Κυριακή 10 Ιουλίου 2016

Ο θάνατος ενός λιποτάκτη (αναδημοσίευση)



του Νίκου Σκοπλάκη
πηγή:http://rednotebook.gr/2015/08/o-thanatos-enos-lipotakti/

Στις 13 Ιουλίου (2015)* ο θεσμοποιημένος νεοφιλελευθερισμός, που ορίζει εαυτόν ως «Ευρωπαϊκή Ένωση, διδάσκει απροκάλυπτα πώς εκβιάζεται το πραξικοπηματικό του συνανήκειν, ποιός ανήκει σε ποιόν-και πώς!-μέσα στον ταξικό κατακερματισμό, ποια συμφέροντα, ποιές εμπειρίες και ποιοί καταναγκασμοί γίνονται η συγκολλητική ύλη των εθνικών ανταγωνισμών, οι οποίοι, ιδεολογικά και υλικά, συνέχουν αυτό το εκμεταλλευτικό μόρφωμα, στρέφοντας τις καταπιεζόμενες τάξεις μιας χώρας ενάντια σ΄ εκείνες μιας άλλης.

Οι προσαρμοστικοί, εκόντες ή άκοντες, επιδιώκουν πια να ξεχάσουν τέτοιες αναλυτικές κατηγορίες, ενώ οι από καιρό προσηλωμένοι στην κοινωνική εκβαρβάρωση «ευρωπαϊσταί» μας, με γουρλωμένα μάτια και σάλια που κελαρύζουν, εγκωμιάζουν τη θαυματουργή πρίζα του Σόιμπλε, της Μέρκελ και του Ντράγκι ή την διαμαντοπουλημένη επιστροφή σε μια εκπαίδευση αβυσσαλέας ταξικότητας και ασφυκτικής επιτήρησης. Πόσοι και πόσες πρόσεξαν, μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, ότι στις 13 Ιουλίου πέθανε ένας λιποτάκτης από τη Γερμανία;

Γεννημένος στις 3 Ιουνίου του 1925, ο λιποτάκτης Γκέρχαρντ Τσβέρεντς (Gerhard Zwerenz), είχε θέσει ως στόχο της ζωής του να παρουσιάζει «τα πράγματα, τα οποία είναι αλλιώς». Παιδί εργατικής οικογένειας από τη Σαξονία, μελέτησε από νωρίς, εμπειρικά και θεωρητικά, τις στρατηγικές και τις διοικητικές μεθόδους της γερμανικής αστικής τάξης, την επισφαλή συνοχή και τις συμμαχίες της, τις σταθερές ανάμεσα στα μεταβλητά στοιχεία της εντός του ιστορικού χρόνου.

«Η Πρωσία εξαφανίστηκε, αλλά, δόξα τω Θεώ, μάς έμεινε η αίγλη των συγκρουόμενων όπλων. Ζήτω η μεγάλη μας, η κραταιά, δυσώδης, δολοφονική, σήπουσα, συρραμμένη με αναθέματα, αγία Γερμανία, αυτή η απαθλιωμένη κοιλιά, τούτο το οδωδός πτώμα από καιρούς μεγαλείων, αυτό το αδιάκοπο, το μανιακό με τον εφοδιασμό του φρενοκομείο, σφαγείο, αναμορφωτήριο, χαμαιτυπείο, νεκροταφείο», έγραφε ο Τσβέρεντς το 1965. Τίποτα από όλα αυτά δεν ήταν ρητορικό πυροτέχνημα καιροσκοπικής μεγαλοστομίας ή θορυβώδους εντυπωσιοθηρίας. Ήταν η γνήσια ανησυχία και η άσβεστη φλόγα του λιποτάκτη να γίνουν αντιληπτές οι τροχιές των βαθύτερων ιστορικών μετασχηματισμών στην καπιταλιστική κοινωνία, από την προ-ιστορία του «οικονομικού θαύματος», τον επιταχυνόμενο μετασχηματισμό του σε οικονομικό εθνικισμό και λαϊκισμό της πειθάρχησης, μέχρι τον σημερινό πολεμικό μεταμοντερνισμό της πρίζας, που τόσο εκτιμούν και οι «ευρωπαϊσταί» μας.

Ο λιποτάκτης θα μπορούσε, λοιπόν, να είναι και προφήτης, αλλά ούτε η μεταφυσική αγωνία, ούτε η μυθοποίηση της ακαδημαϊκής αυτοσυντήρησης τον έσπρωξαν προς τα εκεί. Η γνήσια αγωνία και η άσβεστη φλόγα είναι πολιτική στάση-και, μάλιστα, αριστερή πολιτική στάση (θυμάστε;).

Και γι’ αυτούς που θα ενδιαφερθούν να ανιχνεύσουν εν θερμώ τη συστοιχία των πραγμάτων σε αυτή τη στάση, γράφει ο λιποτάκτης Τσβέρεντς: «παρατηρώ τη ζωή μου να τέμνεται από μια τριπλή λιποταξία». Εν αρχή, ήταν η λιποταξία του από τη ναζιστική Βέρμαχτ, μέσα σε εφιαλτικές συνθήκες, στην κατεχόμενη Βαρσοβία. Έπειτα, ήταν η σύγκρουσή του με τον σταλινικό γραφειοκρατικό μηχανισμό στην Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας, όπου αρχικά εγκαταστάθηκε με ενθουσιασμό, και η λιποταξία του το 1957 από το δόγμα που ήθελε να μεταλλάξει τον κομμουνιστή του χθες σε βοναπαρτικό σπιούνο του αύριο. «Είμαι ένα απόβλητο παιδί της ΛΔΓ», συνήθιζε να λέει. Η τρίτη λιποταξία του ήταν από τα στερεότυπα της δυτικογερμανικής συναίνεσης μετά τον πόλεμο, τα οποία διεκδικούσαν ιδεολογική κυριαρχία και υπέρτερη σημασία μέσα σ’ έναν χυλό υπαλληλοποιημένων διανοούμενων, όπου συνυπήρχαν αξιοθαύμαστα πρώην ναζιστές, φιλόδοξοι ακαδημαϊκοί, επιλεκτικά αντι-ολοκληρωτικοί.

Ήξερε και σε όλη τη διάρκεια της ζωής του επέμενε να αποκαλύπτει με αναλυτική δεινότητα, καυστικό χιούμορ και παρρησία την εσωτερική διάπλεξη αυτών των διανοουμένων με τα πιο χυδαία συμφέροντα, το ειδικό βάρος της εύκαμπτης συνείδησής τους, τα κίνητρα της αταραξίας τους απέναντι στην πλημμελή αποναζιστικοποίηση, την πολεμική όψη του νομίσματός τους, η οποία σήμερα, έχοντας περάσει όλη τη διαδικασία του καπιταλιστικού «εκσυγχρονισμού» υπό την αιγίδα των σοσιαλδημοκρατών, συντηρεί αυτούς τους «μικροαστούς της γνώσης» σε τιμητές της πιο εκμεταλλευτικής συνθήκης.

Ο λιποτάκτης Τσβέρεντς υπήρξε εξαιρετικά δυσάρεστος, ανείπωτα επικίνδυνος και ανυπόφορα ενοχλητικός, διότι, εκτός των άλλων, θυμόταν και θύμιζε τους αμετανόητους ναζιστές στις γραμμές της κεντρώας και συνετής Χριστιανοδημοκρατίας, αυτή την «Stahlhelm-Fraktion», η οποία συσπειρωνόταν κατ’ αρχήν γύρω από τον πρώην (και παντοτινό) ταγματάρχη Άλφρεντ Ντέγκερ. Υποστήριζαν (και οι επίγονοί τους εξακολουθούν να υποστηρίζουν) ότι ο «πόλεμος μέχρι την τελευταία στιγμή» στο Ανατολικό Μέτωπο ήταν «δικαιολογημένος», ενώ εξακολουθούν να παρεμποδίζουν την ιστορική αποκατάσταση των 40.000 λιποτακτών από τα ναζιστικά στρατιωτικά σώματα στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. «Στην αποποίηση των λιποτακτών της Βέρμαχτ, εκφράζεται ακόμα και σήμερα η απροθυμία του γερμανικού εθνικισμού να καταδικάσει τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, να αποστασιοποιηθεί από αυτόν», επεσήμαινε ο Γκέρχαρντ Τσβέρεντς μερικά χρόνια πριν.

Με την οξυδερκή σατιρική γραφή (στα χνάρια ενός άλλου λιποτάκτη, του Κουρτ Τουχόλσκι), τη συστηματική τεκμηρίωση και την κριτική επεξεργασία των προσωπικών του εμπειριών, ο λιποτάκτης Τσβέρεντς εισέβαλε εκκωφαντικά σ’ αυτόν τον κόσμο της λήθης εν μετεωρισμώ, στο βιβλίο του «Οι στρατιώτες είναι δολοφόνοι. Οι Γερμανοί και ο πόλεμος» («Die Soldaten sind Mörder-Die Deutschen und der Krieg», εκδ. Knesebeck&Schuler, Μόναχο, 1991). Γνωρίζουμε πώς ο κόσμος της φιλελεύθερης μεσότητας ανακαλεί στην τάξη όσους αποδομούν τα στερεότυπα της εθνικής της συναίνεσης: ο Γκέρχαρντ Τσβέρεντς αντιμετώπισε 25 δικαστικές διώξεις γι’ αυτό το βιβλίο. Σε μία από αυτές, ενάγων ήταν ο υποστράτηγος του ομοσπονδιακού στρατού, Χορστ Όρλοφ (Horst Ohrloff), ο οποίος είχε παρασημοφορηθεί από τον Χίτλερ για τις πολεμικές του δραστηριότητες το 1941, κατά τη διάρκεια της εισβολής στην ΕΣΣΔ. Ριζική αποναζιστικοποίηση; «Αυτό δεν ήταν εφικτό, διότι ο ομοσπονδιακός στρατός συγκροτήθηκε από τους ίδιους εγκληματίες, οι οποίοι σχεδίασαν επιτελικά τον πόλεμο του Χίτλερ».

Ο τρόμος του άδειου βλέμματος ενώπιον ενός κόσμου που συντρίβεται κάτω από τη βαρβαρότητα των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, ώθησε τον λιποτάκτη Τσβέρεντς να αναζητεί ακούραστα μέχρι τον θάνατό του μέσα για τον συντονισμό της ιδεολογικής μάχης, δηλαδή για την οργανικότερη και πληρέστερη σύνδεση Λόγου και Πράξης. Μαθητής και φίλος κριτικών και φιλοσόφων, όπως του Βόλφγκανγκ Χάριχ και του κορυφαίου Έρνστ Μπλοχ, συνήθιζε να λέει, με έναυσμα τη μνήμη του μεγάλου δασκάλου του: «γνώρισα στη Λειψία με τον Μπλοχ αυτή τη χώρα των θαυμάτων, την ουτοπία, αλλά δεν πληροφορήθηκα πώς μπορεί να φθάσει κανείς εκεί». Ως πεισματάρης ανανεωτικός κομμουνιστής, δεν έπαψε ποτέ να συγκρούεται με τις στασιμότητες, τις αδράνειες, τους εφησυχασμούς της ενσωμάτωσης ή της «ορθοδοξίας», αλλά και να οργανώνει συλλογικά τις τολμηρές κινήσεις, τις πρωτοβουλίες, τις εγρηγόρσεις της λιποταξίας με κατεύθυνση την ουτοπία.

Από την κριτική συμπόρευση με τους Πράσινους, κατά την πρώτη περίοδο της συγκρότησής τους, στηλίτευσε με δριμύτητα τις επιλογές της πλειοψηφίας τους από νωρίς. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, συνεργάστηκε με την PDS και τη μετεξέλιξή της, το κόμμα DIE LINKE, μέχρι τον θάνατό του. Κατά το διάστημα 1994-1998 εκπροσώπησε την Αριστερά στο ομοσπονδιακό κοινοβούλιο, με τον διεισδυτικό, κριτικό και αντικομφορμιστικό λόγο του. Οι προσπάθειες του Τσβέρεντς να οργανώσει την ιστορική του σύλληψη είχαν ως αποτέλεσμα 103 βιβλία: λογοτεχνία, λογοτεχνική κριτική, πολιτική φιλοσοφία, ιστορία, ποίηση, μεταξύ των οποίων πολύ σημαντικές συμβολές, οι οποίες τον ανέδειξαν σε έναν από τους πιο ενδιαφέροντες σύγχρονους συγγραφείς στη Γερμανία. Πλάι στα προηγούμενα, 150 ραδιοφωνικές εκπομπές και, ασφαλώς, οι συνεργασίες του με τον Ράϊνερ-Βέρνερ Φασμπίντερ. Σε μία από αυτές, το «Μπερλίν-Αλεξάντερπλατς» (από το μυθιστόρημα του Άλφρεντ Ντέμπλιν), ο Γκέρχαρντ Τσβέρεντς συμμετείχε ως ηθοποιός, ερμηνεύοντας τον ρόλο του Μπάουμαν.

Ο Τσβέρεντς αυτοπροσδιοριζόταν ως «πληβειακός διανοούμενος», θεωρώντας πως εκδημοκρατισμός της κουλτούρας είναι η εξάλειψη της απόστασης ανάμεσα στις κατακτήσεις της διανόησης και τις καταπιεζόμενες τάξεις. Εξάλλου, επαναλάμβανε ότι «τα φαντασιακά είναι εφαλτήρια απείθειας». Διπλής απείθειας, τόσο απέναντι στην εργαλειακή παρερμηνεία της λαϊκότητας από τη σοσιαλρεαλιστική μηχανική όσο και απέναντι στις καταπιεστικά ιεραρχημένες προσλήψεις των καπιταλιστικών ελίτ. Η διπλή του απείθεια και η τριπλή του λιποταξία ρευματοδοτούνταν από αμείωτη κριτική διάθεση προς ό, τι μετέβαλλε την πολιτική πρόταση της Αριστεράς σε ατελέσφορα σχήματα, στερημένα από κάθε ανάσα δημοκρατίας, αλλά και σε ό, τι ρευστοποιούσε τη διαλεκτική της ενότητα στον αυθαίρετο και αντιδραστικό πραγματισμό της υποταγής.

Συνήθιζε να αναφέρεται στον διαφωτισμό μέσα από τις ρήξεις και τις αντιπαραθέσεις, που εμφανίζονται μέσα στους κοινωνικούς σχηματισμούς και τα συλλογικά σώματα, υπογραμμίζοντας πως για εκείνον «διαφωτισμός δεν είναι να παρασταίνεις ουρανούς, αλλά να εξηγείς την κόλαση». Αυτή την προβληματική διερεύνησε μεθοδολογικά σε βιβλία, όπως «Sklavensprache und Revolte» («Γλώσσα των σκλάβων και εξέγερση», με τη συνεργασία της συζύγου του, Ίνγκριντ Τσβέρεντς), «Die Erde ist unbewohnbar wie der Mond» («Η γη δεν μπορεί να κατοικηθεί, όπως και το φεγγάρι»), στη βιογραφία για τον Κουρτ Τουχόλσκι, στα δοκίμιά του για τον χριστιανικό αντισημιτισμό στην Ευρώπη του αναπτυσσόμενου καπιταλισμού.

Ο λιποτάκτης Τσβέρεντς αντιμαχόταν την αυταρχικά επιβεβλημένη υπερουσιότητα του αμετακίνητου και απολιόρκητου δόγματος, θεωρώντας ότι ο αριστερός κριτικός λόγος είναι ριζικά διακριτός από αυτό σε όλες τις εκδοχές του. Ακόμα και διατρέχοντας τον κίνδυνο να μην είναι πάντα κατανοητός από την εποχή του, ο ανανεωτικός κομμουνιστής οφείλει να μιλάει για τον κομμουνισμό ενοχλητικά, προς όλες τις κατευθύνσεις. Αυτή είναι η λιποταξία, που ακόμα και μοναχική, μπορεί να κινητοποιήσει τις καταπιεζόμενες τάξεις για την πραγματική χειραφέτησή τους. Με αυτή την έννοια, το βιβλίο του «Die Liebe der toten Männer» («Η αγάπη των νεκρών ανδρών»), για την εξέγερση της 17ης Ιουνίου 1953 στο Βερολίνο, παρέμεινε διπλά εξόριστο.

Ο λιποτάκτης πέθανε τη στιγμή που ακυρωνόταν η βολική και επιπόλαια άποψη ότι ο αριστερός ριζοσπαστισμός μπορεί να υπάρξει και να ριζώσει μέσα από εξωτερικούς διακανονισμούς της ανάθεσης. Σε αυτούς τους καιρούς, που οι κίνδυνοι ενθαρρύνουν το κριτικό βλέμμα στην ιστορία και την κοινωνία, για όσους τουλάχιστον επιμένουν να μην τυφλώσουν την καλή τους μερίδα, του αξίζουν όχι μόνο ένα δάκρυ κι ένας χαιρετισμός, αλλά και η διανοητική προσοχή, η ανα-κάλυψη της ανησυχίας, της αμφισβήτησης και της φλεγόμενης εγρήγορσής του. Ο ίδιος είχε γράψει στις 19 Ιουνίου 1956, με αφορμή τον θάνατο του Μπέρτολτ Μπρεχτ: «ας τον τιμήσουμε, αγνοώντας τον θάνατό του». Μολονότι, λοιπόν, ο θάνατος είναι πάντα γεγονός απαράκαμπτο, το κείμενο αυτό δεν είναι νεκρολογία, αλλά υπόμνηση του ζωντανού μηνύματος του Γκέρχαρντ Τσβέρεντς, της λιποταξίας που παραμένει σπίθα στις στάχτες, πασχίζοντας να φωτίσει και να θερμάνει το ιστορικό της υποκείμενο.
σ.δ: το άρθρο γράφτηκε και πρωτοδημοσιεύθhκε τον Αύγουστο του 2015

Παρασκευή 8 Ιουλίου 2016

Χρόνια και χρόνια υφάνατε τη σημαία σας (αναδημοσίευση)

του Χρήστου Κάτσικα

Χρόνια και χρόνια υφάνατε τη σημαία σας
με σιωπή, υπομονή, αδιαφορία
και αφελώς ή και με ιδιοτέλεια πιστεύατε
πως άμα μάθετε να καταπίνετε τις ταπεινώσεις
και κοιτάζετε τη δουλειά σας
θα κερδίσετε περισσότερα.
Μετά ήρθαν οι περικοπές, οι απολύσεις,
οι χιλιάδες πραγματικοί θάνατοι
η Ηλεκτρονική, η Ledra Marriott, ο Μαρινόπουλος
και λυπηθήκατε και κάνατε το σταυρό σας
και είπατε, εντάξει, μακρυά από μας «κοίταζουμε τη δουλειά μας».
Σκεφτήκατε και πάλι ότι έτσι μόνο υπάρχει περίπτωση
να χάσετε λιγότερα...
Και σκεφτήκατε ότι τέλος πάντων "που να τα βάλουμε με τα θηρία" και που θα πάει "θα φάνε, θα φάνε και κάποια στιγμή θα χορτάσουν και θα σταματήσουν".
Και κύλισε ο καιρός και η βαρβαρότητα μεγάλωνε
και οι πληγές άρχισαν να πληθαίνουν και στο δικό σας σώμα.
Και τότε αρχίσατε να καταλαβαίνετε ότι σταματημός δεν θα υπάρξει,
ότι σας περικυκλώνει το αδιανόητο
και ότι αν δεν γίνει κάτι η ζωή σας θα είναι "για ένα κομμάτι ψωμί"
Ε, λοιπόν σε σας απευθύνομαι.Σε σας.


Και σας εκσφενδονίζω ένα μήνυμα κλεισμένο σε στίχους
του Γιώργου Ζιόβα, στίχους γεμάτους φωτιά:


Ξανανοίγουμε χάρτες, κατεβάζουμε
παλιά βιβλία, συγκρίνουμε
τις εποχές.
Βλαστημάμε την τύχη.
Ένα σάλπισμα καραβιού
μια φωτιά στο βουνό,
μια ντουφεκιά στο κούτελο του φόβου.
Θα βγούμε πάλι.
Είμαστε ράτσα ατάκτων και κλεφτών,
έχουμε το πείσμα του σίδερου,
την υπομονή του νερού.
Όσοι πιστοί.
Με συμπόνια και με μαχαίρι.
Κι αν δεν καταλαβαίνεις
ψάξε Μεσολόγγι
Μακρόνησο και Νοέμβρη...
Χρήστος Κάτσικας

Τετάρτη 6 Ιουλίου 2016

Τίποτα δεν θα ξεχασθεί. Σε περιμένω

από ένα τοίχο στο θέατρο Εμπρός
Μια αναδημοσίευση από το Περιοδικό
αρχικός τίτλος: Σου γράφω γιατί ξέρω πως θα ξεχαστούν αυτές οι μέρες. 

Κατά τη διάρκεια μιας από τις πιο έντονες και γεμάτες και ενδιαφέρουσες εβδομάδες της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας Το Περιοδικό δημοσίευσε 15 γράμματα ανθρώπων σε κοντινούς/ες τους, με σκοπό να μιλήσουν για τις μέρες αυτές. Αποτελούν, και σήμερα παρά τα όσα συνέβησαν τον τελευταίο χρόνο, μια συγκλονιστική καταγραφή συναισθημάτων, σκέψεων, αγωνιών, προσδοκίας. 
Για να μην ξεχαστούν αυτές οι μέρες, λοιπόν τις μαζέψαμε όλες μαζί και σας τις θυμίζουμε. Γιατί το εύκολο συνήθως είναι υπό το βάρος του παρόντος να αποχωρίζεσαι τέτοιες σκέψεις του παρελθόντος. Το δύσκολο και πιθανόν πιο αποτελεσματικό είναι να προσπαθείς να τις καταλάβεις. Για χάρη του μέλλοντος φυσικά…

Τα 15 γρράμματα

Σάββατο 18 Ιουνίου 2016

Εδουάρδο Γκαλεάνο, o ανεξάντλητος ποιητής (συνέντευξη)

από Το Περιοδικό


Η τελευταία συνέντευξη του Εδουάρδο Γκαλεάνο

Επιλογή και μετάφραση: Χρήστος Σιορίκης 
Με αφορμή της έκδοσης στην Ελλάδα του τελευταίου βιβλίου του Εδουάρδο Γκαλεάνο, «Το Ποδόσφαιρο στη Σκιά και το Φως» (Εκδ. Πάπυρος), παραθέτουμε αποσπάσματα από την τελευταία συνέντευξη που έδωσε ο συγγραφέας στην εφημερίδα «La Nación» της Αργεντινής, τον Μάιο του 2013.

Στην συνέντευξη αυτήν, ο συγγραφέας έκανε μια βαθιά ανάλυση για την πραγματικότητα της Λατινικής Αμερικής και έδινε ακόμη τη γνώμη του σχετικά με την υποτιθέμενη «έχθρα» ανάμεσα σε Αργεντίνους και Ουρουγουανούς. «Δυστυχώς, μια ηλιθιότητα πολύ διαδεδομένη», σημείωνε.


Κάθε απόγευμα, ο Εδουάρδο Γκαλεάνο πίνει ένα καφέ με το Θεό. Ακουμπά με τους αγκώνες δίπλα στο παράθυρο του «Μπραζιλέρο» (το μπαρ που στην παρούσα φάση είναι σαν δεύτερο σπίτι του), εισπνέει βαθιά τη μυρωδιά του ξύλου και της αναμονής, υπομονετικός, μέχρι η ακτινοβολούσα Ανδαλουσιανή που σερβίρει αυτά τα τραπέζια – Άλμπα Μαρίνα* στο μικρό, Ντιός («Θεού») στο επίθετο – να του φέρει, ανάμεσα σε χαμόγελα, αστεία και εγκώμια για το νεαρό της θεότητάς της, τον καφέ της ημέρας. «Λίγοι έχουν το όνομα Ντιός» λέει, ευτυχής με το παιχνίδι αυτό, ο συγγραφέας που τόσες φορές τσακώθηκε με εκείνη την άλλη θεϊκή παρουσία, των βωμών και των εντολών. «Νομίζω ότι στην Κόρδοβα της Ισπανίας, από εκεί όπου αυτή κατάγεται, υπάρχουν μόνο πέντε.».

Δεν είναι περίεργο που τα πηγαίνει καλά με το Θεό. Η μανία με την οποία έχει γράψει σχετικά με τα της θρησκείας δεν είναι αυτή ενός άθεου.

«Όταν ήμουν μικρός ήμουν πολύ πιστός, πολύ μυστικός. Κι αυτό είναι σαν το κατακάθι του κρασιού στον πάτο του ποτηριού, σου μένει για πάντα. Δεν είναι ένα πράγμα που φεύγει∙ μεταπλάθεται, αλλάζει όνομα. Κατά βάθος, ψάχνει κανείς το Θεό στους άλλους. Ή στη φύση, νοούμενη ως μια όμορφη ενέργεια του κόσμου, που είναι συγχρόνως τρομερή και υπέροχη. Πού είναι εκείνος ο Θεός που είχα μικρός και μια μέρα μου ’πεσε από μια τρυπούλα της τσέπης και δεν τον ξαναβρήκα ποτέ; Αργότερα έμαθα πως τον καλούσα με άλλα ονόματα. Γι’ αυτό η λέξη «Θεός» μπορεί να ορίσει την όμορφη κοπέλα που μας φέρνει αυτούς τους καφέδες.»

Και πώς να μη βρίσκεται το θεϊκό σε μια θαλασσινή αυγή.

«Ακριβώς. Ή σε ένα δειλινό. Όταν ο ήλιος φεύγει και πέφτει να κοιμηθεί σ’ αυτή την αιώρα που λέγεται ορίζοντας, στην πιο όμορφη ώρα της μέρας. Πολλές φορές αναρωτιέμαι πόσο λυπηρό πρέπει να είναι να πεθάνεις και να μην βλέπεις το δειλινό. Γιατί, η ικανότητά του για ομορφιά, σου επιστρέφει την πίστη σε ό,τι μπορεί να την έχει πληγώσει ή να την έχει κάνει να χαθεί. Δεν υπάρχει κανένα δειλινό που να μοιάζει με το άλλο. Είναι όλα διαφορετικά, και στο Μοντεβιδέο είμαστε τόσο τυχεροί που το έχουμε μπροστά μας. Ο ήλιος πέφτει μπροστά στα μάτια μας.»
[…]

Πολλές από τις σύντομες ιστορίες του έχουν γεννηθεί στις σημειώσεις που κρατά σε μικροσκοπικά τετράδια, ενίοτε πάνω στο ίδιο τραπέζι του Καφέ Μπραζιλέρο, εδώ όπου τώρα μιλάει με το Περιοδικό (της «Nación»).

«Είμαι παιδί των καφέ -θα πει. Ό, τι ξέρω το οφείλω σ’ αυτά. Κυρίως την τέχνη της αφήγησης. Την έμαθα ακούγοντας, στα τραπέζια των μπαρ, αυτούς τους θαυμάσιους προφορικούς αφηγητές των οποίων τα ονόματα αγνοώ, που έλεγαν θαυμαστά ψέματα, και τα έλεγαν με τόσο ωραίο τρόπο που, όσα έλεγαν, συνέβαιναν ξανά, κάθε φορά που τα αφηγούνταν. Είμαι παιδί αυτών των καφέ και αυτού του Μοντεβιδέο όπου υπήρχε χρόνος για να χάνεις χρόνο.»

[…]

«Δεν το πιστεύω! Απίστευτο! Έχω όλα σας τα βιβλία!»

Μια κοπέλα διακόπτει ξαφνικά. Καθαρή, ανεξέλεγκτη συγκίνηση. Πλησιάζει τον Γκαλεάνο, δεν σταματά να του μιλά: «Μόνο για εσάς ήρθα να ζήσω εδώ, στο Μοντεβιδέο». Η φωνή της την προδίδει: είναι μεξικάνα. Είναι χωρίς αμφιβολία, πολύ συγκινημένη. Γνώστρια των συνηθειών του ειδώλου της, τριγύριζε στην περιοχή του Καφέ Μπραζιλέρο. Μόνο μια λεπτομέρεια της ξέφυγε: δεν έχει μαζί της κανένα βιβλίο για να καταγράψει το αυτόγραφο του συγγραφέα.

«Μα τι γεγονός» συνεχίζει, μαγεμένη. «Έχω όλα τα βιβλία σας. Και τα συστήνω».
Ο Γκαλεάνο χαμογελά και σχολιάζει: «Διαδίδοντας το μαρτύριο…». Βγάζει από την τσάντα ένα μικρό σημειωματάριο, της το δίνει: «Για να το γεμίσεις με τις βαθύτερες σκέψεις σου. Εδώ θα σου ζωγραφίσω ένα γουρουνάκι, απόδειξη της αυθεντικότητας της υπογραφής μου. Το όνομά σου;»

«Ντανιέλα», απαντά εκείνη.

«Λοιπόν, Ντανιέλα, θα σου φτιάξω το γουρουνάκι κι ένα λουλούδι κόκκινο», λέει ενώ σχεδιάζει, ο άνθρωπος που έκανε τα πρώτα του βήματα στον κόσμο του τύπου όχι ως δημοσιογράφος, αλλά ως εικονογράφος. Και δεν το ξεχνά.

Η Ντανιέλα, εκστασιασμένη, κάθεται λίγο ακόμη. Μιλάνε για τη χώρα της, τα ταξίδια, για αυτή την ιδιαίτερη περιοχή δημιουργίας ανάμεσα στη λαϊκή και θρησκευτική τέχνη: τα μεξικάνικα τέμπλα. Ο Γκαλεάνο ξεκινά καινούργια ιστορία: «Ξέρεις, το πρώτο τέμπλο που είδα στο Μεξικό ήταν σε μια μικρή εκκλησία ερειπωμένη. […] Θαμπώθηκα. Μου εξήγησαν ότι αυτά τα τέμπλα ήταν αναθήματα. Πλησίασα. Ήταν υπέροχο, αλλά δεν τόλμησα να το κλέψω. Ένεκα μάλλον της καθολικής παιδικής ηλικίας. Βέβαια, το τέμπλο δεν ήταν και πολύ άγιο, θα λέγαμε. Γιατί έλεγε: Παναγία μου, σ’ ευχαριστώ που όταν μπήκε ο στρατός του Πάντσο Βίγια στο χωριό, βίασαν την αδερφή μου κι όχι εμένα».

Σκάμε στα γέλια. Η μεξικάνα φαν τον αγκαλιάζει, τον φιλά. Τον αγκαλιάζει ξανά πριν φύγει με το σημειωματάριο, το αυτόγραφο και το σχέδιο, χωρίς ακόμα να μπορεί να πιστέψει πως, ό, τι συνέβη, συνέβη στ’ αλήθεια.

Είναι συχνές τέτοιες συναντήσεις;

«Ναι. Ο κόσμος είναι πολύ τρυφερός. Όχι μόνο εδώ. Είναι αλήθεια πως έχω και εχθρούς, αλλά όπως έλεγε ο Αμβρόσιος Μπηρς: «Όποιος δεν έχει εχθρούς, δεν αξίζει να έχει φίλους». Κι η αλήθεια είναι πως έχω πολλούς φίλους. Μάλιστα, άνθρωποι γίνονται φίλοι σου διαβάζοντας αυτά που γράφεις. Φαίνεται ότι οι λέξεις δραπετεύουν απ’ τις σελίδες κι έχουν δάχτυλα και αγγίζουν αυτόν που διαβάζει. Σε αγγίζουν, σε χαϊδεύουν, σε χτυπάνε καμιά φορά, σε γρατσουνάνε.»

«Εμένα, η αλήθεια είναι, πως το να γράφω, με σώζει» θα ομολογήσει έπειτα. «Γιατί μου επιτρέπει να βγω έξω από μένα. Αυτό με βοηθά να ζω και να πηδώ πάνω από κάποια εμπόδια που η ζωή σου βάζει, και φαίνονται αξεπέραστα».


Ποια;

«Αν τα ορίσω, θα πω ψέματα. Χειρότερα∙ αν τα ορίσω τα μετατρέπω σε εμπόδια χαζά. Και δεν είναι. Αλλά αποδεικνύονται πολύ πολύπλοκα για να τα πεις με μια λέξη. Γράφοντας, τα θέτω εκτός. Είναι σαν κάποιος να έχει μέσα στην ψυχή θραύσματα από γυαλί που τον πληγώνουν. Όλοι έχουμε κάποιο σπασμένο γυαλί στην ψυχή μας, που πληγώνει και τη ματώνει, έστω και μικρό. Έτσι, γράφοντας, νιώθω ότι βγάζω λίγα απ’ αυτά τα γυαλάκια έξω από μένα. Τα βάζω σ’ ένα χαρτί και πια δεν μου κάνουν κακό. Δεν μου κάνουν τη ζωή ανυπόφορη, αλλά την πολλαπλασιάζουν, επειδή μου επιτρέπουν να συνεννοούμαι καλύτερα με τους άλλους. Γιατί ο καθένας έχει τα γυαλάκια του που τον πονάνε [χαμογελά λίγο]. Πιστεύω πως η λογοτεχνία είναι επικοινωνία ή δεν είναι τίποτα. Δεν γράφω για μένα, γράφω για να επικοινωνήσω με άλλους, για να φτάσω στους άλλους που θα γίνουν φίλοι μου, ακόμα κι αν δεν τους γνωρίζω ακόμα.»

Στην παραλιακή λεωφόρου του Μοντεβιδέο έχει λίγο κόσμο. Λίγο μένει ακόμα για να δύσει ο ήλιος, μα το σούρουπο ήδη αναγγέλλεται. Ένα φως απαλό, μόλις ρόδινο, ακόμα προστατευτικό, τυλίγει το μεγάλο περιπατητή, το θαυμαστή των θαλασσινών δειλινών. Λέει πως έχει ξεκινήσει νέα σχέδια για δύο βιβλία ∙ πως δεν διστάζει να ετοιμάσει βαλίτσες όταν είναι να παρουσιάσει στο εξωτερικό κάποιο από τα ήδη εκδοθέντα. Λέει επίσης πως θα συμμετάσχει ως σύμβουλος σε μία σειρά αφιερωμένη στο ποδόσφαιρο, που θα μεταδοθεί από κανάλι «Encuentro». Είναι πιθανό, μέσα σ’ αυτό τον κύκλο, να πάρει συνέντευξη από τον Ντιέγο Μαραντόνα, ο οποίος -διαβεβαιώνει- πως θα δεχόταν να συμμετάσχει μόνο αν είναι να συνομιλήσει με τον ουρουγουανό συγγραφέα.

Ακούραστος, ο Γκαλεάνο αφήνεται να τον χαϊδεύει η απαλότητα ενός ήλιου που, ακόμα, δεν τον διαλύουν οι φλόγες του δειλινού. Στο «Βιβλίο των Εναγκαλισμών» είπε ότι, αν κοιτάξεις από ψηλά, οι άνθρωποι «είμαστε μια θάλασσα από μικρές φλόγες» ∙ ο ίδιος λάμπει όπως οι πιο απαραίτητες από αυτές τις φλόγες: αυτές που «καίνε τη ζωή με τόσο πάθος που δεν μπορείς να τις κοιτάξεις χωρίς να ανοιγοκλείσεις τα μάτια, και που όποιος τις πλησιάζει, πιάνει φωτιά».

* Το όνομα αυτό σημαίνει «θαλασσινή αυγή». Το ονοματεπώνυμο λοιπόν της κοπέλας μπορεί να μεταφραστεί ως «θαλασσινή θεϊκή αυγή».

Παρασκευή 17 Ιουνίου 2016

Είναι πλέον επίσημο: η Γερμανία μαχαίρωσε, πυροβόλησε και σκότωσε την Ευρώπη για τρίτη φορά σε έναν αιώνα...(αναδημοσίευση


Ποιος μαχαίρωσε, πυροβόλησε κι εν τέλει σκότωσε τη Βρετανίδα βουλευτή Τζο Κοξ; Η απάντηση πως πρόκειται για έναν ψυχοπαθή νεοναζί οπαδό τού Brexit και "λευκό εθνικιστή" είναι, απλώς, μια επίπλαστη άφεση αμαρτιών για όλους εκείνους που οπλίζουν τα χέρια ανθρώπων οι οποίοι είναι επιρρεπείς, για διάφορους λόγους-ατομικούς και κοινωνικούς-, σε ακραίες συμπεριφορές. Ναι, ο Τόμας Μέιρ είναι ο φυσικός αυτουργός τού εγκλήματος, αλλά δεν είναι ο ηθικός αυτουργός. Στην περίπτωση, μάλιστα, της Ευρώπης- γιατί αυτή μαχαιρώθηκε και πυροβολήθηκε για μια ακόμα φορά το απόγευμα της Πέμπτης στην Αγγλία- είναι πολλοί, έχουν πρόσωπα, ονόματα, διευθύνσεις και πολλή ακόμα μισαλλοδοξία, σκοταδισμό, ρατσισμό, νεοφιλελευθερισμό κι εθνικισμό για να διαχύσουν. Είναι αυτοί που αφού επέτρεψαν στον καπιταλισμό να γίνει ανεξέλεγκτος, στη συνέχεια έστειλαν το λογαριασμό σε αυτούς που ωφελήθηκαν λιγότερο από τη "φούσκα" του. Είναι αυτοί που αφού ενεπλάκησαν σε ιμπεριαλιστικούς πολέμους, αρνήθηκαν μετά να πληρώσουν το μάρμαρο για τους πρόσφυγες που δημιούργησαν. Είναι αυτοί που εξευτέλισαν την ευρωπαϊκή ιδέα προκειμένου να κυριαρχήσουν οι ελίτ των χωρών τους πάνω στους ευρωπαϊκούς λαούς...

Κάθε ελεύθερος άνθρωπος χάρηκε με την πτώση τού τείχους τού Βερολίνου, το οποίο συμβόλισε και το τέλος απολυταρχικών καθεστώτων που ασέλγησαν πάνω στη μαρξιστική θεωρία. Ο καταναγκασμός, η βία και η απειλή της, η λογοκρισία, η γραφειοκρατία, ο συγκεντρωτισμός δεν δικαιολογούνται ως κρατική επιλογή στο όνομα οποιασδήποτε ιδεολογίας ή θρησκείας. Η Ιστορία το απόδειξε, μολονότι στον Περισσό δεν το έχουν πάρει ακόμα χαμπάρι, πως ο σοσιαλιστικός τύπος ανθρώπου μπορεί να ανθίσει μόνο σε συνθήκες ελευθερίας κι όσο πιο γίνεται άμεσης δημοκρατίας, με ένα εκπαιδευτικό σύστημα που δημιουργεί ταξικά συνειδητοποιημένους πολίτες κι όχι πρόβατα. Πάντως δεν χτίζεται με το να παρακολουθεί ο ένας τον άλλο ή πάνω στις πολιτικές διώξεις και στην κατάργηση της ελευθερίας τού λόγου...

Πολλοί πίστεψαν στις αρχές τής δεκαετίας τού '90 πως οι Γερμανοί δεν θα επαναλάμβαναν τα λάθη που οδήγησαν σε δύο χαμένους γι' αυτούς Παγκόσμιους Πολέμους- αν υπάρχουν, βεβαίως, νικητές όταν μιλάμε για εκατομμύρια νεκρών από όλες τις πλευρές- και θα ηγούνταν στην προσπάθεια ολοκλήρωσης της ενωμένης Ευρώπης. Όλοι αυτοί διαψεύστηκαν οικτρώς: η ενωμένη πλέον Γερμανία αισθάνθηκε πιο δυνατή από ποτέ κι αντί να ανοίξει δρόμους για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση επιχείρησε, και σε πολύ μεγάλο βαθμό το έχει πετύχει, να επιβληθεί ως ο αφέντης τής Γηραιάς Ηπείρου...

Με προμετωπίδα τη δημοσιονομική πειθαρχία, η οποία βασίζεται στην άκαμπτη προτεσταντική ηθική, επέβαλε ένα ενιαίο νόμισμα κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της και πολιτικές που αποσκοπούσαν αποκλειστικώς στη συντήρηση του εξαγωγικού της "θαύματος". Το ευρώ δεν είναι τίποτα άλλο από το μάρκο σε μια πιο επεκτατική εκδοχή του, αφού και η ισοτιμία του πάνω στο γερμανικό νόμισμα βασίστηκε. Κι επειδή βεβαίως οι ηθικολάγνοι είναι οι μεγαλύτεροι υποκριτές, παραλλήλως με τα χαμηλά ελλείμματα και τη δογματική αντιπληθωριστική της πολιτική η Γερμανία λάδωνε όλη την Ευρώπη ώστε οι επιχειρήσεις της να κάνουν πάρτι με τα κατά τόπους δημόσια ταμεία...

Τώρα είναι πλέον η ώρα τού θερισμού τής θύελλας που έσπειραν οι διάφοροι Κολ, Σρέντερ, Μέρκελ και Σόιμπλε. Αν οι Βρετανοί την επόμενη εβδομάδα επιλέξουν το Brexit θα το κάνουν, πρώτα και κύρια, γιατί ο δικός τους μετα-αποικιοκρατικός σοβινισμός δεν τους επιτρέπει να ανέχονται άλλο μια γερμανική Ευρώπη, η οποία δεν ορρωδεί προ ουδενός. Κι αν η Ελλάδα ήταν πολύ μικρή κι αδύναμη για να πείσει το Βερολίνο πως αρμενίζει στραβά, δεν ισχύει το ίδιο και με τη Μεγάλη Βρετανία. Έτσι κι αλλιώς, ακόμα κι αν η Γηραιά Αλβιόνα παραμείνει στην Ε.Ε., η Ευρώπη έχει αρχίσει να θρυμματίζεται, αφού μοιάζει όλο και περισσότερο με γυναίκα που δέχεται την κακοποίηση του συζύγου της επί χρόνια, φοβούμενη να τον καταγγείλει στις αρχές, και η οποία κάποια στιγμή είτε θα επαναστατήσει είτε "απλώς" θα πεθάνει...

Ας μην παραπονιούνται, επομένως, όσοι προσβάλλονται όταν βλέπουν την καγκελάριο της Γερμανίας και τον υπουργό Οικονομικών της με στολές τού Γ' Ράιχ. Ναι, δεν στέλνουν τους Έλληνες σε στρατόπεδα συγκέντρωσης ούτε τους εκτελούν δίκην αντιποίνων, τουλάχιστον όχι με τον απροκάλυπτο και κυριολεκτικό τρόπο που το έκαναν οι Ες Ες. Αν, όμως, μέτρο σύγκρισης για τη σημερινή γερμανική πολιτική έχει καταντήσει πάλι ο χιτλερισμός, τότε όλοι καταλαβαίνουμε ποιος γκρεμός ανοίγεται μπροστά μας...

Χρεοκοπία (αναδημοσίευση)


πηγή: http://www.inred.gr/hreokopia/
Akis Xenakis

Χρεοκοπία. Λέξη μαγική. Απελευθερωτική. Λυτρωτική των φόβων και των ονειρώξεων μιας ζωής γεμάτης απο αδιέξοδα και ανασφάλειες. Μιας ζωής πνιγμένης στα δήθεν, με ανούσιους καθωσπρεπισμούς και ατέλειωτους συμβιβασμούς. Μιας ζωής στιγματισμένης από την πιο άγρια εκμετάλλευση της ανθρώπινης υπόστασης, με ασήκωτο το βάρος της συγκάλυψης της από πλαστικά και εντελώς ευτελή περιτυλίγματα.

Αλλά μια χρεοκοπία δεν χαρίζεται. Κερδίζεται. Είναι το αποτέλεσμα μιας εσωτερικής απελευθερωτικής ενέργειας που χρόνια επωάζει την οργή, ξεχύνεται έξω παντού, σκίζει όλα τα περιτυλίγματα, ξεγυμνώνει τα θέλω, γκρεμίζει τους φράχτες, ανοίγει τους δρόμους, καταχτάει το δικαίωμα της ζωής να εκφράζεται χωρίς αυταπάτες, στερεότυπα, σωτήρες, συμβιβασμούς και συμψηφισμούς.

Δεν τη ξορκίζει άδικα όλο το συστημικό οικοδόμημα «αξιών», «θεσμών», «θρησκειών» και εξουσίας. Είναι η κορυφαία έκρηξη κάθε υποταγμένης κοινωνίας κι η απαρχή μιας νέας γόνιμης επαναστατικής διαδικασίας που μπορεί να καταργήσει κάθε δουλεία και να αλλάξει τον κόσμο. Γιατί στην ουσία η χρεοκοπία αφορά όλους όσους κερδοσκόπησαν σε βάρος της ζωής και της ελευθερίας. Όσους κερδοσκόπησαν ιδεολογικά, φιλοσοφικά, οικονομικά, πολιτικά. Οι σκλάβοι δεν έχουν να χάσουν τίποτα περισσότερο από τις αλυσίδες τους.

Η «χρεοκοπία» είναι χρεοκοπία του συστήματος. Χρεοκοπία της εκμετάλλευσής μας. Χρεοκοπία της εξουσίας μιας μαύρης ολιγαρχίας. Όχι δική μας. Γι’ αυτό την ξορκίζουν, γι’ αυτό επιδιώκουν συμφωνίες, γι’ αυτό οι «έντιμοι συμβιβασμοί», γι’ αυτό οι «ιστορικοί συμβιβασμοί» γι’ αυτό η καλλιέργεια τόσου φόβου, γι’ αυτό όλα αυτά τα ουρλιαχτά από τα κοράκια που λεηλατούν τις ζωές μας καθημερινά.
Χρεοκοπία σημαίνει ελευθερία. Κοινωνική απελευθέρωση. 
 
Εάν δεν είμαστε έτοιμοι να χρεοκοπήσουμε, δεν είμαστε ακόμη έτοιμοι για να ζήσουμε. Εάν είμαστε οφείλουμε και να την επιδιώξουμε και να την προκαλέσουμε με κάθε τρόπο. Να την οργανώσουμε και να την επιβάλλουμε.
Να τους χρεοκοπήσουμε και να πάρουμε τη ζωή στα χέρια μας.

Τετάρτη 15 Ιουνίου 2016

ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΥΓΕΙΑΣ-Δικαιούχοι όλων των παροχών οι ανασφάλιστοι, οι πρόσφυγες και οι μετανάστες.


Από τις 8 Ιουνίου 2016 βάσει του Ν. 4368/2016 και της εγκυκλίου του Υπουργείου Υγείας στις 31/5/2016 όλοι όσοι έχουν ΑΜΚΑ έχουν πρόσβαση στο δημόσιο σύστημα υγείας: σε νοσοκομεία, στις δομές του ΕΟΠΥΥ/ΠΕΔΥ (πρώην ΙΚΑ).
-Μπορούν να εξετάζονται δωρεάν, να κάνουν δωρεάν διαγνωστικές εξετάσεις και να τους συνταγογραφούνται φάρμακα με εξαμηνιαίες συνταγές.
-Δεν γίνεται καμία διάκριση μεταξύ ασφαλισμένων και ανασφάλιστων.
-Στα νοσοκομεία έχουν άμεση πρόσβαση ανεξαρτήτως ΑΜΚΑ οι νεφροπαθείς, οι καρκινοπαθείς, οι έγκυες και τα παιδιά έως 18 ετών.
-Όλοι όσοι έχουν ετήσιο εισόδημα έως 6.000 ευρώ δικαιούνται δωρεάν φάρμακα. Το σύστημα συνδέεται με το taxisnet και η δυνατότητα υπάρχει χωρίς επιπλέον ενέργειες των ασθενών.
-Δωρεάν για όλους είναι και συγκεκριμένα φάρμακα, όπως αντικαρκινικά, για σκλήρυνση κατά πλάκας, αλλά και ινσουλίνες και ψυχοφάρμακα.
-Στις υπόλοιπες περιπτώσεις οι ασθενείς καταβάλουν 10 ή 25% συμμετοχή, ανάλογα με το φάρμακο. Σε καμία περίπτωση η συμμετοχή δεν ξεπερνά τα 30 ευρώ ανά συνταγή.
-Η συνταγογράφηση για τους ανασφάλιστους γίνεται δωρεάν μόνο στις δημόσιες δομές και στους συμβεβλημένους γιατρούς του ΕΟΠΥΥ μέχρι το 200ο τους ραντεβού.

Διευκρινήσεις: μηχανογραφημένες συνταγές προς το παρόν δεν μπορούν να έχουν από τον ΟΚΑΝΑ και το ΚΕΘΕΑ

-ΑΜΚΑ μπορούν να εκδώσουν σε ΚΕΠ όλοι όσοι διαμένουν στην Ελλάδα νόμιμα. Επιπλέον οι πρόσφυγες και οι μετανάστες που έχουν καταγραφεί όταν μπήκαν στη χώρα, έχουν πρόσβαση στις δημόσιες δομές με το χαρτί της πρώτης αυτής καταγραφής. Το ίδιο ισχύει και για όσους έχουν προσωρινή άδεια παραμονής ή άσυλο.
-Όσοι μετανάστες χωρίς χαρτιά βρίσκονται 7 τουλάχιστον χρόνια στην Ελλάδα και μπορούν να αποδείξουν ότι αυτό το διάστημα νοσηλεύτηκαν, μπορούν να κάνουν αίτηση για ανθρωπιστικό άσυλο και να διαμένουν νόμιμα πλέον.

Όλη η ερμηνευτική εγκύκλιος  στο link 
http://www.nomotelia.gr/photos/File/39364-16.pdf

Σάββατο 11 Ιουνίου 2016

Φοβάμαι. Μα πιο πολύ φοβάμαι, μη συνηθίσω τους φόβους μου

Από τον Marios Marli 
Δεν ξέρω για σας, αλλά εγώ πάντως φοβάμαι πολύ και χωρίς τους Τζιχαντιστές. Φοβάμαι ας πούμε, να μην υπογράψω, την καινούρια σύμβαση εργασίας που μας έφερε ο εργοδότης. Φοβάμαι να διεκδικήσω δικαστικά, τα δεδουλευμένα που μου χρωστάνε. Φοβάμαι τη «δικαιοσύνη» τους. Φοβάμαι τη μισθωτή σκλαβιά, αλλά φοβάμαι και την ανεργία. Φοβάμαι τις επιθέσεις εκλεκτών στο μετρό. Φοβάμαι να πιω νερό στις Σκουριές. Φοβάμαι το: «ζητείται νέα και εμφανίσιμη...» στις αγγελίες που διαβάζει η κόρη μου. Φοβάμαι το δελτίο ειδήσεων και την «έγκριτη δημοσιογραφία». Φοβάμαι τις πράξεις νομοθετικού περιεχομένου. Φοβάμαι τις ουρές στα ΑΤΜ, τις κλειστές τράπεζες, αλλά και τις ανοιχτές τράπεζες. Φοβάμαι τον ταχυδρόμο. Φοβάμαι να ανοίξω τον φάκελο. Φοβάμαι τις ομοιόμορφες ντομάτες. Φοβάμαι, όταν μου λένε στο τηλέφωνο, ότι η συνομιλία μας καταγράφεται. Φοβάμαι την κατάργηση του ασύλου. Φοβάμαι την κατάργηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Φοβάμαι τις πλαστικές χειροπέδες. Φοβάμαι τη Μαριάννα Βαρδινογιάννη, τον Σάκη Ρουβά και τον μητροπολίτη Άνθιμο. Φοβάμαι όταν ακούω τη λέξη πατρίδα. Φοβάμαι όταν κατεβαίνουν θεατρικές παραστάσεις. Φοβάμαι τη στιγμή, που οι ματατζήδες, βάζουν τις αντιασφυξιογόνες μάσκες τους. Φοβάμαι τους σωτήρες και τους πολίτες που τους εμπιστεύονται. Φοβάμαι όταν ακούω να μου λένε ότι δεν υπάρχει εναλλακτική. Μα πιο πολύ φοβάμαι, μη συνηθίσω τους φόβους μου…

Ιδού εγώ ο μετανάστης

της Ηλέκτρας Αλεξαδροπούλου*
το βρήκαμε στο http://ithaque.gr/idou-egw/

Ιδού εγώ ο Μετανάστης, ο Ξένος, ο Εξόριστος, ο Πρόσφυγας, ο Άπατρις, ο Εκτοπισμένος αυτός που δεν θέλετε να δείτε αυτός, που δεν έχει όνομα, αυτός που πέρασε τη θάλασσα, αυτός που άφησε πίσω του τη λεπτή κόκκινη γραμμή, αυτός που φέρνει τους νεκρούς του μαζί του, πάνω του, μέσα του, αυτός που δεν ήθελε να πολεμήσει, εγώ που ήξερα τι θα πει ya habib και τώρα ξεχνάω σιγά σιγά και μαθαίνω ο λαός: Volk εγώ ο «ευγενής άγριος», εγώ που έθαψα παιδιά και πατεράδες κάτω από τα ερείπια, εγώ που τώρα ζω σαστισμένος ανάμεσά σας, εγώ που έρχομαι από έναν κόσμο που διαλύεται σ” έναν κόσμο που δεν ξέρω πόσο θα αντέξει ένας εγώ που θέλω πάντα να επιστρέψω εκεί κι ένας άλλος εγώ που θα μείνει για πάντα εδώ, μαζί σας, εγώ που ονειρεύομαι κάθε βράδυ το παζάρι στη Δαμασκό και το παγωτό φυστίκι, τη μουσική και το ποτάμι στο Χαλέπι, τα νέι και τα βιολιά να μπερδεύονται με τα μαλλιά του, την Αμίρα που την έχασα μέσα από τα χέρια μου στη διαδήλωση, στη Χομς (έβρεχε λίγο θυμάμαι), τα χιονισμένα ερείπια στην Καμπούλ, τους γαλάζιους τρούλους να καίγονται τα μεσημέρια στην Κανταχάρ, τα φρούτα που κόβαμε από τα δέντρα στους κήπους της Τζαλαλαμπάντ, τα ερείπια της Βαβυλώνας κοντά στη Βαγδάτη, εκεί που πήγαινα εκδρομή με τον μπαμπά και τη μαμά και τ” αδέρφια μου όλα, και τσακωνόμασταν και φωνάζαμε και τρέχαμε και ήτανε δικά μας, τις σκονισμένες όχθες του Ευφράτη στη Φαλούτζα, τους ουρανοξύστες να λάμπουν φωτισμένοι το βράδυ στην Τεχεράνη, τους πράσινους λόφους στο Ισλαμαμπάντ και τη θάλασσα στη Ραμσάρ, εγώ τα θυμάμαι ακόμα, εγώ που δεν ξέρω τώρα πια πως με λένε, εγώ που θέλω να είμαι εδώ μαζί σας ο εαυτός μου, εγώ που ελπίζω ακόμα, εγώ που είμαι τώρα εδώ που έφτασα που ήρθα.  
Εικονογράφηση: Γιώργος Τραγάκης 
*Από το βιβλίο του ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ «Το πιο κρύο καλοκαίρι», τρεις εικονογραφημένες αληθινές ιστορίες προσφύγων. 

Ο λόγος του Καμύ κατά την απονομή του βραβείου Νόμπελ (1957).

πηγή:Εκδόσεις Καστανιώτη
Μετάφραση: Θανάσης Θ. Νιάρχος.

ΕΝΩ ΔΕΧΟΜΟΥΝ ΤΗ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ η ελεύθερη ακαδημία σας θέλησε να με τιμήσει, η ευγνωμοσύνη μου γινόταν τόσο πιο βαθιά όσο αναμετρούσα ως ποιο σημείο η ανταμοιβή αυτή ξεπερνούσε την προσωπική μου αξία. Κάθε άνθρωπος και, κατά μείζονα λόγο, κάθε καλλιτέχνης θέλει ν’ αναγνωριστεί. Το θέλω κι εγώ. Αλλά μου ήταν αδύνατον να δεχτώ την απόφασή σας χωρίς να συγκρίνω την απήχησή της σε σχέση μ’ αυτό που πραγματικά είμαι. 
ΠΩΣ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΧΕΔΟΝ ΝΕΟΣ, με μοναδικό πλούτο τις αμφιβολίες του κι ένα έργο που ακόμη πλάθεται, συνηθισμένος να ζει μέσα στη μοναξιά της εργασίας ή στο καταφύγιο της φιλίας, θα μπορούσε να μην πανικοβληθεί από μια απόφαση που τον έφερνε ξαφνικά, αυτόν τον μοναχικό και κλεισμένο στον εαυτό του άνθρωπο, στο φως των προβολέων; Με ποια καρδιά επίσης μπορούσε να δεχτεί αυτή την τιμή, την ίδια ώρα που στην Ευρώπη άλλοι συγγραφείς, απ’ τους καλύτερους, είναι καταδικασμένοι στη σιωπή, κι ακόμη, την ίδια εποχή που η γενέθλια γη του γνωρίζει ατέλειωτη δυστυχία; 
ΓΝΩΡΙΣΑ ΑΥΤΗ ΤΗ ΣΥΓΧΥΣΗ κι αυτή την εσωτερική ταραχή. Για να ξαναβρώ την ειρήνη έπρεπε να σταθώ στο ύψος της γενναιόδωρης μοίρας μου. Κι επειδή δεν μπορούσα να τη φτάσω με το να στηρίζομαι στην προσωπική μου αξία, δεν ανακάλυψα τίποτε άλλο για να με βοηθήσει παρά αυτό που με είχε στηρίξει στις πιο αντίξοες συνθήκες, σε όλο το μάκρος της ζωής μου: την ιδέα που έχω για την τέχνη μου και για τον ρόλο του συγγραφέα. Επιτρέψτε μου μονάχα να σας πω, με αίσθημα τιμής και φιλίας, όσο πιο απλά μπορώ, ποια είναι αυτή η ιδέα. 
ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΖΗΣΩ ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΜΟΥ, αλλά δεν τοποθέτησα ποτέ την τέχνη αυτήν πάνω απ’ όλα. Αν, αντίθετα, μου είναι απαραίτητη, αυτό συμβαίνει γιατί είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τους ανθρώπους, και μου επιτρέπει να ζω, έτσι όπως είμαι, στο ίδιο επίπεδο με όλους τους άλλους. 
Η ΤΕΧΝΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ μοναχική απόλαυση, είναι μέσο να συγκινεί κανείς τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό ανθρώπων, προσφέροντάς τους προνομιούχα εικόνα των κοινών πόνων και ευχαριστήσεων -δεν επιτρέπει στον καλλιτέχνη ν’ απομονωθεί, τον υποτάσσει στην πιο ταπεινή και την πιο παγκόσμια αλήθεια. Και συχνά αυτός που διάλεξε τη μοίρα του καλλιτέχνη, γιατί αισθανόταν διαφορετικός, μαθαίνει πολύ γρήγορα πως δεν θα θρέψει την τέχνη του όντας διαφορετικός, αλλά ομολογώντας την ομοιότητά του με τους άλλους. 
Ο ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ ΣΦΥΡΗΛΑΤΕΙΤΑΙ ΜΕΣΑ Σ’ ΑΥΤΟ το συνεχές πηγαινέλα από τον εαυτό του στους άλλους, ανάμεσα στην ομορφιά, που δεν μπορεί να την αρνηθεί, και την κοινότητα, απ’ όπου δεν μπορεί να ξεριζωθεί. Γι’ αυτόν τον λόγο, οι αληθινοί καλλιτέχνες δεν περιφρονούν τίποτε· υποχρεώνονται να κατανοήσουν αντί να κρίνουν. Και αν πρέπει να πάρουν μια θέση σ’ αυτόν τον κόσμο, δεν μπορεί να είναι παρά η θέση σε μια κοινωνία όπου, σύμφωνα με τον μεγάλο λόγο του Νίτσε, δεν θα βασιλεύει πια ο κριτής αλλά ο δημιουργός, είτε είναι διανοούμενος, είτε εργάτης. 
Μ’ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ δεν είναι άμοιρος υποχρεώσεων -από τη φύση του δεν μπορεί να μπει σήμερα στην υπηρεσία αυτών που δημιουργούν την ιστορία: είναι στην υπηρεσία αυτών που την υπομένουν· διαφορετικά μένει μόνος του και η τέχνη του δεν έχει καμιά σημασία. Όλα τα στρατεύματα της τυραννίας με τα εκατομμύρια των ανθρώπων τους δεν θα τον απαλλάξουν από τη μοναξιά, ακόμη κι αν στέρξει ν’ ακολουθήσει τον βηματισμό τους. Αλλά η σιωπή ενός φυλακισμένου, άγνωστου, εγκαταλειμμένου στους εξευτελισμούς, στην άλλη άκρη του κόσμου, αρκεί για να βγάλει ένα συγγραφέα απ’ την απομόνωση, υπό τον όρο τουλάχιστον, κάθε φορά που ο ίδιος απολαμβάνει το προνόμιο της ελευθερίας, να μη λησμονεί αυτή τη σιωπή, να την κάνει ν’ αντιλαλεί με τα μέσα της τέχνης. 
ΚΑΝΕΙΣ ΑΠΟ ΕΜΑΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΡΚΕΤΑ ΜΕΓΑΛΟΣ για ανάλογη αποστολή. Αλλά μέσα σ’ όλες τις συνθήκες της ζωής, αφανής ή προσωρινά διάσημος, ριγμένος στα σίδερα της τυραννίας ή ελεύθερος για ένα διάστημα να εκφραστεί, ο συγγραφέας μπορεί να ξαναβρεί το αίσθημα μιας ζωντανής κοινότητας που θα τον δικαιώσει, με τον μοναδικό όρο πως αποδέχεται, όσο μπορεί, τα δύο βάρη που αποτελούν το μεγαλείο του επαγγέλματός του: την υπηρεσία της αλήθειας και την υπηρεσία της ελευθερίας. Αφού το καθήκον του είναι να συνενώσει τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό ανθρώπων, δεν μπορεί να ευχαριστιέται με το ψέμα και με τη δουλεία, τα οποία, όπου βασιλεύουν, ευνοούν τη μοναξιά. Οποιεσδήποτε κι αν είναι οι προσωπικές μας δοκιμασίες, η ευγένεια του επαγγέλματός μας θα έχει πάντα τις ρίζες της στις δύο δυσβάσταχτες υποχρεώσεις: την άρνηση να πει ψέματα για κάτι που γνωρίζει και την αντίσταση στην καταπίεση. 
ΧΑΜΕΝΟΣ ΜΕΣΑ ΣΕ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ που κράτησε πάνω από είκοσι χρόνια, χωρίς βοήθεια, όπως όλοι οι άνθρωποι της ηλικίας μου, μέσα στις πολιτικές ταραχές της εποχής, με στήριξε η κρυφή αίσθηση πως το να γράφει κανείς ήταν τιμή, τόσο περισσότερο μάλιστα που η πράξη αυτή δημιουργούσε υποχρεώσεις κι όχι μόνο την υποχρέωση να γράψεις. Με υποχρέωνε ιδιαίτερα να υπομένω, όποιος κι αν ήμουν και όποιες κι αν ήταν οι δυνάμεις μου, μαζί μ’ όλους αυτούς που ζούσαν την ίδια ιστορία, τη δυστυχία και την ελπίδα που μοιραζόμασταν. Αυτοί οι άνθρωποι που γεννήθηκαν στην αρχή του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, που ήταν είκοσι χρόνων τη στιγμή που αναρριχήθηκε ο Χίτλερ στην εξουσία και έγιναν οι πρώτες δίκες των επαναστατών, που συμμετείχαν μετά, για να «τελειοποιηθεί» η «εκπαίδευσή» τους, στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, που βρέθηκαν στην οικουμένη των στρατοπέδων συγκέντρωσης, στην Ευρώπη των βασανιστηρίων και των φυλακών, οφείλουν σήμερα ν’ αναθρέψουν τα παιδιά τους και να δημιουργήσουν το έργο τους σ’ έναν κόσμο που απειλείται με πυρηνική καταστροφή. 
ΚΑΝΕΙΣ, ΝΟΜΙΖΩ, ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΤΟΥΣ ΖΗΤΗΣΕΙ να είναι αισιόδοξοι. Και είμαι της γνώμης πως οφείλουμε να κατανοήσουμε, χωρίς να σταματήσουμε ν’ αγωνιζόμαστε εναντίον της, την πλάνη αυτών που σε μια κρίση απελπισίας έχασαν την εντιμότητά τους και ξέπεσαν στον μηδενισμό της εποχής. Αλλά οι περισσότεροι από μας, στη χώρα μου και στην Ευρώπη, αρνήθηκαν αυτόν τον μηδενισμό και αναζήτησαν δημιουργική νομιμότητα. Χρειάστηκε να σφυρηλατήσουν μια τέχνη για να επιζήσουν απ’ την καταστροφή, να γεννηθούν για δεύτερη φορά και ν’ αγωνιστούν μετά, χωρίς καμιά προφύλαξη, ενάντια στο ένστικτο του θανάτου, που είναι πανίσχυρο στην ιστορία μας. 
ΚΑΘΕ ΓΕΝΙΑ, ΑΝΑΜΦΙΣΒΗΤΗΤΑ, ΘΕΩΡΕΙ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΗΣ προορισμένο να ξαναφτιάξει τον κόσμο. Η δική μου γνωρίζει πως δεν θα τον ξαναφτιάξει. Ίσως όμως η αποστολή της να είναι δυσκολότερη: να εμποδίσει να καταστραφεί ο κόσμος. Κληρονόμος μιας διεφθαρμένης ιστορίας, όπου συνυπάρχουν ανάμεικτα ξεπεσμένες επαναστάσεις, παράφρονες τεχνολογίες, πεθαμένοι θεοί και αποδυναμωμένες ιδεολογίες, όπου ακόμη και μέτριες δυνάμεις μπορούν να καταστρέψουν τα πάντα, αλλά δεν μπορούν πια να πείσουν, όπου η νοημοσύνη ταπεινώθηκε ως το σημείο να γίνει υπηρέτρια του μίσους και της καταπίεσης, η γενιά αυτή όφειλε, τόσο στον εαυτό της όσο και στους άλλους, ν’ αποκαταστήσει με τις αρνήσεις της κάτι απ’ αυτό που δίνει αξιοπρέπεια στη ζωή και στον θάνατο. 
Σ’ ΕΝΑΝ ΚΟΣΜΟ ΠΟΥ ΑΠΕΙΛΕΙΤΑΙ ΜΕ ΔΙΑΛΥΣΗ, όπου υπάρχει ο κίνδυνος οι μεγάλοι μας ιεροεξεταστές να εγκαταστήσουν για πάντα το βασίλειο του θανάτου, η γενιά μας γνωρίζει πως πρέπει, μετά από μια ξέφρενη κούρσα ενάντια στον χρόνο, να παγιώσει ανάμεσα στα έθνη μια ειρήνη που να μην ταυτίζεται με τη δουλεία, να συμφιλιώσει πάλι την εργασία και την πνευματική καλλιέργεια και να ξαναφτιάξει μ’ όλους τους ανθρώπους ένα ενιαίο τόξο. Δεν είναι βέβαιο αν θα μπορέσει να ολοκληρώσει ποτέ αυτό το τεράστιο έργο, είναι όμως βέβαιο πως παντού μέσα στον κόσμο υπάρχει ήδη το διπλό στοίχημα της αλήθειας και της ελευθερίας και, σε κάθε περίπτωση, γνωρίζει να πεθαίνει χωρίς μίσος γι’ αυτό. Αυτή η γενιά αξίζει να επευφημείται και να ενθαρρύνεται παντού όπου βρίσκεται, ιδιαίτερα όταν θυσιάζεται. Σίγουρος για την ανεπιφύλακτη συμφωνία σας, θα ήθελα να μεταθέσω την τιμή που μου κάνατε σ’ αυτή τη γενιά. 
ΜΕ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΤΡΟΠΟ, ΑΦΟΥ ΜΙΛΗΣΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΓΕΝΕΙΑ του επαγγέλματος του συγγραφέα, θα επανατοποθετήσω τον τελευταίο στην αληθινή του θέση· αυτόν τον συγγραφέα που δεν έχει άλλους τίτλους από κείνους που μοιράζεται με τους συντρόφους του στον αγώνα, τρωτός αλλά πείσμων, άδικος αλλά παθιασμένος με το δίκιο, που οικοδομεί το έργο του χωρίς ντροπή ή περηφάνια μπροστά στα μάτια όλων, ενώ νιώθει τον εαυτό του μοιρασμένο ανάμεσα στην οδύνη και την ομορφιά αλλά και προορισμένο να βγάλει απ’ αυτή τη διφυή του ύπαρξη τα έργα που προσπαθεί απεγνωσμένα να ανασύρει μέσα από τον καταστροφικό ρου της ιστορίας. Ποιος μετά απ’ αυτά θα μπορούσε να περιμένει απ’ αυτόν λύσεις πλήρεις και ανεπίληπτες ηθικά; Η αλήθεια είναι μυστηριώδης, ασύλληπτη, απρόσιτη. 
Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ, σκληρή να τη ζει κανείς αλλά και υψηλόφρων. Οφείλουμε να εργαστούμε για την εκπλήρωση αυτών των σκοπών, επίμονα και αποφασιστικά. Ποιος συγγραφέας από δω και μπρος θα τολμούσε, με καθαρή συνείδηση, να γίνει κήρυκας της αρετής; Όσο για μένα, πρέπει για μια ακόμη φορά να πω ότι δεν είμαι τίποτε απ’ όλα αυτά. Δεν μπόρεσα ποτέ να παραιτηθώ από το φως, την ευτυχία της ύπαρξης, της ελευθερίας με την οποία μεγάλωσα. Αλλά αν αυτή η νοσταλγία εξηγεί πολλές από τις πλάνες και τα λάθη μου, με βοήθησε αναμφισβήτητα να καταλάβω καλύτερα τη δουλειά μου, με βοηθά ακόμη να κρατιέμαι τυφλά στο πλάι όλων αυτών των σιωπηλών ανθρώπων που καταφέρνουν να επιβιώνουν μέσα στη δύσκολη ζωή, που άλλοι τούς έχουν επιβάλει, μόνο με την ανάμνηση ή την επιστροφή σε σύντομες, ελεύθερες, ευτυχισμένες στιγμές. 
ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ ΕΤΣΙ Σ’ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΕΙΜΑΙ, στα όριά μου, στις υποχρεώσεις μου και στη δύσκολη πίστη μου, αισθάνομαι περισσότερο ελεύθερος να σας δείξω, τελειώνοντας, την έκταση και τη μεγαλοψυχία της διάκρισης που μου απονείματε, περισσότερο ελεύθερος να σας πω ότι θα ήθελα να τη δεχτώ ως μια διάκριση που αποδίδεται σ’ όλους εκείνους που μοιράζονται τον ίδιο αγώνα, χωρίς να έχουν δεχτεί κανένα προνόμιο, αλλά γνώρισαν, αντίθετα, τη δυστυχία και την καταδίωξη. Μου μένει λοιπόν να σας ευχαριστήσω απ’ το βάθος της καρδιάς και να σας δώσω δημόσια, ως προσωπική μαρτυρία ευγνωμοσύνης, την ίδια και παλιά υπόσχεση πίστης που κάθε αληθινός καλλιτέχνης, κάθε μέρα, επαναλαμβάνει στον εαυτό του μέσα στη σιωπή.