του Κώστα Χαριτάκη
Αποτιμώντας το έργο του Κοστάντσο Πρέβε
Ήταν δεκαετία του 1990, η δεκαετία της “έκλειψης του κομμουνισμού”, όταν ο Κοστάντσο Πρέβε αποφάσισε να αναμετρηθεί με τη “μελαγχολία της κατάρρευσης” ανοίγοντας τους ασκούς της αναζήτησης με μια ριζική φιλοσοφική και πολιτική επανεκτίμηση του μαρξισμού και του κομμουνιστικού κινήματος. Άκρως τολμηρό εγχείρημα, αν αναλογιστεί κανείς ότι κυρίαρχες στάσεις της εποχής ήταν η συμφιλίωση με τον επελαύνοντα καπιταλισμό και η υποταγή στο “τέλος της ιστορίας”, αλλά και τα απονενοημένα διαβήματα άμυνας με ακόμη πιο δογματικό κλείσιμο στις “γραφές” και πεισματώδη επιστροφή στις “παραδόσεις”.
Αν και μαρξιστής φιλόσοφος, δεν υπέκυψε στην ευκολία τού να φορτώσει τα δεινά του ιστορικού κομμουνισμού στην “κακή εφαρμογή του μαρξισμού από τους επιγόνους”, αλλά προσπάθησε να εντοπίσει τις “γκρίζες ζώνες” μέσα στο ίδιο το σώμα του μαρξισμού που επέτρεψαν (ή εξέθρεψαν) τις συγκεκριμένες ιστορικές πραγματώσεις του, τις αντιφάσεις, τα προβλήματα και τα όρια της ίδιας της μαρξικής θεωρίας, η υπέρβαση των οποίων αποτελεί προϋπόθεση για τη σύγχρονη επανεκκίνηση της χειραφετικής περιπέτειας.
Στο κέντρο του προβλήματος ο Πρέβε τοποθετεί το κόκκινο νήμα που συνδέει το κομμουνιστικό πρόγραμμα του Μαρξ με τον μοντέρνο μηδενισμό. Εννοώντας τον κομμουνισμό ως μια κοινότητα βασισμένη στην αλήθεια και τον μηδενισμό ως το φιλοσοφικό χώρο μιας ταλάντευσης ανάμεσα στην αλήθεια χωρίς κοινότητα και στην κοινότητα χωρίς αλήθεια, θεωρεί ότι ο ιστορικός κομμουνισμός κατέληξε να είναι μια κοινότητα χωρίς αλήθεια, μια απατηλή κοινότητα, που μπορεί να αναπαράγεται μόνο αναπαράγοντας ψεύδη και αυταπάτες, προορισμένη αργά ή γρήγορα για μια θλιβερή διάλυση.
Οι ρίζες αυτής της εξέλιξης βρίσκονται κατά τον Πρέβε στην αποδοχή από τους μαρξιστές μιας θετικιστικής και εμπειρικιστικής έννοιας της επιστήμης, προερχόμενης από την αγγλο-γαλλική αστική παράδοση, και στην πεποίθησή τους ότι μπορούσαν να “εξευγενίσουν” τη διδασκαλία τους με τον τίτλο της “επιστήμης”. Μα, όπως επισημαίνει ο Πρέβε, “δεν υπάρχει μια δυνατότητα επιστημονικής πρόβλεψης της ανθρώπινης ικανότητας να εγκαθιδρύσει έναν κοινωνικό δεσμό εναλλακτικό προς τον καπιταλισμό. Αυτός ο εναλλακτικός και ‘μελλοντικός’ κοινωνικός δεσμός δεν μπορεί να αποδειχτεί επιστημονικά. Η απόδειξή του δεν μπορεί να κάνει τίποτα άλλο παρά να οδηγήσει σε μια ψευδο-επιστήμη”. Κι ακόμη: “Δεν μπορούμε πράγματι να αποδείξουμε επιστημονικά την ικανότητα της εργατικής τάξης να δημιουργήσει ένα νέο κομμουνιστικό δεσμό, και έτσι αυτή η ικανότητα προϋποτίθεται μεταφυσικά… Αυτό, όμως, είναι μόνο μια ψευδο-επιστήμη, δηλαδή μια οιωνεί θρησκεία”.
Το δίπολο ψευδο-επιστήμης και οιωνεί-θρησκείας βασίζεται σε τρεις προϋποθέσεις:
1. Η αντίθεση ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και τις καπιταλιστικές κοινωνικές παραγωγικές σχέσεις ακολουθεί επιστημονικούς νόμους του τύπου των “φυσικών επιστημών”, προετοιμάζοντας αντικειμενικά τους όρους για μια κομμουνιστική λύση αυτής της αντίθεσης.
2. Η εργατική τάξη δεν είναι μόνο ένα υποκείμενο ικανό για αντίσταση ενάντια στην εκμετάλλευση, αλλά είναι ένα δια-τροπικό ιστορικό υποκείμενο, ο μηχανισμός της μετάβασης ανάμεσα σε τρόπους παραγωγής.
3. Το πολιτικό κόμμα κομμουνιστικού τύπου, εφοδιασμένο με μια σωστή πολιτική γραμμή και ωθούμενο από τη γεμάτη αυταπάρνηση δράση των οπαδών του, αντιπροσωπεύει μια νησίδα μιας κομμουνιστικής προαπεικόνισης μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία.
Η πτώση αυτών των τριών προϋποθέσεων, η διάψευσή τους, αντιστοιχεί ακριβώς στο “Ο Θεός είναι νεκρός!” του Νίτσε, διακηρύσσει ο Πρέβε. Δεν μπορούμε πλέον να προσποιούμαστε ότι ο Θεός (του κομμουνισμού) εξακολουθεί να υπάρχει…
Μπορούμε να διερωτηθούμε εάν ο Μαρξ ήξερε να απαντήσει στο γεγονός του θανάτου του Θεού ή έμεινε πίσω από αυτό το γεγονός. Ο Πρέβε δεν διστάζει να απαντήσει: “Ο φιλοσοφικός ουμανισμός του νεαρού Μαρξ καθόλου δεν εγκαταλείπεται με τον καιρό (όπως υποστηρίζει ο Αλτουσέρ), απεναντίας με τον καιρό όλο και περισσότερο συγκεκριμενοποιείται και καθορίζεται ως ιστορικισμός και ως κοινωνιολογισμός. Ως ιστορικισμός γίνεται μια θεωρία της έλευσης του κομμουνισμού συνδεδεμένης με τη ροή προς τα εμπρός του ‘προοδευτικού’ ιστορικού χρόνου του κεφαλαίου και της ανάπτυξης των κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων. Ως κοινωνιολογισμός γίνεται μια θεωρία σύμφωνα με την οποία μια κοινωνική ομάδα είναι τιτλούχος και προνομιακός εμπειρικός φορέας του κομμουνισμού.” Πρόκειται για αυτό που ο Μπάουμαν ονόμασε “οικονομικοποίηση της ταξικής σύγκρουσης”, η οποία, μαζί με την οικονομικοποίηση της λεγόμενης “οικοδόμησης του σοσιαλισμού”, είναι η ειδική μορφή που παίρνει ο μοντέρνος μηδενισμός μέσα στο θεωρητικό μαρξικό παράδειγμα και το πρακτικό μαρξιστικό κίνημα.
Μέσα σε αυτό το θεωρητικό πλαίσιο, ο Πρέβε θεωρεί ότι “η ‘αριστερά’ είναι μια ιστορική αποτυχία του 20ού αιώνα που αξίζει να διερευνηθεί χωρίς προκαταλήψεις”. Η αριστερά ήταν μια οργανική συνιστώσα του εκσυγχρονισμού του παλιού αστικού φιλελεύθερου καπιταλισμού και του μετασχηματισμού του σε κοινωνία της μαζικής κατανάλωσης. Μάλιστα, η αριστερά είναι ο προνομιακός τόπος του μηδενισμού “ακριβώς επειδή γι’ αυτήν ο χρόνος ταλαντεύεται ανάμεσα στην ακινησία της ανάμνησης και την επιτάχυνση της πρωτοπορίας. Συντηρητισμός και πρωτοπορία είναι ακριβώς οι δύο μηδενιστικές στήλες του πολιτιστικού κώδικα της αριστεράς”.
Πραγματική καθολικότητα και ελεύθερη ατομικότητα
Μετά το μηδενισμό, λοιπόν, τι; Ο Πρέβε δεν προτείνει μια “τελική λύση”, αλλά μονάχα τις πρώτες κινήσεις, όπως τα “ανοίγματα” στο σκάκι, μιας ανεξερεύνητης παρτίδας. “Οι δύο κινήσεις, που ακολουθούν αναγκαστικά το ‘άνοιγμα’ που πραγματοποιείται με την υπέρβαση του μηδενισμού, είναι, τώρα, κατά πρώτο, η επιβεβαίωση της κοινωνικής και πολιτικής φύσης ενός πραγματικού ουνιβερσαλισμού, μιας πραγματικής καθολικότητας, και κατά δεύτερο, η επιβεβαίωση της κοινωνικής και πολιτικής φύσης μιας κομμουνιστικής ελεύθερης ατομικότητας.” Επισημαίνει, όμως, ότι αυτά τα δύο δεν μπορούν να διαχωριστούν “από τη στιγμή που η μοναδική πραγματική καθολικότητα είναι η συγκεκριμένη ελεύθερη ατομικότητα”.
Ο Πρέβε υποστηρίζει ότι δεν έχει νόημα σήμερα η επαναπροβολή των δύο παραδοσιακών μορφών της κομμουνιστικής καθολικότητας, της Τάξης και του Κόμματος, οι οποίες εν πολλοίς έχουν ξεπεραστεί από την ίδια την εξέλιξη των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων. Η υπέρβασή τους, ωστόσο, δεν μπορεί να επιτελεστεί μέσω του ουμανισμού, μιας αφηρημένης καθολικότητας του Ανθρώπου. Όπως επισημαίνει, ο Άνθρωπος, ο Homo, είναι μια ταξική αφαίρεση, μια διαταξική μορφή που αποκρύπτει με ιδεολογικό τρόπο τα ταξικά περιεχόμενα και τις διαφορές. Αυτό μας οδηγεί στο πρόβλημα της μοντέρνας ατομικότητας. “Ο καπιταλισμός πράγματι από τη μια πλευρά ‘ελευθερώνει’ τον ενικό, τον μεμονωμένο άνθρωπο από τις υποχρεωτικές προκαπιταλιστικές εντάξεις, ενώ από την άλλη καθιστά το ίδιο το άτομο ‘αδιάφορο’, δηλαδή αφηρημένο, ακριβώς για να μπορεί να γίνει ο φορέας μιας εναλλάξιμης εργατικής δύναμης. Ο σκοπός της απελευθέρωσης φαίνεται να είναι μόνο το αντίθετό της, η αδιαφορία. Με αυτόν τον τρόπο, στον Μαρξ δεν φαίνεται να υπάρχει κανένας χώρος για μια άσκηση της ελευθερίας και της ατομικότητας μέσα στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, στο εσωτερικό του οποίου δεν μπορεί να υπάρχει παρά ένα μοιραίο πεπρωμένο ‘αλλοτρίωσης’”.
Η θεωρία της ατομικότητας στον ιστορικό μαρξισμό του 20ού αιώνα υπήρξε τουλάχιστον ανεπαρκής. “Το γεγονός της αναγωγής της ‘δομής’ της κοινωνίας στη σχέση ανάμεσα στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και των κοινωνικών παραγωγικών σχέσεων εννοούμενων ως σχέσεων ανάμεσα σε βασικές τάξεις καταλήγει αναπόφευκτα να μην αφήνει κανένα πραγματικό χώρο για μια θεωρία της μοντέρνας ατομικότητας”. Ο Πρέβε επισημαίνει ότι η δομή ενός τρόπου παραγωγής είναι ένας σύνθετος κοινωνικός δεσμός και αυτό που υπάρχει σε αυτόν είναι κυρίως “η συγκεκριμένη ικανότητα της παραγωγής νέων κοινωνικών σχέσεων”.
Παραπέρα, ο μαρξισμός πρέπει να εγκαταλείψει ολοκληρωτικά την παραδοσιακή του θέση σε σχέση με τη ανθρώπινη φύση, που ορίζεται συνήθως ως το ιστορικό σύνολο των κοινωνικών παραγωγικών σχέσεων. Αν ίσχυε αυτό, υποστηρίζει ο Πρέβε, “κάθε υπέρβαση του καπιταλισμού θα ήταν αδύνατη, από τη στιγμή που ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής δεν κοινωνικοποιεί καπιταλιστικά μόνο τις παραγωγικές δυνάμεις και τις παραγωγικές σχέσεις, αλλά και τις ατομικές προσωπικότητες. Στην πραγματικότητα, η ανθρώπινη φύση είναι κατά πρώτον μια ανθρωπολογική αρχή διαφοράς και αντίστασης σε σχέση με την απλή αναπαραγωγή των κοινωνικών παραγωγικών σχέσεων, και είναι γι’ αυτό που είναι η ανθρώπινη φύση, και όχι η εργατική τάξη ή το πολιτικό κόμμα, ο κύριος ιστορικός συντελεστής της πιθανής μετάβασης πέραν του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.” Η πρόκληση του μέλλοντος, συμπεραίνει ο Πρέβε, δεν είναι λοιπόν τόσο μια άμεση πρόκληση ανάμεσα σε τάξεις όσο μια πρόκληση για τα ιστορικά πεπρωμένα της μοντέρνας ατομικότητας.
Οι γραμμές αυτές δεν εξαντλούν προφανώς τον πλούτο, το εύρος και το βάθος, του έργου και της συμβολής του Πρέβε στη σύγχρονη κριτική θεωρία. Αναδεικνύουν ωστόσο έναν τύπο στοχασμού εξαιρετικά αναγκαίο στην εποχή μας, τόσο μακρινό από το συνήθη κομφορμισμό και την τυποποίηση της μαρξιστικής σκέψης, που διακρίνεται για την ασεβή τόλμη του να διανοίγει τα φράγματα των “ιερών και οσίων” και να ξεπερνά τα σύνορα των κυρίαρχων ακαδημαϊκών, επιστημονικών, ή πολιτικών οριοθετήσεων. Όπως συνήθιζε να λέει και ο ίδιος, το πρόβλημα με την κριτική είναι ότι συνήθως “μένει στα μισά του δρόμου”, καταλήγοντας έτσι είτε να επιστρέφει στην “ορθοδοξία” που κριτίκαρε, είτε να δημιουργεί σεχταριστικές “αιρέσεις” που αυτοεγκλωβίζονται στη διαφοροποίησή τους από τα ρεύματα από τα οποία προέρχονται. Η “παρτίδα σκάκι” που ξεκίνησε περιμένει τις επόμενες κινήσεις.
Όλα τα αποσπάσματα προέρχονται από το βιβλίο του Κοστάντσο Πρέβε “Το λυκόφως των κοινωνικών θεών – Μαρξισμός, μηδενισμός & επαναστατική προοπτική”, μετάφραση: Πάολα Καενάτσο, εκδόσεις Στάχυ, 1994