Γιώργος Κουτσαντώνης
Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, κατά την παγκόσμια ιστορία τα πολιτικά συστήματα (μοναρχικά, ολιγαρχικά, αντιπροσωπευτικά) οδήγησαν σε μια κατάσταση που, grosso modo, υποχρέωσε τους ανθρώπους σε δυο στάσεις ζωής. Η πρώτη στάση διαμορφώθηκε από την αυστηρή πειθαρχία (μοναρχίες, ολιγαρχίες) η οποία επέβαλε την κονιορτοποίηση των προσωπικών επιθυμιών και την υπονόμευση του αυτοκαθορισμού (με την έννοια να μπορούν οι όποιοι και οι όποιες να καθορίζουν τις τύχες τους).
Η δεύτερη (αντιπροσωπευτικά συστήματα) ενώ αρχικά, μέσα από τους μεγάλους κοινωνικούς αγώνες, δημιούργησε τα θεμέλια για τη διεκδίκηση της ελευθερίας, σταδιακά διαμόρφωσε μια φαντασιακή αίσθηση, με άλλα λόγια μια εικονική ελευθερία. Βαθμιαία τέθηκε στο επίκεντρο της ύπαρξης η υλική υπόσταση του ανθρώπου ως καταναλωτή, η αέναη οικονομική ανάπτυξη, ο ατέρμονας πλανήτης ως πάροχος ύλης, η αυταπάτη μιας κοινωνίας ελεύθερων αγορών.
Ασφαλώς και δικαίως η δεύτερη στάση (ως απόρροια των αντιπροσωπευτικών πολιτικών συστημάτων) αποτέλεσε και την καλύτερη δυνατή έκβαση. Υπό αυτή την οπτική του συμβιβασμού – που φέρει αξιωματικά το μη χείρον βέλτιστο – πορεύτηκαν και συνεχίζουν να πορεύονται οι δυτικές κοινωνίες. Ωστόσο – με την κυριαρχία της οικονομοκρατίας – η φύση και η μορφή (κατ’ επέκταση οι επιπτώσεις σε ατομικό επίπεδο) αυτού του συμβιβασμού, άρχισαν να αλλάζουν. Η πορεία που αρχικά φαινόταν ότι θα εξασφάλιζε την ελευθερία ατομικής δράσης, έκφρασης και ανάδειξης των ικανοτήτων, άρχισε να εδραιώνει μια νέα κατάσταση.
Ο μηχανισμός του ανεξέλεγκτου δανεισμού (σε ατομικό, εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο) οδήγησε τους πάντες σε τεράστια χρέη. Ο καπιταλισμός, σε μια ευτελή συμμαχία με την τεχνολογία, άρχισε σταδιακά να κυριεύει την πολιτική, αναζητώντας τεχνητά (ανύπαρκτα) πεδία εκμετάλλευσης σε ένα όργιο απληστίας.
Σταδιακά, όπως καθετί άλλο που καθορίζεται από το νεοφιλελεύθερο ιδεολόγημα, έτσι και η ελευθερία απέκτησε χρηματικό αντίτιμο. Η ιδιώτευση και ο εγκλεισμός στον στενό οικογενειακό πυρήνα, απέκτησαν θεσμική υπόσταση και ο άνθρωπος, δίχως να το συνειδητοποιεί, ξεκίνησε να υποδουλώνει σταδιακά τον ίδιο του τον εαυτό. Αυτό επομένως που διαρρηγνύεται σήμερα είναι η οικονομο-κεντρικής φύσης υπόσταση της ανθρώπινης ζωής. Ο δυτικός άνθρωπος άρχισε να αισθάνεται υποδούλωση, μόνο τώρα όπου η οικονομία του χτυπά την πόρτα.
Στην πραγματικότητα με την παθητικότητά του, την αδιαφορία του για την προσωπική του καλλιέργεια και την απουσία του από τα πολιτικά πράγματα, υπονόμευσε συνολικά ο ίδιος την ελευθερία του πολύ νωρίτερα.
«Πριν από 30 ή 60 χρόνια οι αριστεροί θα σου μιλούσαν για την ένδοξη νύχτα της επανάστασης και οι δεξιοί για την απεριόριστη πρόοδο κ.ο.κ. Σήμερα κανείς δεν τολμά να εκφράσει κάποιο μεγαλεπήβολο ή έστω μετριοπαθώς λογικό πρόταγμα το οποίο να υπερβαίνει τον προϋπολογισμό ή τις επόμενες εκλογές. Υπάρχει συνεπώς ένας χρονικός ορίζοντας. Υπό αυτή την έννοια, η «επιβίωση» είναι ένας όρος στον οποίο μπορούμε να ασκήσουμε κριτική, διότι, φυσικά, όλοι μας νοιαζόμαστε για τη σύνταξή μας και για την εκπαίδευση των παιδιών μας. Αυτός όμως ο χρονικός ορίζοντας είναι ιδιωτικός. Κανείς δε συμμετέχει σε ένα δημόσιο χρονικό ορίζοντα, κατά τον ίδιο τρόπο που κανείς δε συμμετέχει σε ένα δημόσιο χώρο» (Κορνήλιος Καστοριάδης).
Επιπροσθέτως η ιστορία διδάσκει με σαφήνεια, ότι στις κοινωνίες δεν δόθηκε ποτέ η δυνατότητα να επιλέξουν, ούτε φυσικά να αναζητήσουν συλλογικά τη λύση στα μεγάλα ζητήματά τους. Κάθε φορά, μικρά ή μεγαλύτερα τμήματα των κοινωνιών απαιτούν (με δική τους πρωτοβουλία, κατευθυνόμενη ή μη), διεκδικούν και τελικά κερδίζουν. Τίποτε δεν προσφέρεται (ούτε καν ως επιλογή) και ασφαλώς δεν χαρίζεται από τους λίγους ισχυρούς εξουσιαστές στους πολλούς. Τα ζητήματα επομένως που θα έπρεπε να μας απασχολήσουν καθολικά σήμερα είναι:
-Πώς ο άνθρωπος μπορεί να εξέλθει από την παθητικότητα και την ιδιώτευση περνώντας στην ενεργή συμμετοχή και την συλλογικότητα;
-Πώς μπορεί να γίνει αυτόνομος και ολιγαρκής χωρίς να αισθάνεται μικρός και ασήμαντος;
Με άλλα λόγια, πως μπορεί να διεκδικήσει την ισότητα και την ελευθερία του; Θα πρέπει να μας ενδιαφέρει η εύρεση απαντήσεων στα παραπάνω ερωτήματα δίχως ανυπέρβλητες αντιφάσεις. Στην αναζήτηση των απαντήσεων δεν μπορεί η συλλογική βούληση να ταυτιστεί ή να διαμορφωθεί από επιστημονικές νόρμες και κεντρικές αποφάσεις. Ακριβώς γιατί αυτές οι απαντήσεις (με γνώμονα τη συλλογική βούληση), μπορούν να σηματοδοτήσουν την απαρχή μιας νέας στάσης ζωής και επομένως ενός νέου πολιτικού αιτήματος που θα έχει ως πυλώνα του την ενεργή πολιτική συμμετοχή όλων.
Ο άνθρωπος που σήμερα αισθάνεται αδύναμος και εγκλωβισμένος στα οικονομικά και μη προβλήματά του φέρει και ο ίδιος, τεράστια προσωπική ευθύνη. Είναι όμως βέβαιο πως μπορεί να γίνει και δυνατός και ελεύθερος. Ικανή και αναγκαία συνθήκη είναι να συνειδητοποιήσει ότι τα παραπάνω ερωτήματα πρέπει και μπορούν να απαντηθούν μόνον συλλογικά.
H αντιξοότητα μπορεί να αποτελέσει αφορμή για την αναζήτηση μιας ευημερίας (ευτοπίας) που θα βασίζεται στην ολιγάρκεια, την ισότητα και την πραγματική ελευθερία και όχι στην υπερκατανάλωση και στην εθελούσια αυτο-υποδούλωση. Άλλωστε η μετατροπή της όποιας θεωρίας σε πολιτική πράξη ενώ από την μια απαιτεί συλλογικότητα, από την άλλη δεν μπορεί παρά να έχει στο κέντρο της τον ίδιο τον άνθρωπο και αυτό δεν συνθέτει κάποια ακόμη αντίφαση, αλλά το μεγαλείο της κοινωνικής ύπαρξης…