Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2014

Χωρίς ρίζες (αναδημοσίευση)


 Ξεριζωμένο κύλαε το ποτάμι. 
Αλλά κρατώντας οι άνθρωποι τις ξεχωμένες ρίζες τους 
θαρρούν από κάπου κρατιούνται 
και φυλάνε οράματα και οστά προγόνων και τέφρες ονείρων 
και τηρούν ευλαβικά κανόνες και νηστείες 
κι έτσι κατέβαιναν με προαιώνια εμβατήρια ψαλμωδίες και θρήνους
Βύρωνας Λεοντάρης, εκ περάτων 
Του Θωμά Τσαλαπάτη

«Θα μείνεις χωρίς καταγωγή, χωρίς παρελθόν, χωρίς ιστορία», ανέκραξε το κοράκι στον Αθηναίο και ύστερα έφυγε να κρυφτεί σε κάποιο κοινότοπο παραμύθι. Δεν γνωρίζω τον αριθμό, την ακρίβεια του κοινού χαρακτηριστικού, ούτε καν εάν υπάρχει κάποια σύμπτωση κοινού αισθήματος, αλλά γνωρίζω πως υπάρχει ένας πληθυσμός αρκετός που μοιράζεται το ίδιο γεγονός. Μιλώ για τους ανθρώπους τους ξεκομμένους από τον τόπο καταγωγής, αυτούς που γεννήθηκαν στην Αθήνα (ίσως να συμβαίνει και με άλλες πόλεις, δεν το γνωρίζω) και γνώρισαν την πόλη αυτή ως μόνο τόπο. Χωρίς χωριό για θερινές επισκέψεις, χωρίς μόνιμο προορισμό διακοπής, χωρίς κάποιο σπίτι φερμένο από μια διαδοχή γενεών να περιμένει για κάποια, όποια στιγμή. Γνωρίζοντας την πληροφορία του τόπου προέλευσης φυσικά, αλλά αντιμετωπίζοντάς την όπως τόσα άλλα στοιχεία ταυτότητας, όπως π.χ. εκείνο το: Πρόσωπο: ωοειδές.

Θυμάμαι εκείνες τις στιγμές στην πρώτη ηλικία, όταν οι συμμαθητές ή οι φίλοι της γειτονιάς απαντούσαν με απόλυτη φυσικότητα στην ερώτηση «πού θα πας διακοπές;», «μα στο χωριό φυσικά». Και συ κάτι καταλάβαινες και κάτι σου διέφευγε, έγνεφες απλώς προσφέροντας στο αυτονόητο του πράγματος και οι φίλοι έφευγαν κοντά τρεις μήνες, για να επιστρέψουν με εμπειρίες, στιγμές και άγνωστους σε σένα φίλους από το χωριό. Και έτσι στο δικό σου μυαλό, αυτό το χωριό των φίλων δεν ήταν μια σειρά από προορισμούς -χωριά και κωμοπόλεις σπαρμένες στον χάρτη της Ελλάδας- αλλά ένας και μόνο προορισμός (σχεδόν μυθικός στο πρώιμο μυαλό σου), το Χωριό, ένας τόπος δικής σου απώλειας που δεν μπορούσες να καταλάβεις.

Ετσι μάθαμε να τρώμε από τα έτοιμα. Υιοθετήσαμε την τρέχουσα ιστορία, το επιφανειακό της βάθος, την προκατασκευασμένη μορφή και χρήση της. Στα 18 δηλώσαμε στην ταυτότητα ως τόπο γέννησης την Αθήνα και προσπαθήσαμε να την υιοθετήσουμε, σαν τόπο καταγωγής, σαν τόπο μνήμης. Εχοντας πάντα γνώση πως κάποιο ψέμα κρύβεται σε αυτές μας τις δηλώσεις. Και έτσι μείναμε χωρίς προορισμό καταγωγής, με όποια επιστροφή να σημαίνει απλώς φεύγω, με ένα ταξίδι χωρίς πραγματική κατεύθυνση. Στέκουμε τώρα όρθιοι, στο παρόν όλων μας των ηλικιών, χωρίς να έχουμε κάτι να ξεχάσουμε.

Η χώρα αυτή -και η πόλη αυτή στο κέντρο της- στήθηκε απότομα. Μετακίνησε τους πληθυσμούς της στην κατασκευαστική της έξαρση, δέχτηκε πρόσφυγες από τα απέναντι παράλια μεταλλάσσοντας την ταυτότητά τους μέσα από τον εξευτελισμό. Δημιούργησε πρόσφυγες, εξόριστους, απόβλητους. Μετακίνησε, ξερίζωσε, υποσχέθηκε. Ομογενοποίησε ταυτότητες και τρόπους σε έναν εύκολο μέσο όρο πρακτικής κατεύθυνσης. Εσβησε και ξαναέσβησε σαν μαθητής σκράπας στην ιστορία.

Τώρα βλέπεις τους μετανάστες στη γειτονιά αυτή, το μόνο σημείο που έμαθες να αποκαλείς τόπο δικό σου. Φερμένους από τόπους μακρινούς, σπρωγμένους από βία, από όνειρο ή από ανάγκη. Και βλέπεις κάπου εκεί το τι σημαίνει καταγωγή, πόνος της νοσταλγίας, πραγματική μοναξιά από τόπο, ακούγοντας τον απότομο ήχο του ξεριζώματος. Και μέσα σε αυτή τη γειτονιά –το μόνο σημείο που έμαθες να αποκαλείς δικό σου– γίνονται και αυτοί κομμάτι του τόπου σου.

Ετσι περιπλανιόμαστε σε ένα δάσος με ανεστραμμένα δέντρα. Ομοια παραταγμένα το ένα δίπλα στο άλλο. Τα φύλλα πεσμένα στα χαμηλά. Τον κορμό τοποθετημένο με ανάποδη φορά. Και τις ρίζες στημένες στην κορυφή, γυμνές, σχετικές και μετέωρες, προσπαθώντας μάταια να μπήξουν τον εαυτό τους στα σπλάχνα του ουρανού. Αυτή η γενεαλογία μας και αυτό το γενεαλογικό μας δέντρο. Και έτσι, καθώς μεγαλώνουμε, όλο και απομακρυνόμαστε, όλο και αφαιρούμε τον δεσμό, την καταγωγή, τη συνέχεια. Το παρελθόν γίνεται όλο και πιο μακρινό, χάνεται κάπου στο θολό και στις υποθέσεις της ιστορίας. Κι εμείς, περπατώντας στο δάσος με τα γενεαλογικά δέντρα, γινόμαστε όλο και γηραιότεροι από ηλικία και όλο και νεότεροι από χρόνο.

Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2014

έρημος...


επικατάρατος εν γη αλμυρά…

Το “ως σεαυτόν” δεν ήτανε για μένα
Αγάπησα τους άλλους δίχως ν’ αγαπάω τον εαυτό μου
Χωρίς αγάπη του εαυτού μου 
δεν ήμουν ούτε εγώ ούτε
άλλος ανάμεσα στους άλλους.

Δεν ήμουν τίποτε μέσα στην τρικυμία της σάρκας μου
στα σαλεμένα λόγια μου και στ’ αναφιλητά του νού μου
μα έπασχα στα δράματα των άλλων
εγώ ο χαμένος πάντα στα αδιέξοδά τους
εγώ των αποχωρισμών τους ο εγκαταλειμμένος
ο παραμιλητός του πυρετού τους
Κι όλα αυτά έτσι 
για ένα ήθος δηλαδή για μια ιδεολογία

Δεν ήταν ήθος ύβρις ήταν. Και δεν το ‘ βλεπες
αργεί αλλά σε βρίσκει το κακό
άξαφνα όλα γυρνούν τ’ απάνω κάτω
πατάς τους όρκους σου και πράττεις τ΄ αντίθετα απ’ την
πίστη σου και μένεις
στην ερημιά της πτώσης σου
να δέρνεσαι και να χαλιέσαι.

Άν άντεξα τη ζωή μου ως εδώ δεν ήτανε για μένα
Και τώρα ποιος ο αμητός;
Ω βλέμματα, ω φωνές, ω αγγίγματα που με λιχνίσατε
στ΄ αλώνια της αλαζονείας και της ταπείνωσης
κρατήστε τον καρπό αλλά δώστε μου πίσω το άγανο
το άγανο που τ’ αφήσατε του ανέμου
και χάθηκε χρυσίζοντας
προς τον βαθύψηλο ουρανό.

Βύρων Λεοντάρης

Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2014

Εγώ σώζω ανθρώπους, δεν σώζω τράπεζες”


Του Νίκου Μπογιόπουλου
από enikos.gr

Ονομάζεται Ρομπέρτο Ρίβας. Είναι Ισπανός. Το επάγγελμά του είναι πυροσβέστης. Πριν λίγες μέρες δικάστηκε από την ισπανική δικαιοσύνη. Καταδικάστηκε και του επιβλήθηκε πρόστιμο 600 ευρώ. Το αδίκημα του Ρίβας ήταν ότι αρνήθηκε να εκτελέσει την εντολή των ανωτέρων του. Η εντολή που του είχαν δώσει ήταν να σπάσει την κλειδαριά στο σπίτι που διέμενε μια 85χρονη και να προχωρήσει στην έξωση της υπέργηρης γυναίκας, η οποία αδυνατούσε να πληρώσει το στεγαστικό της δάνειο.

Στην Ισπανία των χιλιάδων πλειστηριασμών σπιτιών από τις τράπεζες, η πολιτεία έχει αποφασίσει να αναθέτει στην Πυροσβεστική την διαδικασία της έξωσης των ανήμπορων ανθρώπων που έχουν οικονομικά καταστραφεί. Όταν οι ένοικοι του σπιτιού δεν συνεργάζονται και δεν… συμμορφώνονται στο ξεσπίτωμά τους, ανατίθεται στην Πυροσβεστική να παραβιάζει την είσοδο του σπιτιού. Και να πετάει τους ανθρώπους μαζί με τα υπάρχοντά τους έξω από το σπίτι. Έτσι οι τράπεζες παραλαμβάνουν το σπίτι «καθαρό»…. 

Ο Ισπανός πυροσβέστης αρνήθηκε να το κάνει. Αρνήθηκε να συνεργαστεί και να υπακούσει στην εντολή. Αρνήθηκε να ξεσπιτώσει την 85χρονη. Και η πολιτεία τον οδήγησε σε δίκη. Κατά την διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας και στο ερώτημα γιατί δεν εκτέλεσε την εντολή που του είχε δοθεί, ο Ρίβας απάντησε:«Εγώ σώζω ανθρώπους, δεν σώζω τράπεζες».

Η πολιτεία τιμώρησε τον Ρίβας για την ανυπακοή και την απείθειά του. Αμέσως μετά τη δίκη, εξερχόμενος της αίθουσας, ο Ρίβας πέρασε καταχειροκροτούμενος ανάμεσα από τους συναδέλφους του που είχαν παραταχθεί στην έξοδο του δικαστηρίου για να τον υποδεχτούν. Σε χειροκροτήματα ξέσπασε και το πλήθος του κόσμου που είχε συγκεντρωθεί στο χώρο. Ανάμεσά τους ήταν και τα μέλη του Συνδέσμου Θυμάτων Στεγαστικών Δανείων που έχει συσταθεί στην Ισπανία.

Οι επευφημίες δεν κόπασαν ούτε όταν ο Ρίβας φόρεσε τη στολή και το κράνος του και ανέβηκε στο όχημα της Πυροσβεστικής για να πιάσει δουλειά. Φεύγοντας το όχημα, το πλήθος αποχαιρέτησε τον Ρίβας και τους συναδέλφους του τραγουδώντας το «El pueblo unido jamás será vencido». Ο τίτλος του τραγουδιού στα ελληνικά είναι «Λαός ενωμένος, ποτέ ηττημένος»:

το τραγούδι εδώ

Μουσική για δύο φωνές-στην οδό Θεμιστοκλέους και Δερβενίων

Την Κυριακή 5 Οκτώβρη στον πεζόδρομο της Θεμιστοκλέους, εκεί που διασταυρώνεται με τη Δερβενίων, η Βαρβάρα και η Εϋα με τη φωνή τους και μόνο θα "ξορκίσουν" και αυτές με τη σειρά τους "το κακό". 

Τραγούδια που στρέφουν το βλέμμα στην ομορφιά, που θυμίζουν πως η ζωή δεν είναι αλλού, αλλά εδώ σε κάθε σπιθαμή της πατημασιάς μας, σε κάθε ανάσα του είναι μας, σε κάθε ψίθυρο της ψυχής μας. 

φωτογραφία (αναδημοσίευση)

από τον Costinho
  
Κυρίες και κύριοι, ζητώ λίγο την προσοχή σας. Δυστυχώς, δεν ξέρω... Σταματάει λίγο, σαστίζει. Μοιάζει να χάνεται. Δεν ξέρω να παίζω κιθάρα ή κάποιο μουσικό όργανο. Με την οικογένειά μου είμαστε με κομμένο φως και νερό από πριν απ'τις γιορτές. Δεν μπορούμε ούτε να πλυθούμε. Κανείς δεν ξεφτιλίζει τον εαυτό του αν δεν χρειάζεται. Δεν είναι απαραίτητο να μου δώσετε χρήματα, ακόμα και οτιδήποτε φαγώσιμο είναι σημαντικό. Να έχω φαγητό. Να μη γυρίσω σπίτι με άδεια χέρια. Αυτά συγκράτησα. Την όψη του σχεδόν την ξέχασα. Τα άδεια χέρια αλλάζουν βαγόνι.

Ποιες γιορτές να εννοούσε. Ο άνθρωπος που πεινάει, με τα άδεια χέρια, τα απλωμένα, μπορεί να έχει χάσει την αίσθηση του χρόνου, ίσως και του χώρου -αν και αυτοί, τόσο ο χρόνος όσο και ο χώρος, τον αναγκάζουν όλο και πιο άγρια σε αισθήσεις. Να πλυθούμε, να έχω φαγητό, να μη γυρίζω με άδεια χέρια. Ποιος χρόνος θα σταθεί στα βασικά άλλωστε, σε ποιο χρόνο σκύψαμε να δούμε τη ζωή ως μη αυτονόητη. Έξω στο σταθμό, μια νέα φωτεινή κοπέλα φωτογραφίζει άστεγους και ανάπηρους ζητιάνους. Δεν μοιάζει για ρεπορτάζ. Τι σημασία έχει. Τραβάει τη φωτογραφία και μετά αποστρέφει το βλέμμα, γυρίζει στο φίλο της. Αθανασία στο κλικ, θάνατος στο δρόμο.

Τα παιδιά με τις μηχανές, με όλη τη γενναιοδωρία του χρόνου και του χώρου, έχασαν την αίσθηση -κάθε αίσθηση. Οι άνθρωποι πεθαίνουν, ξεφτιλίζουν τον εαυτό τους για να μην πεθάνουν, ξεφτιλίζονται από ανάγκη, κι εμείς τραβάμε φωτογραφίες. Ο θάνατος στην πόλη μας βρήκε φωτογράφους. Παρακολουθούμε μια επιδημία που δεν μας αφορά, έναν τρόμο που δεν μπαίνει στο σπίτι μας. Το πολύ στο βλέμμα μας, άντε και κάνα ψιλό. Λογοτεχνούμε τη φρίκη -αυτό κάνω κι εγώ τώρα. Δεν υπάρχει απάντηση, δεν υπάρχει αίσθηση. Και πληγή πιο μεγάλη από αυτή δεν μπορεί να υπάρξει για μια γενιά. Ότι δεν πατάει σε δρόμο που στο τέλος του να φωτίζεται ο κόσμος. Ότι πάνω στο άνθος της δικής μας φωτογραφίας, βρίσκουμε και ρίχνουμε λίγο φως μόνο για να εγγράψουμε το θανατικό γύρω μας.

Τα ζεις και μετά τα γράφεις στο ίντερνετ, μου είπε με δάχτυλο ο άλλος. Δίκιο είχε. Απάντηση άλλη δεν είχε όμως. Κι ο άνθρωπος στο τρένο, την κιθάρα την εννοούσε για προσφορά.

Η φωτογραφία είναι από την κηδεία του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Ο κύριος μπροστά μου, κάπου μακριά από την εκκλησία και τους επίσημους, έκλαιγε συνέχεια. Πήγαινε όλο πιο πέρα από τον κόσμο, όχι μάλλον για να μην τον δουν, αλλά σαν να μην άντεχε, σαν να πνιγόταν. Πριν από αυτή την ημέρα, τον είχα δει σε ένα από τα τελευταία γυρίσματα της Άλλης Θάλασσας, στην οδό Σόλωμου, έξω από το γραφείο του σκηνοθέτη, να υποδύεται ως κομπάρσος τον άστεγο. Ευλαβικά, με υπομονή, σε κάθε επανάληψη της σκηνής έκανε ακριβώς ό,τι του παράγγελνε ο Θόδωρος. Κάτι πολύ λίγο, πολύ απλό ίσως. Για εκείνον όμως σοβαρό. Έτσι έδειχνε τουλάχιστον. Ρώτησα φίλους από το συνεργείο. Ήταν στ'αλήθεια άστεγος.

Το θέμα είναι (αναδημοσίευση)


Το θέμα είναι να εκδικηθούμε το θάνατο. Ο έρωτας είναι η μόνη μας εκδίκηση απέναντι στο θάνατο. Το θέμα είναι να αγκαλιαζόμαστε κάθε μέρα σφιχτά, να νιώθουμε τη ζεστασιά των κορμιών μας να καίει. Αυτά περίπου μου είπε η φίλη μου η Ε. ένα απόγευμα στα τέλη του Σεπτέμβρη, είχε μόλις θάψει τη μάνα της και φύσαγε ένα ελαφρύ φθινοπωρινό αεράκι. 

.Το θέμα είναι τα μεσημέρια του καλοκαιριού να τα περνάς με Μητροπάνο στην καντίνα με τις πλαστικές καρέκλες του γύφτου, να κερνάς ούζο τη δίπλα σου παρέα, να λες είναι ωραία η πουτάνα η ζωή. Το θέμα είναι, όταν το ηλιοβασίλεμα απλώνει τα γαμψά του νύχια και το αλκοόλ ανασηκώνει τα πέπλα της πραγματικότητας, εσύ να απαγγέλλεις στίχους του Λειβαδίτη: Αυτό το άστρο στον ουρανό είναι η πέτρα που είχαμε στο στόμα, μην και ξεφύγει ο στεναγμός μας. Το θέμα είναι να γυρνάς νύχτα απ’ την παραλία και το ραδιόφωνο να παίζει Χαρούλα, να τρέχεις να ξαλμυριστείς στα γρήγορα γιατί σε λίγο σε περιμένει η παρέα για μπύρες κάτω απ’ την κληματαριά. Το θέμα είναι να ανάβεις φωτιές με μικρά ξυλάκια στις πιο απομακρυσμένες παραλίες, η θάλασσα να είναι γεμάτη προσμονή και το βλέμμα του να αστράφτει. Το θέμα είναι να θέλεις τον κόσμο και να τον θέλεις τώρα γιατί το αύριο δεν θα έρθει ποτέ. Το θέμα είναι να νοικιάσεις ένα σπίτι σαν παιδική ζωγραφιά να το γεμίσεις γλάστρες με δυόσμο (θα ‘ρθουν χρόνια με νέες απώλειες σου λέω). Το θέμα είναι να χάνεσαι στα μονοπάτια με πυξίδα απορυθμισμένη. Να πίνεις αψέντι και η πράσινη νεράιδα να σε παίρνει απ’ το χέρι πάνω απ’ όλες τις θάλασσες του Λιβυκού. Το θέμα είναι να κάνεις έρωτα σε όλες τις παραλίες του Λιβυκού. Μετά, να αποχαιρετάς το καλοκαίρι με ρούμι και τζιτζιμπίρα στη ζεστή ακόμα άμμο, οι κεραυνοί να φωτίζουν τη νύχτα στην άκρη του ορίζοντα κι ένα ωραίο μπλε φεγγάρι να σου παίρνει το μυαλό. Το θέμα είναι να στάζει ο ιδρώτας απ’ τα μέτωπα σε σώματα που παλεύουν σε άδεια στρώματα. Να λες μοναδική μου πατρίδα είναι ο πούτσος, η κωλοτρυπίδα του, το στήθος, το μουνί της. Το θέμα είναι να πεθαίνεις κάθε που τα σώματα σπαράζουν. Να τρέμεις απ’ τον πόθο και να λες αυτή είναι η δική μου εξέγερση απέναντι στο χρόνο, στον αιώνα, των αιώνων, αμήν. Το θέμα δεν είναι να σώσουμε τον κόσμο ή να πραγματώσουμε την ουσία της ανθρωπότητας, το θέμα είναι να μάθουμε να μην τιναζόμαστε στα χάδια σαν καλώδια ηλεκτροφόρα.

.Το θέμα είναι να εκδικηθούμε το θάνατο, να τα ξοδέψουμε όλα πριν μας ανακαλύψει εκείνος, την ώρα της μοιρασιάς να μας βρει ξεβράκωτους, τίποτα να μην έχει να μας πάρει. Κι ο έρωτας η μόνη μας εκδίκηση απέναντι στο θάνατο. Το θέμα είναι να αγκαλιαζόμαστε κάθε μέρα σφιχτά, να νιώθουμε τη ζεστασιά των κορμιών μας να καίει. Αυτά περίπου μου έγραφε στο μήνυμα της η φίλη μου η Κ. κάπου στα μέσα του καλοκαιριού, Νίκο ο Παναγιώτης μας δεν τα κατάφερε, η κηδεία είναι τη Δευτέρα στις 3, ήταν ήδη απόγευμα κι όμως ο ήλιος έκαιγε ακόμα, καυτός.

Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2014

Σκόρπια ύλη (αναδημοσίευση)


από τον Αδέσποτο Σκύλο


by ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΑΚΟΣ

Μέσα μας δε λιώνουν οι νεκροί ποτέ. Βαστούν με τα δόντια το μερίδιο της σιωπής. Μας ομιλούν, ασφαλείς μες την κρυψώνα του χρόνου. Είναι οι αγαπημένοι μας που δε φθείρονται πια μπροστά στα μάτια μας, αλλά γεύονται χαδιάρικα τη δικής μας φθορά. Εμείς τρώμε τη σοκολάτα μα αυτοί απολαμβάνουν τη γεύση της.

Γιατί ένας ένας οι νεκροί στριφώνουν το μέσα μας. Μας ελευθερώνουν σιγά και βασανιστικά απ’ τη γητειά της ευκολίας. Απ’ την ξεγνοιασιά και την αδιαφορία. Σκηνογραφούν τη μνήμη και φωτίζουν τη φαντασία. Οι νεκροί μάς κάνουν δημιουργικούς. Μάς απευθύνουν το λόγο συνωμοτικά, με όλη την έπαρση αιωνιότητας που τους έχει κληροδοτήσει ο θάνατος. Είναι μες την κοιλιά μας οι νεκροί. Μέσα στο κάδρο της μονίμως βουρκωμένης κρίσης μας.

Σκόρπια ύλη που κλιμακώνει το λογοτεχνικό συναίσθημα και τον ποιητικό βερμπαλισμό του ανεόρταστου βίου. Οι νεκροί δεν βασιλεύουν και δεν ανταγωνίζονται. Τρώνε το φαγάκι τους στον κάτω κόσμο της σαδιστικής μας φαντασίας. Πίνουν τον καφέ τους υπό το φως κάποιου ξένου ήλιου. Είναι αυτοί που δεν έχουν πια εξουσία και γι’ αυτό μας εξουσιάζουν. Αυτοί που έγιναν σκόνη μέσα στην αρμονία των ουράνιων αριθμών. Αυτοί που στα δύσκολα, γίνονται δροσεροί επίδεσμοι, πάνω στη χαίνουσα πληγή της ζωής.

Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2014

Εθνικιστική μπόχα μέσα από τα ερείπια της Επιδαύρου (αναδημοσίευση)


από eksegersi.gr 

Ο ακροδεξιός εσμός, με αιχμή του δόρατος το αρχαιολογικό ιερατείο, χτύπησε και πάλι στην Επίδαυρο, καταφέρνοντας να κάνει διεθνώς ρεζίλι την αστική Ελλάδα. Μια Ελλάδα που, την ίδια στιγμή που υποκλίνεται στους τοκογλύφους του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου και επιβάλλει στον ελληνικό λαό έναν εργασιακό και κοινωνικό μεσαίωνα, αναζητά στα «κλέη των προγόνων» την απαραίτητη εκείνη «παρηγορία», η οποία τυφλώνει και αποκτηνώνει τις λαϊκές μάζες (όρα και σίριαλ της Αμφίπολης, βασισμένο σε μια ιδέα του Αντώνη Σαμαρά, σε σενάριο Αννας Παναγιωταρέα).

Τα γεγονότα είναι γνωστά. Ο Ματίας Λάνγκχοφ και τρεις ακόμη καλλιτέχνες συνελήφθησαν στην Επίδαυρο, διανυκτέρευσαν στο αστυνομικό τμήμα του Ναυπλίου και μετά από σχεδόν ένα 24ωρο αφέθησαν ελεύθεροι, «κατόπιν ωρίμου σκέψεως». Η «ώριμη σκέψις» ήρθε μετά τον καταιγισμό των αρνητικών δημοσιευμάτων, ακόμη και από τα πλέον φιλικά προς τη σημερινή κυβέρνηση έντυπα, τα οποία αντελήφθησαν αυτό που δεν μπορεί να αντιληφθεί ο εσμός των εθνικισταράδων. Οτι το να συλλαμβάνεις έναν 74χρονο θρύλο του ευρωπαϊκού θεάτρου, επειδή γύριζε νυχτιάτικα στην έρημη Επίδαυρο σκηνές που χρησιμοποιούσαν και το γυμνό σώμα μιας ηθοποιού, θα σε κάνει διεθνώς ρεζίλι. Ειδικά όταν το γυμνό έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον στην ίδια την Επίδαυρο και έχει, τρόπον τινά, κατοχυρωθεί ακόμη και εκεί ως στοιχείο της καλλιτεχνικής έκφρασης.

Ο υπουργός Τασούλας εμφανίστηκε το πρωί της Δευτέρας στο πρωινάδικο του Mega για να δώσει εξηγήσεις, ενώ νέα επικριτικά δημοσιεύματα αναγγέλλονταν για δεύτερη μέρα από τα πρωτοσέλιδα των μεγαλύτερων αστικών εφημερίδων. Σε συνεννόηση με το δίδυμο των εργολαβικών υπαλλήλων, το οποίο εκτελούσε μια ακόμη διατεταγμένη υπηρεσία, επεχείρησε να αποφορτίσει το γεγονός. Δεν υπήρξε σύλληψη, είπε, αλλά αλληλομηνύθηκαν καλλιτέχνες και αρχαιολόγοι και μεταφέρθηκαν στο Τμήμα για να κάνουν τις μηνύσεις και να δώσουν τις καταθέσεις τους! Και βέβαια, το θλιβερό δίδυμο των «δημοσιογράφων» δεν ρώτησε τον υπουργό το απλό: πώς γίνεται να μην έχουν συλληφθεί κάποιοι, οι οποίοι κρατούνται επί 16 ώρες κλειδωμένοι σε κάποιο κελί;

Είπε και άλλα ο άθλιος υπουργός του Σαμαρά. Ο Λάνγκχοφ επέδειξε κρυψίνοια (sic!) και δεν περιέγραψε το σενάριο που θα γύριζε. Αν μας το έλεγε, το πιθανότερο είναι ότι θα εγκρινόταν! Και τα σαΐνια της δημοσιογραφίας δεν τον ρώτησαν: καλά, αυτός επέδειξε κρυψίνοια, οι υπηρεσίες του υπουργείου, όμως, που ενέκριναν την άδεια, γιατί δεν ζήτησαν περαιτέρω διευκρινίσεις, γιατί δεν ζήτησαν αναλυτικό σενάριο για το τι θα περιλάμβανε το ολιγόλεπτο βίντεο που θα γύριζε ο Λάνγκχοφ για τις ανάγκες της χειμερινής του παράστασης (άσχετο με το ντοκιμαντέρ του Ολιβιέ Ζισουά για τον Λάνγκχοφ);

Εκείνο που μας είπε ο Τασούλας, με το δικό του τρόπο, είναι ότι ο εσμός των εθνικισταράδων έπαιξε και έχασε. Εχασε, γιατί δεν υπολόγισε πως ο Λάνγκχοφ είναι πολύ «βαρύ» όνομα για να μπορέσουν να κάνουν σε βάρος του ασκήσεις εθνικιστικής υστερίας. Μπορούμε, λοιπόν, να προβλέψουμε ότι η μήνυση που κατατέθηκε θα πάει στο αρχείο, γιατί αν ποτέ έφτανε σε δικαστήριο, το ρεζιλίκι θα ήταν πολλαπλώς μεγαλύτερο από αυτό της σύλληψης. Οποιος έχει την παραμικρή επαφή με την πολιτιστική ζωή μπορεί να φανταστεί το συνωστισμό «βαριών» καλλιτεχνικών ονομάτων, από την Ελλάδα και το εξωτερικό, που θα προσφέρονταν να καταθέσουν υπέρ των «βέβηλων» συναδέλφων τους.

Ο υφυπουργός Ανδριανός, όμως (ναι, ναι, πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο που έγινε γνωστό στο πανελλήνιο από την όζουσα υπόθεση Ζαχόπουλου, καθώς ήταν αυτός που παρέλαβε το περιβόητο DVD από τον «κομιστή» Θ. Αναστασιάδη), σκέφτηκε πως ήταν η ευκαιρία του να αλιεύσει κάποιες ακροδεξιές ψήφους από την εκλογική του περιφέρεια. Είδε την υπόθεση ως πολιτικό μάννα εξ ουρανού (αν δεν είχε συμμετοχή στο σχεδιασμό της). Μετέβη στην Επίδαυρο και συνεχάρη τον αρχιφύλακα και την επικεφαλής αρχαιολόγο, διότι με τη στάση τους υπερασπίστηκαν σθεναρά τα ιερά και τα όσια του έθνους! Μας εισήγαγε έτσι στην καρδιά του ζητήματος, που είναι η χρήση των αρχαίων μνημείων ως στοιχείων μιας μαύρης εθνικιστικής προπαγάνδας.

Η αστυνομική πλευρά αυτής της υπόθεσης είναι απλή. Κατά το κοινώς λεγόμενο, την είχαν στημένη στον Λάνγκχοφ. Γι' αυτό και έπεσαν σαν κάφροι πάνω στο κινηματογραφικό συνεργείο μες στ' άγρια μεσάνυχτα. Γι' αυτό και συνέλαβαν μόνον αλλοδαπούς, αφήνοντας σκόπιμα στο απυρόβλητο τη μοναδική Ελληνίδα του πολυεθνικού συνεργείου, κι ας ήταν η διευθύντρια παραγωγής στην Ελλάδα. Το μήνυμα έπρεπε να είναι πως κάποια «μιάσματα» από το εξωτερικό, παρά τα βαριά καλλιτεχνικά τους ονόματα, δε διστάζουν να «βεβηλώνουν» τα μνημεία «μας», των οποίων την ιερότητα μόνον «εμείς», οι «απόγονοι ενδόξων προγόνων», είμαστε σε θέση ν' αντιληφθούμε!

Απ' αυτή την άποψη, έχουν ενδιαφέρον οι προσεγγίσεις που έκαναν με δηλώσεις τους ο σκηνοθέτης Ολιβιέ Ζισουά και η διευθύντρια παραγωγής Ελένη Γιώτη. Αποφεύγοντας κάθε νομικίστικη προσέγγιση (και καλά έκαναν, γιατί από νομική άποψη η υπόθεση είναι επιεικώς γελοία), στάθηκαν στη μπόχα του πιο μαύρου εθνικισμού, που αναδύθηκε μέσα από τον αρχαιολογικό χώρο της Επιδαύρου (χωρίς να ευθύνεται, βέβαια, το αρχαίο αργολικό θέατρο για την εθνικιστική κακοποίησή του).

Παραθέτουμε τις δηλώσεις τους.

ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΝΗΜΕΙΩΝ
Καθώς πρόκειται να δικαστώ, μαζί με τον σκηνοθέτη Ματίας Λάνχοφ και άλλα μέλη της τεχνικής και καλλιτεχνικής ομάδας μας, με την κατηγορία της «προσβολής προς το μνημείο» για την πρόσφατη κινηματογράφηση που κάναμε στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, επιτρέψτε μου να εκφραστώ εδώ σε προσωπικό επίπεδο και να αφηγηθώ μια σύμπτωση που θα ήθελα να είναι απλώς ανεκδοτική, όμως την αντιλαμβάνομαι ως θλιβερά αποκαλυπτική.

Το 2012 σκηνοθέτησα το ντοκιμαντέρ «Σαν πέτρινα λιοντάρια στη μπασιά της νύχτας» για τα στρατόπεδα της Μακρονήσου. Η ταινία αυτή είναι κυρίως δομημένη πάνω στα ποιήματα που έγραψαν οι τότε εξόριστοι στη Μακρόνησο ποιητές Γιάννης Ρίτσος και Τάσος Λειβαδίτης. Τα γεγονότα είναι γνωστά: οι δραστηριότητες πολιτικής αναμόρφωσης των εκτοπισμένων στη Μακρόνησο περιλάμβαναν την κατασκευή αντίγραφων αρχαιοελληνικών θαυμάτων σε μινιατούρες (ο Παρθενώνας, ο ναός της Αθηνάς, το άγαλμα της Νίκης...). Οι εκτοπισμένοι με την κατηγορία του κομμουνισμού και έγκλειστοι στο «Εθνικό Σανατόριο της Μακρονήσου» έπρεπε με αυτά τα γλυπτά να αποδείξουν πως έγιναν και πάλι «καλοί Ελληνες», πως ξαναβρήκαν το δρόμο της Μητέρας Πατρίδας. Από την ακτή του Λαυρίου, στις πλαγιές του νησιού μπορούσε να διακρίνει κανείς τεράστιες επιγραφές από ασβεστωμένη πέτρα, όπως: «ΖΗΤΩ Η ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΑΣ».

Δύο χρόνια μετά από τη δημιουργία αυτής της ταινίας στη Μακρόνησο, αποφάσισα να αφιερώσω ένα ντοκιμαντέρ στο σκηνοθέτη Ματίας Λάνχοφ. Για περισσότερα από 50 χρόνια, ο Ματίας Λάνχοφ δεν έχει πάψει να επανέρχεται στα αρχαιοελληνικά κείμενα, να τα φέρνει αντιμέτωπα και σε αντήχηση με τον σύγχρονο κόσμο μας, στα μεγαλύτερα θέατρα της Ευρώπης. Κι αν οι σκηνοθεσίες του ταρακουνούσαν κάποιες φορές τα κείμενα, στόχος πάντα ήταν να τα καταστήσουν όσο γίνεται πιο ζωντανά. Υπό αυτή του την ιδιότητα, ο Ματίας Λάνχοφ είναι περισσότερο Ελληνας από πολλούς έλληνες πολίτες. Δεν είναι ένας «καλός Ελληνας», είναι όμως ένας υπερ-Ελληνας.

Ηταν λοιπόν για μένα λογικό να κινηματογραφήσω ένα μέρος αυτού του ντοκιμαντέρ για τον Ματίας Λάνχοφ στην Επίδαυρο, τόπο-μήτρα του ελληνικού θεάτρου, σκηνοθετώντας έναν νυχτερινό διάλογο ανάμεσα στον Ματίας Λάνχοφ και τον γάλλο δραματουργό και φίλο του Μισέλ Ντόιτς μέσα στο αρχαίο θέατρο. Οπως αναφέραμε στην αίτηση κινηματογράφησης που ενέκρινε το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, θα κινηματογραφούσαμε επίσης κάποιες εικόνες που ο Ματίας Λάνχοφ σκόπευε να χρησιμοποιήσει ως μέρος των σκηνικών βίντεο της νέας του παράστασης με τίτλο «Cinéma Apollo», η οποία εμπνέεται από το μυθιστόρημα «Η Περιφρόνηση» του Αλμπέρτο Μοράβια και από την ομώνυμη ταινία του Ζαν-Λικ Γκοντάρ. Η συνέχεια έδωσε τη σχετική τροφή για σκανδαλοθηρία: οι φύλακες του αρχαιολογικού χώρου έκριναν ότι οι εικόνες που κινηματογραφούσε ο Ματίας Λάνχοφ για τη σκηνή του «Οδυσσέας και Κίρκη» ήταν «πορνογραφικές»! Ολόκληρο το συνεργείο οδηγήθηκε στο αστυνομικό τμήμα του Ναυπλίου και οι εικόνες κατασχέθηκαν. Το ντοκιμαντέρ μου διακόπηκε.

Οπότε αναρωτιέμαι: αποστολή της αρχαιολογίας είναι, νομίζω, να φέρνει στο φως, να μελετά και να διατηρεί τα υπολείμματα κόσμων του παρελθόντος. Είναι απαραίτητη για τη «ζωή» αυτών των χαμένων μέχρι τη στιγμή της ανακάλυψής τους θησαυρών, ακόμη κι όταν είναι γυμνοί, όπως τόσα πολλά αρχαιοελληνικά αγάλματα που θαυμάζουμε μέσα στα μουσεία.

Ενώ κάποιοι καλλιτέχνες μεταξύ των οποίων και ο Ματίας Λάνχοφ πασχίζουν να ζωντανέψουν τις πέτρες της Επιδαύρου με τη δύναμη του ζωντανού θεάτρου και της τέχνης γενικότερα, άλλοι αναζητούν μονάχα να απολιθώσουν τον τόπο σε μια λατρεία ενός ένδοξου παρελθόντος. Αυτό είναι ιδιαίτερα θλιβερό, πόσο μάλλον όταν κάτω από την έννοια της «προσβολής στο μνημείο» για την οποία κατηγορούμαστε, βλέπω να αναδύεται η φρικτή αποφορά ενός υφέρποντος εθνικισμού για την προώθηση μιας «ΑΙΩΝΙΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ» που πίστευα ότι ανήκει σε άλλες εποχές...

Ολιβιέ Ζισουά
Σκηνοθέτης κινηματογράφου
21 Σεπτεμβρίου 2014
Μετάφραση από τα γαλλικά: Ελένη Γιώτη

Η ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΓΥΜΝΗ
Δεν είχα φανταστεί ότι οι παλιές αψιμαχίες του Ματίας Λάνχοφ με αρχαιολόγους της Επιδαύρου θα ενέπνεαν στους τελευταίους την επιθυμία να κινητοποιήσουν με τόσο μένος διωκτικούς και δικαστικούς μηχανισμούς εναντίον μιας δεκαμελούς ομάδας καλλιτεχνών και τεχνικών του θεάτρου και του κινηματογράφου. Αφενός το να κατηγορείται ο Ματίας Λάνχοφ και οι συνεργάτες του για πορνογραφία είναι γελοίο, αφετέρου το έργο του καλλιτέχνη είναι πολύ μεγάλο για να χρειάζεται τη δική μας υπεράσπιση. Ούτε χρειάζεται τη δική μας υπεράσπιση το γυμνό σώμα ως στοιχείο της θεατρικής έκφρασης, καταχωρημένο πια και στη σύγχρονη ιστορία της σκηνής της Επιδαύρου (ας θυμηθούμε τις «Βάκχες» του Λάνχοφ το 1997, την «Ηλέκτρα» του Πέτερ Στάιν το 2007, τον «Οθέλλο» του Τόμας Οστερμάιερ το 2010). Αυτό που ίσως χρειάζεται υπεράσπιση είναι η αρχαιολογία ως επιστήμη που προστατεύει και αναδεικνύει την ιστορία της ανθρωπότητας, μόνο όταν δραπετεύει από τις στρεβλώσεις και τις αγκυλώσεις ενός μαύρου εθνικισμού που τη μετατρέπει σε εργαλείο πολιτικής προπαγάνδας και που εν τέλει εμποδίζει τη συνομιλία του αρχαίου κόσμου με τον κόσμο του σήμερα και του αύριο.

Ελένη Γιώτη
Διεύθυνση παραγωγής του ντοκιμαντέρ για τον Ματίας Λάνχοφ στην Ελλάδα
21 Σεπτεμβρίου 2014

Χωρίς ταυτότητα (αναδημοσίευση)


Ο Αρης Σκιαδόπουλος έγραψε για τον Ημεροδρόμο

Να συστηθώ.
Δηλώνω Κομμουνιστής.
Δεν είμαι μέλος και δεν έχω ταυτότητα.
Δεν έθεσα υποψηφιότητα στην κρίση κανενός. Συνεπώς δεν κινδυνεύω να με διαγράψει κανείς.
Ψηφίζω ΚΚΕ και θα ψηφίζω με δική μου επιλογή και με βάση τις δικές μου αξιακές αρχές

.Θα μπορούσα να μην έχω και δελτίο ταυτότητας που να βεβαιώνει ότι είμαι Ελληνας γιατί έτσι κι αλλιώς Ελληνας εγεννήθην.
Οπως επίσης ότι ανήκω στο αρσενικό γένος δίχως ν” απαιτείται ιατρική βεβαίωση που να το πιστοποιεί..

Στο ψηφιδωτό τής μνήμης μου έχουν τη δική τους θέση, ο Τσε, ο Ζαχαριάδης, ο Βελουχιώτης, ο Πλουμπίδης, ο Κώστας ο Κάππος, ο Λαμπράκης, ο Πετρουλας, ο Νίκος Καρούζος, ο Μιχάλης Κατσαρός,ο Σεφέρης,ο Μαρξ,ο Χατζηδάκις, ο Βαμβακάρης, ο Τσαρούχης, ο Θεόφιλος, ο Κουν, ο Παπαδιαμάντης, ο Μίκης, οι Μπιτλς, ο Μαρκές, ο Πάμπλο κι ένα σωρό άλλοι…

Φωτοδότες του βίου μου..Καθένας, ένας φάρος που ορίζει μια στάση και μια πορεία.

Καθοδηγητής μου ο μπάρμπα Πάνος Καραβίας, ψαράς από το Μεσολόγγι. Πηγαινοερχόταν από εξορία σ” εξορία μ” ένα δισάκι έτοιμο πάντα στη γωνιά. Σ” ένα διάλειμμα απ” αυτά τα πηγαινέλα μούπε:

«Άν παιδί μου έχεις μέσα σου το αίσθημα δικαίου είναι μοιραίο να γίνεις Κομμουνιστής»…
Κι ήταν αρκετό αυτό.

Με μια πέννα βιοπορίστηκα και οδοιπόρησα εν τω βίω. Χωρίς ποτέ να θεωρήσω ότι ο δημοσιογράφος είναι τίποτα περισσότερο από έναν βιοπαλαιστή. Απλά αποτελεί πάντα το εφαλτήριο,τον αγωγό, απ” όπου αποκτά δημοσιότητα η αγωνία τής κοινωνίας. Η πέννα μου δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια… σφεντόνα απέναντι στα θωρηκτά τής Εξουσίας..

Αυτή τη σφεντόνα ξαναπαίρνω μέσα απ´ αυτό εδώ το ταμπουράκι.
Είναι η μόνη που μου παρέχει τη δυνατότητα ν αντισταθώ σ αυτό το πολιτικό και αισθητικό τέλμα που καθημερινά προσβάλλει την νοημοσύνη μου και καταρρακώνει την πατρίδα μου.

Δεν καταδικάζω τη βία από όπου κι αν προέρχεται. Γιατί υπάρχει κι εκείνη η βία που αποτελεί συνθήκη ύπαρξης μιας κοινωνίας,απέναντι στη βία που την εξουθενώνει. Στη βία που:

-Οδηγεί χιλιάδες πατριωτάκια μου στην απόγνωση και στην αυτοκτονία.
-Διώχνει βίαια από τη χώρα μου τα παιδιά της, τους επιστήμονες που είναι η προοπτική για το μέλλον. Η με τα διδακτορικά στο χέρι, τους στέλνει σερβιτόρους σ” ανθρώπους τής νύχτας και σημαδεύει τούς γονιούς με κατάθλιψη.
-Καταδικάζει σε θάνατο φτωχούς κι ανήμπορους.
-Αναδεικνύει σε άρχουσα τάξη, λαθρέμπορους, χρεοφειλέτες και υπόδικους, πράξεων εγκληματικά ειδεχθών σε βάρος της πατρίδας και τής κοινωνίας.
-Προάγει την μετριότητα σε αυθεντία και περιθωριοποιεί το όνειρο και τη δημιουργικότητα.

Μ αυτή τη σφεντόνα σημαδεύω τρυφηλά οπίσθια, γιατί κατάστηθα σημαδεύεις μόνο τα Αναστήματα. Εκεί σημαδεύεις μόνο όσους νομίζουν πώς ομιλούν ενώ στην ουσία πέρδονται.

Και μελαγχολώ όταν σκέφτομαι ότι αυτός ο τόπος, που ανέδειξε Θερμοπύλες, Αρκάδια και Μεσολόγγια, σήμερα ασφυκτιά από τούς ασπάλακες που αφοδεύουν στα Ηρώα των νεκρών μου.

Καλώς σάς ηύρα..

Ο καλός άνθρωπος (αναδημοσίευση)

by ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΑΚΟΣ

Ένας βραζιλιάνος ποιητής ο Λέντο Ιβο λέει πως, ο καλός θαλασσοπόρος κάνει πάντα δύο ταξίδια σε κάθε ταξίδι του. Εμείς γνωρίζουμε το ένα, αυτό για το οποίο μας πείθουν τα γεγονότα. Ε λοιπόν, αυτό συμβαίνει και στη ζωή. Ο καλός άνθρωπος ζει πάντα δυο ζωές σε κάθε ζωή του. Εμείς γνωρίζουμε τη μία, αυτή για την οποία μας πείθουν τα γεγονότα. Η άλλη είναι τόσο κρυφή αλλά και τόσο φανερή που κάποιος μπορεί να την αμφισβητήσει. Είναι μια ζωή στο όριο και μια ζωή έξω απ’ τις παλινωδίες του βιοπορισμού. 

Ο καλός άνθρωπος δεν κάνει αγαθοεργίες. Τις παλεύει. Δεν σκουπίζει τον κώλο του με χαρτονομίσματα και δεν ανοίγει σαμπάνιες στο σκυλάδικο. Δεν πιστεύει στον ανθρωπισμό αλλά στον άνθρωπο. Ο καλός άνθρωπος κρατάει ζωντανή την ανθοφορία της επικοινωνίας. Φτιάχνει συλλογικότητες όχι για να πολεμήσει άλλες, αλλά για να στηρίξει τον εφαρμοσμένο κοινωνισμό δηλαδή την αλληλεγγύη και τη χαρά της προσφοράς χωρίς αντάλλαγμα. 

Ο καλός άνθρωπος τις μεσαίες σελίδες του Βήματος και της Καθημερινής με τους βασιλιάδες και τους προέδρους των κρατών τις βάζει στον πάτο απ’ το κλουβί για να χέζουν τα καναρίνια. 

Όμως ο καλός άνθρωπος στη δεύτερη ζωή του δεν κάνει ούτε αυτό. Ανοίγει το πορτάκι για να φύγει το καναρίνι. Και πάει αυτός στο μέγαρο των καναρινιών με την καλή του. Και ξαπλώνει κάτω απ’ το δέντρο της γνώσης που είναι το δέντρο της ζωής. Ο καλός άνθρωπος βγάζει το βρακί του και τα σκήπτρα της κοινωνικής του ταυτότητας. Τα φίμωτρα, τις απόψεις των εφημερίδων, τα ευαγγέλια των νικητών. 

Ο καλός άνθρωπος προσεύχεται δια παντός στο υγρό εικονοστάσι της καλής του.