Giovanni Bellini: Άγιος Ιερώνυμος, 1505.National Gallery of Art, Washington.
Στο τέλος της χρονιάς, απόλογος. Κοιτάς φευγαλέα πάνω απ΄ τον ώμο, σαν να οδηγείς μοτοσυκλέτα, να ελέγξεις την κίνηση πίσω. Αλλά η προσοχή είναι συγκεντρωμένη μπροστά, σε αυτά που έρχονται. Ξανακοιτάς πίσω, επιμένεις. Ξανά και ξανά.
Σταδιακά εμφανίζονται φιλμάκια σούπερ οκτώ, βίντεο θαμπά VHS, φωτογραφίες ξεπλυμένες Kodacolor, προτού εφευρεθεί το Instagram και η νοσταλγία ως εφέ. Στο πίσω ρεύμα κυκλοφορούν εικόνες ζωής, πλην όμως παρελθούσες. Το ΄χουν οι γιορτές αυτό.
Γιρλάντες LED στα μπαλκόνια, εορταστικά ποτά σε πεζοδρόμια, κόκκινα κρασιά και ρακές, ρεβεγιόν σε σπίτια φίλων με τζουράδες και μαντολίνα, μωρά και πιτσιρίκια που μεγάλωσαν και ξενιτεύτηκαν, φίλοι που πια δεν ζουν ή δεν είναι τόσο φίλοι, κάθε γύρισμα χρόνου γράφεται με παρουσίες και απώλειες, τα αισθήματα συγκεντρώνονται στους παρόντες, η αγάπη, η φροντίδα, η απαντοχή που αντλούμε, η σκέψη τρέχει διαρκώς στις άδειες καρέκλες, στα τηλεφωνήματα που δεν θα γίνουν, στον χρόνο που μας καταπίνει.
Τρέχω στα παλιά, πάντα ίδια.
Ενα:
Ο κόσμος που ανατέλλει με την ανά έτος γέννηση του Μεσσία, δεν είναι εντελώς ίδιος με του περασμένου έτους. Φέρει πάντα μια υπόσχεση, μια δυνατότητα: για μια απειροελάχιστη διαφορά. Αυτή την τόση δα μετατόπιση ευαγγελίζεται ο Μεσσίας, για όσους μπορούν να το ακούσουν και όσους θέλουν να το πιστέψουν. Και με αυτή τη μεσσιανική μικροώθηση ανά έτος κινείται ο κόσμος μετά Χριστόν. Νά πώς το αφηγείται ο φιλόσοφος Βάλτερ Μπένγιαμιν:
«Οι Χασιδίμ Εβραίοι διηγούνται μια ιστορία για τον κόσμο που έρχεται, σύμφωνα με την οποία τα πάντα εκεί θα είναι ακριβώς όπως εδώ. Οπως ακριβώς είναι το δωμάτιο αυτό τώρα, έτσι ακριβώς θα είναι και στον ερχόμενο κόσμο· εκεί όπου το βρέφος κοιμάται τώρα, εκεί επίσης θα κοιμάται και στον άλλο κόσμο. Και τα ρούχα που φοράμε στον κόσμο τούτο, αυτά θα φορέσουμε κι εκεί. Τα πάντα θα είναι όπως τώρα, αλλά μόνο λίγο διαφορετικά».
Η προσδοκία τού «όπως τώρα, μόνο λίγο διαφορετικά» θερμαίνει τους νεωτερικούς ανθρώπους, τους βάζει σε τροχιά προς τον αενάως ερχόμενο κόσμο, τους βάζει να λατρεύουν τη διαρκή πρόοδο, ν’ ακολουθούν το διάνυσμα: όλο και πιο ψηλά, όλο και πιο μπροστά. Κι αν οι άνθρωποι δεν μπορούν να πετύχουν μόνοι τους αυτή τη μετατόπιση, να ταράξουν την ομοιότητα μετακινώντας ένα τόσο δα κλαράκι, γι’ αυτό υπάρχει ο Μεσσίας. Γι’ αυτό γεννιέται κάθε χρόνο, υπενθυμίζοντας τον ερχόμενο κόσμο, υπενθυμίζοντας τη δυνατότητα του άλλου κόσμου, υπενθυμίζοντας την αδυναμία των ανθρώπων και την ανάγκη του Μεσσία. Η Γέννηση είναι η προσδοκία.
Ολοι προσδοκούν μια τόση δα μετατόπιση· οι μάνατζερ που ξεγελούν τον χρόνο για να κερδίσουν μπόνους, οι ζηλωτές που διεκδικούν όλες τις καλές θέσεις στη Βασιλεία των Ουρανών, οι ρακοσυλλέκτες που αναζητούν πολύτιμα σκουπίδια, οι έφηβοι που κοινωνούν το άλλο σώμα, τα παιδιά που μιλούν με τ’ άστρα, οι μεσήλικες που γυρεύουν απεγνωσμένα να συγκολλήσουν τη ραγισμένη τους πίστη.
Μερικοί δεν προσδοκούν πια. Καταπιάστηκαν με την επιστήμη, τη μεταφυσική, τη θρησκεία, τα διέτρεξαν όλα και τα βρήκαν μάταια. Εμειναν μόνοι, χωρίς πίστη για την τόση δα μετατόπιση προς τον ερχόμενο κόσμο. Σαν τους ήρωες του Φλωμπέρ, τους αντιγραφείς Μπουβάρ και Πεκυσέ: Δεν έχουν πια κανένα ενδιαφέρον για τη ζωή. Η ματαιότητα, η σπουδή της ανθρώπινης βλακείας, τους οδηγεί πάλι στην αντιγραφή. Αντιγράφουν τον κόσμο ως έχει. Καμιά αλλαγή, καμιά προσδοκία. Δυο ανθρωπάκοι σκυμμένοι πάνω στο γραφείο τους, με κατάστιχα, ξύστρες, σανδαράχη, αντιγράφουν.
Διασχίζεις τις παγωμένες αρτηρίες διαυγής, καθαρός, χωρίς αισθήματα, μόνο με σκέψεις. Αδειος, ερημωμένος. Κηφισός, Λένορμαν, Πειραιώς, Πανεπιστημίου, Αλεξάνδρας, Συγγρού, Βασιλίσσης Σοφίας, Κηφισίας.
Δύο:
Αφήνομαι πάλι στο ντεγκραντέ της ζωής, στην πόλη. Ανάβαση, τώρα. Στο σταυροδρόμι κοιτάω τα οδόσημα. Το ένα μνημονεύει την αρχαία ποιήτρια Κόριννα από την Τανάγρα. Η άλλη οδός είναι αφιερωμένη στον Επίκουρο, ταιριαστός πολύ με το ρευστό παρόν, παρηγορητικός: «Άφοβον ο θεός, ανύποπτον ο θάνατος· και ταγαθόν μεν εύκτητον, το δε δεινόν ευκαρτέρητον».
Τρία:
Πυκνός, βαρύς, πολύς, ο καιρός χιονίζει πάνω μας και μας βαραίνει. Αντέξαμε πολλά, θ’ αντέξουμε κι άλλα.