διαβάζω τον Κολτές και νιώθω ότι θα μου φύγει το μυαλό, από αυτό μάλλον θα είναι ο πονοκέφαλος, ανάμεσα σε δύο πρόβες, το ίδιο έργο δύο φορές σε μια μέρα, δύο πρόβες -περάσματα ας πούμε, έτσι τα λένε- γιατί αύριο είναι η πρεμιέρα, είναι μια πρεμιέρα -παραστάσεις κάνουμε και ζούμε, κάνουμε για να ζούμε, παίζουμε και ζούμε, έτσι ζούμε, άλλος ζει επειδή θυμάται απέξω έναν σκοπό, μπορεί και τον σφυρίζει, τον τραγουδάει μετά από 18 χρόνια, τόσα μου είπε, άστεγος, μπορεί και τον τραγουδάει, έτσι ζει· στην Ομόνοια στον ηλεκτρικό, κουρασμένος από δύο πρόβες κι από το ανάμεσά τους, κυρίως αυτό, όλες τις αναμονές, κουρασμένος από κάθε αναμονή και κάθε ανάμεσα, εκείνος θα κάτσει δίπλα μου περιμένοντας, σε μια άλλη αναμονή αυτός, αφού αποδεικνύεται πως όταν έρχεται το τρένο μου αυτός θα συνεχίσει να κάθεται στο παγκάκι, γιατί δεν έχει σκοπό να πάρει κανένα τρένο, που να πάει άλλωστε, σάμπως έχει κάποιο εδώ για να έχει και κάποιο εκεί; παρέα θέλει, κάποιον να μοιραστεί κάτι, εμένα για να μοιραστεί την αναμονή μου, να πάρει χρώμα Ομόνοιας το ανάμεσα, ανάμεσα στα ανακαινισμένα πλακάκια και τις αιώνιες ράγες, τον ηλεκτρικό που μεταφέρει αναμονές από πάντα· στην ερώτηση με τι ασχολούμαι, βλέποντάς με να διαβάζω με πονοκέφαλο, γυρνώντας από τις δύο πρόβες, κάνω το λάθος και του λέω κάτι για το θέατρο, ποιο θέατρο με ρωτάει, ποιο θέατρο να πω στον άστεγο, ποιο εδώ θέατρο και ποιο εκεί, παραστάσεις του λέω, κανένα λάθος δεν έχω κάνει, τι παραστάσεις με ρωτάει, τι να του πεις για πρόβες και τεχνικά λάθη και λεπτομέρειες και όλα τα ανάμεσα, που ένα λεπτό πριν ήταν όλα δικά σου, κουραστικά και εντελώς δικά σου, κουραστικά δικά σου· μελωδία της ευτυχίας μου λέει, αυτή είναι η τελευταία φορά που πήγε θέατρο, πριν πολλά χρόνια, αυτή η παράσταση με την Αλίκη, λέει· θέλω να μην καταλάβω ποια Αλίκη εννοεί, βαριέμαι να καταλάβω, αλλά καταλαβαίνω, γιατί μου μιλάει για εποχή, μια εποχή πριν, μια εποχή, μου τραγουδάει το τραγούδι της εισαγωγής, στα ελληνικά, είναι αυτό που είπε η Τζούλι Άντριους, αλλά με ελληνικά, έτσι ήταν στην παράσταση, μου τραγουδάει κι άλλο τραγούδι, θυμάται έτσι την Τζούλι Άντριους, μου τραγουδάει το I could have danced all night από το ωραία μου κυρία, άλλη μεγάλη παράσταση αυτή, στα αγγλικά αυτό, περίπου αγγλικά, τη θυμάται γιατί έχει πάθει πια κάτι σοβαρό στη φωνή της και δεν μπορεί να τραγουδήσει, μόνο να μιλήσει, κάτι πολύ σοβαρό, μου δείχνει το σημείο στο λαιμό, άστεγος με τρία τέσσερα δόντια· σύνολο· δεν είναι κοντράστ αυτό, είναι ζωή μέσα σε κάτι που αρνείται τη ζωή, που την απαγορεύει, που απαγορεύει, το εδώ και το εκεί, τις αναμονές και τους προορισμούς, άστεγος θα πει να μην έχεις που να πας, θα πει να ψάχνεις παρέα γιατί δεν έχεις ποιον να καλέσεις, δεν έχεις που να τον βάλεις να κάτσει ακόμα κι αν έχεις να τον τρατάρεις, να μην έχεις κανένα εδώ να μοιραστείς, μόνο τις μελωδίες μιας κάποιας ευτυχίας, όπως αυτή συντάσσεται στον ηλεκτρικό στην Ομόνοια μετά από δύο πρόβες, τις τελευταίες πριν από μια πρεμιέρα· μου τραγουδάει το my favorite things, στα ελληνικά πάλι τώρα, όπως το'λεγε η Αλίκη, μπακίρια φλόγες γλυκό σαντιγί, να κάποιοι φίλοι που έχω στη γη -ο άστεγος-λευκές κορδέλες μικρά εκκλησάκια, χιόνι που λιώνει σε μύτες κι αυτάκια, χειμώνες άσπροι του Μάη πρωί, τι ομορφιές μου'δωσε η ζωή -συνεχίζει, ρεφρέν-κι αν ο κόσμος αγριεύει και με κυνηγά, εγώ πολεμάω γι'αυτά που αγαπώ, τους δίνω ζωή ξανά, ο άστεγος όλα αυτά, 18 χρόνια πριν, εποχή πριν, φεγγάρι πάνω σε γλάρου φτερά, δώρα της γης που μου δίνουν χαρά, τι σκατά χαρά παίρνεις, τι ομορφιές να σου'δωσε η ζωή, που μόνο σου πήρε, όπως σου πήρε δόντια και προορισμούς, τι σκατά θέλεις να με κάνεις να νιώθω, πέρα από το ότι έχω παρέα στην αναμονή και στο τελευταίο ανάμεσα, ανάμεσα κούραση και σπίτι, ανάμεσα στις πολυτέλειες των προορισμών μου, των εδώ και των εκεί μου, ποιος είναι ο άστεγος γαμώτο, ποια είναι η μελωδία της ευτυχίας που εγώ δεν θυμάμαι να σφυρίξω, ποια τραγούδια να σου πω εγώ, πως μπορείς και τραγουδάς με τα τρία τέσσερα δόντια γι'αυτά που πολεμάς και αγαπάς, πως δίνεις ζωή ξανά, ποια κούραση να σου ομολογήσω, ποιος μπορεί να κουράζεται, πόσο κουράζεσαι εσύ να μοιράζεις παρέα σε κουρασμένους, ενώ λες ότι ψάχνεις για παρέα, έτσι να περάσει ο χρόνος σου, έτσι μου είπε, μύτες κι αυτάκια λευκές κορδέλες μπακίρια φλόγες, να'βρισκα τώρα ένα γλυκό σαντιγί να στο κέρναγα με όλη μου την καρδιά, επειδή με κέρασες μια αναμονή λιγότερη, επειδή δεν κατάλαβα ποιος ήταν ο άστεγος, και επειδή μόλις μπήκα στο τρένο και έκλεισαν οι πόρτες πίσω, θυμήθηκα ποιος είναι ο άστεγος, ποιος έχει προορισμό και κούραση και ανάμεσα και πρόβες και ποιος τραγουδάει τη μελωδία της ευτυχίας μέσα από τα τρία δόντια που του άφησε η ζωή μαζί με τα 18 χρόνια που δεν ξέρει που πέφτει το θέατρο, αλλά μόνο ο ηλεκτρικός της Ομόνοιας.
τη θυμάμαι την κομψή κυρία με το βιολί, από παλιά στα τρένα να παίζει, πάντα το βιολί με αξιοπρέπεια πάνω από το ταγεράκι, πάντα ταγεράκι, στα πόδια της στριμωχνόταν ένα παιδάκι, μάλλον το παιδί της, που ανέκφραστα περήφανο έπαιζε κι αυτό βιολί, καλύτερο από κείνη, τελοσπάντων εκείνο σόλαρε, Μότσαρτ ή κάτι πιο δύσκολο, περπατώντας μέσα στο βαγόνι σόλαρε, εκείνη σιγόνταρε και χαμογελούσε, καμάρωνε, επαιτούσε και καμάρωνε· απαιτούσε· να καμαρώσουμε όλοι για τούτο το παιδί στα πόδια της που στριμώχνεται στα πόδια των επιβατών, στις αναμονές του πλήθους, στις αποστάσεις σπίτι δουλειά, στις στολές γραβάτα χριστοπαναγία, να καμαρώσουμε τους εαυτούς μας που μπορούμε και ακούμε μουσική καθώς ανταλλάζουμε αποστάσεις με χριστοπαναγίες και παζαρεύουμε αναμονές με κούραση, τη θυμάμαι την κυρία με το παιδί πολλά χρόνια πριν, σχεδόν μια εποχή πριν, την έχασα για χρόνια -για σχεδόν μια εποχή- μια φορά νομίζω ότι την είδα μόνη της και αναρωτήθηκα για το παιδί, τι να έγινε τόσο περήφανο που έπαιζε, τόσο που καμάρωνε γελαστά εκείνη γι'αυτό, άραγε σπούδασε; παίζει καλύτερα; βρήκε γκόμενα; γκόμενο; άλλαξε το βιολί με μπάλα; γύρισε σε κάποια πατρίδα; δουλεύει για να ζήσει; δεν παίζει πια για να ζήσει; αυτό είναι ιδέα: να παίζεις για να ζεις· να παίζεις· λίγο πριν τον άστεγο λοιπόν, πριν και τη δεύτερη πρόβα, μία αναμονή πριν, είδα την κυρία με το βιολί στη Φειδίου, να παίζει στα τραπέζια του Καπετάν Μιχάλη, στην πίσω έξοδο του κινηματογράφου Ιντεάλ -αν ξέρεις από Αθήνα ήδη σου περιέγραψα μια ζωή ολόκληρη- χαμογελαστή πάλι, μαραμένα τα γιούλια και οι βιόλες, αυτό έπαιζε, καθόλου μαραμένα, καθόλου Μότσαρτ, χωρίς το παιδί, τι να'γινε άραγε εκείνο το παιδί, ίσως σπουδάζει για τα καλά τώρα, ίσως γύρισε σε κάποια πατρίδα, έμεινε πίσω η μαμά να παίζει για να ζει, ανάμεσα στις πρόβες που ζούμε για να παίζουμε, έτσι ζούμε, έτσι ανάμεσα· ακριβώς πιο πέρα ένα νεόδμητο νεοφώτιστο ολοφώτιστο γκαράζ ισόγειο -με αρκετά υπόγεια φαντάζομαι- στους τοίχους του οποίου σε καλοσωρίζουν (αν είσαι οδηγός) ή απλά σε χαιρετούν (αν καμώνεσαι τον διαβάτη, που καταδέχεται να σηκώνει το βλέμμα που και που) τεράστιες τυπωμένες μορφές κάποιων εποχών πριν· εποχές για την ακρίβεια, όχι μορφές: ο Ρίτσος, ο Κάφκα, η Κάλλας, ο Βάρναλης, ποιητές, ζωγράφοι, ξανά ποιητές, ο Εγγονόπουλος, όλοι νεκροί σήμερα, στην έναρξη ενός υπογείου, γκαράζ μεν υπόγειο δε, ο κάτω κόσμος των αυτοκινήτων, νεκρές εποχές που φυλάνε τα αυτοκίνητα, τα αυτοκίνητα προορισμούς, ακριβώς πιο πέρα από την Φειδίου, από την κυρία με το βιολί, από τον Καπετάν Μιχάλη, από την έξοδο του σινεμά, από το ανάμεσα, από την πρόβα, από την πρεμιέρα, από την κίνηση, από τον ηλεκτρικό, τι γκαράζ κι αυτό, τίγκα στη λογοτεχνία και την ποίηση, στις νεκρές εποχές της, στις μυρωδιές του κάτω κόσμου, κι ο πάνω κόσμος να'ναι οι τροχοί.
δύο ή τρεις ώρες μετά, στη συμβολή της Φειδίου με την Τρικούπη, αν ξέρεις από Αθήνα, ένα αγόρι βουτάει μια κοπέλα, στην αρχή μοιάζει με καυγά, για ένα δευτερόλεπτο μόνο, αλλά είναι το κορίτσι του, βουτώντας την κάνει κορίτσι του, έτσι γίνονται αυτά, πάντα έτσι γίνονταν, κι αυτή αφήνεται, βουτιά σε κείνον, σαν σε καυγά, που βουτάς μέσα σε μια φωτιά και βγαίνεις όμορφος, γιατί στον καυγά φωνάζουν αλήθειες και οι δύο, αυτό είναι ένας καυγάς, αλήθειες μαλακισμένες κι οι δύο, αλλά αλήθειες, από αυτές που δεν ζητάνε τίποτα παρά τον άλλο, ολόκληρο τον άλλο, ολόκληρο σε μιαν αλήθεια, ολόκληρο αλήθεια, όταν το αγόρι την βουτάει, την βουτάει ολόκληρη, τίποτα δεν αφήνει να μείνει πίσω της, ούτε άστεγος ούτε κυρία με βιολί ούτε καν λίγο από το μαλλί του κοριτσιού, κόσμος άλλος δεν υπάρχει, ο κόσμος είναι εδώ, μόνο την Φειδίου να συναντήσει την Τρικούπη αφήνει, κάθε δευτερόλεπτο να συναντάει την Τρικούπη -πεζοδρόμια εκεί από αιώνες, από πάντα- όπου μπορεί να χαζέψει κανείς σταματημένα αυτοκίνητα, σε κίνηση δηλαδή, κολλημένα στη λάσπη του χρόνου και των εν δυνάμει καυγάδων, των πολλά υποσχόμενων καυγάδων, των εδώ και εκεί γωνιών της πόλης, στάσεις σαν από πάντα ορισμένες στο χάρτη -όταν λέμε από πάντα εννοούμε ακόμα και το ένα δευτερόλεπτο πριν γεννηθούμε, όχι αναγκαστικά μια εποχή πριν, τον κόσμο που υπάρχει πριν από σένα, που υπάρχει, ο κόσμος που επιτρέπεται να υπάρχει αφού το αγόρι κρατήσει για λίγο το κορίτσι- διαβάζω τον Κολτές ακόμα, γεμίζουν τα ανάμεσα με πονοκέφαλο, δύο παναντόλ έτσι για τη φάση, για τη χαρά της συμμετρίας στις πρόβες -στις δύο πρόβες- στην πρεμιέρα και στην Αλίκη, στα τρία τέσσερα δόντια, στο κορίτσι που γίνεται κορίτσι του, στον Κάφκα που υποδέχεται αυτοκίνητα με τον Ρίτσο, στον πάνω και τον κάτω κόσμο, ένα παναντόλ για την κυρία με το βιολί, ένα στη σκέψη του αγοριού που ίσως σπούδασε ή γύρισε σε κάποια πατρίδα, όλος ο πονοκέφαλος ανάμεσα, όλη η αναμονή αγόρι κορίτσι, αγόρι κορίτσι αναμονή αγόρι κορίτσι, αγόρι της κορίτσι του, πόλη αναμονή πόλη ανάμεσα προορισμοί αναμονές πόλη αγόρι κορίτσι αγόρι κορίτσι κυρία με βιολί αγόρι που ίσως σπούδασε άστεγος με ομορφιές με δώρα αγόρι κορίτσι αγόρι κορίτσι, μόνο αγόρι κορίτσι μόνο αγόρι κορίτσι, μόνο αγόρι της και μόνο κορίτσι του· βουτιές στην Φειδίου άστεγοι στον ηλεκτρικό κυρία με βιολί πόλη μελωδία κάποιας ευτυχίας· δηλαδή αγόρι κορίτσι δηλαδή αγόρι της κορίτσι του· δηλαδή.