό σου για ν’ αναρωτιέσαι πώς συνέβη αυτό. Και θα δηλώνεις σοκαρισμένος. 

Αυτός ήταν ο Αύγουστος του φόβου μου. Όχι, δε φοβήθηκα αυτούς. Προειδοποίησαν εγκαίρως. Κυρίως, όμως, απέδειξαν ότι δε μπλοφάρουν. Αυτόν τον Αύγουστο φοβήθηκα εσένα που δεν επέστρεψες, δε συσπειρώθηκες, δεν υπερασπίστηκες τίποτα. Είσαι χειρότερος κι από τα δέντρα. Τα δέντρα στην πυρκαγιά, αν είχαν πόδια θα έτρεχαν να γλιτώσουν. Εσύ έμεινες ακίνητος. Θα καείς. Έκανες την επιλογή σου. Αυτή φοβήθηκα φέτος τον Αύγουστο. 

Κυριακή 18 Αυγούστου 2013

Τα σεντούκια (αναδημοσίευση)


Από τον ΚΙΜΠΙ (http://kibi-blog.blogspot.gr)
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Επενδυτής στις 17/8/2013

Έχει ο Στουρνάρας σεντούκι; Ξέρει τι είναι σεντούκι; Τι σχήμα έχει, σε τι χρησιμεύει; Μήπως έχει δει πολύ «Πειρατές Καραϊβικής» τελευταία; Μήπως φαντασιώνεται ότι είναι ο Τζακ Σπάροου που οδηγεί ατρόμητος τους τροϊκανούς πειρατές της Βαλκανικής στα κρυμμένα σεντούκια κάθε νεκρού και ζωντανού ανθρώπινου πλάσματος, στην παρηκμασμένη αποικία της αυτοκράτειρας Άνγκελα; Και πώς μέτρησε τους κρυμμένους θησαυρούς τους; Προσέλαβε εκτιμητές; Τη Goldman Sachs, τη Morgan Stanley, τη μάγισσα Μοργκάνα- ή κάποια μεταμοντέρνα μετενσάρκωσή της;

Δεν αντιλέγω, κρυμμένοι θησαυροί υπάρχουν, σε σεντούκια, σε γιούκους, σε πατάρια, σε ανύποπτες κρύπτες, σε εντοιχισμένα κι απαραβίαστα θησαυροφυλάκια με πολύπλοκους κωδικούς ασφαλείας. Ανθούσε κάποτε εδώ η αγορά σεντουκιών, όταν το χρήμα έρεε άφθονο, σαν πέστροφα, κόντρα στο ρεύμα του ποταμού, από κάτω προς τα πάνω, από τους πάμφτωχούς προς τους ανεκτώς φτωχούς, κι από εκεί στους ημιπλούσιους, τους απλώς πλούσιους, τους υπερπλούσιους και τελικά σ’ αυτούς που είναι υπεράνω μέτρου πλούτου, γιατί απλώς τα έχουν όλα.

Σεντούκια υπάρχουν, όπως λεφτά υπήρχαν, και σκέφτομαι μήπως τελικά πρέπει να διευκολύνουμε τον υπουργό Τζακ Σπάροου. Δεν ξέρω πόσο χρήσιμο θα αποβεί, αλλά ας το κάνουμε κι αυτό. Αλλά θ’ ανοίξουμε όλα τα σεντούκια. ΟΛΑ! Γιατί υπάρχουν δυο κατηγορίες σεντουκιών: αυτά που γεμίζουν με κομμάτια και θρύψαλα της ζωής του καθενός μας, σκόπιμα ή τυχαία συλλεγμένα, ξεχασμένα στον πάτο του σεντουκιού. Και τα σεντούκια που γεμίζουν με τις λεηλατημένες ζωές των άλλων. Μεγάλα παιδιά είμαστε, σε μικρή χώρα ζούμε, και με μισό αιώνα και πλέον την πλάτη πολλοί από μας, δεν δικαιούμαστε να κάνουμε τους ανήξερους.

Ανοίγω το σεντούκι μου, λοιπόν. Στρώματα μνήμης ανάκατα με κατεψυγμένες υπεραξίες, σε τυχαία χρονική σειρά. Εκπλήσσομαι κι εγώ με το πόσους θησαυρούς κατέχω, πόσο πλούσιος μπορεί να είμαι. Πρώτα οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Εγώ μωρό, στη μητρική αγκαλιά, ευτυχές κι ανυποψίαστο για το τι με περιμένει. Κι άλλες φωτογραφίες, η οικογένεια πλήρης, πριν αρχίσει να την ακρωτηριάζει ο θάνατος. Και έγχρωμες φωτογραφίες, σόγια ολόκληρα σε πολυπληθείς συναντήσεις, γάμοι, βαφτίσια, γιορτές. Η χημεία του σελουλόιντ έχει αφαιρέσει κάμποσο από το χρώμα της μνήμης. Ενδεικτικά αποφοίτησης, «διαγωγή κοσμιοτάτη», ήμουν καλό και μάλλον αθόρυβο παιδί. Έλεγχοι προόδου στο γυμνάσιο, στο λύκειο, σταθερές, καλές επιδόσεις στα μισά μαθήματα, ασθμαίνουσες προβιβάσεις στα μαθηματικά και τη φυσικοχημεία. Θεωρητικός τύπος. Τίτλοι ιδιοκτησίας, ένα κτήμα με αιωνόβιες ρίζες ελιάς, προκομμένοι άνθρωποι οι παππούδες της μιας πλευράς, ανέστιοι πρόσφυγες της άλλης, χωρίς ίχνος ιδιοκτησίας. Ένα τοπογραφικό του κτήματος, σημάδι πως κάποια στιγμή το μικρόβιο της ιδιοκτησίας γέννησε σχέδια, που προφανώς εγκαταλείφθηκαν. 

Τώρα το κτήμα υπάρχει μόνο στο Ε9. Κι άλλες φωτογραφίες, σε άλλες οικογένειες, πολιτικές πια. Εικόνες με οργισμένα και ξαναμμένα νεανικά πρόσωπα, ενσταντανέ από διαδηλώσεις, ο βρασμός της μεταπολίτευσης. Ένα κομματικό βιβλιάριο- ποιος πρόδωσε ποιόν; Εμείς το κόμμα ή το κόμμα εμάς; Δεν έχει σημασία ποιο κόμμα-. Ένας χάρτης εργασιακής περιπλάνησης, η πανεπιστημιακή θητεία στο ράφι. Χαμένα χρόνια; Όχι, τα θυμάμαι με άγρια χαρά. Κουμπιά, δεκάδες κουμπιά, σε κάθε μέγεθος και χρώμα, ανάκατα με ασημένια εικοσάρικα, μεταλλικά τριαντάρια και πενηντάρια, και χαρτονομίσματα από τον αιώνα της δραχμής. Και μερικά κατοχικά, των εκατομμυρίων- δεν ήταν συλλέκτης ο πατέρας μου, απλώς είχε αυτή την περίεργη πρόνοια. 

Παιχνίδια, ράγες ενός εκτροχιασμένου ηλεκτρικού τρένου που για πολλά παιδικά χρόνια μ’ έκανε περήφανο. Όστρακα, παλιές πένες που δεν γράφουν πια, το ρολόι Ω του πατέρα μου, πολύτιμο στην εποχή του - δεν το φορώ πια, δεν υπάρχει λόγος να ξέρω την ώρα, αρκεί η ώρα να ξέρει πού είμαι εγώ-. Η μηχανή Singer της μάνας μου που ανέθρεψε τρία παιδιά, μασούρια, κουβαρίστρες, κεχριμπαρένιες χάντρες από ένα κομπολόι του πατέρα μου, ένας αναπτήραςRonson- ακριβά γούστα για φτωχομεσαίους. Το συμβόλαιο αγοράς του πατρικού σπιτιού που τώρα κατοικούν άλλοι. Ερωτικές επιστολές- κάποτε οι άνθρωποι έγραφαν γράμματα-, τα αποτυπώματα της γοργής ενηλικίωσης και ωρίμανσής μου, εγώ και η γυναίκα μου σε άπειρες εκδοχές διακοπών (γιατί οι άνθρωποι φωτογραφίζονται μανιωδώς στις διακοπές, κι όχι στη δουλειά; Ρητορικό το ερώτημα.). 

Τα πρώτα αποτυπώματα της εισβολής της κόρης μου στη ζωή μας, μια βρεφική μπούκλα, φωτογραφίες, οι τελευταίες προ ψηφιακής εποχής, μια κασέτα με τα πρώτα βρεφικά γαρδελίσματα, δόντια νεογιλά- η μακάβρια γονεϊκή τρυφεράδα!-, συμβόλαιο αγοράς κατοικίας (σοβαρέψου, έγινες μπαμπάς πια!)-, σύμβαση ενυπόθηκου δανείου, σύναψη τον 20ο αιώνα, εξόφληση το πρώτο μισό του 21ου , βιβλιάρια καταθέσεων με αστεία υπόλοιπα, κάρτες μισθοδοσίας και πιστωτικές σε αχρησία, λέμε να διακόψουμε πλήρως τις σχέσεις με τις τράπεζες, αλλά δεν μας αφήνουν, ο παιδικός κουμπαράς του ΤΤ που μέσα του κουδουνίζει κάτι, ίσως μια λίρα, δώρο ποιος ξέρει ποιού. 

Πιστοποιητικά οργής, άυλα και σταδιακώς μετασχηματιζόμενα σε φθόνο και κοινωνικό μίσος- ναι, δεν έχω πια κανένα πρόβλημα να μισώ νηφάλια την αφρόκρεμα αυτής της κοινωνίας που καταστρέφει συστηματικά τους όρους της ύπαρξής μας. Και λεφτά. Το ομολογώ, στο σεντούκι μου υπάρχουν και λεφτά, στα σεντούκια πολλών ανθρώπων υπάρχουν λεφτά, υπουργέ θησαυροθήρα Τζακ Σπάροου, λεφτά αιματηρά εξοικονομημένα, πονηρά αποκρυμμένα από τον τυφλό τραπεζικό Τειρεσία και το αόμματο Γενικό Λογιστήριο, γιατί πολύ απλά καταλάβαμε εγκαίρως ότι ανά πάσα στιγμή μπορούμε να γίνουμε πρόσφυγες στο σπίτι μας. Αυτή είναι η μόνη βεβαιότητα που καθιστά απαραβίαστα τα σεντούκια μας. Γι’ αυτό στα σεντούκια μας κρύβουμε και λεφτά. Και μερικά παγούρια δροσερό νερό, γιατί ξέρουμε από παλιά ότι το μέλλον έχει πολλή ξηρασία.

Σε διευκολύναμε καθόλου, υπουργέ Τζακ Σπάροου; Δεν νομίζω ότι στα σεντούκια των άλλων κοινών θνητών θα βρεις κάτι ριζικά διαφορετικό απ’ ό,τι περιέχει στο δικό μου. Τα σεντούκια των περισσότερων ανθρώπων είναι ένας αχταρμάς από θραύσματα μνήμης, συντετριμμένα όνειρα, ματαιωμένα σχέδια κι ένα μικρό ή αξιόλογο απόθεμα υλικών επιβίωσης σε ένα καθεστώς που δεν την εγγυάται πλέον σχεδόν για κανένα, εκτός από τους πειρατές της Βαλκανικής, τους αλλοδαπούς θησαυροθήρες και την εγχώρια τροϊκανή νομενκλατούρα.

Και τώρα η σειρά σας. Ας ανοίξουμε το σεντούκι ενός εκλεκτού μέλους της ηχηράς μειοψηφίας- η σιωπηρά πλειοψηφία έκανε το καθήκον της. Δεν μας ενδιαφέρει η ιδιωτική τους μνήμη, αλλά τα λάφυρα από τη στρέβλωση της συλλογικής μνήμης που κρύβουν στους πάτους των σεντουκιών τους. Οι υπεραξίες που άντλησαν από εθνικές τραγωδίες. Τα χρήματα του μαυραγοριτισμού και του δοσιλογισμού της κατοχής, της αιματηρής συναλλαγής με τους ναζί. 

Κεφάλαια εξαγοράς της υποστήριξης των νικητών του εμφυλίου και του άγριου διωγμού των ηττημένων. Τα κονδύλια του σχεδίου Μάρσαλ, αιμοδοσία υπέρ μιας χαριστικής και κρατικοδίαιτης επιχειρηματικότητας- τι ωραία που τα έχει πει ο πρόεδρος του ΣΕΒ!-, συμβόλαια εξαγοράς της ανοχής ή θερμής στήριξης της χούντας, χρηματοδότηση ευρωπαϊκών οραμάτων, επιδοτήσεις, κρατικές και κοινοτικές, χρήματα εκμαυλισμού των κοινών θνητών, ληστεία χρηματιστηρίου, λεηλασία των ασφαλιστικών ταμείων, πιστωτικό big bang, χρήμα μαύρο, γκρι και κατάλευκο, αδάπανα παραχωρημένο σε μια ιστορικά αποτυχημένη ελίτ, που σε δυο διαδοχικές γενιές της έχει μετατρέψει τη χώρα σε ένα σωρό παραγωγικών ερειπίων.

Ας ανοίξουμε τα σεντούκια, λοιπόν. ΟΛΑ ΣΕΝΤΟΥΚΙΑ! Προειδοποιήστε μας μόνο, όταν είναι ν’ ανοίξουμε τα σεντούκια της δεύτερης κατηγορίας να κλείσουμε τις μύτες μας, μη μας πάρει η μπόχα της ιστορίας.

Υ.Γ. Το παρόν δεν αφιερώνεται στον Γ. Στουρνάρα που εποφθαλμιά τα σεντούκια της ανοχής μας, αλλά στη μπλογκοπαρέα του Μπαχάρ* που με την έκτακτη έκδοση «Καλοκαίρι», τα 17 κείμενα και τις 9 φωτογραφίες της, μού έφτιαξαν ένα αυγουστιάτικο απόγευμα με θέα το Μυρτώο και με σάουντρακ τον βελουτέ κυματισμό του. Το θερινό Μπαχάρ* προσφέρεται για ένα απολαυστικό δίωρο με τρίωρο, είτε είστε σε διακοπές είτε όχι. Διαθέσιμο σε βιβλιοπωλεία της Αθήνας, όχι στα φαρμακεία της.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Ο γάμος έγινε στον Ασπρόπυργο και τη στιγμή που διαβάζετε αυτές τις γραμμές έχουμε κατασκηνώσει κοντά στη λίμνη Κουμουνδούρου, όπου και θα περάσουμε το υπόλοιπο του θέρους (…) Τα μεσημέρια γυρνάμε και παίρνουμε καΐκι από το λιμανάκι του Σκαραμαγκά που κάνει το δρομολόγιο Ψυτάλλεια- Ρεβυθούσα. Η θάλασσα στην Ψυτάλλεια είναι συνήθως κόκκινη. Το νησί είναι μικρό αλλά καλύπτεται από ένα υπερμεγέθες γεράνι, το οποίο με τον παραμικρό αέρα αδυνατεί να συγκρατήσει τα πέταλά του, με αποτέλεσμα η θάλασσα να καλύπτεται από ένα κόκκινο χνουδωτό πέπλο. Η Ρεβυθούσα από την άλλη έχει πιο δυνατή μυρωδιά, καθώς στο ελάχιστο έδαφός της φυτρώνει αστεροειδής γλυκάνισος, γεγονός που δημιουργεί περίεργες ψευδαισθήσεις την ώρα που μαζεύουμε διαφόρων ειδών όστρακα (…) Η νύχτα στη λίμνη είναι παράξενη. Οι ντόπιοι ονομάζουν φεγγάρι ένα τεράστιο πυρσό που φέγγει κάθε βράδυ, αλλά τους είναι άγνωστη η λέξη σελήνη. Λένε πως αν το φεγγάρι τους σβήσει θα χαθεί κάθε ίχνος ζωής στην περιοχή. Και πως μόνο το νερό της λίμνης μπορεί να το καταφέρει αυτό.

*anenecuilco14, «Ξυπόλητοι» (Από την έκδοση του Μπαχάρ* «Καλοκαίρι»)

Αυτό το σπίτι είναι δικό μας (αναδημοσίευση)

Οι άνθρωποι δεν κατάσχονται

Του Πάνου Μουχτερού
από τα ΚΑΚΩΣ ΚΕΙΜΕΝΑ (http://kakoskeimena.net/)

Θέλαμε για χρόνια να έρθουμε και να μείνουμε μόνιμα στην Ελλάδα. Κάθε φορά που επισκεπτόμασταν αυτόν τον ευλογημένο τόπο για διακοπές, γινόταν όνειρό μας να βρούμε ένα σπίτι όμορφο, κοντά στη θάλασσα, για να περάσουμε σε τούτη την πανέμορφη χώρα το υπόλοιπο της ζωής μας. Να έρχονται και οι καλοί μας φίλοι τακτικά να μας βλέπουν και να απολαμβάνουμε όλοι μαζί την ατέλειωτη μαγεία του ελληνικού τοπίου. Συνεχώς το μελετούσαμε αλλά, λίγο οι υψηλές τιμές, λίγο το ότι δεν βρίσκαμε το κατάλληλο σπίτι, το όνειρό μας έπαιρνε συνεχώς αναβολή. Μέχρι που παρουσιάστηκε αυτή η μεγάλη ευκαιρία με τους πλειστηριασμούς. Τώρα πια είχαμε τη δυνατότητα να διαλέξουμε ανάμεσα σε δεκάδες, σχεδόν εκατοντάδες, περιπτώσεις κατοικιών που βγήκαν στο σφυρί και σε πολύ ευνοϊκές προσφορές. Δεν ήταν λίγες οι φορές που η διαφορά στην τιμή ήταν εντυπωσιακή, μιλάμε για δέκα φορές κάτω. Δεν μπορούσαμε με αυτά τα δεδομένα να κλείσουμε τα μάτια και τα αυτιά μας, έπρεπε να εκμεταλλευτούμε τη στιγμή, να αρπάξουμε από τα μαλλιά αυτή τη μοναδική ευκαιρία και να αγοράσουμε το σπίτι των ονείρων μας στην Ελλάδα. Βάλαμε κάτω όλες τις λίστες, τις εφημερίδες, τις αμέτρητες αγγελίες, ήρθαμε σε επαφή με τα τόσα μεσιτικά γραφεία που είχαν ξεχυθεί στους δρόμους και πουλάγανε όσο-όσο, μιλήσαμε με κάποιους γνωστούς μας που είχαν πόστα και θέσεις υψηλές και γνωριμίες μέσα στις ελληνικές τράπεζες και που μας παρείχαν εμπεριστατωμένη καθοδήγηση για να μην ψάχνουμε στα τυφλά αλλά με σχέδιο, έτσι ώστε να βρούμε την ιδανική περίπτωση. “Τσάμπα πράμα”, όπως λένε και οι φίλοι μας οι Έλληνες.

Και, επιτέλους, βρέθηκε. Μια υπέροχη μονοκατοικία, στην πανέμορφη ελληνική εξοχή, λίγα μέτρα μόλις από το βουνό και από τη θάλασσα μαζί. Με αυλή μεγάλη, με κήπο που μέσα του μπορούσες να δεις άνθη ζωηρά, λες και φυτεύτηκαν προχτές. Πιο κάτω, μια αποθηκούλα δίπλα σε μια μικρή αυτοσχέδια παιδική χαρά, φτιαγμένη από ξύλο και με πολλές μικρές λεπτομέρειες που φανέρωναν την πολλή αγάπη εκείνου που την έφτιαξε. Την αγάπη την έβρισκες σε πολλά διάσκορπα σημεία αυτού του σπιτιού. Σαν το οξυγόνο, σαν τον ήλιο που διαπερνούσε τα παράθυρα κάθε πρωί, η αγάπη εξαπλωνόταν στην ατμόσφαιρα και δεν ήταν λίγες οι φορές που έλεγες ότι πήγαινε και καθόταν μέσα στην καρδιά σου. Μπαίνοντας στον εσωτερικό χώρο, τα έπιπλα ήταν ακόμα όλα στη θέση τους, μαζί και τα καλύμματα, τα τραπεζομάντιλα, μέχρι και χειρόγραφες σημειώσεις βρήκαμε να κρέμονται από χρωματιστά μαγνητάκια πάνω στο ψυγείο που ήταν και αυτό ακούνητο, αν και με άδειο το περιεχόμενό του. Στον πάνω όροφο, καθώς ανέβαινες τη στριφογυριστή τη σκάλα, προσπερνούσες τις κορνίζες που και αυτές είχαν ξεμείνει εκεί με τις φωτογραφίες που έδειχναν παππούδες και γιαγιάδες και παιδιά που αργότερα είχανε μεγαλώσει σε άλλες φωτογραφίες, ακόμα και αυτό το ίδιο το σπίτι έβλεπες όπως μεγάλωνε με το πέρασμα του χρόνου, μέχρι να γίνει αυτό που είναι σήμερα. Μετά έφτανες στα παιδικά δωμάτια και σκόνταφτες πάνω σε αναποδογυρισμένα πολύχρωμα ποδήλατα με τις ρόδες τους που ακόμα κυλούσαν στον αέρα. Και πιο ‘κει, η κρεβατοκάμαρα με τον μεγάλο καθρέφτη απέναντι να έχει επάνω του τις πιο συχνές ελληνικές λέξεις γραμμένες με κραγιόν. “Σ’ αγαπώ-Καλημέρα”.

Αργότερα, μάθαμε ότι στο σπίτι αυτό πριν από εμάς έμενε μια τετραμελής οικογένεια, η μάνα, ο πατέρας με τα δυο τους ανήλικα παιδιά. Ότι πριν από αυτούς, είχαν έρθει πρώτοι και είχαν χτίσει εκεί την πρώτη καλύβα οι παππούδες τους, οι προηγούμενες δηλαδή γενιές, πριν από πολλές δεκαετίες, όταν ακόμα εδώ δεν υπήρχε τίποτα, παρά μόνο βράχια και άμμος. Ότι σε εκείνη τη μικρή την καλύβα γεννήθηκαν παιδιά πολλά και μεγάλωσαν ολόκληρες οικογένειες και ότι για χρόνια κοιμόντουσαν όλοι κάτω στο πάτωμα. Ότι μαγείρευαν φαγητό για δέκα ανθρώπους σε ένα και μόνο τσουκάλι παλιό, το οποίο βρήκαμε κι εμείς κάποια στιγμή στην αποθήκη. Ότι ρεύμα δεν είχαν τότε και νερό φέρνανε από ένα πηγάδι που ακόμα και σήμερα υπάρχει στην πίσω πλευρά του κήπου. Ότι δουλέψανε όλες αυτές οι γενιές και η καθεμιά κουράστηκε και προσπάθησε και έβαλε το δικό της λιθαράκι μέσα στους τοίχους και παρέδιδε το σπίτι όλο και μεγαλύτερο στους επόμενους. Ότι τελευταία ο πατέρας έμεινε ξαφνικά άνεργος και δυσκολευόταν πολύ να ξεπληρώσει τα δάνεια που είχε πάρει. Ότι το ένα το παιδάκι τους έπεσε με το ποδήλατο και χτύπησε σοβαρά και έπρεπε να κάνει πολλές εξειδικευμένες και ακριβές εξετάσεις και ταξιδεύανε συνέχεια σε νοσοκομεία στο εξωτερικό, μέχρι και οι γείτονες, λέει, μαζέψανε λεφτά για να βοηθήσουν, γιατί ήξεραν ότι η οικογένεια πλέον τα βγάζει δύσκολα και ήταν κρίμα και για το παιδάκι. Ότι τελικά έμεινε παράλυτο και ότι όσο κι αν προσπάθησαν όλοι μαζί, τα χρέη ήταν υπέρογκα και η οικογένεια παράλυσε και στο τέλος η τράπεζα έβαλε υποθήκη το σπίτι κι ένα σούρουπο τους πέταξε στα βιαστικά έξω. Και τους πήρε μέχρι και το αναπηρικό το καροτσάκι.

Όπως οι μέρες και οι νύχτες περνούσαν, ανακαλύπταμε ολοένα και περισσότερα στοιχεία για αυτό το σπίτι. Καμιά φορά πάλι, ήταν λες και το σπίτι αποκτούσε στόμα και μιλούσε το ίδιο σε εμάς. Τα πρώτα κρύα βράδια του χειμώνα, την ώρα που άκουγες τον άνεμο να ψιθυρίζει και να κάνει ήχους περίεργους, έπαιρνες όρκο ότι ανθρώπινες φωνές εξαπλώνονταν μέσα στους διαδρόμους, φωνές που δεν καταλάβαινες τι έλεγαν, άλλοτε μοιάζανε με τραγουδάκια παιδικά άλλοτε γινόντουσαν άναρθρες, υπόκωφες κραυγές, που πάντα όμως, ένα περίεργο πράγμα, σταμάταγαν αμέσως μόλις κόπαζε ο άνεμος, λες και υπήρχαν και δεν υπήρχαν, λες και ήταν τα λόγια του αέρα. Ήταν δύσκολο να καταφέρεις να αποκοιμηθείς με όλα αυτά, δεν σ’ αφήνανε και τα ξύλινα πατώματα που τρίζανε και σταματούσαν πάλι, νόμιζες ότι κάποιος περπατούσε μέσα στα σκοτάδια και έκανε διαρκώς ποδοβολητά και θόρυβο. Όταν πάλι κατάφερνες να σε πάρει ο ύπνος, ήταν ακόμα δυσκολότερο. Βλέπαμε δεκάδες όνειρα, τόσα πολλά που στο τέλος μπερδευόμασταν και αναρωτιόμασταν πως είναι δυνατόν να ονειρευόμαστε συνεχώς πρόσωπα άγνωστα, μορφές που ποτέ μας δεν γνωρίσαμε, ιστορίες και περιστατικά που συνέβαιναν μόνο μέσα σ’ αυτό το σπίτι, από τότε που εδώ υπήρχε μόνο μια καλύβα, όνειρα συναισθηματικά, από εκείνα που σου ζεσταίνουν το στομάχι και κλαις στον ύπνο σου και ξυπνάς το πρωί με βρεγμένο το μαξιλάρι, γιατί έκλαιγες στ’ αλήθεια. Όνειρα γεμάτα γέρους και γριές και φως και σκοτάδι εναλλασσόμενο και ανάσες δίπλα στο αυτί σου και δάκτυλα που σου χαϊδεύουνε το λαιμό και που μετά σε σφίγγουνε και πνίγεσαι και πετάγεσαι σαν μικρό παιδάκι τρομαγμένο. Μαμά, μαμά! Φοβάμαι.

Ειδικά για τα παιδιά η κατάσταση έγινε ακόμα πιο περίπλοκη με όλα αυτά τα ανεξήγητα φαινόμενα. Ένα βράδυ η μικρή μας η κόρη άρχιζε να φωνάζει και να τρέχει πάνω κάτω και εμείς πανικόβλητοι δεν πιστεύαμε στα μάτια μας όταν την αντικρίσαμε να γδέρνει με τα χέρια της τον τοίχο και να ματώνει και να σχηματίζει με τους ματωμένους της καρπούς σύμβολα και αριθμούς χωρίς σταματημό λες και δεν έλεγχε η ίδια το σώμα της, λες και είχε γίνει μια μαριονιέτα στα χέρια κάποιου άλλου που χρησιμοποιούσε την κόρη μας για κόκκινο μολύβι. Εντάξει, ξέραμε ότι τα παιδιά δεν ήταν τόσο ενθουσιασμένα με τον ερχομό μας εδώ κι έτσι αρχικά το αποδώσαμε στην απότομη αλλαγή περιβάλλοντος, ότι ίσως όλα αυτά να ήταν ακραίες παιδικές αντιδράσεις που και εμείς ως προστατευτικοί γονείς είχαμε πιθανότατα διογκώσει κάπως σε σχέση με το πώς συνέβαιναν στην πραγματικότητα. Ειδικά αυτό ίσχυε για το γιο μας που από την πρώτη στιγμή που γεννήθηκε ήταν υπερκινητικός και δραστήριος και που πάντα εξαφανιζόταν και χανόταν με το παραμικρό. Όπως εκείνο το απόγευμα που δεν μπορούσαμε να τον βρούμε πουθενά και τον ψάχναμε και φωνάζαμε το όνομά του με τις ώρες. Το μόνο στοιχείο που είχαμε ήταν ότι έλειπε εκείνο το ποδήλατο που είχαμε βρει στο παιδικό δωμάτιο όταν ήρθαμε για πρώτη φορά εδώ και με το οποίο θα μπορούσε να έχει καταλήξει χιλιόμετρα μακριά. Η ώρα περνούσε. Κόντευε σούρουπο. Πήγαμε και πίσω από το σπίτι. Το ποδήλατο έστεκε αναποδογυρισμένο με τις ρόδες να κυλάνε. Το πηγάδι! Το παιδί μου! Σκύβουμε. Δεν μπορεί να κουνήσει τα πόδια του. Βουλιάζει. Το νερό φτιάχνει με τις ανάσες του γράμματα. Γράμματα ελληνικά.

Φ Υ Γ Ε Τ Ε

Σάββατο 17 Αυγούστου 2013

Ζωή με εισιτήριο

Κι ο Θεός που απ' τις δακρυσμένες προσευχές των παιδιών 
που φοβούνται τη νύχτα 
φτιάχνει τις πρώτες γαλάζιες γραμμές της μέρας 
που στέλνουν την ελπίδα στους ναυαγούς. 
Τάσος Λειβαδίτης 

Όποιος δεν ζεί στον κόσμο τους χίλιες φορές πεθαίνει. Και στον κόσμο τους δεν χωράς πια. Μέρα τη μέρα μικραίνει γιατί ανεπιθύμητοι βαφτίστηκαν οι μή-εκλεκτοί. Το αιματοβαμμένο τους δάκτυλο σου δείχνει την έξοδο, με τη σιδερένια τους μπότα σπρώχνουν τα πτώματα των θυμάτων για να χωρέσουν τα ερπετά. Τα κατοικίδια στην κιβωτό τους αλέθουν την τροφή τους: είσαι εσύ αυτή η τροφή.
Πόσες φορές θε να το δείς και πόσες να τ' ακούσεις… 

Και όλοι οι "άλλοι" οι εκτός, εκσκαφείς μιας ατέλειωτης νύχτας, παραχαράχτες μιας ήττας που δεν ήταν νίκη, πορεύονται απόβλητοι ενός παραδείσου της "τρυφής". Πορεία χωρίς εισιτήριο, εσχάτη χορηγεία και πλάνη μιας ελπίδας που θάβεται καθημερινά σε ερείπια νοσοκομείων, σχολείων, σπιτιών, μαγαζιών. Που παίρνει το χρώμα της ντροπής το κόκκινο, γιατί κάποτε θέλησε να διεκδικήσει. Και το έπαθλο του καταχραστή φορτίο ασήκωτο και σκιάχτρο για τους επόμενους. 

Ερείπια και σκιάχτρα ενός πάλαι ποτέ πολιτισμού της αξιοπρέπειας και της διεκδίκησης. 

Και με πρόσχημα και εφαλτήριο τούτη τη μεθοδευμένη χρεωκοπία σου χρεώνουν όλο και ακριβότερα την είσοδο σ' έναν "παράδεισο" που εσύ έχτισες αλλά δεν σου ανήκει πια. Με εισιτήριο να πηγαίνεις στη δουλειά σου, να μπείς στο νοσοκομείο, να αδράξεις λίγη γνώση, να αναπνεύσεις λίγο πολιτισμό, να ξεφύγεις από την κόλαση της καθημερινότητας, να αναπνεύσεις τον αέρα , εισιτήριο για να ζείς. Εισιτήριο που όλο και ακριβαίνει την ίδια στιγμή που η εργασία σου, η ίδια σου η ύπαρξη υποτιμάται. Και στο πλεόνασμα των "ελλειμάτων" να προστίθεται η ύβρις που αδυνατείς να πληρώσεις γιατί αυτοί το θέλησαν. 

Και στην είσοδο αυτού του παραδείσου φύλακας και ελεγκτής ο γείτονάς σου, ένας από το πλήθος των καταραμένων ετούτης της γής. Και γίνεται ο δήμιός σου και ο εκτελεστής σου πότε σαν υπάλληλος της υπηρεσίας, πότε σαν ελεγκτής, πότε σαν προστάτης του ναού της επί πληρωμής ευωχίας που σούταξαν. 

Και να πληρώνεις πανάκριβα και από το ψωμί σου ή το φάρμακο ή το γάλα των παιδιών σου για ένα εισιτήριο για να υπερασπιστείς το δικαίωμα να λέγεσαι άνεργος πηγαίνοντας στην υπηρεσία ή στο σχολείο που συγχωνεύθηκε ή στο νοσοκομείο που μεταφέρθηκε μακρυά. Να πληρώνεις πανάκριβα ένα δωρεάν θέαμα, ένα συσίτιο, μιαν ελπίδα πως θα βρείς το φάρμακο που δεν σου γράφουν πια και που δεν μπορείς να αγοράσεις. Να λαχταράς την πρόσκληση σε ένα φιλικό σπίτι κάπου έξω από την πόλη και το θέλγητρό της να νεκρώνεται στο υπολογισμό του κόστους του εισιτηρίου, η κοντόπνοη ευτυχία να σβήνεται με μιας στην πρώτη επόμενη σκέψη σου. 

Κι' αν η απαντοχή κουρνιάζει κρυμμένη στις αναπολήσεις μιας άλλης ζωής νά ξεπροβάλλει το πρόσωπο του στυγνού μισθοφόρου να σου τσακίζει κάθε αξιοπρέπεια. Και κάθε φτερούγισμα της λαχτάρας να συντρίβεται πάνω σε βράχους μιας επιμελώς τεθλασμένης αναλγησίας. Γιατί η αξιοπρέπεια της διεκδίκησης του αυτονόητου "πρέπει να συντριβεί". Να πάρουν το μάθημα και οι υπόλοιποι. Πως ο κόσμος τους που έχτιζαν με το δικό σου ιδρώτα δεν σου ανήκε ποτέ.  

Πόσες φορές θε να το δείς και πόσες να τ' ακούσεις…

Τετάρτη 14 Αυγούστου 2013

Η Λιτότητα είναι Αρετή, το ξεχάσαμε; (αναδημοσίευση)


του Γιάννη Μακριδάκη

Πολιτική λιτότητας: 
Εντός του χρηματοοικονομικού συστήματος σημαίνει ύφεση, αύξηση της ανεργίας, μείωση του ΑΕΠ, λιγότερο χρήμα στην αγορά και διάφορα άλλα τέτοια τα οποία τα ζούμε στο πετσί μας, όλα αυτά τα χρόνια. 

Εντός του οικοσυστήματος όμως, λιτότητα σημαίνει ορθή, φιλοσοφημένη, ήρεμη ζωή, με σεβασμό στο περιβάλλον και στα άλλα πλάσματα, με την προσοχή μας στραμμένη στην βιοποικιλότητα και στην φέρουσα ικανότητα, με τον νου μας διαυγή και το σώμα μας υγιές. 

Ποτέ ο λιτός, ο λιτοδίαιτος άνθρωπος δεν ήταν κατακριτέος, απεναντίας πάντοτε αποτελούσε αντικείμενο θαυμασμού και παράδειγμα προς μίμηση, στους θρησκευτικούς μύθους δε, κάθε άγιος και κάθε πρόσωπο άξιο λατρείας, ήταν λιανό, λιτό και απέριττο. 

Πολιτική ανάπτυξης: 
Στο χρηματοοικονομικό σύστημα σημαίνει άνοιγμα θέσεων εργασίας, κυκλοφορία περισσότερου χρήματος, αύξηση ΑΕΠ, αύξηση κατανάλωσης και διάφορα άλλα τέτοια τα οποία ζούσαμε για κάμποσα χρόνια πριν την λεγόμενη “χρηματοοικονομική κρίση” και μάλλον ονειρευόμαστε να ξαναζήσουμε. Οι πολιτικοί διαχειριστές της μοίρας μας δε, το λένε ξεκάθαρα ότι η επανάκαμψη της ανάπτυξης είναι ο στόχος τους. Κι οι πολίτες, μέχρι και οι αριστεροί, αυτό αναμένουν, για το ότι δεν φέρνουν την ανάπτυξη τους κατακρίνουν αυτούς που κυβερνούν, και με αυτό το βασικό δεδομένο τούς αντιπολιτεύονται. 

Στο οικοσύστημα όμως η πολιτική ανάπτυξης, με τον τρόπο που την ορίζει το χρηματοοικονομικό σύστημα, σημαίνει απερίσκεπτη χρήση και σπατάλη ολοένα και περισσότερων φυσικών πόρων, οι οποίοι βέβαια βρίσκονται σε τρομακτική έλλειψη, σημαίνει επίσης αλλοίωση και καταστροφή τοπίων, κλίμακος, κλίματος, αναγλύφου, φυσικής ισορροπίας, πλανήτη εν τέλει, με αποτέλεσμα την πρόκληση, μέσα από τις χαοτικές διαδικασίες που διέπουν τη φύση, απρόβλεπτων, ανυπολόγιστων και μη αναστρέψιμων καταστροφών, οι οποίες τελικά στρέφονται ενάντια στον άνθρωπο και όχι ανάπτυξη δεν του φέρνουν αλλά τον απειλούν άμεσα με αφανισμό 

Το δίλημμα λοιπόν δεν είναι αυτό που κατά κόρον τίθεται εδώ και χρόνια, κι αυτό που με .έπαρση έθεσαν χθες ο Ομπάμα και ο Σαμαράς από τον Λευκό Οίκο. Το δίλημμα δεν είναι Λιτότητα ή Ανάπτυξη. Το δίλημμα είναι ξεφουσκώνουμε οικειοθελώς την Φούσκα μας ή συνεχίζουμε να φυσάμε αέρα μέσα της και μέχρι πιο σημείο, αφού είμαστε βέβαιοι ότι όταν σκάσει θα μας σπάσει τα μούτρα. 

Η ανθρωπότητα έχει διαπράξει Ύβρη τεράστια και βρίσκεται αυτή την ιστορική στιγμή στην κορφή του ετοιμόρροπου πύργου της Βαβέλ. Ή ξεκινάει να τον αποκαθηλώνει τουβλάκι τουβλάκι ή συνεχίζει να τον χτίζει, όπως κάνει τώρα, μέχρι να καταρρεύσει. 

Ποτέ κανείς δεν βγήκε χαμένος από την Λιτότητα. Η Λιτότητα είναι Αρετή κι εμείς την καταντήσαμε ακόμα κι αυτήν ως κατάρα, ως φόβητρο, ως κάτι το απευκταίο, το κακό, το βασανιστικό, το μισητό. Αυτό ακριβώς προδίδει την Ύβρη που διαπράττουμε. Αυτής της Ύβρεως η συνειδητοποίηση, η μετάνοια (καμία σχέση με θρησκοληψίες εδώ) και η διόρθωση, είναι η μόνη λύση. Ο επανεξανθρωπισμός του καταναλωτή και η επανατοποθέτηση των όρων και των εννοιών στη σωστή τους βάση, είναι ανάγκη απόλυτη και αποτελεί τον μόνο δρόμο προς την επιτυχία. Και όπως όλοι οι δρόμοι αυτού του είδους, είναι δρόμος μοναχικός, τον κάνει ο καθένας μόνος του, πρώτα μέσα του και κατόπιν έξω του. Και τότε αλλάζει το τοπίο τριγύρω. 

Ας τα σκεφτούμε όλα αυτά, ιδίως το ότι κάθε Αρετή την καταντήσαμε Κακία και τότε θα συνειδητοποιήσουμε ότι πάμε ακριβώς αντίθετα, λες κι έχουμε αφήσει τον χείριστο και τον κρετίνο εαυτό μας να υπερέχει, τότε θα αντιδράσουμε, θα πράξουμε επιτέλους ως Άνθρωποι. Ποτέ δεν είναι αργά…

Δευτέρα 5 Αυγούστου 2013

Οι (αν)ήσυχες μέρες του Αυγούστου


από την πρώτη τ' αυγούστου ήταν νάχα φύγει με την άδειά μου. για κείνες τις λεγόμενες διακοπές και να πώ την μαύρη μου αλήθεια πάντα λαχταρούσα τούτη τη μέρα. να δραπετεύεις έστω και για λίγο απ' ό,τι σε ισοπεδώνει, σε αλέθει και σε τρώει τελικά. να όμως πως από τ' άλεσμα οι μυλωνάδες είχαν κάτι σπουδαιότερο να επιτελέσουν: να κάνουν τούτη την απόδραση από τη μυλόπετρα της αλλοτρίωσης μαύρη ανάμνηση, τα καλοκαίρια μου σύμφυτα με το φόβο και την ανασφάλεια. να λες χειμώνας και δουλειά και ν' αναπαύεται ο νούς στη μονοκαλλιέργεια της υποταγής, σε μια ζωή βάλτο. 

την τετάρτη πρωί 31 ιούλη πηγαίνοντας στο γραφείο μου είδα τούτο το γράμμα, χωμένο στο συρτάρι, 

μη φύγεις, ακύρωσε την αδειά σου. μη φύγεις, περιμένουν πως και πως. όσοι φύγουν τώρα με άδεια θα μπούν στη λίστα των 180... 

τόσους ζήτησε ο μινώταυρος από τον οργανισμό. κι' ας έχουν φύγει αυτά τα δύο χρόνια οι μισοί, άλλοι με εθελουσία αδιεξόδου και άλλοι με το μαστίγιο της δικαιοσύνης των "έκτακτων και αορίστου χρόνου". λέγαμε, δεν κινδυνεύουμε πια, μείναμε οι μισοί, όλοι μόνιμοι, όλοι απαραίτητοι. που και πού κάποιοι "συνάδελφοι" λειτουργοί της ρουφιανιάς και των διευθυντων-υπουργών τσιράκια κρυφογελούσαν, έχοντας κατά νού αυτά που που η αξιοπρέπεια της δουλικότητάς των υπαγόρευε. το μάθημα τόξεραν καλά. τώρα το να μαρτυρήσω πως σε τούτον τον οργανισμό η πασκε σε συνεργασία με τη δακε πήραν στις τελευταίες εκλογές (πριν 6 μήνες !) ποσοστά χουντοκρατίας ; μάλλον άσχετο θα σας φανεί. 

αν φύγεις, γυρνώντας δεν θα βρείς τη δουλειά σου. ένα εξώδικο στη πόρτα σου θάχει αναγγείλει το τέλος. θα το αντέξεις ; σ' άφησα αυτό το σημείωμα και σου θυμίζω πως κάπως έτσι πέρισυ τον Ιούλιο την πάτησα κι' εγώ. 

δεν έφυγα, ανέστειλα την άδεια μέχρι νεωτέρας. την επόμενη -πρώτη του μήνα-το σωματείο μαζί και η συνομοσπονδία κήρυξαν 48ωρη απεργία. σήμερα έγινε συνέλευση, κι' ακούστηκαν ψυχές τρομώδεις, φωνές με σκέψεις αλλόκοτες. τόλμησε μόνο κάποιος... 

όταν απέλυαν τους έκτακτους δεν μίλησε κανείς 
όταν απέλυαν τους αορίστου όλοι σιωπήσαμε... 

κι' ήταν κεφάλια που σκύψανε από ντροπή, κι' άλλα που κρυφογελούσαν.

όμως εμένα ο νούς κόλλησε από κείνο το πρωϊνό της τετάρτης. να ψάχνει τις αιτίες, το γιατί εγώ...
ναι, ήμουν μια ύλη ενδιάμεση σε μια σκληρή αιωνιότητα, αιωνιότητα άκαμπτη που θάπρεπε πάντα να ντύνομαι τις αγωνίες εκείνες που υποσκάπτουν την ύπαρξή μου, τη βεβαιότητα της δικαιοσύνης. που θάπρεπε να φορώ κρέμες ενυδάτωσης από νερά βαλτωμένα. και στα ενδιάμεσα του χρόνου μου να επιχειρώ μια πτήση αλυσοδεμένου πουλιού σε τόπους ευωχίας, ανάμεσα σε ευωχούμενους αβέβαιων καιρών. και τίποτα να μην προδικάζει το τέλος, γιατί τέλος δεν υπήρχε μιας και δεν υπήρξε ποτέ μια αρχή.

και να πιστεύεις πως όλα τάχεις προβλέψει. όχι, δεν τάχα προβλέψει, κι' ούτε είχα κάνει το το νοικοκυριό μου με υλικά ευτελέστατα στης ψυχής μου τα μάτια. μα ούτε και τις σκιές των γελωτοποιών και των σαλτιμπάγκων της ανάγκης να με κυνηγούν έως εκεί που η στροφορμή της καθημερινότητας δεν μάς αγγίζει πια. έως εκεί, που το φώς μου σπάει, γίνεται χίλια κομμάτια για να επιστραφούν πίσω στην αταξία της αδηφάγου καθημερινότητας.

και να ψάχνεις στα ίχνη αυτής της καθημερινότητας, προσπαθώντας να ξετρυπώσεις αναμνήσεις από γεγονότα φευγαλέα. και ν' ακαλύπτεις πως κανένα κομμάτι τ' ουρανού δεν ήταν δικό σου ποτέ, αυτό που νόμιζες δικό σου ήταν μια δανειακή διευκόλυνση να αποκαλύψεις την ταυτότητά σου, την ομάδα αίματος που θάβαφε το θυσιαστήριο. κι' ήταν κείνα τ' αργοπορημένα τέταρτα προσέλευσης στην υπηρεσία, κείνες οι χιλιάδες ώρες απεργίας και στάσεων εργασίας, τα δεκάδες φιλοδωρήματα που δεν καταδέχθηκες και οι φιλοφρονήσεις που αρνήθηκες, ήταν όλα αυτά τα υλικά της ταυτότητάς σου, κόκκινα υλικά.

και λένε πως στην κρίση οι κακοί γίνονται χειρότεροι κι' από λύκους πεινασμένους. το ζούμε κάθε μέρα, έμμονο κήρυγμα ζωής.

όχι, δεν είμαι μόνη, είμαστε χιλιάδες αυτοί με τα βραχιολάκια της απασχόλησης, της ζωής εν τέλει, τουρίστες σε μιαν ήπειρο αφιλόξενη. γιατί εμείς λοιπόν,

που στον καθρέφτη μας ώρες-ώρες αντικρύζουμε τον άλλο μας εαυτό χαιρέκακα να μας γνέθει, σας τάλεγα εγώ. κι' ήταν αυτός ο άλλος, πότε ο απεργοσπάστης, πότε ο ρουφιάνος του διπλανού γραφείου, πότε ο γλειψηματίας, πότε ο νομότυπος κοπανατζής. ακίνδυνα ασπόνδυλα σε μια εποχή καθόλου ανύποπτη και ακίνδυνη. ασπόνδυλα που θρέψαν με τα κακοφορμισμένα κορμιά τους εξουσίες και εξουσίες, που γίναν στιβάδες ν' ανέλθουν άλλοι, ελπίζοντας πως μια μέρα θ' ανέλθουν κι' αυτοί στα τείχη της Χεράτ.


είναι τ' ασπόνδυλα μακράς διαρκείας που οι σκιές τους τώρα μας κυνηγούν ως την άκρη της απείρου γής των. και ξέρουμε όλοι μας καλά πια πως τα μυστικά μας θα τα πάρουν στον τάφο τους, δικό τους απόχτημα και δικαίωμα. είναι τ' ασπόνδυλα που τάδαμε σήμερα το πρωί να κρυφογελούν καθισμένα σε πέτρινο θρόνο ενός αρχαίου θεάτρου σε μια παράσταση ύστερη της πρεμιέρας, επιδοτούμενη άδεια εισόδου με δικαίωμα μενού στον παρακείμενο ναό της ευωχίας των.


μη φύγεις. θα τους αφήσεις ξωπίσω σου να αλωνίζουν και ν' αλέθουν.

15 είχαμε απομείνει σ' κείνο το γραφείο, τόσα χρόνια ψωμί κι' αλάτι μαζί, μα ήλθε η ώρα κι από τους 15 ένας τουλάχιστον πρέπει να φαγωθεί.

να βάλουμε κλήρωση, 
είπε κάποιος στη συνέλευση, γνωρίζοντας πολύ καλά πως η αίτηση εξαίρεσής του (των) από την κλήρωση θα εξετασθεί μετά προσοχής. και είναι και τούτη η προσοχή που διαρκώς εξαιρείται της ανά πάσα στιγμή υποχρεωτικής παρουσίας της. 

 να εξαιρεθούν όλοι, εκτός από την υπεξαίρεση της ανθρωπιάς μας !

μη φύγεις, δεν έφυγα. θα πάω στο γραφείο για να πάρω πίσω τα μυστικά μου. ο τάφος τους δεν χωρά τη δική μου ζωή.

όσα, ατάκτως ειρηθέντα, άκουσα από τη σ.

Κυριακή 4 Αυγούστου 2013

Κανείς δεν γλύτωσε ποτέ (αναδημοσίευση)



του Γιάννη Μακριδάκη


http://yiannismakridakis.gr/

Συζητούσα, μάλλον άκουγα με πολύ ενδιαφέρον, προχθές κάποιον επισκέπτη μου, ο οποίος υπηρετεί σε ανώτατη διπλωματική θέση στο εξωτερικό και ανέλυε την κατάστασή μας ως ελληνικού και ως παγκόσμιου πληθυσμού.

Ομολογώ ότι με καθήλωσε η ηρεμία της προσέγγισής του, η οποία απέπνεε σιγουριά και γνώση των πραγμάτων. Δεν έλεγε πράγματα άγνωστα σε μένα, ούτε αδιανόητα, αλλά ο ψύχραιμος και πλήρης λόγος του και το ότι από τα συμφραζόμενα έβγαινε το συμπέρασμα πως έχει ενημέρωση από τα μέσα αφού συναντά λόγω της εργασίας του κάποιους από τους τροϊκανούς που ελέγχουν και ορίζουν τις ζωές μας, με έκαναν να τον ακούω δίχως να μιλώ και να μην αμφισβητώ καθόλου τα όσα υποστήριζε.

Είπε για το παγκόσμιο λογιστικό χρήμα και χρέος, είπε για την φούσκα, για το χρήμα δίχως αντίκρισμα που έχουμε ως παγκόσμια κοινότητα καταναλωτών δημιουργήσει, για το στάσιμο χρήμα που ψάχνει ολοένα και πιο ευφάνταστους τρόπους να κινηθεί, είπε για τα αδιέξοδα του καπιταλισμού και το μπέρδεμά του, τις ασυμβατότητες στις οποίες καταφεύγει μπας και βρει λύσεις, είπε πως θα μας κουρέψουν τελικά τις καταθέσεις από δεκαπέντε χιλιάδες ευρώ και πάνω, είπε πολλά και διάφορα, συγκεκριμένα και αφηρημένα αλλά ένα και μοναδικό ήταν, όπως είπε κι εκείνος εξάλλου, το τελικό και βέβαιο συμπέρασμα:

Πως κανείς από αυτούς που κρατούν την παγκόσμια εξουσία και διοίκηση δεν έχει ιδέα για το τι κάνει και το τι πρέπει να κάνει, πως το πλοίο της ανθρωπότητας προχωρεί στα τυφλά, στα ψαχουλευτά, και πως κανείς τελικά δεν πρόκειται να γλυτώσει.

Όταν τον ρώτησα τι κάνει εκείνος προσωπικά για την ζωή του αφού έχει καταλήξει σε αυτά τα συμπεράσματα και είναι απολύτως βέβαιος για όσα λέει, μου είπε κάτι το οποίο ήταν τελείως λίγο, μικρό, αδύναμο και ανάξιο σε σχέση με όλην την προηγούμενη προσέγγισή του: Πως ελπίζει και πιστεύει ότι εκείνος θα είναι από τους τελευταίους (που θα χαθούν).

Προφανώς, όσοι ακόμα αντέχουν, είτε έχουν είτε δεν έχουν τις γνώσεις του, την πληροφόρησή του, τις εμπειρίες του, τις γνωριμίες του, την εργασία του, τον μισθό του και το μυαλό του, το ίδιο και το αυτό πιστεύουν κι ελπίζουν όλοι τους. Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης επιβάλει να ζούμε με αυτό το ζωτικό ψεύδος.

Τώρα που μυρικάζω σαν την κατσίκα όλα αυτά που άκουσα από τον ενδιαφέροντα αυτόν άνθρωπο, σκέφτομαι ότι πάντοτε, στην χιλιόχρονη ιστορία της ανθρωπότητας έτσι ακριβώς ήταν. Ποτέ κανείς δεν ήξερε πού πάει η ζωή και ποτέ κανείς δεν γλύτωσε. Η μόνη διαφορά ότι πρώτη φορά τώρα είναι απόλυτα συνδεμένη η ζωή και η μοίρα όλης της ανθρωπότητας σαν μια κοινότητα. Κι όχι μόνον της ανθρωπότητας αλλά του πλανήτη ολάκερου, αφού φυτά, ζώα, πουλιά, έντομα, ψάρια και άνθρωποι βρίσκονται υπό καθημερινό διωγμό από τους καταναλωτές του παγκόσμιου χρηματοοικονομικού συστήματος, το οποίο αναγάγει σε προϊόντα κατανάλωσης τα πάντα προκειμένου να κινήσει απεγνωσμένα το συσσωρευμένο εικονικό του χρήμα, εξαφανίζοντας έτσι βιοτόπους και αφαιρώντας βίαια ζωές.

Το πλαστό και παραφουσκωμένο χρηματοοικονομικό μας σύστημα ροκανίζει μέρα με τη μέρα το οικοσύστημα, πριονίζοντας το κλαδί επί του οποίου κάθεται και ταυτόχρονα δεν έχει ιδέα ούτε για το τι κάνει, ούτε για την σφοδρή πτώση του που επέρχεται.

Όλο αυτό, το οποίο οδηγεί στην εξαφάνιση ειδών από τον πλανήτη, με αιτία τον άνθρωπο, για πρώτη φορά στην ιστορία του, οδηγεί ταυτόχρονα και στην αυτοκαταστροφή του αιτίου, το οποίο ως πλάσμα που αποξεχάστηκε, που μεταλλάχθηκε με εργαλείο το χρήμα και που θεώρησε εαυτόν κάτι διαφορετικό και προφανώς ανώτερο, έφτασε μέσα από χίλιες δυο διαδικασίες επώδυνες και καταστροφικές για το είναι του αλλά κυρίως για τον τριγύρω του φυσικό κόσμο, να συμπεραίνει με βεβαιότητα κάτι, για το οποίο οι άνθρωποι κάθε εποχής, δίχως γνώσεις συστημικών πανεπιστημίων, δίχως πλούτο χρηματικό, δίχως αυτό που οι σύγχρονοι δυτικοί λένε πολιτισμό, κουλτούρα, πρόοδο, ανάπτυξη κ.α., ξέρανε από πρώτο χέρι και φρόντιζαν να ζουν ανάλογα: Ότι κανείς δεν πρόκειται να γλυτώσει.

Όλοι εμείς οι σύγχρονοι προοδευμένοι θεωρήσαμε μάλλον ότι έχουμε γλυτώσει ή ότι πρόκειται να γλυτώσουμε. Δώσαμε όλο το είναι και όλη μας την ενέργεια στην απόκτηση της ύλης και του χρήματος κι αφήσαμε τον μέσα μας κόσμο στέρφο κι άγονο, θεωρήσαμε ότι αποστασιοποιηθήκαμε από τη φύση (μας), απομακρυνθήκαμε από τον θάνατο και χάσαμε τη ζωή, τη χαραμίσαμε στις συναναστροφές και στις ψευδοαπολαύσεις, την μετρήσαμε με το χρήμα του μισθού δίνοντάς την αντιπαροχή και τώρα που φτάσαμε μπρος στο αδιέξοδό μας, στεκόμαστε άλλοι εμβρόντητοι σαν χαζοί κι άλλοι ψύχραιμοι σαν ξύπνιοι και διαπιστώνουμε το επί εκατομμύρια χρόνια ηλίου φαεινότερο, πως κανείς δεν ξέρει πού πάει η ζωή και πως κανείς δεν πρόκειται να γλυτώσει. 

Μας πιάνει δέος, μας πιάνει φόβος, μας πιάνει τρόμος. Διότι δεν φροντίσαμε να ζήσουμε, να καλλιεργηθούμε, για να μαραθούμε ήρεμα.

Το τάμα (αναδημοσίευση)


από τον ΚΙΜΠΙ (http://kibi-blog.blogspot.gr/)
το κείμενο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Επενδυτής, 3/8/2013

Κατεβαίνει την εσωτερική σκάλα διστακτικά, το χέρι της κρατάει γερά την κουπαστή. Το τελευταίο διάστημα δεν έχει εμπιστοσύνη στα πόδια της. Στέκεται αναποφάσιστη στο κέντρο το μεγάλου χολ, κάτω από τον πολυέλαιο με τα εκατοντάδες κρύσταλλα Swarovski, το φως είναι ανοικτό, ψάχνει το διακόπτη να το σβήσει, μουρμουρίζοντας «… ανόητη». Το βλέμμα της πέφτει στον τεράστιο καθρέφτη. Αντικρίζει μιαν άγνωστη, «Θεέ μου, πώς κατάντησα…», ψιθυρίζει και σκέφτεται ότι έχει να κάνει Botox πάνω από εξάμηνο. «Είναι έτοιμα τα πράγματα;», φωνάζει. «Ο σάκος είναι πάνω στον δερμάτινο καναπέ», ακούγεται η Ταμίλα από την κουζίνα και η κ. Χρεοκοπίδου βλέπει έντρομη τη Luis Vuitton. «Ανόητη!» φωνάζει, «είναι δυνατό να πάω στη φυλακή με τέτοια βαλίτσα;». Ανεβαίνει επάνω να ψάξει κάτι πιο διακριτικό, δεν βρίσκει τίποτα, συμβιβάζεται με την προσφορά της Ταμίλα να της δώσει έναν από τους δικούς νάιλον καρό σάκους. «Να βάλω ένα τάπερ με φαγητό;», ρωτάει η Ταμίλα. «Απαγορεύεται», απαντάει αυτή. «Το αυτοκίνητο περιμένει», λέει η Ταμίλα. «Τρελή είσαι, που θα πάω με το Hummer; Κάλεσε ένα ταξί», λέει επιτακτικά η κ. Χρεοκοπίδου. Η Ταμίλα υπακούει απρόθυμη κι απορημένη. Καθώς το ταξί ξεκινά, το βλέμμα της διασχίζει το ψηλό πέτρινο τείχος που περιβάλλει τα 4 στρέμματα κήπου και τους δύο ορόφους με τα 450 τετραγωνικά που με τόσο κόπο διακόσμησε και γέμισε με έπιπλα. Ούτε ξέρει πόσο κόστισε, γι’ αυτό κι έδιωξε οργισμένη τον μεσίτη που το εκτίμησε μόλις ένα εκατομμύριο, ούτε την αξία του οικοπέδου. «Αυτό το σπίτι έχει φιλοξενήσει υπουργούς, βουλευτές, πρέσβεις, έχει 20.000 μηνιαίο κόστος συντήρησης», του φώναζε, λες κι αυτό θα ανέβαζε την τιμή του. «Τι ηλίθια που ήμουν», σκέφτεται καθώς το ταξί αφήνει πίσω του την παρηκμασμένη αίγλη των βορείων προαστίων με προορισμό τον Κορυδαλλό. 

Σ’ όλη τη διαδρομή μια καταιγίδα σκέψεων πλημμυρίζει το κεφάλι της. Δεν μπορεί να καταλάβει τον άντρα της. Δηλαδή, τι δυσκολία έχει να βρει 100 εκατομμύρια, να τα δώσει στην εφορία να ξεμπερδεύει; «Εκεί που είναι τα λεφτά είναι ασφαλή, εμείς δεν είμαστε ασφαλείς αν τα πάρουμε από εκεί», της είχε απαντήσει αυτός κάποια στιγμή, αποφεύγοντας περαιτέρω εξηγήσεις. «Μα δεν μιλάω γι’ αυτά που πήγα εγώ στο Βερολίνο», ψέλλισε αυτή, για να εισπράξει ένα σκληρό «σκάσε!». «Τι εξευτελισμός!» σκέφτεται. Από τότε ο άντρας της προφυλακίστηκε για χρέη προς το Δημόσιο, φοροδιαφυγή, ξέπλυμα κι ένα σωρό κατηγορίες που αδυνατεί να συγκρατήσει, όλες οι σκύλες -φίλες, να σου πετύχουν- την αποφεύγουν σαν λεπρή. Η αφοσίωσή τους δεν άξιζε ούτε τους καφέδες που τους κερνούσε στο «Da Capo», πολύ περισσότερο τα δείπνα στο «Matsuhisa». Πεταμένα λεφτά. Και να πεις ότι αυτές είναι σε καλύτερη κατάσταση... Τη μια την παράτησε ο άντρας της με το πρώτο μνημόνιο – μετώκησεν εις άγνωστον διεύθυνσιν, με γκόμενα κι αδειάζοντας όλους τους λογαριασμούς, πάνω από 500 εκατομμύρια λένε τα κουτσομπολιά. Της άλλης αυτοκτόνησε αφήνοντας χρέη 100 εκατομμύρια – «δεν του το ’χα του Κώστα ότι ήταν τόσο ευαίσθητος, είχε φήμη killer», σκέφτεται. Και της Φαίης ο άντρας είναι ιδιοκτήτης τριών πτωχευμένων κουφαριών με 1.000 απολυμένους και απλήρωτους υπαλλήλους – αυτός κι αν έπρεπε να σαπίζει στη φυλακή. Τέλος πάντων, σε καμιά τους δεν άξιζε τέτοια τύχη. 

«Γιατί μας συμπεριφέρονται έτσι; Πώς θα υπάρξει αυτή η χώρα χωρίς εμάς;», σκέφτεται. Ο ταξιτζής την κοιτάζει κλεφτά από τον καθρέφτη, κάτι του θυμίζει, αυτή αντιλαμβάνεται το αδιάκριτο βλέμμα. Υποψιάζεται πως ίσως να την είχε δει σε εκείνη την εκπομπή για το σπίτι της, ίσως πάλι να τη θυμόταν από τα ρεπορτάζ, τότε που είχε ανακηρυχθεί «γυναίκα της χρονιάς» για τη χορηγία ενός ιδρύματος για παιδιά που έπασχαν από κάτι σπάνιο -δεν θυμάται πια τι, ενώ την άλλη με το παιδοογκολογικό τη θυμούνται όλοι-, το ’λεγε στον άντρα της, έπρεπε να διαλέξουν κάτι πιο ηχηρό να χορηγήσουν. «Οι χορηγίες στο Μέγαρο, δεν μπορώ να πω, πιάσαν τόπο», σκέφτεται.

«Ο φθόνος», συλλογίζεται, «δεν εξηγείται αλλιώς. Μας φθονούν γιατί πετύχαμε. Αχάριστοι Έλληνες. Τόσοι άνθρωποι έχουν φάει ψωμί απ’ το χέρι μας, όλη η χώρα μας χρωστάει, και τώρα μας πετάνε σαν την τρίχα απ’ το προζύμι. Η κρίση. Τι φταίμε εμείς για την κρίση; Το κράτος φταίει». Της φαίνεται αδιανόητο ότι βρήκε κλειστές τις πόρτες τόσων ανθρώπων που είχαν ευεργετηθεί από τον άντρα της – υπουργοί, βουλευτές, κρατικοί υπάλληλοι. Κι απ’ την τρόικα, περίμενε άλλη συμπεριφορά, πώς είναι δυνατό να παρακολουθεί ατάραχη να διασύρεται η αφρόκρεμα της χώρας. «Βρε, Βασίλη», ρώτησε κάποια στιγμή τον άντρα της, «δεν έχεις κανένα απ’ αυτά τα λαμόγια στο χέρι; Δώσε τουλάχιστον έναν στους δικαστές να γίνει κόλαση». «Σκάσε!», είναι η μοναδική απάντηση που πήρε, μαζί με την οδηγία να ακολουθεί αυστηρά τις εντολές των δικηγόρων. Μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων, υπογραφές μεταφοράς χρημάτων σε εταιρείες με αλλόκοτα ονόματα, σε μέρη που δεν ξέρει πού πέφτουν στον χάρτη. Κι η ίδια πάμφτωχη, να χρωστάει μηνιάτικα σ’ αυτή την αυθάδη, την Ταμίλα, και στον θρασύτατο τον Εμίλ, τον οδηγό, που του πέφτει βαρύ να ποτίσει και λίγο τον κήπο. «Ε, ρε Χρυσή Αυγή που τους χρειάζεται!», σκέφτεται. Έπειτα μαλώνει τον εαυτό της με την ιδέα, γιατί αισθανόταν ανέκαθεν γνήσια φιλελεύθερη. Ευτυχώς, τα παιδιά είναι μακριά και εξασφαλισμένα.Το ταξί σταματάει έξω από την πύλη. Πληρώνει, παίρνει τον νάιλον σάκο, τώρα αρχίζει αυτή η εξευτελιστική διαδικασία ελέγχου μέχρι το επισκεπτήριο. Φρικτή ζέστη, Αύγουστος, τέτοια εποχή θα ήταν κανονικά στο εξοχικό στη Μύκονο ή με το σκάφος στην Κεφαλονιά, μπορεί και στη Μαγιόρκα. «Τι πτώση, Θεέ μου», σκέφτεται. Πιάνει τον εαυτό της να επικαλείται για πολλοστή φορά τον Θεό, δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα θρήσκα, και αναρωτιέται αν είναι ώρα για μια στροφή. Θα κάνει τάμα στη Μεγαλόχαρη, να τελειώσει αυτός ο εφιάλτης, να βγει ο Βασίλης, να πληρώσουν και να φύγουν. Θα πάει στην Τήνο. Όχι απευθείας, θα περάσει από τη Μύκονο, να ρίξει και μια ματιά στο σπίτι. Θα δανειστεί ρούχα από την Ταμίλα, κάτι σεμνό, κι ένα σκούρο μαντίλι στο κεφάλι, να μην αναγνωρίζεται. Θα ξαπλώσει στον δρόμο να περάσει από πάνω της η εικόνα, όπως έχει δει να κάνουν οι γύφτισσες κι οι ανάπηροι. Κι ύστερα θ’ ανέβει στην εκκλησία, θα έχει μαζί της και τη μια σειρά μαργαριτάρια South Sea, θα τα ρίξει διακριτικά στα αφιερώματα. Θα κλάψει μπροστά στην εικόνα. Αφού δεν συγκινείται κανείς άλλος, ίσως συγκινηθεί η Παναγιά. Ναι, θα πάει. Παραμονή Δεκαπενταύγουστου θα είναι εκεί. Μόλις γυρίσει σπίτι, θα τσεκάρει τα δρομολόγια. 

Στην είσοδο ασφαλείας της φυλακής την πιάνει η συνήθης ταραχή. Αδύνατο να βρει την ταυτότητα στην τσάντα της πάλι.

Υ.Γ. Οποιαδήποτε ομοιότης με πρόσωπα και καταστάσεις μπορεί και να μην είναι συμπτωματική.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Η δίκη ήταν υπέροχη. Η πολιτική αγωγή βάλτωσε σε τεχνικές λεπτομέρειες οικονομικής φύσεως. Ο δικαστής ήταν εχθρικός. Οι Ίνσελ έκλεψαν την παράσταση. Ήταν απλοί κι ανεπιτήδευτοι, χαμογελούσαν στους δημοσιογράφους, πόζαραν στους φωτογράφους, κατέβαιναν στο δικαστήριο με το λεωφορείο. Οι επενδυτές μπορεί να είχαν καταστραφεί, αλλά τα ίδιο είχαν πάθει, και το γνωστοποιούσαν καταλλήλως, και οι Ίνσελ. Ο καπετάνιος είχε βουλιάξει μαζί με το καράβι. 
Ο γερο-Σάμιουελ Ίνσελ αγόρευε όλο ευγένεια στο εδώλιο, διηγήθηκε την ιστορία της ζωής του: από υπαλληλάκος γραφείου μεγαλομεγιστάνας, πώς αγωνίστηκε για να πετύχει, πως λάτρευε το σπίτι του και τα παιδάκια του. Δεν αρνήθηκε πως είχε κάνει λάθη, ουδείς αλάνθαστος, αλλά ήταν λάθη τίμια. Ο Σάμιουελ Ίνσελ έκλαψε. Ο αδελφός του Μάρτιν έκλαψε. Οι δικηγόροι έκλαψαν. Με φωνή που την έπνιγε η συγκίνηση, οι μεγαλοεπιχειρηματίες του Σικάγου απαρίθμησαν από το εδώλιο όλα όσα είχε κάνει ο Ίνσελ για τις επιχειρήσεις του Σικάγου. Δεν έμεινε μάτι που να μη δακρύσει στην αίθουσα. 
Τελικά, όταν ο εισαγγελέας τον στρίμωξε, ο Σάμιουελ Ίνσελ το ξεφούρνισε: ναι, είχε κάνει κάποιο λάθος της τάξεως κάποιων εκατομμυρίων, αλλά ήταν λάθος τίμιο. 
Ετυμηγορία: αθώος. 
(… ) Μέσα σε μια ευωδία αγιοσύνης, ο εκθρονισμένος μονάρχης της υπερδύναμης, ο υπαλληλάκος που έγινε μέγας και τρανός, χαίρεται τα τελευταία του χρόνια ξοδεύοντας τη σύνταξη των είκοσι δύο χιλιάδων δολαρίων τον χρόνο που του αποδίδουν οι διευθυντές των πρώην εταιρειών του. 

Τζον Ντος Πασος, USA, Τα πολλά λεφτά