Δευτέρα 10 Μαρτίου 2014

Αλβάρο Γκαρσία Λινέρα:Να αγωνιστούμε για μια νέα κοινή λογική: προοδευτική, επαναστατική και οικουμενική


Δεκάδες αντιπροσωπείες, πολιτικοί ηγέτες και προσωπικότητες απ’ όλο τον κόσμο παραβρέθηκαν στο 4ο Συνέδριο του Κόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς, που πραγματοποιήθηκε στη Μαδρίτη από τις 13 ως τις 15 Δεκεμβρίου 2013, και απηύθυναν χαιρετισμό. Κατά κοινή ομολογία, ένας από τους ομιλητές ξεχώρισε: ο Αλβάρο Γκαρσία Λινέρα, Αντιπρόεδρος του Πολυεθνικού Κράτους της Βολιβίας. Διόλου τυπικός, με συντροφική ειλικρίνεια και με φανερή την έγνοια του για μια επιτυχή πορεία της Αριστεράς στην Ευρώπη, ο εκπρόσωπος αυτής της «μακρινής» χώρας κατάφερε να μιλήσει με ουσιαστικό τρόπο στην καρδιά και το νου των συνέδρων και του κοινού. Μεταφέροντας πλούσιες θεωρητικές επεξεργασίες, μα και την εμπειρία από την έμπρακτη δοκιμασία τους στο «εργαστήρι» της Λατινικής Αμερικής, η μισάωρη ομιλία του αποτέλεσε πραγματικά τροφή για σκέψη. Ταυτόχρονα, υπογράμμισε με ακόμη εντονότερο τρόπο τις καθυστερήσεις της ευρωπαϊκής προοδευτικής διανόησης μπροστά στο επείγον αίτημα ιδεολογικής και πολιτικής στοίχισης με την πραγματικότητα, με τις ανάγκες και με τις προσδοκίες των λαών. Έχοντας την πεποίθηση ότι η παρέμβαση αυτή παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον και για όσους αγωνίζονται στη χώρα μας για να ανοίξει ένας νέος δρόμος, μια προοπτική ελπίδας και διεξόδου από τη σημερινή καταστροφή, ο Δρόμος δημοσιεύει σε αυτό το ένθετο τετρασέλιδο ολόκληρο το κείμενο της ομιλίας του Αλβάρο Γκαρσία Λινέρα, καθώς και μια σύντομη παρουσίαση της ζωής και του έργου του.

Χαιρετισμός του Αλβάρο Γκαρσία Λινέρα, αντιπροέδρου του Πολυεθνικού Κράτους της Βολιβίας, στο 4ο Συνέδριο του Κόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς

Επιτρέψτε μου να χαιρετίσω αυτή τη συνάντηση της Ευρωπαϊκής Αριστεράς και, εκ μέρους του Προέδρου μας Έβο, εκ μέρους της χώρας μας και του λαού μας, να σας ευχαριστήσω για την πρόσκληση να μοιραστούμε ιδέες και σκέψεις σ’ αυτό το τόσο σημαντικό Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Αριστεράς. Επιτρέψτε μου να είμαι ευθύς, ειλικρινής… αλλά και να μοιραστώ μαζί σας ορισμένες προτάσεις.

Αυτή δεν είναι η Ευρώπη των Λαών.
Τι βλέπουμε όσοι είμαστε έξω απ’ την Ευρώπη; Βλέπουμε μια Ευρώπη εξασθενημένη, μια Ευρώπη παραδομένη. Βλέπουμε μια Ευρώπη εσωστρεφή και ικανοποιημένη από τον εαυτό της. Βλέπουμε μια Ευρώπη αρκετά απαθή και κουρασμένη. Είναι λέξεις πολύ άσχημες και πολύ σκληρές, αλλά έτσι βλέπουμε την Ευρώπη. Είναι παρελθόν η Ευρώπη του Διαφωτισμού, η Ευρώπη των εξεγέρσεων, η Ευρώπη των επαναστάσεων. Είναι μακρινό παρελθόν η Ευρώπη των μεγάλων οικουμενικών ιδεών που συγκλόνισαν τον κόσμο, που έκαναν τον κόσμο πιο πλούσιο, που ώθησαν τους λαούς σε πολλά μέρη του κόσμου να βρουν μια ελπίδα και να κινητοποιηθούν γύρω απ’ αυτή. Είναι παρελθόν οι μεγάλες προκλήσεις της διανόησης. 

Η ερμηνεία που έδιναν και δίνουν οι μεταμοντέρνοι, πως τέλειωσαν δηλαδή τα μεγάλα αφηγήματα υπό το φως των τελευταίων εξελίξεων, φαίνεται πως το μόνο που κρύβει είναι οι μεγάλες και σκανδαλώδεις κερδοσκοπίες των πολυεθνικών και του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Δεν είναι οι λαοί της Ευρώπης αυτοί που έχουν χάσει την αρετή τους ή την ελπίδα τους. Διότι η Ευρώπη στην οποία αναφέρομαι, η κουρασμένη, η εξαντλημένη, η εσωστρεφής Ευρώπη, δεν είναι η Ευρώπη των λαών. Αυτή έχει φιμωθεί, έχει φυλακιστεί, ασφυκτιά, και η μόνη Ευρώπη που βλέπουμε στον κόσμο είναι η Ευρώπη των μεγάλων επιχειρηματικών κοινοπραξιών, του νεοφιλελευθερισμού, των μεγάλων χρηματοπιστωτικών κερδοσκόπων, η Ευρώπη των αγορών και όχι της εργασίας. Χωρίς μεγάλα διλήμματα, μεγάλους ορίζοντες κι ελπίδες, αυτή η Ευρώπη παράγει μόνο, παραφράζοντας τον Μοντεσκιέ, «το θλιβερό θόρυβο των μικρών φιλοδοξιών και των μεγάλων ορέξεων». Δημοκρατίες χωρίς ελπίδα και πίστη είναι Δημοκρατίες ηττημένες, Δημοκρατίες απολιθωμένες. Με τη στενή έννοια του όρου, δεν είναι Δημοκρατίες. Δεν υπάρχει πραγματική δημοκρατία, όταν δημοκρατία θεωρείται η πληκτική προσκόλληση σε απολιθωμένους θεσμούς, με βάση τους οποίους διεξάγεται ένα τελετουργικό κάθε τρία, τέσσερα ή πέντε χρόνια προκειμένου να εκλεγούν αυτοί που θα αποφασίσουν με το χειρότερο τρόπο για το μέλλον μας.

Τέσσερα χαρακτηριστικά του σύγχρονου καπιταλισμού
Όλοι ξέρουμε πώς φτάσαμε σε μια τέτοια κατάσταση, και στην Αριστερά λίγο-πολύ συμμεριζόμαστε μια κοινή αντίληψη σχετικά μ’ αυτό. Οι διανοούμενοι, οι πανεπιστημιακοί, οι πολιτικές αναλύσεις και συζητήσεις μάς παρέχουν ένα σύνολο ερμηνευτικών εργαλείων της άσχημης κατάστασης στην οποία βρισκόμαστε και το πώς φτάσαμε ώς εδώ.

-Ένα πρώτο κοινό κριτήριο είναι ότι ο καπιταλισμός, χωρίς αμφιβολία, έχει αποκτήσει ένα απόλυτο πλανητικό γεωπολιτικό μέγεθος. Ολόκληρος ο κόσμος έχει ομογενοποιηθεί και γίνεται ένα μεγάλο παγκόσμιο εργαστήρι. Ένα ραδιόφωνο, μια τηλεόραση, ένα τηλέφωνο… δεν έχουν πλέον τόπο προέλευσης. Ολόκληρος ο κόσμος έχει γίνει τόπος προέλευσης. Ένα μικροτσίπ φτιάχνεται στο Μεξικό, το σχέδιο γίνεται στη Γερμανία, η πρώτη ύλη είναι από τη Λατινική Αμερική, οι εργαζόμενοι είναι Ασιάτες, η συσκευασία είναι βορειοαμερικανική και η πώληση πραγματοποιείται σε πλανητική κλίμακα. Αυτό είναι αναμφίβολα ένα χαρακτηριστικό του σύγχρονου καπιταλισμού. Και ακριβώς απ’ αυτό το σημείο ξεκινώντας πρέπει κανείς να δράσει.

-Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό των τελευταίων είκοσι χρόνων είναι ένα είδος επιστροφής σε μια διαρκή πρωταρχική συσσώρευση. Τα κείμενα του Καρλ Μαρξ που ασχολούνταν με τις απαρχές του καπιταλισμού το 16ο και 17ο αιώνα, επαναλαμβάνονται σήμερα, και είναι κείμενα του 21ου αιώνα. Έχουμε μια διαρκή πρωταρχική συσσώρευση που αναπαράγει μηχανισμούς σκλαβιάς, υποδούλωσης, επισφάλειας, κατακερματισμού… τους οποίους μας περιέγραψε με τρόπο εξαιρετικό ο Καρλ Μαρξ. Μόνο που ο σύγχρονος καπιταλισμός επανεπικαιροποιεί την πρωταρχική συσσώρευση, την επεκτείνει και τη διαχέει σε άλλες περιοχές, προκειμένου να αποσπάσει περισσότερους πόρους και υψηλότερα κέρδη.

Αλλά μαζί μ’ αυτή την αέναη πρωταρχική συσσώρευση, η οποία θα προσδιορίσει τα χαρακτηριστικά των σύγχρονων κοινωνικών τάξεων, τόσο στις χώρες μας όσο και στον υπόλοιπο κόσμο (διότι αναδιοργανώνει τον καταμερισμό εργασίας τοπικά, περιφερειακά και παγκόσμια), συγχρόνως έχουμε ένα είδος νεοσυσσώρευσης μέσω της απαλλοτρίωσης. 

-Έχουμε έναν αρπακτικό καπιταλισμό που συσσωρεύει, σε πολλές περιπτώσεις μέσω της παραγωγής σε στρατηγικούς τομείς όπως η γνώση, οι τηλεπικοινωνίες, η βιοτεχνολογία, η αυτοκινητοβιομηχανία… αλλά ταυτόχρονα, σε πολλές από τις χώρες μας, συσσωρεύει μέσω της απαλλοτρίωσης, δηλαδή καταλαμβάνοντας τη δημόσια περιουσία: βιοποικιλότητα, νερό, πατρογονικές γνώσεις, δάση, φυσικούς πόρους. Αυτή, λοιπόν, είναι μια συσσώρευση μέσω της απαλλοτρίωσης και όχι μέσω παραγωγής πλούτου. Συσσώρευση μέσω της απαλλοτρίωσης του δημόσιου πλούτου, που καταλήγει ιδιωτικός πλούτος. Αυτή είναι η νεοφιλελεύθερη λογική.
Αν κριτικάρουμε τόσο έντονα το νεοφιλελευθερισμό, είναι ακριβώς εξαιτίας αυτής της αρπακτικής και παρασιτικής λογική του. Περισσότερο από δημιουργός πλούτου, περισσότερο από παράγοντας ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, ο νεοφιλελευθερισμός είναι ένας απαλλοτριωτής παραγωγικών δυνάμεων, καπιταλιστικών ή μη, συλλογικών, τοπικών, κοινωνικών. 
Όμως, επίσης, το τρίτο χαρακτηριστικό της σύγχρονης οικονομίας δεν είναι μόνο η αέναη πρωταρχική συσσώρευση και η συσσώρευση μέσω της απαλλοτρίωσης, αλλά και η υποταγή –ο Μαρξ θα έλεγε «πραγματική υπαγωγή της γνώσης και της επιστήμης στην καπιταλιστική συσσώρευση»– αυτό που μερικοί κοινωνιολόγοι ονομάζουν «κοινωνία της γνώσης». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτοί είναι οι πιο ισχυροί τομείς και με τη μεγαλύτερη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνατοτήτων της σύγχρονης κοινωνίας. 

-Αλλά και το τέταρτο χαρακτηριστικό, ολοένα πιο συγκρουσιακό και επικίνδυνο, είναι η διαδικασία της πραγματικής υπαγωγής στο κεφάλαιο του συνολικού συστήματος της ζωής του πλανήτη, δηλαδή των «μεταβολικών» διαδικασιών μεταξύ των ανθρώπων και της φύσης.

Νέες μορφές προλεταριοποίησης
Αυτά τα τέσσερα χαρακτηριστικά του σύγχρονου καπιταλισμού επαναπροσδιορίζουν τη γεωπολιτική του κεφαλαίου σε παγκόσμια κλίμακα, την ταξική σύσταση των κοινωνιών και τη σύσταση των κοινωνικών τάξεων στον πλανήτη. Δεν πρόκειται μόνο για την «υπεργολαβοποίηση», στα άκρα του καπιταλιστικού σώματος, της παραδοσιακής εργατικής τάξης που είδαμε να αναδύεται το 19ο και στις αρχές του 20ού αιώνα, και η οποία τώρα μεταφέρεται στις περιφερειακές ζώνες: Βραζιλία, Μεξικό, Κίνα, Ινδία, Φιλιππίνες… Συγχρόνως αναδύεται στις πιο ανεπτυγμένες κοινωνίες ένας νέος τύπος προλεταριάτου, ένα νέο είδος εργατικής τάξης, η εργατική τάξη του «λευκού κολάρου»: καθηγητές, ερευνητές, επιστήμονες, αναλυτές, που βέβαια δεν θεωρούν τους εαυτούς τους εργατική τάξη αλλά μικρούς επιχειρηματίες – όμως κατά βάθος αποτελούν ένα νέο κοινωνικό συστατικό της εργατικής τάξης των αρχών του 21ου αιώνα. 

Ταυτόχρονα έχουμε ένα δημιούργημα που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «ασαφές προλεταριάτο»: μη καπιταλιστικές κοινωνίες και έθνη που έχουν υπαχθεί τυπικά στην καπιταλιστική συσσώρευση (Λατινική Αμερική, Αφρική, Ασία). Μιλάμε για κοινωνίες και έθνη όχι αυστηρά καπιταλιστικά, που όμως στο σύνολό τους έχουν υπαχθεί και αρθρωθεί σαν μορφές της «ασαφούς προλεταριοποίησης», όχι μόνο λόγω του οικονομικού τους ενδιαφέροντος αλλά λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της αποσπασματικής ενοποίησής τους ή του δύσκολου κατακερματισμού λόγω της εδαφικής κατάτμησής τους.

Έχουμε, λοιπόν, όχι μόνο ένα νέο τύπο επέκτασης της καπιταλιστικής συσσώρευσης, αλλά και μία ανακατάταξη του προλεταριάτου καθώς και των μη προλεταριακών τάξεων στον κόσμο. Ο κόσμος σήμερα είναι πιο συγκρουσιακός, πιο προλεταριοποιημένος. 

Μόνο που οι μορφές προλεταριοποίησης είναι πολύ διαφορετικές από αυτές που γνωρίζαμε το 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ού. Οι μορφές οργάνωσης αυτών των «ασαφών προλετάριων», των προλετάριων του «λευκού κολάρου», δεν παίρνουν απαραίτητα τη μορφή συνδικάτου. Το συνδικαλιστικό σχήμα έχει χάσει τον κυρίαρχο ρόλο του σε κάποιες χώρες, όπου αναδύονται άλλοι τύποι ενοποίησης του λαϊκού, του εργασιακού και του εργατικού παράγοντα. 

Τι να κάνουμε; 
Η παλιά ερώτηση του Λένιν. Μοιραζόμαστε κοινές οπτικές για το τι δεν πάει καλά, γι’ αυτά που αλλάζουν στον κόσμο, και απέναντι σ’ αυτές τις αλλαγές δεν μπορούμε να απαντήσουμε – ή, σωστότερα, οι απαντήσεις που είχαμε παλαιότερα είναι ανεπαρκείς. Αλλιώς δεν θα κυβερνούσε η Δεξιά εδώ στην Ευρώπη. Κάτι έλειπε και λείπει στις απαντήσεις μας, στις προτάσεις μας. 
Επιτρέψτε μου, παρακαλώ, με κάθε σεμνότητα, να σας υποβάλω πέντε σκέψεις γι’ αυτή τη συλλογική αναζήτηση του αύριο που αναλαμβάνει η Ευρωπαϊκή Αριστερά.

Πρώτη σκέψη: Δεν αρκεί η διάγνωση και η καταγγελία
Η Ευρωπαϊκή Αριστερά δεν μπορεί να είναι ικανοποιημένη μόνο με τη διάγνωση και την καταγγελία της κατάστασης. Η διάγνωση και η καταγγελία χρησιμεύουν βέβαια στην πρόκληση ηθικής αγανάκτησης. Κι είναι σημαντική η εξάπλωση της ηθικής αγανάκτησης – αλλά δεν δημιουργεί βούληση για εξουσία. Η καταγγελία δεν σημαίνει βούληση για εξουσία. Μπορεί να είναι ο προθάλαμος, αλλά όχι αυτή καθαυτή η βούληση για εξουσία. Η Ευρωπαϊκή Αριστερά, η παγκόσμια Αριστερά μπροστά σ’ αυτή την αρπακτική για τη φύση και τον άνθρωπο δίνη που προωθεί ο σύγχρονος καπιταλισμός, πρέπει να εμφανιστεί με προτάσεις, με πρωτοβουλίες. 

Η Ευρωπαϊκή Αριστερά και οι Αριστερές σε όλα τα μέρη του κόσμου πρέπει να οικοδομήσουμε μια νέα κοινή λογική. Κατά βάθος ο πολιτικός αγώνας είναι ένας αγώνας για την κοινή λογική, για το σύνολο των κριτηρίων και των προκαταλήψεων, για το πώς με απλό τρόπο ο κόσμος, ο νεαρός φοιτητής, ο επαγγελματίας, η πωλήτρια, ο μισθωτός, ο εργάτης τακτοποιεί τον κόσμο. 

Αυτή είναι η κοινή λογική, η βασική σύλληψη του κόσμου με την οποία τακτοποιούμε την καθημερινή ζωή, το πώς αξιολογούμε το δίκαιο και το άδικο, το επιθυμητό και το εφικτό, το ανέφικτο και το πιθανό. Η παγκόσμια Αριστερά, η Ευρωπαϊκή Αριστερά πρέπει κατ’ ανάγκη να αγωνιστεί για μια νέα κοινή λογική: προοδευτική, επαναστατική, οικουμενική.

Δεύτερη σκέψη: Δημοκρατία ζωντανή υπάρχει μόνο μέσα από τη λαϊκή συμμετοχή
Δεύτερον, πρέπει να ανακτήσουμε, όπως σημείωσε λαμπρά ο πρώτος εισηγητής, την έννοια της Δημοκρατίας. Η Αριστερά πάντα διεκδικούσε τη σημαία της Δημοκρατίας. Είναι η σημαία μας. Είναι η σημαία της, της ισότητας, της συμμετοχής. Αλλά για να το καταφέρουμε αυτό, πρέπει να απαλλαγούμε από την αντίληψη της Δημοκρατίας ως ενός απλά θεσμικού γεγονότος. 

Η Δημοκρατία είναι θεσμοί; Βεβαίως και είναι – αλλά είναι και κάτι πολύ περισσότερο από τους θεσμούς. Η Δημοκρατία είναι η ψήφος κάθε τέσσερα ή πέντε χρόνια; Ναι – αλλά είναι κάτι πολύ περισσότερο. Είναι η εκλογή του Κοινοβουλίου; Ναι – αλλά είναι και κάτι πολύ περισσότερο. Είναι ο σεβασμός στους κανόνες εναλλαγής στην εξουσία; Ναι – αλλά είναι και κάτι πολύ περισσότερο απ’ αυτό. 

Αυτή είναι η απολιθωμένη φιλελεύθερη αντίληψη για τη Δημοκρατία στην οποία συχνά εγκλωβιζόμαστε. Η Δημοκρατία είναι αξίες; Είναι αξίες, είναι οργανωτικές αρχές της αντίληψης του κόσμου. Η ανεκτικότητα, ο πλουραλισμός, η ελευθερία της γνώμης, η ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι είναι επίσης αξίες, αρχές – αλλά όχι μόνο. Είναι θεσμοί – αλλά όχι μόνο. Η Δημοκρατία είναι πράξη, είναι συλλογική δράση, είναι, κατά βάθος, αυξανόμενη συμμετοχή στη διαχείριση των κοινών αγαθών που διαθέτει μια κοινωνία. Υπάρχει Δημοκρατία όταν συμμετέχουμε ως πολίτες στα κοινά που διαθέτουμε. Αν έχουμε ένα κοινό αγαθό όπως το νερό, Δημοκρατία είναι η συμμετοχή στη διαχείριση του νερού. Αν έχουμε σαν κοινό αγαθό τη γλώσσα, Δημοκρατία είναι η από κοινού διαχείριση της γλώσσας. Αν έχουμε σαν κοινό αγαθό τη γη, τα δάση, τη γνώση, Δημοκρατία είναι κοινή διαχείριση, αυξανόμενη συμμετοχή στη διαχείριση του δάσους, του νερού, του αέρα, των φυσικών πόρων. Πρέπει να υπάρξει Δημοκρατία. Υπάρχει Δημοκρατία με τη ζωντανή σημασία του όρου, και όχι την απολιθωμένη, αν ο λαός (και η Αριστερά βοηθά σ’ αυτό) συμμετέχει σε μια κοινή διαχείριση των κοινών πόρων: θεσμών, δικαιωμάτων, πλούτου. 

Οι παλαιοί σοσιαλιστές της δεκαετίας του ’70 υποστήριζαν ότι η Δημοκρατία θα έπρεπε να χτυπήσει την πόρτα των εργοστασίων. Είναι καλή ιδέα, αλλά δεν είναι αρκετή. Θα πρέπει να χτυπήσει την πόρτα των εργοστασίων, των τραπεζών, των επιχειρήσεων, των θεσμών, των πόρων, οτιδήποτε κοινού για τους ανθρώπους.

Με ρωτούσε ο εκπρόσωπος της Ελλάδας σχετικά με το θέμα του νερού. Πώς αρχίσαμε εμείς στη Βολιβία; Αρχίσαμε από τα βασικά ζητήματα για την επιβίωση: το νερό. Και γύρω απ’ το νερό, ένα κοινό αγαθό που απαλλοτριώθηκε, ο λαός ανέλαβε μια μάχη, και πήρε πίσω το νερό. Και κατόπιν δώσαμε άλλη κοινωνική μάχη κι αρχίσαμε να παίρνουμε πίσω το φυσικό αέριο, το πετρέλαιο, τα ορυχεία, τις τηλεπικοινωνίες. Και έχουμε ακόμα πολλά να πάρουμε πίσω. Όπως και να ’χει όμως, αυτή ήταν η αφετηρία: η αυξανόμενη συμμετοχή των πολιτών στη διαχείριση των κοινών αγαθών μιας κοινωνίας, μιας περιοχής.

Τρίτη σκέψη: Να διεκδικήσουμε τα κοινά αγαθά και δικαιώματα
Τρίτον, η Αριστερά πρέπει να ανακτήσει τη διεκδίκηση της οικουμενικότητας, των οικουμενικών ιδεών, των κοινών, της πολιτικής ως κοινού αγαθού, της συμμετοχής στη διαχείριση των κοινών αγαθών, την ανάκτηση των κοινών αγαθών ως δικαιώματος: το δικαίωμα στη δουλειά, στη συνταξιοδότηση, στη δωρεάν παιδεία, στην υγεία, στον καθαρό αέρα, στην προστασία της Μητέρας Γης, στην προστασία της φύσης. Αυτά είναι δικαιώματα, είναι παγκόσμια κοινά αγαθά για τα οποία η επαναστατική Αριστερά πρέπει να προτείνει συγκεκριμένα, αντικειμενικά και κινηματικά μέτρα. 

Διάβαζα σε μια εφημερίδα πώς χρησιμοποιούσαν στην Ευρώπη δημόσιους πόρους για να σώσουν ιδιωτικά αγαθά. Αυτό είναι εκτροπή. Χρησιμοποίησαν τα χρήματα των Ευρωπαίων αποταμιευτών για να διασώσουν τις τράπεζες από τη χρεοκοπία. Χρησιμοποίησαν το κοινό αγαθό για να περισώσουν το ιδιωτικό. Ο κόσμος είναι ανάποδα. Πρέπει να είναι ανάποδα: να χρησιμοποιεί τα ιδιωτικά αγαθά για να διασώσει και να στηρίξει τα κοινά αγαθά, και όχι το αντίθετο. Οι τράπεζες πρέπει να περάσουν από μια διαδικασία εκδημοκρατισμού και κοινωνικοποίησης της διαχείρισής τους, γιατί αλλιώς θα σας αφαιρέσουν όχι μόνο τη δουλειά σας αλλά και το σπίτι σας, τη ζωή σας, την ελπίδα σας, τα πάντα. Αυτό είναι κάτι που δεν μπορούμε να επιτρέψουμε.

Τέταρτη σκέψη: Μια νέα σχέση ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση.
Χρειάζεται επίσης να διεκδικήσουμε στην πρότασή μας ως Αριστερά μια νέα μεταβολική σχέση ανάμεσα στην ανθρώπινη ύπαρξη και τη φύση. Στη Βολιβία, χάρη στην ιθαγενική μας καταγωγή, μιλάμε για μια τέτοια νέα σχέση ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση. Ο Πρόεδρος Έβο λέει πάντοτε ότι η φύση μπορεί να υπάρξει χωρίς τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τη φύση. 

Όμως, από την άλλη, δεν πρέπει να πέσουμε στη λογική της «πράσινης οικονομίας», που είναι μια υποκριτική μορφή οικολογισμού. Υπάρχουν επιχειρήσεις που εμφανίζονται μπροστά σ’ εσάς τους Ευρωπαίους ως προστάτες της φύσης και του καθαρού αέρα. Αλλά αυτές οι ίδιες επιχειρήσεις φέρνουν σ’ εμάς, στην Αμαζονία, στην Αμερική ή στην Αφρική όλα τα απόβλητα που παράγονται εδώ. Εδώ είναι υπερασπιστές της φύσης, κι εκεί γίνονται άρπαγες. Έχουν μετατρέψει τη φύση σε άλλη μια επιχείρηση – όμως η ριζοσπαστική διατήρηση της οικολογίας δεν είναι μια ακόμη νέα επιχείρηση, ούτε μια νέα επιχειρηματική λογική. 

Πρέπει να καθιερώσουμε μια νέα σχέση, που είναι πάντα δύσκολη, επειδή ο πλούτος που θα ικανοποιήσει τις ανάγκες απαιτεί τη μεταμόρφωση της φύσης, κι έτσι τροποποιούμε την υπόστασή της. Αλλά τροποποιώντας την υπόσταση της φύσης πολλές φορές προκύπτει το αντίθετο αποτέλεσμα: καταστρέφουμε και τον άνθρωπο και τη φύση.

Αυτό δεν ενδιαφέρει τον καπιταλισμό, γιατί γι’ αυτόν είναι μια απλή επιχείρηση. Αλλά εμάς, την Αριστερά, την ανθρωπότητα, την ιστορία της ανθρωπότητας, μας ενδιαφέρει. Χρειάζεται να διεκδικήσουμε μια νέα λογική σχέσης, δεν θα έλεγα οπωσδήποτε αρμονικής αλλά τουλάχιστον «μεταβολικής»: μια σχέση αμοιβαία επωφελή μεταξύ του ζωτικού φυσικού περιβάλλοντος από τη μια, και του ανθρώπου, της εργασίας και των αναγκών από την άλλη.

Πέμπτη σκέψη: Μια νέα πίστη που θα ξαναχτίζει την ελπίδα 
Τέλος, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έχουμε ανάγκη να διεκδικήσουμε την ηρωική διάσταση της πολιτικής. Ο Χέγκελ έβλεπε την πολιτική στην ηρωική της διάσταση, και ακολουθώντας τον Χέγκελ, υποθέτω, ο Γκράμσι έλεγε ότι στις σύγχρονες κοινωνίες η φιλοσοφία κι ένας νέος ορίζοντας ζωής πρέπει να μετατραπεί σε πίστη στην κοινωνία – ή ότι μπορεί να υπάρξει μόνο ως πίστη στο εσωτερικό της κοινωνίας. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να ξαναχτίσουμε την ελπίδα, ότι η Αριστερά πρέπει να γίνει μια ευκίνητη οργανωτική δομή που θα ενοποιείται διαρκώς και θα είναι σε θέση να αναζωογονήσει την ελπίδα του κόσμου. Μια νέα κοινωνική λογική, μια νέα πίστη – όχι με την θρησκευτική σημασία του όρου, αλλά μια νέα γενικευμένη πίστη για την οποία ο κόσμος εισφέρει ηρωικά το χρόνο του, την προσπάθειά του, το χώρο του και την αφοσίωσή του.

Χαιρετίζω αυτό που είπε η συντρόφισσα που μίλησε προηγουμένως, ότι σήμερα έχουμε συγκεντρωθεί εδώ τριάντα πολιτικές οργανώσεις. Υπέροχα! Αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να ενωθούμε. 

Μπορούμε να βγούμε από τους περιχαρακωμένους χώρους μας. Η τόσο αδύναμη σήμερα Αριστερά στην Ευρώπη δεν έχει την πολυτέλεια να αποστασιοποιείται από τους συντρόφους της. Μπορεί να βρούμε διαφορές μεταξύ μας σε δέκα ή είκοσι σημεία – αλλά ταυτιζόμαστε σε εκατό. Αυτά ας είναι τα εκατό σημεία συμφωνίας, προσέγγισης, επεξεργασίας. Ας κρατήσουμε τα άλλα είκοσι σημεία γι’ αργότερα. Είμαστε αρκετά αδύναμοι ώστε να μην έχουμε την πολυτέλεια να συνεχίζουμε με καυγάδες για τη θεσούλα και για τα μικρά μας φέουδα, απομακρυνόμενοι ο ένας από τον άλλο. Πρέπει να υιοθετήσουμε εκ νέου μια γκραμσιανή λογική: ενώνουμε, διαρθρώνουμε, προωθούμε. 

Πρέπει να πάρουμε την κρατική εξουσία! Πρέπει ν’ αγωνιστούμε για το κράτος. Αλλά να μην ξεχνάμε ποτέ ότι το κράτος, εκτός από μηχανισμός, είναι μια σχέση. Εκτός από ύλη είναι και ιδέα. Το κράτος είναι ουσιαστικά ιδέα. Είναι ύλη ως κοινωνικές σχέσεις, ως δυνάμεις, ως πιέσεις, ως προϋπολογισμός, ως συμφωνίες, ως κανονισμοί, ως νόμοι – αλλά κυρίως είναι ιδέα, ως πίστη σε μια κοινή τάξη, σε ένα αίσθημα κοινότητας. Κατά βάθος, η μάχη για το κράτος είναι μια μάχη για μια νέα μορφή ενοποίησής μας, για ένα είδος παγκοσμιότητας που ενώνει εθελοντικά τα άτομα. 

Αυτό προϋποθέτει βέβαια να έχουμε ήδη κερδίσει τα πιστεύω, να έχουμε νικήσει τους αντιπάλους στο λόγο, στον κοινό νου, να έχουμε κατατροπώσει τις κυρίαρχες δεξιές αντιλήψεις στο διάλογο, στην αντίληψη του κόσμου, στις ηθικές αντιλήψεις των πραγμάτων. Κι αυτό απαιτεί πολύ επίπονη προσπάθεια.

Να στρέψουμε την προσοχή μας σε νέες μορφές οργάνωσης
Η πολιτική δεν είναι μόνο ζήτημα συσχετισμού δύναμης και ικανότητας κινητοποίησης (που θα είναι κι αυτό). Η πολιτική είναι ουσιαστικά πειθώ, άρθρωση λόγου, κοινή λογική, πίστη, κοινή ιδέα, κοινή αντίληψη σε σχέση με την τάξη του κόσμου – και σ’ αυτό το σημείο η Αριστερά δεν πρέπει να ικανοποιείται απλώς από την ενότητα των οργανώσεών της. Πρέπει να επεκταθεί προς το χώρο των συνδικάτων, που είναι το στήριγμα της εργατικής τάξης και η οργανική μορφή της ενοποίησής της. 

Ταυτόχρονα πρέπει όμως, συντρόφισσες και σύντροφοι, να στρέψουμε την προσοχή μας και σε άλλες, καινούριες μορφές κοινωνικής οργάνωσης. Ο ανασχηματισμός των κοινωνικών τάξεων, τόσο στην Ευρώπη όσο και στον κόσμο, θα δημιουργήσει νέες μορφές ενοποίησης, πιο ευέλικτες, λιγότερο οργανικές, ίσως περισσότερο με βάση τον τόπο διαμονής και λιγότερο με βάση τον εργασιακό χώρο – όλα είναι απαραίτητα: η ενοποίηση ανά εργασιακό χώρο, ανά τόπο, η θεματική ενοποίηση, η ιδεολογική… όλα αυτά είναι ένα σύνολο από ευέλικτες μορφές μπροστά στις οποίες η Αριστερά πρέπει να έχει τη ικανότητα να αρθρώσει λόγο, να προτείνει, να ενώσει και να προχωρήσει.

Επιτρέψτε μου εκ μέρους του Προέδρου, και εκ μέρους μου, να σας συγχαρώ, να γιορτάσω αυτή την συνάντηση. Επιτρέψτε μου να σας ευχηθώ, ακόμη και να απαιτήσω από εσάς, με κάθε σεβασμό και με αγάπη: Αγωνιστείτε, αγωνιστείτε, αγωνιστείτε! Μη μας αφήσετε μόνους εμάς, τους άλλους λαούς που αγωνιζόμαστε απομονωμένοι σε κάποια μέρη, άλλος στη Συρία, άλλος στην Ισπανία, άλλος στη Βενεζουέλα, στο Εκουαδόρ, στη Βολιβία. 

Μη μας αφήσετε μόνους! Σας χρειαζόμαστε. Αλλά ακόμα περισσότερο χρειαζόμαστε μια Ευρώπη που δεν θα κοιτάει μόνο από απόσταση αυτό που συμβαίνει σε άλλες περιοχές του κόσμου, αλλά μια Ευρώπη που θα φωτίσει ξανά το πεπρωμένο της ηπείρου και του πλανήτη.

* Η ομιλία πραγματοποιήθηκε στην εναρκτήρια τελετή του 4ου Συνεδρίου του ΚΕΑ, την Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2013 στη Μαδρίτη. 
Οι υπότιτλοι είναι της Σύνταξης. 
Τη μετάφραση έκανε η Σπυριδούλα Συλλιγαρδάκη

οι επισημάνσεις έγιναν από τον διαχειριστή του blog.

Κυριακή 9 Μαρτίου 2014

Προφητεία (αναδημοσίευση)



Όταν σε ρωτάει κάποιος «τι δεν καταλαβαίνει ο λαός;» η απάντηση μπορεί πια να είναι μόνο μία: Ο λαός δεν θέλει να καταλάβει. Ο λαός βλέπει, συνειδητοποιεί, ξέρει αλλά επιμένει να μην θέλει να καταλάβει. Είναι όπως όταν σου λένε οι γιατροί ότι σου μένουν τρεις μήνες ζωής. Ο λαός βρίσκεται στο πρώτο στάδιο του μελλοθάνατου πριν αντιμετωπίσει την αποδοχή του θανάτου. Θέλει να κάνει ότι δεν άκουσε την αλήθεια. Δεν αντέχει να αντιμετωπίσει τα δεδομένα. Ναι, θα πεθάνει αλλά δεν θέλει να το πιστέψει. Του μένουν άλλα τρία στάδια μετά την άρνησή του να το παραδεχθεί μέχρι να τελειώσει η ιστορία. Να οργιστεί, να πάθει κατάθλιψη και τέλος να το αποδεχθεί. 

Αυτά όσον αφορά την πλειοψηφία, διότι ακόμη οι πραγματικοί πόνοι στο κορμί της δεν έχουν έρθει, αντίθετα με την μειοψηφία που είναι στο τέταρτο στάδιο της διαδικασίας πριν δει...
τα ραπανάκια ανάποδα. Το ότι θα δουν όλοι όσοι αποτελούν τον λαό τα ραπανάκια ανάποδα είναι το σίγουρο. Η ιστορία δεν αλλάζει.

Το θέμα είναι γιατί όλος ο λαός συντονισμένα αφού πήρε τα μαντάτα αντιδρά με διαφορετικό λόγο. Αλλά και εδώ υπάρχει η απάντηση. Άλλο να σε διαγράφουν από τα κατάστιχα με το πρώτο ντου που έκαναν το 2010 ξένοι και ντόπιοι και άλλο να σε πηγαίνουν σταδιακά. Ο λαός που δεν θέλει να καταλάβει έχει ακόμη λίπος να δώσει και νομίζει ότι επειδή το λίπος του είναι ψηφοθηρικό θα τον κρατήσει για πολλές κατοχές ακόμη. Το «καταλαβαίνω» εδώ είναι συνδεδεμένο άρρηκτα με το πορτοφόλι, λέγεται και ίδιον όφελος, εν ολίγοις φιλοτομαρισμός.

Από την στιγμή που το χοντρό ξύλο δεν έπεσε από οικοδόμους, εργάτες, βιομηχανικούς εργάτες, βιοτέχνες, ιδιωτικούς υπαλλήλους, λιμενεργάτες και αγρότες, από πού θα πέσει το ξύλο για να φοβηθούν τα τάγματα προστασίας των πολιτικών και οι ίδιοι οι πολιτικοί; Από το λιμαρισμένο νύχι ή το ξεχειλωμένο προκοίλι;

Χωρίς να διεκδικούμε δάφνες προφήτη και άνευ μαστούρας από λιβάνια και άλλες ουσίες η προφητεία για όσους καταλαβαίνουν και κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν είναι η εξής: Θα ξυπνήσετε μια μέρα, σύντομα, και θα σάς πουν "Ο μισθός σας από σήμερα είναι 200 ευρώ (και πολλά λέω)". Ποιος θα τους εμποδίσει να το πράξουν; Τι θα κάνετε τότε; Θα σάς κατεβάσουν οι κομματοσυνδικαλιστές σας στο δρόμο για αγωνιστική γυμναστική; Θα κάνετε ντάτσι-ντάτσι την εξουσία; Θα ορμήξουν οι αποθηκάριοι των ελπίδων σας, ό,τι χρώμα κι αν έχουν, να σας υπερασπιστούν;

Απλά θα είναι η στιγμή που θα λειτουργήσουν αυτόματα οι νοητικές και κατανοητικές αισθήσεις για όλα αυτά που δεν καταλαβαίνετε σήμερα. Μήπως θα περιμένετε αλληλέγγυα συμπαράσταση από τους ήδη ευρισκόμενους σήμερα στο τέταρτο στάδιο της αποδοχής του θανάτου; Καταρχάς από την στιγμή που διαχωρίσατε με τις πράξεις και με το «δεν θέλω να καταλάβω» τον εαυτό σας από αυτούς που κατάλαβαν είσαστε ήδη δύο λαοί. Ούτε ομογάλακτοι είστε πλέον ακόμα κι αν έχετε την ίδια μάνα και πατέρα.

Δεν χωρίστηκε ο λαός από καμία κατοχική κυβέρνηση, ούτε από καμία κρίση. Αυτοί που δεν θέλουν να καταλάβουν διαχώρισαν την θέση τους από αυτούς που κατάλαβαν. Θα μπορούσαμε να αναστρέψουμε τα πράγματα εφόσον ήταν ήδη προγραμμένα να γίνουν; Αυτό δεν το ξέρει κανείς, αλλά ιστορικά τα κοινωνικά θαύματα τα κάνουν μόνο οι λαοί που ως οργανισμός με πλήρη συνοχή κάνουν ακόμα και τον ίδιο τον θάνατο να τρομάζει. Ακόμα κι αν η μάχη χανόταν ο λαός θα είχε έναν αξιοπρεπή θάνατο παρά ένα διασωληνωμένο ακρωτηριασμένο και άψυχο σώμα που εγωιστικά και αναξιοπρεπώς νομίζει ότι ζει επειδή απλά υπάρχει.-

Σάββατο 8 Μαρτίου 2014

Γυναίκες...(για την τιμή και τη μνήμη)

της Λευκής Μολφέση*

Υπάρχουν γυναίκες που φοράνε
την ομορφιά τους σαν πένθος,
γυναίκες φωτεινές και σκιασμένες, 
διπλά δρεπάνια της αψίδας,
με το παιδί ασάλευτο στα 
σταυρωμένα χέρια.

Άλλες είναι χάρτινες, στοιχειά νηπιαγωγείων,
άλλες πάλι, ζωγραφιές με κιμωλία,
όρθια τα μαλλιά και μεγάλη μαύρη τσάντα.

Υπάρχουν γυναίκες ακροκέραμα
ανάμεσα στις άλλες,
γυναίκες με το μακρύ λαιμό, 
το χείλος της κανάτας,

άλλες που είναι ωδικά πτηνά 
κι άλλες που είναι χήνες.

Υπάρχουν γυναίκες που τις
φωνάζει ο φονιάς
να βγάλουν τον θάνατο περίπατο
μες στ' αραιό το δάσος.

Υπάρχουν γυναίκες που τις 
φωνάζει το παιδί Μαμά
και αυτές δεν απαντάνε...

Υπάρχουν γυναίκες που κάθε
τρίχα της κεφαλής τους
είναι κι ένας όρκος.
Είναι εκείνες που σέβονται το όνομα τους.

Κι οι άλλες που το εξευτελίζουν,
εκείνες που με τα χρόνια βαραίνουν,
κι οι άλλες που ξεφτίζουν,
εκείνες που στέκουν στο κήπο
ρόδινες σαν τη μυγδαλιά,
εκείνες που άγρια χόρτα γεμίζουν,
εκείνες που χάνουν το φως τους,
εκείνες που απ' τον καημό λυγίζουν,
εκείνες που κλωτσάει ο θάνατος
από μικρά παιδιά.

Εκείνες που κλείνουν μια
τελευταία φορά το παράθυρο
και καθαρίζουν μια τελευταία φορά το σπίτι
και ταΐζουν τον σκύλο μια τελευταία φορά
και μας αφήνουν δίχως να πούνε λέξη,
έτσι σκληρά και μαγικά,
σαν το κερί που κρατάς στο χέρι 
και σου σβήνει.

ποίημα από την ανθολόγηση Ερωτικό Λεξικό της Ελλάδας του Ζ. Λακαριέρ.

*Η Λευκή Μολφέση (1953-2005) γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Παρίσι. Πέρασε αρκετά χρόνια στις Βρυξέλλες και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα, όπου μοίραζε τη ζωή της ανάμεσα στην πόλη και την Αίγινα.

Κόρη του γλύπτη Ιάσονα Μολφέση και ανιψιά του πολιτικού Λεωνίδα Κύρκου, ήταν ιδιαίτερα αγαπητή στους λογοτεχνικούς κύκλους,

Ο Ζακ Λακαριέρ αφιέρωσε ειδικό λήμμα σ' αυτή, στο "Ερωτικό λεξικό της Ελλάδας", γράφοντας ότι "τα πεζά της έχουν ένα ιδιαίτερο, εντελώς προσωπικό αφηγηματικό σχήμα, απείθαρχο στους συνήθεις κανόνες του είδους".

Έγραψε ποίηση και πρόζα. Βιβλία της εκδόθηκαν στα γαλλικά και τα ελληνικά. Στα γράμματα εμφανίστηκε με την ποιητική συλλογή "Croisiere sur le Styx" (Άγρα 1987), ενώ στο ελληνικό κοινό έγινε γνωστή με το αφήγημα "Γυάλινα σύνορα" (Εξάντας 1996), μια ανάπλαση του μύθου της Ελλάδας με "ξεναγό" την Καλή Κύρκου.

Στα ελληνικά έχουν κυκλοφορήσει, επίσης, άλλα δύο βιβλία της: το παιδικό "Ο Αγγελύκος και οι δύο του αδελφές" (Περίπλους, 2002) και η συλλογή διηγημάτων "H μέρα που λέγεται σήμερα" (Μελάνι, 2003), βιβλίο που μπήκε στον τελικό κατάλογο (short list) υποψηφιότητας για τα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας 2004.

Μετέφρασε προς τα γαλλικά αρκετά ελληνικά κείμενα, ανάμεσά τους τα "Φτερά μπεκάτσας" του Θανάση Βαλτινού, ποιήματα του Γιώργου Βέλτσου, κ.ά."Έφυγε" αναπάντεχα σε τροχαίο δυστύχημα, τέτοιες μέρες το 2005, 

σημ: ένα χρόνο πριν είχε αναρτηθεί και πάλι το ποίημα αυτό. Φέτος συνοδεύεται από ένα μικρό βιογραφικό της Λευκής Μολφέση, μιας και τέτοιες μέρες ήταν που έφυγε από κοντά μας.

Παρασκευή 7 Μαρτίου 2014

[μικρό αφιέρωμα στην] Άννα Αχμάτοβα: το βράδυ


το βρήκαμε στο http://odofragma-skas.blogspot.gr/

Η Άννα Αχμάτοβα στέκει στον 20ο αιώνα χώρια από όλους τους άλλους ποιητές της Ρωσίας, όπως στεκόταν ένα αιώνα πριν από αυτήν, τον 19ο και ο Αλέξανδρος Πούσκιν.

Υπήρχαν και άλλοι πολύ μεγάλοι ποιητές συνομήλικοί και συνάδελφοί της, όπως πρώτος και καλύτερος ο πρώτος συζυγός της Νικολάι Γκουμιλιόφ, όπως ο Αλέξανδρος Μπλοκ, τον οποίον, όπως και τον Πούσκιν αποκαλούσαν «Ήλιο της ρωσικής ποίησης», όπως ο Όσιπ Μάντελσταμ, ο Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι, ο Μπορίς Πάστερνακ...

Αλλά η Αχμάτοβα ήταν μια και μοναδική. Πέρα από το διαχωρισμό των ποιητών σε άνδρες και γυναίκες, πέρα από τις σχολές που αντιπροσώπευαν. Πέρα από την ηλικία και τον ρόλο που έπαιζαν στις ποιητικές συντεχνίες της εποχής. Στεκόταν πάνω από τις σχολές, πάνω από την κοινωνία, πάνω από την εποχή της.Η ποίησή της είναι διαχρονική, εκτός τόπου και χρόνου. 

Το μυστικό της ποίησής της, κρύβεται στο γεγονός, ότι ήταν απολύτως κατανοητή, οι στίχοι της απευθύνονταν εξίσου σε διανοούμενους και πλύστρες, σε ανθρώπους καλής κοινωνίας και στο περιθώριο. Απλοί, με καθημερινές μεταφορές και καθημερινά επίθετα, σαν ενδοφλέβιο φάρμακο, που δρά άμεσα και αποτελεσματικά.

Χωρίς τον πολιτιστικό πλούτο και τις μυθολογικές αναφορές του Μάντελσταμ. Χωρίς τους εξωτισμούς του Νικολάι Γκουμιλιόφ, χωρίς τους εκλεπτισμούς του Μιχαήλ Κουζμίν. Τα ονόματα δεν επιλέχθηκαν τυχαία – όλοι τους ήταν συνάδελφοι, φίλοι, όλοι θαμώνες του καλλιτεχνικού υπογείου «Αδέσπωτος σκύλος» στην Αγία Πετρούπολη, όπου μαζευόταν όλη η μποέμ κοινωνία της ρωσικής τότε πρωτεύουσας.

Η Αχμάτοβα θα μπορούσε να είχε φύγει από τη Ρωσία, όπως έκαναν τόσοι και τόσοι καλλιτέχνες με το ξέσπασμα της κόκκινης τρομοκρατίας μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, αλλά δεν έφυγε. Την απόφασή της η ίδια η ποιήτρια εξήγησε πολύ απλά, όπως μιλούσε και έγραφε πάντα, ακόμα το 1928 στον βιογράφο της, Πάβελ Λουκνίτσκι:

«Υπάρχουν δύο εκδοχές, είπε τότε: είτε όλοι έφυγαν, είτε όλοι έμειναν.
Εκδοχή πρώτη.. Όλοι έφυγαν. Δεν υπάρχει Ερμιτάζ, οι πίνακες του Ρέμπραντ αντικαθιστούν τα τραπεζομάντηλα και τα χαλάκια, γιατί δεν υπάρχει κανείς να εξηγήσει τι αντιπροσωπεύουν. Τα Χειμερινά Ανάκτορα ένας σωρός από στάχτες, εκεί μένουν οι άστεγοι. Απόλυτο χάος. Οι ξένοι δεν θα επέμβαιναν - θα περίμεναν, πιστεύοντας ότι βρέθηκαν μπροστά στη Νέα Αμερική, την οποία θα ανακαλύψουν και θα τεμαχίσουν.

Εκδοχή δεύτερη. Κανείς δεν έφυγε. Θα υπήρχε η κοινή γνώμη, που σήμερα δεν υπάρχει γιατί έμειναν λίγοι. Διαφορετικά, θα υποχρεούνταν να την υπολογίζουν. Όσοι έφυγαν, έσωσαν τη ζωή τους. Ίσως και την περιουσία τους, αλλά εγκλημάτησαν απέναντι στη Ρωσία... Αν δεν έφευγαν οι περισσότεροι καθηγητές, το επίπεδο εκπαίδευσης της νεολαίας θα ήταν υψηλότερο και οι νέοι θα μπορούσαν να διαδεχθούν τους παλιούς...».

Το 1961 η Αχμάτοβα θα γράψει:

«Ούτε κάτω από τους ξένους ουρανούς,
Ούτε κάτω από την προστασία των ξένων φτερών,
Ήμουν με τον λαό μου,
Όπου δυστυχώς ήταν ο λαός μου».

Δεν μετάνιωσε ποτέ γι΄αυτή την απόφαση, παρόλο που την πλήρωσε ακριβά. Η ίδια δεν εκτελέστηκε, όπως ο Νικολάι Γκουμιλιόφ,δεν φυλακίστηκε και δεν πέθανε στο στρατόπεδο της Σιβηρίας, όπως ο Όσιπ Μάντελσταμ, δεν υποχρεώθηκε στην μετανάστευση όπως ο νεώτερος της φίλος και συνάδελφος Ιώσηφ Μπρόντσκι. Όμως ο μοναδικός της γιος, Λεφ Γκουμιλιόφ πέρασε δέκα χρόνια στις φυλακές και στα στρατόπεδα την περίοδο 1930-1950, ο τρίτος της άνδρας, ο ιστορικός τέχνης Νικολάι Πούνιν, φυλακίστηκε τρεις φορές τη δεκαετία του ΄30 και πέθανε τελικά στο στρατόπεδο εργασίας εκτείνοντας την ποινή του.

Το 1957 στον πρόλογό της για το Ρέκβιεμ, η Αχμάτοβα θα γράψει:
«Στα φρικαλέα χρόνια του Εζόφ (1936-1938) πέρασα 17 μήνες στις ουρές των φυλακών στο Λένινγκραντ. Μια μέρα κάποιος με αναγνώρισε. Και τότε μια γυναίκα, που στεκόταν πίσω μου, με μπλε χείλη, η οποία μέχρι τότε δεν έχει ξανακούσει το ονομά μου, βγήκε από την χαρακτηριστική για όλους μας καταληψία, και με ρώτησε στ’ αφτί (όλοι μας μιλούσαμε ψιθυριστά εκεί): «Θα μπορούσατε να το περιγράψετε όλο αυτό;» Κι εγώ απάντησα: «Ναι, θα μπορούσα.». Και τότε ένα χαμόγελο γλίστρησε στη μάσκα, που κάποτε ήταν το προσωπό της»...
Στην ίδια περίοδο αναφέρεται κι ένα άλλο μικρό εκτενές ποίημά της Τα Θρύψαλα:

«Στερημένη ύδωρ και γη,
χωρισμένη απ’ τον μοναχογιό μου,
στο ικρίωμα, στη σιγή,
στέκομαι όπως στην αίθουσα του θρόνου.

Εφτά χιλιάδες χιλιόμετρα και τρία...
Που ν’ ακουστεί η φωνή
Στο σκοτάδι της αβάσταχτης δίνης
στου πολικού αγέρα βοή.
Αγρίεψες εκεί, στον Άδη,
Πρώτος μου, τελευταίος, μονάκριβος.
Και πάνω απ’ τον τάφο μου,
Στο Λενινγκράδι,
Αδιάφορη στέκει η Άνοιξη.
Να που σ’ έφτασε η φιλονικία,
Στου Ενισέι τις όχθες,
Για σας είναι κίνδυνος και αλητεία
Για μενά – μονάχα γιος μου.

Και κάποιοι με διέταξαν:
«Μίλα!Θυμήσου τα πάντα!»
Λέον Φιλίπε. Ανάκριση.
Σε πόσους μίλησες άραγε,
Και σε ποιον τα είπες, πικρή,
Ότι σαπίζει ο γιος σου στα κάτεργα,
Ότι η Μούσα σου είναι νεκρή;
Από όλους πιο ένοχη είμαι
Από επιζώντες και μη
Και στο τρελάδικο να κυλιέμαι
Για μενα μεγάλη τιμή.
Και σε γάντζο ζεστό, ματωμένο
Το τομάρι μου θα κρεμαστεί,
Για να βλέπουν οι άπιστοι ξένοι,
Και να γελούν οι αστοί.
Θα γράψουν οι εφημερίδες
Για το χάρισμα μου ανθοφόρο,
ότι σαν ποιήτρια ήμουν σπουδαία,
αλλά ήρθε η δεκατη τρίτη μου ώρα...»

Όπως όλα τα μεγάλα ποιήματα η Αχμάτοβα γράφει τα Θρύψαλα επί 20 ολόκληρα χρόνια από τη δεκαετία του ΄30 έως το 1958. Έτσι στο θρήνο της χωράνε, εκτός από τον γιο της, και ο Όσιπ Μάντελσταμ, που χάθηκε στη Σιβηρία το 1938, και ο Νικολάι Πούνιν και τόσοι και τόσοι άλλοι. Η Αχμάτοβα, σαν χειρουργός, θα κουβαλάει σε όλη της τη ζωή το δικό της νεκροταφείο...

Θα μπορούσε να είχε σωπάσει όπως τόσοι και τόσοι ποιητές και συγγραφείς ή να συμμορφωθεί . Είτε να γίνει αλκοολικιά, όπως οι περισσότεροι. Δεν σώπασε όμως, ούτε συμμορφώθηκε, αλλά ούτε και τα έριξε στο πιοτό.
Θα μπορούσε να αυτοκτονήσει. Αλλά ούτε αυτό έκανε, έχοντας το θάρρος να περάσει όλη της τη ζωή «στο ικρίωμα».
Γιατί δεν ήταν μονάχα η μοναδική δυνατή γυναικεία φωνή της ρωσικής ποίησης, ήταν η ίδια η ψυχή της ή το σημαντικότερο – η συνείδησή της. Ήταν μέτρο αντοχής της ρωσικής κοινωνίας, μέτρο του θάρρους της.

Στο ποίημα Άννα Αχμάτοβα, γραμμένο το 1914 ο Όσιπ Μάντελσταμ παρομοιάζει την ποιήτρια με την διάσημη εβραιογαλλίδα ηθοποιό Ελίζα Ρασέλ, την ασύγκριτη ερμηνεύτρια του ρόλου της Φαίδρας στο γαλλικό κλασσικό θέατρο της δεκαετίας ΄30-΄40 του 19ου αιώνα. Η Ρασέλ θριάμβευσε στην Φαίδρα του Ρακίνα στην ηλικία των 22 ετών. Το 1914 η Αχμάτοβα ήταν μόλις 25.
Έτος1914. Ορόσημο για πολλούς Ρώσους ποιητές του Αργυρού αιώνα, ο οποίος ανέτειλε τις δεκαετίες ΄80-΄90 του 19ου αιώνα και έδυσε βιαίως το 1921, με τις πρώτες εκτελέσεις από τη συντεχνία τους. Έτος του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου, που τους χώρισε σε πατριώτες-ειρηνιστές και πατριώτες-πολεμιστές.

Για την Αχμάτοβα ήταν η τελευταία χρονιά του πρώτου και πραγματικού της – όσο ήταν δυνατόν, τουλάχιστον - έγγαμου βίου, με «κούνιες παιδικές», με 18μηνίτικο γιο, σπίτι και σύζυγο. Το 1914 ο Νικολάι Γκουμιλιόφ θα φύγει εθελοντής στον πόλεμο, και το 1918 θα πάρουν διζύγιο. Άλλο σπιτικό και με άλλον άνδρα η Αχμάτοβα δε θα στήσει, παρά τους δυο ακόμα γάμους – έναν αληθινό και έναν ανεπίσημο.
Γιατί ομως ο Μάντελσταμ διέκρινε στο πρόσωπό της την Ρασέλ; Την Φαίδρα; Γιατί στην Αχμάτοβα ακόμα και τότε, στα 25 της, στα ευτυχέστερα προπολεμικά, προεπαναστατικά χρόνια του καλλιτεχνικού αναβρασμού στην Ευρώπη και στη Ρωσία, ταίριαζαν τα επίθετα όπως τραγική, κλασική, ο θρήνος από τότε της πήγαινε πολύ – επίσης κλασικός, συμπαντικός, αιώνιος και βαθύς θρήνος.

Στις φωτογραφίες η Αχμάτοβα παρουσιάζεται συνήθως μόνη της, σαν μοναχική αυτοκράτειρα, και σε κάποιες άλλες – απλά εκτοπίζει τον διπλανό της, ακόμα και κάποιον εξίσου διάσημο. Κατά κανόνα δεν υπάρχει πουθενά με δυο ή και περισσότερα άτομα, παρά μόνο στη σχεδόν μοναδική οικογενιακή φωτογραφία – με τον άνδρα και το παιδί της.
Ο Ανατόλι Νάϊμαν, νεαρός φίλος και συνοδοιπόρος της Αχμάτοβα στα γεράματά της, με τον οποίον η Αχμάτοβα στις αρχές της δεκαετίας του '60 μετέφραζε τα ποιήματα της Ρίτας Μπούμη-Παππά για να βγάλει το ψωμί της, έγραφε για την πρώτη τους συνάντηση:
«Έφευγα αποσβολωμένος, με την απορία, πως πέρασα μια ολόκληρη ώρα με έναν άνθρωπο, με τον οποίο δεν είχα τίποτα κοινό, αν και κάτι είπαμε μέσα σ’ αυτή την ώρα. Αλλά και κανείς άλλος στον κόσμο δεν θα μπορούσε να έχει τίποτα κοινό μαζί της».

Στο σπίτι εκείνο φοβόμουνα να ζήσω.
Και ούτε η ζεστή φωτιά στο τζάκι,
ούτε η κούνια του μικρού παιδιού μας
ούτε ότι ήμασταν ακόμα νέοι,
γεμάτοι σχέδια, δεν με βοηθούσε
ν’ απαλλαγώ από την αίσθηση του τρόμου.
Και έμαθα να τον κοροϊδεύω,
και άφηνα κανάτα με κρασί
και κόρα για εκείνον, που τη νύχτα
σαν το σκυλί γρατζούνιζε την πόρτα
ή έριχνε ματιές από τον φεγγίτη.
Και κάναμε προσπάθεια ν’ αγνοούμε,
τι γίνεται πίσω από τον καθρέφτη,
κάτω από ποιές βαριές και μαύρες μπότες
στενάζουνε συχνά τα σκαλοπάτια
εκλιπαρώντας να τα λυπηθούμε.
Παράξενα χαμογελούσες τότε.
«Ποιον κουβαλάνε πάλι μες στη νύχτα;»
Τώρα από κει, που ξέρουν όλα, πες μου:
Τί ήταν αυτό, που ζούσε πλάι μου;

Είναι το τρίτο μέρος των Βόρειων Ελεγειών, ενός μεγάλου φιλοσοφικού ποιήματος, το οποίο η Αχμάτοβα έγραφε μια ολόκληρη ζωή, επί τρεις δεκαετίες. Αυτό το κομμάτι γράφτηκε πρώτο, το 1921, τη χρονία εκτέλεσης του Νικολάι Γκουμιλιόφ, του θανάτου του Αλεξάνδρ Μπλοκ, του τέλους του Αργυρού Αιώνα. Εκεί ομολογεί και την απέραντη μοναξιά της, την παράξενη της φύση, που ευκολότερα συνάπτει σχέσεις με τις δυνάμεις «πίσω από τον καθρέφτη», παρά με πραγματικούς ανθρώπους.

Την έλεγαν μάγισσα, νεράϊδα. Ο Γάλλος ζωγράφος Αμαδέο Μοντιλιάνι ήταν σίγουρος, ότι η Αχμάτοβα ήταν προφήτισσα. Η Μαρίνα Τσβετάγιεβα την προειδοποιούσε τρομαγμένη: «Δε φοβάστε να τα γράφετε; Δεν ξέρετε, ότι τα ποιήματα πραγματοποιούνται ;» Τα ποιήματα της Αχμάτοβα όντως πραγματοποιούνταν...

Ή Άννα Ανδρέγιεβνα Γκόρενκο – γιατί αυτό είναι το πραγματικό όνομα της Αχμάτοβα – γεννήθηκε τη νύχτα της 23ης Ιουνίου του 1889 κοντά στην Οδησσό, «στη θάλασσα κοντά», όπως θα γράψει η ίδια, στην οικογένεια του αξιωματικού του Ρωσικού ναυτικού Αντρέι Γκόρενκο. Τη νύχτα αυτή ο ρωσικός λαός θεωρέι μαγική – τη νύχτα της γέννησης του Ιωάννη Βαπτιστή, του Ρώσου Ιβαν Κουπάλα, όταν τα βότανα και νερό αποκτούν μαγική δύναμη.

Γεννήθηκε στις 23 Ιουνίου, όταν γιορτάζει η εικόνα της Θεοτόκου του Βλαντιμίρ, η θαυματουργή εικόνα, από τις σημαντικότερες της Ρωσικής Ορθοδοξίας, η οποία στις 23 Ιουνίου του 1472 έκανε το θαύμα της και γλίτωσε τη Μόσχα από τον Τάταρο χάνο Αχμάτ και τη Ρωσία – από το ταταρικό ζυγό. Η Αχμάτοβα, που αρεσκόταν να πιστεύει στη μακρινή της συγγένεια με τον θρυλικό Αχμάτ, έλεγε, ότι ρούφηξε όλη τη μαγεία εκείνης της νύχτας, τη λατρεία και του νερού και των βοτάνων και όλη την θέρμη του ήλιου. Αγαπούσε παράφορα τη θάλασσα και συναγωνιζόταν με τον πατέρα της στο κολύμπι. Την ίδια αγάπη για τη θάλασσα, το Νότο, τον ήλιο είχε και ο αδερφός της, ο Αντρέι Γκόρενκο, ο οποίος λάτρεψε την Ελλάδα, έζησε και πέθανε εδώ και αναπάυεται μαζί με τα δυο του παιδιά και τη γυναίκα του στο Πρώτο νεκροταφείο Αθηνών.

Η Αχμάτοβα γεννήθηκε διαφορετική.

«Ποτέ μου δεν είχα χρόνια παιδικά,
φακίδες, αρκουδάκια ή κουκλίτσες,
καλούς μπαρμπάδες, θείτσες αγαθές,
αγαπημένες φίλες στα παιχνίδια...
Από την αρχή φαινόμουν στον εαυτό μου
σαν ξένο όνειρο, σαν παραμιλητό
ή αντανάκλαση σ’ έναν καθρέφτη,
χωρίς αιτία, όνομα και σάρκα...» 

θα γράψει στις Βόρειες Ελεγείες το 1945, 56 χρονών πια, για τις απαρχές της ζωής της έως και το γάμο.

Η Αχμάτοβα άρχισε να γράφει ποιήματα στα 11 της χρόνια. «Απαρχής γνωριζα τα πάντα για την ποίηση», θα γράψει στη βιογραφία της το 1965, ένα χρόνο πριν το θάνατο. Ο Ανατόλι Νάϊμαν θα το επιβεβαιώσει: «Δεν μπορείς να πεις, ότι η Αχμάτοβα έγραφε ποιήματα. Απλά άνοιγε το τετράδιο και σημείωνε τις στροφές, που συντάχθηκαν από πριν στο μυαλό της».

Το 1912 βγαίνει από το τυπογραφείο η πρώτη της ποιητική συλλογή Το Βράδυ, η οποία την κάνει διάσημη στους απαιτητικούς ρωσικούς ποιητικούς κύκλους. Ο Νικολάι Γκουμιλιόφ, πού ήταν τρια χρόνια μεγαλύτερος της Αχμάτοβα και φίλος καρδιακός του αδεφού της Αντρέι, το 1910 ήταν ήδη καταξιωμένος ποιητής, και όταν για πρώτη φορά άκουσε τα δικά της ποιήματα, είπε: «Μήπως καλύτερα να χόρευες; Είσαι τόσο ευλύγιστη!» Έπεσε έξω, όταν δυο χρόνια αργότερα το ταλέντο της γυναίκας του επισκίασε το δικό του...

Το 1922 στο άρθρο Γράμμα για τη ρωσική ποίηση ο Μαντελστάμ θα ισχυριστεί, ότι «η Αχμάτοβα έφερε στη ρωσική λυρική ποίηση όλη την τεράστια πολυπλοκότητα και τον πλούτο του ρωσικού μυθιστορήματος του 19ου αώνα. Η Αχμάτοβα δε θα υπήρχε, αν δεν υπήρχε η Αννα Καρένινα του Τολστόι, αν δεν υπήρχε ο Τουργκένεφ και ο Ντοστογιέφσκι...Την ποιητική της φόρμα, οξύτατη και ιδιόμορφη, η Αχμάτοβα ανέπτυξε, ακολουθώντας την ψυχολογική πρόζα».

Σε μικρή ηλικία η Αχμάτοβα μετακόμισε με την οικογένειά της στο Τσάρσκογιε Σελό, έξω από την Αγία Πετρούπολη όπου βρίσκονταν τα θερινά τσαρικά ανάκτορα και τα καλύτερα στη Ρωσία εκπαιδευτικά ιδρύματα – τα Γυμνάσια αρρένων και θηλεών. Στο Κλασσικό Γυμνάσιο Αρρένων, που έφερε το όνομα του αυτοκράτορα Νικόλαου Α΄, σπούδαζαν ο Αντρέι Γκόρενκο και ο Νικολάι Γκουμιλιόφ, σπούδαζε και ο Νικολάι Πούνιν, ο τρίτος άνδρας της Αχμάτοβα, και πολλοί άλλοι μεγάλοι Ρώσοι ποιητές, επιστήμονες, αξιωματούχοι. Το Κλασικό Γυμνάσιο κληρονόμησε την αίγλη του άλλου μεγάλου εκπαιδευτικού ιδρύματος – του Αυτοκρατορικού Λυκείου του Τσάρσκογιε Σελό, όπου σπούδαζε ο Αλέξανδρος Πούσκιν και άλλοι σπουδαίοι άνδρες των αρχών του 19ου αιώνα. Εκεί, στον Βορρά άνθισε το ταλέντο και της Αχμάτοβα και γι’ αυτό την αποκαλούσαν Αστέρι του Βορρά και όχι του Νότου.

Υπάρχουν πολλά πορτραίτα της Αμχάτοβα, αλλά αν η ίδια ήταν τέχνη, θα ήταν αρχιτεκτονική – τα ποιήματά της θυμίζουν άρτια αρχιτεκτονικά αριστουργήματα – απλές κλασικές γραμμές, φόρμες, άριστα σμιλευμένα. Το ίδιο το πρόσωπό της είναι αρχιτεκτονικό και καλύτερα πλάθεται από τραχιά πέτρα παρά αναπαρίσταται με χρώματα. Γενικώς – η Αγία Πετρούπολη είναι η αρχιτεκτονική, και η Μόσχα –η ζωγραφική. Οι στίχοι του Πάστερνακ – είναι γραμμένα με πινέλο, βουτηγμένο σε χρώματα, της Αχμάτοβα και του Μάντελσταμ – δομημένοι σύμφωνα με τους αυστηρούς κανόνες της αρχιτεκτονικής.

Η Αχμάτοβα χόρτασε τη δόξα στις δεκαετείς του '10 και του '20 του περασμένου αιώνα. Μέσα σε μόλις 5 χρόνια βγήκαν οι τρεις της συλλογές – μετά Το Βράδυ του 1912 και το Κομπολόϊ του 1914, δημοσιεύεται του 1917 η συλλογή της Λευκό σμήνος. Ο Μαγιακόφσκι από τους πρώτους θα παρατηρήσει την αρχιτεκτονικότητα της ποίησής της: «Οι στίχοι της Αχμάτοβα είναι μονόλιθος, θα αντέξουν τη δύναμη οποιασδήποτε φωνής χωρίς να ραγίσουν».

Όμως μετά το χωρισμό με τον Γκουμιλιόφ και το ξέσπασμα της Επανάστασης, η Αχμάτοβα σιωπά. Ξεκινάνε τα χρόνια στέρησης, πείνας, άστεγης ζωής, αλλά και καινούργιου της γάμου – με τον αρχαιολόγο, ειδικό στις ανατολικές γλώσσες Βλαντίμιρ Σιλέϊκο. Και μόνο το 1921, όταν χωρίσει με τον Σιλέϊκο και συνδεθεί με τον Νικολάι Πούνιν, θα δημοσιεύει σχεδόν ταυτόχρονα δυο ποιητικές συλλογές : το 1921 – τη συλλογή «Πεντάνευρο» και το 1922 – την «Αννο Δομινι». Μετά – ξανά σιωπή. Αν κι αυτή τη φορά δεν «σώπασε» από μόνη της, την φύμωσαν: το 1924 τα ποιήματά της δημοσιεύονται για τελευταία φορά και από κει και πέρα απαγορεύονται ανεπισήμως.

Εδώ θα μπορούσε να τελειώσει και η ποιητική της διαδρομή και να ξεχαστεί το όνομά της, όπως εξάλλου στόχευαν εκείνοι στα χέρια των οποίων βρίσκονταν οι τύχες της σοβιετικής πια λογοτεχνίας.

Τώρα θα με ξεχάσουν,
Και τα βιβλία μου θα σαπίσουν στα ντουλάπια,
Και δε θα ονομάσουν με το όνομα της Αχμάτοβα
Μήτε οδό, μηήτε ποιητική ρίμα», 
- έγραψε η ίδια.

Θα μπορούσε να συμβεί και έτσι. Την ίδια δεν την πείραξαν, αλλά γύρω από αυτήν δημιουργήθηκε ένα απόλυτο κενό. Την αποκάλεσαν και επίσημα «εσωτερική μετανάστρια» και ήταν ίσως η κοσμικότερη ετικέττα από όσες της κολλούαν τότε.

Αν για τον Μάντελσταμ η Αχμάτοβα ήταν η Ρασέλ, η Φαίδρα, για τον Στάλιν ήταν «ημιμοναχή, ημιαμαρτωλή». Και αυτό όχι επειδή ο Στάλιν δεν ήταν ικανός να εκτιμήσει τη δύναμη της ποίησής της, αλλά ακριβώς για τον αντίθετο λόγο. Το 1939 στη δεξίωση προς τιμή των συγγραφέων, στους οποίους απονεμήθηκε το βραβείο Στάλιν, ο Στάλιν ρώτησε: «Πού είναι η Αχμάτοβα; Γιατί δεν γράφει τίποτα;» Αυτή η φράση ήταν αρκετή για να την αναζητήσουν οι εκδοτικοί οίκοι και τα περιοδικά - τα ποιήματά της.

Ο χρόνος δεν λειτουργεί πάντα υπέρ των Μεγάλων. Η Αχμάτοβα φοβόταν την υστεροφημία, φοβόταν μη παραμορφωθεί η εικόνα της στις αναμνήσεις και τα απομνημονεύματα των φίλων και των εχθρών, μια και είχε μπόλικους και από τους μεν και από τους δε.
Στην εποχή μας συνηθίζεται να σκαλίζουν τα άπλυτα ανεξαιρέτως όλων χωρίς να υπολογίζεται η τεράστια πληγή που συχνά δέχεται η κουλτούρα. Υπάρχουν πρόσωπα, που δεν πρέπει να τ’ αγγίζει κανείς, η «άπλετη αλήθεια» μόνο ζημιά θα επιφέρει, και ιδιαίτερα, όταν αυτή την «αλήθεια» ξεθαύουν άνθρωποι ασυγκρίτως μικρότερου μεγέθους από αυτό του ατόμου, με την ζωή του οποίου καταπιάνονται.

Η Αχμάτοβα δεν κατάφερε να αποτελέσει εξαίρεση. Τον Ιούλιο του 2007 βγήκε το βιβλίο της Ταμάρα Κατάγιεβα με τίτλο «Αντι-Αχμάτοβα», το οποίο έγινε αμέσως μπεστσέλερ. Οι ψυχικά υγείς άνθρωποι στη Ρωσία έμειναν στήλη άλατος, οι άλλοι, που τρέφονται με σκάνδαλα – έτρεξαν να φρεσκάρουν τη μνήμη τους, αγοράζοντας ό, τι γραφόταν για την Αχμάτοβα και από την Αχμάτοβα. Και όμως αυτό ακριβώς το σκανδαλοθηρικό βιβλίο επιβεβαίωσε για μια φορά την αληθινή της δόξα: ποιός θα νιαζόταν για τα άπλυτα μιας κάποτε διάσημης, αλλά νυν αδιάφορης ποιήτριας; Το βιβλίο κυριολεκτικά έκοψε τη Ρωσία στα δυο.

«Το βιβλίο Αντι-Αχμάτοβα σπάει το μύθο της Αχμάτοβα, ο οποίος ολόκληρος στηρίζεται στην αιώνια ανάγκη των Ρώσων να δημιουργούν θρύλους και να τους προσκηνάνε χωρίς σκέψη...Όλοι γνωρίζουμε, πως η Αχμάτοβα διόρθωνε και χτένιζε συνέχεια τη βιογραφία της...Μόνο στο άδειο – σαν αποτέλεσμα της μετανάστευσης και των εκτελέσεων –χωράφι της Σοβιετικής Ρωσίας μπορούσε να οικοδομηθεί αυτό το κυκλώπειο μνημείο της «Βασίλισας της Ποίησης». Ολοκληρωτική και ντροπιαστική μπλόφα μιας ζωής..Ξεφυλλίζοντας αυτό το καταπληκτικό βιβλίο, αισθάνομαι βαθειά ανακούφιση. Κάποιος έπρεπε να πει τα πράγματα με το ονομά τους! Ο βασιλιάς είναι γυμνός!» - έγραφε ο Ίγκορ Σιντ ποιητής, δημοσιογράφος, κουλτουρολόγος ο οποίος γεννήθηκε τρια χρόνια μετά το θάνατο της ποιήτριας. Τρομερό; Και όμως αληθινό. Και όμως άλλη μια προσπάθεια (μετά από κείνη του Στάλιν) να μεταμορφώσουν την Ρασέλ σε «ηνιμοναχή, ημιαμαρτωλή» ναυάγησε ξανά. Παρ’ όλα αυτά το 2009 βγήκε το δεύτερο βιβλίο της Ταμάρα Κατάγιεβα- Ο άλλος Πάστερνακ, το οποίο και πάλι σημείωσε ρεκόρ πωλήσεων...Η μετωπική επίθεση των άλλων βιβλίων δεν είναι καθόλου ακίνδυνη και γραφική, γιζτί πέρα από την άλλη βιογραφία, γράφεται και άλλη λογοτεχνία και συνεπώς – εντελώς άλλη ιστορία...

Η αλήθεια είναι, ότι η προσωπική ζωή των μεγάλων καλλιτεχνών δεν χωράει στα πλαίσια της κοινής ηθικής και κοινών κανόνων. Η Αχμάτοβα ποτέ δεν έπνιξε τη γυναικεία της φύση, και ακόμα και σε μεγάλη ηλικία ήταν ικανή να σαγηνεύει νέους άνδρες και να επιβάλλεται. Λίγες γυναίκες, αλλά και άνδρες μπορούσαν να ζήσουν πλάι της, να μοιραστούν το βάρος του ταλέντου, της σιωπής και των απαιτήσεών της. Επί δέκα πέντε χρόνια έζησε με τον Νικολάι Πούνιν, τον τελευταίο της άνδρα, τον οποίον δεν παντρέυτηκε ποτέ για το απλούστατο λόγο: εκείνος δεν χώρισε ποτέ, και ως ζευγάρι η Αχμάτοβα και ο Πούνιν ζούσαν στο σπίτι της οδού Φοντάνκα, όπου ζούσαν η γυναίκα και η κόρη του Πούνιν. Από το σπίτι της Φοντάνκα η Αχμάτοβα έφευγε στα τέλη της δεκαετίας του ΄30, προπολεμικά, για να συναντήσει τον Βλαντίμιρ Γκάρσιν, διάσημο παθολογοανατόμο, ο οποίος, όπως πίστευε θα γινόταν επιτέλους «κανονικός» σύζυγός της. Αλλά ούτε οι έρωτες ούτε οι χωρισμοί, ούτε και τα καπρίτσια πρέπει να γίνουν μέτρο κρίσης σε συνθήκες, όπου καθημερινά κρίνονταν όσοι ζούσαν τότε στη Σοβιετική Ένωση. Μέτρο κρίσης ήταν οι πολιτικές πράξεις του καθενός, και στην περίπτωση των άνθρώπων τέχνης - η στάση τους απέναντι στους συναδέλφους και στην εξουσία. Το ταλέντο δεν ήταν πάντα (ίσως και σπανίως) συνώνυμο της πολιτικής τόλμης, και η Αχμάτοβα είναι ένα από τα λίγα παραδείγματα μιας τέτοιας τόλμης. Δεν ξεχνούσε τους εχθρούς της, αλλά ούτε και τους φίλους της, δεν πρόδωσε ποτέ κανένα, ούτε ζωντανό, ούτε και νεκρό. Και δεν είναι τυχαίο, ότι κανένας από τους άνδρες της δεν έπαψε ποτέ να την αγαπά – και ως ποιήτρια, και ως γυναίκα.

Η Αχμάτοβα επέστρεψε στην ποίηση στο Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, με τα ποιήματα για τον πόλεμο και για κείνους που πολεμούσαν. Δεν το έκανε για να βγει ξανά στην «επιφάνεια», για να κερδίσει το δικαίωμα να διαβάζεται και να δημοσιεύεται, αλλά επειδή ήταν «εκεί, όπου δυχτυχώς ήταν ο λαός της»: μιλούσε και πάλι τη γλώσσα του λαού της, ακουμπώντας τις πιο κρυφές χορδές της ψυχής του. Δεν έγραφε άλλη ποίηση – ήταν πάντα η ίδια η Αχμάτοβα, που έλεγε ό, τι θα έλεγε εκείνη τη στιγμή ο καθένας για τον οποίον η ρωσική γλώσσα ήταν μητρική. Αν είχε φυσικά το χάρισμά της.

Η Αχμάτοβα δεν έζησε τον αποκλεισμό της πόλης της, του Λένινγκραντ, την έχουν φυγαδέψει στο νότο, στην Τασκένδη, γνωρίζοντας, ότι θα πέθαινε από τους πρώτους: δεν ήξερε να κάνει τίποτε άλλο από το να γράφει και να αγαπά – τους άνδρες και τους φίλους της. Όταν το 1944 η Αχμάτοβα επέστρεψε στο Λένινγκραντ, βρήκε μια εντελώς διαφορετική πόλη, μεταμορφωμένη για τρίτη φορά στη ζωή της. Βιαζόταν να επιστρέψει, πιστεύοντας, ότι θα έβρισκε εκεί την ευτυχία της, επέστρεφε σαν σχεδόν γυναίκα του Γκάρσιν, με την ελπίδα να έχει επιτέλους μια φυσιολογική οικογένεια και σπίτι. Μόλις όμως πρόλαβε να κατέβει από το τρένο, ο Γκάρσιν της ανακοίνωσε τον χωρισμό τους. Και τότε, ίσως για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή της, η Αχμάτοβα έχασε τη διαύγειά της, τη μαγική προφητική της δύναμη: ο Γκαρσιν δεν ήθελε να απαλλαγεί από την Αχμάτοβα, αλλά να την απαλλάξει από το βάρος να ζει με έναν θανάσιμα άρρωστο, ανήμπορο να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις του συζύγου άνδρα. Ο Γκάρσιν, που έζησε όλες τις 872 μέρες αποκλεισμού του Λένινγκραντ με όλες τις ολέθριες συνέπειες για την σωματική και ψυχική υγεία του, έζησε άλλα 10 χρόνια, παντρεμένος με μια άλλη γυναίκα, η οποία εκτελούσε χρέη της νοσοκόμας του. Με την απόφασή του να χωρίσει την Αχμάτοβα, ο Γκάρσιν έσωσε την ίδια, την ποίησή της και...τον εαυτό του.

Τραγική ειρωνεία! Ήταν ο μοναδικός άνδρας, που, όπως πίστευε η Αχμάτοβα θα γινόταν ο τελευταίος έρωτας της ζωής της, το τελευταίο της απάγκιο.
Πρέπει να πούμε, ότι την Αχμάτοβα συνδέει με την Ελλάδα όχι μόνο ο τάφος του αδελφού της στο Πρώτο νεκροταφείο, αλλά και το όνομα Γκάρσιν. Εμμέσως μεν, αλλά συνδέει. Ο αδελφός του Βλαντιμίρ Γκάρσιν, ο Μιχαήλ Γκάρσιν ήταν προσωπικός γραμματέας της Βασίλισσας των Ελλήνων Όλγας, διευθυντής του Ρωσικού Νοσοκομείου στον Πειραιά. Αλλά είναι μια άλλη ιστορία...
Η Αχμάτοβα έμεινε οριστικά μόνη. Έπρεπε να ανασταίνεται, όπως ανασταινόταν και η αγαημένη της πόλη – από τα ερείπια.

Ηρεμος ο Ντον, γαλήνια κυλά
Κίτρινο φεγγάρι σε σπίτι γλιστρά.
Γλιστρά και φορά το σκουφί του λοξά
Το κίτρινο φεγγάρι κοιτά μια σκιά.
Αυτή η γυναίκα είν' άρρωστη βαριά
Την τρώει μεγάλη μοναξιά.
Στο μνήμα ο άντρας της κι ο γιος της φυλακή
Πες και για μένα μία προσευχή. 
(σε μετάφραση του Γιάννη Αντιόχου, Ρέκβιεμ).

Τον αβάσταχτο πόνο απαλύνει η συνάντησή της με τον Ησαϊα Μπέρλιν, Άγγλο φιλόσοφο και μεταφραστηήτης ρωσικής λογοτεχνίας, που βρέθηκε το 1945 στο μεταπολεμικό Λένινγκραντ ως γραμματέας της Πρεσβείας της Μεγάλης Βρετανίας. Είναι μόλις 36 ετών, η Αχμάτοβα – 57. Αλλά η ανάσταση πραγματοποιήθηκε– και όχι μέσα στη γυναίκεία ψυχή, που πάλι φτερούγισε, αλλά κυρίως ώς ποιήτριας.

Στις 5 Φεβρουαρίου θα γράψει την τελευταία, την έκτη Βόρεια Ελεγεία:
«Τρεις εποχές έχουν οι αναμνήσεις.
Η πρώτη – σαν τη χτεσινή ημέρα.
Κάτω απ’ το θόλο της πετάει η ψυχή
Και στη σκιά της ευτυχεί το σώμα.
Υπάρχει γέλιο, δάκρυα κυλάνε
Και το μελάνι πάνω στο τραπέζι.
Και το φιλί σαν στην καρδιά σφραγίδα –
μοναδικό, αξέχαστο, στερνό. Μα
δεν κρατά πολύ αυτή η εποχή.
Αντί για θόλο – ένα άδειο σπίτι
Σε κάποια απομακρυσμένη επαρχία,
όπου το καλοκαίρι είναι καυτό,
και το χειμώμα τσουχτερό το κρύο,
παντού – αράχνες, στις γωνιές – οι σκόνες,
τα γράμματα ερωτικά σαπίζουν,
κρυφά αλλάζουν θέση τα ποτράιτα,
ο κόσμος έρχεται σαν στη κηδεία
και ύστερα τα χέρια σαπουνίζει
σκουπίζοντας από τα κουρασμένα μάτια
τα δάκρυα, βαριαναστενάζει...
Μα το ρολόι τρέχει, κι η άνοιξη
Γυρίζει πάλι, ο ουρανός ροδίζει,
Αλλάζουν τα ονόματα της πόλης
Και φεύγουν οι μάρτυρες των γεγονότων.
Δεν έχεις πια κανένα να θυμάσαι,
Να κλαις και να οδύρεσαι μαζί.
Σιγά-σιγά μας φεύγουν οι σκιές, που
Δεν καλούμε πια,
Και η επιστροφή τους τώρα μας τρομάζει.
Και μια ωράια πρωία παρατηρούμε,
Ότι ξεχάσαμε που βρίσκεται το σπίτι,
Μας πνίγει η οργή,ο πόνος, η ντροπή
Τρέχουμε εκεί, μα όλα έχουν αλλάξει
(όπως στα όνειρα οι άνθρωποι)
Οι τοίχοι, τα πράγματα, κανένας δεν μας ξέρει
Είμαστε ξένοι μες στους ξένους.
Βρεθήκαμε αλλού!...Ω Θέε μου!
Μόλις περάσουν οι πρώτες πίκρες
Κατανοούμε, ότι δεν χωράει
Το παρελθόν στα πλαίσια της ζωής μας.
Μας είναι τόσο ξένο, όσο
Και στον γείτονα στην πολυκατοικία,
και ότι δε θα αναγνωρίζαμε εκείνους,
που έχουν πεθάνει, κι εκείνοι, που μας
αποχωρίστηκαν, ζουν άνετα
και χωρίς εμάς. Και όλα καλώς βαδίζουν»...

Η Αχμάτοβα γελιόταν, πιστεύοντας, ότι το παρελθόν δεν χωρούσε πια στα πλαίσια της ζωής της. Το παρελθόν επέστρεψε με τον πλέον οδυνηρό τρόπο. Ένα χρόνο μετά από την επίσκεψη του Μπέρλιν και την αναχώρησή του από τη Ρωσία,το 1946, δημοσιοποιήθηκε η Απόφαση του Οργανωτικού Γραφείου της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνστικού Κόμματος για τα περιοδικά «Ζβεζντά» («Αστέρι») και «Λένινγκραντ», στην οποία ασκούταν δριμύτερη κριτική της Άννα Αχμάτοβα και του σατυρικού πεζογράφου Μιχαήλ Ζόσσενκο. Από κείνη τη στιγμή και οι δυο τους ήταν καταδικασμένοι στη σιωπή και τη λήθη, διεγραμμένοι επιπλέον και από την Ένωση Σοβιετικών Συγγραφέων. Η εξόντωση δεν ήταν μόνο ηθική, αλλά και κυριολεκτική: εκτός από τη σιωπή, η ποιήτρια και ο συγγραφέας ήταν καταδικασμένοι σε θάνατο από πείνα.

Όσον αφορά την Αχμάτοβα η τιμωρία δεν περιορίστηκε μόνο στην απαγόρευση δημοσίευσης των ποιημάτων της. Τον Αύγουστο του 1949 συλλαμβάνεται ο Νικολάι Πούνιν, στο σπίτι του οποίου συνεχίζει να ζει, το Νοέμβριο – ο γιος της Λέφ Γκουμιλιόφ. Η Αχμάτοβα μπήκε σε ένα νέο κύκλο του Άδη του Δάντη. Ο Πούνιν θα πεθάνει στους πάγους της Σιβηρίας το 1953, ο γιος της θα επιστρέψει από το στρατόπεδο μόλις το 1956, μετά το 20ο Συνέδριο, όπου καταδικάστηκε η ειδωλολατρεία του Στάλιν...

Το Δεκέμβρη του 1949 η Αχμάτοβα αφιερώνει στον Στάλιν ένα κύκλο ποιημάτων, αλλά εκείνος δεν αποδέχεται τη θυσία της. Αυτά τα ποιήματα θα προσμετρηθούν από όλους εκείνους που λάτρεψαν το βιβλίο «Αντι -Αχματοβα».

«Κι έμαθα πώς συρρικνώνονται τα πρόσωπα
Πώς ο τρόμος ελλοχεύει κάτω από τις βλεφαρίδες
Και πώς η οδύνη γράφει με σφηνοειδείς χαρακτήρες
Τραχιές γραμμές τα μάγουλα,
Πώς κατάμαυρα ή ξανθά δαχτυλίδια τα μαλλιά
Μονομιάς καλύπτονται απ' ασημένια σκόνη,
Και σβήνει το χαμόγελό μου στα πειθήνιά μου χείλη
Κι ο φόβος, είναι νεκρικός, θροΐζει στο σβησμένο μου γελάκι.
Και για μένα δεν προσεύχομαι μοναχά,
Αλλά για όλους, αυτούς που στάθηκαν μαζί μου στη σειρά
Στη ζέστα του Ιούλη, στο ψύχος του χειμώνα
Κάτω από τον τόσο κόκκινο, τον τοίχο, κι αθώρητο ακόμα» 
(στίχοι από το Ρέκβιεμ σε μετάφραση του Γιάννη Αντιόχου, οι οποίοι ξαναζωντάνεψαν μακάβρια 10 χρόνια αργότερα)

Επόμενη συλλογή των ποιημάτων της θα βγεί μόλις το 1958, όταν μετά το 20ο Συνέδριο θα αρχίζει να πνέει το φρέσκο αγεράκι της Άνοιξης του Χρουσέφ. Η χαραμάδα απ’ όπου στην σοβιετική κουλτούρα έμπαινε η δροσιά της ελευθερίας, δεν μεγάλωσε, η πόρτα δεν άνοιξε τελικά. Αλλά αυτή η στενή χαραμάδα κατάφερε να γίνει δίαυλος, μέσα από τον οποίον ξεκίνησε μια αμφίδρομη κίνηση των χειρογράφων, βιβλίων, ιδεών. Το ίδιο κιόλας έτος, το 1958 θα «σταυρωθεί» ο Μπορίς Πάστερνακ για το «Δόκτωρ Ζιβάγκο» και το Βραβείο Νόμπελ, το 1963 θ’ αρχίσει το κυνήγι του Ιωσήφ Μπρόντσκι , ο οποίος το 1964 θα συλληφθεί και θα καταδικαστεί.

Το γεγονός είναι ότι η ζωή πρόλαβε ν΄αλλάξει. Η φήμη της Αχμάτοβα πέταξε εκτός των συνόρων της Σοβιετικής Ένωσης. Το 1964 η Αχμάτοβα θα ταξιδέψη στη Ρώμη για να παραλάβει το Διεθνές βραβείο Αίτνα-Ταορμίνα και το 1965 , στην Οξφόρδη θα ντυθεί με τον μανδύα του επίτιμου δόκτωρα αυτού του Πανεπιστημίου. Εκεί, στην Οξφόρδη θα συναντήσει για πρώτη και την τελευταία φορά τον ανιψιό της Αντρέι, γιο του αυτόχειρα αδερφού της από την Αθήνα. Αλλά και αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Στην επιστροφή στο Λένινγκραντ η Αχμάτοβα θα αποχαιρετήσει το Παρίσι, τα νιάτα της, όλη της τη ζωή. Το 1965 βγήκε από το τυπογραφείο η τελευταία της ποιητική συλλογή «Η κούρσα του χρόνου», αλλά η κούρσα της δικής της ζωής ήδη πλησίασε στο τέρμα. Στις 5 Μαρτίου του 1966 η Αχμάτοβα πέθανε. Την ίδια μέρα, το 1953, πέθανε και ο Στάλιν. Σύμπτωση; Μπορεί, αλλά όλη η ζωή της Αχμάτοβα ήταν κεντημένη με συμπτώσεις.

Η κηδεία της αποτέλεσε συμπαντικό γεγονός. Ο Λεφ Γκουμιλιόφ μάζεψε πέτρες μαζί με τους φοιτητές του και έχτισε στον τάφο της μητέρας του έναν τοίχο - σύμβολο εκείνου του κόκκινου, κι αθώρητου ακόμα τοίχου».

Η Αχμάτοβα και νεκρή έμεινε πιστή στην υπόσχεση, που κάποτε έδωδε, «να περιγράψει όλα αυτά».
πηγή:http://tvxs.gr/news/paideia/anna-axmatoba-brady

Η σκιά της σκιάς (αναδημοσίευση)


του Paco Ignacio Taibo II 


Εγώ δεν είμαι από 'δω.
Δεν είμαι απ’ αυτή τη γη όπου γεννήθηκα.
Και στη ζωή μαθαίνεις, μαθαίνει αυτός που θέλει να μάθει, ότι κανένας δεν είναι από κει που γεννήθηκε, από 'κει που τον μεγάλωσαν.
Ότι κανένας δεν είναι από πουθενά.

Μερικοί προσπαθούν να συντηρήσουν τις αυταπάτες και δημιουργούν νοσταλγίες, ιδιοκτησίες, ύμνους και σημαίες.

Ανήκουμε όλοι στους τόπους που δεν γνωρίσαμε.
Αν υπάρχει νοσταλγία, είναι για τα πράγματα που ποτέ δεν είδαμε, για τις γυναίκες που μαζί δεν κοιμηθήκαμε κι ούτε ονειρευτήκαμε και για τους φίλους που δεν αποκτήσαμε ακόμα, τα βιβλία που δεν διαβάσαμε, τα φαγητά που αχνίζουν στη χύτρα κι ακόμα δεν τα δοκιμάσαμε.
Αυτή είναι η αληθινή νοσταλγία, η μοναδική...