Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2015

Καρλ Πολάνυι – Η αυτορυθμιζόμενη αγορά και τα πλασματικά εμπορεύματα: εργασία, γη και χρήμα (αναδημοσίευση)

Από respublica.gr

[…] Ποτέ πριν την εποχή μας δεν ξεπέρασαν οι αγορές την καταστατική θέση του εξαρτήματος της οικονομικής ζωής. Κατά κανόνα, το οικονομικό σύστημα ήταν ενσωματωμένο στο κοινωνικό, και η μορφή της αγοράς ήταν συμβατή με οποιαδήποτε αρχή συμπεριφοράς επικρατούσε στην οικονομία. Η αρχή της ανταλλαγής, που βρίσκεται πίσω από τη μορφή της αγοράς, δεν φανέρωνε μια τάση επέκτασης σε βάρος των υπολοίπων. Εκεί που οι αγορές ήταν περισσότερο αναπτυγμένες, όπως στο μερκαντιλιστικό σύστημα, βρίσκονταν υπό τον έλεγχο μιας κεντρικής εξουσίας, που ασκούσε την αυταρχική εξουσία της τόσο στην αγροτική οικονομία όσο και στην εθνική ζωή. Ουσιαστικά, έλεγχος και αγορά αναπτύσσονταν παράλληλα. 

Η αυτορυθμιζόμενη αγορά ήταν άγνωστη έννοια· πράγματι, η εμφάνιση της ιδέας της αυτορύθμισης έφερε μια πλήρη μεταστροφή του ρεύματος της εξέλιξης. Κάτω από το φως αυτών των εξελίξεων μπορούμε να συλλάβουμε πλήρως τις ασυνήθιστες απόψεις που κρύβονται πίσω από μία οικονομία της αγοράς.

Η οικονομία της αγοράς αποτελεί ένα οικονομικό σύστημα που ελέγχεται, ρυθμίζεται και κατευθύνεται μόνον από τις αγορές. Η τάξη στην παραγωγή και τη διανομή των αγαθών επαφίεται σε αυτόν τον αυτορυθμιζόμενο μηχανισμό. Μία τέτοια οικονομία πηγάζει από την αντίληψη ότι οι άνθρωποι συμπεριφέρονται κατά τρόπο που να τους αποφέρει τα μέγιστα χρηματικά οφέλη. Προϋποθέτει αγορές, στις οποίες η παροχή αγαθών (και υπηρεσιών), που διατίθενται σε μια ορισμένη τιμή, θα ισούται με τη ζήτηση. Προϋποθέτει την παρουσία του χρήματος, που λειτουργεί ως αγοραστική δύναμη στα χέρια των κατόχων του. Συνεπώς, η παραγωγή θα ελέγχεται από τις τιμές, επειδή τα κέρδη αυτών που διευθύνουν την παραγωγή θα εξαρτώνται από αυτές· η διανομή των αγαθών θα εξαρτάται επίσης από τις τιμές, επειδή αυτές δημιουργούν εισοδήματα και ίσα ίσα χάρη στα εισοδήματα αυτά παράγονται και διανέμονται τα αγαθά μεταξύ των μελών της κοινωνίας. Με αυτές τις αντιλήψεις, η τάξη στην παραγωγή και τη διανομή των αγαθών εξασφαλίζεται αποκλειστικά από τις τιμές.

Η αυτορύθμιση συνεπάγεται ότι ολόκληρη η παραγωγή προσφέρεται προς πώληση στην αγορά και ότι όλα τα εισοδήματα πηγάζουν από τέτοιες πωλήσεις. Συνεπώς, υπάρχουν αγορές για όλα τα στοιχεία της βιομηχανίας, όχι μόνο για τα αγαθά (συμπεριλαμβανομένων πάντα των υπηρεσιών) αλλά και για την εργασία, τη γη και το χρήμα που οι τιμές τους ονομάζονται τιμές εμπορευμάτων, μισθοί, πρόσοδος και τόκος αντίστοιχα. Οι ίδιοι όροι δείχνουν ότι οι τιμές διαμορφώνουν τα εισοδήματα: ο τόκος είναι η τιμή για τη χρήση του χρήματος και αποτελεί το εισόδημα όσων είναι σε θέση να χορηγήσουν χρήμα. Η πρόσοδος είναι η τιμή της χρήσης της γης και αποτελεί το εισόδημα εκείνων που παρέχουν γη· οι μισθοί είναι η τιμή για τη χρήση της εργασιακής δύναμης και αποτελούν το εισόδημα όποιων την πωλούν. Τέλος, οι τιμές των εμπορευμάτων αποτελούν τα εισοδήματα όποιων πουλούν τις επιχειρηματικές τους υπηρεσίες, και το εισόδημα ονομάζεται κέρδος επειδή αποτελεί ουσιαστικά τη διαφορά ανάμεσα σε δύο κατηγορίες τιμών, την τιμή των παραχθέντων αγαθών και το κόστος τους, δηλαδή την τιμή των αγαθών την αναγκαία για την παραγωγή τους. Εφ’ όσον πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές, όλα τα εισοδήματα θα προέρχονται από πωλήσεις στην αγορά και θα επαρκούν για να αγοράζουν όλα τα παραγόμενα αγαθά.

Μια άλλη κατηγορία αντιλήψεων αφορά στο κράτος και την πολιτική του. Τίποτε δεν πρέπει να επιτρέπεται να δημιουργηθεί με τρόπο άλλον εκτός από τις πωλήσεις. Ούτε και πρέπει να υπάρχει οποιαδήποτε παρεμβολή στην προσαρμογή των τιμών στην αλλαγή των συνθηκών της αγοράς – είτε οι τιμές αφορούν σε αγαθά είτε σε εργασία, γη ή χρήμα. Έπεται ότι πρέπει να υπάρχουν αγορές για όλα τα στοιχεία της βιομηχανίας[1] και ότι απαγορεύεται η λήψη μέτρων που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη δράση των αγορών αυτών. Ούτε η τιμή ούτε η προσφορά ούτε η ζήτηση πρέπει να είναι σταθερές ή ρυθμιζόμενες. Είναι επιτρεπτές μόνον εκείνες οι πολιτικές που συντελούν στη διασφάλιση της αυτορύθμισης της αγοράς και δημιουργούν συνθήκες που καθιστούν την αγορά μοναδική οργανωτική δύναμη στη σφαίρα της οικονομίας.

Για να αντιληφθούμε πλήρως τι σημαίνει αυτό, θα στραφούμε για λίγο στο μερκαντιλιστικό σύστημα και στις εθνικές αγορές, των οποίων την ανάπτυξη βοήθησε πολύ ουσιαστικά. Στον φεουδαλισμό και στο συντεχνιακό σύστημα, γη και εργασία αποτελούσαν μέρος της καθαυτό κοινωνικής οργάνωσης (το χρήμα δεν είχε ακόμα εξελιχθεί σε κυρίαρχο στοιχείο της βιομηχανίας). Η γη, το θεμελιώδες στοιχείο του φεουδαλισμού, ήταν η βάση για το στρατιωτικό, δικαιοδοτικό, διοικητικό και πολιτικό σύστημα· η καταστατική θέση και η χρήση της καθοριζόταν από νομικούς και εθιμικούς κανόνες. Το κατά πόσον η κατοχή της μεταβιβαζόταν ή όχι και, αν ναι, σε ποιόν και υπό ποιους περιορισμούς, τι συνεπαγόταν τα δικαιώματα ιδιοκτησίας, σε όποια χρήση θα υποβάλλονταν συγκεκριμένες εκτάσεις γης – όλα αυτά τα ζητήματα δεν υπάγονταν στην οργάνωση της αγοραπωλησίας, αλλά σε μια εντελώς διαφορετική κατηγορία θεσμικών ρυθμίσεων.

Τα ίδια ίσχυαν και για την οργάνωση της εργασίας. Στο συντεχνιακό σύστημα, όπως και σε όλα τα προηγούμενα οικονομικά συστήματα στην ανθρώπινη ιστορία, τα κίνητρα και οι περιστάσεις των παραγωγικών δραστηριοτήτων στηρίζονταν στην γενικότερη οργάνωση της κοινωνίας. Οι σχέσεις τεχνίτη, βοηθού, μαθητευόμενου, οι συνθήκες εργασίας της κάθε τέχνης, ο αριθμός των μαθητευόμενων, οι μισθοί των εργατών, ρυθμίζονταν όλα από την παράδοση και τη διοίκηση της κάθε συντεχνίας και πόλης. Το μερκαντιλιστικό σύστημα απλώς ενοποίησε όλες αυτές τις συνθήκες, είτε με διατάγματα, όπως στην Αγγλία, είτε δια μέσου της «εθνικοποίησης» των συντεχνιών, όπως στη Γαλλία. Όσον αφορά στη γη, το φεουδαλικό καθεστώς είχε καταργηθεί μόνον όπου σχετιζόταν με περιφερειακά, τοπικά προνόμια. Για όλα τα υπόλοιπα, η γη παρέμενε extra commercium στην Αγγλία και τη Γαλλία. Μέχρι την Επανάσταση του 1789, η κτηματική περιουσία παρέμενε η πηγή των κοινωνικών προνομίων στη Γαλλία, ενώ στην Αγγλία, ακόμη και μετά από αυτήν την περίοδο, το εθιμικό δίκαιο της γης ήταν ουσιαστικά μεσαιωνικό. Παρ’ όλη την τάση του για εμπορευματοποίηση, ο μερκαντιλισμός ουδέποτε επιτέθηκε στα εχέγγυα που προστάτευαν τα δύο βασικά στοιχεία της παραγωγής –την εργασία και τη γη– από τυχόν απόπειρες εμπορευματοποίησής τους. Στην Αγγλία, η «εθνικοποίηση» της εργατικής νομοθεσίας με τον «Νόμο περί τεχνιτών» (1563) και τον νόμο της «Κοινωνικής πρόνοιας» (1601) έθεσε υπό την προστασία της την εργασία, ενώ η πολιτική των Τυδώρ και των πρώτων Στιούαρτ εναντίον των περιφράξεων αποτελούσε μία σταθερή αντίσταση στην αρχή της κερδοφόρου χρήσης της κτηματικής περιουσίας.

Παρ’ όλη την έμφαση που έδινε στην εμπορευματοποίηση ως εθνική πολιτική, ο μερκαντιλισμός αντιμετώπιζε τις αγορές πολύ διαφορετικά από ό,τι η οικονομία της αγοράς, πράγμα που δείχνει σαφέστατα η υπερβολική επέκταση του κρατικού παρεμβατισμού στη βιομηχανία. Στο σημείο αυτό δεν υπήρχε καμιά διαφορά ανάμεσα στους μερκαντιλιστές και τους νοσταλγούς της φεουδαρχίας, ανάμεσα στον σχεδιασμό του στέμματος και τα κεκτημένα δικαιώματα ή ανάμεσα στους συγκεντρωτικούς γραφειοκράτες και τους συντηρητικούς αυτονομιστές. Διαφωνούσαν μόνον ως προς τις μεθόδους της ρύθμισης: συντεχνίες, πόλεις και επαρχίες επικαλούνταν την παράδοση και το έθιμο, ενώ η νέα κρατική εξουσία έκλινε προς τα νομοθετικά μέτρα· αλλά και οι δύο ήταν αντίθετες στην εμπορευματοποίηση της γης και της εργασίας – προϋπόθεση της οικονομίας της αγοράς. 

Συντεχνίες και φεουδαλικά δικαιώματα καταργήθηκαν στη Γαλλία μόλις το 1790, ενώ ο ελισαβετιανός «Νόμος περί φτωχών» μόλις το 1834. Και στις δύο χώρες, η εδραίωση της ελεύθερης αγοράς εργασίας ούτε που συζητιόταν πριν από την τελευταία δεκαετία του 18ου αι. Όσο για την ιδέα της αυτορύθμισης της οικονομικής ζωής, βρισκόταν εντελώς πέρα από τον ορίζοντα της εποχής. Ο μερκαντιλισμός ασχολούνταν με την ανάπτυξη των πόρων της χώρας, και της προσφοράς εργασίας, δια μέσου του εμπορίου· θεωρούσε δεδομένη την παραδοσιακή οργάνωση γης και εργασίας. Από την άποψη αυτήν, βρισκόταν τόσο μακριά από τις σύγχρονες αντιλήψεις όσο ήταν και στον χώρο της πολιτικής, στον οποίο καμία νύξη εκδημοκρατισμού δεν ήταν ικανή να μετριάσει την ένθερμη πίστη του στις απολυταρχικές εξουσίες του πεφωτισμένου δεσπότη. Όπως ακριβώς η μετάβαση σε ένα δημοκρατικό, αντιπροσωπευτικό πολιτικό σύστημα επέφερε την πλήρη ανατροπή της κυρίαρχης αντίληψης της εποχής, η αλλαγή από ρυθμισμένες σε αυτορυθμιζόμενες αγορές, στα τέλη του 18ου αι., αντιπροσώπευε τον πλήρη μετασχηματισμό της κοινωνικής δομής.

Μία αυτορυθμιζόμενη αγορά απαιτεί τον θεσμικό διαχωρισμό της κοινωνίας στην οικονομική και την πολιτική σφαίρα δραστηριοτήτων. Ο διαχωρισμός αυτός αποτελεί στην ουσία απλώς την επαναδιατύπωση, από την πλευρά της κοινωνίας ως συνόλου, της ύπαρξης μιας αυτορυθμιζόμενης αγοράς. Θα μπορούσε κάποιος να ισχυρισθεί ότι ο διαχωρισμός των δύο σφαιρών δραστηριοτήτων ενυπάρχει σε όλους τους τύπους κοινωνίας, σε όλες τις εποχές. Αυτό, όμως, θα βασιζόταν σε πλάνη. Είναι γεγονός ότι καμία κοινωνία δεν μπορεί να υπάρξει δίχως ένα σύστημα που να εξασφαλίζει την τάξη στην παραγωγή και τη διανομή των αγαθών. Αλλά αυτό δεν προϋποθέτει αναγκαστικά την ύπαρξη ξέχωρων οικονομικών θεσμών· συνήθως, η οικονομική τάξη αποτελεί απλώς λειτουργία της κοινωνικής, στην οποία εμπεριέχεται. Ξεχωριστό οικονομικό σύστημα στην κοινωνία δεν υπήρχε στην φυλετική ούτε στην φεουδαλική ούτε στην μερκαντιλιστική πραγματικότητα. Η κοινωνία του 19ου αι., στην οποία η οικονομική δραστηριότητα απομονώθηκε και αποδόθηκε σε ένα ιδιαίτερο οικονομικό κίνητρο, αντιπροσώπευε πράγματι μια ριζικά νέα κατεύθυνση.

Ένα τέτοιο θεσμικό πρότυπο μπορούσε να λειτουργήσει μόνο με την σχετική υποταγή της κοινωνίας στις απαιτήσεις του. Μία οικονομία της αγοράς μπορεί να υπάρξει μόνο σε μια κοινωνία της αγοράς. Αναλύοντας την εξέλιξη της μορφής της αγοράς, φτάσαμε σε αυτό το γενικό συμπέρασμα. Μπορούμε τώρα να συγκεκριμενοποιήσουμε τον ισχυρισμό μας. Μία οικονομία της αγοράς πρέπει να περιέχει όλα τα στοιχεία της βιομηχανίας, συμπεριλαμβανομένων της γης, της εργασίας και του χρήματος. (Σε μια οικονομία της αγοράς, το τελευταίο αποτελεί επίσης ουσιαστικό στοιχείο της βιομηχανικής ζωής και η συμπερίληψή του στον μηχανισμό της αγοράς έχει, όπως θα δούμε, σημαντικότατες θεσμικές συνέπειες). Αλλά εργασία και γη δεν είναι άλλο από τους ανθρώπους που απαρτίζουν κάθε κοινωνία, καθώς και από το φυσικό περιβάλλον μέσα στο οποίο αυτή υπάρχει. Η συμπερίληψή τους στον μηχανισμό της αγοράς σημαίνει την καθυπόταξη της καθαυτό υπόστασης της κοινωνίας στους νόμους της αγοράς.

Είμαστε τώρα σε θέση να διατυπώσουμε πιο συγκεκριμένα τη θεσμική φύση της οικονομίας της αγοράς και τους κινδύνους που περικλείει για την κοινωνία. Πρώτα πρώτα, θα περιγράψουμε τις μεθόδους με τις οποίες ο μηχανισμός της αγοράς καθίσταται ικανός να ελέγχει και να κατευθύνει τα στοιχεία της βιομηχανικής ζωής. Δεύτερον, θα προσπαθήσουμε να υπολογίσουμε τις επιπτώσεις του μηχανισμού αυτού σε μία κοινωνία που υφίσταται τη δράση του.

Ο μηχανισμός της αγοράς προσαρμόζεται στα διάφορα στοιχεία της βιομηχανικής ζωής με τη βοήθεια της έννοιας του εμπορεύματος. Τα εμπορεύματα εδώ ορίζονται εμπειρικά ως αντικείμενα που έχουν παραχθεί για πώληση στην αγορά, ενώ οι αγορές ορίζονται, πάλι εμπειρικά, ως οι επαφές πωλητών και αγοραστών. Κατά συνέπεια, όλα τα στοιχεία της βιομηχανίας θεωρείται ότι έχουν παραχθεί για πώληση, καθώς τότε και μόνο τότε θα γίνουν αντικείμενο της αλληλεπίδρασης του μηχανισμού προσφοράς και ζήτησης με την τιμή. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχουν αγορές για όλα τα στοιχεία της βιομηχανίας, καθώς και ότι, σε αυτές τις αγορές, καθένα από τα στοιχεία αυτά θα οργανώνεται σε μία ομάδα προσφοράς και ζήτησης· τέλος, ότι κάθε τέτοιο στοιχείο θα έχει μία τιμή, η οποία θα βρίσκεται σε αλληλεπίδραση με την προσφορά και τη ζήτηση. Αυτές οι –αναρίθμητες– αγορές αλληλοσυνδέονται, για να δημιουργήσουν Μία Μεγάλη Αγορά[2].

Σημαντικό στοιχείο είναι το ακόλουθο: η εργασία, η γη και το χρήμα είναι ουσιαστικά στοιχεία της βιομηχανίας και πρέπει και αυτά να οργανώνονται σε χωριστές αγορές· πράγματι, αυτές οι αγορές αποτελούν πολύ ζωτικό μέρος του οικονομικού συστήματος. Αλλά εργασία, γη και χρήμα δεν αποτελούν προφανώς εμπορεύματα· το αξίωμα πως οτιδήποτε αγοράζεται και πουλιέται πρέπει να έχει παραχθεί για πώληση, είναι καταφανώς αναληθές στην περίπτωσή τους. Με άλλα λόγια, δεν αποτελούν εμπορεύματα, σύμφωνα με τον εμπειρικό ορισμό του εμπορεύματος. Η εργασία είναι απλώς ένα ακόμη όνομα για μια ανθρώπινη δραστηριότητα που ταυτίζεται με την ίδια τη ζωή, και που δεν παράγεται για πώληση αλλά για εντελώς διαφορετικούς λόγους, και δεν μπορεί να διαχωρισθεί από την ανθρώπινη ζωή, να «αποθηκευτεί» ή να μετακινηθεί. Γη, άλλωστε, είναι ένα άλλο όνομα της Φύσης, που δεν παράγεται από τον άνθρωπο. Τέλος, το χρήμα αποτελεί απλώς ένα τεκμήριο αγοραστικής δύναμης που, κατά κανόνα, δεν παράγεται αλλά δημιουργείται με τον μηχανισμό της ιδιωτικής και της δημόσιας Πίστης. Κανένα απ’ αυτά δεν παράγεται για πώληση. Η απόδοση της ιδιότητας του εμπορεύματος στην εργασία, τη γη και το χρήμα είναι ολότελα πλασματική.

Κι όμως, ίσα ίσα με τη βοήθεια αυτής της κατασκευής οργανώνονται οι αγορές εργασίας, γης και χρήματος[3]· αυτά πωλούνται και αγοράζονται στην αγορά και η προσφορά και η ζήτησή τους αποτελούν πραγματικά μεγέθη· κάθε μέτρο ή πολιτική που θα εμπόδιζε τον σχηματισμό τέτοιων αγορών, θα απειλούσε αναπόφευκτα την αυτορύθμιση του συστήματος. Επομένως, η νοητική κατασκευή του εμπορεύματος παρέχει μία ζωτική οργανωτική αρχή για το σύνολο της κοινωνίας και επηρεάζει με τους πιο ποικίλους τρόπους όλους τους θεσμούς της: την αρχή σύμφωνα με την οποία απαγορεύεται κάθε διακανονισμός ή συμπεριφορά που θα απέτρεπαν την ουσιαστική λειτουργία του μηχανισμού της αγοράς με βάση την νοητική κατασκευή του εμπορεύματος.

Πάντως, σε σχέση με την εργασία, τη γη και το χρήμα, αυτό το αξίωμα δεν μπορεί να επικυρωθεί. Η καθιέρωση του μηχανισμού της αγοράς ως μοναδικού ρυθμιστή της τύχης των ανθρώπων και του φυσικού τους περιβάλλοντος, ως και του μεγέθους και της χρήσης της αγοραστικής δύναμης, κατέληγε στην κατάλυση της κοινωνίας. Το υποτιθέμενο εμπόρευμα «εργασιακή δύναμη» δεν μπορεί να χρησιμοποιείται αδιακρίτως, ούτε και να αφήνεται αχρησιμοποίητο, δίχως να επηρεάσει τον άνθρωπο, που τυχαίνει να είναι φορέας αυτού του ιδιαίτερου εμπορεύματος. Αχρηστεύοντας την εργασιακή δύναμη του ανθρώπου, το σύστημα αναπόφευκτα θα αχρήστευε τη φυσική, ηθική και ψυχολογική οντότητα που λέγεται «άνθρωπος», η οποία συνδέεται με αυτό το εμπόρευμα. Αν έχαναν την προστατευτική κάλυψη των πολιτισμικών θεσμών, οι άνθρωποι θα εκμηδενίζονταν από τα αποτελέσματα της κατάλυσης της κοινωνίας· τελικά θα πέθαιναν, θύματα μιας οξείας κοινωνικής αποσάθρωσης, μίας έξαρσης του εγκλήματος, της περιθωριοποίησης και της λιμοκτονίας. Θα ακολουθούσε η ισοπέδωση της φύσης, η μόλυνση των τοπίων, των ποταμών και των κατοικημένων χώρων, η διακύβευση της εθνικής ασφάλειας και η πλήρης απώλεια της δυνατότητας παραγωγής τροφίμων και πρώτων υλών. Τέλος, η ρύθμιση της αγοραστικής δύναμης από την αγορά θα κατέστρεφε τις επιχειρήσεις, επειδή η έλλειψη ή η πληθώρα του χρήματος θα απέβαιναν εξ ίσου καταστροφικές για την επιχείρηση, όπως οι πλημμύρες και οι ξηρασίες για την πρωτόγονη κοινωνία. 

Αναμφίβολα, η εργασία, η γη και το χρήμα είναι ουσιώδη για μία οικονομία της αγοράς. Αλλά καμία κοινωνία δεν θα άντεχε τις συνέπειες από την εφαρμογή ενός τέτοιου συστήματος χονδροειδών νοητικών κατασκευών, έστω και για απειροελάχιστο χρονικό διάστημα, αν δεν προστατεύονταν η ανθρώπινη, η φυσική της υπόσταση, όπως και η επιχειρηματική της οργάνωση, από την καταστροφική επιρροή αυτού του σατανικού μύλου.

Η άκρως τεχνητή φύση της οικονομίας της αγοράς έχει τις ρίζες της στο γεγονός ότι η ίδια η διαδικασία της παραγωγής οργανώνεται με τη μορφή της αγοραπωλησίας[4]. Κανένας άλλος τρόπος οργάνωσης της παραγωγής δεν είναι εφικτός σε μία εμπορική κοινωνία. Κατά τον Ύστερο Μεσαίωνα, η βιομηχανική παραγωγή για τις εξαγωγές ήταν υπό τον έλεγχο πλούσιων αστών και διεκπεραιωνόταν υπό την άμεση επίβλεψή τους στην πόλη τους. Αργότερα, στην εμπορική κοινωνία, η παραγωγή ήταν υπό τον έλεγχο των εμπόρων και δεν περιοριζόταν πια στις πόλεις· ήταν η εποχή της «οικοτεχνίας», τότε που η βιομηχανία της αγροτικής υπαίθρου προμηθευόταν τις πρώτες ύλες από τον έμπορο καπιταλιστή, ο οποίος διεύθυνε την παραγωγική διαδικασία ως καθαρά εμπορική επιχείρηση. Τότε η βιομηχανική παραγωγή πέρασε σε μεγάλη κλίμακα υπό την καθοδήγηση του εμπόρου. Αυτός είχε γνώση της αγοράς, του όγκου και της ποιότητας της ζήτησης· αυτός εγγυόταν την προμήθεια των πρώτων υλών, όπως το μαλλί και μερικές φορές οι αργαλειοί, για το οικοτεχνικό σύστημα παραγωγής. Αν δεν επαρκούσαν οι προμήθειες, δυσμενέστερες ήταν οι επιπτώσεις πάνω στον τεχνίτη, που έχανε προσωρινά την απασχόλησή του. Δεν απαιτούνταν καμία μεγάλη βιομηχανική εγκατάσταση και ο έμπορος δεν έπαιρνε σημαντικό ρίσκο, αναλαμβάνοντας την ευθύνη της παραγωγής.

Το σύστημα αυτό ισχυροποιόταν και βελτιωνόταν οργανωτικά επί αιώνες, ως την εποχή που, σε μία χώρα, την Αγγλία, η υφαντουργία, υπό τον έλεγχο του υφασματέμπορου, προσέλαβε σχεδόν εθνικές διαστάσεις. Αυτός που αγόραζε και πουλούσε, εξασφάλιζε την παραγωγή – δεν απαιτούνταν ένα ξέχωρο κίνητρο. Η παραγωγή αγαθών δεν λάμβανε υπ’ όψη ούτε τις αμοιβαίες σχέσεις αλληλοϋποστήριξης ούτε την έγνοια του νοικοκύρη για τα εξαρτώμενα από αυτόν μέλη της οικογένειας ούτε την περηφάνια του τεχνίτη για το προϊόν του ούτε την ικανοποίηση και επιδοκιμασία του αγοραστικού κοινού· τίποτα, παρά μόνο το καθαρό κίνητρο του κέρδους, ίδιον του ανθρώπου που το επάγγελμά του είναι να πουλά και να αγοράζει. Μέχρι τα τέλη του 18ου αι., η βιομηχανική παραγωγή στην δυτική Ευρώπη ήταν απλώς συμπληρωματική του εμπορίου.

Όσο η μηχανή αποτελούσε ένα φτηνό και μη εξειδικευμένο εργαλείο, δεν υπήρχε καμία αλλαγή σε αυτήν την κατάσταση. Το γεγονός ότι ο οικοτεχνίτης μπορούσε να παράγει περισσότερα προϊόντα στις ίδιες εργάσιμες ώρες, πιθανόν να τον ωθούσε να χρησιμοποιήσει μηχανές για να μεγιστοποιήσει το εισόδημά του, αλλά δεν επηρέαζε αναγκαστικά την οργάνωση της παραγωγής. Το αν ο τεχνίτης –ή ο εργοδότης– ήταν κάτοχος φθηνών μηχανημάτων, προκαλούσε μια κάποια διαφοροποίηση στην κοινωνική θέση των δύο συμβαλλομένων και, οπωσδήποτε, σήμαινε μια διαφορά στα εισοδήματα του εργάτη, που κέρδιζε περισσότερα όταν ήταν ο ιδιοκτήτης των εργαλείων του. Αυτό, όμως, από μόνο του δεν προέτρεπε τον έμπορο να μεταβληθεί σε βιομήχανο καπιταλιστή ή να περιορίσει τις δραστηριότητές του αποκλειστικά στο να δανείζει σε τέτοιους ανθρώπους. Η πώληση αγαθών σπάνια ήταν πλήρης και η μεγαλύτερη δυσκολία παρέμενε η προμήθεια πρώτων υλών, που μερικές φορές ήταν αδύνατον να διακοπεί. Αλλά ακόμα και σε τέτοιες περιπτώσεις, η ζημία του εμπόρου-ιδιοκτήτη των μηχανημάτων δεν ήταν σημαντική. Αυτό που άλλαξε τελείως τη σχέση τού εμπόρου με την παραγωγή δεν ήταν η εμφάνιση της μηχανής καθ’ εαυτή, αλλά η εφεύρεση περίπλοκων μηχανημάτων και άρα εξειδικευμένων μηχανημάτων. Αν και ίσα ίσα ο έμπορος εισήγαγε την νέα οργάνωση της παραγωγής – γεγονός που καθόρισε την όλη πορεία του μετασχηματισμού – η χρήση των πολύπλοκων μηχανημάτων και εγκαταστάσεων απαίτησε τη δημιουργία εργοστασίων και, συνακόλουθα, αλλοίωσε την ισορροπία της σχέσης εμπορίου και βιομηχανίας, καταφανώς προς όφελος της τελευταίας. Η βιομηχανική παραγωγή έπαψε να λειτουργεί ως εξάρτημα του εμπορίου, και περίεκλειε πια μακροπρόθεσμες επενδύσεις και ανάλογα ρίσκα. Όσο δεν διασφαλιζόταν η απρόσκοπτη παραγωγή αγαθών, τέτοια ρίσκα δεν ήταν εφικτά για τον επενδυτή.

Όσο, όμως, γινόταν πολυπλοκότερη η βιομηχανική παραγωγή, τόσο αύξανε ο αριθμός των στοιχείων της βιομηχανίας, που η προμήθειά τους έπρεπε να διασφαλισθεί. Από αυτά, τρία ήταν κεφαλαιώδους σημασίας: η εργασία, η γη και το χρήμα. Σε μία εμπορική κοινωνία, υπήρχε μόνον ένας τρόπος οργάνωσής τους: να καταστούν διαθέσιμα προς πώληση. Επομένως, έπρεπε να οργανωθούν για να πουλιούνται στην αγορά, δηλαδή σαν εμπορεύματα. Η επέκταση του μηχανισμού της αγοράς στην εργασία, τη γη και το χρήμα, υπήρξε αναπόφευκτη συνέπεια της εισαγωγής των εργοστασίων σε μία εμπορική κοινωνία. Όλα τα στοιχεία της βιομηχανίας έπρεπε να προσφέρονται προς πώληση.

Αυτό συνδεόταν με την ανάγκη να υπάρχει ένα σύστημα αγοράς. Γνωρίζουμε πως σε ένα τέτοιο καθεστώς τα κέρδη διασφαλίζονται μόνο αν εξασφαλίζεται η αυτορύθμιση δια μέσου της ύπαρξης αλληλένδετων ανταγωνιστικών αγορών. Καθώς η ανάπτυξη των εργοστασίων αποτελούσε μέρος της διαδικασίας αγοράς και πώλησης, η εργασία, η γη και το χρήμα έπρεπε να μετατραπούν σε εμπορεύματα για να διασφαλισθεί η απρόσκοπτη παραγωγή. Βέβαια, δεν θα μπορούσαν πραγματικά να μετατραπούν σε εμπορεύματα, καθώς δεν παράγονταν για να πουληθούν στην αγορά. Αλλά ο μύθος της εμπορευματοποίησής τους κατέστη η οργανωτική αρχή της κοινωνίας. Από τα τρία διακρίνεται ένα: «εργασία» είναι ο τεχνικός όρος που χρησιμοποιείται για τους ανθρώπους, εφ’ όσον είναι υπάλληλοι και όχι εργοδότες· συνάγεται ότι, εφ’ εξής, η οργάνωση της εργασίας θα άλλαζε παράλληλα με την οργάνωση του συστήματος της αγοράς. Αλλά καθώς η οργάνωση της εργασίας είναι απλώς μια άλλη περιγραφή του τρόπου ζωής των απλών ανθρώπων, αυτό σημαίνει πως η ανάπτυξη του συστήματος της αγοράς θα συνοδευόταν από μία αλλαγή στην οργάνωση της κοινωνίας. Τελικά, η ανθρώπινη κοινωνία είχε καταστεί εξάρτημα του οικονομικού συστήματος.

Επανερχόμαστε στις παράλληλες ιστορίες των ζημιών που προκάλεσαν οι περιφράξεις στην αγγλική ιστορία, και της κοινωνικής καταστροφής που ακολούθησε την Βιομηχανική Επανάσταση. Έχουμε επισημάνει ότι, κατά κανόνα, βελτιώσεις επιτυγχάνονται με αντίτιμο την κοινωνική αποδιάρθρωση. Αν αυτή προσλάβει μεγάλες διαστάσεις, τότε η κοινότητα υποκύπτει στο μοιραίο. Οι Τυδώρ και οι πρώτοι Στιούαρτ γλίτωσαν την Αγγλία από την τύχη της Ισπανίας, ρυθμίζοντας την ταχύτητα και την επέκταση της αλλαγής ώστε αυτή να καταστεί ανεκτή, και παροχετεύοντας τα αποτελέσματα της σε λιγότερο καταστροφικές απολήξεις. Τίποτε, όμως, δεν έσωσε τον αγγλικό λαό από τον αντίκτυπο της Βιομηχανικής Επανάστασης. Η τυφλή πίστη στην αυθόρμητη πρόοδο είχε κυριεύσει τον νου των ανθρώπων, και οι πιο φωτισμένοι πίεζαν για απεριόριστη και ανεξέλεγκτη κοινωνική αλλαγή, με θρησκευτικό φανατισμό. Οι συνέπειες στη ζωή των ανθρώπων είναι φρικτές, ξεπερνούν κάθε προσπάθεια περιγραφής. Πράγματι, η ανθρώπινη κοινωνία θα βάδιζε στην εξολόθρευση, αν δεν υπήρχαν προστατευτικές αντιδράσεις, που περιόριζαν τη δράση αυτού του μηχανισμού αυτοκαταστροφής.

Η κοινωνική ιστορία του 19ου αι. υπήρξε, επομένως, το αποτέλεσμα μιας διπλής κίνησης: η επέκταση της οργάνωσης της αγοράς για τα γνήσια εμπορεύματα, συνοδεύθηκε από έναν περιορισμό για τα πλασματικά. Ενώ από τη μία οι αγορές κατέκλυσαν την υφήλιο και η ποσότητα των διατιθέμενων αγαθών προσέλαβε απίστευτες διαστάσεις, από την άλλη ένα δίκτυο μέτρων και πολιτικών ενσωματώθηκε σε ισχυρούς θεσμούς, που είχαν σχεδιαστεί για να ελέγξουν τη δράση της αγοράς σε σχέση με την εργασία, τη γη και το χρήμα. Ενώ η οργάνωση παγκόσμιων αγορών εμπορευμάτων, κεφαλαίων και νομίσματος, υπό την αιγίδα του διεθνούς κανόνα του χρυσού, έδωσε μία πρωτοφανή ώθηση στον μηχανισμό των αγορών, αναδύθηκε ένα βαθιά ριζωμένο κίνημα αντίστασης στις καταστροφικές συνέπειες μιας οικονομίας υπό τον έλεγχο της αγοράς. Η κοινωνία αυτοπροστατεύτηκε από τους κινδύνους που ήταν εγγενείς στο σύστημα της αυτορυθμιζόμενης αγοράς – αυτό αποτελεί ένα βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα της ιστορίας της περιόδου.


* Πρόκειται για το 6ο κεφάλαιο του βιβλίου σταθμός του Καρλ Πολάνυι αναφορικά με τις φιλοσοφικές καταβολές, την πρακτική εφαρμογή, τις κοινωνικές επιπτώσεις, την ιστορία και την εξέλιξη του καπιταλισμού και της οικονομίας της αγοράς. Βλ. Polanyi Karl, «Η αυτορυθμιζόμενη αγορά και τα πλασματικά εμπορεύματα: εργασία, γη και χρήμα» στο Ο μεγάλος μετασχηματισμός: οι πολιτικές και κοινωνικές απαρχές του καιρού μας (μτφρ. Γαγανάκης Κώστας), χ.χ. [1944], Θεσσαλονίκη: Νησίδες, σσ. 69-77.

παραπομπές
[1] Henderson, H.D., Supply and Demand, 1922. Η πρακτική της αγοράς είναι διττή: η κατ’ αναλογία κατανομή των παραγόντων στις διαφορετικές χρήσεις και η οργάνωση των δυνάμεων που επηρεάζουν την συνολική προσφορά παραγόντων
[2] Hawtrey, G.R., The Economic Problem, 1925. Η λειτουργία της Μεγάλης Αγοράς, όπως την ορίζει ο Hawtrey, συνίσταται στο «να καθιστά τις σχετικές αγοραστικές αξίες όλων των εμπορευμάτων αμοιβαία συμβατές/σύμμετρες».
[3] Η αναφορά του Μαρξ στον φετιχιστικό χαρακτήρα των εμπορευμάτων σχετίζεται με την ανταλλακτική αξία των γνήσιων εμπορευμάτων και δεν έχει καμία σχέση με τα πλασματικά εμπορεύματα για τα οποία μιλούμε εδώ.
[4] Cunningham, W., «Economic Change», , στο Cambridge Modern History, Vol. I.

Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2015

Εκείνοι που θα ζήσουν… (αναδημοσίευση)

Του Σταύρου Παναγιωτίδη
Από το Barikat

...Κάθισα, έκλεισα τα μάτια, να, έτσι, και σκέφτηκα: εκείνοι που θα ζήσουν ύστερα από εκατό-διακόσια χρόνια έπειτα από εμάς και που εμείς τώρα ανοίγουμε το δρόμο γι’ αυτούς, θα μας μνημονέψουν μ’ έναν καλό λόγο; Κι όμως Βάγια, δε θα μας μνημονέψουν!...
Άντον Τσέχοφ, Ο Θείος Βάνιας

Ο Τσέχοφ έγραψε για να βγάλει από την ψυχή του και να απλώσει μπροστά στα μάτια του κόσμου όλη τη γκρίζα απόγνωση που έβλεπε στην μουντή, άτονη και φοβική ζωή των Ρώσων των αρχών του εικοστού αιώνα. Ήταν, το βλέπουμε, εξαιρετικά απαισιόδοξος. Του το γεννούσε το παρόν του. Πέθανε το 1904, μην προλαβαίνοντας να δει τις μεγάλες μέρες που συντάραξαν την εποχή του και μπογιάτισαν την Ιστορία των επόμενων εποχών, μια δεκαετία αργότερα, με την Οκτωβριανή Επανάσταση. Φαίνεται, όμως, να πίστευε σε καλύτερες μέρες για τους ανθρώπους του μέλλοντος. Θλιβόταν, μόνο, που το κόστος για αυτές τις μακρινές μέρες, που ο ίδιος δεν θα έβλεπε, ήταν η ζοφερά άτονη και αδιέξοδη ζωή των καιρών του. Η θυσία του πριν για το μετά. Και αναρωτιόταν αν, έστω, οι άνθρωποι της εποχής του θα μνημονεύονταν για λίγο από τους επόμενους. Δηλαδή, αν είχε κάποιο μικρό προσωπικό αντίδωρο, κάποια παρηγοριά να τους προσφερθεί για όλο αυτό που ζούσαν.

Το ότι λίγο μετά ήρθε η Επανάσταση είναι, ασφαλώς, μια ειρωνεία τραγική. Δεν ξέρουμε αν φτιάχτηκε ο Οκτώβρης πάνω στη μνήμη των προηγούμενων ή στην ελπίδα των επόμενων. Ας μας λέει ο Μπένγιαμιν ότι για την τάξη, το μίσος όσο και το πνεύμα θυσίας «τρέφονται και τα δύο από την εικόνα των υποδουλωμένων προγόνων και όχι από το ιδανικό των απελευθερωμένων εγγονών». Ας μας λένε οι αγωνιστές μας των παλιών χρόνων, με ειλικρίνεια, πως ό,τι έκαναν το έκαναν για εμάς, για να ζήσουμε εμείς. Έτσι το νιώθουν πια, έτσι τους έμεινε με τα χρόνια στην ψυχή. Αλλά στη βάση, οι άνθρωποι ό,τι κάνουν, το κάνουν για το τώρα. Για το καθήκον τους ή για το συμφέρον τους. Ή για το συνταίριασμά των δυο τους.

Για αυτό, το ιδανικό κάθε επαναστάτη θα ήταν να θυμούνται όλοι τη δράση του. Αλλά να ξεχάσουν, για πάντα, το όνομά του. Να θυμούνται, να μνημονεύουν τους αγώνες, όλα όσα οδήγησαν τα πράγματα στο μέλλον. Καλύτερα, να τα θυμούνται αμυδρά. Σαν όνειρο. Να έχουν κερδίσει οι αγώνες, να έχουν πιάσει καλή ρίζα τα αίματα τόσο πολύ, να έχουν φυτρώσει τέτοια λουλούδια στη ζωή που να φαίνονται όλα αυτά τα παλιά τόσο πια μακριά, τόσο παράξενα που να μην πιστεύουν οι επόμενοι, καλά-καλά, πως έγιναν. Να είναι τόσο νέα η ζωή που ζουν οι επόμενοι, τόσο αλλαγμένος ο κόσμος, τόσο ανοιξιάτικος ο νέος ήλιος της Ιστορίας που να μην μπορούν άλλο πια οι καινούριοι να καταλάβουν πως ήταν εκείνα, τα μαυρισμένα, τα παλιά χρόνια. Να μοιάζουν όλα αυτά, πια, σαν έναν παραμύθι για τα μικρά παιδιά. Για τα πολύ μικρά παιδιά. Από αυτά τα περίεργα παραμύθια, που είναι τόσο τρελά που μόνο τα μικρά παιδιά τα πιστεύουν, και τόσο μαγικά, που μόνο αυτά μπορούν να τα ξεκλειδώσουν, για λίγο. Κι έτσι, να ξεχαστούν και τα ονόματα. Γιατί στα παραμύθια σημασία δεν έχουν τα ονόματα. Σημασία έχει να βλέπουμε το δικό μας πρόσωπο στα πρόσωπα του παραμυθιού.

Κι εμείς; Εμείς ανοίγαμε αυτά τα χρόνια δρόμους. Με καθήκον. Εμπνευσμένο από τις αφηγήσεις για τα παλιά και τις ελπίδες για τα επόμενα. Αλλά για το τώρα. Για την ανταπόκριση σε αυτό το καθήκον. Και δεν το ξέραμε πως μπορεί και να νικήσουμε. Και δεν το νιώθαμε πάντα. Και κάποιες φορές δεν θέλαμε να βλέπουμε μπροστά γιατί τα σύννεφα ήταν πολλά, ο δρόμος μαύρος και ο κόσμος περνούσε από μπροστά μας γελώντας και άλλοτε μας περιεργαζόταν με απορία, που είχαμε βαλθεί να ανοίγουμε τέτοιους δρόμους, πεσμένοι εκεί κάτω, χωρίς να είναι η δουλειά μας. Χωρίς να μας το έχει επιβάλει κάποιος. Κι όμως. Το είχε επιβάλει το καθήκον. Και σκύβαμε και ανοίγαμε το δρόμο, γιατί ήταν το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε, γιατί αν σταματούσαμε και σηκώναμε λίγο στα σοβαρά το κεφάλι μπορεί και να σταματούσαμε. Όπως σταμάτησαν τόσοι. Μόνο με το κεφάλι κάτω, μόνο κοιτώντας πίσω μπορούσαμε να φτιάξουμε αυτόν τον δρόμο. Πράγματι, «από την εικόνα των υποδουλωμένων προγόνων». Από το καθήκον. Για το τώρα. Με την ελπίδα του μέλλοντος, θολή και χωρίς πολύ σκέψη και πίστη, αλλά για να είμαστε συνεπείς απέναντί της. Για το τώρα. Για το καθήκον.

Και ένας κάποιος δρόμος άνοιξε. Το πιστεύαμε – δεν το πιστεύαμε, αυτός άνοιξε. Και τώρα, με παλινδρομήσεις, φόβους, διαθέσεις αντίστροφες, προχωράμε. Σαν τους μεθυσμένους, άλλοτε σαν τους κάβουρες, άλλοτε με φόβο και με βήματα καμιά φορά γρήγορα προς τα πίσω, στην ασφάλεια της περήφανης ήττας των υποδουλομένων προγόνων. Κι άλλοτε μπροστά, με θάρρος, με τον ήλιο του αγώνα από πάνω μας. Εμείς τον σηκώνουμε. Για να φωτίζει εμάς, να ζεσταίνει τους παλιούς, να φτιάχνει τους επόμενους. Και έχουμε κι εμείς μια ευχή: να ξεχαστούμε. Να μην μας μνημονεύει κανείς. Να μην θυμάται ποιος του άνοιξε το δρόμο. Να φαίνεται ο δρόμος αυτονόητος. Να μην έχει γυρισμό. Να έχουν μπει τα οδοφράγματα στον παλιό κόσμο, να έχει καεί το μονοπάτι που μας έφερε, κι εμείς μαζί, να μην μας μνημονεύουν. Να έχουμε νικήσει τόσο πολύ που να έχουν ξεχαστεί οι νικητές. Να μην μας μνημονεύουν. Να μην θυμηθούν ποτέ ονόματα. Να μην σκέφτονται προγόνους. Για να μπορούν να νιώθουν πια «το ιδανικό των απελευθερωμένων εγγονών», για να παίρνουν φως από το μέλλον και όχι από πίσω. Για να αρχίσουν την ανθρώπινη ιστορία. Για να σηκώνεται πια ο άνθρωπος στο ύψος του ανθρώπου. Για να μαθαίνουν τα παιδιά παραμύθια. Με εμάς. Χωρίς τα ονόματά μας. Με τα δικά τους πρόσωπα. Για να μας βγάζουν τη γλώσσα. Με χαμόγελο... Πως αλλιώς μπορεί να είναι ο κομμουνισμός;

Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2015

Dead End: Ταξίδι στην ήττα, των φίλων του Σίσυφου (αναδημοσίευση)

από το Περιοδικό

Στην παράδοση της αριστεράς η λέξη ήττα συναγωνίζεται διαρκώς με τη λέξη προδοσία. Σχεδόν κάθε ήττα πρέπει να είναι το αποτέλεσμα μιας μικρότερης ή μεγαλύτερης προδοσίας. Το να φορτώνεται η ήττα σε προδοσία λειτουργεί ως ένας μεγάλος μηχανισμός αποσιώπησης των πραγματικών αδιεξόδων. Επιτρέπει σε θεωρητικά σχήματα και δοξασίες να επιβιώνουν αφού σε τελευταία ανάλυση «δεν ηττήθηκαν, αλλά προδόθηκαν». Έτσι μετά από κάθε ήττα/προδοσία αυτό που χρειάζεται είναι η επιστροφή στην καθαρότητα μιας συλλογικότητας χωρίς προδότες και στην πολιτική και θεωρητική συνέπεια που μπορεί να ολοκληρώσει νικηφόρα τον αγώνα.

Αρκεί μια γρήγορη ματιά στον τρόπο με τον οποίο το κομμουνιστικό κίνημα χειρίστηκε ζητήματα όπως η μετασταλινική περίοδος, ή η ανατροπή στις χώρες του ανατολικού μπλοκ για να δει κάποιος τη σκουριά της ανάλυσης και τη θεωρητική τύφλωση. Προφανώς και η ελληνική αριστερά δεν έχει ξεστρατίσει από τον παραπάνω κανόνα. Αδιαμφισβήτητος μάρτυρας η τύχη της πλειοψηφίας όσων διετέλεσαν κάποια στιγμή γενικοί γραμματείς του ΚΚΕ.

Αντιθέτως, η παραδοχή μιας ήττας μπορεί να φέρει πραγματικά λυτρωτικά αποτελέσματα. Μπορεί να απελευθερώσει νέες δυναμικές και να οδηγήσει τον προβληματισμό και την αναζήτηση σε αχαρτογράφητα πεδία.

Μπροστά σε ένα τέτοιο σταυροδρόμι βρισκόμαστε και σήμερα. Το ζήτημα δεν βρίσκεται απλά στην κρίση σχετικά με μια κυβέρνηση. Ζητούμενο είναι ο αναστοχασμός μιας περιόδου που ξεκινάει τουλάχιστον από τον Δεκέμβρη του 2008. Μέσα σε αυτό το χρονικό πλαίσιο οφείλουμε να μελετήσουμε τις αναλύσεις μας, τα εργαλεία κατανόησης της πραγματικότητας που χειριστήκαμε, καθώς και την πολιτική πρακτική που επιλέξαμε τόσο σε επίπεδο παρέμβασης όσο και ανάλυσης.

Η εύκολη επιλογή για άλλη μια φορά είναι αυτή της προδοσίας. Μία αφήγηση η οποία προφανώς όπως και κάθε αφήγηση θα περιέχει μια σειρά από πραγματικά δεδομένα, συναρθρώνεται σε ένα σχήμα προδοσίας των αγώνων από τον ΣΥΡΙΖΑ ή από κάποιους μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ (μικρή σημασία έχει). Έτσι αυτό που μας μένει να κάνουμε είναι να φτιάξουμε έναν «πιο συνεπή ΣΥΡΙΖΑ», χωρίς προδότες και με πιο αγωνιστικό πλαίσιο ή έναν «πιο συνεπή αντί-ΣΥΡΙΖΑ». Ανεξαρτήτως επιλογής η μεθοδολογία παραμένει ακριβώς η ίδια.

Αποφεύγοντας όμως να μιλήσουμε για ήττα, στην πραγματικότητα κρύβουμε το ίδιο το πρόβλημα και άρα και τους όρους για την υπέρβασή του. Είναι πραγματικά ενοχλητικό να παραδεχτείς ότι το αποτέλεσμα της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ δείχνει συνολικά τα όρια ενός συγκεκριμένου τρόπου παρέμβασης και οργάνωσης του κινήματος και της αριστεράς. Είναι ενοχλητικό γιατί μια τέτοια παραδοχή σε μετατρέπει κομμάτι της αποτυχίας, άρα κομμάτι του προβλήματος.

Δεν υπάρχει κανένα νόημα στην επανάληψη μιας μεθοδολογίας που έδειξε τα όρια της, ακόμα και αν αυτή η επανάληψη γίνει στα πλαίσια μιας πιο συνεπoύς-καθαρής-αγωνιστικής λύσης. Το ίδιο αδιέξοδη με τη στροφή στον ρεαλισμό της ανθρώπινης διαχείρισης του καθεστώτος. Δεν υπάρχει νόημα στην αναπαραγωγή της ίδιας μορφής κοινωνικής εκπροσώπησης και διαμεσολάβησης, αναπαραγωγής των ίδιων μορφών παρέμβασης. Στο βαθμό μάλιστα που δεν αναπτύσσεται μια διαδικασία αναστοχασμού, αυτοκριτικής και ανίχνευσης νέων δρόμων, τότε θα παγιδευόμαστε μεταξύ οργανωτικού ακτιβισμού και «μεταπολιτικής.

Προφανώς τα παραπάνω αποτελούν μικροπράγματα μπροστά σε μια γενικευμένη κουλτούρα «εμείς τα λέγαμε». Μπροστά σε όλους αυτούς που απλά περιμένουν τη σειρά τους στα πλαίσια του σχήματος «μετά τον ΣΥΡΙΖΑ ερχόμαστε εμείς». Μέσα σε αυτή την ανάλυση ο ΣΥΡΙΖΑ συγκροτεί ένα «συλλογικό Κερένσκι», τον οποίο, όπως πάντα γίνεται, δεν μπορεί παρά να τον διαδεχτούν ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι. Δυστυχώς υπάρχει μια μικρή πιθανότητα αυτό το θεωρητικό σχηματάκι να μην λειτουργήσει. Να μην λειτουργήσει γιατί μεταξύ άλλων ο στρατός του «Όχι» δεν είναι κάπου περιμένοντας ένα νέο στρατηγό να σαλπίσει την επίθεση. Γιατί πιθανότατα το «Όχι» θα συναντηθεί με τον Δεκέμβρη του ’08 σαν δύο ερωτήματα και όχι σαν απαντήσεις. Σαν δύο ερωτήματα που θα δείχνουν δυνατότητες αλλά την ίδια στιγμή θα δείχνουν και αδιέξοδα.

Η αποτυχία οργάνωσης και κινητοποίησης της κοινωνίας τους τελευταίους μήνες, περιλαμβάνει καθολικά κάθε έκφανση και απόχρωση του κινήματος και του χώρου. Είναι φανερή η ευκολία με την οποία η δημιουργικότητα και η διαθεσιμότητα του κόσμου συγκρούεται με την αρτηριοσκλήρωση και την σκουριά των οργανωτικών μας επιλογών. Έτσι διεξάγουμε μια ακαδημαϊκή συζήτηση για το ποια εντολή έδωσε το «Όχι» στο δημοψήφισμα, αντί να έχουμε πειραματισμούς πρακτικής και οργάνωσης που θα αναπτύσσονται από την δυναμική που απελευθερώθηκε.

Το δύσκολο ερώτημα δεν είναι τι θα κάνουμε μπροστά σε μια γενικευμένη συνθήκη κοινωνικής έκρηξης. Το δύσκολο ερώτημα είναι πώς δεν θα επιτρέψουμε να μετατραπεί μία ήπια διαχείριση σε «καλό σενάριο». Να μετατραπεί σε κανονικότητα, κυνισμό και παραίτηση. Το πραγματικό ζόρι είναι για όσους δεν μπορούν να χωρέσουν στον ρεαλισμό της ανθρώπινης διαχείρισης και παράλληλα κατανοούν ότι δεν υπάρχει τίποτα στο οποίο μπορούν να επιστρέψουν για να αρχίσουν από την αρχή, σαν να μην υπήρξαν τα πέντε τελευταία χρόνια.

Και τώρα τι; Πρώτα από όλα να βάλουμε ερωτήματα. Να βάλουμε ερωτήματα που είχαμε μάθει να κρύβουμε. Να βάλουμε ερωτήματα ενοχλητικά για τα θεωρητικά μας εργαλεία και για την πρακτική μας. Να αντιμετωπίσουμε το αδιέξοδο για να μπορέσουμε να δημιουργήσουμε νέες ρωγμές. Γιατί το μόνο σίγουρο είναι ότι η ιστορία δεν τελειώνει και ρωγμές θα ανοίξουν.

Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2015

Ο φράχτης της Ελευθερίας (αναδημοσίευση)



Την επόμενη ημέρα θα σε δω σκυφτό στην πόρτα με το χαρτί της κατάσχεσης στο χέρι. Θα σε δω στα εξωτερικά ιατρεία των δημοσίων νοσοκομείων να παρακαλάς να εισαχθείς και θα παίρνεις ως απάντηση “δεν έχεις ασφαλιστική κάλυψη”. Θα σε δω στα σκαλιά της εφορίας να κρατάς τους φακέλους που δικαιολογούν το “δεν έχω” αλλά δεν θα δικαιολογούν πώς έχεις το δικαίωμα να αναπνέεις αφορολόγητα....

Θα σε δω στην αναμονή της εισόδου των δικαστικών αιθουσών να περιμένεις να απολογηθείς με δικηγόρους τραπεζών απέναντί σου γιατί είχες το όνειρο κάποτε να στεγάσεις την ζωή σου είτε σε σπίτι, είτε σε μια δουλειά κάνοντας τα χέρια σου χρήσιμα. Θα δω να σου κόβουν τα χέρια και την γλώσσα στο εδώλιο του δικαστηρίου καταντώντας σε άχρηστο και ακίνδυνο.

Θα σε δω στους δρόμους να παραπατάς και να μην λες “καλημέρα” σε κανέναν. Θα σε δω να ψάχνεις τον εχθρό στον διπλανό σου και θα δω τον διπλανό σου να σε προσπερνά ως αόρατο. Ακόμα αυτός έχει να εισπράττει από το καθήκον του υπέρ Προδοσίας.

Ξέρω τι θα δω γιατί το έχω ξαναδεί, γιατί με έχω δει έτσι όπως θα δω εσένα. Ξένο ανάμεσα στους συμπατριώτες σου να ψάχνεις το γιατί σε πρόδωσαν πάλι τα “ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα” που ξεστομίστηκαν με άνεση και άνευ αιδούς πάνω σε προεκλογικές εξέδρες από ανθρωπάρια του κερατά. Θα βρίζεις τον εαυτό σου που πάλι πιάστηκες στα δίχτυα των λόγων και όχι των πράξεων. Που άκουγες αλλά δεν έβλεπες τι έκρυβε το βλέμμα τους όταν ξεστόμιζαν "πατρίδα", "Ελλάδα", "ελπίδα", "αξιοπρέπεια" και "ΟΧΙ".

Την επόμενη ημέρα θα ανοίξεις το παράθυρο και δεν θα σε συγκινεί πια ο ελληνικός ήλιος. Θα κλείνεις τα παντζούρια μη και σταματήσει η φασαρία των “Γιατί” που ουρλιάζουν μέσα στο κεφάλι σου. 
Στα μαγνητάκια στην πόρτα του ψυγείου δεν θα κολλάς πια το “Να μην ξεχάσω να ζήσω” αλλά το “Δεν πάει άλλο”. Θα φθάσεις στο σημείο να συρρικνωθείς τόσο ψυχολογικά που θα νομίζεις ότι το μυρμήγκι που τρύπωσε στο κουτί με την λιγοστή σου ζάχαρη μπορεί να σε καταπιεί.
Θα δω το περήφανο παράστημά σου να γίνεται φιγούρα με τους ώμους σκυφτούς. 
Θα σε δω να σταματάς στην πλατεία της πόλης σου και να κοιτάς την ελληνική σημαία που κρέμεται στα κατοχικά κτήρια δημοσίων υπηρεσιών και θα αναρωτιέσαι ποιας χώρας σημαία είναι τούτη. Της δικής σου ή των προδοτών; Θα νιώσεις ότι σου πήραν την σημαία από τα χέρια ύπουλα και μεθοδικά χωρίς να έχουν τον ανδρισμό να σε απειλήσουν.

Την επόμενη ημέρα που τα έδρανα της Βουλής θα έχουν τακτοποιήσει τους κατοχικούς υπαλλήλους τους να ξεκινήσουν το νέο θέατρο της κυβέρνησης και αντιπολίτευσης μέσα στο παλάτι του Συντάγματος, εσύ θα στέκεις μπροστά από το δέντρο του Χριστούλα ψάχνοντας να βρεις μία ξεραμένη στάλα αίματος να σου θυμίζει ότι το Σύνταγμα υπερασπίζεται ελεύθερους ανθρώπους και όχι σκλάβους.

Την επόμενη ημέρα δεν θα με ξέρεις, ούτε θα σε ξέρω. Σίγουρα όμως θα ξέρουμε και οι δυο ότι ο φράχτης που χώριζε τα χωράφια μας πριν την επόμενη ημέρα μπήκε ανάμεσα σε εμάς και σε αυτούς. 
Η μοναξιά στην Ελλάδα ήταν πάντα ζυγού αριθμού, προδομένε συνάνθρωπε. 
Την επόμενη ημέρα μετά την τέλεση του δημοκρατικού σου καθήκοντος θα σταθείς στο πλάι αυτού που είδε νωρίτερα αυτά που θα δεις εσύ την επόμενη ημέρα. 

Το καθήκον σου δεν ορίζεται από την ψήφο, αλλά από την ανάγκη σου για ελευθερία. Εκεί θα μπει το σύνορο του φράχτη και εκεί θα δεις ότι Ελλάδα είμαι εγώ, είσαι Εσύ, είναι ο κάθε αντιρρησίας μισθωμένης συνείδησης. 

Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2015

Δεν υπάρχουν αθώοι …αλλά δεν είναι όλοι εξίσου ένοχοι (αναδημοσίευση)


της Τόνιας Κατερίνη
από
REDNotebook 

Λίγες μόνο μέρες έχουν μείνει ως την Κυριακή των εκλογών και δεκάδες κείμενα από ανθρώπους που εμπλέκονται περισσότερο ή λιγότερο στο ιστορικό εγχείρημα μιας για πρώτη φορά «αριστερής» κυβέρνησης, επιστρατεύονται για να υπερασπίσουν και να στοιχειοθετήσουν, στις πιο φιλόδοξες εκδοχές, την υπόθεση της συνέχειας της προσπάθειας για μια κοινωνική αλλαγή.

Δεν θα μιλήσω για όσα γράφονται με ορίζοντα μια ευτελή αντιπαράθεση στο πλαίσιο αφορισμών ή συνθημάτων τύπου «ψηφίζουμε πρωθυπουργό», «δεν ρίχνουμε την πρώτη αριστερή κυβέρνηση», «όσοι κάνουν κριτική και αποχωρούν είναι προδότες» και άλλα τέτοια ευτράπελα που δίνουν τροφή σε μια φτηνή αντιπαράθεση στα social media.

Δεν θα μιλήσω για όσους, αφελώς ή ηθελημένα, βλέπουν ως ορίζοντα της πολιτικής την «άμβλυνση» των επιπτώσεων της εφαρμογής του μνημονίου, ως την ημέρα όπου, αφού θα έχουμε υλοποιήσει, υποταγμένοι, τα κελεύσματα ενός σχεδίου που δεν είναι δικό μας, θα αρχίσει να έρχεται, δωράκι στους πειθαρχημένους, μια μικρή δόση ανάκαμψης.

Δεν θα μιλήσω καν γι αυτούς που, είτε από άγνοια είτε από έπαρση, είτε πλήρως σχεδιασμένα, μας διαβεβαίωσαν και συνεχίζουν να μας διαβεβαιώνουν μέσα στη στιγμή της πιο άγριας και οδυνηρής συνθηκολόγησης, πως υπάρχει ένα άλλο σχέδιο και αυτό το σχέδιο είναι δυνατόν να εφαρμοστεί.

Θα μιλήσω γι’ αυτούς, για όλες και όλους εμάς, που ξέρουμε ότι κάναμε λάθη και ότι χρειαζόμαστε πολλή δουλειά μέσα στην κοινωνία, μαζί με κάθε ενεργή συλλογικότητα, για να σχεδιάσουμε και να υλοποιήσουμε ένα εναλλακτικό σχέδιο. Γι’ αυτούς που είναι έτοιμοι να μιλήσουν γι’ αυτά τα λάθη αλλά και να βάλουν, έμπρακτα, φραγμούς σε καταστροφικές διαδρομές. Όμως μια τέτοια προσέγγιση έχει τρεις βασικές προϋποθέσεις:

-Να είναι ξεκάθαρο ότι ένα ριζοσπαστικό κοινωνικό σχέδιο δεν έχει συμμετρικά οφέλη για όλους. Περνά μέσα από συγκρούσεις και οφείλουμε να είμαστε σαφείς με ποιες δυνάμεις και για ποια κοινωνικά συμφέροντα αγωνιζόμαστε.
-Ένα ριζοσπαστικό κοινωνικό σχέδιο προϋποθέτει δημοκρατικές λειτουργίες, δομικά συνδεδεμένες με το ίδιο το σχέδιο, και δεν μπορεί να υλοποιηθεί παρά με προϋπόθεση την ουσιαστική συμμετοχή όσων στρατεύονται σ’ αυτό και τη μεταβίβαση ισχύος αποφάσεων και ελέγχου στις κοινωνικές συλλογικότητες.
-Ένα ριζοσπαστικό κοινωνικό σχέδιο δεν αναβάλλεται. Χτίζεται εδώ και τώρα απαντώντας στις προκλήσεις της ιστορικής στιγμής και στα πραγματικά δεδομένα.

Όσοι λοιπόν επιχειρηματολογούν γι’ αυτό το εναλλακτικό σχέδιο και βλέπουν την υλοποίηση του να περνάει μέσα από το σημερινό ΣΥΡΙΖΑ, παρακάμπτουν όλες τις παραπάνω απαιτήσεις, κάνοντας παραδοχές καλών προθέσεων. Κι ακόμα κι αν θελήσουμε να είμαστε επιεικείς στο πολιτικό άλμα μιας τέτοιας παραδοχής, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι οι καλύτερες θεωρίες κατέρρευσαν γιατί βασίστηκαν σε μια λάθος υπόθεση. Στην επιστήμη κάτι τέτοιο διορθώνεται. Στον κοινωνικό και πολιτικό στίβο μπορεί να συνοδεύεται από χιλιάδες θύματα.

Το δικαίωμα να μιλάμε σήμερα για ένα εναλλακτικό σχέδιο περνάει μέσα από την έμπρακτη καταδίκη όσων ολιγώρησαν, είπαν ψέματα, χλεύασαν τις δημοκρατικές διαδικασίες και συνεχίζουν να το κάνουν. Αυτή η καταδίκη δεν είναι τεκμήριο αθωότητας για τους υπόλοιπους. Είναι ένα πρώτο βήμα για να μπορούμε να μιλήσουμε αξιόπιστα για όλα, τα επείγοντα και τα μελλοντικά.

Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2015

H βαρβαρότητα και τα ψέμματα συνεχίζονται


ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

H βαρβαρότητα και τα ψέμματα συνεχίζονται...

Ποιά θετική αλλαγή μπορεί να περιμένει ο Ελληνικός λαός για την δημόσια υγεία μετά από αυτές τις εκλογές; Η πορεία που θα ακολουθήσουμε διαγράφεται από το 3ο μνημόνιο που υπέγραψε η προηγούμενη κυβέρνηση και το οποίο θα υλοποιήσει η νέα, όποια και να είναι αυτή. 
Από το 3ο αυτό μνημόνιο προκύπτει ότι ο προϋπολογισμός για το σύστημα πρόνοιας της χώρας μας θα μειωθεί περαιτέρω του 50% που είχε ήδη μειωθεί από το 2009 μέχρι και το 2014, κατά 933 εκατομμύρια ευρώ (το 0.5% του ΑΕΠ του 2014), κάθε χρόνο μέχρι το 2017. Επομένως το μόνο που καταλαβαίνει κάποιος, αν και καλοπροαίρετος, είναι ότι όποιες συζητήσεις γίνονται περί ανατροπής των «άθλιων μνημονιακών πολιτικών στην υγεία» από αυτούς που υπέγραψαν τα μνημόνια είναι το λιγότερο παραπλανητικές. 

Τι προκύπτει όμως εξετάζοντας τρεις από τους κυριότερους τομείς της υγείας και στην ουσία αυτά «καίνε» όλες τις προηγούμενες κυβερνήσεις αλλά και όλες τις υποσχέσεις που δίνονται σήμερα προεκλογικά: 

1) Ανασφάλιστοι 
Η προηγούμενη κυβέρνηση έδειξε αρχικά την βούληση να αντιμετωπίσει το θέμα των ανασφάλιστων πολιτών, κάλεσε σε συνεργασία τα κοινωνικά ιατρεία και φαρμακεία της Αττικής και σχεδιάστηκε μια υπουργική απόφαση που θα έδινε μερική πρόσβαση σε μερίδα ανασφάλιστων συμπολιτών μας. Υπογράφτηκε από την ηγεσία του Υπουργείου Υγείας- έστω και κουτσουρεμένη- αλλά μπλόκαρε στο Υπουργείο Οικονομικών και από τότε σκονίζεται σε κάποιο συρτάρι του. Το κόστος υλοποίησης της ανερχόταν στα 400-500 εκατομμύρια ευρώ τον χρόνο. Προφανώς υπήρξε άρνηση από τους «ρυθμιστές μας» και δεν προχώρησε; Κατ” επέκταση ούτε και τώρα θα προχωρήσει. 

2) Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας 
Η προηγούμενη κυβέρνηση μέσα σε 7 μήνες σχημάτισε δύο διαφορετικές επιτροπές, με εντελώς διαφορετικούς προσανατολισμούς, χωρίς την συμμετοχή μάχιμων γιατρών ή οργανώσεων ασθενών. Επτά μήνες δεν έγιναν απλά πράγματα, για τα οποία δεν χρειαζόταν να δαπανηθεί ούτε ένα ευρώ! Όπως η αξιοποίηση του εξοπλισμού που διαθέτουν στα υπόγεια μονάδες του πρώην ΙΚΑ , που θα μπορούσαν να εξοικονομήσουν σεβαστούς πόρους εάν οι γιατροί του ΠΕΔΥ τα χρησιμοποιούσαν, όπως π.χ. στο ΚΥ Καλυβίων υπάρχει υπέρηχος καρδιάς ενώ δεν υπάρχει καρδιολόγος και την ίδια στιγμή η πλειοψηφία των καρδιολόγων στα ΠΕΔΥ δεν έχουν υπέρηχο. Μια απλή αξιοποίηsη με μεταφορά ενός μηχανήματος πόσο δύσκολο είναι και πόσα άλλα μηχανήματα σαπίζουν άραγε; Και πολλά άλλα, απλά αλλά ουσιαστικά και ανέξοδα τα οποία δεν έγιναν. Ποιός μας εγγυάται ότι τώρα θα γίνουν; 

3) Χρηματοδότηση του ΕΣΥ 

Δεν διατίθενται 400-500 εκατομμύρια ευρώ για να βοηθηθούν κάποιοι, όχι όλοι, από τα 3 εκατομμύρια των ανασφάλιστων συμπολιτών μας. Αυτοί όμως που θα μας κυβερνήσουν σε λίγες μέρες υπόσχονται ότι θα βρουν χρήματα για την σωστή λειτουργία του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Από πού, όταν έχουν υποσχεθεί – υπογράφοντας το 3ο μνημόνιο – ότι θα μειώσουν τις δαπάνες για την πρόνοια κατά 0.5% επί του ΑΕΠ (933 εκατομμύρια ευρώ) κάθε χρόνο για επόμενα τρία χρόνια! Πώς να το πιστέψεις όταν δεν γίνεται γνωστός ούτε τώρα ο τρόπος για να γίνει αυτό; 

Παράλληλα ούτε οι προηγούμενοι κυβερνόντες δεν προχώρησαν στην κατάργηση της ιδιωτικής εταιρείας ΕΣΑΝ, η οποία θα διαχειρίζεται όλον τον προϋπολογισμό της δευτεροβάθμιας υγείας. Δηλαδή θα διαχειρίζεται όλα τα χρήματα του ΕΣΥ προς δημόσια και ιδιωτικά νοσοκομεία, ενώ την ίδια ώρα θα αξιολογεί και τις δημόσιες δομές. Μια ιδιωτική εταιρεία δηλαδή θα ελέγχει όλο το δευτεροβάθμια σύστημα υγείας της χώρας μας! 

Η προηγούμενη κυβέρνηση, όπως και όλες οι κυβερνήσεις από το 2009 και μετά, προτίμησαν τον εύκολο δρόμο της μείωσης των χρηματοδοτήσεων του ΕΣΥ, χωρίς καμία μελέτη και ορθολογισμό για τις επιπτώσεις στην δημόσια υγεία όλων μας. Ενδεικτικά και μόνο αναφέρουμε την αύξηση των ανεμβολίαστων παιδιών (οι γιατροί του κόσμου μιλάνε για 250,000 παιδιά), την εδώ και 3 χρόνια αναστολή κάλυψης των εξόδων για προγεννητικούς ελέγχους εγκύων γυναικών, το κλείσιμο αντικαρκινικών κλινικών τα απογεύματα λόγω έλλειψης πόρων (με αποτέλεσμα την ακύρωση ραντεβού για τα οποία οι καρκινοπαθείς περιμένουν μήνες, χωρίς να του δίνεται η οποιαδήποτε εναλλακτική!) , την μη αγορά φαρμάκων από δημόσια νοσοκομεία λόγω έλλειψης πόρων με αποτέλεσμα οι άποροι να μην μπορούν τα καλύψουν τις ανάγκες τους … έχουμε δεχτεί ακόμα και καταγγελία ότι δημόσια κλινική στην περιοχή της Αθήνας αδυνατεί ακόμα και να σιτίσει τους ασθενείς της! 

Κάποιοι αρκούνται στην κατάργηση του 5ευρου στα νοσοκομεία και λένε ψέματα στους πολίτες ότι έχουν καλύψει τα 3 εκατομμύρια ανασφάλιστων συμπολιτών μας. Μας λένε ότι δεν υπάρχουν χρήματα για να «τα κάνουν όλα», την ίδια ώρα που το πάρτι με την χρηματοδότηση των τραπεζών συνεχίζεται με δις ευρώ. 

Για να αντιληφθούμε πόσο κρίσιμα είναι τα πράγματα, μόλις πριν από λίγες μέρες η υπηρεσιακή κυβέρνηση ζήτησε «...να εγκριθεί η αύξηση του ορίου αγορών των νοσοκομείων και του Πρωτοβάθμιου Εθνικού Δικτύου Υγείας (ΠΕΔΥ) με στόχο τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας τους» με ποσό 150 εκατομμύριών ευρώ μέχρι το τέλος του έτους και πιο συγκεκριμένα «… να εγκριθεί η αύξηση του ορίου αγορών των νοσοκομείων και του Πρωτοβάθμιου Εθνικού Δικτύου Υγείας (ΠΕΔΥ) με στόχο τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας τους«. Πως λοιπόν η επόμενη κυβέρνηση θα μειώσει περαιτέρω κατά 933 εκατομμύρια ευρώ τον προϋπολογισμό? 

Εάν προχωρήσουν τα σχέδια του 3ου μνημονίου για την δημόσια υγεία, τότε με σιγουριά μπορούμε να προβλέψουμε ότι το αμέσως επόμενο διάστημα το Εθνικό Σύστημα Υγείας της Ελλάδας θα καταρρεύσει και αυτό θα έχει ανεπανόρθωτες συνέπειες στην δημόσια υγεία του Ελληνικού λαού. Τονίζουμε για πολλοστή φορά ότι η υγεία του λαού δεν μπορεί να είναι προς διαπραγμάτευση. Όλα αυτά τα στοιχεία που καταγράφονται κάποτε θα στραφούν εναντίων όλων όσων συμβάλλουν στα παραπάνω. Θα έρθει η στιγμή που αυτοί οι κύριοι και κυρίες θα λογοδοτήσουν στην δικαιοσύνη (εντός ή εκτός Ελλάδας). 

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΙΑΤΡΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ

Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2015

Τώρα όλες μου οι γητειές ξοδεύτηκαν..(Αναδημοσίευση)

από την Πέπη Ρηγοπούλου 
στην Εφημερίδα των Συντακτών
Τετάρτη 26 Αυγούστου 2015
Τώρα όλες μου οι γητειές ξοδεύτηκαν, 
Και ό,τι δύναμη μου μένει είναι δική μου, 
Δύναμη αδύναμη πολύ (Σαίξπηρ, Τρικυμία)

Αυτό που κάνει ο Πρόσπερο, όταν στο τέλος της σαιξπηρικής «Τρικυμίας» σπάει το μαγικό του ραβδί και παραιτείται από τις υπερφυσικές δυνάμεις του, που γέμιζαν το ουτοπικό νησί του με ψευδαισθήσεις και οράματα, το κάνει πολύ συχνά, όπως και σήμερα, η ίδια η πραγματική ζωή. Σκίζει το πέπλο της Μάγια, ξεγυμνώνει το θέαμα της αυταπάτης που μας έκανε να ελπίζουμε αβασάνιστα. Όταν όμως σπάνε τα μάγια, όταν το ραβδί του Πρόσπερο, του κάθε Πρόσπερο, δεν υπάρχει πια, τι κάνουμε; Τι κάνουμε για να σώσουμε ό,τι μπορούμε; Να μαζέψουμε ίσως σε μια κιβωτό, σε ένα κιβώτιο του ναυαγού, όλα αυτά που είμαστε, τα υψηλά και τα χαμηλά, τα πάθη και τη μιζέρια μας, τα σπαράγματα της μνήμης μας από εποχές, όταν μια χώρα που την έλεγαν Ελλάδα ήλπιζε και προσδοκούσε; Το πρώτο ίσως είναι να αντισταθούμε στην αλληλοφαγία που γεννούν τα αισθήματα του ευνουχισμού, της ενοχής, της ήττας.


Μετά τις διαδοχικές ήττες των τελευταίων ετών, με επισφράγισμα την τελευταία που ζήσαμε μετά το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, η υποτέλεια της χώρας μας μοιάζει εδραιωμένη. Το αίσθημα αυτό της υποτέλειας έχει ξυπνήσει και πάλι τον αλληλοσπαραγμό και τον διχασμό. 

Γιατί βεβαίως όποιος έχει σκύψει το κεφάλι του στους επικυρίαρχους, δεν μπορεί να είναι ελεύθερος. Και μόνο μέσα στην ελευθερία, ή τουλάχιστον στην προσπάθεια να ανακτηθεί η ελευθερία αυτή, μπορεί να αναπτυχθούν η αξιοπρέπεια και η αλληλεγγύη. Στην αντίθετη περίπτωση, όπου όλη η επιθετικότητα μιας κοινωνίας στρέφεται προς τα μέσα, προς τον ίδιο της τον εαυτό, αυτό που ισχύει είναι η κατάχρηση εξουσίας, από την πιο μικρή μέχρι την πιο μεγάλη.

Το βλέπουμε σε κάθε βήμα. Το είδαμε όταν κάποιος άπορος διώχτηκε από το συσσίτιο των απόρων διότι αρνήθηκε να δώσει τα προσωπικά του δεδομένα. Είναι όμως δυνατόν για να φάει κάποιος μια μπουκιά ψωμί έστω και σε αξιοπρεπές περιβάλλον να πρέπει να δώσει βορά στις στατιστικές την ιστορία της ζωής του; Και είναι δυνατόν ένας υπουργός να παύει τη διοίκηση νοσοκομείου, επειδή την ώρα που εκείνος έκανε έφοδο έλειπε με ολιγοήμερη άδεια, που τη δικαιούνταν απολύτως; Και μάλιστα να παίρνει τα συγχαρητήρια για την αποφασιστικότητά του από τους πολιτικούς προϊσταμένους του;

Αν δεν πιστέψουμε σ’ αυτό που είμαστε και σ’ αυτό που είναι οι διπλανοί μας, η καχυποψία και οι τιμωρητικές πολιτικές θα εξοντώσουν περαιτέρω τον ήδη πάσχοντα κοινωνικό ιστό. Που έχει διαρραγεί κάτω από το βάρος μιας ενοχής που μας έχουν φορέσει οι όντως ένοχοι.

Αυτοί που έχουν κρυφτεί σήμερα έχοντας κάνει το κουμάντο τους, κουμάντο που τώρα βρίσκεται στα χέρια της επίσημης ή της ανεπίσημης μαφίας κάποιων τραπεζών που συνεπικουρούνται από τους κάθε λογής διακινητές. Όχι μόνον αυτούς των ναρκωτικών, των όπλων, των δούλων και της πορνείας, που βρίσκονται ίσως πιο κοντά μας απ’ ό,τι νομίζουμε, αλλά πρώτα από όλους τους διακινητές της παραπλάνησης και της αυταπάτης, του ευνουχισμού και της ενοχής, της παραίτησης από κάθε ελπίδα, στο όνομα ενός ύποπτου ρεαλισμού.

Θα υπάρξει άραγε ποτέ κάποιος θεσμός πάταξης της διαφθοράς, που να κινητοποιηθεί εναντίον τέτοιων διαφθορέων;

Η ωραιότερη λέξη της ελληνικής γλώσσας (αναδημοσίευση)


περίληψη:
Αισιοδοξία, ελευθερία, μοναξιά, νειάτα, ιμερτή, θάλασσα, αρμονία, καλημέρα, όνειρο, πίστη και ζωή είναι λέξεις με τις οποίες πορευόταν η Ελλάδα πριν από ογδόντα χρόνια. Ατένιζε την έξοδο από την οικονομική κρίση, έπαιζε με τη ζωντανή ελληνική γλώσσα και επέτρεπε στην παγκόσμια κοινότητα να βαφτίζεται στα νάματά της.


«Ποία είναι η ωραιοτέρα λέξις της ελληνικής γλώσσης;» αναρωτιόταν ο Πέτρος Χάρης (Ιωάννης Μαρμαριάδης 1902-1998) πριν από περίπου 80 χρόνια και ξεκινούσε ένα όμορφο δημοσιογραφικό παιχνίδι, δημοσιεύοντας τις απόψεις των σπουδαιότερων λογοτεχνών, δημοσιογράφων αλλά και πολιτικών της εποχής· μιας εποχής κατά την οποία κυρίως ο κόσμος των Τεχνών και των Γραμμάτων ερωτοτροπούσε με τη γλώσσα μας, επηρεασμένος σαφώς από την εθνική πολιτική και τον αστικό εκσυγχρονισμό της σχολικής γνώσης που διαμόρφωνε τη νέα ελληνική γλώσσα.

Νομοσχέδια και γλωσσο-εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις από το 1913 και εντεύθεν, καθώς και το νεοφιλελληνικό γλωσσικό κίνημα που αναπτύχθηκε στο εξωτερικό –κυρίως στη Γαλλία με αιχμή την ίδρυση του Ινστιτούτου της Σορβόνης (1920) από τον Hubert Pernot (1870-1946)– έδιναν νέες διαστάσεις στην ευρεία κατανόηση και διάδοση του ελληνικού πνεύματος τόσο στο εσωτερικό όσο και στην Ευρώπη.

Την ώρα που το παιχνίδι αυτό παιζόταν στον Τύπο της Γαλλίας, στην Ελλάδα ο Π. Χάρης, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι στον τόπο μας ακόμη και η καθημερινή γλώσσα χώριζε τους ανθρώπους σε στρατόπεδα, καλούσε τους διανοούμενους να απαντήσουν. 

Έτσι, ο Κωστής Παλαμάς πάντησε ότι η ωραιότερη λέξη είναι ο «δημοτικισμός», ο Γρηγόρης Ξενόπουλος έβρισκε γοητεία στη λέξη«αισιοδοξία», ο Σπύρος Μελάς χωρίς δισταγμό έβρισκε πιο ελκυστική τη λέξη «ελευθερία» και ο στιλίστας Ζαχαρίας Παπαντωνίου εξήρε την ομορφιά της λέξης «μοναξιά». Ο ζωγράφος και καθηγητής της Σχολής Καλών Τεχνών Ουμβέρτος Αργυρός επέλεγε τη λέξη «χάρμα» διότι, όπως υποστήριζε, δεν υπάρχει σε καμία άλλη γλώσσα και στα πέντε γράμματά της κλείνει ό,τι χίλιες άλλες λέξεις μαζί.

Ο Σωτήρης Σκίπης ανέσυρε τη λέξη «απέθαντος» από τα βυζαντινά κείμενα, διαχωρίζοντάς την από τη λέξη «αθάνατος», και ο Παντελής Χορν δήλωσε παντοτινή προτίμηση στη λέξη «νειάτα». Ο αλησμόνητος Αθηναιογράφος Δημήτριος Γρ. Καμπούρογλους, παρά τα χρόνια του, προτιμούσε τη λέξη «ιμερτή», δηλαδή την αγαπητή, την ποθητή. Ο θεατράνθρωπος Νικόλαος Λάσκαρις τη «ζάχαρη», ο ιστορικός Διονύσιος Κόκκινος τη λέξη «χίμαιρα», ο ζωγράφος Παύλος Μαθιόπουλος το «φως» και ο γλύπτης Μιχαήλ Τόμπρος τη λέξη «ουσία». Ο Παύλος Νιρβάνας (Πέτρος Κ. Αποστολίδης), προφανώς επηρεασμένος από τον τόπο του (Σκόπελο), αγαπούσε τη λέξη «θάλασσα». Οι ζωγράφοι αποκάλυπταν τις ευαισθησίες τους: Ο Δημήτριος Γερανιώτης ήθελε την «αρμονία», ο Κωνσταντίνος Παρθένης την «καλημέρα» και ο Δημήτριος Μπισκίνης το «όνειρο».

Ως προς τις γυναίκες που κυριαρχούσαν στην πνευματική ζωή η λαογράφος Αγγελική Χατζημιχάλη ήθελε «πίστη»,ενώ η 25χρονη ηθοποιός Ελένη Παπαδάκη, η οποία έμελλε να δολοφονηθεί άδικα στα Δεκεμβριανά του 1944, δήλωνε πως «η λέξις που περικλείει τα περισσότερα πράγματα, τα πάντα θα έλεγα, είναι η λέξις «ΖΩΗ»»! Η ιατρός και συγγραφέας Άννα Κατσίγρα ήθελε «χαρά» και η καθηγήτρια του Ελληνικού Ωδείου Αύρα Θεοδωροπούλου αναζητούσε την «καλοσύνη». Ενδιαφέρουσες όμως ήταν και οι απαντήσεις των πολιτικών του 1933: Ο στρατιωτικός και Πρόεδρος της Γερουσίας Στυλιανός Γονατάςπροτιμούσε το «εμπρός», ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου τη λέξη «μάννα» και ο πρόεδρος της Βουλής Θεμιστοκλής Σοφούλης τη λέξη «φιλότιμο» διότι εκφράζει έναν ολόκληρο ηθικό κόσμο και δεν υπάρχει σε άλλη γλώσσα του κόσμου. Ο αρχηγός του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδος Ιωάννης Σοφιανόπουλος πρότασσε την «ανατολή» και ο ιδρυτής του ίδιου κόμματος Αλέξανδρος Μυλωνάς τη λέξη«πόνος».

Αισιοδοξία, ελευθερία, μοναξιά, νειάτα, ιμερτή, θάλασσα, αρμονία, καλημέρα, όνειρο, πίστη και ζωή είναι λέξεις με τις οποίες πορευόταν η Ελλάδα πριν από ογδόντα χρόνια. Ατένιζε την έξοδο από την οικονομική κρίση, έπαιζε με τη ζωντανή ελληνική γλώσσα και επέτρεπε στην παγκόσμια κοινότητα να βαφτίζεται στα νάματά της.

[ΠΗΓΗ: Ελευθέριος Σκιαδάς, Μικρός Ρωμιός]

Προσφυγιά: φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου (αναδημοσίευση)



Κοιτώ τη φωτογραφία του Μπεχράκη: τον Σύρο πρόσφυγα, τον πατέρα που σφίγγει στην αγκαλιά του το παιδί, εκεί στα όρια, στο τράνζιτο ψυχών, σκουπίζοντας μ' ένα φιλί του τη βροχή.

Και δεν έχω άλλο τρόπο παρά να προσφύγω στους ποιητές, καθώς θεωρώ τις αναλύσεις περιττές, άχρηστες, γιατί εδώ χρειαζόμαστε ζεστασιά ψυχής κι "ομπρέλες από αρχαίους κατακλυσμούς". 

Ακούω, λοιπόν, την Ευαγγελία-Αγγελική Πεχλιβανίδου να εξηγεί πως η "Προσφυγιά- (είναι) αρμονίας κατάλυση":

Τους βλέπω μαζί της καθώς

"Κάθυγροι οδοιπορούν οι απόλεμοι «αθώοι» μετανάστες",

"….Κι άφησα πίσω τα παιχνίδια μου
Το παρελθόν και το μέλλον μου
Τα ’κρυψα κάτω απ’ το πλατύσκαλο της ξώθυρας
Ελπίζοντας στο γυρισμό,
Αγνοώντας…", λέει το παιδί
"Και μπροστά η χαραυγή, τα παιδιά μας
Άλλο κολλημένο στ’ αδειανό βυζί της μάνας.
Άλλο κουρνιασμένο στο στιβαρό κόρφο του πατέρα
Όπου η καρδιά χτυπούσε από κακό προαίσθημα"
Κι ύστερα ακούω τον Τ. Έλιοτ να λέει 
"Αυτός είναι ο τρόπος που ο κόσμος τελειώνει
Όχι μ’ έναν πάταγο αλλά με έναν λυγμό"

ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ 
Και δεν μένει παρά να βυζάξει το παιδί ελπίδα, 
γιατί αν σώσουμε το παιδί υπάρχει ελπίδα
Έτσι που ...
 Κάποτε θὰ ἀποδίδουμε δικαιοσύνη
μ᾿ ἕνα ἄστρο ἢ μ᾿ ἕνα γιασεμὶ
σὰν ἕνα τραγοῦδι ποὺ καθὼς βρέχει
παίρνει τὸ μέρος τῶν φτωχῶν"
Τάσος Λειβαδίτης

Μετά την συντριβή… (εξαιρετικό)


γράφει ο Φώτης Τερζάκης
πηγή: απέρανο γαλάζιο

Είναι τουλάχιστον ειρωνεία ένα απολυταρχικό καθεστώς που έχει μετέλθει όλα τα μέσα για να τσακίσει τη λαϊκή βούληση να σε καλεί σε εκλογές. Θυμίζει το περίφημο δημοψήφισμα του «Ναι στο Σύνταγμα» της απριλιανής δικτατορίας. Αυτή είναι όμως η πραγματικότητα μπροστά στην οποία βρισκόμαστε σήμερα, στην Ελλάδα, Σεπτέμβριο του 2015.

Έξι μήνες παρακολουθήσαμε με κομμένη την ανάσα το ευρωπαϊκό σήριαλ τρόμου που μια διπλωματική γλώσσα αποκαλούσε «διαπραγμάτευση»: τη δυσφήμιση και τον διασυρμό, την τρομοκράτηση και τον κεκλεισμένων των θυρών βασανισμό ενός πρωθυπουργού και μιας εθνικής αντιπροσωπείας, και μέσω αυτών, αναμφίβολα, ενός ολόκληρου λαού που τόλμησε να διαλέξει ενάντια στις οδηγίες των αφεντικών του, από γραβατοφορεμένους τραμπούκους τύπου Ντάισενμπλουμ, Σώυμπλε, Γιούνγκερ, Σουλτς και τις ορντινάτσες τους· δεν κρατήθηκαν καν πρακτικά εκείνων των τρομερών «συνομιλιών», για να κρίνει ο ιστορικός του μέλλοντος τα πεπραγμένα.

Ακόμη και όσοι υποδεικνύαμε την ολοκληρωτική φύση του παγκοσμιοποιούμενου καπιταλισμού, καταγγέλλαμε την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη ως δικτατορία του κεφαλαίου, παγώσαμε από το μέγεθος, και κυρίως από τον κυνικό και απροσχημάτιστο χαρακτήρα της βίας που άσκησαν τα ευρωπαϊκά όργανα σε μια μικρή χώρα και τους εκπροσώπους της: βία που ανακαλεί στη μνήμη την αποικιακή κτηνωδία των ευρωπαϊκών δυνάμεων, την αληθινή κολυμπήθρα του ευρωπαϊκού, δηλαδή του δυτικού, «πολιτισμού».

Πολλές αναλογίες έρχονται στο μυαλό για την τελική πράξη του δράματος, που οδήγησε διαδοχικά από μια χειρονομία έσχατης συμβολικής αντίστασης, την προκήρυξη δημοψηφίσματος, στον χρηματοοικονομικό πνιγμό που προκάλεσαν οι συνασπισμένοι δανειστές στη χώρα, στην παρ’ όλ’ αυτά και πέραν κάθε .ρεαλιστικής προσδοκίας νίκη τού δημοψηφίσματος, και στην πράξη ακύρωσής του μία στιγμή μετά με την ταπεινωτική συνθηκολόγηση της κυβέρνησης: είπαν «ξεπούλημα», «προδοσία», «νέα Βάρκιζα»· θα μπορούσε ακόμη ευστοχότερα κάποιος να μιλήσει για πραξικόπημα τύπου Χιλής, όταν ο Κίσινγκερ έκανε την περίφημη δήλωση «Δεν μπορούμε ν’ αφήσουμε μια χώρα να κατρακυλήσει στον κομμουνισμό επειδή ο λαός της είναι ανώριμος», ή τη σοβιετική εισβολή του ’68 στην Τσεχοσλοβακία (που η επέτειός της ήταν τώρα, στις 21 Αυγούστου), η οποία ενδεχομένως κρύβει και μια προφητική αναλογία: το κάταγμα που προκλήθηκε στο ίδιο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα είναι πιθανό -και ευχόμαστε ολόψυχα-να έχει ανάλογες μακροπρόθεσμες συνέπειες με αυτές που οδήγησαν στην κατάρρευση, μέσα σε μια εικοσαετία, του φαινομενικά ακαταμάχητου Σοβιετικού μπλοκ.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση -όπως και σε άλλες περιπτώσεις στο πρόσφατο παρελθόν, αλλού- τα χρηματοοικονομικά όπλα έπαιξαν τον ρόλο των αρμάτων μάχης, φαινόμενο αποκαλυπτικό για τη δομή και τη λειτουργία τού χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού των ημερών μας.

Η άλλη όψη του δράματος, η ακόμη πιο απελπιστική, είναι ότι η συγκεκριμένη ελληνική κυβέρνηση έκαψε μόνη της, εξ αρχής, όλα τα όπλα που είχε στη διάθεσή της για ν’ αντισταθεί, προετοιμάζοντας τη συντριβή της (και μπορούμε να πούμε ποια ήταν αυτά: η ανάληψη του ελέγχου των τραπεζών και η επιβολή περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, τουλάχιστον από τις 27 Φεβρουάριου όταν φάνηκε ήδη πώς παίζουν οι αντίπαλοί της· η άσκηση βέτο σε μια ολόκληρη σειρά κρίσιμων αποφάσεων της Ευρωπαϊκής ‘Ενωσης, εξαιρετικά δυσοίωνων ούτως ή άλλως, που θα μπορούσε να προκαλέσει ανυπέρβλητες δυσκολίες στη λειτουργία της· προπαντός, η άρνηση της παραμικρής πληρωμής μέχρι την τελική έκβαση της διαπραγμάτευσης, που θα εξασφάλιζε πολύτιμα συναλλαγματικά αποθέματα στη χώρα σε περίπτωση χρηματοοικονομικού αποκλεισμού).

Και το ερώτημα που επανέρχεται μοιραία, βασανιστικά, είναι: Ηταν μόνο άγνοια του κινδύνου, αφελής εμπιστοσύνη στη «δημοκρατικότητα» της Ευρώπης και των συνομιλητών της, παραπλάνηση από αμφίβολους κι επιζήμιους διεθνείς «συμβούλους», ή απλή, ξεκάθαρη απειρία και ανικανότητα;

Ήταν οπωσδήποτε όλ’ αυτά, σε κυμαινόμενους βαθμούς· αλλά δεν είναι δυνατόν επαγγελματίες πολιτικοί να μη βάζουν στο μυαλό τους εκείνο που συζητιέται και στο τελευταίο καφενείο της χώρας. Η κυβέρνηση δεν θα είχε ξεγελαστεί τόσο εύκολα εάν δεν ήθελε να ξεγελαστεί, αν δεν είχε ήδη ένα επενδυμένο συμφέρον στην εθελοτυφλία της.

Δυστυχώς, όπως εκ των υστέρων φαίνεται όσο συναρμόζονται τα ελλείποντα κομμάτια του παζλ και φωτίζονται οι κρυφές πτυχές, οπωσδήποτε μετά την εκλογική της νίκη, και πιθανότατα από πριν, διαπραγματεύτηκε τη στήριξή της με κύκλους των αδίστακτων οικονομικών ελίτ της χώρας (τραπεζίτες, βιομήχανους, εφοπλιστές, γραφειοκράτες ακαδημαϊκούς, μεγιστάνες του τύπου), το πραγματικό «ευρωπαϊκό λόμπι» τού οποίου τα συμφέροντα είναι οργανικώς εξαρτημένα από τους μηχανισμούς αναπαραγωγής του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, και αυτοί προφανώς ζήτησαν μόνο ένα πράγμα: την πάση θυσία παραμονή στην Ευρωζώνη.

Προετοίμασε έτσι μεθοδικά την αδυναμία της να αντέξει στους εκβιασμούς των αντιπάλων της, και παρέδωσε μαζί της ως σφάγια τις λαϊκές μάζες που την στήριξαν και ήλπισαν να την χρησιμοποιήσουν σαν εργαλείο πολιτικής αντίστασης στον ευρωπαϊκό εφιάλτη. Διότι ναι μεν ουδέποτε κήρυξε ρητά την έξοδο από την Ευρώπη, αλλά όντως δεσμεύτηκε για απόσειση του ζυγού των μνημονίων που ήταν η φυσική συνέπεια της ένταξης στον ευρωπαϊκό οικονομικό και πολιτικό Λεβιάθαν, στις πύλες του οποίου είναι γραμμένο La.scia.te ogne speranza, voi ch’intrate. To μόνο που δεν είπε, βέβαια, ήταν, εάν αποδειχθεί αδύνατο να τηρηθούν ταυτόχρονα και δύο όροι, ποια θα ήταν η έσχατη «κόκκινη γραμμή»: η απόσειση των μνημονίων ή η παραμονή στην Ευρωζώνη.

Όχι, δεν ήταν λάθος η εκλογική στήριξη του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε το ότι του παρασχέθηκε η λαϊκή συγκατάθεση να εφαρμόσει το πρόγραμμά του, ούτε η ανοχή και η στάση αναμονής απέναντι στην αμφισημία πολλών τακτικών του κινήσεων. Στην πολιτική, και ιδίως σε περιόδους εκτάκτου ανάγκης όπως αυτή που διανύουμε, είναι η στρατηγική εκείνη που κρίνει τις τακτικές κινήσεις, και το αποτέλεσμα εκείνο που κρίνει την στρατηγική. Το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ απέτυχε να εκπληρώσει τα κριτήρια μιας αριστερής διακυβέρνησης, που είναι κριτήρια αξιακά και αδιαπραγμάτευτα ταξικού χαρακτήρα, μας φέρνει αντιμέτωπους με βαθύτερες δομικές αδυναμίες -παθολογίες, ακριβέστερα- της ελληνικής κοινωνίας, πέρα από την επιφανειακή πολιτική ανάγνωση. Γιατί η ρήση «Κάθε λαός έχει την κυβέρνηση που του αξίζει», παρά τον κυνισμό της, έχει ένα ποσοστό αλήθειας που δεν μπορούμε να παρακάμψουμε αβασάνιστα.