Από τον Θωμά Τσαλαπάτη
(στην εφημερίδα Εποχή)
(στην εφημερίδα Εποχή)
Περνούν οι μέρες, περνούν τα άρθρα. Κείμενο πέφτει πάνω σε άλλο κείμενο, σκόνη πάνω σε άλλη σκόνη, λόγια που μοιράζονται σε γραμμές, σε παραγράφους, σε οθόνες. Πρόχειρες σκέψεις, σκέψεις μελετημένες, γραμμένες στη βιασύνη της διορίας, στον άπλετο χρόνο εκτός ωραρίου. Υποσημειώσεις και παρατηρήσεις στο οπισθόφυλλο της μέρας, της κάθε μέρας. Στην περιοδικότητα των περιοδικών, στο εφήμερο των εφημερίδων, ανάμεσα σε ένα κλικ που γεννά και ένα κλικ που σβήνει. Άρθρα πάντοτε φρέσκα, ένα βήμα πριν το φέρετρο της ταξινόμησης, το ρηχό τάφο του αρχείου.
Πού πάνε τα άρθρα όταν πεθαίνουν;
Ποια η διάρκεια ενός άρθρου; Είναι ο χρόνος που καταναλώνει κάποιος να το διαβάσει; Η στιγμή μέχρι να αντικατασταθεί από ένα νέο κείμενο του ίδιου αρθρογράφου; Ο χρόνος που διεκδικεί στη σκέψη του αναγνώστη μέχρι να σβηστεί από άλλα γεγονότα, σημειώσεις, παρατηρήσεις ή και άλλα άρθρα; Και που πάνε τα άρθρα όταν πεθαίνουν; Όταν βγαίνουν εκτός κυκλοφορίας, εκτός αφής και εκτός μνήμης. Άραγε συνεχίζουν να συνομιλούν και τότε; Να επαναλαμβάνουν τα ίδια λόγια, τα ίδια σχόλια, την ίδια εκείνη μέρα που περιέχουν; Και αν όχι, τότε για τι θέματα μιλούν; Μήπως παραφράζουν τους εαυτούς τους; Μήπως αλλάζουν τη σειρά των λέξεών τους για να πούνε άλλες ιστορίες, άλλες παρατηρήσεις και άλλα σχόλια; Μήπως ακόμη σχολιάζουν -με ελαφριά διάθεση κουτσομπολιού- τους γραφιάδες και τους αναγνώστες τους; Προδίδουν τα μυστικά πίσω από τις γραμμές, τους συνειρμούς που ξεκινούν από τις δικές τους φράσεις, τις παραφράσεις και τις παρερμηνείες, τη σιωπή που κρύβει κάθε τι που ειπώνεται; (ίσως να είπαμε πολλά, άλλωστε και αυτό εδώ είναι ένα άρθρο και πολύ φοβάμαι πως θα μαρτυρήσει τις σκέψεις που μόλις διατυπώσαμε στα άλλα άρθρα που θα πάει να συναντήσει ακριβώς τη στιγμή που θα τελειώσετε την ανάγνωση του).
Μα η ερώτηση καμιά φορά είναι πολυτέλεια και πού χρόνος για τέτοια. Με το μάτι σε υπερένταση για την ανεύρεση του θέματος, κάθε φορά του νέου θέματος, κάθε φορά του ίδιου θέματος, σε τίτλους εφημερίδων, σε διαδικτυακά σχόλια, στα ψυγεία των φυλαγμένων για ώρα ανάγκης θεμάτων, σε άγραφα άρθρα που τριγυρνούν τους δρόμους, που στριμώχνονται σε λεωφορεία, διαδρόμους και μαγαζιά. Εδώ θα πλανηθούμε, στους χειρόγραφους δρόμους, με τους τροχούς βουλιαγμένους στη λάσπη της μελάνης, επαναλαμβάνοντας την ίδια φράση σαν τελετουργία ή σαν λόξυγκα, λερωμένοι από επιφωνήματα και από σημεία στίξης, ειπωμένοι μέσα στη φωνή της μέρας.
Ποια η απόσταση που καλύπτουμε γράφοντας;
Καμιά φορά γυρνάς πίσω σε παλιά γραφτά αναζητώντας τις μέρες που πέρασαν, τα γεγονότα, αναζητώντας την πορεία που σε έφερε πάλι σήμερα μπροστά στη λευκή σελίδα. Άρθρα που ξέχασες, ή που σε ξέχασαν, παρατηρήσεις και σχόλια που προσπαθείς να καταλάβεις τι σημαίνουν, καινούρια αδιέξοδα δρόμων παλιών. Προσπαθώντας να αναστήσεις τα περασμένα γραπτά –έστω για λίγο, όσο κρατά η ανάγνωση. Σαν μια μάταιη τεχνητή αναπνοή με το βλέμμα σου. Ανατρέχεις έτσι ανάποδα προς τα πίσω. Διαβάζεις τον εαυτό σου ανάποδα, σαν κρεμασμένο από τα πόδια. Μαζί με σένα και τα κείμενά σου ανάποδα, με όλες σου τις λέξεις να στάζουν τόνους. Και όλα μαζί σε αυτή την άβολη στάση παρακάμπτουν τα πολλά ερωτήματα για να συνηγορήσουν στο ένα Ερώτημα:
Ποια η απόσταση που καλύπτουμε γράφοντας; Ό,τι και να καταφέρεις, ό,τι και να προσπαθήσεις, ό,τι και να φοβηθείς είσαι πάντοτε δρομέας μεγάλων αποστάσεων. Γιατί πάντοτε προσπαθείς να καλύψεις τη μεγαλύτερη δυνατή απόσταση. Την απόσταση αυτή που εκτείνεται από την σιωπή στη λέξη και από εσένα στον Άλλο. Να μιλήσεις, απλά να μιλήσεις και αν είσαι τυχερός να μιλήσεις με τον άλλο. Κουβαλώντας πάντοτε την ψευδαίσθηση πως και εκείνος σου απαντά (μια ψευδαίσθηση που κάνει τα πάντα πιο αληθινά). Και τελικά –έστω για απόψε μόνο- το άρθρο σου να είναι ταυτόχρονα και το θέμα σου. Επιτρέποντας σου να αφιερώσεις λίγες λέξεις παραπάνω, στις λεγεώνες των τόσων άρθρων που ξεχάστηκαν και κυρίως στην μοναξιά των αρθρογράφων μεγάλων αποστάσεων.